Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Όταν όλα στρέφονται εναντίον σου...

Η οδός του χριστιανού σε γενικές γραμμές είναι τέτοιας λογής. Στην αρχή ο άνθρωπος προσελκύεται από το Θεό με τη δωρεά της χάρης, κι όταν έχει πια προσελκυσθεί, τότε αρχίζει μακρά περίοδος δοκιμασίας. Δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου και η εμπιστοσύνη του στο Θεό, και δοκιμάζεται «σκληρά».
Στην αρχή οι αιτήσεις προς το Θεό, μικρές και μεγάλες, ακόμη και οι παρακλήσεις που μόλις εκφράζονται, εκπληρώνονται συνήθως με γρήγορο και θαυμαστό τρόπο από το Θεό. Όταν όμως έλθει η περίοδος της δοκιμασίας, τότε όλα αλλάζουν και σαν να κλείνεται ο ουρανός και να γίνεται κουφός σ' όλες τις δεήσεις.

Για το θερμό χριστιανό όλα στη ζωή του γίνονται δύσκολα. Η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι του χειροτερεύει, παύουν να τον εκτιμούν αυτό που ανέχονται σ” άλλους, σ” αυτόν δεν το συγχωρούν, η εργασία του πληρώνεται, σχεδόν πάντοτε, κάτω από το νόμιμο, το σώμα του εύκολα προσβάλλεται από ασθένειες. Η φύση, οι άνθρωποι, όλα στρέφονται εναντίον του.
Παρότι τα φυσικά του χαρίσματα δεν είναι κατώτερα από τα χαρίσματα των άλλων, δεν βρίσκει ευνοϊκές συνθήκες να τα χρησιμοποίηση. Επί πλέον υπομένει πολλές επιθέσεις από τις δαιμονικές δυνάμεις και το αποκορύφωμα είναι η ανυπόφορη θλίψη από τη θεία εγκατάλειψη.
Τότε κορυφώνεται το πάθος του, γιατί πλήττεται ο όλος άνθρωπος σ” όλα τα επίπεδα της υπάρξεως του.
Ο Θεός εγκαταλείπει τον άνθρωπο;… Είναι δυνατό αυτό;…
Κι εν τούτοις στη θέση του βιώματος της εγγύτητας του Θεού έρχεται στην ψυχή το αίσθημα πως Εκείνος είναι απείρως, απροσίτως μακριά, πέρα από τους αστρικούς κόσμους κι όλες οι επικλήσεις προς Αυτόν χάνονται αβοήθητες στο αχανές του κοσμικού διαστήματος. H ψυχή εντείνει εσωτερικά την κραυγή της προς Αυτόν, αλλά δεν βλέπει ακόμα ούτε βοήθεια ΟΥΤΕ προσοχή. Όλα τότε γίνονται φορτικά.
Όλα κατορθώνονται με δυσανάλογα μεγάλο κόπο. H ζωή γεμίζει από μόχθους κι αναδεύει μέσα στον άνθρωπο το αίσθημα πως βαραίνει πάνω του η κατάρα και η οργή του Θεού.
Όταν όμως περάσουν αυτές οι δοκιμασίες, τότε θα δει πως η θαυμαστή πρόνοια του Θεού τον φύλαγε προσεκτικά σ” όλες τις πτυχές της ζωής του.
Χιλιόχρονη πείρα, που παραδίνεται από γενιά σε γενιά, λέει πώς, όταν ο Θεός δει την πίστη της ψυχής του αγωνιστή γι” Αυτόν, όπως είδε την πίστη του Ιώβ, τότε τον οδηγεί σε αβύσσους και ύψη που είναι απρόσιτα σ” άλλους.
Όσο πληρέστερη και ισχυρότερη είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο Θεό, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το μέτρο της δοκιμασίας και η πληρότητα της πείρας, που μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βαθμό.
Τότε γίνεται ολοφάνερο πως έφτασε στα όρια, που δεν μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος.
Πηγή: Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ, (σελ 259, αποσπάσματα) choratouaxoritou.gr , impantokratoros.gr

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης: Πώς πρέπει να πολεμά ο στρατιώτης Χριστού;


Αφού ξυπνήσεις το πρωί, και αφού προσευχηθείς κάμποση ώρα, λέγοντας, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με, το πρώτο πράγμα, που έχεις να στοχασθείς είναι αυτό: το να σου φανεί πως βλέπεις τον εαυτό σου περικλεισμένο μέσα σ’ έναν τόπο, και στάδιο, το οποίο δεν είναι άλλο, παρά η ίδια σου η καρδιά, και όλος ο εσωτερικός άνθρωπος· μ’ αυτό τον νόμο, ότι, όποιος εκεί δεν πολεμήσει, να μένει πάντοτε πεθαμένος· και μέσα σ’ αυτό λογαρίασε πως βλέπεις εμπρός σου εκείνο τον εχθρό, και εκείνη την κακή σου όρεξη, την οποία αποφάσισες για να πολεμήσεις, και είσαι έτοιμος να πληγωθείς και να πεθάνεις, αρκεί μόνο να την νικήσεις.

Καί από μέν το δεξί μέρος του σταδίου, νόμισε πως βλέπεις το νικηφόρο σου Αρχιστράτηγο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, με την Παναγία του Μητέρα, και με πολλά Τάγματα Αγγέλων και Αγίων και μάλιστα με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ· από δε το αριστερό, πως βλέπεις τον καταχθόνιο διάβολο, με τους δικούς του δαίμονες, για να σηκώσουν το πάθος εκείνο, και την κακή όρεξη καταπάνω σου, και να σε παρακινήσουν να αφήσεις τον πόλεμο, και να υποταχθείς σ’ αυτό· φαντάσου και πως ακούς μία φωνή, σαν από το φύλακά σου Άγγελο, να σου λέει έτσι· «Εσύ σήμερα πρέπει να πολεμήσεις εναντίον αυτού ακριβώς του πάθους, και των άλλων εχθρών· και μη δειλιάσει καθόλου η καρδιά σου, και φύγεις από τον πόλεμο λόγω φόβου, ή άλλης συστολής, με κανένα τρόπο· γιατί ο Κύριός μας και Αρχιστράτηγός σου Ιησούς, στέκεται εδώ συντροφιασμένος μαζί με όλους τους χιλιάρχους και εκατοντάρχους του, δηλαδή με όλα του τα ένδοξα τάγματα, για να πολεμήσει όλους τους εχθρούς σου, και να μη τους αφήσει να σε δυναστεύουν ή να σε νικήσουν· «Κύριος λέει, πολεμήσει περί υμών» (Ο Κύριος θα πολεμήση διά την σωτηρίαν σας) (Έξοδ. ΙΔ΄ 14).
Γι’ αυτό, στάσου στέρεος, βίασε τον εαυτό σου, υπέφερε το βάσανο που θα αισθανθείς καμιά φορά· φώναζε πολλές φορές από τα σπλάχνα της καρδιάς σου· «μή παραδώς με εις ψυχάς θλιβόντων με» (Μή με παραδώσης εις τα χέρια εκείνων, οι οποίοι έχουν σκοπό να με καταθλίψουν) (Ψάλμ. ΚΣΤ΄ 12). Φώναζε τον Κύριό σου, και την Παρθένο, και όλους τους Αγίους, και Αγίες· και σίγουρα θα νικήσεις· γιατί λέει «Γράφω υμίν, νεανίσκοι, ότι νενικήκατε τον πονηρόν» (Γράφω εις σάς, νέοι, διότι έχετε νικήσει τον πονηρόν) (Α΄ Ιωάννου Β΄ 13). Και αν εσύ είσαι αδύνατος, και συνηθισμένος στα κακά, ενώ οι εχθροί σου είναι δυνατοί, και πολλοί, αλλά, πολύ περισσότερες είναι οι βοήθειες εκείνου, που σε έπλασε και σε λύτρωσε, και από σένα ασυγκρίτως δυνατότερος είναι ο Θεός στον πόλεμο αυτό• όπως έχει γραφεί· «Κύριος κραταιός και δυνατός εν πολέμω» (ο Κύριος ο κραταιός και δυνατός εις τους πολέμους) (Ψαλμ. ΚΓ΄ 8). Και περισσότερο πόθο έχει αυτός να σε σώσει, από ότι έχει ο εχθρός να σε καταστρέψει.
Γι’ αυτό πολέμα, και μη βαρεθείς ποτέ σου τον κόπο. Γιατί από τον κόπο, και από τη βία, και το βάσανο, που αισθάνεσαι για τη συνήθεια, την οποία απέκτησες από το κακό, γεννιέται η νίκη, και ο μεγάλος θησαυρός, με τον οποίο αγοράζεται η βασιλεία των ουρανών, και ενώνεται η ψυχή διαπαντός με το Θεό.
Λοιπόν, άρχισε στο όνομα του Θεού να πολεμάς με τα άρματα της απιστίας του εαυτού σου, και της ελπίδας και θάρρους στο Θεό σου, με την προσευχή, και με τη γύμναση· και περισσότερο με το άρμα της καρδιακής, και Νοεράς Προσευχής· το οποίο είναι τό, Κύριε Ιησού Χριστέ, όνομα τόσο φοβερό, που σαν μαχαίρι δίστομο στρεφόμενο μέσα στην καρδιά, μαστίζει, και κατακόπτει τους δαίμονες, και τα πάθη.
Γι’ αυτό και περί τούτου είπε ο Ιωάννης της Κλίμακος «Ιησού ονόματι, μάστιζε πολεμίους» (Μέ το όνομα του Ιησού, μάστιζε τους εχθρούς). Με αυτά, λέω, πολέμα εκείνο τον εχθρό, και εκείνο το πάθος, και την κακή όρεξη, που σε πολεμάει• δηλαδή να την πληγώνεις θανάσιμα, πότε με την αντίσταση, πότε με το μίσος, πότε με τις πράξεις της ενάντιας αρετής· και έτσι, να κάνεις πράγμα αρεστό στο Θεό σου· ο οποίος, με όλη τη θριαμβεύουσα εν ουρανοίς Εκκλησία, στέκει αόρατα, και βλέπει τον πόλεμό σου· για τον οποίο πόλεμο, δεν πρέπει να λυπάσαι συλλογιζόμενος, αφενός το χρέος που έχουμε όλοι μας να δουλεύουμε, και να αρέσουμε στο Θεό, και αφετέρου, την ανάγκη που έχουμε να πολεμούμε, καθώς σου προείπα. Γιατί, αν απ’ αυτό τον πόλεμο φύγουμε, σίγουρα μέλλουμε να θανατωθούμε.
Έπειτα, και αν φύγεις πρός ώραν από τον κατά Θεόν αυτό πόλεμο σαν αποστάτης, και δοθείς στον κόσμο, και σ’ όλες τις τρυφές, και αναπαύσεις της σαρκός· αλλά ύστερα, και παρά τη θέλησή σου πάλι πρέπει να πολεμήσεις· και με τόσες δυσκολίες, που πολλές φορές να ιδρώνει το πρόσωπό σου, και να καταπληγώνεται η καρδιά σου με θανατηφόρες λιποθυμίες. Πότε; Στον καιρό των γηρατειών και του θανάτου σου; Όταν οι δαίμονες, και όλα τα πάθη σου, πρόκειται να σε περικυκλώσουν δυνατά. Και τόσο να σε κατατροπώσουν, που εσύ αδύναμος, ποιόν πρώτα να αντιπολεμήσεις, πρόκειται να παραδοθείς σε αιώνιο θάνατο.
Γι’ αυτό, μη γίνεις τόσο μωρός, αγαπητέ, ώστε να θέλεις να πολεμάς τότε σε ένα καιρό ανώφελο· αλλά σαν φρόνιμος, υπόμεινε τώρα τον κόπο του πολέμου, για να νικήσεις, να στεφανωθείς και να ενωθείς με το Θεό, και εδώ, και εκεί στη βασιλεία του την ουράνια, «μνήσθητι του Κτίσαντός σε εν ημέραις νεότητός σου, έως ότου μη έλθωσιν αι ημέραι της κακίας σου· και φθάσωσι τα έτη, εν οίς ερείς· ουκ έστι μοι εν αυτοίς θέλημα» (Κατά τα έτη της νεότητός σου, και πάντοτε, να ενθυμήσαι τον δημιουργόν σου, διά να μη έλθουν ημέραι πόνου και ταλαιπωρίας του γήρατος και φθάσουν έτη, κατά τα οποία θα πής, “Δέν έχω πλέον την θέλησιν και την δύναμιν δι΄ αυτά τα πράγματα, διά τον σεβασμόν και την υπακοήν πρός τον Θεόν.”) (Εκκλησιαστής ΙB΄ 1).
Πηγή: Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, "Αόρατος Πόλεμος"

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Αλαζονεία και πατερική σκέψη


Υπάρχει και κάτι χειρότερο απ’ την αμαρτία. Είναι η αλαζονεία της αρετής.” λέει ο Άγιος Αυγουστίνος, δείχνοντας μια άλλη αλαζονεία, αυτή των πιστευόντων ότι είναι κάτι το ξεχωριστό, ακόμη και μέσα στο ίδιο το σώμα της Εκκλησίας, αναδεικνύοντας μορφές ευσεβισμού και δοκησισοφίας με προσωπείο τελώνου της γνωστής παραβολής.Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης φέρνει στη επιφάνεια τη σχέση αλαζονείας και οργής, συνιστώντας: “Αν βρεις τρόπο να αποβάλεις την υπερηφάνεια από τον χαρακτήρα σου, τότε δεν βρίσκει τρόπο ν’ αναπτυχθεί μέσα σου και το πάθος του θυμού”.Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός αντιπαραβάλει τον αλαζόνα με την εικόνα του εξωτερικού ενός τάφου: “Βέλτιον καλόν όντα, νομίζεσθαι κακόν, ή κάκιστον, δόξαν έχοντα (να φαντάζεται) αγαθού. Ως τάφος πλαστός τοις ανθρώποις φαινόμενος, και υπάρχων, όστις σεσηπόσι νεκροίς έσωθεν υπερόζων, έξωθεν λάμπει ασβέστω και ζωγραφίαις τερπναίς”.Ο αλαζών μένει χωρίς στήριγμα, κατά τον Άγιο Ισσάκ το Σύρο: “Η υπερηφάνεια διώχνει τον φύλακα Άγγελό μας, ενώ η προσευχή και η ταπείνωση τον κρατά κοντά μας βοηθό και φύλακά μας”. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός συγκρίνει τον αλαζόνα με τον Αδάμ, που από αλαζονεία, “του γίνεσθαι ίσα Θεώ”, εξέπεσε του Παραδείσου: “Αδάμ ποτε τον προπάτορα ο εχθρός παρασκευάσας ισοθεϊαν φαντασθήναι, εξήνεγκε παραδείσου και μέχρις άδου πυθμένων κατήγαγε.” Ο αδάμας της ερήμου Άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης πιστεύει ότι η αλαζονεία φύεται στη λησμοσύνη των αμαρτημάτων του ανθρώπου:“Την λησμονιά των αμαρτημάτων την προκαλεί η υπερηφάνεια, διότι η ενθύμησή τους προξενεί ταπεινοφροσύνη”, ενώ τη θεωρεί αίτιο απουσίας των αρετών: “Όπως το σκοτάδι είναι ξένο από το φως, το ίδιο ξένος είναι και ο υπερήφανος από κάθε αρετή”, και μητέρα όλων των μεγάλων παθών: “Η υπερηφάνεια είναι άρνηση του Θεού, εφεύρεση των δαιμόνων, μητέρα της κατάκρισης, απόγονος των επαίνων, απόδειξη ακαρπίας, φυγάδευση της βοήθειας του Θεού, πρόδρομος της παραφροσύνης, πρόξενος πτώσεων, πηγή θυμού, θύρα της υποκρισίας, στήριγμα των δαιμόνων, φύλακας των αμαρτημάτων, δημιουργός της ασπλαχνίας, πικρός κριτής, απάνθρωπος δικαστής και ρίζα της βλασφημίας”. Ο ίδιος ο ερημίτης θεραπεία της αλαζονείας βλέπει μόνο από τον ίδιο το Θεό: “Τους ακόλαστους μπορούν να τους γιατρέψουν οι άνθρωποι, τους πονηρούς οι άγγελοι και τους υπερήφανους μόνο ο Θεός”.Ο κορυφαίος Πατέρας της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξηγεί γιατί ο αλαζών απομακρύνεται από το Θεό: “Όταν είμαστε κυριευμένοι από το πάθος της υπερηφανείας, είτε παρθενία, είτε νηστεία, είτε ελεημοσύνες, είτε ο,τιδήποτε άλλο κι αν κάνουμε, όλη η ζωή μας γίνεται ακάθαρτη. Διότι ακάθαρτος παρά Θεώ πας υψηλοκάρδιος”. Ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος συμβουλεύει: “ Ταπείνωσον τον λογισμόν της υπερηφανείας, πριν η υπερηφάνια σε ταπεινώση”. Ο Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος αποκαλεί μητέρα της αλαζονείας τη φιλαυτία: “Παιδιά της φιλαυτίας είναι: οι έπαινοι στην καρδιά, η αυταρέσκεια, η λαιμαργία, η πορνεία, η κενοδοξία, ο φθόνος και το κορύφωμα όλων των κακών, η υπερηφάνεια.” Σαν κατακλείδα της πατερικής σκέψης ας ακούσουμε τα λόγια ενός σύγρονου Πατέρα, του Σωφρόνιου του Έσσεξ: “Ρίζα όλων των κακών είναι η υπερηφάνεια.”Πηγή: vimaorthodoxias.gr

Πηγή: https://ellasnafs.blogspot.com/2018/10/blog-post_259.html

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας… με τη δύναμη και την ενέργεια της «Ευχής»!Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου

Σε κάποια πόλη της Πελοποννήσου, συναντήθηκα κάποτε με έναν χριστιανό, περίπου 32 ετών, που μοσχομύριζε κάτι σαν δενδρολίβανο.
Και η έκπληξη μου μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, όταν άρχισε να μου μιλάει για την Ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», διαπιστώνοντας ότι από το στόμα του εξήρχετο η άρρητος ευωδία του Παναγίου Πνεύματος.
Για το κομποσχοίνι και την Ευχή είχε μάθει πριν από χρόνια στο Άγιον Όρος και από τότε την έλεγε ασταμάτητα, μέρα-νύχτα, και πολλές φορές χωρίς διακοπή ακόμα και τις νύχτες. Η Ευχή αναπλήρωνε και τις φυσικές ανάγκες του ύπνου του.
Έτσι, σιγά-σιγά η προσευχή του Ιησού έγινε πνευματική και νοερά μέσα στην καρδιά του και απολάμβανε το μεγαλείο της, χωρίς να μπορεί να ερμηνεύσει το πως λέγεται μέσα του η Ευχή και μάλιστα από το μέρος της καρδιάς του, με πολλή γλυκύτητα και χωρίς αυτός να την λέγει συνειδητά, είτε προφορικά είτε με τον ενδιάθετο λόγο. (Αυτό είναι το μεγαλείο της πνευματικής προσευχής και ειδικότερα της Νοεράς λεγόμενης προσευχής).
Κάποτε, σε μια τέτοια κατάσταση, αλλοιώθηκε τόσο πολύ από την Χάρη του Θεού, ώστε… (όπως χαρακτηριστικά μου είπε):
«Ξέχασα τον εαυτό μου, ήτο σαν να χάθηκα και απροσδόκητα αισθάνθηκα πως η ψύχη μου ήτο μέσα στα ανοιχτά χέρια του Πνευματικού μου, του πατρός Γ.Κ., ο οποίος προσευχόταν μπροστά σ’ έναν ουράνιο ολόλαμπρο θρόνο, που είχε πολύ Φως και Δόξα Θεού. Σε λίγο -δεν ξέρω πότε- αυτό το ουράνιο Φως έλουσε και τον Πνευματικό μου και τον λάμπρυνε τόσο πολύ, που είχα την αίσθηση ότι έκλεισα τα μάτια της ψυχής μου. Πως έβλεπα και πως τα έκλεισα δεν ξέρω.
Σφιχταγκαλιασμένη καθώς ήτο η ψυχή μου με τον Πνευματικό μου, τον άκουσα να προσεύχεται στον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν για μένα. Δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια της ψυχής μου, εν τούτοις, ένοιωθα αυτήν την υπέρλαμπρη φωτοχυσία να με πλημμυρίζει, να με λούζει κυριολεκτικά, να με γεμίζει από χαρά, ευτυχία, ειρήνη, θαυμασμό, αγαλλίαση… Κάποτε συνήλθα. Ένοιωθα να μην πατώ στη γη και η προσευχή του Ονόματος του Ιησού Χριστού να λέγεται από μέσα μου άπειρες φορές: «Ιησού μου… Ιησού μου… Ιησού μου… Ιησού μου…».
Τρεις-τέσσερις μέρες ούτε έφαγα ούτε ήπια σταγόνα νερό ούτε κοιμήθηκα, μόνο απελάμβανα αδιάλειπτα μια ουράνια ευτυχία, που δεν περιγράφεται. Τα δε δάκρυα μου έτρεχαν σαν ποτάμι συνεχώς και ήταν γλυκύτατα».
Εδώ τελείωσε η θεωρία αυτού του χριστιανού, που ζει ανάμεσά μας και αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτήν την τρελή εποχή που ζούμε!
Πηγή: «Η Ευχή μέσα στον κόσμο» του Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου (Πειραιάς 2007) inpantanassis.blogspot.gr , simeiakairwn.wordpress.com

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Το νόημα της ζωήςΓράφει ο Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτη

Γράφει ο Μοναχός Μωυσής, ΑγιορείτηςΜερικοί λένε πως η ζωή μας είναι αρκετά σύντομη. Νομίζουμε όμως πως από μόνοι μας συντομεύουμε το χρόνο της ζωής μας από την κατάχρηση, την παράχρηση και την ηθοφθορία.
Αν τη ζωή τη χρησιμοποιήσουμε με σεβασμό, περίσκεψη και φειδώ είναι σίγουρα αρκετά μεγάλη. 
Ο άνθρωπος γενικά δεν εκτιμά τον χρόνο, τον αφήνει να κυλά ανεκμετάλλευτα, τον σπαταλά εύκολα, δεν τον αξιοποιεί, δεν τον χρησιμοποιεί χρήσιμα. Οι άνθρωποι ζουν συχνά ως επιγείως αθάνατοι. 
Δεν εξαγοράζουν τον καιρό, παρά το ότι οι ημέρες είναι αρκετά πονηρές. Ο χρόνος μακραίνει όσο ο άνθρωπος αυξάνεται πνευματικά, όσο πλησιάζει το βάθος και την ιερότητα του νοήματος της ζωής.
Μερικοί γέρασαν χωρίς να ζήσουν όντας γέροι και νέοι γέρασαν προτού να μεγαλώσουν. Φοβούνται τον θάνατο, παρότι δε γνωρίζουν να ζήσουν. Χάνουν τη ζωή μέσα από τα χέρια τους δίχως να τη ζήσουν.
Δεν ξέρουν ούτε τι είναι ζωή, ούτε τι είναι θάνατος, ούτε πιο είναι το ουσιαστικό νόημα της ζωής του ανθρώπου. 
Τον θάνατο πιο πολύ τον φοβούνται όσοι ελέγχονται από τη συνείδησή τους, όσοι δεν βελτίωσαν την πνευματική τους ταυτότητα, όσοι παρασύρθηκαν από τις ηδονές του βίου.

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Προσευχητική απομόνωση στο μοναστήρι ή στο σπίτι.

   "Διότι τι είναι απομόνωση; Είναι όταν ο νους απομονωθεί στην καρδιά και στέκεται μαζί με τον Θεό και δεν επιθυμεί να εξέλθει από αυτή. Καλύτερη απομόνωση από αυτήν μη ζητάς. Διότι είναι δυνατόν και με κλειστές πόρτες να περιφέρεσαι στο σύμπαν ολόκληρο". Όταν κανείς μονάσει στο μοναστήρι αυτό σημαίνει μοναχική ζωή. Ο βίος στο μοναστήρι είναι δύσκολος μόνο σε εκείνον ο οποίος θέλει να έχει σχέση με πολλούς και να ζει βίο κοσμικής ζωής. Στη μονή πρέπει να γνωρίζει κάποιος μόνο ένα πρεσβύτερο, δηλαδή τον πνευματικό του πατέρα και Γέροντα. Τους λοιπούς αδελφούς να τους βλέπει ως συνδούλους Θεού. Τότε και μόνο θα διέρχεται τη ζωή ευχάριστα και με μεγάλη ανάπαυση και προκοπή. Ειδάλως δεν θα του λείψει η κοσμική ταραχή και σύγχυσις.  Αρχίστε να συγκεντρώνεστε στα δωμάτιά σας τις ώρες της αναπαύσεως από τις σωματικές διακονίες και επιδοθείτε στην προσευχή λέγοντας όπως ο Δαυίδ:"Δείξον Κύριε οδόν εν ή πορεύσομαι". Όχι μόνο με την σκέψη ή τον λόγο αλλά και με πόνο καρδιάς επικαλεστείτε το όνομα του Ιησού Χριστού για να είναι ο Κύριος οδηγός και συνοδός της  ζωής σας. Προσθέστε σε αυτά και τη νηστεία διότι νηστεία και προσευχή διώχνει τους δαίμονες και τα πάθη από την καρδιά και ελευθερώνει την ψυχή. Την ώρα της απόσυρσης  την πρώτη θέση να έχει η προσευχή και η περισυλλογή στα περί του Θεού. Η απασχόληση αυτή έστω και για λίγο διώχνει την πλήξη και τη στεναχώρια καθότι από αυτήν πηγάζει τέτοια παρηγοριά που κανένα άλλο πράγμα στη ζωή δεν προσφέρει. Ο Θεός έθεσε τον αγώνα αυτό και για τους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο για να αγωνίζονται κατά την τάξη και τη δύναμή τους. Στην ερώτηση: "Πώς να κατευθύνει κανείς το εσωτερικό του για να αποκτήσει την ψυχική ειρήνη η απάντηση είναι: "Αποκτήστε την καρδιακή απομόνωση μέσα στον εαυτό σας με έντονη προσπάθεια.Το να υπάρχει κανείς μαζί με τον Κύριο αποτελεί όλο τον σκοπό της ύπαρξης".  Αν είστε μοναχοί πρέπει να απομονώνεστε μέσα στα τείχη της Μονής ή στα σπίτια σας αν είστε λαϊκοί και να κρατάτε τους εαυτούς σας μακριά από διασκεδάσεις. Αλλά καλύτερο είναι να απομονώνεστε μέσα στον εαυτό σας.  Όταν θα ανάψει στην καρδιά σας το ευλογημένο πυρ και θα μείνετε σε αυτό με προσοχή αυτό το πυρ θα είναι η πραγματική απομόνωση. Ο Κύριος επισκεπτόμενος την ψυχή την γεμίζει με την θέρμη του, οπότε η ψυχή μένει μαζί Του.  Το χειρότερο πράγμα για την ψυχή είναι η ψυχρότης. Αυτή είναι η πιο πικρή και επικίνδυνη κατάσταση αν δεν αναθερμανθεί με την μετάνοια".  Από το βιβλίο: Νοερά Άθλησιςhttps://agiopneymatika.blogspot.com/2018/10/blog-post_13.html

Πηγή: https://hristospanagia3.blogspot.com/2018/10/blog-post_113.html

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Περί Προσευχής (γ. Ιωσήφ Βατοπαιδινός)



Οι Άγιοι Πατέρες μας επενόησαν διαφόρους πρακτικούς τρόπους αυτοσυγκεντρώσεως και ασκήσεως της μονολογίστου ευχής και επικλήσεως. Η εργασία αυτή ονομάζεται νήψις και καρδιακή ή νοερά προσευχή και ένας είναι ο κύριος σκοπός της, η τήρησι και φυλακή του νοός. Αν «η παράχρησις των νοημάτων γεννά την κατάχρησιν των πραγμάτων», που είναι και η κατ’ ενέργειαν αμαρτία, τότε επιβάλλεται η τήρησι του νοός, ώστε απ’ αυτή την πρώτη σκέψι, την «προσβολή», και εκ προοιμίων να αποκόπτεται η παντοειδής κακία και έτσι να επιτυγχάνεται ακόπως η σωτηρία. «Εις τας πρωΐας απέκτεινον πάντας τους αμαρτωλούς της γής» (Ψλ. 100, 8), λέγει ο Δαυίδ, και «θυγάτηρ Βαβυλώνος η ταλαίπωρος… μακάριος ος κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την πέτραν» (Ψλ. 136, 8-9). Η αναφορά «εις τας πρωίας» και «τα νήπια» υπονοεί την προσβολή και την αρχή κάθε νοήματος.

Ως φραγμόν, λοιπόν, στον ακράτητο και ταχύρροπο νουν οι Πατέρες μας δεν βρήκαν άλλο μέσο ικανώτερο από την μνήμη του Θεού και με κατάλληλους όρους μας διδάσκουν τούτο. «Μνημονευτέον του Θεού ή αναπνευστέον» λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. «Ιησού μνήμη ενωθείτω τη πνοή σου» λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος. «Παράμενε τη διανοία και ου κοπιάσεις εν πειρασμοίς» λέγει Ησύχιος ο Πρεσβύτερος. Και Θεόδωρος ο Σιναΐτης λέγει επίσης «της μνήμης του Θεού εκλιπούσης ο των παθών τάραχος εν ημίν χώραν λαμβάνει».

