Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

‘’Κάθε χριστιανός πρέπει να είναι αγωνιστής και ασκητής’’ – Γέροντας Γεώργιος Καψάνης


agkaps.jpg
Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου
«Πάσαν με αρετήν, επί πλείω δε την προσευχήν αισθήσει πολλή ποιησώμεθα πάντοτε», λέγει στον 28ο Λόγο του ‘’Περί προσευχής’’ ο μεγάλος αυτός καθηγητής της ερήμου, ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης. Αυτή η αρετή της προσευχής αφορά όλους μας.

Ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης, μιλώντας στην Τράπεζα της Μονής του Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους το έτος 2006, μίλησε για τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Ο σπουδαίος αυτός ασκητικός λόγος του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος «του Ηγουμένου των εν τω Σινά όρει μοναχών, ον και απέστειλε τω αββά Ιωάννη τω ηγουμένω της Ραϊθού, προτραπείς παρ’ αυτού συντάξαι» είναι όντως μεγάλος θησαυρός για κάθε μοναχό και γενικότερα για κάθε Χριστιανό.
Ήταν χαρακτηριστική η φράση του Γέροντος Γεωργίου Καψάνη, ότι «ο μοναχός πρέπει να έχει το βιβλίο της Κλίμακος κάτω από το προσκέφαλό του». «Τηρουμένων των αναλογιών το βιβλίο δεν απευθύναται μόνος σε μοναχούς» τόνισε, αλλά «απευθύνεται σε κάθε Χριστιανό, γιατί κάθε Χριστιανός πρέπει να είναι αγωνιστής και ασκητής». «Δεν πρέπει ρέμπελλα, τυχαία δηλαδή, να εργάζεται την ασκητική ζωή ο μοναχός, αλλά μετ’ επιστήμης».
Γιατί όπως ο μοναχός πρέπει να είναι «υπηρέτης του αγαθού και υπεραγάθου και παναγάθου ημών Θεού και βασιλέως» κατά τον Άγιο Ιωάννη, έτσι και κάθε Χριστιανός πιστεύω, πρέπει να διάγει την εν Χριστώ ζωή.
Εξάλλου όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «πάντων των προαιρουμένων ο Θεός η ζωή πάντων», «μοναχών, κοσμικών». Ενθυμούμαι τον γέροντα Αυξέντιο Γρηγοριάτη γύρω στο έτος 1981, που όταν τύγχαινε να τον συναντήσει κάποιος στο στενό διάδρομο της  Μονής του Οσίου Γρηγορίου, είτε νεαρός μοναχός του ζητούσε τη συμβουλή του, είτε λαϊκός, άκουγες με τη βαριά φωνή του να απευθύνει την ίδια συμβουλή, «την ευχή να λές, την ευχή να λές» κι έφευγε. Ενθυμούμαι ακόμα την επιμονή του αυτή προς όλους, «την ευχή να λές, την ευχή να λές», την οποία επαναλάμβανε πολλές φορές.  

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Περί ἱκανοποιήσεως, δηλαδή περί νηστείας, ἐλεημοσύνης καί προσευχῆς


Τό τρίτο καί τελευταῖο μέρος τῆς μετάνοιας λέγεται ἱκανοποίηση, τό ὁποῖο εἶναι ὁ κόπος καί ὁ κανόνας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, καί ἔχει τρεῖς ἀρετές ὡς συνεργάτες καί βοηθούς, δηλαδή τή νηστεία, τήν ἐλεημοσύνη καί τήν προσευχή· αὐτές οἱ ἀρετές, μέ τό νά εἶναι βαριές γιά τή σάρκα καί κοπιαστικές, μποροῦν νά κάνουν πολλά γιά τήν ἱκανοποίηση καί τήν τιμωρία τῆς ἁμαρτίας πού διαπράξαμε δίνοντας στήν ἴδια σάρκα ἡδονή καί ἀπόλαυση. Καί ἐπειδή τά μεγαλύτερα ἁμαρτήματα εἶναι τά ἑξῆς τρία: ὑπερηφάνεια, φιλαργυρία καί πορνεία, στήν ὁποία περιλαμβάνεται καί ἡ γαστριμαργία, τά ὁποῖα, ὡς τρεῖς μεγάλοι γίγαντες, μᾶς πολεμοῦν συνεχῶς, γι’ αὐτό στήν ἱκανοποίηση ἐναντίον τους μᾶς βοηθοῦν τά ἑξῆς τρία: ἡ νηστεία ἐναντίον τῆς σάρκας, ἡ ἐλεημοσύνη ἐναντίον τῆς φιλαργυρίας καί ἡ προσευχή ἐναντίον τῆς ὑπερηφάνειας· γιατί αὐτός πού προσεύχεται στέκεται σάν κατάδικος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μέ πολλή ταπείνωση. Καί ἀκόμη μέ τίς ἀρετές αὐτές προσφέρει ὁ ἄνθρωπος μιά ὁλοκληρωτική θυσία τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν πραγμάτων του. Μέ τήν ἐλεημοσύνη προσφέρει τήν περιουσία του, μέ τή νηστεία θυσιάζει τή σάρκα του καί μέ τήν προσευχή προσφέρει τήν ψυχή του στόν Κύριο. Ἡ ἀνάγκη, λοιπόν, καί τό ὄφελος αὐτῆς τῆς ἱκανοποιήσεως γίνονται κατανοητά μέ τή
σύγκριση ἀνάμεσα στό μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί στό μυστήριο τῆς μετάνοιας· γιατί τό βάπτισμα, πού εἶναι ἡ θύρα ὅλων τῶν μυστηρίων, θεωρεῖται μιά γέννηση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἰσέρχεται τώρα στή χριστιανική πολιτεία, ἀπό τήν ὁποία ἦταν ξένη.

πως ἕνα βρέφος, λοιπόν, ἀφήνει τήν ὕπαρξη ἐκείνη πού εἶχε προηγουμένως καί παίρνει ἄλλη καινούργια, μέ τή δύναμη καί τή χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού ἀναγεννᾶται στήν πνευματική ζωή μέ τό βάπτισμα τῶν δακρύων τῆς μετάνοιας ἀφήνει τήν προηγούμενη ὕπαρξη τῆς ἁμαρτίας, πού ὑπέκειτο στό ἔγκλημα καί στήν κόλαση, καί παίρνει μιά νέα ὕπαρξη τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς χάριτος, στήν ὁποία δέν μένει κανένα στοιχεῖο τῆς προηγούμενης διαγωγῆς. Ἀλήθεια, τό μυστήριο τῆς μετάνοιας εἶναι καθαρισμός καί θεραπεία τῆς ψυχῆς καί κάποιες φορές θεραπεύει τελείως καί ὑγιαίνει τόν ἄρρωστο, καί πολλές φορές πάλι ἀφήνει κάποια λείψανα τῆς περασμένης ἀσθένειας, δηλαδή κατά τή συντριβή τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία ὅταν εἶναι τέλεια, ὅπως πρέπει, λυτρώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν κόλαση. Ὅμως, ἐπειδή σπάνια τυχαίνει τέτοια συντριβή, χρειαζόμαστε πολύ τήν ἱκανοποίηση τῶν παραπάνω τριῶν ἀρετῶν γιά ὁλοκληρωτική θεραπεία τῆς ἁμαρτίας. Καί ἀκόμη, ὅπως τό ἅγιο βάπτισμα περιέχει μέσα τοῦ ὅλες τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑνωμένες μέ τή χάρη ἐκείνου ἀπό τόν ὁποῖο προέρχονται ὅλα αὐτά τά ἀγαθά, ἔτσι καί ἡ θερμότατη καί ἀληθινή μετάνοια περιέχει ὁμοίως ὅλους αὐτούς τούς θησαυρούς καί τά δῶρα, καί κυρίως ἕνα νέο φῶς καί ἐπίγνωση τῶν πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων στά ὁποῖα ἦταν τυφλός ὁ ἄνθρωπος προηγουμένως, σάν νά βρισκόταν στό σκοτάδι καί στή σκιά τοῦ θανάτου καί μᾶς φέρνει μιά καινούργια ἀγάπη πρός τό Θεό, ἡ ὁποία εἶναι τύπος τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας καί ὅλων τῶν ἀρετῶν καί προκαλεῖ θαυμαστές ἐνέργειες στήν ψυχή μας. Ὅπως εἶναι οἱ χάρες τῆς ἐπιστροφῆς διάφορες, σέ ἄλλον μεγαλύτερες, ὅπως στόν Παῦλο, καί σέ ἄλλον μικρότερες, ἔτσι εἶναι καί οἱ ἐνέργειες καί τά ἐσωτερικά κινήματα πού δημιουργεῖ αὐτή ἡ ἀρετή, ἡ ὁποία προκαλεῖ μιά μετάνοια καί θλίψη στήν ψυχή γιά τήν παρακοή πού ἔκανε στό Θεό, καί ἐπιθυμεῖ περισσότερο νά ὑποστεῖ διάφορα βασανιστήρια παρά νά πικραίνει ἕναν τέτοιο Δεσπότη· καί ἔτσι ἔχει περισσότερο φόβο γιά τή θεία μεγαλειότητα, βλέποντας ὅτι ἡ παράβαση ἐξόργισε τόν Παντοδύναμο, καί ἐπειδή ντρέπεται νά παρουσιαστεῖ μπροστά του, ἔχει πολύ πόθο νά ἱκανοποιήσει γιά τίς ἁμαρτίες του τόν Κύριο μέ τόν πρεπούμενο κανόνα, νά τόν ἐξευμενίσει γιά τήν παρακοή πού ἔκανε καί νά ἐκδικηθεῖ τή σάρκα του, ἡ ὁποία ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἁμαρτίας.

