Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ "ΠΑΛΑΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ"

Στη σύγχρονη εποχή προβάλεται ως αρχέτυπο και αποθεώνεται ένας πολιτισμός ευημερίας και κατανάλωσης, που βρίσκεται στον αντίποδα της ορθοδόξου ασκητικής παραδόσεως, ως προϋποθέσεως πνευματικής ανόδου. Τούτο σημαίνει ότι αυτός ο πολιτισμός  δεν « προτρέπει » τους ανθρώπους στην ολιγάρκεια και αυταπάρνηση, που συνιστούν όρους της ευαγγελικής ζωής.
   Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε πως μέσα σε τέτοια πλαίσια η ψυχή «ναρκώνεται» και οδηγείται στη ραθυμία και τη λήθη, που είναι ακριβώς εχθρός της ασκητικής οδού (ως υπέρβασης της προσκολλήσεως στον κόσμο και τις επιθυμίες του). Διότι, ναι μεν κόσμος είναι αυτή η «καλή λίαν» δημιουργία,  που εδόθη ως δώρον ευχαριστίας προς το θεό , όμως με την παραχρησή της εκ μέρους των ανθρώπων, μεταβάλλεται,( όπως λέει ο π. Alexander Schmemann), «σε ένα βασίλειο, που κινείται μέσα στο φαύλο κύκλο των παθών και των, χωρίς όραση του πραγματικού στόχου, που είναι η υπέρβαση του "παλαιού ανθρώπου"και η μετάβαση στην όντως ζωή. («κόσμον λέγοντες εννούμε τα πάθη», κατά στην ασκητική παράδοση της ορθοδοξίας.).
 Είναι γνωστή ήδη στους πατέρες της εκκλησίας, η καθολική ροπή της μεταπτωτικής φύσης προς την πλεονεξία, που ουσιαστικά είναι ειδωλολατρεία. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, στον πρώτο Λόγο του περί προσευχής, ανατέμνει θαυμάσια το γεγονός, εξηγώντας πως η φροντίδα για τα σωματικά και τα γήινα, εμποδίζει την ψυχή να ασχοληθεί με τα μεγαλύτερα και τα «ουράνια έργα», διότι νομίζει ότι κανένα αγαθό γι’ αυτήν λ.χ. δεν θα προέλθει από την ενέργεια του θεού και την εκτέλεση της προσευχής. Έτσι «ο καθένας έχει δοθεί ολοκληρωτικά και με επιμέλεια στα έργα που κάνει, κι’ έχει ξεχάσει το έργο της προσευχής, θεωρώντας επιζήμιο για το έργο που βρίσκεται μπροστά του, το να ασχοληθεί με το θεό» (Γρ. Νύσσης, λόγος Α' περί προσευχής, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, σελ. 49). Εάν αυτό λέγεται για τον άνθρωπο της πατερικής εποχής, πόσο μάλλον αφορά τον σύγχρονο άνθρωπο, με την ολότελα κοσμική του νοοτροπία.
   Εδώ, για να μην νομισθεί, ότι δαιμονοποιούμε τα έργα και τις δραστηριότητες (επαγγελματικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, κ.α.) των ατόμων, οφείλουμε να διευκρινίσουμε, ότι κατά τους Αγίους Πατέρας, αμαρτία είναι  η αποκλειστική προσκόλληση στον κόσμο, ως Απολυτοποίηση του σχετικού και όχι η υπεύθυνη διαχείρισή του, που δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να στρέφει το βλέμμα του στην "εντός"αυτού βασιλεία και να προοδεύει πνευματικά.
 Ιδιαίτερα μάλιστα πρέπει να τονιστεί εδώ η αμφισημία των δερματίνων χιτώνων, το γεγονός δηλαδή ότι η ιστορική και υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου, μετά την απώλεια της χάριτος, είναι τέτοια που του επιτρέπει:  είτε να εγκαταλείψη ολοκληρωτικά το θεό, περιπίπτοντας σε πλήρη εκκοσμίσευση,  είτε να αξιοποιήσει το δυναμισμό του σε επωφελείς πολιτιστικές / κοινωνικές δράσεις, που θα τίθενται στην υπηρεσία ενός «πολιτισμού προσευχής» (Clement Olivier) και ενός ανώτερου προορισμού.