Η συνεχής και ακριβής μνήμη του Θεού τηρουμένη είναι και λέγεται νήψις και οδηγεί εις πάσαν οδόν αρετής και εντολής του Θεού, καθώς λέγει και ο Δαυίδ «προορώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν ίνα μη σαλευθώ» και «εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην».
Οι Πατέρες μας διαιρούν σε διαφόρους τρόπους τα είδη της νήψεως, όσοι αναφέρονται ιδιαίτερα σε αυτήν. Ένας τρόπος είναι η προσοχή της διανοίας, όπου η φαντασία απεικονίζει την προσβολή, διότι είναι αδύνατον χωρίς φανταστικήν εικόνα να προκύψουν λογισμοί. Άλλος τρόπος είναι η διά της ευχής ησυχάζουσα καρδία και μη δεχομένη καμμία κίνησι λογισμών αυτό επιτυγχάνεται από όσους έφθασαν με προσπάθειαν και χάριν Θεού στην καρδιακήν ευχή. Άλλος πάλι τρόπος είναι η συνεχής και αδιάλειπτη επίκλησι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού προς βοήθειαν μετά πολλής ταπεινώσεως. Και άλλος τρόπος, τέλος, είναι η συνεχής και αδιάλειπτη μνήμη του θανάτου. Στην ουσία και οι τέσσαρες αυτοί τρόποι τον ίδιο σκοπό έχουν, την συνεχή θεία μνήμη και επίκλησι που οι πάντες χρεωστούμε, εφόσον λάβαμε την εντολή «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Στην τάξι των εισαγωγικών στα πνευματικά η επίμονη επίκλησι του Κυριακού ονόματος πρέπει να συνδυάζεται με την κατά το δυνατόν βία, έστω και αν ο νους δεν παραμένη στους λόγους της ευχής. Και τούτο, διότι είναι αδύνατο να κρατηθή ο νους στην αρχή της προσπαθείας αυτής, και μάλιστα ενώ είμεθα αμαρτωλοί με τόσα πάθη και στερούμεθα της μονίμου ενεργείας της θείας χάριτος. Σ’ αυτή την κατάστασι επιβάλλεται η επίμονη επίκλησι της ευχής του Κυρίου Ιησού, έως ότου η καλή συνήθεια επικρατήση και μειώση τον πολύ κόπο της προσπαθείας. Όταν, χάριτι Θεού, επιτευχθή η καλή συνήθεια, τότε ο νούς συστέλλεται από τον πρώτον σκορπισμό και «μετεωρισμό», διότι όσον εμείς επικαλούμεθα τον Κύριό μας τόσον Εκείνος λίγο-λίγο μας αποκαλύπτει τις ακτίνες της χάριτός Του και βλέπων ο νούς την γλυκύτητα της χάριτος ευκολώτερα παραμένει στους λόγους της ευχής.
Αν ο πιστός στην καλή συνέχεια της ευχής συνάψη και την κατά τα άλλα υποταγή και υπακοή στο θέλημα του Θεού, τότε συντομώτατα και αισθητά η χάρις πλησιάζει το νού και του δείχνει την γεύσι και άλλων αρετών και πραγματοποιείται το ψαλμικό «ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου και χείλη αγαλλιάσεως αινέσει το στόμα μου» (Ψλ. 62, 6). Όπως κάθε προσπάθεια για ένα σκοπό χρειάζεται και τα προς τούτο συναφή μέσα, το ίδιο και στην μεγάλη αυτήν επιστήμη της ευχής. Διότι δι’ αυτής αξιούμεθα «υποτάσσειν παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού» και χάριτι Αυτού δυνάμεθα ν’ αποκτήσωμε «νούν Χριστού», κατά τους λόγους του Αποστόλου Παύλου.
Απαραίτητος όρος και καθήκον παντός θέλοντος να ασχοληθή με το αγγελικόν αυτό έργο και επάγγελμα είναι η σωστή και ειλικρινής μετάνοια, διότι «εν σώματι καταχρέω αμαρτίας Θεός ουκ εισελεύσεται». Η θεία χάρις δεν είναι μαγεία, ούτε γιόγκα, ούτε άλλος τρόπος αισθησιασμού ή φανταστικού θεάματος, αλλά θεία αποκάλυψι και ενοίκησι και συνάντησι προσωπική του Θεού με τον άνθρωπο. Ο Θεός παρέχει και ο άνθρωπος λαμβάνει, εάν πιστεύση ολοκληρωτικά και υποταχθή στο θείον θέλημα και, κατά συνέπειαν, αρνηθή και αποστραφή κάθε κακίαν. Οι βουλόμενοι, λοιπόν, με τον ανωτέρω τρόπον να εισέλθουν εις το αγιαστήριον αυτό της χάριτος και να ιδούν εν αισθήσει την εντός ημών κειμένην βασιλείαν του Πατρός αυτών πιστοί, ας προσέλθουν στο λογιστήριον της μετανοίας εν ευθύτητι καρδίας και ας έχουν κατά νουν τον λόγο του Δαυίδ «εισάκουσον μου, Κύριε, ότι χρηστόν το έλεός σου· κατά το πλήθος των οικτιρμών σου επίβλεψον επ’ εμέ» (Ψλ. 68, 17) και ας κρατούν αδιάκοπα την επίκλησι της ευχής του Κυρίου μας Ιησού.
Αν από την ευχήν αυτή αφαιρεθή το «Υιέ του Θεού» και παραμείνη μόνο το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», νομίζω ότι τούτο πολύ θα βοηθήση όσους αδυνατούν να επιτύχουν το απερίσπαστον, διότι ο νους παραμένει ευκολώτερα προσηλωμένος σε λίγες λέξεις. Ο σκοπός είναι να παραμένη ο νούς προσηλωμένος στον Θεό, από όπου επιτυγχάνονται δύο καλά, το ένα καλύτερο από το άλλο. Το πρώτον είναι ότι ο νούς διά της παραμονής του στην θεία μνήμη αργεί από κάθε πονηρία, και το δεύτερον ότι διά της εκεί παραμονής του αγιάζεται, φωτίζεται και θεούται.
Ας είναι γνωστό στους καλούς πύκτας και ήρωας αυτής της αθλήσεως πως δεν είναι, όπως θα το νομίζουν, απλό και εύκολο το να κρατούν τον ακράτητο νου. Και τούτο διά ποικίλους λόγους. Πρώτον, διά την φύσι του νου, διότι είναι λεπτότατος και πετάει πάντοτε σχεδόν αδιάκριτα. Είναι εκ φύσεως περίεργος, συνήθισε στον σκορπισμό της προτέρας ράθυμης ζωής μας και δεν πείθεται στον διά της ευχής εγκλεισμό που του επιβάλλομε. Μετά, είναι και η πονηρία των δαιμόνων, που εικονίζουν συνεχώς την πολύμορφην απάτη, όπου και ρεμβάζει ο φιλοπερίεργος νούς. Είναι και το άλλο, ότι τα σημεία της χάριτος είναι έμμεσα και διά πίστεως αναμενόμενα, ενώ τα της πλάνης είναι άμεσα και παραστατικά ενισχυόμενα και από την μακρά συνήθεια. Πάνω δε απ’ όλα είναι και οι αλλοιώσεις, που διακόπτουν την καλή συνήθεια και την ευχάριστη αντίληψι της χάριτος που παρηγορεί συνήθως.
Την θεραπεία όλων αυτών επιτυγχάνομε διά του Παυλείου παραγγέλματος «τη προσευχή προσκαρτερείτε». Έχοντες την πείρα των Γραφών και των Πατέρων μας, γνωρίζομε ότι είναι απαραίτητη η επιμονή και υπομονή, αρετές που η μεγάλη αυτή αρετή απαιτεί. Γι’ αυτό και δεν «εκκακούμε», αλλά επιμένομε «αιτούντες, ζητούντες και κρούοντες», και πιστεύομε ότι θα μας ανοίξη ο επακούων των επικαλουμένων αυτόν Θεός, όστις «δίδει ευχήν τοις ευχομένοις και παρέχει ανθρώποις γνώσιν».
Εις όλες τις μορφές των αλλοιώσεων που αισθάνεται κανείς, όπως ξηρασία, ραθυμία, σβυσμός και τα όμοια, ας μη φεύγη από το καλό στάδιο της επιμονής και δεν θ’ αργήση το σκοτεινό νέφος να παραμερίση και να επιλάμψη και πάλι λαμπρότερος ο ήλιος, ο Ιησούς μας, να δροσίση την κακωθείσαν εκ της προτέρας ξηρασίας καρδία μας. Η πολυλογία, η κατάκρισι, ο θυμός και γενικά κάθε τι που είναι αντίθετο στην αγάπη εμποδίζουν την ενέργεια της χάριτος. Γι’ αυτό, όσοι θέλουν να ευχωνται, ας απέχουν κατά το δυνατόν ή ας διορθώνουν το σφάλμα το συντομότερο δυνατόν με την μετάνοια. Κάνεις ας μην αποθαρρύνεται στην καλήν αυτήν προσπάθεια της μονολογίστου ευχής του Κυρίου μας Ιησού, όπου και όπως αν ευρίσκεται, ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου, και να είναι βέβαιος ότι πολύ έχει να ωφεληθή από αυτό. Πλάνη εσχάτη είναι να νομίζη κάνεις ότι το έργο της ευχής είναι αποκλειστικά καθήκον των Μοναχών μόνον και όχι κοινόν χρέος παντός πιστού.
Αν «πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην», τότε δεν υπάρχει κάνεις χωρίς περιπέτεια και ανάγκη. Πέραν των όσων η σωτηρία μας επιβάλλει, άλλος τρόπος σωτηρίας από την προσευχή δεν ευρίσκεται. «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με», λέγει ο Κύριος. Ο δε Δαυίδ επιβεβαιώνει την εκ τούτου σωτηρία λέγων «προς Κύριον εν τω θλίβεσθαί με εκέκραξα και εισήκουσέ μου» (Ψλ. 119,1) και «ήκουσε Κύριος της δεήσεώς μου· Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο» (Ψλ. 6, 10).
Ο άσπονδος εχθρός της φύσεώς μας, η αμαρτία, που είναι το κέντρον του θανάτου και πάσης συμφοράς παραίτιος, πως θα προληφθή και παραμερισθή από τον δρόμο της ζωής μας χωρίς την προσευχή; «Εξεγέρθητι, Κύριε, και πρόσχες τη κρίσει μου, ο Θεός μου εις την δίκην μου» (Ψλ. 34, 23). Πως θα επιτύχωμε την επίγνωσι του θείου θελήματος, που είναι ο πρώτος και ο κύριος στόχος του καθολικού μας σκοπού, αλλά και αυτού ακόμη του απλού μας συμφέροντος στον καθημερινό πρακτικό βίο μας; Εξ αρχής ο Θεός επικαλούμενος και παρακαλούμενος διά προσευχής παρέχει, χαρίζει και μεταδίδει τα πάντα στα ποιήματά του. Έτσι, η προσευχή μένει να είναι το στοιχείο της ζωής και παρατάσεως των λογικών όντων διαπαντός.
Ο αείμνηστος Γέρων Ιωσήφ ωνόμασε την προσευχή «γλώσσα του μέλλοντος αιώνος» επί τη βάσει της εμπειρίας και της διδασκαλίας των Πατέρων, ότι το πλήρωμα της χάριτος σε κάθε θεωθείσα ψυχή είναι η αδιάκοπη προσευχή. Άλλωστε και το έργο των Αγγέλων στους απεράντους αιώνας της προς τον Θεό λατρείας των τι άλλο είναι παρά αίνος και δοξολογία, δηλαδή προσευχή;
Το συμπέρασμα, λοιπόν, της μικρής αυτής πραγματείας μας είναι ότι η ευχή είναι απαραίτητη όχι μόνο σε κάθε άνθρωπο αλλά και σε κάθε χρόνο, χώρο ή τρόπο, όπου η πολυκύμαντος ζωή μας αναγκάζει να ευρισκόμεθα. «Εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας τα αιτήματα υμών γνωριζέσθω προς τον Θεόν» (Φιλ. 4, 6), λέγει ο Παύλος, και ο Κύριος «και πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες λήψεσθε» (Μθ. 21, 22).
Κρούετε, αιτείτε και ζητείτε διά παντός, διά της μονολογίστου και μικρής αυτής ευχούλας, το θείον έλεος εν παντί καιρώ και τόπω και πράγματι και δεν θα λείψη αφορμή σκέπης και σωτηρίας από μέρους της πανσωστικής του Θεού ημών προνοίας να σας παρηγορή. Αυτό μας παραδίδουν οι παλαιοί και οι σύγχρονοι Πατέρες μας και ας μη μετράη κανείς το τέρμα της υψηλοτάτης θεωρίας, που είναι το υπέρτατον αξίωμα, όπου οδηγεί η τελειότης της προσευχής. Η κατόρθωσι του τελείου είναι σπάνια και μόνον από τους ειδικούς και λίγους αγωνιστάς και ησυχαστάς είναι δυνατόν με την χάρι του Θεού να επιτευχθή. Όμως οι καρποί της προσευχής, από αυτό το ξεκίνημά της και σε όλη την έκτασι της ενεργείας της, είναι τόσο γλυκείς, τόσο πλούσιοι, τόσον επωφελείς, που συμπληρώνουν κάθε κενό, κάθε απορία και κάθε ανάγκην όπου ευρίσκει ο καθένας.
Στην αρχή να λέγεται με επιμονή και, αν είναι τρόπος και επιτρέπει το περιβάλλον, λίγο ψιθυριστά, γιατί ο ήχος των λόγων της ευχής βοηθάει τον νου να συγκρατήται ευκολώτερα. Μετά, η βία της επιμονής, είτε μένει ο νους είτε φεύγει, προκαλεί την έξι και συνήθεια και αυτό συν τω χρόνω μειώνει την έντασι της προσπαθείας. Έπειτα, και ο Κύριός μας Ιησούς, αφού τον επικαλούμεθα τόσον επίμονα, δεν θ’ αργήση να δείξη την παρουσία του με μια κατάλληλη ενέργεια της χάριτός του και αυτό γίνεται πλέον «πείρα θείας αντιλήψεως», η οποία πείθει τον νου να παραμένη στην ευχή με βεβαία πλέον ελπίδα.
Ο τεχνητός τρόπος της καταβάσεως και συγκρατήσεως του νου στην καρδιά διά της εισπνοής και εκπνοής δεν συνιστάται στον καθένα, και ιδίως στους εισαγωγικούς, και ας αποφεύγεται μάλλον, έως ότου η καλή έξι της ευχής επικρατήση και δείξη η χάρις την παρουσία της, οπότε η πρόοδος της χάριτος θα διδάξη μόνη της τους άξιους αυτής της καταστάσεως. «Το γάρ τι προσευξόμεθα καθ’ ο δει ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. 8, 26).
Εκείνο που μετ’ επιμονής συνιστούμε εις πάντας τους πιστούς είναι η επίμονη προσπάθεια της ευχής και, αν τούτο έχη συνδρομή και την κατά Θεόν μετάνοια, δεν έχω πως να περιγράψω την ακολουθούσαν ωφέλεια και μάλιστα σήμερα, που η ζωή μας είναι σοβαρά προβληματική. Το γλυκύ όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού συχνότατα περιστρεφόμενον εντός μας μαστίζει τις αντικείμενες δυνάμεις, που μέσω των μελών του παλαιού ανθρώπου μας βιάζουν προς την αμαρτία. Έπειτα, το θείον αυτό όνομα μεταδίδει εις όλο τον ψυχικό μας κόσμο εκ της χάριτος και δυνάμεως του Σωτήρος ημών, ίνα και ημείς -κατά τον Παύλο- πάντα ισχύωμεν υπ’ Αυτού κρατούμενοι. Αυτός γάρ εστίν η ειρήνη ημών και Αυτώ μέλει περί ημών, νύν και εις τους αιώνας, αμήν. 
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Λόγοι Παρακλήσεως», σσ. 35-42. (www.pemptousia.gr) (agioritikesmnimes.blogs
Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

"Η μονολόγιστη ευχή ως δρόμος προς την αληθινή θεολογία ή θεογνωσία"



Δεν είναι βέβαια δυνατόν να δούμε εν πλάτει όλα όσα θαυμάσια μας λένε, στον περιορισμένο χώρο αυτής της σύντομης παρουσιάσεως αυτού του μεγάλου θέματος. Στο παρόν κείμενο θα χρειαστεί να επικεντρώσουμε τη προσοχή μας σε θέμα, το οποίο είναι, πιστεύουμε, σημαντικό ως εισαγωγική πρόσβαση στο χώρο της θεολογίας, όπου κατά τη πατερική διδαχή θεολογία είναι η ανάβαση του ανθρώπου προς το Θεό. Και ως οδός, αλλά και ως «χώρος» της αληθινής θεολογίας ορίζεται η προσευχή, η οποία αποτελεί «ανάβασιν νου προς Θεόν» (Νείλος ο Ασκητής, Λόγος περί προσευχής). Και η προσευχή αυτή είναι η λεγόμενη μονολόγιστη προσευχή. 

Στον περίφημο Περί προσευχής λόγο του Νείλου του Ασκητού, που περιλαμβάνεται στη γνωστή μας Φιλοκαλία (οι ειδικοί τον αποδίδουν στον Ευάγριο τον Ποντικό, ασκητικό συγγραφέα) σημειώνεται η σημαντικότατη για το θέμα μας φράση: «Eι θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει». Με άλλα λόγια: «Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς. Και αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος».

Και σε άλλο σημείο λέει: «Αν προσεύχεσαι, αληθινά και σωστά, θα βρεις πολλή εσωτερική πληροφορία. Και θα έρθουν μαζί σου άγγελοι, όπως και στον Δανιήλ, και θα σε φωτίσουν για να κατανόησης τους λόγους των πραγμάτων». 


Με τους λόγους αυτούς και μόνο υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η σημασία της προσευχής ως σημαντικότατου μέσου για την είσοδό μας στο χώρο της θεολογίας. Μερικά ουσιώδη στοιχεία της θα επιχειρήσουμε να δούμε στη συνέχεια. 


Η μονολόγιστη προσευχή, που οφείλει το όνομα της στη χαρακτηριστική συντομία της, λέγεται: προσευχή του Ιησού, νοερά προσευχή, καρδιακή προσευχή, καθαρά προσευχή κλπ. Η προσευχή αυτή ταιριάζει προ πάντων στο σημερινό πολυάσχολο άνθρωπο, όποια κι αν είναι η κύρια απασχόλησή του και τυχόν άλλες δευτερεύουσες. Είναι η προσευχή, που μπορεί να πραγματοποιείται πάντοτε από το καθένα μας και να προσαρμόζεται σε κάθε τόπο και τρόπο. 


Όλες οι θείες ενέργειες αποτελούν τη ρίζα και τη πηγή των όντων και πραγμάτων. Για τον άνθρωπο όμως υπάρχει κάτι βαθύτερο και καταπληκτικότερο. Πρέπει ο άνθρωπος να γίνει μέχρι και αυτή τη δομή και το ρυθμό του σώματός του, μέχρι την τελευταία του ίνα, ναός του Παναγίου Πνεύματος. «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος έστιν, ου έχετε από Θεού και ουκ έστε εαυτών; Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, ατινά έστι του Θεού»(Α Κορ. ς' 19, 20). 


Για το θέμα μας έχουν βασική σημασία ο ρυθμός της αναπνοής μας και η καρδιά μας. Και καλούνται να παίξουν σημαντικότατο ρόλο για τη διάχυση της χάριτος σε όλη μας την ύπαρξη. 


Υπάρχει μια πραγματική αντιστοιχία ανάμεσα στην αναπνοή μας και στην πνοή του Θεού. 

Η ανθρώπινη αναπνοή αποτελεί σύμβολο και όχημα της θείας πνοής. 

Η ίδια αντιστοιχία υπάρχει ανάμεσα στη καρδιά μας και τον Ιησού Χριστό.

Η καρδιά αποτελεί το κέντρο της υπάρξεώς μας. Και λέγοντας καρδιά δεν πρέπει να εννοούμε μόνο τη σωματική καρδιά, αλλά και την πνευματική, που είναι έδρα και κέντρο του πνεύματός μας. Η καρδιά μας φωτίζει όλη την ύπαρξη και χάρις σ' αυτήν λειτουργεί και σωματικά και πνευματικά. 


Αντίστοιχα ο Ιησούς Χριστός είναι το κέντρο του πνευματικού του Σώματος που λέγεται Εκκλησία. Από αυτό το κέντρο αναβλύζουν ως από αενάως ακένωτη πηγή το φως και η χάρη στην Εκκλησία, αλλά και σε ολόκληρο το σύμπαν, αφού «πάντα δι' αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε» (Ιω. α' 3). 

Με την καρδιά συνάπτεται το αίμα. Και το αίμα αντιστοιχεί προς το αρχέγονον ύδωρ, που διαποτίζεται από το πυρ του Αγίου Πνεύματος. «Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α' 2). Επίσης το αίμα είναι κόκκινο σαν τη φωτιά και θερμό. Και, όπως είναι γνωστό, στην Εκκλησία μας κοινωνούμε το θερμό αίμα του Κυρίου. Γι' αυτό μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων προστίθεται στο άγιο Ποτήριο το ζέον ύδωρ, που συμβολίζει τη «ζέσιν Πνεύματος Αγίου». 


Έτσι βλέπουμε να καθορίζεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα η σχέση πνοής - καρδιάς και Πνεύματος Αγίου. 

Δεν χρειάζεται όμως να ζητούμε στα ζητήματα αυτά μια επεξήγηση ή κατανόηση σύμφωνα με την οριζόντια ανθρώπινη επιστήμη, που ασχολείται με αίτια και αιτιατά. Τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο γνώσεως άλλου επιπέδου και άλλης κατευθύνσεως. Αυτά τα κατανοεί κανένας στο βαθμό, που μπορεί να τα χωρέσει η περιορισμένη ανθρώπινη φύση μας κατά γνώση πνευματική, κάθετο και υπερφυή, που έχει τους δικούς της νόμους και τη δική της λογική. Και αυτό οπωσδήποτε με τη βοήθεια του θείου φωτός εν Πνεύματι Αγίω. 


Με την καρδιά συνάπτεται ο νους και η διάνοια μας. Κατά την πατερική αντίληψη έδρα του νου είναι η καρδιά, και ο νους δεν είναι μόνο η λογική ενέργεια, αλλά και η βουλητική και συναισθηματική με έδρα πάντα την καρδιά. 

Ο νους ενεργεί προς τα έξω, διαχέεται και διασκορπίζεται. Στη φυσική του δε κατάσταση θα βρίσκεται μόνο με την επιστροφή του στο κέντρο του, στην καρδιά του, οπότε μεταπηδά από το παρά φύσιν, στο οποίο τώρα βρίσκεται, στο κατά φύσιν του. 

Όταν ο νους επιστρέψει πίσω στην καρδιά και ενωθεί μαζί της, τότε και η καρδιά γίνεται το κατάλληλο όργανο για ολοκληρωμένη υπαρξιακή γνώση, γνώση ολοτελή και παμμερή. Γι' αυτό και δεν είναι γνώση ξερή, διανοητική, ξένη ως προς το γινωσκόμενο, αλλά γνώση αγαπητική. Γιατί μόνον η αγάπη αποτελεί την αποκλειστική γνωστική δύναμη, την ενοποιό και συνδέουσα γνωστικό υποκείμενο και γινωσκόμενο αντι(ή υπο-)κείμενο. Και αυτό σημαίνει μεταφορά του όλου ανθρώπου μέσα στο φως της θεϊκής γνώσεως εν Πνεύματι Αγίω. 


Ο Θεός με τη θεία του πνοή, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, έδωσε ζωή στο άψυχο ανθρώπινο σώμα του ανθρώπου. Το ίδιο επαναλαμβάνεται πνευματικά και τώρα. Όταν αφυπνισθεί ο άνθρωπος και αντιληφθεί «πόθεν έρχεται και πού υπάγει», αισθάνεται, ότι μόνο με τη ζωοποιό χάρη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να μεταμορφωθεί το «ψυχικόν σώμα» του σε «πνευματικόν σώμα» (Α' Κορ. ιε',44) ήδη από τη παρούσα ζωή.


Αφετηριακή ενέργεια του Θεού ως προς τον άνθρωπο στο σημείο αυτό είναι το ότι πλάσθηκε «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» του Θεού. Με την πτώση του όμως «αχρειώθη» το «κατ' εικόνα» στον άνθρωπο. Αυτή δε η εικόνα αποκαταστάθηκε διά του Ιησού Χριστού. Η σπουδαιότητα και η μοναδικότητά της έγκειται στο γεγονός της συνειδητοποιήσεως εκ μέρους μας της ενσωματώσεως μας σ' Αυτόν, που ξανανοίγει για μας την θεανδρική οδό του αγιασμού και της τελειώσεώς μας. Και η επίκληση είναι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέ­ησον με τον αμαρτωλόν». Καιρός να επιχειρήσουμε μια πολύ σύντομη θεολογική ανάλυσή της. 
Σε όλες τις θρησκείες η επίκληση του ονόματος του Θεού παρουσιάζεται να έχει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα και σημασία, γιατί το όνομα είναι φορέας μιας ζωντανής και δρώσης παρουσίας. Λίγο διαφορετικότερα έχουν τα πράγματα στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.). Η Π.Δ. αποκαλύπτει τον ζώντα Θεό στην καταναλίσκουσα απροσιτότητα και υπερβατικότητά του. Αποτελεί φοβερότατο μυστήριο το όνομά του. Στην Π.Δ. δεν έχουμε οικειοποίηση του Ονομαζόμενου, αλλά καθιέρωση του ονομάζοντος και επικαλουμένου. Οι Εβραίοι δεν έχουν δικαίωμα να προφέρουν το όνομα του Θεού. Μόνον ο μέγας Αρχιερέας, και αυτός μόνο μια φορά το χρόνο, μπορούσε να προφέρει το φοβερό όνομα του Θεού κατά την εορτή του Εξιλασμού. Γι' αυτό και είχε αντικατασταθεί το όνομα του Θεού με το όνομα Αδωναΐ, Κύριος. Και για τους Εβραίους ο αγιασμός του ονόματος του Θεού σήμαινε το μαρτύριο. 
Ο πέρα από κάθε όνομα Κύριος, που είναι ο Ων, έγινε από άπειρη αγάπη για το πλάσμα του άνθρωπος. Και ως άνθρωπος ονομάσθηκε Ιησούς, που σημαίνει πως ο αιώνιος σώζει, ελευθερώνει, τοποθετεί εν ευρυχώρω τον μέχρι χθες συνθλιβόμενο άνθρωπο. 
Η επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού είναι υπόμνηση της ζωοποιού παρουσίας του και προσφέρεται στην Εκκλησία του ως μυστήριο του Αναστάντος. «Και ιδού εγώ μεθ' ημών είμι πάσας τας ημέρας, έως της συ­ντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη', 20). Η επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χρίστου ως προσευχή πια καρδιακή, «ως προσευχή του Ιησού», διαμορφώθηκε τελικά κατά τον 13ο αιώνα στον Άθω και έχει 
α) δοξολογικό χαρακτήρα 
και β) χαρακτήρα επικλήσεως εν μετάνοια. 
α. Ο δοξολογικός χαρακτήρας της καρδιακής προσευχής 
«Κύριε». Η λέξη «Κύριος» υπογραμμίζει τη Θεότητα του Ιησού Χριστού και την αναγνωρίζει ως κυρίαρχο ολόκληρης της κτίσεως. «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη' 18). Με την δοξολογική αυτή επίκληση εξορκίζεται κάθε δύναμη στον κόσμο αυτόν και σχετικοποιείται. 
«Ιησού Χριστέ». Ο τίτλος του Ιησού είναι «Χριστός», δηλαδή Μεσσίας. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ειμή εν Πνεύματι Αγίω». (Α' Κορ. ιβ' 3). Η αναγνώριση της κυριότητος του Ιησού, το ότι είναι Μεσσίας, δεν είναι καρπός της γνωστικής δυνάμεως του ανθρώπου, άλλα αποκαλύψεως Αγιοπνευματικής. Έτσι στην Επίκληση αυτή έχουμε την παρουσία όλης της Αγίας Τριάδος και βίωση του μυστηρίου της Χριστολογικά και σωτηριολογικά. 
Τέλος η φράση: «Υιέ του Θεού». Οι λέξεις αυτές της επικλήσεως μας παραπέμπουν στον ουράνιο Πατέρα, που είναι η πηγή και η ρίζα της Θεότητος. 
«Ελέησόν με τον (την) αμαρτωλόν (-ην)». 
Η ικεσία αυτή συνάπτεται με τη μετάνοια του προσευχομένου, που ζητάει το έλεος του Κυρίου και την αποκατάσταση της διαταραγμένης από κάθε προσβολή αγάπης του Κυρίου με τον όλο του βίο. 
Σύμφωνα με όσα μας λένε οι μεγάλοι δάσκαλοι της προσευχής αυτής, παλιοί και νέοι, μπορεί η προσευχή αυτή να συντομευθεί στην επίκληση μόνο του ονόματος του Ιησού υπονοώντας όλα τα άλλα. Τότε ακριβώς είναι ουσιαστικά «μονολόγιστη» προσευχή, αφού αποτελείται από μια και μόνο λέξη. Το πολύ μπορεί να γίνει η μορφή της «Ιησού μου», με δυό μόνο λέξεις. 
Η ευχή έχει σκοπό να ενεργοποιήσει μέσα μας τη βαπτισματική χάρη. 
Η αιώνιος ζωή αρχίζει από τη στιγμή, που ο άνθρωπος δέχεται τη «δεύτερη γέννηση», την «παλιγγενεσίαν», την «μικράν ανάστασιν», δηλαδή το Άγιο Βάπτισμα. Όταν βαπτιζόμαστε καταδυόμαστε στο αγιασμένο νερό και έτσι κατεβαίνουμε ως άμορφη και ακατέργαστη ύλη και αναδυόμαστε αποκτώντας μορφή όλη ωραιότητα, έκπαγλη και υπερφυσική. Ανασταινόμαστε και αφυπνιζόμαστε ύστερα από θάνατο. 
Όμως ο φωτισμός και ο αγιασμός και η εξανάσταση αυτή κατακρύπτεται στα βάθη του ασυνειδήτου, που παύει πια να είναι ό,τι ήταν, γιατί κρύβει μέσα του την παρουσία του Θεού, η οποία ανορθώνει και ενοποιεί το πρόσωπο. 
Και όπως παρατηρεί ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής, πριν από το Βάπτισμα κρύβεται στα βάθη της καρδιάς του ανθρώπου ο σατανάς, ενώ έξω από αυτήν παραμένει ο Θεός. Με το Βάπτισμα διώχνεται από την καρδιά ο διάβολος και εγκαθίσταται σ' αυτήν ο Θεός. (Διαδόχου Φωτικής, Λόγος ασκητικός). Ο αγιασμός όμως αυτός απαιτεί πάντοτε μια όλο και πιό συνειδητή μετοχή στο θάνατο και στην ανάσταση του Ιησού Χριστού, γιατί και στα δυο αυτά στοιχεία βα­πτισθήκαμε ως μέτοχοι τους «ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χρι­στός εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. ς', 4-5). 
Η αγιότητα δεν είναι ψηλή νοητική συνειδητότητα, αλλά ανάσταση και μεταμόρφωση εν Χριστώ Ιησού αναστάντι. Και χριστιανική ζωή σημαίνει τελικά πρόσκτηση Πνεύματος Αγίου. Γι' αυτό το άγιο Βάπτισμα είναι αχώριστα συνδεδεμένο με το Μυστήριο του Χρίσματος. Χριόμενος ο βαπτιζόμενος σε διάφορα σημεία του σώματός του καθίσταται καταγώγιο και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος ενεργοποιούμενος με τη χάρη του και μεταμορφωνόμενος εις Χριστόν Ιησούν. 
Όλα όμως συμπληρώνονται με τη μετοχή μας και στη Θεία Ευχαριστία. Με το μυστήριο αυτό, που ανανεώνει στα βάθη της υπάρξεώς μας το σπόρο της θεώσεώς μας, γιατί μας ενσωματώνει στον Ιησού Χριστό κάνο­ντας μας ένα μαζί του, ζούμε μια αιώνια Πεντηκοστή ...; «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον ...;» ψάλλουμε μετά τη θεία Κοινωνία στη θ. Λειτουργία. Και η θ. Κοινωνία έγινε «εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν». 
Η προσευχή λοιπόν του Ιησού αποτελεί μια βιωματική αναθεώρηση και αναβίωση κάθε φορά του όλου μυστηρίου της σωτηρίας μας. Γι' αυτό και οι καρποί της είναι πολλαπλοί. Όταν η προσευχή αυτή ασκείται, όπως πρέπει, και γίνει ένα με τη ψυχή, τότε ανακαλύπτει ο προσευχόμενος
- «Τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον» (Α' Πέτ. γ'4). 
-Την «εν Πνεύματι και αληθεία» προσκύνηση και λατρεία του Θεού» (Ίω. δ' 23). 
-Την «εντός ημών βασιλείαν του Θεού» (Λουκά ιζ'21). 
-Τη συναντίληψη του Άγ. Πνεύματος,  «το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών το γαρ τι προσευξόμεθα ουκ οίδαμεν, αλλ' αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. η'26). 
-Την (παρα)μονήν του Ιησού στην καρδιά μας κατά τη διαβεβαίωση του «μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιω. ιε'4). 
-Την παράδοση της καρδιάς στο Θεό «υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν» (Παροιμ. κγ'26).
-Το «ενδύσασθαι τον Χριστόν» (Ρωμ. ιγ' 14). «Η προσευχή του Ιησού» ή η «καρδιακή προσευχή» βιωνόμενη οδηγεί τη ψυχή σε «κατάστασιν εξ Ιησού συνεστώσαν», όπως τονίζουν με έμφαση και από προσωπική πείρα οι Νηπτικοί Πατέρες.
«Από την αδιάκοπη μνήμη και επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δημιουργείται μία σταθερή κατάσταση στο νου μας, αν δεν παραμελούμε την ακατάπαυστη νοερή δέηση, τη συχνή νήψη και το έργο της προσοχής. Όμως ας έχουμε ως συνεχές έργο μας την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού κάνοντας την με καρδιά, που πυρωμένη κράζει, ώστε κυριολεκτικά να μεταλάβει το όνομα Ιησούς» (Ησυχίου προς Θεόδουλον). 
Και άλλου προσθέτει: «Είναι πραγματικά μακάριος όποιος έχει κολλήσει έτσι με τη διάνοιά του στην ευχή του Ιησού και του μι­λάει αδιάκοπα με δυνατή φωνή στη καρδιά του, όπως έχει ενωθεί ο αέρας με τα σώματά μας ή όπως είναι ενωμένη η φλόγα με το κερί. Ο υλικός ήλιος περνώντας πάνω από τη γη κάνει να γίνεται ημέρα. Το άγιο και σεβάσμιο όνομα του Κυρίου λάμποντας συνεχώς στη διάνοια γεννά αναρίθμητα σαν τον ήλιο φωτεινά νοήματα». 
«Όταν σκορπίσουν τα σύννεφα, φαίνεται καθαρή η ατμόσφαιρα. Και όταν σκορπίσει τις φαντασίες και τις παραστάσεις των παθών ο ήλιος της δικαιοσύνης Ιησούς Χριστός, είναι φυσικό να γεννιούνται πάντα στην καρδιά ολόφωτα και αστερόμορφα νοήματα, γιατί η ατμόσφαιρα της φωτίσθηκε διά μέσου του Ιησού». 
«Με αδιάκοπη ευχή καθαρίζει η ατμόσφαιρα της διάνοιας από σκοτεινά νέφη, από ανέμους των πονηρών πνευμάτων. Όταν δε καθαρίζει η ατμόσφαιρα της καρδιάς, είναι αδύνατο να μη λάμπει σ' αυτήν το θεϊκό φως του Ιησού». 
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η τρομακτική επίδραση, που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στο καθένα μας. Γνωστά τα μέσα αυτής της επιδράσεως. 
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία τους. Μας ενδιαφέρει το γεγονός, ότι αυτή η επίδραση εξασκείται και στο πιστό της εποχής μας με ιδιαίτερες επιπτώσεις στη πνευματικότητά του και στον όλο του βίο. Και δεν είναι περίεργο γι' αυτό το ότι διαπιστώνουμε μια έντονη πνευματική σύγχυση, μια ληθαργώδη κατάσταση, που προκαλεί σοβαρότατη ανησυχία σε όποιο πνευματικό άνθρωπο πονά από ό,τι διαπιστώνει. Δεν είναι όμως η εξωτερική επίδραση, που αναφέρουμε πιό πάνω, η μόνη αιτία της φθαρτικής αλλοιώσεως και του εκφυλισμού του εσωτερικού φρονήματος των πιστών μας σήμερα. Έχουμε και εσωτερικά αίτιά της. Και αυτά προ πάντων συντελούν σε μια αναβίωση του παλαιού μέσα μας ανθρώπου, ο οποίος ζητάει με βιαιότητα και πάθος ασυγκράτητο χαμένα «δικαιώματα». 
Πόσοι, αλήθεια, από μας δε θρηνούμε την εσωτερική έκπτωση, που διαπιστώνουμε στον εαυτό μας και δεν νοσταλγούμε ημέρες αρχαίες, γεμάτες ιερό ζήλο και άγιες αποφάσεις, που για την εκπλήρωσή τους θα δίναμε τότε χωρίς καθόλου να διστάσουμε και την ίδια τη ζωή μας με το χειρότερο ακόμη μαρτύριο! Και τώρα; Τώρα φυτοζωούμε, για να μην πω πως γίναμε -ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός, που τον εφαρμόζω πρώτα στον εαυτό μου- βοσκηματώδεις, χοιρώδεις, γεώδεις και ζωώδεις, «παρασυμβεβλημένοι τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ομοιωθέντες αυτοίς» ετσι ή αλλιώς! (πρβλ. Ψαλμ. 48, 13). 
Αυστηρή η διαπίστωση αυτή ή οι σκληροί αυτοί χαρακτηρισμοί; Ας μου συγχωρηθεί η τόλμη αυτή, που δεν είναι προσωπική, αλλά γενική για τους πιό πολλούς δυστυχώς από εμάς. Όποιος βρίσκει πως του ταιριάζει, αυτός ας βγάλει τις συνέπειες από τη διαπίστωση αυτή για τον εαυτό του. Γιατί κάποιες συνέπειες προκύπτουν από αυτή την αυτοαναγνώριση. Και μια συνέπεια, που θα μπορούσε να προκύψει είναι κι ετούτη: 
Πώς θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε διαπιστώνοντας αυτή τη φθορά στον μέσα μας ή και στον έξω μας άνθρωπο; 
Ποιά άλλη αντίδραση θα ήταν πιό ενδεδειγμένη από το τίναγμα από πάνω μας αυτού του πνευματικού λήθαργου, από τη βίαιη εξανάσταση εναντίον του και από την ενεργό προσπάθεια εγρηγόρσεως; Και η αντίδραση αυτή στην αγιογραφική και πατερική πνευματική γλώσσα λέγεται νήψη, η οποία κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο χαρακτηρίζεται ως «γρηγόρσεως επίτασις», δηλαδή πολύ έντονη και εντατική εγρήγορση και άγρυπνη προσοχή. 
Πολλές και έντονες παραγγελίες μας απευθύνει η Θεία Γραφή για το θέμα αυτό καθώς και η Εκκλησία μας, που τις μετουσιώνει σε θερμή ικεσία και προσευχή. Εδώ θα αρκεστούμε σε μια εύγλωττη διαπίστωση-προτροπή του αγίου αποστόλου Παύλου: 
«Εσείς, αδελφοί μου, λέει ο άγιος Απόστολος, δεν βρισκόσαστε στο σκοτάδι για να σας καταλάβει ξαφνικά η ημέρα της παρουσίας του Κυρίου. Όλοι σας είστε παιδιά του φωτός και της ημέρας. Δεν βρισκόμαστε και δεν ανήκουμε στη νύχτα ούτε στο σκοτάδι. Συνεπώς, ας μη κοιμόμαστε τον ύπνο της αμέλειας και ραθυμίας, όπως εκείνοι που, μακριά από το Χριστό, ζουν σ' αυτή τη κατάσταση. Αντίθετα, ας είμαστε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Αυτοί, που κοιμούνται, κοιμούνται τη νύχτα και όσοι μεθούν, τη νύχτα μεθούν. Εμείς όμως, που είμαστε παιδιά της ημέρας, ας είμαστε άγρυπνα προσεκτικοί». 
Τη ζωτικότατη σημασία της νήψεως τονίζει πολυτρόπως και η λειτουργική προσευχή. Αρκεί, για να το διαπιστώσει κανένας, να φυλλομετρήσει απλώς το λειτουργικό βιβλίο που λέγεται Παρακλητική. Ακριβώς δε μετά το καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων η Εκκλησία ανάμεσα στα άλλα βασικά και απαραίτητα πνευματικά στοιχεία, που ζητάει για τη ζωή των μετόχων του Ποτηρίου της Ζωής παρακαλεί να αποβεί γι' αυτούς η θεία Κοινωνία «εις νήψιν ψυχής». 
Επειδή το περί νήψεως θέμα είναι ένα από τα κεφαλαιοδέστερα της ορθόδοξης πνευματικότητος, είναι πολύ επίκαιρο πάντα και ιδιαίτερα για το καθένα από μας, που διαπιστώνουμε την έλλειψη του στην πνευματική μας ζωή, να βλέπαμε το θέμα αυτό με όση προσοχή χρειάζεται. Βέβαια δεν είναι δυνατή η, σε ανάλογη με τη σημασία του θέματος αυτού έκταση, παρουσίαση του στα περιορισμένα όρια του σύντομου αυτού κειμένου. Μερικές επόψεις του μόνο θα αναφερθούν εδώ και επομένως όχι ολοκληρωμένα. Ελπίζουμε όμως να το παρουσιάσουμε εν καιρώ, αν ο Κύριος ευδοκήσει, με μια πολύ ευρύτερη και λεπτομερέστερη ανάλυσή του, που σχεδιάζουμε. 
Για τη θεώρηση του θέματος αυτού νομίσαμε πως καταλληλότατος χειραγωγός μας για τη κατανόησή του είναι μια οσιακή πατερική μορφή, ο Όσιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος ο Ιεροσολυμίτης, που στη γνωστή μας Φιλοκαλία, περιλαμβάνεται μια δική του θαυμάσια διαπραγμάτευση του θέματος αυτού. Αυτής της διαπραγματεύσεως απόψεις θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε στη συνέχεια. 
1. Τί είναι η νήψη;
Πρέπει να τονίσουμε ευθύς εξ αρχής πως δεν είναι εύκολος ο ορισμός της λεκτικά, αφοί είναι κυρίως ζωή. Και η ζωή, το ξέρουμε, δεν ορίζεται με λόγο ούτε στο σύνολο της ούτε στα επί μέρους της. Αυτό φυσικά το γνωρίζει ο Όσιος Ησύχιος, γι' αυτό και προσπαθεί να μας παρουσιάσει τη νήψη από διάφορες πλευρές της, ώστε κάπως να τη κατανοήσουμε. Όμως, ας το ξέρουμε, δεν πρόκειται ποτέ να κατανοήσουμε σωστά και σε έκταση και σε βάθος, «το γε εφ' ημίν», όσο δηλαδή μπορούμε, αν η νήψη, όπως βέβαια και κάθε άλλο πνευματικό θέμα, δεν αποτελέσει αντικείμενο ζωτικού και πρακτικού πνευματικού ενδιαφέροντος μας, δηλαδή, αν δεν επιδιώξουμε να τη γευτούμε και εμπειρικά, στην πράξη με άλλα λόγια. Αυτό είναι κανόνας απαράβατος για όλα τα θέματα της πνευματικότητος εν Χριστώ. 
Να, λοιπόν, τι μας λέει ο όσιος Ησύχιος για τη νήψη: «Η Νήψη είναι μέθοδος πνευματική». Αυτή είναι ή γενικότατη θεώρησή της. Καθορίζοντας περισσότερο συγκεκριμένα το περιεχόμενο της λέει: «Η νήψη είναι κυρίως η καθαρότητα της καρδιάς, που εξαιτίας του μεγαλείου της και της πνευματικής ομορφιάς της ή, για να μιλήσω κυριολεκτικά, λόγω της αμέλειάς μας σήμερα είναι σπάνια». Φαντασθείτε, τί θα έλεγε σήμερα για μας ο Όσιος! 
Και συνεχίζει: «Η νήψη είναι δρόμος για την απόκτηση κάθε αρετής και εντολής του Θεού. Η νήψη λέγεται και καρδιακή ησυχία». Καθορίζοντας το νόημα της καρδιακής ησυχίας ο Όσιος συνεχίζει: «Η καρδιακή ησυχία λέγεται και προσοχή. Και αρνητικά μεν σημαίνει διαρκή και αδιάκοπη ηρεμία και έλλειψη ενοχλήσεως της καρδίας από λογισμούς κάθε είδους. Θετικά δε είναι μόνιμη κατάσταση της ψυχής, που τη χαρακτηρίζει η ένωση με τον Ιησού. Στη κατάσταση αυτή η ψυχή πάντα και χωρίς καμιά διακοπή μόνον Αυτόν αναπνέει, Αυτόν επικαλείται, Αυτόν περιπτύσσεται πνευματικά συνεχώς με μυστική στα βάθη της καρδιάς επίκληση του Ονόματός του, γιατί Αυτός γνωρίζει τις καρδιές ως τα κατάβαθα τους». 
Αλλά και αυτά τα στοιχεία είναι λίγα. Γι' αυτό και συνεχίζει ο Όσιος: «Νήψη είναι επίσης μόνιμη και σταθερή κατάσταση του λογισμού και στάση του στη πύλη της καρδίας, ένα είδος δηλαδή φρουράς σ' αυτήν, για να γίνεται έλεγχος των λογισμών εκείνων, που έρχονται με σκοπό να κλέψουν ό,τι πολύτιμο μέσα της και για να εξακριβώνει με ποιό τρόπο χαράζουν οι πνευματικοί εχθροί παραστάσεις στη φαντασία μας». Το ίδιο διατυπώνει με μια λιτή φράση: «Νήψη είναι η τέλεια φύλαξη του νου». Η πρόσκληση σε νήψη δεν είναι αυθαίρετη, όπως αναφέραμε ήδη. Αποτελεί ρητή αγιογραφική εντολή. Ο Όσιος μας τη στηρίζει σε ειδική εντολή της Παλαιάς Διαθήκης: «Πρόσεχε σεαυτώ, μήποτε γένηται ρήμα κρυπτόν εν τη καρδία σου ανόμημα» (Δευτ. ιε' 9). 
«Επειδή η λέξη ρήμα σημαίνει εδώ επίμονη παράσταση στο νου κάποιου κακού πράγματος, το όποιο αποστρέφεται και δεν θέλει με κανένα τρόπο ο Θεός και το οποίο προσβάλλει τη καρδιά υπό μορφή κακών λογισμών και τήν οδηγεί σε μολυσμένο πνευματικά διάλογο, η εντολή σημαίνει: Πρόσεχε μέσα σου, μήπως κάποια επίμονη παράσταση μέσα σου κακού πράγματος μεταβληθεί σε αμαρτία». Η νήψη σύμφωνα με αυτά έχει δυό γενικά χαρακτηριστικά στοιχεία, ένα στατικό και ένα κινητικό - δυναμικό σε μια αέναη εναλλαγή τους. 
2. Επί μέρους χαρακτηριστικά της νήψεως, που εξαίρουν τη σημασία και σπουδαιότητά της 
Η νήψη κατά τον Όσιο μας είναι άμεμπτος (αψεγάδιαστη), καθαρά, περιεκτική (τέτοια που περιλαμβάνει μέσα της και άλλες αρετές), υψοποιός (ικανή να ανεβάζει στα ύψη αυτόν που την ασκεί), αγαθή, τερπνή (ευχάριστη),νοητή ηδύτης (πνευματική ευχαρίστηση),καρδιακή γλυκεία ησυχία (γλυκεία ησυχία της καρδιάς),ωραία και πάγκαλος αρετή (πανέμορφη αρετή) θαυμαστή εργασία (αξιοθαύμαστη πνευματική εργασία), αγλαοφανής (λαμπρή), φωτοτόκος (φωτογεννήτρα), αστραπητόκος (αστραπογεννήτρα), φωτοβόλος (τέτοια, που σκορπάει γύρω της φως), πυρφόρος (όλη φωτιά και θέρμη πνευματική), αφάνταστος (ελεύθερη από παραστάσεις και εικόνες της φαντασίας κακές), μακαρία της ψυχής κατάστασις, και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, για να μιλήσουμε σύμφωνα με τη πραγματικότητα γι' αυτήν, την κάνουν να ξεπερνά αναρίθμητες αρετές, που έχουν σωματικό χαρακτήρα, αλλά και πολλές άλλες πειραματικότερου χαρακτήρα αρετές. 
3. Η αναγκαιότητα της νήψεως 
Πολλές φορές, και με ιδιαίτερη έμφαση κάθε φορά, τονίζει ο άγιος Πατήρ, την αναγκαιότητα της νήψεως για μια σωστή και αληθινή πνευματικότητα. Τονίζει γι' αυτό, ότι: 
α. Η νήψη είναι τόσο αναγκαία για την πνευματική μας ζωή, όσο αναγκαία είναι για τη σωματική μας ζωή η τροφή και το νερό. 
«Όπως είναι αδύνατο να ζει κανένας στο κόσμο αυτό χωρίς να φάει και να πιει, έτσι είναι αδύνατο να ζήσει κανένας πνευματικά χωρίς τη φύλαξη του νου και τη καθαρότητα της καρδιάς, με άλλα λόγια χωρίς τη νήψη. Χωρίς αυτή την αρετή δεν μπορεί να πραγματοποιήσει η ψυχή ό,τι πνευματικό και αρεστό στο Θεό ή να ελευθερωθεί από την αμαρτία, που γίνεται με τη σκέψη στο νου, έστω κι αν ασκεί κανένας βία πάνω στον εαυτό του, για να μην αμαρτήσει, από φόβο να μην πάει στη κόλαση». 
β. Η νήψη αποτελεί εσωτερική αφετηρία για την ολοτελή και πλήρη εφαρμογή του θείου θελήματος. «Εβουλήθην το θέλημα σου και τον νόμον σου ποιήσαι εν μέσω της κοιλίας μου», λέει ο προφητάναξ Δαβίδ. (Ψαλμ. 39, 2). 
Και επεξηγεί ο άγιος: « Εάν ο άνθρωπος δεν τηρήσει το θέλημα του Θεού και τον Νόμο του μέσα στην καρδιά του, ούτε πρακτικά μπορεί να τον εφαρμόσει» και· «Δεν βγαίνει το υποζύγιο από τον κύκλο του δεμένο στη μυλόπετρα για άλεσμα. Το ίδιο και ο νους. Δεν προχωρεί σε αρετή, που τελειοποιεί, αν δεν διόρθωσει το εσωτερικό του. Και αυτό, γιατί έχει πάντα τυφλά τα εσωτερικά του μάτια. Γι' αυτό και δεν μπορεί να βλέπει την αρετή και τον Ιησού, που αστράφτει από φως». 
4. Απόκτηση νήψεως 
Η νήψη, όπως και κάθε άλλη αρετή, δεν είναι ούτε πρέπει να αποτελεί αντικείμενο θεωρητικής απασχολήσεως μας. Είναι, παρά το απροσδιόριστο πνευματικό της βάθος, πρακτική αρετή με κατεύθυνση και προς τα μέσα και προς τα έξω. Είναι ανάγκη γι' αυτό να ιδούμε πως θα μπορούσε να γίνει και δικό μας χαρακτηριστικό. Βέβαια δεν πρέπει να αγνοήσουμε την ιδιοτυπία της μοναχικής ζωής, που προσφέρεται για ένα τέτοιον αγώνα. Όμως η νήψη, όπως και κάθε άλλο αντίστοιχο πνευματικό επίτευγμα, δεν αποτελεί και δεν πρέπει να αποτελεί κατόρθωμα μόνο των μοναχών, γιατί ένα είναι το θέλημα του Θεού για όλους μας και μια η πνευματική καρποφορία, που ζητιέται από όλους μας. Ας ιδούμε ποιούς τρόπους, άμεσους και έμμεσους, για την απόκτηση της νήψεως μας συνιστά ο όσιος Ησύχιος. 
α. «Πρέπει να γίνεται συχνός έλεγχος και παρακολούθηση της φαντασίας. Και αυτό σημαίνει παρακολούθηση της προσβολής, δηλαδή της εμφανίσεως μιας εικόνας στη φαντασία, γιατί ο σατανάς δεν μπορεί να δημιουργήσει λογισμούς χωρίς τη χρησιμοποίηση της φαντασίας. Με το τρόπο αυτό δείχνει στο νου τέτοιες εικόνες για να εξαπατήσει το νου. Με τον πυκνό όμως έλεγχο βλέπει ο πνευματικός αγωνιστής με διεισδυτικό και έντονο βλέμμα, ώστε να κατανοεί την ποιότητα αυτών, που μπαίνουν στο νου του. Προσπάθησε να ασκείς συνεχώς την αρετή της προσοχής όσο γίνεται πιο πολύ. Αυτή η προσπάθεια είναι αυτό, που λέμε φύλαξη του νου, δηλαδή τήρηση και τελειοποίηση του νου, και επομένως και της γλυκείας ησυχίας και ηρεμίας της καρδιάς». 
β. «Σιωπή των σωματικών και πνευματικών χειλέων. Και αυτό σημαίνει να έχει κανένας συνεχώς πολύ σιωπηλή την καρδιά, ήρεμη και ελεύθερη από κάθε λογισμό». 
γ. «Να έχει εσωτερικά αδιάλειπτη μνήμη θανάτου». Η μνήμη του θανάτου βοηθάει όχι μόνο στη συναίσθηση της ευτέλειας και παροδικότητάς μας, άλλα και στον αγώνα κατά του εχθρού, γιατί ενισχύει το ταπεινό φρόνημα. «Καλός και χρήσιμος παιδαγωγός και του σώματος και της ψυχής είναι η συνεχής και διαρκής στο νου μνήμη του θανάτου, Με τη μνήμη του θανάτου πετυχαίνει κανένας να βάζει στην άκρη τις φροντίδες και όλες τις ματαιότητες, οπότε γεννιέται μέσα μας η φύλαξη του νου. Η μνήμη του θανάτου περιλαμβάνει μέσα της πολλές αρετές, είναι βρύση συνεχούς ετοιμότητας του πνεύματος στον αγώνα μαζί με διάκριση και νήψη».
δ. «Στο νου μας πραγματοποιείται μια θεϊκή κατάσταση από τη συνεχή μνήμη και επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ας έχουμε λοιπόν το έργο αυτό της επικλήσεως κράζοντας με πυρωμένη και ολόθερμη την καρδιά, ώστε να «μεταλαβαίνουμε» κυριολεκτικά το άγιο όνομα του Ιησού». 
Όλα αυτά πρέπει να χαρακτηρίζουν μεταξύ των άλλων και τα εξής γνωρίσματα: 
1. Η προθυμία, η θερμή προθυμία, η πρόθυμος όδευσις.
2. Η επιστημοσύνη. 
3. Η φρόνηση. 
4. Η πάση δυνάμει προσπάθεια. 
5. Η πολλή ένταση. 
6. Η αποφασιστικότητα. « Μόλις καταλάβεις πως μπήκαν στη σκέψη σου κακοί λογισμοί, χωρίς να χάσεις καιρό, αμέσως να προβάλεις τις αντιρρήσεις σου και την αντίθεσή σου σ' αυτούς, να τσακίσεις το κεφάλι του φιδιού». 
7. Το ανύστακτο. «Δεν είναι δυνατόν, αδελφοί, να το ρίχνει στον ύπνο, όποιος θέλει να μένει για πάντα απλήγωτος». 
8. Η ταπείνωση. «Ας φροντίζουμε να βλέπουμε τις αμαρτίες μας και την προηγούμενη ζωή μας, ώστε να νιώθουμε συντριβή καθώς θα θυμόμαστε τις αμαρτίες μας. Και ταπεινωνόμενοι με το τρόπο αυτό θα έχουμε τη βοήθεια του Ιησού Χριστού σε πόλεμο, που είναι αόρατος. 
9. Η συνέχεια. Η νήψη πρέπει να είναι «χρονίζουσα», διαρκής και ακατάπαυστη, χωρίς διακοπές. «Πρέπει να μένουμε διαρκώς με οπλισμένο το νου, γιατί ο εχθρός μας στέκει πάντα έτοιμος για πόλεμο με την παράταξή του. Η συνέχεια δε στη προσοχή και νήψη καταλήγει σε μόνιμη συνήθεια. Έτσι αποκτιέται μια φυσική πυκνότητα νήψεως, γιατί η νήψη είναι αποκρυστάλλωση του λογισμού και στάση του φρουρητική στη πύλη της καρδιάς». 
10. Η με επιμέλεια επιδίωξη της νήψεως με τη καλλιέργεια στη ψυχή του θεϊκού έρωτα. «Τότε δεν θα βαδίζουμε πρόθυμα για κάτι άλλο με την καρδιακή ησυχία, παρά από τη γλυκεία ευχαρίστηση και τέρψη της ψυχής και από την απέραντη αγάπη της και για τον εγκάρδιο θείο έρωτά της προς το πρόσωπό Του». 
5. Καρποί της νήψεως 
Η αξία και η σπουδαιότητα της νήψεως φαίνεται προ πάντων από τους καρπούς και τα επιτεύγματα, που πραγματοποιούνται με την πιστή βίωση της σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της εργασίας για την απόκτησή της, που αναφέρθηκαν πιό πάνω. 
Πιό συγκεκριμένα ανάμεσα στους άλλους καρπούς της νήψεως θα μπορούσαν να αναφερθούν κάποιοι από αυτούς. 
1. Η νήψη γίνεται οδηγός ορθού και θεάρεστου βίου. 
«Η νήψη βοηθάει στην εφαρμογή κάθε εντολής του Θεού, που υπάρχει στη Παλαιά και στη Καινή Διαθήκη. Αυτή παρέχει στον άνθρωπο, που θα την αποκτήσει, και κάθε αγαθό της μέλλουσας ζωής. Η νήψη θα σε διδάξει με τη βοήθεια του Θεού αυτά, που δεν ήξερες, και θα σε βοηθήσει να μάθεις, θα σε φωτίσει και θα σε κάνει ικανό να αποκτήσεις πνεύμα μαθητείας για να βάλεις στο νου σου αυτά, που προηγουμένως αδυνατούσες να ξέρεις, επειδή ζούσες και πορευόσουν στο σκοτάδι των παθών και των σκοτεινών έργων, καθώς σε σκέπαζε η άβυσσος της λήθης και της συγχύσεως». «Η νήψη απαλλάσσει με τη βοήθεια του Θεού τελείως από νοήματα των διαφόρων παθών και από πονηρά έργα, γιατί αποτρέπει και απομακρύνει από μας κάθε κακό, π.χ. την πολυλογία, την υβριστική συμπεριφορά και κακολογία, την κατάκριση καθώς και όλο το πλήθος των αισθητών κακών, γιατί ο νους δεν ανέχεται ούτε για λίγο να στερηθεί εξαιτίας τους τη γλυκύτητα, που νιώθει. Προ πάντων όμως, γιατί όποιος φροντίζει με επιμέλεια να τηρεί την καθαρότητα της καρδιάς, θα έχει δάσκαλο του τον νομοθέτη της Χριστό, ο οποίος του μιλεί και του λέει μυστικά το θέλημα του Θεού». 
2. Η νήψη ισορροπεί τη ψυχή 
«Η νήψη μας διδάσκει να κινούμε ισόρροπα τα τρία μέρη της ψυχής και επίσης να κινούμε σωστά και με κάθε ασφάλεια και τις τέσσερες γενικές αρετές, δηλαδή τη φρόνηση, που αναφέρεται στο θυμικό της ψυχής, τη σοφία, που αναφέρεται στο νοητικό ή νοητικό της ψυχής, τη δικαιοσύνη, που αναφέρεται στο επιθυμητικό της ψυχής και την ανδρεία, που αναφέρεται στις σωματικές αισθήσεις. Τις αρετές αυτές τις αυξάνει κάθε μέρα, εφόσον την έχουμε κάνει κτήμα μας». 
Ειδικότερα βοηθά η νήψη:
α. Το θυμικό της ψυχής, «για τη διεξαγωγή μέσω αυτού της εσωτερικής μάχης και για αυτοέλεγχο και αυτομεμψία». 
β. Το λογιστικό της ψυχής «για να αποκτήσει το λογικό μέρος της ψυχής τη νήψη και την πνευματική Θεωρία». 
γ. Το επιθυμητικό, να κατευθύνει τη βούληση προς την αρετή και το Θεό. 
δ. Τις πέντε αισθήσεις. «Η νήψη βοηθάει τις αισθήσεις να κυβερνούνται, για να μη μολύνεται δια μέσου τους ο εσωτερικός άνθρωπος, δηλαδή η καρδιά, και ο εξωτερικός άνθρωπος, δηλαδή το σώμα».
«Ο νους, που δεν αμελεί την κρυφή εσωτερική εργασία και τα υπόλοιπα πνευματικά αγαθά, τα οποία θα επιτύχει με την αδιάκοπη εργασία της προσοχής, θα πετύχει να έχει και τις πέντε αισθήσεις σε κατάσταση τέτοια, που να μην ενεργούν τα εξωτερικά κακά. Έχοντας δηλαδή στραμμένη τη προσοχή του στην αρετή και θέλοντας να εντρυφά και να απολαμβάνει τα καλά νοήματα, δεν ανέχεται να ξεκλέβεται και να παρασύρεται από τους υλικούς και μάταιους λογισμούς δια των αισθήσεων. Αντίθετα, ξέροντας πόσο απατηλοί είναι, τις συγκρατεί συνήθως μέσα του». 
Γενικότερα πλεονεκτήματα από τη νήψη. 
1. «Οι διάφορες θάλασσες έχουν πολύ νερό. Και η έκταση και το δυνάμωμα της νήψεως και της καταστάσεως του ανθρώπου, που τη βιώνει, και η βαθειά ησυχία, είναι άβυσσος πνευματικών θεωριών εξαίρετων και ανείπωτων, ταπεινώσεως με πλήρη αυτεπίγνωση ευθύτητας και αγάπης». 
2. «Η νήψη απλώνει τα κλήματα της μέχρι την άβυσσο των ιερών θεωριών και μέχρι τους ποταμούς τερπνών και θείων μυστηρίων τις παραφυάδες της και ποτίζει δροσίζοντας τον νου, πού επί πολύ χρόνο έχει υποστεί την αρνητική επίδραση πνευματικού καύσωνα». 
3. «Όποιος ζει συνεχώς την εσωτερική ζωή και ασχολείται με τα θέματα του εσωτερικού του, ζει με σωφροσύνη, και όχι μόνο, αλλά βιώνει και πνευματικές θεωρίες και ασχολείται με τα θεία, προσεύχεται και νιώθει ευχαρίστηση θεϊκή και πνευματικά και σωματικά. Ακόμη τον γλυκαίνει με το βαθύ αίσθημα κάποιας γλυκύτητας και μακάριας αγαλλιάσεως. Ο άνθρωπος φωτίζεται για να κατανοεί βαθιά πνευματικά μυστήρια από τον ίδιο το Χριστό, στον οποίο είναι κρυμμένοι οι θησαυροί της σοφίας. Και αυτό, γιατί θα νιώσει από την ενέργεια αυτή του Ιησού, ότι το Άγιο Πνεύμα ήρθε στη ψυχή του. Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει το νου του ανθρώπου φανερά. Και τον πλουτίζει με θεία γνώση και τον φωτίζει το μακάριο φως της Θεότητος, όταν απαλλαγεί από όλα και ελεύθερος από αυτά μένει ασχημάτιστος και ανεικόνιστος. Και πορεύεται από τη μια βαθμίδα πρακτικής φιλοσοφίας - καθόσον αρνείται τον εαυτό του, σε ανώτερη βαθμίδα, και τον ικανώνει να βιώνει άρρητες πνευματικές αρετές. Ο νους αυτός δεχόμενος μέσα του βάθος πνευματικών εννοιών του απείρου, θα έχει την ευλογία να του φανερωθεί ο Ύψιστος Θεός στο βαθμό, που ο ίδιος αντέχει. Κατάπληκτος ο νους από τέτοιες ευλογίες δοξάζει αγαπητικιά το Θεό, ο οποίος βλέπεται και βλέπει και προσφέρει τη σωτηρία σ' αυτόν που τον βλέπει με αυτό το τρόπο. 
Αυτοί, που πετυχαίνουν τη βίωση της νήψεως, αφού αποκτήσουν το δώρο των θείων θεωριών, πλέουν στο καθαρότατο αυτό φώς, το αγγίζουν άρρητα και απερίγραπτα και μαζί με το φώς αυτό ζουν σε κατάσταση μόνιμη, με αυτό ζουν και πολιτεύονται. Γιατί προκόβοντας σε νήψη θα βρουν σ' αυτή την ίδια την επουράνια Ιερουσαλήμ και θα δουν νοερά και καθαρά το Βασιλέα των πνευματικών δυνάμεων του αληθινού Ισραήλ, με άλλα λόγια το Χριστό, μαζί με τον ομοούσιο Γεννήτορα του, τον Ουράνιο Πατέρα, και το προσκυνητό Πανάγιο Πνεύμα». 
************************************

Δεκαπέντε κεφάλαια περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής in Δ' Τόμος Φιλοκαλίας



Δεκαπέντε κεφάλαια περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής

Δύο τρόποι ενώσεως υπάρχουν, ή μάλλον δύο είσοδοι από τη μία και από την άλλη πλευρά της νοεράς προσευχής, η οποία ενεργείται μέσα στην καρδιά από το πνεύμα.

Με αυτούς τους τρόπους, ή ο νους βρίσκεται στην καρδιά πριν από την προσευχή με το να προσκολλάται στον Κύριο(Α΄ Κορ. 6, 17), κατά τη Γραφή, ή η ενέργεια της προσευχής, καθώς κινείται προοδευτικά μέσα σε μιά φωτιά ευφροσύνης, έλκει το νου και τον δεσμεύει στην επίκληση του Κυρίου Ιησού και στην ένωση με Αυτόν.

Γιατί αν και το πνεύμα ενεργεί στον καθένα όπως αυτό θέλει(Α΄ Κορ. 12, 11), καθώς λέει ο Απόστολος, εντούτοις μερικές φορές η μία κατάσταση προηγείται σε κάποιους από την άλλη, με τους τρόπους που αναφέραμε παραπάνω.

Και άλλοτε μεν η ενέργεια γίνεται μέσα στην καρδιά, καθώς δηλαδή λιγοστεύουν τα πάθη με τη συνεχή επίκληση του Ιησού Χριστού κι έχει αναφανεί η θεϊκή θέρμη —γιατί ο Θεός μας, λέει η Γραφή(Δευτ. 4, 24? Εβρ. 12, 29), είναι φωτιά που κατακαίει τα πάθη. Άλλοτε δε, το πνεύμα έλκει το νου προς εαυτό και τον περιορίζει στο βάθος της καρδιάς και τον εμποδίζει από τη συνηθισμένη του περιφορά. Και τότε δεν οδηγείται πλέον αιχμάλωτος των Ασσυρίων μακριά από την Ιερουσαλήμ, αλλά επιστρέφει αξιέπαινα από τη Βαβυλώνα στη Σιών, ώστε να λέει κι αυτός μαζί με τον Προφήτη: «Σου πρέπει ύμνος, Θεέ μου, στη Σιών, και θα σου αποδώσομε το τάξιμό μας στην Ιερουσαλήμ»(Ψαλμ. 64, 2) και: «Όταν ο Κύριος επιστρέψει τους αιχμαλώτους στη Σιών, θα αναγαλλιάσει ο Ιακώβ και θα ευφρανθεί ο Ισραήλ»(Ψαλμ. 125, 1 και 25, 2).

Με τα ονόματα αυτά εννοείται ο πρακτικός και θεωρητικός νους, ο οποίος με τη βοήθεια του Θεού νικά τα πάθη μέσω της πρακτικής και βλέπει το Θεό με τη θεωρία, όσο του είναι δυνατό. Τότε ο νους, σαν να έχει κληθεί σε πλούσιο τραπέζι, ευφραίνεται με τη θεϊκή απόλαυση και ψάλλει: «Έστρωσες μπροστά μου τραπέζι κατά πρόσωπο εκείνων που με θλίβουν»(Ψαλμ. 22, 5), δηλαδή των δαιμόνων και των παθών.

Πώς πρέπει να ενεργούμε την προσευχή

2. «Σπείρε, λέει ο Σολομών, το πρωί το σπόρο σου —της προσευχής, εννοείται—, και το βράδυ ας μην παύει το χέρι σου»(Εκκλ. 11, 6), για να μην υπάρξει διακοπή στη συνέχεια της προσευχής και χάσεις ίσως την ώρα που θα εισακουστείς. «Γιατί δεν γνωρίζεις —συνεχίζει ο Σολομών— ποιο θα ευδοκιμήσει, αυτό ή εκείνο».

Και αφού καθίσεις από το πρωί σε σκαμνί μιάς πιθαμής, περιόρισε το νου με το λογικό μέσα στην καρδιά και κράτα τον εκεί, κοπιάζοντας σκυμμένος, και πονώντας πολύ στο στήθος, στους ώμους και τον τράχηλο, κράζε με επιμονή νοερά ή ψυχικά το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Κατόπιν, επειδή αυτό είναι στενόχωρο και επίπονο κι ίσως και βαρετό λόγω της επαναλήψεως —αυτό βέβαια δεν προέρχεται από το ότι η ίδια τροφή των τριών ονομάτων "Κύριε Ιησού Χριστέ" τρώγεται συνεχώς, γιατί λέει η Γραφή: «Όσοι με τρώνε, θα πεινάσουν περισσότερο»(Σ. Σειρ. 24, 21)— στρέψε το νου σου στο άλλο μισό και λέγε: "Υιέ του Θεού ελέησόν με". Και λέγοντας το μισό με πολλούς τρόπους, δεν πρέπει να το αλλάζεις συνεχώς από οκνηρία.

Γιατί δε ριζοβολούν τα φυτά όταν συνεχώς μεταφυτεύονται. Να κρατάς και την ανάσα της αναπνοής για να μην αναπνέεις ανεμπόδιστα, γιατί η αύρα των αναπνοών, ανεβαίνοντας από την καρδιά, σκοτίζει το νου και ανεμίζει τη διάνοια απομακρύνοντας το νου από την καρδιά. Και ή τον παραδίνει αιχμάλωτο στη λησμοσύνη, ή τον κάνει να μελετά άλλ' αντ' άλλων και να βρίσκεται χωρίς να το αισθάνεται σ' εκείνα που δεν πρέπει.

Αν τώρα δεις τις ακαθαρσίες των πονηρών πνευμάτων, δηλαδή των λογισμών, να παρουσιάζονται ή να αλλάζουν μορφές μέσα στο νου σου, μην εκπλαγείς? κι αν σου εμφανίζονται νοήματα αγαθών πραγμάτων, μην τα προσέξεις. Αλλά κρατώντας την εκπνοή σου, όσο μπορείς, και κλείνοντας το νου μέσα στην καρδιά και ενεργώντας την επίκληση του Κυρίου Ιησού συνέχεια και με επιμονή, αυτά τα κατακαίς γρήγορα και τα περιορίζεις με το να τους μαστιγώνεις αοράτως με το θεϊκό όνομα. Γιατί λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Με του Ιησού το όνομα μαστίγωνε τους εχθρούς? δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο στον ουρανό και στη γη».

Περί της αναπνοής

3. Ότι πρέπει να κρατάς την εκπνοή, μάρτυρας είναι ο Ησαΐας ο αναχωρητής που μιλάει γι' αυτό, και άλλοι πολλοί. Ένας λέει: «Κράτα το νου που είναι ακράτητος», που τον σπρώχνει δηλαδή και τον διασκορπίζει η σατανική δύναμη, η οποία για την αμέλειά μας μετά το βάπτισμα ξαναγύρισε μαζί με άλλα πιο πονηρά πνεύματα στη ράθυμη ψυχή, όπως λέει ο Κύριος(Ματθ. 12, 45), κι έκανε την τελευταία κατάστασή της χειρότερη από την πρώτη.

Ένας άλλος λέει ότι ο Μοναχός οφείλει να έχει τη μνήμη του Θεού στη θέση της αναπνοής. Άλλος πάλι ότι η αγάπη του Θεού πρέπει να κρατά την εκπνοή.

Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει: «Περιόρισε και την αναπνοή, για να μην αναπνέεις ανεμπόδιστα».

Ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Να ενωθεί με την αναπνοή σου η μνήμη του Ιησού, και τότε θα γνωρίσεις την ωφέλεια της ησυχίας».

Και ο Απόστολος είπε ότι δε ζούσε πλέον αυτός, αλλά ζούσε ο Χριστός μέσα σ' αυτόν(Γαλ. 2, 20), ο Οποίος ενεργούσε και τον ενέπνεε στη θεία ζωή.

Και ο Κύριος είπε ότι «το πνεύμα πνέει όπου θέλει»(Ιω. 3, 8), παίρνοντας το παράδειγμά Του από την πνοή του αισθητού ανέμου. Με το βάπτισμα λοιπόν καθαρθήκαμε και δεχθήκαμε τον αρραβώνα του Πνεύματος και τον "έμφυτο λόγο" που λέει ο αδελφόθεος Ιάκωβος(Ιακ. 1, 21), σαν σπόρο που φυτεύτηκε μέσα μας και συνενώθηκε θα λέγαμε, σε μιά μέθεξη αμέθεκτη, και ο οποίος μας θεώνει χωρίς ο ίδιος να μειώνεται, και μας ενώνει με τον υπερπλήρη Θεό, από αγαθότητα.

Επειδή όμως αμελήσαμε τις εντολές, οι οποίες συντελούν στη φύλαξη της χάρης, πέσαμε πάλι απ' αυτή την αμέλειά μας στα πάθη. Και αντί για την αναπνοή του Αγίου Πνεύματος γεμίσαμε από πνοές πονηρών πνευμάτων, και είναι φανερό ότι το χασμουρητό και το τάνυσμα απ' αυτό γίνονται, όπως λένε οι Πατέρες. Γιατί εκείνος που απέκτησε το πνεύμα κι έχει καθαρθεί απ' Αυτό, από Αυτό θερμαίνεται και εμπνέεται τη θεία ζωή και μιλά και νοεί και κινείται, κατά το λόγο του Κυρίου ότι «δεν είστε σεις που μιλάτε, αλλά το πνεύμα του Πατέρα μου είναι που μιλά μέσα σας»(Ματθ. 10, 20). Όπως επίσης κι εκείνος που έχει το αντίθετο πνεύμα κι έχει κυριευθεί απ' αυτό, λέει και πράττει τα αντίθετα.

Πώς πρέπει να ψάλλομε

4. «Όταν αποκάμει κανείς, λέει ο Άγιος της Κλίμακος, να σηκωθεί και να προσευχηθεί? κι αφού καθίσει πάλι, να εξακολουθήσει με ανδρεία την προηγούμενη πνευματική του εργασία». Γιατί αν και αυτό το είπε για το νου, ότι δηλαδή όταν φτάσει στη φύλαξη της καρδιάς, οφείλει να κάνει αυτά τα πράγματα, όμως δεν είναι ανάρμοστο να πούμε και για την ψαλμωδία το ίδιο.

Λέγεται ότι ερώτησαν για την ψαλμωδία τον Μέγα Βαρσανούφιο, πώς πρέπει να ψάλλομε, και αποκρίθηκε ο γέροντας: «Οι Ώρες και οι Ωδές είναι εκκλησιαστικές παραδόσεις και ορθά δόθηκαν, για να υπάρχει ομοιομορφία. Οι σκητιώτες όμως ούτε τις Ώρες ψάλλουν, ούτε Ωδές έχουν? έχουν μόνο εργόχειρο και κατά μόνας μελέτη και λίγη προσευχή. Όταν λοιπόν στέκεσαι στην προσευχή, οφείλεις να λες το Τρισάγιο και το Πάτερ ημών και να παρακαλείς το Θεό να ελευθερωθείς από τον παλαιό άνθρωπο· και να μην αργοπορείς σ' αυτήν, γιατί όλη την ημέρα ο νους σου είναι στην προσευχή».

Αυτό που θέλει να πει ο γέροντας είναι ότι, η "κατά μόνας μελέτη" είναι η καρδιακή προσευχή, και η "λίγη προσευχή" είναι να σταθεί κανείς σε ψαλμωδία. Λέει δε καθαρά ο μέγας Ιωάννης της Κλίμακος: «Έργο της ησυχίας είναι η αμεριμνία για τα πάντα, η άοκνη προσευχή —αυτή είναι η στάση σε ψαλμωδία— και τρίτον, η αδιάσπαστη εργασία της καρδιάς». Αυτή είναι η καθέδρα της προσευχής και συνεπώς και της ησυχίας.

Περί της διαφοράς των ψαλλόντων

5. Που οφείλεται η διαφορά, ότι άλλοι διδάσκουν πολλή ψαλμωδία, άλλοι λίγη κι άλλοι διόλου, αλλά μόνο την προσευχή και το σωματικό κόπο, ή από κάποιο εργόχειρο ή μετάνοιες ή άλλη κοπιαστική εργασία; Η λύση αυτών των αποριών είναι η εξής: Όσοι βρήκαν τη χάρη από την πρακτική άσκηση ύστερα από πολλούς κόπους και πολύ χρόνο, αυτό έμαθαν κι έτσι διδάσκουν τους άλλους. Δυσπιστούν όμως και δεν παραδέχονται εκείνους που με βαθιά γνώση, με το έλεος του Θεού και σε λίγο χρονικό διάστημα για τη θερμή τους πίστη, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, έφτασαν στη θεία χάρη. Για τούτο και κατηγορούν αυτούς τους ανθρώπους παρασυρμένοι ασυναίσθητα από άγνοια και οίηση, και διαβεβαιώνουν ότι αν γίνεται αλλιώς, πρόκειται για πλάνη και όχι για ενέργεια της χάρης. Και δε γνωρίζουν ότι είναι εύκολο στον Κύριο, κατά τη Γραφή, να πλουτίσει ξαφνικά το φτωχό(Σ. Σειρ. 11, 21), και ότι η Παροιμία(Παροιμ. 1, 7) που λέει: «Αρχή σοφίας, ν' αποκτήσεις τη σοφία», εννοεί τη χάρη. Και ο Απόστολος σκώπτει τους τότε μαθητές που αγνοούσαν τη χάρη, λέγοντας: «Δεν γνωρίζετε ότι ο Χριστός κατοικεί μέσα μας; Εκτός αν είστε αδόκιμοι»(Β΄ Κορ. 13, 5), δηλαδή απρόκοποι λόγω της αμέλειάς σας. Γι' αυτό και δεν παραδέχονται από απιστία και υψηλοφροσύνη τις εξαίσιες ιδιότητες της προσευχής που ενεργούνται σε μερικούς από το πνεύμα με ιδιαίτερο τρόπο.

Αντίρρηση στα παραπάνω

6. Πες μου εσύ που λες αυτά, αν κανένας νηστεύει, εγκρατεύεται, αγρυπνεί, στέκεται όρθιος, κάνει μετάνοιες, έχει πένθος, είναι ακτήμων, αυτά δεν είναι πράξη; Πώς λοιπόν μας λες, προτείνοντας μόνο την ψαλμωδία, ότι χωρίς την πρακτική άσκηση είναι αδύνατο να κρατήσεις την προσευχή; Αυτά δεν είναι πράξεις;

Απάντηση: Αν κανείς προσεύχεται με το στόμα, ο νους του όμως περιπλανιέται, τί ωφέλεια έχει; Ο ένας να κτίζει και ο άλλος να γκρεμίζει, καμιά ωφέλεια, κόπος χαμένος(Σ. Σειρ. 34, 23). Όπως κανείς εργάζεται με το σώμα, έτσι οφείλει να εργάζεται και με το νου, για να μη βρεθεί στο σώμα δίκαιος, ενώ στην ψυχή θα είναι γεμάτος από κάθε ακηδία και ακαθαρσία. Αυτό το βεβαιώνει και ο Απόστολος λέγοντας: «Αν προσεύχομαι με τη γλώσσα, δηλαδή με το στόμα, το πνεύμα μου προσεύχεται, δηλαδή η φωνή μου, μα ο νους μου μένει αμέτοχος. Προσεύχομαι με το στόμα, αλλά θα προσευχηθώ και με το νου»(Α΄ Κορ. 14, 13-15) , και: «Θέλω να πω πέντε λόγια κλπ.»(Α΄ Κορ. 14, 19). Μάρτυρας γι'αυτό είναι και ο Ιωάννης της Κλίμακος που λέει στο λόγο του περί προσευχής: «Ο μεγάλος εργάτης της μεγάλης και τέλειας προσευχής (ο Παύλος), λέει "θέλω να πω πέντε λόγια με το νου μου" κλπ.». Υπάρχουν δε πολλές πνευματικές εργασίες, αλλά είναι μερικές. Μεγάλη, που περιέχει και τις άλλες, ως πηγή αρετών, είναι κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος η καρδιακή προσευχή, μέσω της οποίας βρίσκομε κάθε αγαθό. Ο άγιος Μάξιμος λέει: «Δεν υπάρχει φοβερότερο πράγμα από την έννοια του θανάτου, ούτε μεγαλοπρεπέστερο από τη μνήμη του Θεού»? δηλώνει έτσι την ανωτερότητα αυτής της εργασίας. Όμως μερικοί, ούτε αν υπάρχει χάρη στο σημερινό καιρό θέλουν ν' ακούσουν, γιατί είναι σκοτισμένοι από τη μεγάλη αναισθησία και άγνοια και ολιγόπιστοι.

7. Όσοι ψάλλουν λίγο, νομίζω κάνουν καλά, γιατί προτιμούν το μέτρο —αφού "πάν μέτρον άριστον", κατά τους σοφούς—, για να μην ξοδεύουν όλη τη δύναμη της ψυχής τους στην πρακτική και ο νους τους από αδιαφορία για την προσευχή παρουσιάζει ατονία σ' αυτήν. Έτσι ψάλλουν λίγο, ενώ επεκτείνονται περισσότερο στην προσευχή. Ίσως μερικές φορές όταν ο νους εξαντλείται από τη συνεχή νοερή επίκληση και την επίμονη συγκέντρωση, δοκιμάζει λίγη ξεκούραση αν αφεθεί ελεύθερος μέσα στην έκταση της ψαλμωδίας από τη στενή περιοχή της ησυχίας. Αυτή είναι η άριστη τάξη και διδάσκεται από σοφότατους Πατέρες.

8. Όσοι πάλι δεν ψάλλουν διόλου, κάνουν καλά αν είναι προοδευμένοι στην αρετή. Αυτοί δε χρειάζεται να λένε ψαλμούς, αλλά να έχουν σιωπή και αδιάκοπη προσευχή και θεωρία, αν έφτασαν σε φωτισμό. Γιατί είναι ενωμένοι με το Θεό και δεν έχουν βέβαια ανάγκη να αποσπάσουν το νου τους από Αυτόν και να του προκαλέσουν σύγχυση. Όπως λέει ο Άγιος της Κλίμακος, πτώση του υποτακτικού είναι να κάνει το δικό του θέλημα, και του ησυχαστή να διακόψει την προσευχή. Γιατί μοιχεύει ο νους των ησυχαστών αν απομακρυνθεί από τη μνήμη του Θεού, σαν από νυμφίο, και συνδεθεί ερωτικά με πράγματα ελάχιστα. Να διδάξει τώρα κανείς και σε άλλους αυτή την τάξη, δεν ταιριάζει για όλους. Στους απλοϊκούς, που είναι υποτακτικοί και αγράμματοι, ναι? γιατί η υπακοή μετέχει από κάθε αρετή λόγω της ταπεινώσεως. Σ' εκείνους όμως που είναι ανυπότακτοι, δεν πρέπει να δίνεται, για να μην πλανηθούν εύκολα, είτε απλοϊκοί είναι είτε γραμματισμένοι, γιατί όποιος ακολουθεί το δικό του θέλημα δεν μπορεί να αποφύγει την οίηση, από την οποία σαν φυσικό επακολούθημα έρχεται η πλάνη, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Μερικοί όμως, επειδή δεν υποψιάζονται τη βλάβη που μπορεί να γίνει, διδάσκουν τους τυχόντες να ασκούν αυτή την τάξη μόνο, για να συνηθίσει, λένε, και να αγαπήσει ο νους τη μνήμη του Θεού? τούτο όμως δε γίνεται, και μάλιστα στους ιδιόρρυθμους (τους ανυπότακτους). Γιατί ο νους τους είναι ακόμη ακάθαρτος από αμέλεια και υψηλοφροσύνη και δεν έχει καθαρθεί πρωτύτερα με δάκρυα? έτσι σχηματίζουν μέσα τους όχι προσευχή, αλλά μάλλον αισχρές εικόνες λογισμών, καθώς τα ακάθαρτα πνεύματα που είναι μέσα στην καρδιά ταράζονται από το φοβερό όνομα του Κυρίου Ιησού και βρυχώνται να σκοτώσουν αυτόν που τα μαστιγώνει. Αν ο ιδιόρρυθμος ακούσει ή διδαχθεί γι' αυτή την πνευματική εργασία και θέλει να την κρατήσει, ένα από τα δύο θα πάθει. Αν βιάζει τον εαυτό του, πλανάται και μένει αθεράπευτος. Αν πάλι δείξει αμέλεια, μένει απρόκοπος σε όλη του τη ζωή.

9. Θα πω τώρα κι εγώ που έμαθα από τη λίγη πείρα μου. Όταν καθίσεις ησυχάζοντας την ημέρα ή τη νύχτα, παρακαλώντας συνεχώς το Θεό με ταπείνωση και χωρίς λογισμούς, και κουραστεί ο νους να φωνάζει και πονέσει το σώμα και η καρδιά από την εντατική συγκέντρωση της συχνής επικλήσεως του Ιησού, έτσι που ούτε θέρμη να νιώθεις πια, ούτε ευφροσύνη —οι οποίες γεννούν την προθυμία και την υπομονή στον αγωνιστή—, τότε σήκω, στάσου και ψάλλε μόνος σου ή με το μαθητή που είναι μαζί σου, ή ασχολήσου με τη μελέτη κάποιου ρητού ή με τη μνήμη του θανάτου ή με κάποιο εργόχειρο ή κάτι άλλο ή με προσεκτική ανάγνωση, και καλύτερα όρθιος, για να προκαλείς κόπο στο σώμα.

Και όταν στέκεσαι και ψάλλεις μόνος, λέγε το Τρισάγιο και έπειτα την προσευχή ψυχικά ή νοερά και ο νους σου να προσέχει την καρδιά. Αν πλησιάζει η ακηδία, λέγε και δύο ή τρείς ψαλμούς και δύο τροπάρια κατανυκτικά χωρίς να τα ψάλλεις. Γιατί, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, «ο? μελωδήσωσιν ο? τοιο?τοι».

Τους φθάνει για να ευφρανθούν ο πόνος της καρδιάς που γίνεται για την ευσέβεια, όπως λέει ο άγιος Μάρκος, και η θέρμη του πνεύματος που τους δίνεται για χάρη και αγαλλίαση. Μετά από κάθε ψαλμό λέγε και την προσευχή νοερά ή ψυχικά, με αδιάσπαστη προσοχή, καθώς και το Αλληλούια. Αυτή είναι η διάταξη των αγίων Πατέρων Βαρσανουφίου και Διαδόχου και των λοιπών.

Και καθώς λέει ο μέγας Βασίλειος, πρέπει κανείς να κάνει κάθε μέρα εναλλαγή στους ψαλμούς, γιατί αυτό διεγείρει την προθυμία και για να μη βαρεθεί ο νους ψάλλοντας όλο τα ίδια? πρέπει ο νους να έχει ελευθερία, και έτσι ενισχύεται περισσότερο η προθυμία του. Αν πάλι στέκεσαι μαζί με μαθητή πιστό και ψάλλεις, εκείνος να λέει τους ψαλμούς κι εσύ μυστικά να προσέχεις την καρδιά σου και να προσεύχεσαι, φυλάγοντας τον εαυτό σου. Να καταφρονείς δε όλα τα νοήματα που εμφανίζονται στην καρδιά, είτε αισθητά, είτε νοητά, με τη βοήθεια της προσευχής. Γιατί ησυχία σημαίνει απόθεση όλων των νοημάτων, όσα δεν είναι θεϊκότερα και προερχόμενα από το πνεύμα, και τούτο μέχρι τον κατάλληλο καιρό, για να μην προσέχεις αυτά επειδή είναι τάχα καλά, και χάσεις το μεγαλύτερο.

Περί πλάνης

10. Πρόσεχε λοιπόν, εραστή του Θεού, με ακρίβεια και γνώση. Όταν εκεί που εργάζεσαι αυτό το πνευματικό έργο, δεις φως ή φωτιά εξωτερικά ή εσωτερικά, ή κάποιο σχήμα δήθεν του Χριστού ή ενός Αγγέλου ή κάποιου άλλου, μην τα παραδεχθείς για να μην πάθεις καμία βλάβη. Μήτε συ ο ίδιος, προσέχοντας τις εικόνες αυτές, αφήσεις το νου σου να τις αποτυπώνει. Γιατί όλα αυτά που μετασχηματίζονται εξωτερικά με αταξία, γίνονται για να πλανήσουν την ψυχή. Η αληθινή αρχή της προσευχής είναι η καρδιακή θέρμη, η οποία καίει τα πάθη προκαλώντας στην ψυχή ιλαρότητα και χαρά, και στηρίζει την καρδιά με αδίστακτο πόθο και αναμφίβολη βεβαιότητα. Όπως λένε οι Πατέρες, κάθε τι που έρχεται στην ψυχή, είτε αισθητό είτε νοερό, αλλά η ψυχή αμφιβάλλει γι' αυτό και δεν το παραδέχεται, δεν είναι από το Θεό, αλλά το έχει στείλει ο εχθρός. Κι αν δεις το νου σου να τον έλκει απ' έξω ή από ψηλά κάποια αόρατη δύναμη, μην τον πιστέψεις, ούτε να τον αφήσεις να έλκεται, αλλά σφίξε τον ευθύς στο έργο του. Εκείνα που είναι του Θεού —λέει ο άγιος Ισαάκ— έρχονται μόνα τους, χωρίς να γνωρίζεις εσύ το πότε. Ενώ ο φυσικός εχθρός, ο δαίμονας που ενεργεί εσωτερικά στην περιοχή της μέσης —της έδρας του επιθυμητικού—, μετασχηματίζει τα πνευματικά με τη φαντασία σε άλλα αντί άλλων. Έτσι αντί θέρμη, προκαλεί τη δική του ανώμαλη πύρωση, ώστε να ταλαιπωρεί την ψυχή με την απάτη αυτή, κι αντί ευφροσύνη, φέρνει μια χαρά άλογη και μια κάθυγρη ηδύτητα, που γεννούν οίηση και αλαζονεία. Και προσπαθεί να κρύβεται από τους άπειρους και τους κάνει να νομίζουν ενέργεια της χάρης την πλάνη που τους προξενεί. Αλλ' όμως ο χρόνος και η πείρα και η αίσθηση τον φανερώνουν σ' εκείνους που δεν αγνοούν ολότελα την πανουργία του. Γιατί λέει η Γραφή: «Ο φάρυγγας διακρίνει τις τροφές»(Σ. Σειρ. 36, 19), δηλαδή η πνευματική γεύση φανερώνει χωρίς πλάνη τα πάντα, τι είδους είναι.

Περί αναγνώσεως

11. Αφού είσαι εργάτης, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, εκείνα που διαβάζεις να είναι πρακτικά. Γιατί η εργασία των πρακτικών κάνει περιττή την ανάγνωση των λοιπών. Να διαβάζεις πάντοτε τα σχετικά με την ησυχία και την προσευχή, όπως για παράδειγμα την Κλίμακα, τον άγιο Ισαάκ, τα έργα του αγίου Μαξίμου, του Νέου Θεολόγου και του μαθητή του Στηθάτου, του Ησυχίου, του Φιλόθεου του Σιναΐτη και όσα υπάρχουν των ομοίων τους. Τα υπόλοιπα άφησέ τα προς το παρόν, όχι ως απόβλητα, αλλά γιατί δε βοηθούν στο σκοπό σου, παρά μεταθέτουν το νου από την προσευχή στη μελέτη όσων εκθέτουν. Να κάνεις την ανάγνωση μόνος σου, όχι με φωνή υπερήφανης επιδείξεως, όχι με γρήγορη και τορνευτή ευγλωττία ή με καλλιέπεια λόγου ή ηδονική μελωδικότητα, ή ενώ δεν υπάρχουν άλλοι παρόντες, να σε κλέβει η εμπάθειά σου ασυναίσθητα και να διαβάζεις για να αρέσεις σε μερικούς σαν να είσαι μπροστά τους. Ούτε πάλι με απληστία, επειδή "παν μέτρον άριστον"? μήτε τραχιά ή νωχελικά κι αδιάφορα, αλλά σεμνά, όπως πρέπει, σταθερά, συνετά, εύρυθμα, με το νου και την ψυχή ή και με το λογικό. Με όλα αυτά ενδυναμώνεται ο νους κι αποκτά ισχύ και έξη να προσεύχεται με δύναμη. Αν όμως κάνει την ανάγνωση με τα αντίθετά τους που προαναφέραμε, τότε αποκτά σκοτισμό, χαύνωση και έκσταση, ώστε να νιώθει πόνο στο νου μέσα στον εγκέφαλο και να έχει ατονία στην προσευχή.

12. Πρόσεχε και την πρόθεσή σου κάθε στιγμή και εξέταζέ την με ακρίβεια, που κλίνει, αν δηλαδή κάθεσαι στην ησυχία ή ψάλλεις ή μελετάς ή προσεύχεσαι ή εργάζεσαι οποιαδήποτε αρετή σύμφωνα με το θέλημα του Θεού για το ίδιο το καλό και για χάρη ψυχικής ωφέλειας, για να μην ξεγελιέσαι χωρίς να το καταλαβαίνεις. Γιατί οι ενέδρες του εχθρού είναι πολλές και παρατηρεί συνεχώς κρυφά πού κλίνει η πρόθεση του ανθρώπου χωρίς να το γνωρίζουν αυτό οι περισσότεροι, και θέλει πάντοτε να διαφθείρει απαρατήρητος το έργο για να μη γίνεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Όσο όμως κι αν αυτός πολεμά με επιμονή και σε πλησιάζει με αναίδεια, αν έχεις ακλόνητα στραμμένη την πρόθεσή σου στο Θεό, σπάνια θα ξεγελαστείς, ακόμη κι αν χωρίς να θέλεις παραβιάζεται απ' αυτόν και περισπάται η κλίση του θελήματός σου. Και ίσως νικιέται κανείς αθέλητα ή και από αδυναμία, αλλά εξάπαντος συγχωρείται και επαινείται από Εκείνον που γνωρίζει τις προθέσεις και τις καρδιές. Αυτό το πάθος, η κενοδοξία θέλω να πω, δεν αφήνει το Μοναχό να προκόψει στην αρετή· αλλά ενώ υποφέρει τους κόπους, στο τέλος βρίσκεται άκαρπος. Γιατί παρουσιάζεται πάντοτε και στους τρεις, δηλαδή στον αρχάριο, το μέσο και τον τέλειο, και τους απογυμνώνει από την εργασία των αρετών.

13. Θα πω κάτι από την πείρα μου. Χωρίς τις παρακάτω αρετές ο Μοναχός δεν προοδεύει ποτέ? δηλαδή τη νηστεία, την εγκράτεια, την αγρυπνία, την υπομονή, την ανδρεία, την ησυχία, την προσευχή, τη σιωπή, το πένθος, την ταπείνωση. Αυτές οι αρετές γεννούν και φυλάγουν η μία την άλλη. Από την αδιάκοπη νηστεία μαραίνεται η επιθυμία και γεννιέται η εγκράτεια. Η εγκράτεια γεννά την αγρυπνία, η αγρυπνία την υπομονή, η υπομονή την ανδρεία, η ανδρεία την ησυχία, η ησυχία την προσευχή, η προσευχή τη σιωπή, η σιωπή το πένθος, το πένθος την ταπείνωση. Η ταπείνωση γεννά αντιστρόφως το πένθος, και στη συνέχεια θα βρεις ανάλογα οι θυγατέρες να γεννούν τις μητέρες μία προς μία. Αυτή η αλληλογέννηση αποτελεί και τη μεγαλύτερη αρετή. Τα αντίθετα πάλι είναι φανερά σε όλους.

14. Εδώ πρέπει να αναφέρομε και τους κόπους και τους πόνους της πνευματικής εργασίας και να εκθέσομε με σαφήνεια πώς πρέπει να ασκούμε κάθε εργασία, μήπως βαδίζοντας κανένας χωρίς κόπο και απ' όσα άκουσε μόνο, δεν επιτύχει τον καρπό, και κατηγορήσει εμένα ή άλλον, ότι δεν είναι όπως τα είπαμε. Ο καρδιακός πόνος και ο σωματικός κόπος κάνουν αποδεδειγμένα αληθινό έργο, και φανερώνουν την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η οποία σου δόθηκε με το βάπτισμα, καθώς και σε κάθε πιστό.

Η ενέργεια αυτή καταχώθηκε από τα πάθη με την παραμέληση των εντολών, και περιμένει με το άπειρο έλεός της τη μετάνοιά μας, για να μην ακούσομε στο τέλος, εξαιτίας της ακαρπίας μας: «Πάρτε από αυτόν το τάλαντο· κι ό,τι νομίζει πώς έχει, θα του αφαιρεθεί»(Ματθ. 25, 28-29), και εξαποσταλούμε στην κόλαση να βασανιζόμαστε στη γέεννα αιωνίως.

Γιατί κάθε εργασία σωματική και πνευματική που δεν έχει πόνο ή κόπο, ποτέ δε φέρνει καρπό σ' εκείνον που την εξασκεί. Και η βασιλεία του Θεού κατακτάται με τη βία και την αρπάζουν όσοι ασκούν βία στον εαυτό τους, όπως είπε ο Κύριος(Ματθ. 11,12)· βία εννοούσε την κοπιαστική αίσθηση του σώματος σε όλα.

Επειδή οι πολλοί ίσως πολλά χρόνια εργάστηκαν ή εργάζονται χωρίς κόπο, αλλά δεν κατέβαλαν τους κόπους τους φιλόπονα και με φλογερή καρδιακή προθυμία, γι' αυτό είναι άδειοι από καθαρότητα και αμέτοχοι Αγίου Πνεύματος, αφού απέφυγαν τη δριμύτητα των κόπων. Γιατί εκείνοι που εργάζονται με αμέλεια και χαύνωση, ίσως να κοπιάζουν πολύ, κατά τη γνώμη τους· ποτέ όμως δε συνάγουν καρπό, ακριβώς γιατί δεν κοπίασαν και κατά βάθος δεν ένιωσαν πόνο.

Μαρτυρεί γι' αυτό κάποιος από τους Πατέρες, λέγοντας: «Κι αν όλες οι εκδηλώσεις της ασκήσεώς μας είναι σπουδαίες, η καρδιά μας όμως δεν είναι γεμάτη οδύνη, όλες αυτές είναι νόθες και άχρηστες». Ίσως ακόμη, όταν ζούμε χωρίς κόπο και πόνο, να μας σπρώχνει η ακηδία σε ανώφελους περισπασμούς και να σκοτιζόμαστε νομίζοντας ότι σ' αυτούς θα βρούμε άνεση, πράγμα που δε γίνεται. Απλώς δενόμαστε με αόρατα άλυτα δεσμά και γινόμαστε ακίνητοι και αδρανείς για κάθε έργο, καθώς πληθαίνει μέσα μας η χαύνωση, και μάλιστα όταν είμαστε αρχάριοι.

Γιατί στους τελείους όλα είναι ωφέλιμα, όταν γίνονται με μέτρο. Αυτό μαρτυρεί και ο Μέγας Εφραίμ λέγοντας: «Να κοπιάζεις με κόπο στους ασκητικούς κόπους, για να αποφύγεις τους κόπους των ματαίων κόπων (των περισπασμών)». Αν δε λυθεί η μέση μας, κατά τον Προφήτη(Ησ. 21, 3), από τον εξαντλητικό κόπο της νηστείας και δε μας πιάσουν από το οδυνηρό σφίξιμο της καρδιάς πόνοι σαν τη γυναίκα που γεννάει, δε θα γεννήσομε "πνεύμα σωτηρίας"(Ησ. 26, 18) στη γη της καρδιάς μας, όπως άκουσες. Αλλά νομίζομε πώς είμαστε κάτι για την πολύχρονη άσκησή μας και την ανώφελη παραμονή μας στην έρημο και τη χαύνωση και την ησυχία, και γι' αυτό καυχιόμαστε. Την ώρα όμως του θανάτου μας, χωρίς αμφιβολία θα εννοήσομε καλά όλοι τί είδους καρπό έχομε.

15. Δεν είναι δυνατό να μάθει κανείς μόνος του την επιστήμη των αρετων, αν και μερικοί είχαν την πείρα για δάσκαλο. Γιατί μαρτυρεί οίηση να ενεργεί κανείς μόνος του και όχι με τη συμβουλή εκείνων που έχουν προοδεύσει στην αρετή· ή μάλλον γεννά την οίηση. Αν δηλαδή ο Υιός τίποτε δεν κάνει από μόνος Του, αλλά όπως τον δίδαξε ο Πατέρας, έτσι κάνει(Ιω. 8, 28), και το πνεύμα δε θα μιλήσει από μόνο Του(Ιω. 16, 13), ποιος είναι εκείνος που ανέβηκε σε τόσο ύψος αρετής, ώστε να μην έχει ανάγκη από κάποιον να τον μυσταγωγήσει; Έχει γελαστεί νομίζοντας πως έχει αρετή, ενώ έχει αλαζονεία. Γι' αυτό πρέπει να υπακούμε σ' εκείνους που γνωρίζουν τους κόπους της πρακτικής αρετής και έτσι να την ασκούμε. Δηλαδή την εξαντλητική νηστεία, την ανήδονη εγκράτεια, την επίμονη αγρυπνία, την κοπιαστική γονυκλισία, την επίπονη ακίνητη ορθοστασία, την παρατεταμένη προσευχή, την ανόθευτη ταπείνωση, τη συντριβή και τον ακατάπαυστο στεναγμό, τη σιωπή την εύλογη και σαν με αλάτι αρτυμένη(Κολ. 4, 60, και την υπομονή σε όλα. Δεν πρέπει να βρίσκεται κανείς πάντοτε σε ανάπαυση, ούτε να ασχολείται διαρκώς μόνο με το κάθισμα* πρόωρα ή χωρίς να τον αναγκάζουν τα γηρατειά ή η αρρώστια. Γιατί λέει η Γραφή: «Θα τραφείς από τους κόπους των αρετών σου»(Ψαλμ. 127, 2), και: «Η βασιλεία των ουρανών δίνεται σ' όσους βιάζουν τον εαυτό τους»(Ματθ. 11, 2). Όποιος λοιπόν βιάζεται να επιτελεί κάθε μέρα φιλόπονα τις παραπάνω πνευματικές εργασίες, αυτός με τη βοήθεια του Θεού θα θερίσει και τον καρπό όταν έρθει ο καιρός.

--------------------------------

*Εννοεί την προσευχή σε στάση καθιστή

--------------------------------------------------------------

(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σελ. 220-229).