Γι’ αὐτό, λοιπόν, πρέπει ἡ ψυχή, πού καταφρόνησε τόν Κτίστη γιά τήν ἡδονή τοῦ κτίσματος, νά θεραπεύσει μέ ἑκούσιο πόνο τή θεληματική ἡδονή καί μέ θεληματική θλίψη τήν ἑκούσια ἀπόλαυση, μέ τήν ὁποία στερήθηκε τό θεῖο φῶς. Καί ἐπειδή ἡ παίδευση καθαρίζει τό φταίξιμο, εἶναι δίκαιο νά δεχτεῖ τήν τιμωρία ὅποιος τόλμησε νά τελέσει τήν ἁμαρτία. Ἐπειδή,
λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία καταφρόνησε τό ὑπέρτατο ἀγαθό καί τό ἀντάλλαξε μέ ἕνα τιποτένιο καί εὐκαταφρόντητο κτίσμα, κάτι πού ἀποτελεῖ μεγάλη ὕβρη τῆς ὑπέρτατης καί ὑπερτίμου μεγαλειότητος, πρέπει νά ταπεινωθεῖ καί νά καταφρονεθεῖ ἑκουσίως μέχρι ἐδάφους ὅποιος ἐξύβρισε τέτοιον Δεσπότη. Μέ αὐτό τόν τρόπο, λοιπόν, κοπιάζουν ὅσοι τούς ἄνοιξε τά μάτια ὁ Θεός μέ αὐτό τό οὐράνιο φῶς καί ἱκανοποιοῦν τήν ἁμαρτία γιά νά ἀξιωθοῦν τή συγχώρηση. Ἐπειδή, λοιπόν, μέ τρία πράγματα ἁμαρτάνουμε πρός τό Θεό περισσότερο, μέ τήν περιουσία, μέ τό σῶμα καί μέ τήν ψυχή, εἶναι ἀναγκαῖο μέ αὐτά νά κάνουμε τήν ἱκανοποίηση καί τή θυσία πρός τό Δεσπότη, ἡ ὁποία γίνεται μέ τίς παραπάνω τρεῖς ἀρετές. Μέ τήν ἐλεημοσύνη θυσιάζουμε τήν περιουσία, μέ τή νηστεία τό σῶμα καί μέ τήν προσευχή τό πνεῦμα. Καί ἀκόμη, ὅλες οἱ ἁμαρτίες γίνονται ἤ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἤ ἐναντίον μας ἤ ἐναντίον τοῦ πλησίον, καί αὐτά τά τρία ἁμαρτήματα ἱκανοποιοῦν καί πληρώνουν οἱ τρεῖς ἀρετές.Ἡ νηστεία γιά μᾶς, ἡ ἐλεημοσύνη γιά τόν πλησίον καί ἡ προσευχή γιά τό Θεό. Ὅποιος, λοιπόν, ἐπιθυμεῖ νά ἐξευμενίσει τό Θεό πρέπει νά φροντίζει νά τηρεῖ αὐτές τίς ἀρετές, καί πρῶτα, ἄς ἀρχίζει ἀπό τήν ἄμωμη νηστεία, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, μέ τόν πόνο τῆς τιμωρίας πληρώνει γιά τήν ἡδονή τῆς ἁμαρτίας τιμωρώντας τή σάρκα, ἡ ὁποία ἦταν ἡ αἰτία τῆς παράβασης. Γι’ αὐτό ἐγκρατευόμαστε ἀπό τίς φθειρόμενες τροφές, γιά νά λάβουμε ἄφεση γιά τά ἀπαγορευμένα σφάλματα καί μέ μιά συντομότατη νηστεία νά ἀποφύγουμε τήν παντοτινή τιμωρία καί τήν αἰώνια νηστεία, γιατί ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας κληρονομοῦμε τόν ἄχαρο ἅδη, ὅπου δέν ὑπάρχει παρηγοριά ἀλλά λιμός καί δάκρυα πάντοτε.

Μακάρια, λοιπόν, ἡ νηστεία, μέ τήν ὁποία λυτρωνόμαστε ἀπό τόν λιμό καί τήν κόλαση. Ἡ νηστεία ξεπλένει τά ἁμαρτήματα, διαλύει τά παλαιά ἀνομήματα καί μᾶς προστατεύει ἀπό τά μελλούμενα. Ἡ νηστεία εἶναι ἰσχυρό προπύργιο τοῦ Θεοῦ, παλάτι τοῦ Χριστοῦ καί τεῖχος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, σημαία τῆς πίστεως, σημεῖο τῆς ἀγάπης καί στερέωμα τῆς σωφροσύνης. Ἡ νηστεία λαμπραίνει τήν ψυχή, ὑψώνει τίς αἰσθήσεις, ὑποδουλώνει τή σάρκα στό πνεῦμα, κάνει τήν καρδιά συντετριμμένη καί ταπεινή, διαλύει τά νέφη τῆς ἐπιθυμίας, σβήνει τή φωτιά τῆς πορνείας καί ἀνάβει τό φῶς τῆς σωφροσύνης. Ἡ νηστεία εἶναι χαλινάρι τῶν ἐπιθυμιῶν καί ἀπονέκρωση τῶν παθῶν, ἀδελφή τῆς φτώχειας, τέκνο τῆς μετάνοιας, ξίφος τῆς φιλαυτίας, φύλακας τῆς σωτηρίας μας καί ἰσχυρή μεσίτρια πρός τό Θεό, γιά νά λάβουμε ἀπό αὐτόν δωρεές καί χάριτες. Μέ αὐτήν ἐξιλέωσαν οἱ Νινευίτες τό Θεό· μέ αὐτήν οἱ Ἰσραηλίτες βρῆκαν βοήθεια στίς θλίψεις· μέ τή νηστεία οἱ τρεῖς Παῖδες νίκησαν τή φωτιά· μέ αὐτή ὁ Ἠλίας ἀναγνωρίζεται ὡς πύρινος ἁρματηλάτης· μέ αὐτή ὁ Μωυσῆς δέχτηκε ἀπό τό Θεό τό Νόμο· καί τί νά λέω τά περιττά· μέ τή νηστεία ὁ Δεσπότης Χριστός προετοιμάστηκε γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, γιά νά μᾶς δώσει παράδειγμα πόσο ὠφέλιμη εἶναι ἡ νηστεία. Ὅποιος, λοιπόν, ποθεῖ νά θεραπευτεῖ, νά κάνει τόν Κύριο ἐκδίκηση κατά τῶν ἐχθρῶν του καί νά ἀπολαύσει ὅλα τά προαναφερθέντα ἀξιώματα, ἄς ὁπλιστεῖ μέ ἕνα ἅγιο μίσος ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του, δηλαδή νά μισήσει τή σάρκα, νά τήν τιμωρήσει μέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καί προσευχές, καί μέ ὅσες περισσότερες σκληραγωγίες μπορέσει· γιατί μέ αὐτό τόν τρόπο ὄχι μόνο ἱκανοποιεῖ τό Θεό ἀλλά νικᾶ καί κατά κράτος τόν ἰσχυρότερό του ἐχθρό καί γίνεται ἡ ψυχή καί τό σῶμα ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτά ὅλα πού εἴπαμε ἄς γίνουν μέ τήν πρέπουσα διάκριση, δηλαδή ὅσο μπορεῖς νά τά κάνεις χωρίς νά θανατώσεις τόν ἄνθρωπο, γιατί πολλοί ἐπιχείρησαν ἐγκράτεια μεγαλύτερη ἀπό τή δύναμή τους καί ἀσθένησαν τόσο πολύ, πού ὕστερα τήν ἐγκατέλειψαν ἐντελῶς γιά νά ἀποκτήσουν τήν ὑγεία τους. Γι’ αὐτό ἄς κάνει ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις του, γιατί ἄλλος μπορεῖ νά νηστέψει τρεῖς μέρες χωρίς βλάβη καί ἄλλος δέν μπορεῖ οὔτε μία μέρα. Ἡ διάκριση, λοιπόν, εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες τίς ἀρετές.

Σ
υνόδεψε τή νηστεία μέ τά ἔργα τῆς ἐλεημοσύνης, γιά νά εἶναι ὠφελιμότερη καί θεάρεστη, γιατί ἡ νηστεία χωρίς ἀγάπη καί ἔλεος εἶναι σάν τό λυχνάρι χωρίς λάδι. Δῶσε, λοιπόν, ἐλεημοσύνη γιά νά ἐπακούσει τήν προσευχή σου ὁ Κύριος, νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες σου, νά σέ λυτρώσει ἀπό τά μελλούμενα κακά καί νά σοῦ χαρίσει τά αἰώνια ἀγαθά. Ἡ νηστεία μαραίνει τά πάθη τῆς σάρκας καί ἀφανίζει τίς αἰτίες τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά δέ δίνει τήν τέλεια ὑγεία χωρίς τήν ἀλοιφή τῆς ἐλεημοσύνης, χωρίς τόν ποταμό τῆς εὐσπλαχνίας καί τήν ἐπιδρομή τῆς εὐποιίας. Ἡ νηστεία θεραπεύει τίς πληγές τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά δέ βγάζει τά στίγματά του χωρίς τό λάδι τῆς συμπάθειας. Ὁ « Ἐκκλησιαστής» λέει ὅτι ὅπως τό νερό σβήνει τή φωτιά, ἔτσι ἡ ἐλεημοσύνη ἀφανίζει τήν ἁμαρτία. Καί λέει ὁ μέγας Ἀμβρόσιος: «Μεγάλη ὄντως ἡ δύναμη τῆς ἐλεημοσύνης, γιατί μέ τήν πηγή αὐτῆς τῆς ἀγάπης σβήνει τή φωτιά τῶν ἐγκλημάτων μέ τέτοιο τρόπο ὥστε ἀκόμα καί ἄν εἶναι θυμωμένος ὁ Δικαστής ἐναντίον ἐκείνου πού ἁμάρτησε καί θέλει νά τόν τιμωρήσει, μέ τή δύναμη τῆς ἐλεημοσύνης τόν συγχωρεῖ». Δέν βρῆκε ἄλλο τρόπο ὁ προφήτης Δανιήλ νά λυτρώσειΝαβουχοδονόσορα ἀπό τήν ἀπειλή τοῦ Κυρίου ἐκτός ἀπό τήν εὐσπλαχνία, καί τοῦ λέει: « Ἄκου τή συμβουλή μου, βασιλιά, ἐξάλειψε μέ τήν ἐλεημοσύνη τίς ἁμαρτίες σου καί τίς πονηρίες σου μέ τά ἔργα τῆς εὐποιίας πρός τούς φτωχούς». Αὐτά εἶπε ὁ ἅγιος γνωρίζοντας πόση δύναμη ἔχει ἡ ἐλεημοσύνη νά ἐξευμενίσει τόν Πανοικτίρμονα.

πειδή, λοιπόν, τόσο μεγάλη δύναμη ἔχει ἡ ἀρετή αὐτή, ὅποιος θέλει νά βρεῖ ἔλεος ἀπό τό Θεό ἄς ντυθεῖ αὐτό τό ροῦχο, ἄς σπλαχνίζεται τούς φτωχούς, τίς χῆρες καί τά ὀρφανά μέ τήν περιουσία πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Καί ἄν ἀκόμα εἶναι φτωχός, μέ τή συμβουλή καί τή μεσιτεία του, καί ἄν δέν μπορεῖ τίποτε ἄλλο, τουλάχιστον ἄς τούς συμπονέσει μέ τήν καρδιά του, καί θά ἔχει μισθό γι’ αὐτό. Ἐπειδή, σύμφωνα μέ τόν Γρηγόριο τό Διάλογο, δέ δίνει λιγότερα ὅποιος συμπονεῖ τό φτωχό μέ τήν καρδιά του ἀπό ἐκεῖνον πού τόν βοηθάει μέ τήν περιουσία του, γιατί ὁ μέν ἕνας δίνει χρήματα ἐνῶ ὁ ἄλλος τήν ψυχή του. Ὁ Μέγας Αὐγουστίνος λέει ὅτι μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη εἶναι νά συγχωρέσεις μέ ὅλη τήν καρδιά σου αὐτόν πού σοῦ ἔφταιξε. Καί ἐπειδή δέν μπορεῖς νά ζήσεις οὔτε μία ὥρα ἀναμάρτητος, συγχώρησε τόν ἀδελφό σου, ἐάν ποθεῖς νά συγχωρέσει ὁ Κύριος τά δικά σου πταίσματα. Τό ἴδιο λέει καί ὁ Καισάριος. Ὅποιος δέν ἔχει νά ἐλευθερώσει αἰχμάλωτο ἤ νά ντύσει γυμνό ἄς πιέζεται νά μήν ἔχει μίσος στήν καρδιά κατά τοῦ πλησίον καί νά μήν ἀποδώσει κακό ἀντί κακοῦ στούς ἐχθρούς του, ἀλλά νά τούς ἀγαπᾶ μάλιστα καί νά προσεύχεται γι’ αὐτούς καί νά ἔχει μεγάλη ἐλπίδα στήν εὐσπλαχνία καί ὑπόσχεση τοῦ Δεσπότου μας καί νά τοῦ λέει: «Δῶσε μου, Κύριε, ὅ,τι ἔδωσα. Συγχώρεσέ με ὅπως καί ἐγώ συγχώρεσα». Δέ γράφουμε ἐδῶ περισσότερα σχετικά μέ τήν ἐλεημοσύνη, γιατί παρακάτω θά μιλήσουμε ξεχωριστά γιά τήν ἀρετή αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι ἰδιαίτερα ὠφέλιμη στή σωτηρία μας καί δέν πρέπει νά τήν περάσουμε μέ συντομία.

Τό τρίτο μέρος τῆς ἱκανοποιήσεως εἶναι ἡ ἱερή προσευχή, ἡ ὁποία ὅταν γίνει μέ πίστη καί πολλή ταπείνωση, ὅ,τι καί ἄν ζητήσουμε μέ αὐτή ἀπό τόν Κύριο, ἀναμφίβολα τό παίρνουμε, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε σέ πολλά σημεῖα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅμως, σωστό εἶναι νά ζητοῦμε εὔλογα πράγματα καί ὠφέλιμα γιά τήν ψυχή μας, γιατί κάθε προσευχή πού γίνεται μέ τόν τρόπο πού πρέπει καί συνακόλουθα πού εἶναι ἀναγκαῖα, κατευθύνεται καί παρουσιάζεται μπροστά στό Θεό καί ἐκεῖνος ἐπακούει τήν αἴτησή μας. Ἐάν πάλι ἀργήσει καμιά φορά νά μᾶς ἐπακούσει καί νά μᾶς δώσει αὐτό πού τοῦ ζητᾶμε, αὐτό τό κάνει ὁ σοφότατος Εὐεργέτης γιά νά εἴμαστε ὕστερα ἄγρυπνοι καί ἐπιμελέστατοι, ἀφοῦ μᾶς τό δώσει, νά τό φυλᾶμε ἀκριβά καί νά μήν τό χάσουμε. Ἡ προσευχή ἀφανίζει τίς ἁμαρτίες τοῦ προσευχόμενου, ὅπως φάνηκε μέ τόν Τελώνη. Αὐτή ἐκφοβίζει καίδιασκορπίζει τούς δαίμονες, ὁρίζει τά στοιχεῖα, τόν οὐρανό καί τόν ἥλιο ὅπως φάνηκε σέ διάφορους καιρούς καί τόπους. Μέ τήν προσευχή ἔσχισε ὁ Μωυσῆς τήν Ἐρυθρά θάλασσα καί πέρασαν οἱ Ἰσραηλίτες ὅλοι καί οἱ ἐχθροί τους πνίγηκαν. Ὁμοίως καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ προσευχήθηκε καί πέρασε τόν Ἰορδάνη καί πρόσταξε τόν ἥλιο καί σταμάτησε ἕξι ὧρες τό δρόμο του. Τό ἴδιο ἔκανε ὁ ἀββᾶς Πατερμούθιος καί κάποιοι ἄλλοι. Ὁ Ἠλίας πρόσταξε τούς οὐρανούς καί δέν ἔβρεξαν σαράντα δύο μῆνες· καί τότε ἔκανε πάλι προσευχή καί ἦρθε βροχή ἀναρίθμητη.

λλά γιά νά μή διηγοῦμαι τό καθένα ξεχωριστά, ἡ προσευχή μπορεῖ νά βγάλει ἀπό τόν ἅδη ψυχές ἀνθρώπων καί νά ζωογονήσει τά σώματα, νά ξεριζώσει ὄρη καί δέντρα ἀπό τή στεριά, νά τά φυτέψει στήν ὑγρή φύση τοῦ νεροῦ, ὅπως εἴδαμε νά κάνουν κάποιοι ἐνάρετοι ἄνθρωποι· καί, μέ λίγα λόγια, ὅλα ὅσα θελήσει νά κάνει ἕνας πιστός, σημεῖα καί τέρατα, ἀρκεῖ νά κάνει μέ εὐλάβεια καί πίστη προσευχή καί νά μήν ὑπερηφανευτεῖ μέσα στήν καρδιά του καί θά τόν ἐπακούσει ὁ Δεσπότης, ὅπως εἶπε στό ἱερό Εὐαγγέλιο. Αὐτή τήν προσευχή τήν ἐγκωμιάζει πολύ ὁ Μέγας Βασίλειος καί λέει περί αὐτῆς τά ἑξῆς: « Ἡ προσευχή εἶναι συνύπαρξη καί ἕνωση ἀνθρώπου καί Θεοῦ, σύσταση κόσμου, συμφιλίωση μέ τό Θεό, μητέρα τῶν δακρύων, ἱλασμός ἁμαρτημάτων, γέφυρα τῶν πειρασμῶν, θραύση πολέμου, ἔργο ἀγγέλων, πηγή ἀρετῶν, πρόξενος χαρισμάτων, φωτισμός τοῦ νοῦ, ἀόρατη προκοπή, τροφή τῆς ψυχῆς, πέλεκυς τῆς ἀπόγνωσης, ἀπόδειξη τῆς ἐλπίδας, διάλυση τῆς λύπης, πλοῦτος τῶν μοναχῶν, μείωση τοῦ θυμοῦ, ἔσοπτρον τῆς προκοπῆς καί, γιά νά τό πῶ μέ συντομία, προσευχή εἶναι γι’ αὐτόν πού ὄντως προσεύχεται δικαστήριο καί κριτήριο καί βῆμα τοῦ Χριστοῦ πρίν ἀπό τό μελλοντικό βῆμα»· δηλαδή, ἡ προσευχή εἶναι γιά ἐκεῖνον πού προσεύχεται σάν δικαστήριο πρίν ἀπό τή φοβερή Κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί καταδικάζεται ἀπό μόνος του ἐδῶ ὁ ἁμαρτωλός γιά νά βρεθεῖ ἐκεῖ ἀθῶος. Καλότυχος, λοιπόν, ὅποιος κλαίει πικρῶς ἐδῶ προσευχόμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτός δέ θά κριθεῖ τότε στό φοβερό ἐκεῖνο δικαστήριο. Γι’ αὐτό, ἀγαπητέ, ξεκινώντας τήν προσευχή ἄσε ὅλες τίς φροντίδες καί τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος, ἐγκατάλειψε τή γῆ καί τή θάλασσα, πέτα στόν αἰθέρα καί στά ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ καί δές τίς στρατιές τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων, τά πολυόμματα Χερουβίμ καί τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, καί ὕψωσε τή διάνοιά σου πάνω ἀπ’ ὅλη τήν κτίση καί ἀνύψωσε τό νοῦ σου πάνω ἀπ’ ὅλα καί ἐννόησε τήν ἀπόρρητη καί ἱδρυμένη πέρα ἀπό κάθε νοῦ θεία φύση, τήν ἄτρεπτη, ἀναλλοίωτη, ἁπλή, ἀσύνθετη, ἀδιαίρετη σέ τρεῖς ὑποστάσεις, φῶς ἀπρόσιτο, δύναμη ἄφραστη, ἀμήχανο κάλλος, πού ἅπτεται σφοδρῶς
τῆς πληγωμένης ψυχῆς, καί εἶναι ἀδύνατον νά δηλωθεῖ μέ λόγια σύμφωνα μέ τήν ἀξία. Ἐκεῖ ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἕνας καί τά τρία Θεός. Τρία ἅγια, σύνθρονα, ὁμοούσια, ἀΐδια. Μία θεότητα, μία κυριότητα καί ἁγιότητα πού περιέχει, δημιουργεῖ καί ἁγιάζει τά πάντα. Μία θεότητα καί δύναμη. Ἕνας Βασιλιάς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος  τῶν κυριευόντων.

Αὐτόν τό Βασιλιά σκέψου, ἁμαρτωλέ, ὅταν προσεύχεσαι, γιά νά καταλάβεις τή μεγαλειότητά του καί πόσο πρέπει νά τόν ἀγαπᾶς καί νά σέβεσαι τό ὄνομά του, γιατί αὐτός εἶναι Θεός παντέλειος, πάρα πολύ ὡραῖος, περισσότερο ἀπό τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων, πανάγαθος, πολυεύσπλαχνος, φοβερός καί δίκαιος. Καί ἀκόμη, Πατήρ φιλόστοργος, εὐεργέτης πλουσιοπάροχος, Λυτρωτής καί Σωτήρ πολυέλεος· καί ὅταν τόν στοχαστεῖς μέ αὐτά τά ἐπίθετα, θά καταλάβεις μέ ποιά καρδιά πρέπει νά λατρεύεις καί νά σέβεσαι ἕναν τέτοιον Δεσπότη, δηλαδή νά τόν προκυνᾶς ὡς Θεό, νά τόν ὑμνεῖς ὡς ὑπερένδοξο, νά τόν ἀγαπᾶς ὡς ὡραῖο καί πανάγαθο, νά τόν τρέμεις ὡς δίκαιο καί φοβερό, νά ὑποτάσσεσαι στό θέλημά του ὡς παγκόσμιο Βασιλέα, νά τόν εὐχαριστεῖς ὡς Εὐεργέτη καί νά τόν δοξάζεις ὡς Θεό, νά τοῦ προσφέρεις τόν ἑαυτό σου ὡς Δημιουργό καί Ποιητή καί ὅσα ἐξουσιάζεις, ἐπειδή ὅλα εἶναι δικά του χαρίσματα, καί ὡς Σωτήρα καί Λυτρωτή νά τοῦ ζητᾶς στήν προσευχή σου βοήθεια. Αὐτές καί ἄλλες ὅμοιες πράξεις ἀρετῆς χρωστάει τό λογικό κτίσμα πρός τό Δημιουργό καί Κτίστη του. Γιατί, ὅπως ἐκεῖνος εἶναι τά πάντα ἐν πᾶσι, ἔτσι θέλει νά εὐλαβεῖται καί νά τιμᾶται ἀπό ὅλους μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις καί τίς πράξεις, τό ὁποῖο γίνεται βέβαια μέ ὅλες τίς πράξεις πού τελοῦνται πρός δόξαν του, ὅμως στήν προσευχή πληροῦνται ἐξαίρετα, ὅταν ἀκολουθοῦν οἱ πράξεις αὐτῶν τῶν ἀρετῶν, δηλαδή τῆς πίστης, τῆς ἐλπίδας, τῆς ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης καί ἄλλων ὁμοίων. Ἀλλά γιά νά μή νομίσεις πώς ἀπέχει ὁ Κύριος πολύ μακριά ἀπό ἐσένα, νά ξέρεις ὅτι ὡς αἰτία τῶν ὄντων καί Θεός ἀπερίγραπτος εἶναι παρών σέ κάθε τόπο, καί μάλιστα ὅταν προσεύχεσαι, στέκεται στ’ ἀλήθεια μπροστά σου, ἀκούει τά λόγια, στοχάζεται τήν εὐλάβειά σου καί ἐπιθυμεῖ τά δάκρυά σου.

Βλέποντάς τον, λοιπόν, μέ τά νοερά μάτια σου θά ἔχεις μιά βαθύτατη εὐλάβεια ἀπό τήν καρδιά σου κατανοώντας τή μεγαλειότητά του καί τήν ἀναξιότητά σου, ὅπως ἔλεγε ὁ δίκαιος Ἀβραάμ: « Ἔτι λαλήσω πρός τόν Δεσπότην μου. Ἐγώ δέ εἰμί γῆ καί σποδός». Καί σκέψου ἐπιμελῶς τήν παντοδύναμη σοφία, τή φιλάγαθη γνώμη καί τίς ὑπόλοιπες ἀρετές αὐτοῦ τοῦ ὑπέρτιμου καί ὑπερένδοξου Δεσπότη, τά ὁποῖα εἶναι τόσο θαυμάσια ὥστε ὑπερβαίνουν κάθε νοῦ καί διάνοια, ὄχι μόνο τά ἀνθρώπινα ἀλλά καί τῶν ἴδιων τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Αὐτός ὁ λογισμός ἐπαρκεῖ γιά νά σέ κάνει νά ταπεινωθεῖς μέχρι τό χῶμα τῆς γῆς σάν ἀναξιότατο σκουλήκι πού εἶσαι, νά στέκεσαι μέ φόβο καί τρόμο πολύ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου σου· καί ὅσο δοθεῖ ἡ καρδιά σου ἀπασχολούμενη μέ τέτοιο φόβο, τόσο λιγότερο θά γυρίζει ὁ νοῦς σου στούς βιοτικούς λογισμούς· γιατί τό χαλινάρι τοῦ φόβου δέν ἀφήνει τήν καρδιά νά περιπλανιέται σέ ἄλλους λογισμούς ἐνώπιον τόσο μεγάλης μεγαλοπρέπειας. Γιατί ἐάν, ὅταν πᾶς νά μιλήσεις μέ κάποιον βασιλιά ἐπίγειο, στέκεσαι μέ τόσο φόβο καί τρόμο, πού εἶναι ἄνθρωπος σάν καί σένα, πόσο ἔντρομος πρέπει νά στέκεσαι ὅταν συνομιλεῖς μέ τήν προσευχή μέ τό βασιλιά τῶν ἀγγέλων καί ὅλης τῆς Κτίσης; Στάσου στήν προσευχή, ἁμαρτωλέ, μέ τόση ταπείνωση καί ἐλεεινῶς, ὅπωςὁ κατάδικος στέκεται μπροστά στό Δικαστή, γιά νά σβήσεις τόν θυμό τοῦ δίκαιου Κριτῆ μέ τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση καί μέ τό ἐσωτερικό ἦθος, γιά νά λάβεις τέλεια συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν σου. Καί ὅταν προσεύχεσαι, ἄρχισε ἀπό τή θεολογία καί τούς θεοπρεπεῖς αἴνους, καί ὅταν δοξολογήσεις μέ ταπεινοφροσύνη, τότε ζήτησε ὄχι τροφή ἤ ὑγεία σωματική, ὄχι τίποτε ἄλλο ἀπό τά ἐπίγεια, ἀλλά τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν· τά ὑπόλοιπα τώρα, ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα γιά τό σῶμα, σοῦ τά δίνει καί χωρίς νά τά ζητήσεις, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε λέγοντας: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».Ἐάν, λοιπόν, θέλεις νά κατευθυνθεῖ ἡ προσευχή σου ὡς θυμίαμα καί νάφτάσει στά αὐτιά τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, βάλ’ της τίς δύο φτεροῦγες πού εἴπαμε, τή νηστεία καί τό ἔλεος, γιά νά πετάξει μέ αὐτές εὐκολότερα· γιατί ἡ νηστεία λεπταίνει τό νοῦ καί ἐλαφραίνει τό βάρος τοῦ σώματος καί δυναμώνει τήν προσευχή, καί ἡ προσευχή τή νηστεία καί τή συντριβή τῆς καρδιᾶς, γιατί ὅσο προσεύχεσαι τόσο ἔρχεται καί ἡ κατάνυξη τῶν δακρύων· καί νά ἀγωνίζεσαι, ὅσο μπορεῖς, νά μήν τελειώσεις τήν προσευχή ποτέ χωρίς δάκρυα καί πόνο καρδιᾶς· καί τότε σοῦ ἔρχεται μιά γλυκύτατη παρηγοριά τοῦ πνεύματος, ὅσο συχνάζεις στήν προσευχή καί στά δάκρυα, ὥστε νά ξεχνᾶς τήν τροφή τοῦ σώματος, σύμφωνα μέ τόν Δαβίδ: «Ἐπελαθόμην τοῦ φαγεῖν τόν ἄρτον μου, τοῖς δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω». Καί ὅταν προσεύχεσαι, νά ἐπιδιώκεις τήν ἡσυχία, ἐάν θέλεις νά ἔρχεται ἡ κατάνυξη, δηλαδή ἄν εἶσαι μοναχός σέ καιρό καί τόπο πού νά μήν ἀκοῦς ταραχή οὔτε ὁμιλίες ἀνθρώπων γιά νά ἔχεις ὅλο τό νοῦ σου στό Θεό, καί αὐτό γίνεται τή νύχτα, πού εἶναι σιωπή καί ἡσυχία σέ ὅλα. Καί ὅταν κάνεις ἀρκετή προσευχή καί ὅσα ἄλλα εἴπαμε παραπάνω, πήγαινε μέ φόβο καί πίστη στήν ἱερή Κοινωνία, περί τῆς ὁποίας γράφουμε στή συνέχεια, γιατί φτάνουν ὅσα εἴπαμε σχετικά μέ τήν ἱκανοποίηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  Η' (σελ. 278-286)
Βιβλίον Ωραιότατον καλούμενον ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ
ΣΥΝΤΕΘΕΝ ΕΙΣ ΚΟΙΝΗΝ ΤΩΝ ΓΡΑΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΠΑΡΑ
ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ
ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Εκδόσεις Γνόφος

Γεροντικό - Εἶμαι στά χέρια τοῦ Θεοῦ


tTόν καιρό πού οἱ Λογγοβάρδοι λυμαίνονταν τίς ἐπαρχίες τῆς Βορείου Ἰταλίας, ἔπιασαν αἰχμάλωτο ἕνα Διάκονο κι εἶχαν ἀποφασίσει νά τόν βασανίσουν.

Ὁ Σάγκτουλος, ἕνας Χριστιανός Λογγοβάρδος, πού οἱ συμπατριῶται του τόν σέβονταν σάν ἅγιο, γιά τήν πολλή εὐλάβεια καί τή μεγάλη ἀρετή του, ἔκανε πολλά διαβήματα στούς ἀρχηγούς, γιά νά σώση τή ζωή τοῦ αἰχμαλώτου. Μά δέν κατώρθωσε τίποτε ἄλλο, ἐκτός ἀπό τή χάρη νά μείνη αὐτός φρουρός κοντά στόν μελλοθάνατο, τήν τελευταία νύκτα. 

- Μεῖνε, τόν προειδοποίησε ὁ Ἀρχηγός, ἀλλ᾽ ἄν ξεφύγη, νά ξέρης πώς θά βασανιστῆς ἐσύ στή θέσι του.

Ὁ Σάγκτουλος συμφώνησε κι ἔτσι κάθησε φρουρός. Τά μεσάνυχτα ὅμως, ὅταν ὅλο τό στρατόπεδο ἦταν βυθισμένο στόν ὕπνο, ξύπνησε τόν Διάκονο καί τοῦ εἶπε νά σηκωθῆ νά φύγη, ὅσο μποροῦσε πιό γρήγορα. Τοῦ εἶχε ἕτοιμο κι ἕνα γοργό ἄλογο.

- Ἀδύνατον, ἀδελφέ μου, ἔλεγε ὁ μελλοθάνατος.
Ἄν ἐγώ γλιτώσω, ἐσύ εἶναι ἀδύνατο νά γλιτώσης ἀπό τά χέρια τους. Πῶς λοιπόν νά γίνω αἰτία νά πεθάνης μ᾽ ἕνα τόσο σκληρό θάνατο;

- Μή σέ μέλει γιά μένα, ἔλεγε ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ Σάγκτουλος. Ὁ Θεός θά μέ σκεπάση. Ἔτσι τόν ἔπεισε νά φύγη.
Τήν ἄλλη ἡμέρα, οἱ Λογγοβάρδοι ζήτησαν τόν αἰχμάλωτο.

- Ἔφυγε, τούς εἶπε μέ ἀπάθεια ὁ φρουρός του.

- Κι ἐσύ θά ξέρης βέβαια πολύ καλά τόν τρόπο.

- Ναί, ἀποκρίθηκε θαρρετά ὁ Σάγκτουλος.

- Ἐπειδή εἶσαι καλός ἄνθρωπος, δέ θέλω νά σέ βασανίσω, εἶπε ὁ Ἀρχηγός, πού θαύμαζε, χωρίς νά τό δείχνη, τό θάρρος του. Διάλεξε μόνος σου τόν τρόπο πού προτιμᾶς νά πεθάνης.

- Εἶμαι στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀποκρίθηκε ἀτάραχος ὁ Χριστιανός στρατιώτης. Τόν θάνατο πού θά παραχωρήσηἘκεῖνος, θά τόν δεχθῶ μέ εὐχαρίστησι.

Τελικά ἀποφάσισαν νά τοῦ κόψουν μέ πέλεκυ τήν κεφαλή του κι ἀνέθεσαν τή δουλειά αὐτή σ᾽ ἕνα μεγαλόσωμο καί χειροδύναμο στρατιώτη.
Ὁ Σάγκτουλος γονάτισε, εἶπε τήν προσευχή του κι ἔσκυψε καρτερικά τό κεφάλι νά δεχθῆ τό χτύπημα. Ἡ ψυχή του ἀγαλλίαζε στή σκέψι πώς σέ λίγο θά βρισκόταν κοντά στόν Χριστό. Ὁ δήμιος σήκωσε ὁρμητικά τόν φονικό πέλεκυ γιά νά ξεμπερδέψη μιά καί καλή μ᾽ αυτή τή δουλειά. Τά χέρια του ὅμως ἔμειναν ἀκίνητα στόν ἀέρα, σάν νά τά ἔσφιγγε μυστηριώδης δύναμις. Ἔνιωσε πόνους φοβερούς κι ἄρχισε νά μουγκρίζη σάν πληγωμένο θηρίο. Οἱ ἄλλοι γύρω τρόμαξαν.

- Τί πᾶμε νά κάνωμε; ἔλεγαν μεταξύ τους, νά τά βάλωμε μέ τόν ἅγιο αὐτόν ἄνθρωπο, πού ἔχει τόν Θεό μαζί του;

Ἄρχισαν, λοιπόν, νά παρακαλοῦν τόν Σάγκτουλο, πού ἔμενε ἀκόμη μέ τό κεφάλι γερμένο, νά γιατρέψη τόν στρατιώτη, πού ἐξακολουθοῦσε νά φωνάζη μέ τά χέρια κρατημένα ψηλά.

- Δέν μπορῶ νά ζητήσω τέτοια χάρι γι᾽ αὐτόν ἀπό τόν Κύριό μου, ἄν δέν ὑποσχεθῆ πρῶτα πώς δέ θά ξανασηκώση τό χέρι του νά κτυπήση Χριστιανό, εἶπε ὁ Σάγκτουλος.

- Ὑπόσχομαι, φώναξε ὁ στρατιώτης τρέμοντας ἀπό τό φόβο του.

- Κατέβασε λοιπόν τά χέρια σου, πρόσταξε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ.
Μέ τόν λόγο, τά χέρια παρευθύς κινήθηκαν γιά νά πετάξουν πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα μακριά τό φονικό ὄργανο.
Κατάπληκτοι οἱ Λογγοβάρδοι γιά ὅσα ἔγιναν ἐκεῖνο τό πρωΐ μπροστά στά μάτια τους, χάρισαν τή ζωή στό Σάγκτουλο, πού ἔγινε ἀπό τότε,Ἱεραπόστολος ἀνάμεσά τους.
Ἀπό τό ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Περιοδική Ἔκδοσις
Ἱεραποστολικοῦ Φιλανθρωπικοῦ Mορφωτικοῦ Συλλ όγου «METAMOPΦΩΣIΣ TOY ΣΩTHPOΣ»
34 TEYXOΣ
Tσουκαλάδες Παραβόλας Ἀγριν

Ο όσιος Ανδρέας ο δια τον Χριστόν σαλός ερμηνεύει και θεολογεί - μέρος πρώτο


Ο Επιφάνιος πήρε μαζί του τον μακάριο Ανδρέα και πήγαν στον ναό του αγίου μεγαλομάρτυρος Αγαθονίκου. Αφού κάθησαν για ησυχία κοντά στη «φιάλη» ρώτησε ο νέος:
- Πες μου, ποιο είναι το πρώτο δημιούργημα του Θεού; Θέλω πολύ να σε ακούω. Μοιάζεις με πηγή που τρέχει μέλι και γάλα.
- Ο Θεός, απάντησε ο όσιος υπήρχε ανέκαθεν και υπάρχει και θα υπάρχη με τον άναρχο Υιο και Λόγο και ζωοποιό Πνεύμα Του. Κανένα από τα δημιουργήματα δεν υπήρχε. Μόνο μία ενδοτριαδική σιγή και γαλήνη βασίλευε. Επειδή όμως ο Θεός δεν ήθελε να περιορίση το αγαθό μέσα στον εαυτό Του, σκέφθηκε να δημιουργήση τον κόσμο και να τον ευεργετήση, ξεχύνοντας επάνω του την άπειρη αγαθότητά Του. Είπε λοιπόν: «Ας δημιουργηθούν οι αιώνες», και με τον λόγο δημιουργήθηκαν οι αιώνες αμέσως. Ο Λόγος είναι ο μονογενής Υιός, ο οποίος γεννήθηκε προαιωνίως από τον Πατέρα, χωρίς να αλλοιωθεί η θεία φύσις. Ο ίδιος έγινε το θεμέλιο, πάνω στο οποίο στηρίχθηκαν οι απέραντοι αιώνες, και ο ίδιος τους τελειοποίησε. Είναι λοιπόν το θεμέλιο της δημιουργίας, αλλά ταυτοχρόνως δεν παύει να είναι ως Θεός Λόγος, ενωμένος με τον ΠΑτέρα. Ο Ίδιος αλλωστε, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, έγινε για χάρι μας άνθρωπος από την παρθένο Μαρία.
- Εξήγησέ μου βαθύτερα, είπε ο Επιφάνιος, ποια είναι η υπόστασις των αιώνων;
- Είναι η ατελείωτη προέκτασίς τους, δηλαδή η αδιάκοπη διαδοχή των καιρών και η απεραντοσύνη των χρόνων. Η ουσία τους είναι ένα πολύμορφο και θαυμαστό πνεύμα, το οποίο ορίζεται σε όλη την έκτασί του από επτά σημάδια (δηλαδή χωρίζεται σε οκτώ χρονικές περιόδους). 
Από τους αιώνες έλαβαν νου οι άνθρωποι και οι άγγελοι. Και στους μεν αιώνες ο Κύριος έδωσε το ξεκίνημα για αδιάκοπη πορεία, ενώ σ' εμάς και στους αγγέλους χάρισε τη ζωή. Έτσι λοιπόν οι αιώνες μας παρακινούν με την αδιάκοπη πορεία τους να πορευόμαστε κι εμείς με τον ίδιο τρόπο.
Η πορεία τους αυτή αρχή έχει, τέλος όμως ποτέ. Πήρε ο Αδάμ από την αρχή αυόν τον δρόμο των αιώνων, αλλά μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον έβδομο αιώνα. Δεν μπόρεσε εξ αι΄τιας μας, γιατί σαν απόγονοί του με το ίδιο αίμα, είμαστε το ίδιο με εκείνον και η πορεία μας είναι κοινή. Μεχρι σήμερα δηλαδή δεν συμπληρώθηκαν οι επτά αιώνες αυτού του κόσμου, τους οποίους εμείς μετράμε με χρόνια. Όταν συμπληρωθούν, θα σηκώση ο Υψιστος φοβερό άνεμο σε όλη την οικουμένη. Τότε θα συναρμολογηθούν τα οστά τωνη ανθρώπων και θα κολλήσουν αρμονικά το ένα με το άλλο. Επάνω τους θ' απλωθούν τα νεύρα και ύστερα οι σάρκες, και κάθε ψυχή αποδεσμευμένη πια από το φθαρτό σώμα της θα το παραλάβη άφθαρτο.
Τότε θα σαλπίσει ένας άγγελος με φοβερό και τρομερό σάλπισμα, και δονηθή η οικουμένη. Τα μνημεία θ' ανοίξουν, οι νεκροί θα αναστηθούν εν ριπή οφθαλμού και θα κατέβη ο Κριτής, ο οποίος θα πληρώση τον καθένα ανάλογα με τα έργα του. Τότε λοιπόν θ' αρχίση ο όγδοος αιώνας, καθώς λέγει ο Σολομών: «Δος μερίδα τοις επτά, και γε τοις οκτώ» (Εκκλ. ια΄ 2). Αυτός ο αιώνας δεν θα έχη τέλος. Τους δικαίους θα τους οδηγήση σε ασύγκριτη ευφροσύνη και ανάπαυσι αιώνια, ενώ τους αμαρτωλούς σε διαρκή τιμωρία. Οι άνθρωποι μετά την ανάστασι των νεκρών θα γίνουν άφθαρτοι και αθάνατοι, ο παράδεισος παντοτινός, η κόλασις ατελείωτη και ο αίωνας εκείνος απέραντος. Ο λέξις άλλωστε «αιών» σημαίνει κατα κυριολεξίαν αυτό που επεκτείνεται διαρκώς προς το αχανές και το άπειρο, χωρίς να έχη κάποια άκρη ή τέλος.
- Αφού οι αιώνες, ρώτησε ο Επιφάνιος, είναι το πρώτο δημιούργημα του Θεού, ποιο είναι το δεύτερο;
 - Το δεύτερο είναι... (συνεχίζεται στο δεύτερο μέρος) 

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ο δια τον Χριστόν σαλός
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής - Έκδοσις εικοστή πρώτη 

Ἡ ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Χριστοῦ μας


http://HristosPanagia3.blogspot.com
Ὁ Χριστός ζητᾶ ἀπό μᾶς τά πάντα.

1) Μᾶς ζητάει νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας, λέγοντάς μας: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν Σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».  
Δηλ. «Ὅποιος θέλει νά γίνει δικός Μου, πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό του, νά σηκώσει τόν Σταυρό του, πού σημαίνει νά νεκρωθεῖ ὡς πρός τήν ἁμαρτία, ὡς πρός τόν κόσμο (νά ἀποβάλει τό κοσμικό φρόνημα), νά ἀπαρνηθεῖ τόν διάβολο καί νά μέ ἀκολουθήσει τηρώντας ὅλα ὅσα λέω». Ἄν ἀληθινά θέλουμε νά εἴμαστε μαθητές Ἐκείνου, πρέπει νά ξεχάσουμε τελείως τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας, νά ἀπορρίψουμε καί νά μισήσουμε κάθε ἁμαρτία· ἀκόμη, θά πρέπει νά κάμνουμε καί τό καλό, νά τηροῦμε ὅλες τίς ἐντολές καί νά νεκρωθοῦμε ὡς πρός τό κοσμικό φρόνημα, τήν ἁμαρτία καί κάθε πάθος.  
Δέν πρέπει νά ἀφήσουμε ἀνεξάλειπτη καμμία ἁμαρτία, ἀκόμη καί ἄν εἶναι πολύ μικρή, διότι μπορεῖ αὐτή νά μᾶς παρασύρει κατόπιν σέ μεγαλύτερο κακό.

Ἐπιθυμοῦμε τήν αἰώνια ζωή... Θέλουμε νά κερδίσουμε τόν Παράδεισο. Ὅμως, τίποτε δέν κερδίζει κανείς χωρίς κάποιο τίμημα. Θέλουμε νά χτίσουμε τήν οὐράνια κατοικία μας, πού θά διαρκέσει αἰώνια. 
Ἄν γιά νά χτίσουμε τήν ἐπίγεια, τήν προσωρινή, κατοικία μας καταβάλλουμε τόσους κόπους καί κάνουμε τόσα ἔξοδα, πόσο μᾶλλον θά πρέπει νά κοπιάσουμε γιά νά οἰκοδομήσουμε τήν αἰώνια κατοικία μας. Χρειάζεται νά θυσιάσουμε, νά «χάσουμε», κάποια πράγματα, τά ὁποῖα βέβαια εἶναι μηδαμινά μπροστά στήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. 
Γι' αὐτό λέει καί ἡ Ἀγία Γραφή: «Οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». Δέν εἶναι τίποτα τά παθήματα αὐτῆς τῆς ζωῆς μπροστά στήν δόξα πού πρόκειται νά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ στήν αἰωνιότητα.

Ὡστόσο, ὁ Χριστιανός φαίνεται ὅτι χάνει πολλά πράγματα:


α) Τήν ἄνεσή του. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν». Χρειάζεται νά πάρουμε διαζύγιο ἀπό τήν ἄνεση καί τήν καλοπέραση, ἀπό τήν τήν τεμπελιά καί τήν ἀνεμελιά.
Ἀπαιτεῖται νά ἀσκήσουμε κάποια πίεση στὀν ἑαυτό μας. «Σκάμμα ἐστίν ὁ παρών βίος», λέει ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Ἡ ἐκκλησία ἔχει δύο Ἑνότητες μελῶν: τήν ἐπίγεια ἤ στρατευομένη καί τήν Οὐράνια ἤ Θριαμβεύουσα. Ἐμεῖς ἀνήκουμε στήν ἐπίγεια. Τό ὄνομα στρατευομένη δέν εἶναι τυχαῖο. Ὑποδηλώνει ὅτι βρισκόμαστε σέ κατάσταση ἐκστρατείας, σέ πολεμικές ἐπιχειρήσεις. Γι’ αὐτό καί ἀπαιτεῖται ἐπαγρύπνηση, νήψη, ἀπάρνηση τῆς ἄνεσης. Ἡ μάχη εἶναι διαρκής, χωρίς ἐλπίδα ἀνακωχῆς. Οἱ ἐνέδρες τοῦ ἐχθροῦ πολλές. Δέν χωράει τεμπελιά, ἀμέλεια καί ἀπροσεξία.

β) Μᾶς ζητάει νά ἀπαρνηθοῦμε τίς ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς.
Ὄχι ὅλες τίς ἀπολαύσεις, ἀλλά μόνον τίς ἁμαρτωλές, αὐτές πού τελικά ἀποδεικνύονται μάταιες καί μᾶς κάνουν νά βιώνουμε τήν δυστυχία, τήν ἀηδία καί τόν θάνατο. Γι’ αὐτό λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Πάντων ἀπόλαυσον, μόνον ἁμαρτίας ἀπόστηθι».

γ) Μᾶς ζητάει νά ἀπαρνηθοῦμε τό κοσμικό μέλλον μας, ἴσως καί τήν καρριέρα μας.
Παραδείγματα πολλά ἀπό τήν ζωή τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων ἀλλά καί τῶν συγχρόνων Χριστιανῶν, π.χ. Μακρῆς (πόλεμος ἀπό Μασωνία), σύγχρονοι Ρῶσοι χριστιανοί ἐπιστήμονες (ἅγιος Λουκᾶς Κριμαίας, ὁ ἰατρός).

δ) Μᾶς ζητάει νά ἀπαρνηθοῦμε τήν ἀναγνώριση τοῦ κόσμου, τῶν συγγενῶν καί τῶν φίλων μας.
Γεύεται κάποτε καί τόν διωγμό, ἀκόμη καί ἀπό τούς λεγόμενους δικούς του ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε:
«Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζεῖν διωχθήσονται». Κάνει ἐντύπωση τό «Πάντες».

Θά τολμούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἄν δέν ἔχουμε διωγμό θά πρέπει νά ἀνησυχοῦμε γιά τήν ποιότητα τοῦ χριστιανισμοῦ μας. Πάλι, ὁ Κύριος μᾶς εἶπε: «Ἀλλοίμονο ἄν σᾶς ποῦν καλά (σᾶς ἀποδεχθοῦν καί σᾶς ἐπαινέσουν) ὅλοι οἱ ἄνθρωποι» Αὐτό σημαίνει ὅτι συμβιβαζόμαστε μέ ὅλους, πᾶμε ὅπως φυσάει ὁ ἄνεμος. 
Ἀντιθέτως, εἴμαστε μακάριοι ὅταν μᾶς ὀνειδίσουν, μᾶς διώξουν, μᾶς συκοφαντήσουν, μᾶς περιφρονήσουν, διότι θέλουμε νά εἴμαστε μέ τόν Χριστό καί νά τηρήσουμε τό εὐαγγέλιο. Ἡ σύγκρουση μέ τόν κόσμο (τό κοσμικό πνεῦμα) εἶναι ἀναπόφευκτη. 
Ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, ἡ πόλωση εἶναι πολύ ἔντονη. Τεράστια ἀπόσταση χωρίζει τήν κατά Χριστόν ζωή ἀπό τήν ζωή τοῦ κόσμου.

2) Ὁ Χριστός μας δέν θέλει νά διχαζόμαστε.

Μᾶς εἶπε:
«Κανείς δέν μπορεῖ νά δουλεύει σέ δύο κυρίους. Δέν μπορεῖτε νά δουλεύετε ταυτόχρονα στόν Θεό καί στόν Μαμωνᾶ.(στόν Θεό καί στόν Διάβολο)»
Ἄν κανείς περπατᾶ ταυτόχρονα σέ δύο δρόμους, θά σχιστεῖ στή μέση, τελικά θά αὐτοδιαλυθεῖ.
Εἶναι σχιζοφρενική συμπεριφορά, πού ὑποδηλώνει διπλῆ προσωπικότητα, ἐσωτερική διάσπαση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, ἐπανάλειψη τοῦ προπατορικοῦ λάθους. Εἶναι πνευματικός ἀλλοιθωρισμός. 
Ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι τό Πᾶν, ἐμεῖς Τόν ἀφήνουμε καί ἀκολουθοῦμε τόν προαιώνιο ἐχθρό. Προσπαθοῦμε νά φτάσουμε στήν Θέωση, ἐμπιστευόμενοι στόν ἑαυτό μας· δέν δινόμαστε ἀπόλυτα στόν Χριστό. Διχαζόμαστε ἐσωτερικά, μέ ἀποτέλεσμα νά πλησιάζουμε διστακτικά, γεμᾶτοι φοβίες καί ἀναστολές. 
Ἡ πίστη μας εἶναι ὑποτονική καί τρεμοσβήνει. Ἡ θέρμη τῆς ἀγάπης μας: πολύ περιορισμένη. Ἡ χλιαρότητα κυριαρχεῖ.

Καί ὁ Λόγος φοβερός:
«Τούς χλιαρούς θά τούς ἐμέσω», λέει ὁ Κύριος στήν Ἀποκάλυψη. «Ἔπρεπε νά εἶσαι», γράφει ὁ Θεός στόν ἐπίσκοπο τῆς Λαοδικείας, «ἤ ψυχρός ἤ θερμός». Δηλ. θά ἔπρεπε νά εἶσαι ἀκέραιος καί ὁλόκληρος, ὄχι διχασμένος καί μεσοβέζικος. 
Ὁ ψυχρός ἔχει τήν ἐλπίδα κάποτε νά συναισθανθεῖ τήν παγωνιά τῆς ἁμαρτίας καί νά μετανοήσει. Ὁ θερμός εἶναι μακάριος, διότι ἀπολαμβάνει τή γλυκειά θαλπωρή τῆς κατά Χριστόν ζωῆς. 
Ὁ χλιαρός ὅμως κάνει, θά λέγαμε, τόν Θεό νά ἀηδιάζει. Δέν μετανοεῖ, διότι νομίζει ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη μετανοίας. Εἶναι ὑποκριτής καί ἀποκοιμίζει τή συνείδησή του τηρώντας κάποια ἐξωτερικά πράγματα. Ἡ καρδιά του ὅμως εἶναι διχασμένη. Εἶναι κατά ἕνα ποσοστό δοσμένη στόν Χριστό καί κατά τό ὑπόλοιπο δοσμένη στόν Ἀντίχριστο.

Ὁ χριστιανός, ἀντίθετα, εἶναι ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος. Μέλος τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι «πολίτης αὐτοῦ τοῦ κόσμου».

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ κόσμου εἶναι «χίλια κομμάτια μέσα του», γεμᾶτος ἄρρωστες προσκολλήσεις, ἐξαρτήσεις καί ἐπιθυμίες. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «ἑνοειδής», ἑνοποιημένος καί ἀληθινά ἐλεύθερος. 
Ὅλες του οἱ ψυχικές δυνάμεις εἶναι ἑνωμένες καί κατευθύνονται πρός τόν Θεό. Νοῦς, λόγος καί πνεῦμα, διά τῆς ἀδιάλειπτης νοερᾶς προσευχῆς, ἔχουν γίνει «ἕνα» στόν ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένο ἄνθρωπο. Τέτοιοι πρέπει νά γίνουμε ὅλοι, εἴτε εἴμαστε λαϊκοί στόν κόσμο εἴτε μοναχοί.

Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας λειτουργεῖ σωστά, καί ψυχικά καί σωματικά. Δέν εἶναι διχασμένη προσωπικότητα, ὅπως συμβαίνει μέ τόν ἄνθρωπο τοῦ κόσμου, πού κατά βάθος «δέν ξέρει τί θέλει».

Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, εἴτε ζοῦν μέσα σ’ ἕνα μοναστήρι εἴτε μέσα σέ μία κοσμική ἐνορία, εἶναι ἄνθρωποι πού ἀνήκουν στόν Χριστό καί ὄχι στόν κόσμο. Εἶναι «μέλη Χριστοῦ» καί ὄχι «μέλη τοῦ κόσμου».

Ὅταν ἕνας ἀσκητής βγαίνει ἀπό τό Μοναστήρι του γιά νά βοηθήσει πνευματικά τούς χριστιανούς πού ζοῦν στόν «κόσμο», δέν «βγαίνει στόν κόσμο», ὅπως συνήθως λέγεται. Ἀντίθετα, πηγαίνει στήν Ἐκκλησία καί συναντᾶ τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, πού ζοῦν «ἐν τῷ κόσμῳ» ἀλλά δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου». Ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Κοινότητα τῆς Ἐρήμου μεταβαίνει στήν Ἐκκλησιαστική Κοινότητα τοῦ κόσμου.

3) Ὁ Χριστός ζητάει ὁλόκληρη τήν καρδιά μας, ὁλόκληρο τό ἐσωτερικό μας.

Μᾶς λέει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου,...».
Μᾶς ζητάει ὅλη τήν καρδιά μας, ὅλο τόν νοῦν μας, ὅλη τήν δύναμή μας. Ὅλα αὐτά νά Τοῦ τά δώσουμε ἀγαπώντας Τον. Ζητάει ὅλη τήν ὕπαρξή μας. 
Ὄχι γιά τόν ἐαυτό Του, ἀλλά γιά μᾶς. Διότι θέλει νά σώσει τήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, θέλει νά μᾶς ζωοποιήσει καί νά μᾶς ἁγιάσει. Ἀλλά αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει ἄν δέν τοῦ δοθοῦμε ὁλόκληροι. 
Πρέπει ὅλη τήν ἀγάπη μας νά τήν δίδουμε στόν Χριστό. Ὅλες οἱ σκέψεις μας νά εἶναι γιά τόν Θεό, καί ὅλο τό συναίσθημα καί τά πάντα γιά τόν Θεό.
Ὁ Θεός μᾶς θέλει ἀπόλυτα δικούς Του.

Τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐπιποθεῖ», σφόδρα ἐπιθυμεῖ, νά ἑνωθεῖ μαζί μας. Θέλει τήν καρδία μας ὁλόκληρη. Τήν θέλει καθαρή. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀγαπᾶ «ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας καί διανοίας τόν Κύριο»[1]. Ἄν ἔχει καί ἄλλες ἀγάπες, τότε εἶναι «ἄπιστος», ἔχει καταλύσει τήν ἕνωση μέ τόν Κύριο.

Ὁ Κύριος εἶναι «Θεός ζηλωτής»[2] δηλ. «ζηλότυπος». Μᾶς θέλει ἀποκλειστικά δικούς του. Δέν μπορεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα νά μείνει μέσα στόν ἄνθρωπο πού εἶναι διχασμένος. Μιά καρδιά μοιρασμένη σέ πολλές κοσμικές ἀγάπες εἶναι μιά καρδιά μολυσμένη, τυφλή, ἀκατάλληλη νά δεχτεῖ τόν Κύριο.

Ἄν δώσουμε ἔστω καί κάτι στόν ἐχθρό, αὐτό μπορεῖ νά γίνει αἰτία τῆς ἀπώλειάς μας. Ὅπως ἕνας πολεμιστής, πού ἐκθέτει ἕνα τμῆμα τοῦ σώματός του ἀφύλακτο στόν ἐχθρό, μπορεῖ σ' ἐκεῖνο τό σημεῖο νά δεχθεῖ καίρια τήν πληγή ἀπό τό ἐχθρικό βέλος καί νά ἀποθάνει. 
Ὅπως μιά πόλη, πού ἔχει κενά στήν ἀμυντική της γραμμή, κινδυνεύει ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἁλωθεῖ ἀπό τούς ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά εἰσέλθουν στήν πόλη διά μέσου ἐκείνου τοῦ ἀδυνάτου σημείου.
Διά τοῦτο...

4) Ὁ Κύριος μᾶς ζητάει νά τηροῦμε ὅλες τίς ἐντολές καί καμμία νά μήν καταφρονοῦμε

Μετά τήν ἀνάσταση εἶπε στούς Ἀποστόλους:
«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν».
Κάνει ἐντύπωση ἡ λέξη «πάντα», δηλ. ὅλα, ὅλες τίς ἐντολές πρέπει νά τηρήσουμε. Ὁ Κύριος, μαζί μέ τήν ὀρθή πίστη γιά τήν Ἁγία Τριάδα, συνέζευξε καί τήν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν. Εἶναι ἀδύνατον νά σωθεῖ ὁ βαπτισθείς, ἄν δέν ἔχει καί τά δύο αὐτά.

Διά τοῦτο καί ὁ Δαβίδ ἔλεγε:
«Πρός πάσας τάς ἐντολάς σου κατωρθούμην· πᾶσαν ὁδόν ἄδικον ἐμίσησα», διότι ἐναντίον κάθε ἄδικης ὀδοῦ μᾶς ἔχει καί μιάν ἀντίστοιχη θεϊκή ἐντολή. Ἄν παραλειφθῆ ἡ τήρηση κάποιας ἀπό τίς ἐντολές, τότε ἀντεισάγεται ἡ ἀντικείμενη σ' αὐτήν ὁδός τῆς κακίας. Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε καί τήν δύναμη ὥστε νά εἶναι κατορθωτή ἡ τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν, μέ τό νά μᾶς πεῖ:
«...ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ.».
Αὐτήν τήν δύναμη καί ἐξουσία ἀφοῦ ἔλαβε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ»· καί πάλιν «οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκαν ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»· καί πάλιν «ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ». Ὅλες δέ οἱ ἐντολές, ἄν καί εἶναι πολλές, ἀνακεφαλαιώνονται σ' ἕναν λόγο, στό νά «ἀγαπήσεις τόν Κύριο καί Θεό σου ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Ἐκεῖνος ἑπομένως πού ἀγωνίζεται, ἄν τηρεῖ αὐτόν τόν λόγο, κατορθώνει ὅλες μαζί τίς ἐντολές.

5) Ὁ Χριστός ζητάει ὁλόκληρη τήν ζωή μας.

Γι’ αὐτό μᾶς εἶπε: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».

Δέν εἶναι κάτι διαφορετικό ὁ Χριστός καί ἡ ζωή μας. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή μας. Δέν ὑπάρχουν ὧρες τοῦ Χριστοῦ καί ὧρες τοῦ διαβόλου. Αὐτός πού μετανόησε ἀληθινά δέν ἔχει ὧρες πού ὀφείλει νά κάνει τό καλό καί ὦρες πού πρέπει νά ἀσωτεύει οὔτε ἔχει καιρό εὐσεβείας καί καιρό παρανομίας.

Ὁ Χριστός μᾶς ζητάει ὅλο τόν χρόνο μας, ὅλη τήν ζωή μας. Ζητάει καί τήν ἐργασία μας καί τήν βόλτα μας καί τήν ὥρα τῆς ἀνάπαυσής μας.Γιατί ὅλα πρέπει νά δοθοῦν στόν Χριστό καί ὅλα νά εἶναι γεγονότα μέ πνευματική σημασία. Ὅλα νά εἶναι γιά Ἐκεῖνον… Γεγονότα πού θά μᾶς ἑνώνουν μαζί Του.

Μία βόλτα εἶναι ἄραγε πνευματικό γεγονός;
Εἶναι.
  • Ὅλα εἶναι πνευματικά. 
  • Ὅλα ἔχουν πνευματική σημασία. 
  • Ὅλα ἤ μᾶς πλησιάζουν ἤ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Χριστό. 
  • Ὅλα ἤ μᾶς προσθέτουν Θεία Χάρη ἤ μᾶς ἀφαιροῦν.
  • Ὅλα ἤ ἐνεργοποιοῦν τήν Βαπτισματική Θεία Χάρη ἤ τήν ἀπενεργοποιοῦν.
  • Ὅλα ἤ μᾶς ὑψώνουν ἤ μᾶς κατεβάζουν. 
  • Ὅλα ἤ μᾶς ὁδηγοῦν στόν Χριστό μας ἤ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Χριστό μας. 
  • Τίποτε δέν εἶναι οὐδέτερο.
  • Τίποτε δέν εἶναι χωρίς σημασία. 
  • Τίποτε δέν εἶναι ἀδιάφορο. 
  • Ὅλα εἴτε μᾶς οἰκοδομοῦν πνευματικά εἴτε μᾶς γκρεμίζουν. Ὁ ἄνθρωπος κάθε στιγμή εἶναι ἤ Χριστολάτρης ἤ Χριστομάχος.
Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ὁ μή ὤν μετ’ Ἐμοῦ κατ’ Ἐμοῦ ἐστίν».   
Καί πάλι μᾶς εἶπε: «Ὁ μή συνάγων μετ’ Ἐμοῦ σκορπίζει». 
Ὅποιος δέν συγκεντρώνει μαζί Μου, σκορπίζει.
Ὅποιος δέν χτίζει μαζί μου, γκρεμίζει· ὅποιος δέν  θησαυρίζει μαζί Μου, σπαταλάει· ὅποιος δέν δημιουργεῖ μαζί Μου, καταστρέφει.

«Κάθε ἄνθρωπος…εἶναι ἢ Χριστόφιλος ἢ Χριστομάχος», μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία του στὸ Α´ Ἰω. δ´ 3).

Ἄν στήν βόλτα σου δέν εἶσαι μαζί μέ τόν Χριστό, τότε εἶσαι ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. 
Θά πεῖς ἴσως: «Μά δέν κάνουμε κάτι κακό».
Καί ὅμως, κάνουμε. Παραβαίνουμε τήν Α΄ Ἐντολή. 
Κάνουμε κάτι πού δέν ἔχει σχέση μέ τό ἀληθινό κάλλος καί τόν «κάλλει Ὡραῖο» Κύριο, ὁ Ὁποῖος μᾶς ζητάει τά πάντα:
  • Ὅλο τόν χρόνο μας, 
  • ὅλη τήν σκέψη μας, 
  • ὅλη τήν ἐνεργητικότητά μας,
  • ὅλη τήν ἀγάπη μας, 
  • ὅλη τήν βούλησή μας, 
  • ὅλα τά θελήματά μας, 
  • ὅλη τήν ψυχή μας, 
  • ὅλο τό σῶμα μας,
  • ὅλην τήν ψυχοσωματική μας ὑπόσταση. 
Τά ζητάει ὅλα, γιά νά τά κάνει ὅλα ἕνα μ’ Αὐτόν τόν Ἴδιο, καί ἔτσι νά τά σώσει.
-Πῶς μᾶς τά ζητάει; Μήπως ὑπερβάλλουμε;
-Καθόλου.
Μᾶς τά ζητάει ἀκριβῶς μέσῳ τῆς Α΄ Ἐντολῆς:
«Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου».

Ζητάει καί κάθε τι πού κάνουμε. Θέλει ὅλα νά ξεκινοῦν ἀπό Αὐτόν καί νά καταλήγουν σέ Αὐτόν.
Ἡ ἀφορμή γιά κάθε τι νά εἶναι Αὐτός.

Ἐπίσης, τό τέλος, ὁ σκοπός γιά κάθε τί, νά εἶναι πάλι ὁ Χριστός μας.
Ξεκάθαρα μᾶς τό εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος». 
Ὅ,τι δέν ἔχει ἀρχή Ἐμένα, δέν ἔχει ὕπαρξη. 
Εἶναι μή ὄν, εἶναι ἀνυπόστατο, εἶναι κακό (τό κακό πράγματι εἶναι ἀνυπόστατο).

Μόνο ὅ,τι ἀρχίζει ἐξ αἰτίας τοῦ Χριστοῦ μας καί σκοπεύει στόν Χριστό μας, στήν εὐαρέστησή Του, εἶναι εὐλογημένο, εἶναι ἀληθινά ὡραῖο καί ἔχει πραγματική ὀντότητα.
Μόνο ὅ,τι ἔχει Χριστό, 
μόνο ὅ,τι ἔχει τήν Θεία Χάρη, 
μόνο ὅτι ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τόν Χριστό καί διά τοῦ Χριστοῦ καί ἔχει προσφερθεῖ πάλι ἀγαπητικά στόν Χριστό, 
μόνο αὐτό ὐπάρχει στήν πραγματικότητα καί στήν αἰωνιότητα.

Διότι μόνο ὁ  Χριστός εἶναι ὁ Ὤν (ὁ ἀληθινά ‘Υπάρχων). 
Μόνο  ὅ,τι εἶναι δικό Του ὑπάρχει ἀληθινά καί εἶναι ἀληθινά καλό. 
Μόνο ὅ,τι συνδέεται μαζί Του ἀποκτᾶ ἀληθινό κάλλος.   
Κάθε πρόσωπο,
πρᾶγμα,
τέχνη, 
πράξη, 
σκέψη, 
πολιτισμός, 
«δημιουργία», χωρίς Χριστό εἶναι:
κακή, 
ἀνυπόστατη, 
χωρίς κάλλος,
χωρίς ὀντότητα, 
χωρίς Πνεῦμα.
Ἑπομένως κάθε γεγονός,
κάθε σκέψη, 
κάθε φαντασία, 
κάθε κίνηση, 
κάθε πράξη μας 
ἔχει πνευματικές διαστάσεις, 
ἔχει πνευματική ἐπίδραση, 
ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν πνευματική μας ζωή.
Ἐπηρεάζει τόν πνευματικό μας ἀγῶνα, ἐπιδρᾶ εἴτε θετικά εἴτε ἀρνητικά στήν προσπάθειά μας γιά τήν «ἐν Χριστῷ» σωτηρία μας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι σέ κοινωνία μέ τόν ἄκτιστο Τριαδικό Θεό, τότε ζεῖ καί σώζεται.
Ὅταν ἡ ἀγαπητική κοινωνία μέ τόν ἐν Τριάδι Θεό διακόπτεται, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, τότε ὁ ἄνθρωπος βαδίζει τόν δρόμο τῆς ἀπωλείας.
Κάθε τί πού λειτουργεῖ ὡς ἐμπόδιο στήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι βλαβερό, εἶναι σκάνδαλο, καί πρέπει νά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ζωή τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου.

Ἁπλούστερα καί πιό συγκεκριμένα θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι κάθε τί πού ἐμποδίζει τήν προσευχή, 
τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση, 
τήν ταπείνωση, 
τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη –τά ψυχικά καί τά σωματικά–
εἶναι σκάνδαλο 
καί πρέπει νά ἀπομακρύνεται ἀπό τή ζωή τοῦ ἀγωνιστοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ.

Ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλοτε δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί ἄλλοτε δοῦλος τοῦ διαβόλου, ἀλλά πάντοτε εἶναι ὁ ἴδιος.
Ἐκεῖνος πού κάνει τήν ἁμαρτία, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, καί ἐκεῖνος πού εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας δέν μπορεῖ νά ὑπηρετεῖ ταυτόχρονα καί τόν Θεό, ὅπως μᾶς τό ἀποκάλυψε ὁ Ἴδιος: «οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» καί ὁ Ἀπόστολος: «Τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός βελίαρ; τίς δέ συγκατάθεσις Ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων;» Γι’αὐτό καί μᾶς προτρέπει τό Ἅγιο Πνεῦμα: «καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, καί τότε ἐπιτελοῦμεν ἁγιωσύνην ἐν ἀγάπῃ Χριστοῦ», δηλ. κάθε καλό ἔργο. Διότι ἐκεῖνος πού ἀπέφυγε τά περισσότερα ἀπό τά ἁμαρτήματα, ὅμως κυριεύεται ἔστω καί ἀπό ἕνα, ἔστω καί ἀπό τό πιό ἐλάχιστο καί τυχαῖο, δέν εἶναι ἐλεύθερος· διότι «ᾧ τις ἥττηται, τούτῳ καί δεδούλωται». Εἶναι ἀδύνατον νά νικήσει κανείς τά μεγάλα πάθη, ἄν πρῶτα δέν κυριαρχήσει στά μικρά.
Ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὅλη δοσμένη στόν Χριστό. Οἱ μικρές ὑποχωρήσεις εἶναι αἰτίες ἀποξένωσης ἀπό τόν Χριστό καί ἀπενεργοποίησης τῆς Βαπτισματικῆς Θείας Χάρης.
Ἡ προτροπή τοῦ Κυρίου: Μείνατε ἐν Ἐμοί, ἀντηχεῖ συνεχῶς στήν καρδιά αὐτῶν πού θέλουν νά εἶναι Χριστόφιλοι-Χριστολάτρες καί ὄχι Χριστομάχοι.
6) Ὅ,τι δίνουμε στόν Χριστό ἀξιοποιεῖται στόν μέγιστο βαθμό. Ὅτιδήποτε προσφέρει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό (ἀπό ὅσα τοῦ χάρισε Ἐκεῖνος, π.χ. τάλαντα, χαρίσματα, γνώσεις, χρόνο, δύναμη, ἀγάπη) δέν τό χάνει ἀλλά τό κερδίζει 30 ἤ 60 ἤ 100 φορές παραπάνω. Δέν ἔχουμε τίποτε παρά μόνο ἐκεῖνα πού δίνουμε στόν Χριστό.

Ἐπίλογος

Ὁ κόσμος –σήμερα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά– ξέρει τί σημαίνει ἄνεση, καλοπέραση ἀλλά καί τί σημαίνει ἐσωτερικό κενό, ἀνασφάλεια ,ἀβεβαιότητα, ἄγχος, μοναξιά. Ἡ ἁμαρτία ὁδηγεῖ στόν θάνατο (ψυχικό καί σωματικό). Ἡ ἁμαρτία δέν δίνει χαρά. Καί πῶς νά δώσει; ἀφοῦ ἡ χαρά εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Δέν πρόλαβες, καρδιά μου, νά χαρεῖς...», ὁμολογεῖ ἕνας τραγικός σύγχρονος ποιητής πού αὐτοκτόνησε (Λαπαθιώτης).

Δέν κατάλαβε ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὅτι μέσα ἀπό τά ὄχι τοῦ Θεοῦ βγαίνει σ' ἕνα ξέφωτο ἀληθινῆς κατάφασης καί ζωῆς.

Τό μέλλον διαγράφεται ἀβέβαιο καί ἀμφίβολο, ἄν δέν πιστεύουμε στόν Χριστό. Ἡ ζωή μας περνάει πολύ γρήγορα. Ἐπιτέλους ἄς μήν χρονοτριβοῦμε. Ἄς μήν μᾶς τρώει τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος, τό ἄν θά μᾶς εἰρωνευτεῖ ἤ θά μᾶς ἀπορρίψει. Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ὅλοι θά σᾶς μισήσουν». «Καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων» . Ἀλλά οὐσιαστικά τίποτε δέν θά πάθουμε «Καί θρίξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μή ἀπόλλυται». Ἄς ἀπορρίψουμε –μιά γιά πάντα– τόν νοῦ τοῦ κόσμου, διότι «ἡμεῖς οἱ πιστοί νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» Δέν ζοῦμε πιά ἐμεῖς, ἀλλά ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός

Οἱ σημερινοί ἄνθρωποι θέλουν νά τά συμβιβάσουν ὅλα. Δέν τολμοῦν νά ἀρνηθοῦν τήν ἀλήθεια, ἀλλά καί οὔτε ἔχουν διάθεση νά τήν δοῦν κατάματα Δέν εἶναι ἕτοιμοι νά τήν ὑπερασπιστοῦν μέχρι τέλους, ὅ,τι καί ἄν τούς κοστίσει.

Ὅπως ἔλεγε ὁ Καμύ:
«Εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ περίπου». Περίπου ἐπιστήμονες, περίπου χριστιανοί, περίπου ἱεραπόστολοι, περίπου γονεῖς, περίπου συγγραφεῖς, περίπου ἱεραπόστολοι.
Ἀλλά τό περίπου, τό μισό, τό χλιαρό, εἶναι κόλαση!

Ἀντίθετα, ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν καί μᾶς θέλει τελείως δικούς Του καί ὄχι περίπου δικούς Του. «Τά πάντα εἶμαι ἐγώ γιά σένα καί ἐσύ τά πάντα γιά μένα. Τί περισσότερο θέλεις;» λέει ὁ Κύριος μέ τό στόμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Ὁ χριστιανός καλεῖται νά ζήσει μέσα στόν κόσμο ὄχι γιά νά συμβιβαστεῖ μαζί του ἀλλά γιά νά τόν ἀλλάξει, νά τόν μεταποιήσει. Ὁ χριστιανός ἀνατέμνει τήν κοινωνική ζωή καί χτυπᾶ τίς σάπιες δομές ξεκινώντας ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό.

Ἐπιτέλους ἄς τό καταλάβουμε: Ὁ ἄνθρωπος μακρυά ἀπό τόν Θεό ὑποφέρει πολύ χειρότερα πράγματα, καί τελικά δέν ἀπολαμβάνει τίποτα.

Ὁ Θεός νά δώσει γιά ὅλους μας ἕνα ἀποφασιστικό ξεκίνημα γιά ἕνα ὁλοκληρωτικό δόσιμο. Στό χέρι μας εἶναι, ἀρκεῖ νά τό θελήσουμε πραγματικά.

Συμπερασματικά: 
Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΣ είναι ΑΠΟΛΥΤΗ.
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ, ΜΑΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΟΥ ΔΟΘΟΥΜΕ 100%. 
ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΔΙΧΑΖΟΜΑΣΤΕ.
ΔΕΝ ΜΑΣ ΘΕΛΕΙ ΛΙΓΟ ΚΟΣΜΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ. ΔΕΝ ΜΑΣ ΘΕΛΕΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΜΕ... ΜΕΤΡΟ!

ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΟΛΗ ΜΑΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ, ΜΕ ΟΛΗ ΜΑΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ, ΜΕ ΟΛΗ ΜΑΣ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΑ (ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ), ΜΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΥΠΑΡΞΗ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ Α΄ ΕΝΤΟΛΗ.


ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!

Νεο-Ἱερομάρτυς Δανιήλ Συσόγιεφ. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του για κάθε συμβουλή που του έδιναν οι γονείς του, ζητούσε αιτιολόγηση από την Αγία Γραφή. Εάν αυτό γινόταν εκπλήρωνε ότι του ζητούσαν οι γονείς του χωρίς δεύτερη κουβέντα. Σ' αυτό φαίνεται ότι από τότε επιθυμούσε παντού και πάντοτε να εκπληρώνει το θέλημα του Θεού. (http://www.pistos.gr/orthodoxia/ierapostolh/i-dolofonia-tou-ierokiruka-daniil-sisogief-video)
Ιερομόναχος Σάββας Αγιορείτης