   Είναι γεγονός, όμως, ότι σε ορισμένες ακραίες ασκητισμού, υποβιβάστηκαν ο κόσμος και η ύλη ως αιτίες της αμαρτίας (και όχι η «προαίρεσις» ως θα ώφειλε να γίνει) και δημιούργησαν την εντύπωση μιας υπερβολικής αφοσίωσης στο «επεκεινα», που εξασθενίζει την όραση του ιστορικού παρόντος και των απαιτήσεών του. Ωστόσο, η ορθή προσέγγιση του ασκητισμού δείχνει τον πραγματικό του στόχο,  που είναι η απαλλαγή από το βάρος της φιλαυτίας και της Εγωκεντρικότητας, που φυλακίζει τον άνθρωπο στις πέντε αισθήσεις και τον κάνει  κέντρο του Σύμπαντος (ακριβής επανάληψη δηλαδή της Αδαμικής παραβάσεως, σε κάθε γενιά).
   Η λεγόμενη «απάρνηση του κόσμου» δεν είναι συνεπώς, παρά απάρνηση της κακίας που «διατρέχει» τα ανθρώπινα όντα, «δι’ ασκήσεως και κόπων».  Περισσότερο είναι μετάβαση σε μία άλλη κατάσταση, παρά μετάβαση σε έναν άλλο τόπο. Άλλωστε, η «έρημος» υπήρξε αντίδραση στον κόσμο των αμαρτωλών συμβιβασμών και δεν θα χρειαζόταν, αν οι κοινωνίες εφάρμοζαν το θέλημα του θεού και δεν θύμιζαν κοινωνίες θηρίων.
Ένας πολιτισμός, που διασκορπίζει την κίνηση «προς τα έσω» και θεοποιεί τα πάθη, οδηγεί με ακρίβεια στην απολυτοποίηση του ενδοκοσμικού και «καθηλώνει» το πνεύμα. Γι’ αυτό ακριβώς, αντιτίθεται στην «έφεση προς το αγαθό», με το νόημα που του δίδεται στην νηπτική και ασκητική παράδοση. Παράλληλα βαδίζει και ένας ωφελιμιστικός στοχασμός, (ένας πνευματικός «μινιμαλισμός» θα λέγαμε), που βλέπει τον θεό ως βοηθό του ανθρώπου στις όποιες επιθυμίες του (άσχετα αν είναι λογικές ή όχι, όπως λέει ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης) και όχι τόσο «απαιτητικό», όπως τον δείχνει το ευαγγέλιο. 
   Η διαμόρφωση του σύγχρονου ψυχισμού, φανερώνει ακριβώς το πνεύμα της Νεοτερικότητος, το οποίο μετασχηματίζει την θεία Αποκάλυψη σε «θρησκεία». (βοήθεια).  Ουσιαστικά όμως πρόκεται για την αναζήτηση του προαιώνιου « χιλιαστικού ονείρου » της ανθρωπότητας, που υποθάλπει την υλιστικη ευδαιμονία, εις βάρος της «αρετής της ψυχής». Εξ ου και η εύκολη κίνηση «προς τα κάτω», ο διασκορπισμός και η ραθυμία, ως «αιτία της κακίας», (κατά τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο).
   Το ευαγγέλιο όμως μας προειδοποιεί «εισέλθετε δια της στενής πύλης» (Ματθ.), διότι αυτή οδηγεί «εις την ζωήν». Η άσκηση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέθοδος, μάλιστα δε η μοναδική Μέθοδος " ανόδου ", αφού στην πράξη συνιστά εφαρμογή του λόγου :  «η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν».  Όποιος ακολουθεί το Χριστό, «απεκδύεται» τον παλαιό άνθρωπο και ενδύεται τον νέο, τον ανακαινισμένο δια του πνεύματος. Αλλά για να το κάνει αυτό, χρειάζεται να γνωρίζει με τι έχει να παλαίψει. Στην ασκητική γραμματεία ο αντίπαλος έχει καθοριστεί επί γραμματικά και με σαφήνεια: ο κόσμος, τα πάθη και το διάβολος είναι εχθροί του ανθρώπου, στον αγώνα του για τη βασιλεία.  Αυτό απηχεί ακριβώς το πνεύμα της βίβλου και δεν είναι μία ξεχωριστή όψη της παράδοσης, την οποία δήθεν ανέπτυξαν μεταγενέστερα οι πρωτεργάτες της ερημικής πολιτείας.
   Βέβαια, ο κύριος είπε «ο δυνάμενος χωρείν, χωρείτω», γνωρίζοντας καλά την φύση των ανθρώπων και προτρέποντες τις θερμές  καρδιές στην οδό της απάρνησης του κόσμου για κάτι ανώτερο, που είναι η ένωση με το θεό, δια της προσευχής και της ασκήσεως. Έτσι το τέλειο και Αγγελικό Πολίτευμα γίνεται οδηγός προς τη βασιλεία, αφού  : «φως μοναχών άγγελοι, φως δε κοσμικών μοναχοί».  Εάν υπάρχει η έρημος, είναι γιατί ο κόσμος βρίκσεται «εν τη πονηρώ»: έτσι ουσία της «απάρνησης» του κόσμου δεν είναι η φυγο-πονία ή η απαξίωση της υλικής Δημιουργίας αλλά η αποφυγή των αιτιών του κακού και η «είσοδος εις εαυτόν».
   Με αυτή την έννοια μπορούμε να καταλάβουμε και την πρόταση ορισμένων σύγχρονων θεολόγων για έναν και "εσωτερικευμένο Μοναχισμό"(π.χ. Παύλος Evdokimov), τον οποίο μπορούν να αναπτύσσουν και όσοι βρίσκονται «εν τω κόσμο» και θέλουν να πραγματώσουν την νέα «εν χριστώ» Πολιτεία, κρατώντας τις υποσχέσεις του Βαπτίσματος.  Γιατί, όπως έλεγε και ένας σύγχρονος Γέροντας, μπορεί κανείς και εν μέσω όλων των θορύβων να είναι κοντά στο θεό, αφού θα έχει αλλάξει τρόπο ζωής, και όχι τόπο.
   Όπως η εκκοσμίκευση  συνιστά έναν κίνδυνο για την «καινή κτίση», μεταθέτοντας την πηγή του νοήματος από τον θεό προς τον κόσμο, έτσι και η αποφυγή του κόσμου ως «εστίας του κακού» (και όχι ως τακτικής αγώνα κατά των παθών) συνιστά κίνδυνο εξόδου από την Ιστορία, σε ένα περιβάλλον πνευματικής ευδαιμονίας (το οποίο άλλωστε μας είναι γνωστό και στις πρακτικές άλλων θρησκειών ή αιρετικών σεκτών). Χρειάζεται, λοιπόν, ιδιαίτερη προσοχή στην αποτίμηση της ορθοδόξου ασκητικής κληρονομιάςς, για να υπάρχει πιστότητα στο ευαγγέλιο, διότι αρκετά συχνά εμείς οι άνθρωποι αντί να προσαρμοζόμαστε στις επιταγές του θεού, προσαρμόζουμε τις επιταγές αυτές στα ήθη τα δικά μας, αφού κάτι τέτοιο εξυπηρετεί καλύτερα τις επιλογές μας (τις οποίες θέλουμε να «υπαγορεύσουμε» καις τον ίδιο το θεό).  Γι’ αυτό , η ειλικρίνεια των προθέσεων και η υπακοή στο θείο Θέλημα, αποτελούν απαράβατους όρους ασκήσεως της «εν χριστώ» καινής Πολιτείας, την οποία, σημειωτέον, ζητεί από όλους μας το Ευαγγέλιο, ως προϋποθέσεως της τελικής αποκαταστασεώς μας στην  Θεία Βασιλεία, που συνιστά και το Πλήρωμα της υπάρξεως

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου