Η συγχώρεση είναι η αρχική
έκφραση της αγάπης, το πρώτο άνοιγμα της αγκαλιάς μας για να δεχτούμε
μέσα της, όλον τον κόσμο. Το να αγαπάμε είναι μια γιορτή συνάντησης,
η διαρκής ευκαιρία μας να συμμετέχουμε στη ζωή ευχαριστιακά, αλλά
και δικαίωμα ακατάλυτο, που κανένας δεν μπορεί να μας το στερήσει.
Το μοναδικό εμπόδιο είναι ο ανώριμος εαυτός μας.
Μέσα στην αγάπη όμως, ωριμάζει
και ολοκληρώνεται ο άνθρωπος. Γι’ αυτό και η συγχώρεση, είναι κι ένα
ξεκίνημα για την ωριμότητα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία και ενώ
συνδιαλέγεται κανείς με τη συνείδηση του, αποκτά οντότητα, ενισχύει
με διαλλακτικότητα την προσωπικότητα του, μαθαίνει να απευθύνεται
με προσήνεια στους “άλλους“, καλώντας τους, κοινωνούς
και μέτοχους στη ζωή του.
Το να βρεθείς στον “ίδιο χώρο” με ένα άλλο πρόσωπο (συγ-χώρεση),
εξαρτάται από τη βούληση και των δυο. Ο καθένας όμως, πρέπει να προετοιμάσει
κατάλληλα τον δικό του χώρο, για μια υποδοχή ειλικρινή, ευπρεπή και
εορταστική. Και βέβαια ο μόνος “δικός
μας” χώρος είναι η καρδιά
μας. Συγχωρώ λοιπόν, σημαίνει θέλω, δέχομαι, μοιράζομαι τον χώρο της
καρδιάς μου, δηλαδή αγαπώ.
Δεν ζητούμε συγγνώμη, ούτε
συγχωρούμε, για να μείνουμε πάλι μόνοι. Στη μοναξιά δεν υπάρχει εορτασμός.
Μοιραζόμαστε τα αισθήματα μας με τους άλλους, για να τους έχουμε πάντα
μαζί μας. Όλους, χωρίς διακρίσεις. Με προτιμήσεις, αλλά χωρίς εξαιρέσεις.
Με αρχή, αλλά χωρίς τέλος.
Η αγάπη ξεκινά από τη συγγνώμη,
όπως και η Σαρακοστή με τον κυριακάτικο εσπερινό της Τυρινής και κορυφώνεται
με τη θυσία, σαν την πορεία προς τον Γολγοθά και την Σταύρωση. Η γνησιότητα
της αγάπης όμως, είναι η δυνατότητα της να θριαμβεύει πέρα από τη θυσία,
πέρα από τον θάνατο, στην αναστάσιμη ζωή του σώματος του Χριστού.
Με τον Εσπερινό (ή την Ακολουθία)
της Αγάπης, ανήμερα το Πάσχα, η Εκκλησία εορτάζει και βιώνει αυτό
το γεγονός της πληρότητας της θεϊκής προσφοράς, που ενέχει το απόλυτο
της θεότητας. Δεν μπορείς να αγαπάς λίγο, επιλεκτικά, περιστασιακά
ή υπό όρους. Η αγάπη είναι ποταμός ορμητικός και φλόγα, που η αλήθεια
της συγκλονίζει και η ελευθερία της συναρπάζει.
***
Ο Χριστός, μας οδηγεί στον δρόμο
της αλήθειας και της ελευθερίας: «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα
αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος· εάν δε μη αφήτε τοις
ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα
υμών» (Μτ. 6, 14-15).
Η διατύπωση είναι σαφής, επίπεδη
και επομένως σκληρή. «Αν συγχωρήσετε τους άλλους, θα σας συγχωρήσει
κι εσάς ο Θεός, αν δεν τους συγχωρήσετε, ούτε ο Θεός θα συγχωρήσει εσάς».
Όποιος παραμένει στην κοσμική λογική, βρίσκει δίκαια τα λόγια αυτά.
Όμως ο Χριστός, ήρθε να απαλύνει τη δικαιοσύνη του Νόμου, να της προσδώσει
την προοπτική της χάριτος και του ελέους.
Εκείνος που αναγνωρίζει την έμπρακτη θυσία στο
βλέμμα του Ιησού, δεν βλέπει στα λόγια Του το γράμμα του Νόμου, αλλά τα
προσλαμβάνει με τη συγχωρητική γλυκύτητα του βλέμματος Του: «αν δέχεστε
στην καρδιά σας τους αδελφούς σας, τότε δέχεστε και την αγάπη του Πατέρα
σας· αν κρατάτε κλειστή την καρδιά σας στους αδελφούς σας, την κρατάτε
κλειστή και για τον Πατέρα σας».
Ο Θεός δεν ασκεί εξουσία,
είναι εξουσία και την εκφράζει θεϊκά, με την δυναμική της αγάπης
Του, που δεν επιβάλλει δεσμά, αλλά δημιουργεί ενεργούς δεσμούς ελευθερίας.
Oι δεσμοί της ενότητας
και τα όρια της ελευθερίας του Παραδείσου, προσδιορίζουν χωρίς να περιορίζουν.
Η ελευθερία δεν είναι κατάσταση, είναι ενέργεια με υπόσταση, με εξέλιξη
και προορισμό. Σαν την κοινωνία και την πληρότητα. Είναι έννοιες που
τείνουν στην τελείωση τους, στο Πρόσωπο του Θεού.
Η ανάδειξη της ελευθερίας του
ανθρώπου, τεκμηριώνεται στην Ανάσταση του Χριστού. Κι επειδή η ελευθερία
δεν διαχωρίζεται από την υπευθυνότητα, ο καθένας μας πρέπει να αναλάβει
ελεύθερα την ευθύνη, να επιδιώξει ο ίδιος και να κερδίσει τη σωτηρία
του, στη συνάντηση του με τον αναστημένο Χριστό.
Το πρότυπο, “η οδός“, είναι η αναμάρτητη πορεία του Χριστού στη
γη, που αποτελεί και την επιβεβαίωση της δυνατότητας του κάθε ανθρώπου,
να υπερβεί τις δεσμεύσεις της ύλης και να υποτάξει τους μηχανισμούς της
στο πνεύμα του. Να αποκτήσει συνείδηση της ομοίωσης προς την εικόνα
του Θεού, που φέρει το πρόσωπο του.
Η “συνειδητή“ απόφαση να ακολουθήσεις
τον Ιησού, είναι η απόλυτη έκφραση της πίστης στο πρόσωπο Του, που φλογίζει
την καρδιά με αγάπη και πυρακτώνει τον νου με ταπείνωση. Μόνο έτσι
αλλοιώνεται ο άνθρωπος στη ζωή του.
Όποιος το θέλει αληθινά, μπαίνει
στον Παράδεισο από τώρα. Κόβοντας δυναμικά τις εξαρτήσεις που τον δεσμεύουν
σε μάταιες κοσμικές αξίες. Ξεπερνώντας οριστικά τα συμπλέγματα και
τις αναστολές της βιολογικής του καθήλωσης, χωρίς να κοιτάζει πίσω.
Παρακάμπτοντας δηλαδή ουσιαστικά, τις αμαρτίες.
Η πνευματική αλλοίωση και η
απομάκρυνση από την αμαρτία, εξαγνίζουν το πρόσωπο και το οδηγούν
στην αγιοσύνη και τη θέωση. Στη καθημερινή μας ζωή, οι στόχοι αυτοί προσεγγίζονται μέσα από
την “προσπάθεια“ να παραμείνουμε σταθεροί
σε μια πορεία βιωματικής αγάπης, σε όλες τις φάσεις της διαδρομής
της, ο καθένας στον ρόλο που ο Θεός του ανέθεσε.
***
Για να ενσωματωθείς ενεργά στην
κοινωνία του Χριστού, πρέπει να επιδιώξεις στη ζωή σου την ανασύνθεση
της καθαρότητας του προσώπου σου, με Πίστη, με Αγάπη και με Ταπείνωση.
Οτιδήποτε παρεμβαίνει στη βούληση σου, με επιθυμίες που σ’ εμποδίζουν
στην προσπάθεια σου αυτή, είναι αμαρτία.
Στην ουσία τους, οι τρεις αυτές
ιδιότητες απεικονίζουν τη θεία τριαδικότητα και είναι αδιάσπαστα
ενωμένες. Από όποιο μονοπάτι και να ξεκινήσεις, θα συναντηθείς
τελικά και με τις τρεις. Γιατί η καθεμία ολοκληρώνεται, μόνο στη συνύπαρξη
της με τις άλλες δύο. Με αγάπη και ταπείνωση συνθέτεις την πίστη, με πίστη
και ταπείνωση αναπτύσσεις την αγάπη, με πίστη και αγάπη ανακαλύπτεις
την ταπείνωση.
Αν αδυνατούμε επομένως να προχωρήσουμε
άμεσα στη διαδικασία της συγχώρεσης, ώστε να παραβλέψουμε τα παραπτώματα
των ανθρώπων, ας στραφούμε για βοήθεια στον Χριστό. Ας προσευχηθούμε
να πολλαπλασιάσει τους άρτους της πίστης και τους ιχθείς της ταπείνωσης
στην καρδιά μας, για να θραφεί και να βλαστήσει ο σπόρος της αγάπης.
Το αναστημένο πρόσωπο μας,
θα είναι η επέκταση της Ουράνιας Βασιλείας μέσα μας. Το να παραμένουμε
άβουλοι, ψυχροί και απρόσωποι, αυτό είναι αμαρτία. Το να παραμένουμε
αδιάφοροι, σε μια ζωή άδεια από αληθινή χαρά. Σε μια ζωή χωρίς Χριστό,
χωρίς Παράδεισο, ούτε τώρα, ούτε μετά.
Αλλά και η αναβολή για αργότερα,
είναι μια θανάσιμη παγίδα. Η συνήθεια είναι το δίχτυ της και η αμεριμνησία
το δόλωμα της. Σε τίποτα δεν θα διαφέρει το αύριο από το σήμερα. Και
ενώ δεν γνωρίζουμε αν θα υπάρχει αύριο για μας, γνωρίζουμε σήμερα,
πως το κλειδί της Βασιλείας είναι η συγχώρεση.
Βλέπουμε συχνά τον αδελφό μας
να παραπαίει πνευματικά από το λάθος του, να σκληραίνει η καρδιά του
κι αντί να τον στηρίξουμε, να τον περιβάλλουμε με τη στοργή μας, με
τις προσευχές μας, αντί να ταυτιστούμε μαζί του
σε μια ολόψυχη προσπάθεια ανόρθωσης του, ταυτιζόμαστε με την ενοχή
του, με την πικρή γεύση της επιθετικότητας εναντίον του και αναζητούμε
ικανοποίηση στην τιμωρία του.
Ξεχνούμε πως στο πρόσωπο των αδελφών
μας, γίνεται η συνάντηση μας με τον Χριστό. Στο πρόσωπο των αδελφών μας,
που αδιαφορήσαμε για την ύπαρξη τους, αφού πρώτα σταθήκαμε άκαμπτοι,
σκληροί εκτιμητές των σφαλμάτων τους, αλλά και
της ανεπάρκειας τους να ανταποκριθούν στις δικές μας εγωκεντρικές
προσδοκίες και ανάγκες.
Η αγάπη όμως είναι θυσία που
θερμαίνει, συμπονά και προστρέχει, δεν κρίνει, δεν καταδικάζει, δεν εγκαταλείπει.
Ο εγωισμός μας είναι που θίγεται, πληγώνεται και μας παγώνει την καρδιά.
Η αγάπη είναι προσφορά και όχι δοσοληψία, δεν είναι ανταποδοτική
παροχή. Τη στιγμή που απομακρύνουμε τους άλλους
από κοντά μας, στερούμε τη χαρά της προσφοράς από τη δική μας καρδιά.
Αποστρέφουμε το βλέμμα μας από το πρόσωπο του αδελφού μας και αδιαφορούμε
αν μέσα από τα μάτια του, είναι πάντοτε η εικόνα του Χριστού που μας κοιτάζει.
Στον Παράδεισο υπάρχει μια θέση
που περιμένει τον αδελφό μας, αυτόν που εμείς δεν επιθυμούμε την παρουσία
του στη ζωή μας. Και ακριβώς δίπλα του, υπάρχει μια θέση προορισμένη
για μας. Εκεί δεν υπάρχουν αποστάσεις. Γι’ αυτό και η θέση μας θα είναι
πάντοτε δίπλα του. Η καταλληλότητα και η δυνατότητα μας να ζούμε σε
συνθήκες Παραδείσου, επικυρώνεται από εμάς, εδώ, σήμερα, με την κατάργηση
των αποστάσεων που μας χωρίζουν.
***
Τις σχέσεις μας με τον Θεό, με
τους ανθρώπους και τον εαυτό μας, τις προσδιορίζει καθαρά ο Χριστός,
μέσα στα ίδια λόγια Του, που αναφέραμε πιο πάνω: «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις
τα παραπτώματα αυτών... » «Αφήτε τοις
ανθρώποις!.. »
Δεν καταλογίζει παραπτώματα
στον καθένα μας μεμονωμένα, αλλά στους ανθρώπους συνολικά. Και δεν
μας καλεί να μετανοήσουμε, αλλά να συγχωρέσουμε.
Μας υποδεικνύει όμως έτσι,
τη στάθμιση της θέσης μας μεταξύ των ανθρώπων και της σχέσης μας μαζί τους,
ώστε να προσεγγίσουμε και τα δικά μας σφάλματα και να συναισθανθούμε
την αναγκαιότητα της προσωπικής μας μετάνοιας.
Δεν υπάρχουν μας λέγει, για
τον Θεό, ένοχοι και θύματα, κατηγορούμενοι και κριτές. Η τομή στην αντίληψη
που επικρατεί στον κόσμο μας, είναι τεράστια. Δεν είμαστε εμείς και
οι «άλλοι». Δεν υπάρχουν δικοί μας και ξένοι, καλύτεροι ή χειρότεροι.
Όλοι οι άνθρωποι, ληστές της ζωής μας, μετέχουμε στη ζυγαριά της Σταυρικής
Θυσίας του Γολγοθά.
Και ανάμεσα μας ο Χριστός.
Που παρακαλεί τον Πατέρα, “άφες
αυτοίς, ουκ οίδασι” και
προτρέπει εμάς ”αφήτε
τοις ανθρώποις”. Και
μας διδάσκει πώς να προσευχόμαστε στον Πατέρα, “άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς
αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών”,
σαν εκπρόσωπος ο καθένας μας όλου του ανθρωπίνου σώματος.
Μόνο αυτό το ελάχιστο ζητά
από μας. Να δεχθούμε στο βασίλειο της καρδιάς μας, στη ζωή μας, τώρα, όλους
τους ανθρώπους μέχρι τον τελευταίο, γιατί ο τελευταίος θα είναι Εκείνος.
Τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο.
Η σωτηρία μας δεν είναι ούτε
ποσοτική, ούτε συγκριτική, σε σχέση με το “πόσο καλοί“
είμαστε. Η σχέση μας με τον Χριστό πρέπει να είναι προσωπική, αφού
ο ίδιος είναι και ο Θεός που με θεία συγκατάβαση και εγκυρότητα, πιστοποιεί
ξεχωριστά τον καθένα που τον εμπιστεύεται.
Δεν έχουμε πια απέναντι μας,
ούτε τους ανθρώπους, ούτε τον Θεό. Είμαστε ενωμένοι και μεταξύ μας
και με τον Θεό. Ελεύθεροι, από εγωισμούς που απομονώνουν και από ενοχές
που απομακρύνουν, να Τον συναντήσουμε μυστηριακά, στην άπειρη αγαθότητα
με την οποία αγκαλιάζει όλα τα παιδιά Του, ακόμα κι εμάς τους βαρείς
στην κατανόηση, τους χλιαρούς στη συναίσθηση και αργούς στην ανταπόκριση
μας.
Αυτό που φαίνεται δύσκολο για
μας –ο δρόμος προς την Ανάσταση-, για τον Χριστό είναι ήδη γεγονός. Αν
Τον δεχθούμε στην καρδιά μας, ενσωματωνόμαστε μαζί Του, γιατί μετέχουμε
στην Εκκλησία. Αποκτούμε υπόσταση, γιατί Τον έχουμε κεφαλή μας. Αποκτούμε
ξανά ζωή, γιατί Εκείνος είναι η Ζωή και η Ανάσταση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου