Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Ζωή μετά το θάνατο (Ε΄). Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου

Μεταθανάτιες εμπειρίες
Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε αναλυτικά ότι η ώρα του θανάτου είναι πολύ συνταρακτική για τον άνθρωπο, γιατί η ψυχή χωρίζεται από το σώμα με το όποιο αποτελούσε μια αρραγή ενότητα. Οι άγιοι της Εκκλησίας ετοιμάζονται σε όλη τους την ζωή για την ώρα αυτήν. Και όταν πλησιάζει αυτή η στιγμή προσεύχονται πολύ.
Στα ασκητικά συγγράμματα βλέπουμε ότι οι ασκητές αποδίδουν μεγάλη σημασία στον τρόπο πού φεύγουν οι άνθρωποι, και ιδίως προσέχουν αν έφυγαν έχοντας συνείδηση του θανάτου, θεωρούν μάλιστα ότι είναι πολύ φοβερό να πεθάνει κανείς χωρίς να το καταλάβει. Να διέλθει «εκ του θανάτου εις την ζωήν», χωρίς να έχει ανεπτυγμένη την συνειδητότητά του και, φυσικά, χωρίς να προσεύχεται στον Θεό. Γι' αυτό εκείνη την στιγμή προτιμούν να είναι μόνοι τους και να προσεύχονται. Στο κεφάλαιο αυτό θα επανέλθουμε στο θέμα, γιατί θέλουμε να κάνουμε λόγο για τις λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες, για τίς όποιες στον δυτικό κόσμο έχει γίνει μεγάλη συζήτηση. Όπως γνωρίζουμε, έκαναν μεγάλη εντύπωση οι περιγραφές μερικών ανθρώπων πού επανήλθαν, με κάποιο τρόπο, στην ζωή και περιέγραψαν εκείνα πού είδαν. Και η εντύπωση αυτή προκλήθηκε γιατί στον δυτικό κόσμο λησμονήθηκε, εν μέρει, η ύπαρξη της ζωής μετά θάνατον, θεωρήθηκε ότι ο άνθρωπος τελειώνει με το τέλος της διαλογικής ζωής. Συνηθισμένοι να εξαντλούν την ύπαρξη του ανθρώπου στην λογική, ανακαλύπτουν έναν άλλο κόσμο και εκπλήσσονται. Οι σύγχρονες αυτές μαρτυρίες οι λεγόμενες μεταθανάτιες ή επιθανάτιες, δεν έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωση στον ορθόδοξο κόσμο, γιατί στα συγγράμματα των άγιων Πατέρων γίνεται λόγος για τέτοια ζητήματα, και, επομένως, είναι γνωστά θέματα. Όπως διαπιστώσαμε μέχρι τώρα, οι Πατέρες περιγράφουν, όσο είναι δυνατόν, καταστάσεις πού συνδέονται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Βέβαια, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι υπήρξαν μερικές αναστάσεις νεκρών, όπως η ανάσταση του υιού της χήρας στα Σαρεπτά της Σιδωνίας από τον Προφήτη Ηλία, οι τρεις αναστάσεις πού έκανε ο Χριστός (υιού χήρας της Ναΐν, θυγατέρα του Ιαείρου, και του Λαζάρου) καθώς επίσης και η ανάσταση της Ταβιθά, πού έκανε ο Απόστολος Πέτρος, με την δύναμη του Χριστού. Όμως κανείς από αυτούς, από όσα γνωρίζουμε δεν μας περιέγραψε τι ακριβώς συμβαίνει την ώρα πού η ψυχή εξέρχεται από το σώμα ή τι ακριβώς γίνεται στην άλλη ζωή. Τουλάχιστον, δεν έχουμε περιγραφές γραπτές για το πώς αισθάνεται ή ψυχή, όταν ζή εκτός του σώματος, και ποια είναι τα αισθήματα πού την κυριαρχούν όταν πάλι εισέρχεται στο σώμα και εξακολουθεί να ζει με τις γνωστές συνθήκες. Και όσοι αναστήθηκαν κατά τον καιρό του σεισμού, με τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, δεν μας διέσωσαν τις εμπειρίες πού δοκίμασαν.
Μια εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι ότι οι Χριστιανοί δεν διακατέχονται από τέτοια περιέργεια. Επειδή έχουν τον αποκαλυπτικό λόγο και ξέρουν ότι δια των εντολών του Θεού πρέπει να θεραπευθούν, και επειδή η εντολή του Θεού, όπως φαίνεται στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, είναι σαφής: «έχουσι Μωϋσέα και τους Προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών», γι' αυτό και δεν ενδιαφέρονται να συλλέξουν τέτοιες μεταθανάτιες εμπειρίες. Άλλωστε, ο λόγος του Αβραάμ, δηλαδή του Θεού, «ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούσουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται» (Λουκ. ιστ', 29-31), δηλώνει ότι ο σαρκικός άνθρωπος δεν πρόκειται να πεισθεί, έστω και αν ακούσει τα πλέον παράδοξα πράγματα. Είναι έτοιμος να τα αποδώσει σε άλλη αιτία.
Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δούμε με πολλή συντομία τα νέα αυτά φαινόμενα, πού έχουν παρατηρηθή και καταγραφή σε συνδυασμό πάντοτε με την ορθόδοξη αντίληψη για τα θέματα αυτά.
1. Σύγχρονες μεταθανάτιες εμπειρίες
Υπάρχουν και παλαιότερες μαρτυρίες για τέτοιες καταστάσεις, αλλά ο θόρυβος πού τελευταία έγινε στην Αμερική προήλθε από τις παρατηρήσεις του ψυχιάτρου Μούντυ. Μετά από αυτό και λόγω του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού, δημοσιεύθηκαν και άλλα βιβλία, πού αναφέρονται στα θέματα αυτά. Ό Μούντυ συγκέντρωσε τις μαρτυρίες εκατόν πενήντα ατόμων, τις δε έρευνές του επικέντρωσε σε πενήντα ανθρώπους πού είχαν την ευκαιρία να βιώσουν τέτοιες επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες. Ανάλυση και κριτική των απόψεων τον Μούντυ έκανε ο π. Σεραφείμ Ρόουζ σε σχετικό βιβλίο. Είναι σημαντικό να λεχθή ότι ο π. Σεραφείμ, ορθόδοξος ο ίδιος, βλέπει τα θέματα αυτά μέσα από την ορθόδοξη πατερική εμπειρία και έχει σωστές απόψεις. Έχει μια πολύ καλή διεισδυτικότητα και μας βοήθα να δούμε το θέμα σε ευρύτερα πλαίσια1. Τα στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρουσίαση και ανάλυση των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών λαμβάνονται από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ. Έχει παρατηρηθεί από δυτικούς επιστήμονες ότι μερικοί άνθρωποι, κατά την ώρα του θανάτου ή όταν επανήλθαν μετά από τον θάνατο στην ζωή είδαν πολύ αξιόλογα, παράδοξα και παράξενα γεγονότα, τα όποια δεν μπορούν να ερμηνευθούν από την κλασσική ιατρική επιστήμη.
Πολλά είναι τα αίτια αυτών των εμπειριών. Το πρώτο αίτιο είναι η προσέγγιση της υπάρξεως του ανθρώπου στον θάνατο. Όταν η ψυχή πλησιάζει προς την έξοδό της από το σώμα, βιώνει μια νέα κατάσταση. Ό θάνατος είναι πραγματικά ένα οριακό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της βιολογικής ζωής και της ζωής της ψυχής χωρίς το σώμα. ΤΟ δεύτερο αίτιο είναι οι προσεγγίσεις των πονηρών και αγαθών πνευμάτων, όπως το επιβεβαιώνουν πολλοί άγιοι, πού ήδη έχουμε αναφέρει. Αν ο άνθρωπος δέχεται επιδράσεις από τους δαίμονες κατά την διάρκεια της ζωής του, αλλά έχει και την συνδρομή των αγγέλων, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει κατά την ώρα πού ή ψυχή χωρίζεται από το σώμα. Και το τρίτο αίτιο είναι ότι η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης δίνει την δυνατότητα στους ανθρώπους να βιώνουν για μερικές ήμερες και ώρες την εμπειρία του κλινικά νεκρού κατά την ιατρική επιστήμη. Έχει παρατηρηθεί ότι έχουν αυξηθεί τα φαινόμενα ανθρώπων πού επανήλθαν στην ζωή, εφ' όσον είχαν θεωρηθεί ως κλινικά νεκροί, μετά από τεχνικές διεγέρσεις της καρδίας, η οποία είχε σταματήσει2.
Έτσι, λοιπόν, στα ήδη γνωστά αίτια από τα όποια προσέρχονταν αυτές οι λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες προστέθηκε και το αίτιο πού συνδέεται με την ιατρική επιστήμη. Αν πρόσθεση κανείς και τις ασθένειες του εγκεφάλου, καθώς επίσης και τα δυνατά φάρμακα πού χορηγούνται στους βαρειά ασθενείς, μπορεί να ερμηνεύσει και κάποιες παραισθήσεις πού αναπτύσσονται εκείνες τις ώρες. Επομένως, υπάρχει σύγχυση μεταξύ όλων αυτών των καταστάσεων, και δεν μπορούμε τόσο εύκολα να κατατάξουμε μια εμπειρία ή να την προσδιορίσουμε. Ό π. Σεραφείμ Ρόουζ επικεντρώνει την προσοχή του σε μερικά από τα κοινά σημεία, τα όποια κατέγραψε ο Μούντυ από τις περιγραφές όσων είχαν τέτοιες εμπειρίες. Τα κοινά σημεία είναι τρία.
Πρώτον, η λεγομένη «εξωσωματική εμπειρία». Πρόκειται για μια εμπειρία πού όλοι τους ένοιωθαν σαν μια κατάσταση κατά την όποια η ψυχή βγαίνει από το σώμα, αλλά όμως εξακολουθεί να έχει την συνείδηση της. Βρίσκεται σε έναν κόσμο στον όποιο αισθάνεται ζεστασιά και άνεση, βλέπει τους ανθρώπους πού βρίσκονται γύρω από το νεκρό σώμα, αλλά δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Είναι ενδεικτικές οι μαρτυρίες δύο ανθρώπων, όπως τις καταγράφει ο Μούντυ και τις παρουσιάζει ο π. Σεραφείμ.
Ό ένας διηγείται: «Τους έβλεπα να προσπαθούν να με επαναφέρουν στην ζωή. Ήταν πραγματικά παράξενο. Δεν βρισκόμουν πολύ ψηλά· σαν να ήμουν πάνω σε ένα βάθρο, αλλά όχι κατά πολύ ψηλότερα από αυτούς· ίσως μόλις λίγο ψηλότερα από αυτούς, ώστε να μπορώ να τους βλέπω από πάνω. Προσπάθησα να τους μιλήσω, αλλά κανείς δεν με άκουγε, κανείς δεν με πρόσεχε». Κάποιος άλλος διηγείται: «Ήμουν ανίκανος να αγγίξω ο,τιδήποτε, να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε πού ήταν γύρω μου. Ήταν ένα φοβερό αίσθημα μοναξιάς, μια αίσθηση πλήρους απομόνωσης. Ήξερα ότι ήμουν εντελώς μόνος, με τον εαυτό μου»3.
Δεύτερο κοινό σημείο των μεταθανατίων εμπειριών είναι η «συνάντηση με άλλους». Δηλαδή, όπως λέγει ο Μούντυ, η ψυχή για μικρό διάστημα αισθάνεται αυτήν την μοναξιά, γιατί ύστερα από λίγο αισθάνεται ότι συναντάται με άλλους, αφού όχι μόνον μετά τον θάνατο, αλλά και πριν τον θάνατο βλέπει ξαφνικά πεθαμένους συγγενείς και φίλους. Είναι χαρακτηριστική μια τέτοια περιγραφή:
«Ό γιατρός εγκατέλειψε κάθε ελπίδα για μένα και είπε στους συγγενείς μου ότι πέθαινα... Διαπίστωσα ότι πολλοί άνθρωποι ήταν εκεί, φαινόταν ολόκληρο πλήθος, πού αιωρούνταν γύρω - γύρω στην οροφή του δωματίου, ήταν όλοι τους άνθρωποι πού είχα γνωρίσει στην προηγούμενη ζωή μου, αλλά πού είχαν εν τω μεταξύ πεθάνει. Αναγνώρισα την γιαγιά μου και ένα κορίτσι πού ήξερα από το σχολείο, και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους, ήταν μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή και αισθάνθηκα ότι είχαν έλθει να με προστατεύσουν ή να με καθοδηγήσουν»4.
Τρίτο κοινό σημείο των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών είναι η «ύπαρξη του φωτός» η «φ ω τ ε ι ν ή ύπαρξη». Όλοι όσοι είχαν τέτοιες εμπειρίες περιγράφουν την εμφάνιση ενός φωτός, του όποιου η λαμπρότητα αυξανόταν πολύ γρήγορα. Όλοι το αναγνώριζαν σαν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα γεμάτη ζεστασιά και αγάπη, πού μαγνητίζει αυτόν πού έχει πεθάνει. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Χριστός και άλλοι ότι είναι άγγελοι. Είναι χαρακτηριστικές δύο τέτοιες μαρτυρίες.
Ένας διηγείται: «Άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι ήμουν νεκρός, και τότε ήταν πού άρχισα να αισθάνομαι σαν να κλυδωνιζόμουν, στην πραγματικότητα σαν να έπλεα... Όλα ήταν σκοτεινά, εκτός από το ότι, αρκετά μακρυά από μένα, έβλεπα αυτό το φως. Ήταν ένα πάρα πολύ λαμπρό φως, αλλά όχι πολύ μεγάλο από την αρχή. Γινόταν μεγαλύτερο, καθώς πλησίαζα όλο και περισσότερο προς αυτό».
Ένας άλλος διηγείται: «Βρισκόμουν έξω από το σώμα μου, δεν είχα καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό, γιατί έβλεπα το ίδιο μου το σώμα πάνω στο χειρουργικό κρεββάτι. Ή ψυχή μου βρισκόταν έξω. Όλα αυτά με έκαναν να αισθάνομαι πολύ άσχημα στην αρχή, αλλά μετά ήλθε εκείνο το πραγματικά έντονο φως. Στην αρχή φαινόταν λίγο αμυδρό, αλλά μετά έγινε μια τεράστια ακτίνα... Όταν αρχικά ήλθε το φως δεν ήμουν σίγουρος τι συνέβαινε, μετά όμως ρώτησε, κατά κάποιον τρόπο με ρώτησε, εάν ήμουν έτοιμος να πεθάνω»5.
Τα παραδείγματα αυτά είναι ενδεικτικά. Δείχνουν πραγματικά ότι ο άνθρωπος τις στιγμές εκείνες βιώνει την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου. Δεν θα κάνουμε εδώ κριτική κάθε εμπειρίας, αλλά εκείνο πού θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι όλοι βεβαιώνουν ότι υπάρχει και κάτι άλλο, εκτός από όσα βλέπουμε με τις αισθήσεις και σκεπτόμαστε με την λογική. Ό π. Σεραφείμ, παρουσιάζοντας τέτοια στοιχεία, κάνει τις κριτικές του παρεμβάσεις, διατυπώνοντας την αλήθεια ότι παρόμοια περιστατικά υπάρχουν και στην εκκλησιαστική εμπειρία. Παράλληλα, όμως, σημειώνει ότι δημιουργείται και σύγχυση. Δεν θα επιμείνουμε όμως εδώ σε αυτό το σημείο. Κατά την διάρκεια της ποιμαντικής μου διακονίας άκουσα πολλούς ανθρώπους να διηγούνται παρόμοια περιστατικά. Άλλοτε ήταν δικές τους εμπειρίες, κατά την διάρκεια βαρειάς ασθενείας, και άλλοτε ήταν μαρτυρίες των δικών τους ανθρώπων, τους οποίους παρακολουθούσαν. Μικρός την ηλικία, ήμουν μάρτυς ενός περιστατικού, κατά το όποιο μια γυναίκα προς το τέλος της ζωής της όταν ξεψυχούσε, έβγαζε βογγητά και συγχρόνως κουνούσε την γροθιά της, σαν να έδιωχνε κάποιον. Τέτοια περιστατικά μπορεί κανείς να ακούσει στο Άγιον Όρος. Μου διηγήθηκαν διάφοροι αγιορείτες πατέρες περιστατικά από τις τελευταίες στιγμές άγιων και αμαρτωλών μοναχών.
Ας επιτραπεί να παραθέσω μια προσωπική μαρτυρία από την ασθένεια του αειμνήστου Γέροντος μου, Μητροπολίτου Εδέσσης Καλλινίκου, πού έχει σχέση με το θέμα πού μελετάμε στο κεφάλαιο αυτό. Μετά την επέμβαση στον εγκέφαλο του για να αφαιρεθεί ο όγκος, δημιουργήθηκε αιμορραγία και περιέπεσε σε βαθύ κώμα. Οι γιατροί πού τον παρακολουθούσαν είπαν ότι βρίσκεται στα όρια ζωής και θανάτου. Λειτουργούσε, βέβαια, η καρδιά, αλλά ανέπνεε με το κατάλληλο μηχάνημα. Αν σταματούσε η είσοδος του αέρα, θα απέθνησκε. Όλα ήταν πιθανά. Ή να παραμείνει φυτό ή να πεθάνει ή να ανάνηψη. Όταν μετά από μερικές ήμερες ανένηψε, διηγήθηκε με κλάμα και πολλή ένταση ένα φοβερό περιστατικό. Έλεγε ότι δεν ήταν όνειρο, αλλά πραγματικό γεγονός. Είχε συνείδηση, δηλαδή, ότι πρόκειται για μια πραγματικότητα. Είδε τον εαυτό του έξω από το σώμα, η ψυχή του παρακολουθούσε το σώμα του, πού βρισκόταν στο κρεββάτι του, καθώς επίσης παρακολουθούσε όλους εμάς, πού ήμασταν λυπημένοι και ετοιμαζόμασταν για κηδεία. Μάλιστα, υπέδειξε μια συγκεκριμένη νοσοκόμα από τις τόσες πολλές πού υπήρχαν, η οποία τον μετρούσε για να αγοράσει το φέρετρο. Εκείνος καταλάβαινε ότι η ψυχή του βγήκε από το σώμα, και μάλιστα έλεγε ότι εκείνη την ώρα έκανε ο ίδιος νεκρώσιμο τρισάγιο στον εαυτό του. Είχε και άλλες τέτοιες εμπειρίες, αλλά αυτή πού ανέφερα προ ολίγου ήταν η πιο εκφραστική και σχετική με το θέμα πού συζητούμε. Βέβαια, δεν γνωρίζω αν ήταν εξωσωματική εμπειρία ή εμπειρία πλησίον του θανάτου. Το γεγονός είναι ότι πρόκειται για μια κατάσταση έξω από την συνηθισμένη*.
2. Κριτική αυτών των εμπειριών από ορθόδοξη προοπτική
Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς τέτοιες καταστάσεις γιατί βρίσκονται έξω από τα συνηθισμένα. Συνήθως εμείς κρίνουμε πάντα βάσει των δικών μας προϋποθέσεων και πάντοτε μέσα στα όρια της λογικής. Ίσως πολλοί από μας να εκλάβουμε τις εμφανίσεις αγγέλων και αγίων σε καθαρούς ανθρώπους, κατά την διάρκεια της ζωής τους. ως αποτέλεσμα συναισθηματικής φόρτισης ή και ως αρρωστημένες ψυχολογικά καταστάσεις. Αν κάποιος λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, ακόμη και ένας επιστήμονας ψυχίατρος, μελετήσει οπτασίες αγίων ανθρώπων, μπορεί να κατάληξη σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Και, όμως, τέτοιες αποκαλύψεις, πού αφθονούν τόσο σε παλαιά κείμενα, όσο και σε σύγχρονες προφορικές παραδόσεις, είναι αληθινές. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να απορρίψουμε όλες τις εμπειρίες, επειδή υπερβαίνουν τις δικές μας προϋποθέσεις. Βέβαια, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να μη δεχόμαστε κάθε εμπειρία ως αληθινή, γιατί ενεδρεύει ή πλάνη. Κυρίως πρέπει να πιστεύουμε τον αποκεκαλυμμένο λόγο του Θεού και να βλέπουμε τον δρόμο για την σωτηρία
* Βλέπε πρόσθετη ανάλυση στην σελίδα 427
μας αφήνοντας το άγνωστο στην Πρόνοια του Θεού. Όμως δεν πρέπει να καταλήγουμε στην ολοκληρωτική απόρριψη, όπως δυστυχώς κάνουν μερικοί Προτεστάντες, οι όποιοι πιστεύουν ότι η ψυχή μετά τον θάνατο βρίσκεται σε κατάσταση ασυνειδησίας ή σπεύδει αμέσως να βρεθή «μαζί με τον Χριστό» ούτε να συμπεριφερόμαστε όπως οι άθεοι, οι όποιοι θεωρούν ότι ή "ψυχή είναι μια απλή ενέργεια του σώματος και εξαφανίζεται μαζί με αυτό. Στην παράδοση της Εκκλησίας μας διασώζονται μερικές περιγραφές για την επιθανάτια και μεταθανάτια ζωή. Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε πολλά τέτοια περιστατικά. Εδώ θα επιμείνουμε στην παρουσίαση μερικών, πού είναι χαρακτηριστικά.
Στο Γεροντικό αναφέρονται οι τελευταίες στιγμές της κοιμήσεως του Άβα Σισώη του Μεγάλου. Βέβαια, από την παρουσίαση του περιστατικού φαίνεται ότι δεν πρόκειται για εξωσωματική εμπειρία, αλλά για πνευματική εμπειρία, γιατί είχε τίς αισθήσεις του και συνομιλούσε με τους παρόντες. Διηγόταν στους παρευρισκομένους ότι έρχονταν διαδοχικά ο αβάς Αντώνιος, μετά ό χορός των Προφητών, ο χορός των Αποστόλων. Κάθε φορά έλαμπε περισσότερο το πρόσωπο του. Σε κάποια στιγμή συνομιλούσε. Και όταν ρωτήθηκε από τους παριστάμενους είπε ότι ομιλεί με τους αγγέλους, πού ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή του. Μάλιστα, ανέφερε ότι παρακαλούσε τους αγγέλους να μην πάρουν την ψυχή του, γιατί έπρεπε να μετανοήση ακόμη περισσότερο. Μετά, το πρόσωπο του έλαμψε σαν τον ήλιο, και ο ίδιος απεκάλυψε ότι ήλθε ο Κύριος. Τότε παρέδωσε το πνεύμα του. Έγινε κάτι σαν αστραπή και γέμισε όλος ο οίκος από ευωδιά7.
Στον Ευεργετινό διασώζονται δύο συνταρακτικά παραδείγματα, τα όποια σαφώς αναφέρονται στην μεταθανάτια κατάσταση, και κυρίως στην λεγομένη «εξωσωματική» ζωή.
Το ένα περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον μοναχό Πέτρο, ο όποιος, πριν κατοίκηση στην έρημο, «ασθενείας αυτώ επελθούσης απέθανε». Τότε είδε όλα τα βάσανα του Άδη και τους αμέτρητους τόπους της φλογός. Μάλιστα, είδε μερικούς δυνάστες του κόσμου αυτού να είναι κρεμασμένοι. Κάποιος εξαστράπτων άγγελος εμπόδισε να τον ρίψουν και αυτόν μέσα στον φλογώδη εκείνο τόπο. Και στην συνέχεια η ψυχή επανήλθε στο σώμα. «Εκ του ύπνου του αιωνίου θανάτου εξυπνισθείς» και «πάλιν εν τω σώματι αποδοθείς» διεκήρυξε όλα όσα είδε και έζησε με μετάνοια8.
Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον πού ήθελε να γίνει μοναχός και ο οποίος, στις παρακλήσεις της μητέρας του να παραμείνει κοντά της, δεν ανταποκρίθηκε, αλλά έφυγε, λέγοντας ότι ήθελε να σώση την ψυχή του. Έπειτα από λίγο πέθανε η μητέρα του και μετά πέθανε και ο μοναχός εκείνος. Μάλιστα λέγεται ότι έπεσε σε βαρεία ασθένεια πού τον απειλούσε με θάνατο. Κατά την ασθένεια αυτήν, «ως εν λιποθυμία γενόμενος, εξεδήμησε του σώματος και ηρπάγη εις την κρίσιν». Τότε συνάντησε την μητέρα του μαζί με τους κρινόμενους, δηλαδή τους κολαζομένους. Εκείνη εξεπλάγη και τον ρώτησε πώς ήλθε στον τόπο εκείνο αφού έγινε μοναχός για να σώσει την ψυχή του. Και αναφέρεται στην συνέχεια ότι ακούστηκε φωνή να τον πάρουν από εκείνο το μέρος «και παραχρήμα επανελθών εις εαυτόν από της εκστάσεως, διηγείτο τοις παρούσι πάντα όσα είδε και ήκουσε...»9.
Και τα δύο αυτά παραδείγματα αναφέρονται σε εμπειρία μετά τον θάνατο, στην λεγομένη «εξωσωματική» κατάσταση. Όπως θα δούμε στην συνέχεια, αυτό έγινε κατ' οικονομία Θεού. Γι' αυτό και λέμε ότι δεν μπορεί κανείς να απορρίψει τέτοιες εμπειρίες, ακριβώς γιατί τις συναντούμε και στην εκκλησιαστική παράδοση. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για μεγάλο λάθος όταν εξομοιώνουμε όλες τις εμπειρίες, όλες τις περιγραφόμενες καταστάσεις, όταν δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε διάκριση μεταξύ τους. Γιατί άλλες προέρχονται από ψυχολογικές καταστάσεις, άλλες από σατανικές ενέργειες και άλλες είναι χάρη και ευλογία του Θεού. Μπορούμε στην συνέχεια να περιγράψουμε μερικές τέτοιες διαφορές.
Υπάρχει διαφορά μεταξύ των εμπειριών του λεγομένου «κλινικού θανάτου» και των εμπειριών «των πρόθυρων του θανάτου»10. Ό «κλινικός θάνατος» είναι όταν ο άνθρωπος ζή με τα μηχανήματα και οι γιατροί θεωρούν ότι ουσιαστικά έχει τελειώσει. Συντηρείται απλώς η καρδιά με διαφόρους μεθόδους διεγέρσεως. Βέβαια, και σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε βεβαιότητα ότι η ψυχή εξήλθε από το σώμα. Πάντως, πρόκειται για μια κατάσταση πού βρίσκεται στα όρια του θανάτου. Οι δε εμπειρίες «των πρόθυρων του θανάτου» διαφέρουν από τις πρώτες, γιατί τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι έχουν συνείδηση της καταστάσεως, ομιλούν, άλλα και όταν δεν έχουν συνείδηση, βρίσκονται σε κατάσταση αναχωρήσεως. Δεν μπορούν οι δύο αυτές περιπτώσεις να εξομοιωθούν. Άλλη διαφορά υπάρχει μεταξύ των παραισθήσεων, των ψευδαισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων, πού συμβαίνουν κατά την στιγμή πού ετοιμάζεται η ψυχή για την έξοδο της από το σώμα. Οι ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις δεν είναι ανεξάρτητες από τα φάρμακα, τις ιδιαίτερες ασθένειες και τις τεχνικές μεθόδους πού χρησιμοποιούνται. Στην βίωση των πραγματικών γεγονότων υπάρχει πάλι η συνειδητότητα.
Ό π. Σεραφείμ Ρόουζ λέγει ότι οι συγγραφείς πού ασχολήθηκαν με τα φαινόμενα αυτά έχουν εντοπίσει το γεγονός ότι συνήθως όσοι έχουν πνευματική διαύγεια βλέπουν εμφανίσεις νεκρών ανθρώπων ή πνευματικών όντων. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν συνείδηση του περιβάλλοντος τους. Υπάρχει δε και μια βασική διαφορά μεταξύ των παραισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων. Συνήθως όσοι έχουν παραισθήσεις βλέπουν ανθρώπους πού βρίσκονται στην ζωή, ενώ, όσοι έχουν γνήσιες εμπειρίες, βλέπουν πρόσωπα πού έχουν πεθάνει. Επίσης επισημαίνουν ότι εμπειρίες με μεγαλύτερη συνοχή και ευκρινέστερο μεταφυσικό χαρακτήρα συμβαίνουν σε ανθρώπους πού δεν έχουν παραισθήσεις αλλά έχουν επαφή με την φυσική πραγματικότητα11.
Ακόμη υπάρχει διαφορά μεταξύ εμφανίσεων δαιμονικών και θεϊκών. Αυτή η κατηγορία δεν υπάγεται στις προηγούμενες, αλλά πρόκειται για όραση αγγέλων ή δαιμόνων. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα, τα όποια, βέβαια, έχουμε ήδη αναφέρει, οπότε δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Εκείνο πού έχει σημασία είναι ότι δεν πρέπει να εξομοιώνονται όλες οι επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες, ούτε να αποδίδονται μόνον σε μια αίτια, γιατί έτσι δημιουργείται μεγάλη παρεξήγηση.
3. Ή διάκριση των εμπειριών
Τα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα μας οδηγούν στην μελέτη του τρόπου διακρίσεως αυτών των καταστάσεων. Στο σημείο αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι, επειδή έχουμε μια ζωντανή παράδοση, βρισκόμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση, γιατί μπορούμε να διακρίνουμε τα φαινόμενα αυτά.
Ό Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Καθολική του επιστολή συνιστά στους Χριστιανούς: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν» (Α' Ίω. δ', 1). Στην ορθόδοξη θεολογία δίνουμε μεγάλη σημασία στην αρετή της διακρίσεως, γιατί, όταν αυτή υπάρχει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος έχει την Χάρη του Θεού. Πραγματική θεολογία είναι το να διακρίνει τα πνεύματα, εάν προέρχονται από τον Θεό ή από τον εωσφόρο. Γι' αυτό έχει λεχθή ότι ένας τέτοιος θεολόγος, πού μπορεί να κάνη αυτήν την διάκριση των λογισμών, των οπτασιών, είναι απλανής πνευματικός πατέρας. Το ότι η διάκριση προϋποθέτει πνευματική γνώση και πνευματική ζωή φαίνεται από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Ό Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πει ότι από την εγκράτεια προέρχεται η απάθεια και καρπός της απάθειας είναι η διάκριση12.
Οι άγιοι Πατέρες δίνουν μεγάλη σημασία στην διάκριση, γιατί συνδέεται με την πραγματική γνώση. Κατά τον άγιο Διάδοχο τον Φωτικής το να διακρίνει κανείς απταίστως το καλό από το κακό είναι φως της αληθινής γνώσεως13. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θα πει ότι η διάκριση είναι λύχνος της σκοτίας, επάνοδος των πεπλανημένων, φωτισμός των μυωπαζόντων. Ό διακριτικός είναι ευρετής της υγείας και καθαιρέτης, δηλαδή θεραπευτής της άρρώστειας14. Το ότι έχει μεγάλη αξία η αρετή της διακρίσεως φαίνεται από τον λόγο του αγίου Αντωνίου, ότι υπάρχουν μερικοί άνθρωποι πού κατέτριψαν και ταπείνωσαν τα σώματα τους στην άσκηση, αλλά επειδή δεν απέκτησαν το χάρισμα της διακρίσεως «μακράν του Θεού γεγόνασιν»15.
Επομένως, φαίνεται ότι η διάκριση είναι δώρο του Θεού και συνδέεται με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης λέγει ότι η διάκριση στους εισαγωγικούς στην πνευματική ζωή συνδέεται με την αληθινή επίγνωση του εαυτού τους, στους μεσαίους συνδέεται με την νοερά αίσθηση πού διακρίνει απταίστως το κυρίως αγαθό από το φυσικό και αντίθετο, και στους τελείους συνδέεται με την γνώση πού υπάρχει με την θεία έλλαμψη και η όποια φωτίζει και αυτά πού για τους άλλους είναι σκοτεινά16.
Όσα ελέχθησαν για την διάκριση είχαν σκοπό να δείξουν ότι δεν είναι εύκολο να κρίνη κανείς κάθε εμπειρία πού περιγράφεται από ανθρώπους πού βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους. Αυτό είναι χάρισμα των μεγάλων πνευματικών πατέρων, πού βλέπουν την αλήθεια στο βάθος της και δεν εξετάζουν απλώς την επιφάνεια. Αυτοί ξεχωρίζουν αν κάτι είναι καρπός της αρρωστημένης ψυχολογικής καταστάσεως του ανθρώπου. αν είναι εμφάνιση του διαβόλου ή αν είναι καρπός της εμφανίσεως του Θεού και των αγίων. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να ασχολείται κανείς με την ανάλυση των επιθανάτιων ή μεταθανάτιων εμπειριών.
Υπάρχουν όμως μερικά εξωτερικά σημεία, τα όποια χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν τις εμπειρίες αυτές. Ό Χριστός, μιλώντας για τους ψευδοπροφήτες, πού έρχονται με ένδυμα προβάτου, αλλά μέσα τους είναι λύκοι αρπαγές, συνιστά στους Μαθητές Του: «από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς». Κάθε καλό δένδρο κάνει καλούς καρπούς και κάθε σαπρό δένδρο κάνει πονηρούς καρπούς. Δεν μπορεί το αγαθό δένδρο να κάνη πονηρούς καρπούς, ούτε το σαπρό δένδρο να κάνη καλούς καρπούς (Ματθ. ζ', 15-18). Έτσι, λοιπόν, το κριτήριο είναι οι καρποί πού δημιουργούνται. Αν μετά από μια οπτασία επικρατεί ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά, είναι δείγμα ότι προέρχεται από τον Θεό, αν όμως δημιουργείται ταραχή είναι σημείο ότι προέρχεται από τον διάβολο. Το ίδιο συμβαίνει σχετικά με το πάθος της υπερηφάνειας. Όταν ο άνθρωπος μετά από μια τέτοια εμπειρία υπερηφανεύεται, είναι δείγμα ότι διακατέχεται από πονηρή ενέργεια, ενώ ο εμπνεόμενος από την Χάρη του Θεού, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο και συνήθως δεν ομιλεί.
Γι' αυτό η εμπειρία αξιολογείται ανάλογα με την μετέπειτα ζωή του ανθρώπου. Στα δύο παραδείγματα πού αναφέραμε προηγουμένως από τον Ευεργετινό φαίνεται αυτή η αλήθεια. Ό μοναχός Πέτρος πού πέθανε και είδε την φρίκη της Κολάσεως και επανήλθε στην ζωή, αισθανόταν ότι αυτό έγινε για να μετανοήσει. Ό άγγελος, πού τον εμπόδισε να ριφθή στο πυρ, του είπε: «άπελθε και βλέπε πώς μέλλεις μετά ταύτα προσεχών εαυτώ ζήσαι». Και μάλιστα ο Γρηγόριος Διάλογος λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός αυτόν τον θάνατο με την θαυμαστή Πρόνοια Του, «ίνα μη αιωνίως αποθάνη». Γιατί είναι ενδεχόμενο οι άνθρωποι μετά την επιστροφή τους από την οπτασία του άδη να μην οδηγηθούν σε μετάνοια, αλλά σε περισσότερη κατάκριση, και έτσι, επιστρέφοντας στην παρούσα ζωή αφού είδαν τα φοβερά εκείνα πράγματα, «πάλιν ομοίως έμειναν αδιόρθωτοι· και απολογία τις τούτοις ούχ υπολείπεται»17. Και ο άλλος μοναχός, ο οποίος επέστρεψε στην παρούσα ζωή, μετά την θέα της μητρός του στο κριτήριο των καταδίκων, αφού κλείστηκε σε ένα κελλί φρόντιζε την σωτηρία του «μετανοών τε και πενθών έφ' οίς έπραξε εν αμέλεια το πρότερον». Μετανοούσε και για εκείνα τα όποια έπραξε με αμέλεια. Μάλιστα, λέγεται ότι τόσο πολύ μετανοούσε , τόση μεγάλη η κατανυξη και το δάκρυ,  ώστε μερικοί ,  που τον έβλεπαν να τον παρακαλούν να αποχωρήσει για να μην υποστή κάποια βλάβη «εκ της του κλαυθμού αμετρίας»18.
Δεν μπορεί κανείς υστέρα από τέτοιες εμπειρίες να παραμένει  ασυγκίνητος και ακατάνυκτος. Αν συμβαίνει αυτό και μάλιστα αν ο άνθρωπος υπερηφανεύεται, τότε ή ήταν πέρα για πέρα δαιμονικές ή κι αν ήταν ένα σημείο του Θεού το διαστρέφει και γίνεται σε βάρος του. Μπορεί μια τέτοια εμπειρία να γίνει αίτια καταδίκης και μεγαλύτερος κατακρίσεις. Αλλά και στην περίπτωση του Γέροντος μου, μπορώ να βεβαιώσω ότι ανέφερε αυτό πού είδε μια φορά και δεν το επανέλαβε. Όμως αυτό το γεγονός του δημιούργησε μεγάλη, αξιοθαύμαστη και άμετρη μετάνοια. Δεν μπορούσε κανέναν να κατακρίνει. Αισθανόταν ότι βρισκόταν στο φοβερό κριτήριο του Θεού. Και όταν κάποτε του είπα έναν απερίσκεπτο λόγο, εκείνος θύμωσε γιατί του στέρησα την καθαρότητα του νου του και γιατί του έδινα την δυνατότητα να κρίνει ενώ αυτός εκείνη την ώρα, όπως μου είπε, ήταν κατάδικος, υπό κρίσιν. Επανειλημμένως μου έλεγε ότι, αν ο Θεός τον κάνη καλά και αξιωθεί πάλι να λειτουργεί, δεν θα κηρύττει, αλλά θα ανεβαίνει στον θρόνο και αντί κηρύγματος θα φωνάζει: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Έφθασε σε βάθος ταπεινώσεως και μετανοίας. Γι' αυτό και είμαι βέβαιος ότι εκείνη ή εμπειρία σε συνδυασμό με την όλη του ασκητική και απαθή ζωή, τον έκαναν να έχει οσιακά τέλη. Πάντως, αν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το είδος και τον χαρακτήρα της οπτασίας, απαιτείται, όπως συνιστούν οι άγιοι Πατέρες μας, να προστρέχουμε σε αυτούς πού έχουν πείρα και γνώση της πνευματικής ζωής. Σε τέτοια θέματα δεν έχουν λόγο οι ψυχίατροι και οι επιστήμονες του κόσμου τούτου. Αυτοί μπορούν να υποψιάζονται και να αντιλαμβάνονται ότι κάτι υπάρχει πέρα από την παρούσα ζωή, αλλά, πάντως, αδυνατούν να κάνουν αληθινή και άπταιστη διάγνωση.
Σαν κατακλείδα του θέματος αυτού, μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος πού βαδίζει προς τον θάνατο αισθάνεται μια άλλη πραγματικότητα, πού ενδεχομένως αγνοούσε προηγουμένως. Εμείς νομίζουμε ότι πραγματική ζωή είναι αυτή πού βλέπουμε. Όμως, επειδή υπάρχει νοερά και αισθητή κτίση, γι' αυτό πέρα από τον κόσμο των αισθητών και των αισθήσεων υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, πού δεν υποπίπτει στην λογική και στις αισθήσεις. Έτσι εκείνος πού οδηγείται προς τον θάνατο. Οδηγείται προς την πραγματικότητα, την αληθινότητα. Το ψευδός συνδέεται με τον εγκλεισμό μας στον κόσμο των αισθήσεων και των αισθητών. Όμως ο νους του ανθρώπου δεν πρέπει να κατασπαταλάται άσκοπα σε διάφορα οράματα, ακόμη και σε οπτασίες. Ό νους πρέπει να έχει αδιάλειπτη μνήμη Θεού, η οποία συνδέεται αναπόσπαστα με την επίγνωση της αμαρτωλότητος. Γι' αυτό ο νους μας δεν πρέπει να περιεργάζεται τις λεγόμενες «υπερφυσικές» καταστάσεις. Κι αν κανείς έχει κάποια εμπειρία, δεν πρέπει να στέκεται σε αυτήν αποκλειστικά. Οι άγιοι, πού διαθέτουν καθαρότητα ο νους , ακόμη και μέσα στην δράση του Θεού, βλέπουν την αισχύνη του εαυτού τους. Στο βιβλίο του Αρχιμ. Σωφρονίου, «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί», επανειλημμένως τονίζεται η αλήθεια ότι ο νους του παρά την θέα του άχτιστου φωτός και άλλων εμπειριών, ήταν στραμμένος στην αμαρτωλότητα του και δεν ενοχλείτο από διάφορες πειρασμούς καταστάσεις.
Ό άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι εκείνος πού αξιώθηκε να δη τον εαυτό του, «ούτος κρείττων εστί του αξιωθέντος ιδείν τους αγγέλους». Και εκείνος πού αξιώθηκε να δη τις αμαρτίες του «κρείττων εστί του εγείροντας τους νεκρούς εν τη εαυτού προσευχή»19. Δεν ωφελούμαστε εάν δούμε αγγέλους και αν αναστήσουμε νεκρούς, όταν δεν αποκτήσουμε γνώση του εαυτού μας, όταν δεν αναστήσουμε τον νεκρό εαυτό μας από τα πάθη και τις αμαρτίες. Ό Θεός επιτρέπει την παραμονή μας στην ζωή για να μετανοήσουμε και να γευθούμε την Βασιλεία των Ουρανών.

Ό θάνατος των νηπίων
Πριν τελειώσουμε το κεφάλαιο αυτό, νομίζω ότι είναι καλό να δούμε και το θέμα του θανάτου των νηπίων, σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Το θέμα αυτό, όπως το ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και όπως θα το παρουσιάσουμε στην συνέχεια, έχει σχέση με όσα λέγονται στο κεφάλαιο αυτό για τον θάνατο και τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γιατί, αφ' ενός μεν θα συγκεφαλαίωση τις βασικές θέσεις της διδασκαλίας των Πατέρων για τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, πού αναφέραμε προ ολίγου, αφ' ετέρου δε θα τονισθούν μερικές άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές πού μας απασχολούν. Ή μικρή πραγματεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης με τίτλο «περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων», δηλαδή για τα νήπια τα όποια αρπάζονται πρόωρα από την ζωή πριν γευθούν την ζωή, για την οποία γεννήθηκαν, προοριζόταν για τον Κυβερνήτη της Καππαδοκίας Ιέριο, ο όποιος έθεσε το ερώτημα «τί χρή γινώσκειν περί των προ ώρας αφαρπαζομένων, εφ' ων μικρού δειν ή γένεσις τω θανάτω συνάπτεται». Ο Ιέριος ρωτούσε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης τι πρέπει να γνωρίζουμε για όσους φεύγουν πολύ νωρίς από την ζωή, στους οποίους συνάπτεται ο θάνατος με την γέννησή τους86.
Αρχίζοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης την διαπραγμάτευση αυτού του θέματος, βρίσκει την ευκαιρία να επαινέσει με ωραίους λόγους τον άρχοντα, πού τον αποκαλεί «άριστο» και «τίμια κεφαλή». Πέραν από του να είναι εκφράσεις ευγενείας και προσηγορίας, φαίνεται από την εισαγωγή του έργου ότι ο Κυβερνήτης της Καππαδοκίας είχε πολλά προσόντα και χαρίσματα αφού διακρινόταν για την αδιαφορία του προς την υλική περιουσία, αλλά και για το ενδιαφέρον του για τις ψυχές των ανθρώπων, πού τις είχε στο θησαυροφυλάκιο της αγάπης. Δηλαδή, και αγαπούσε τον λαό, αλλά και δεν διακρινόταν για ιδιοτέλεια. Επίσης, από την εισαγωγή του κειμένου φαίνεται ότι τον καιρό εκείνο πού συνέγραψε την πραγματεία αυτή ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Παρομοιάζει τον εαυτό του σαν το γέρικο άλογο, πού μένει έξω από το στάδιο των αγωνισμάτων. Όμως δηλώνει ότι θα εντείνει την προσοχή του για να ανταποκριθεί στην παράκληση του Κυβερνήτου.
Ο Ιέριος μαζί με όλα τα άλλα χαρίσματα του είχε και το χάρισμα να ζητά να πληροφορηθεί για τα έργα της θείας οικονομίας και ρωτούσε, γιατί του ενός παρατείνεται η ζωή μέχρι τα γηρατειά και του άλλου τελειώνει μόλις εισέρχεται στην ζωή. Το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακό. Ο άγιος Γρηγόριος το θέτει πάρα πολύ ωραία. Ό άνθρωπος με την γέννηση του ήλθε στην ζωή, ανέπνευσε τον αέρα, συνδέθηκε με το κλάμα, οι θρήνοι αποτέλεσαν την αρχή της ζωής του, και πριν ακόμη στερεωθούν οι αρθρώσεις, τρυφερός καθώς είναι, πεθαίνει είτε γιατί τον άφησαν έκθετο ως βρέφος, είτε γιατί πνίγεται, είτε γιατί έπαυσε απότομα να ζει από κάποια ασθένεια. Μαζί με αυτό το γεγονός τίθεται και το ερώτημα αν η ψυχή του νηπίου θα κριθή από τον Κριτή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αν θα λάβει ανταμοιβή, δροσιζομένη με την δρόσο της ευλογίας ή αν θα κατακαεί με το καθάρσιο πυρ. Και αυτός ο προβληματισμός προκύπτει επειδή το νήπιο δεν έκανε τίποτε στην ζωή του, ούτε κακό ούτε καλό. Γιατί όπου δεν υπάρχει δόση, δεν υπάρχει και αντίδοση.
Επομένως, επειδή στα νήπια δεν υπάρχει πράξη και προαίρεση γι' αυτό δεν υπάρχει λόγος να κερδίσουν αυτό πού ελπίζουμε. Αν παρά ταύτα το νήπιο εισέλθει στην Βασιλεία του θεού τότε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους πού έζησαν και πόνεσαν στην ζωή τους. Με ένα τέτοιο σκεπτικό είναι καλύτερα κανείς να μη ζει πολύ. Μετά την τοποθέτηση των ερωτημάτων και του προβληματισμού προχωρεί διεξοδικά στην απάντηση. Βέβαια, από την αρχή ομολογεί ότι αυτά τα μεγάλα θέματα ανήκουν στις ανεξερεύνητες σκέψεις του θεού, γι' αυτό αναφωνεί με τον Απόστολο: «Ώ βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως θεού! Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού. Ης γαρ έγνω νουν Κυρίου;» (Α' Κορ. 6\ 15). Ωστόσο όμως προχωρεί στην διαπραγμάτευση, γιατί πιστεύει στην θεία Χάρη πού φωτίζει όσους την έχουν. Χωρίς να παρουσιάζει τις σκέψεις του ρητορικά, χρησιμοποιώντας αντιθετικούς λόγους, προχωρεί στην διαπραγμάτευση του θέματος με μια λογική σειρά.
Το πρώτο πού λέγει είναι ότι η ανθρώπινη φύση προέρχεται από τον Θεό. Άλλωστε, όλα τα όντα έχουν την αιτία της προελεύσεως τους στον Θεό και όχι στον εαυτό τους. Ή άκτιστη φύση, πού ανήκει στον Θεό, υπερβαίνει κάθε έννοια διάστασης, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται και, βέβαια, υπερβαίνει κάθε ορισμό. Αντίθετα, η κτιστή φύση έχει την τρεπτότητα, δηλαδή, αυξάνεται και μειώνεται. Η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ετερογενή στοιχεία, το νοερό και αισθητό, και είναι έμψυχο ομοίωμα της θείας και υπερκείμενης δυνάμεως. Η νοερά φύση ανήκει στις αγγελικές και ασώματες δυνάμεις, οι οποίες κατοικούν στον υπερκόσμιο χώρο, γιατί αυτός ο χώρος είναι ο πιο κατάλληλος γι' αυτήν την ασώματη φύση. Εδώ ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για το σώμα των αγγέλων, πού το ονομάζει «ουράνιο σώμα λεπτόν τε και κούφον και αεικίνητον», γιατί η νοερά φύση είναι λεπτή, καθαρά, αβαρής και ευκίνητη. Αντίθετα, η αισθητή φύση δεν είναι ανάλογη με την νοερά. Γι' αυτό ο Θεός, για να μην είναι η γη άμοιρη και αποκληρωμένη από την νοερά φύση, δημιούργησε τον άνθρωπο ώστε να ενωθούν στην φύση του το νοερό και αισθητό. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι περίληψη όλης της δημιουργίας, αφού αποτελείται από νοερό και αισθητό.
Το δεύτερο είναι ότι η δημιουργία του ανθρώπου αποβλέπει στο να δοξάζεται ο Θεός μέσα σε όλη την κτίση, δια της νοεράς φύσεως. Όπως το σώμα συντηρείται στην ζωή με τις γήινες τροφές, ακριβώς γιατί είναι γήινο, έτσι υπάρχει και μια νοητή ζωή δια της οποίας συντηρείται η φύση μας. Όπως η είσοδος και η έξοδος της τροφής από το σώμα αφήνει μια δύναμη σε αυτό, έτσι και στο νοερό δίνει ζωή η μετουσία του όντως όντος. Επομένως, η κατάλληλη ζωή στην νοερά φύση είναι η μετοχή του Θεού. Για κάθε πράγμα υπάρχει το κατάλληλο όργανο. Το κατάλληλο όργανο για την απόλαυση του φωτός είναι ο οφθαλμός του ανθρώπου και όχι το δάκτυλο ή κάποιο άλλο μέλος του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι, η όραση του θεού γίνεται, με το νοερό του ανθρώπου. Ή ζωή λοιπόν, είναι μετουσία και μέθεξη του Θεού. Και, φυσικά, αυτή η μετουσία είναι η γνώση του θεού, στον βαθμό πού την χωρεί η ψυχή. Ή άγνοια, βέβαια, του Θεού συνιστά την μη μετουσία του Θεού.
Ή απομάκρυνση από την ζωή αυτή είναι πτώση και άγνοια. Μετά την πτώση του ανθρώπου ο Θεός κατεργάζεται μέσα μας την θεραπεία του κακού. Κακό είναι να απομακρυνθεί κανείς από τον θεό και να μην έχει κοινωνία μαζί Του, ενώ αντίθετα η θεραπεία αυτού του κακού είναι να επανέλθει πάλι στην ζωή και να απόκτηση κοινωνία με τον Θεό. Αγαθό, λοιπόν, είναι η θεραπεία του νοερού της ψυχής, και φυσικά, όποιος δεν αποβλέπει στο μυστήριο του ευαγγελικού λόγου, αυτός αγνοεί τον τρόπο της θεραπείας.
Εκείνο πού σημειώνει εδώ ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και νομίζω έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι το κατάλληλο όργανο για να κοινωνήσει κανείς με τον Θεό είναι το νοερό της ψυχής. Δι’ αυτού μετέχει του Θεού και αποκτά την γνώση Του πού είναι ζωή για τον άνθρωπο. Επειδή, όμως, η πτώση είναι αλλοτρίωση από την ζωή και ασθένεια του ανθρώπου, πού συνιστά και την νέκρωση, γι' αυτό απαιτείται θεραπεία του νοερού της ψυχής, ώστε να δη το Φως και να απόκτηση μέθεξη Θεού. Η ανθρώπινη φύση πλάστηκε από τον Θεό για να ελπίζει σε αυτήν την ζωή και προς αυτήν φέρεται. Αυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου, να ενωθεί με τον θεό. Έτσι, η απόλαυση αυτής της ζωής και η εκπλήρωση του σκοπού του ανθρώπου, πού είναι η θέωση, δεν είναι αντίδοση και ανταμοιβή, αλλά φυσική κατάσταση. Καθώς επίσης η μη μετουσία του Θεού δεν είναι τιμωρία, αλλά ασθένεια της ψυχής του ανθρώπου και όλης του της υπάρξεως. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των οφθαλμών. Ή δυνατότητα των οφθαλμών να βλέπουν δεν είναι έπαθλο και βραβείο, αλλά φυσική κατάσταση του υγιούς οφθαλμού. Καθώς επίσης η αδυναμία μετοχής στην δράση δεν είναι καταδίκη και καρπός τιμωρίας, αλλά ασθένεια του ανθρώπου. Γι' αυτόν τον λόγο η μακαριά ζωή είναι συμφυής και οικεία «τοις κεκαθαρμένοις τα της ψυχής αισθητήρια». Όσοι, όμως, έχουν ακάθαρτους πνευματικά οφθαλμούς, έχουν άγνοια του Θεού, δεν μετέχουν του Θεού και αυτό δεν είναι τιμωρία, αλλά φυσική κατάσταση της ασθενείας του νοερού της ψυχής.
Το τρίτο σημείο πού συνδέεται με τα προηγούμενα είναι ότι το προσδοκώμενο αγαθό είναι οικείο κατά φύσιν στο ανθρώπινο γένος. Και, φυσικά, αυτή η απόλαυση, κατά έναν τρόπο, λέγεται ανταπόδοση. Ή απόλαυση αυτής της ζωής δεν είναι θέμα δικαιοσύνης, αλλά φυσική κατάσταση της υγείας της ψυχής. Αυτό λέγεται από την τοποθέτηση του ερωτήματος πώς θα κριθή ή σε ποιους χώρους θα τοποθετηθεί το νήπιο, αφού δεν έκανε ούτε κακό ούτε καλό στην ζωή του. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το πρόβλημα δεν τίθεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αφού δεν είναι υπόθεση δικαιοσύνης, αλλά φυσικής καταστάσεως της υγείας ή της ασθενείας της ανθρωπινής φύσεως.
Αυτό μπορεί να κατανοηθεί με την χρήση ενός παραδείγματος. Αν υποτεθεί ότι δύο άνθρωποι υπέστησαν μία ασθένεια των οφθαλμών, και ο ένας υπομένει την θεραπεία και όσα συνιστά η ιατρική επιστήμη έστω κι αν είναι ενοχλητικά, ενώ ο άλλος, όχι μόνον δεν δέχεται καμία συμβουλή από τον γιατρό, αλλά και ζει ακρατώς, τότε ο πρώτος, κατά φυσικό λόγο, θα απόλαυση το φως του, ενώ ο δεύτερος, κατά φυσικό λόγο, θα στερηθεί το φως του. Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καθαρά ότι η απόλαυση της ζωής εκείνης είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η νόσος της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν κατά σάρκα. Ό ένας, θεραπεύοντας και καθαρίζοντας τους πνευματικούς του οφθαλμούς και ξεπλένοντας την άγνοια, πού είναι η ακαθαρσία του διορατικού της ψυχής, επιτυγχάνει αυτήν την φυσική ζωή.
Ό άλλος, αφού αποφεύγει την κάθαρση και ζει με τις απατηλές ηδονές, κάνει δυσθεράπευτη την νόσο, αποξενώνεται από το κατά φύσιν, βιώνει το παρά φύσιν και γίνεται αμέτοχος της φυσικής αυτής ζωής πού είναι η κοινωνία με τον Θεό. Εάν αυτή είναι η φυσική πορεία και η φυσική κατάληξη του ανθρώπου, ο όποιος ανάλογα με τον τρόπο της ζωής του ή θεραπεύεται ή ασθενεί κατά τον οφθαλμό της ψυχής, και βιώνει την ανάλογη ζωή, στο νήπιο γίνεται κάπως διαφορετικά. Αφού δεν δέχθηκε από την αρχή την νόσο και δεν χρειάζεται να καθαρθή και να θεραπευθεί, ζει στο κατά φύσιν και γι' αυτό, καθώς είναι άπειρο στο κακό, δεν εμποδίζεται από καμιά ψυχική ασθένεια να απολαύσει την μετουσία του Φωτός.
Ή διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης μας δίνει την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε εδώ ότι η ψυχή του ανθρώπου με την γέννηση του δεν είναι ακάθαρτη, αλλά καθαρή. Ό άνθρωπος από την γέννηση του βιώνει τον φωτισμό του νοός. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι και τα νήπια ακόμη μπορούν να έχουν νοερά προσευχή, ανάλογα, βέβαια, με τις εικόνες και παραστάσεις της ηλικίας τους. Ό άνθρωπος, όταν δημιουργείται, βρίσκεται στον φωτισμό του νοός. Έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές ότι υπάρχουν νήπια τα όποια προσεύχονται, ακόμη και στον ύπνο τους. Ένας αγιορείτης λέγει ότι, όταν μικρά παιδιά, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους κάπου, γελάνε χωρίς λόγο σημαίνει ότι βλέπουν τον άγγελο τους. Αυτό πού γίνεται στην ζωή των άγιων, στους οποίους είναι κατά πάντα φυσικό να συνυπάρχουν με τους αγγέλους, γίνεται στα μικρά παιδιά.
Γι' αυτό, η ορθόδοξη θεολογία δεν διδάσκει αυτό πού λέγει η δυτική θεολογία. Ότι ο άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος με την γέννηση του έχει καθαρό νου, ο νους του βρίσκεται στον φωτισμό, πού συνιστά το κατά φύσιν. Ή κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, όπως λέγαμε σε άλλη ενότητα έγκειται στο ότι το σώμα κληρονομεί την φθαρτότητα και την θνητότητα, η οποία με την πάροδο του χρόνου, και καθώς μεγαλώνει το παιδί και αναπτύσσονται τα πάθη, σκοτίζει το νοερό της ψυχής
Πραγματικά τα αναπτυσσόμενα πάθη, πού συνδέονται με την φθαρτότητα και την θνητότητα, και ο σκοτασμός του περιβάλλοντος σκοτίζουν το νοερό της ψυχής των παιδιών. Βέβαια, υπάρχει το πρόβλημα τι γίνεται με το άγιο Βάπτισμα. Δηλαδή, αφού τα νήπια έχουν καθαρό νου ο οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε;
Ή απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι δια του αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε από την ενοχή του προπατορικού Αμαρτήματος, αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του Χρίστου, την Εκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα να νικήσουμε τον θάνατο. Έτσι νοιώθουμε την βάπτιση των νηπίων. Τα βαπτίζουμε για να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, μέλη του Σώματος του Χριστού, ώστε να υπερβούν τον θάνατο, να νικήσουν τους δερμάτινους χιτώνες, την φθορά και την θνητότητα. Καθώς, δηλαδή, μεγαλώνουν, οπότε θα σκοτίζεται ο νους τους από τα πάθη και τον σκοτασμό του περιβάλλοντος να έχουν την δυνατότητα να νικήσουν τον θάνατο εν Χριστώ, να υπερβούν τα πάθη και να καθαρίσουν εκ νέου το νοερό της ψυχής. Αν έτσι ενεργεί το βάπτισμα στα νήπια, σε αυτούς πού βαπτίζονται σε μεγάλη ηλικία, με την προετοιμασία για το Βάπτισμα, καθαρίζεται η καρδιά από τα πάθη και στην συνέχεια λαμβάνει με το άγιο Χρίσμα τον φωτισμό του νοός. Πέρα από αυτά με το άγιο Βάπτισμα εντάσσονται στην Εκκλησία και αποκτούν την δυνατότητα, ενούμενοι με τον Χριστό και κοινωνούντες των αχράντων μυστηρίων, να νικήσουν τον θάνατο και να φθάσουν στην θέωση. Ό βαθύτερος σκοπός του βαπτίσματος τόσο στα νήπια όσο και στους ενήλικες, είναι να φθάσουν στην θέωση, πού επιτυγχάνεται μόνον εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία.
Επειδή αυτό το σημείο είναι αρκετά κρίσιμο, γι’ αυτό θα μου επιτραπεί να αναφέρω τον λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, σχετικά με την καθαρότητα της ψυχής των νηπίων: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο». Ό νους του νηπίου είναι καθαρός, δεν έχει ασθενήσει, διακρίνεται για την υγεία και την φυσική κατάσταση, και γι' αυτό δεν εμποδίζεται καθόλου προς την μετουσία του θείου Φωτός.
Πάντοτε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεί παραδείγματα από την παρούσα ζωή για να εξήγηση την ζωή πού αναμένουμε. Έτσι, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια αναλογία μεταξύ του τρόπου της παρούσης ζωής και του τρόπου της μελλούσης. Όπως τα νήπια κατ' αρχάς θηλάζουν και τρέφονται με το γάλα, στην συνέχεια όμως τρέφονται με άλλες τροφές, αφού η μια τροφή διαδέχεται την άλλη, στον κατάλληλο καιρό, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Μετέχει της ζωής με την ανάλογη κάθε φορά τάξη και ακολουθία. Αυτό το λέγει ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος στην αρχή πότιζε τους Κορινθίους με γάλα, έπειτα σε όσους συμπλήρωσαν το μέτρο της νοητής ηλικίας, έδινε στερεά τροφή. Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του νηπίου και του ωρίμου ανδρός στο τι ευχαριστεί τον καθένα. Ό άνδρας ευχαριστείται από τις επιχειρήσεις πού κάνει, από την κοινή αναγνώριση, από τα δώρα και τις τιμές των άλλων, από την οικογενειακή ζωή, από τις διασκεδάσεις, τα θεάματα, το κυνήγι, κ.λ.π. ενώ το νήπιο ευχαριστείται από το γάλα, την αγκαλιά της παραμάνας, το ήρεμο λίκνισμα, πού φέρει τον γλυκό ύπνο. Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ηλικία, εν σχέση με τα πνευματικά αγαθά. Όσοι ανάθρεψαν τις ψυχές τους από αυτήν την ζωή με τις αρετές, κατά την μέλλουσα ζωή θα απολαύσουν την θεία τρυφή, ανάλογα με την έξη πού απέκτησαν από αυτήν την ζωή. Ή ψυχή, όμως, πού δεν έχει γευθεί την αρετή, αλλά ούτε νοσεί και κατά την κακία, μπορεί και αυτή να μετέχει του αγαθού, σε βαθμό πού μπορεί να χωρέσει τα αιώνια αγαθά, δυναμουμένη από την θεωρία του όντος.
Έτσι τα νήπια, καίτοι είναι άπειρα στην κακία, εν τούτοις θα μετέχουν της θείας γνώσεως, του θείου Φωτός, δυναμούμενα από την θεωρία του Θεού, από την θεία Του Χάρη, και, φυσικά, με την θεωρία του Θεού θα προχωρούν προς την τελειότερη γνώση. Άλλωστε, ο Θεός εμφανίζεται σε όλους «τοσούτον εαυτόν διδούς, όσον το υποκείμενον δέχεται». Ή σκέψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι ότι η ψυχή από την φύση της φέρεται προς το αγαθό, προς την μετουσία του θείου Φωτός. Ό άνθρωπος, ανάλογα με την δεκτικότητα του, δέχεται την θεία Χάρη και τον θείο πλουτισμό. Αυτό είναι ανεξάρτητο από την σωματική ηλικία πού βρίσκεται ο άνθρωπος και από την πληθώρα ή την ανυπαρξία των αρετών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει κανείς να βλέπει την μελλοντική κατάσταση του ανθρώπου και όχι να συγκρίνει τον βίο της αρετής ενός ωρίμου ανθρώπου με τον βίο του νηπίου και αώρου ανθρώπου. Εκείνος πού επιχειρεί μια τέτοια σύγκριση «άωρος ο τοιούτος εστί», δηλαδή είναι ο ίδιος ανώριμος, γιατί δείχνει ότι δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα.
Το τέταρτο σημείο πού αναλύει ο άγιος Γρηγόριος είναι το, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθάνει το νήπιο σε τέτοια ηλικία. Αφού προηγουμένως ανέλυσε ότι για την μετουσία του θείου Φωτός δεν παίζουν μεγάλο ρόλο τα χρόνια πού θα ζήσουμε στην ζωή, στην συνέχεια αναπτύσσει γιατί ο Θεός επιτρέπει την σύντομη έξοδο από την ζωή αυτή.
Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι δεν μπορεί κανείς να ενοχοποιήσει τον Θεό στις περιπτώσεις πού γυναίκες φονεύουν τα παιδιά πού γεννούν, λόγω παράνομης κυήσεως. Τις περιπτώσεις όμως πού τα νήπια φεύγουν από τον κόσμο αυτό από κάποια ασθένεια, καίτοι εκδηλώθηκε η φροντίδα και οι προσευχές των γονέων, πρέπει να τις δούμε μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Γιατί τέλεια πρόνοια είναι εκείνη πού δεν θεραπεύει απλώς τα πάθη πού έχουν συμβεί, αλλά προστατεύει τον άνθρωπο να μη γευθεί και εκείνα πού πρόκειται να γίνουν στο μέλλον. Όποιος γνωρίζει το μέλλον, όπως συμβαίνει με τον Θεό, είναι φυσικό να εμποδίζει το νήπιο να αυξηθεί σε ηλικία, ώστε να μην ολοκληρωθεί στο κακό. Έτσι στις τελευταίες περιπτώσεις ο Θεός δεν επιτρέπει να ζήση το νήπιο, ακριβώς γιατί βλέπει το κακό μέλλον του. Και αυτό το κάνει ο Θεός από αγάπη και φιλανθρωπία, χωρίς ουσιαστικά να του στερεί τίποτε από τα μελλοντικά αγαθά, όπως είδαμε προηγουμένως.
Για να κάνη ο άγιος Γρηγόριος κατανοητή αυτήν την οικονομία του Θεού χρησιμοποιεί ένα ωραίο και παραστατικό παράδειγμα.
Ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένα πλούσιο τραπέζι με πολλά ορεκτικά φαγητά. Και ακόμη ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένας επιστάτης, ο οποίος γνωρίζει αφ' ενός μεν τις ιδιότητες κάθε φαγητού, ποιο είναι βλαβερό και ακατάλληλο και ποιο είναι κατάλληλο για βρώση, αφ' ετέρου δε, γνωρίζει πολύ χαλά την ιδιοσυγκρασία του κάθε συνδαιτυμώνος. Ας υποτεθεί ακόμη ότι αυτός ο επιστάτης έχει απόλυτη εξουσία να αφήνει κάποιον να τρώγει από τα φαγητά και άλλον να εμποδίζει, ώστε ο καθένας να τρώγει αυτό πού είναι κατάλληλο για την κράση του, και, επομένως, ούτε ο άρρωστος να ταλαιπωρηθεί ούτε ο υγιής να περιπέσει στην αηδία λόγω της πληθώρας των φαγητών. Αν ο επιστάτης διαπιστώσει ότι κάποιος μέθυσε από το πολύ φαγητό και ποτό ή άλλος αρχίζει να μεθά, τον βγάζει έξω από τον συγκεκριμένο χώρο. Υπάρχει περίπτωση ο άνθρωπος πού εξάγεται από τον χώρο εκείνο να στρέφεται εναντίον του επιστάτου, να τον κατηγορεί ότι του στερεί τα αγαθά από φθόνο. Αν όμως δει προσεκτικά αυτούς πού μένουν και υποφέρουν από εμετούς και πονοκεφάλους, λόγω της μέθης και εκφράζονται με άσχημα λόγια, τότε θα ευχαρίστηση τον επιστάτη, γιατί τον απομάκρυνε από το πάθος της άμετρου πλησμονής. Το παράδειγμα αυτό προσαρμόζεται στην ανθρώπινη ζωή. Τραπέζι είναι ο ανθρώπινος βίος, όπου υπάρχουν άφθονα φαγητά. Ή ζωή όμως, δεν είναι γλυκεία σαν το μελί, αλλά έχει και διάφορες δυσάρεστες τροφές, όπως το αλάτι, το ξύδι, πού δυσκολεύουν τον ανθρώπινο βίο. Άλλα φαγητά προκαλούν την έπαρση, άλλα κάνουν τους μετέχοντας να φθάσουν σε παραφορά, να χάσουν, δηλαδή, τα μυαλά τους και σε άλλους προκαλούν εμετό. Ό επιστάτης του τραπεζιού αυτού, πού είναι ο Θεός, βγάζει γρήγορα έξω από το τραπέζι εκείνον πού συμπεριφέρθηκε σωστά, ώστε να μη γίνει όμοιος με εκείνους πού υποφέρουν από την αμετρία της απολαύσεως, λόγω της λαιμαργίας τους.
Έτσι, η θεία Πρόνοια θεραπεύει τις ασθένειες πριν ακόμη εκδηλωθούν. Επειδή ο Θεός με την προγνωστική του δύναμη γνωρίζει ότι το αρτιγέννητο θα κάνει κακή χρήση του κόσμου όταν μεγαλώσει, γι' αυτό το αποσπά από το συμπόσιο της ζωής. Το αρτιγέννητο νήπιο αποσπάται από την ζωή, ώστε να μην εξασκήσει την λαιμαργία του στο τραπέζι της ζωής αυτής. Και στο σημείο αυτό βλέπουμε την μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού.
Το πέμπτο σημείο, πού είναι συνέχεια του προηγουμένου, είναι το ερώτημα γιατί ο Θεός κάνει διάκριση στην επιλογή, γιατί, δηλαδή, τον έναν τον αποσύρει προνοητικά, ενώ τον άλλον τον αφήνει να γίνει κακός, ώστε να ευχόμαστε να μην είχε γεννηθεί αυτός ο άνθρωπος. Γιατί το μεν νήπιο παίρνεται προνοητικά από την ζωή αυτή, ενώ αφήνεται ο πατέρας του, ο οποιος πίνει στο συμπόσιο μέχρι τα γηρατειά του, σκορπίζοντας τόσο στον εαυτό του όσο και στους συμπότες του το πονηρό κατακάθι του;
Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι όσα θα πει είναι λόγος «τοις ευγνωμονεστέροις», σε αυτούς, δηλαδή, πού είναι ευγνώμονες στον Θεό και, φυσικά, είναι καλοδιάθετοι. Άλλωστε, αυτά συνιστούν μυστήρια τα οποία δεν μπορεί να κατανοήσει η λογική του ανθρώπου, ακριβώς γιατί η «λογική» του Θεού είναι διαφορετική από την λογική του ανθρώπου. Ισχυρίζεται ο άγιος Γρηγόριος ότι όσα οικονομεί ο Θεός δεν είναι τυχαία και χωρίς λόγο. Ό Θεός είναι λόγος, σοφία, αρετή και αλήθεια και δεν θα δεχόταν τον άσχετο από την αρετή και την αλήθεια. Έτσι άλλοτε, για τους λόγους πού αναφέραμε, αρπάζονται τα νήπια νωρίς από την ζωή, και άλλοτε ο Θεός επιτρέπει κάτι διαφορετικό, γιατί αποβλέπει σε ένα καλύτερο σκοπό.
Επιτρέπεται και παραχωρείται από τον Θεό να παραμένουν και οι κακοί στην ζωή, ώστε να προέλθει κάποια ωφέλεια. Αναφερόμενος στην περίπτωση του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός να παρουσιασθεί ο Αιγύπτιος τύραννος για να παιδευθή ο Ισραηλιτικός λαός, καθώς επίσης απομάκρυνε από την Αίγυπτο τον Ισραηλιτικό λαό, ώστε να μην ομοιάσει με τον αιγυπτιακό λαό και αποκτήσει τις συνήθειες του. Επάνω στο αμόνι με τα κτυπήματα και ο σκληρότερος σίδηρος, πού δεν μαλακώνει στην φωτιά, μπορεί να λάβει την μορφή κάποιου χρήσιμου εργαλείου. Επίσης αντιμετωπίζεται και ένα άλλο επιχείρημα.
Υποστηρίζουν μερικοί ότι δεν απήλαυσαν όλοι στην ζωή αυτή τους καρπούς της μοχθηρίας, ούτε οι ενάρετοι ωφελήθηκαν από τους ιδρώτες της αρετής. Σε αυτό ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης απαντά ότι και οι ενάρετοι στην άλλη ζωή θα χαρούν, αντιπαραβάλλοντας τα δικά τους αγαθά με την απώλεια των καταδικασθέντων.    Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η αντιπαράθεση των αντιθέτων γίνεται «προσθήκη της ευφροσύνης και επίτασις τοις εναρέτοις». Βέβαια, δεν σημαίνει ότι χαίρονται για την καταδίκη άλλων ανθρώπων, αλλά ευγνωμονούν τον Θεό για την σωτηρία τους, αφού βιώνουν την μακαριότητα της αρετής, αντιπαρατιθέμενη στα δυσάρεστα της αμαρτίας και των παθών.
Επομένως, τα νήπια αφαρπάζονται πρόωρα από την ζωή με την οικονομία του Θεού για να μην περιπέσουν σε δεινότερα κακά. Αν, βέβαια, μερικά ζουν και γίνονται κακά, αυτό εξηγείται από άλλους λόγους πού βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια και την σοφία του Θεού. Οπωσδήποτε, κάποια ωφέλεια θα προέλθει, αφού ο Θεός δεν κάνει τίποτε άνευ λόγου και σκοπού. Το γεγονός είναι ότι τα νήπια πού φεύγουν πρόωρα από την ζωή ούτε βρίσκονται σε αλγεινή κατάσταση ούτε εξισώνονται με αυτούς πού αγωνίσθηκαν να καθαρθούν με κάθε αρετή. Βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Άλλωστε, η πορεία προς τον Θεό και η μετουσία του ακτίστου Φωτός είναι φυσική κατάσταση της ψυχής, και αυτήν δεν είναι δυνατόν να στερηθούν τα νήπια, αφού με την δύναμη της θείας Χάριτος μπορούν να φθάσουν στην θέωση.
8. Συμπέρασμα
Το γενικό συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου είναι ότι η ψυχή του ανθρώπου, όταν δημιουργείται από τον θεό βρίσκεται σε καθαρή κατάσταση, στον φωτισμό. Ό θάνατος, πού δεν είναι δημιούργημα τον θεού αλλά ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, επειδή απομακρύνθηκε από τον θεό, πού είναι ή αληθινή ζωή, είναι κάτι το συνταρακτικό στην ζωή του ανθρώπου, είναι ένα παράσιτο, πού δημιουργεί πολλά προβλήματα. Ή ενανθρώπηση του Χρίστου απέβλεπε στην νίκη εναντίον του θανάτου. Παρά την νίκη του πάνω στον θάνατο, ο άνθρωπος τον γεύεται, ώστε δια του τρόπου αυτού να νικηθούν τα πάθη και ή αμαρτία. Μέσα στην Εκκλησία γευόμαστε την υπέρβαση του θανάτου. Οι δίκαιοι πού συνδέονται με τον Χριστό, τον νικητή του θανάτου, δεν φοβούνται τον θάνατο, όταν πλησιάζει στην ύπαρξη τους, δεν πτοούνται από τους δαίμονες πού θέλουν να αρπάξουν την ψυχή τους. Ή ώρα και η ήμερα του θανάτου στους αγίους είναι ονομαστήριος ήμερα, αφού τότε εορτάζουν και πανηγυρίζουν. Το φοβερό μυστήριο του θανάτου, πού είναι ο χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γίνεται μια τελετή, μια μετάβαση από τα λυπηρότερα στα θυμηδέστερα, διάδοση «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Το σώμα του ανθρώπου μετά τον θάνατο απλώς κοιμάται, γιατί ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, έως την Δευτέρα Παρουσία του Χρίστου, οπότε οι ψυχές θα εισέλθουν στα αναστημένα σώματα, για να παρουσιασθούν ενώπιον του φοβεροί βήματος του Χρίστου και να κριθούν.
Ό φόβος του θανάτου, πού καλλιεργήθηκε από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται για να φθάσουμε στην αφοβία του θανάτου. Ό φόβος του θανάτου, και όλων των δεινών πού συνδέονται με αυτόν, καλλιεργεί την μετάνοια. Δεν πρόκειται για έναν φόβο με ψυχολογικό περιεχόμενο, αλλά για πνευματικό φόβο, πού αναπτύσσει την μετάνοια και δημιουργεί έμπνευση για προσευχή και σωτηρία. Δεν μπορεί να νοηθεί μετάνοια χωρίς τον φόβο του θανάτου. Γι' αυτό, όσοι επιδιώκουν με τον στοχαστικό λόγο να αμβλύνουν το φοβερό μυστήριο του θανάτου, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, αποτρέπουν τον άνθρωπο από την μετάνοια, πού συνιστά τον πραγματικό θάνατο της ψυχής. Πραγματικά, ο φόβος του θανάτου οδηγεί στην αφοβία και την υπέρβαση του θανάτου.
 86. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 8 ΕΠΕ, σελ. 438 και εξής
(Βιβλίο:Η Ζωή μετά τον θάνατο (Δ). Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου