Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Από ένα κείμενο του Μπουκόφσκι:

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΛΕΒΕΝΤΗ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ


«Όποιον και να ρωτήσετε, θα σας πει ότι δεν είμαι και πολύ καλός άνθρωπος. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη. Πάντα συμπαθούσα τους παλιανθρώπους, τους παράνομους και τα ρεμάλια... Δε τα γουστάρω εκείνα τα καλοξυρισμένα αγοράκια, με τη γραβάτα και την καλή δουλειά. Μου αρέσουν οι απελπισμένοι άνθρωποι, οι άνθρωποι με τα σπασμένα δόντια, τα σπασμένα μυαλά και τους σπασμένους τρόπους. Αυτοί με ενδιαφέρουν. Είναι γεμάτοι εκπλήξεις και εκρήξεις. Για μένα οι έκφυλοι έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από τους αγίους. Οι αλήτες με ξεκουράζουν, γιατί και ‘γω αλήτης είμαι. Δε γουστάρω τους νόμους, τη θρησκεία, την ηθική και τους κανόνες.
Δε γουστάρω να με φορμάρει η κοινωνία στα μέτρα της...»

Τσαρλς Μπουκόφσκι

LES MORTES M' ECOUTENT... (Jean Moreas)


ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ
Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ' ακούνε,
εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,
οι ανίδεοι και οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε
οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.

Κανένα δε ζηλοφθονώ. Η οδύνη τι με νοιάζει,
τριγύρω το ακατάλυτο μίσος, η καταφρόνια!
Αρκεί μόνο που όσες φορές το χέρι μου σε αδράζει,
ολοένα πιο τερπνά αντηχείς, ω λύρα μου απολλώνια.
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ




ΑΦΙΕΡΩΜΣΝΟ ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ

Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου.
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ' αντικρύσω.

Οταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
-- πρώτη φορά -- σε τέσσερων τον ώμο.


Υστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία ωραία με χώμα και με αγκάθια.
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

ΥΠΟΘΗΚΑΙ



ΕΙΣ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ



Οταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χείλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.



Οταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.



Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Οταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν' αρέσει.



Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν [οι] άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.



Οταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονέρια σου φύλλο.


Ασε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ

ΠΟΙΑ ΘΕΛΗΣΗ ΘΕΟΥ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ...


ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΑ 3 ΧΡΟΝΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΟΥ
Ποια θέληση θεού μας κυβερνάει,
ποια μοίρα τραγική κρατάει το νήμα
των άδειων ημερών που τώρα ζούμε
σαν από μια κακή, παλιά συνήθεια;

Πριν φτάσουμε στη μέση αυτού του δρόμου,
εχάσαμεν τη χρυσή πανοπλία,
και μόνο το μεγάλο ερώτημά μας
ολοένα πιο σφιχτά μας περιβάλλει.

Χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς έρμα,
εγίναμε το λάφυρο του ανέμου
που αναστρέφει το πέλαγος. Θα βρούμε
τουλάχιστον το βυθό της αβύσσου;

Οι άνθρωποι φεύγουν, ή, όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια
σα να χτυπούν το πόδι σε μια στέρνα.

Κοιτάζουνε με φόβο, με απορία,
έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες,
και μόνο το συναίσθημα κρατούνε
του μακρινού, αόριστου κινδύνου.


Είναι κάτι φρικτές ανταποδόσεις.
Είναι στον ουρανό μια σιδερένια
μια μεγάλη πηγμή, που δε συντρίβει
μα τιμωρεί, κι αδιάκοπα πιέζει.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΞΑΦΝΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ 1.6.2014

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!

Τις πιο όμορφες λέξεις ψάχνω


ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΑΔΕΛΦΟ ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟΣΟ ΝΩΡΙΣ
Τις πιο όμορφες λέξεις ψάχνω
για να σου γράψω το τραγούδι του αποχαιρετισμού,
χειμώνες τώρα και καλοκαίρια,
μα γυμνός ο πόνος κι εγώ φοβάμαι
τις νότες να αγγίξω με γυμνά τα χέρια,
βαγόνια έρχονται και φεύγουν
γεμάτα από ψυχές
που γεννιούνται και πεθαίνουν,
και απόμεινα μονάχη
πάνω στις ράγες της μνήμης,,
έρμαιο της σιωπής που αφήνουν πίσω
τα τρένα που φεύγουν μακριά μου,
τα χνάρια σου να ψάχνω μην και σε ξεχάσω .

Ήταν ένα δειλινό της θλίψης
και ήταν το φτερούγισμα της νύχτας
η ελπίδα που αργοπέθαινε
στη γωνιά του πόνου.
Και ήταν τα γκρίζα σπουργίτια
που πέταξαν γύρω μας
τα τελευταία δευτερόλεπτα
της ημέρας που έφευγε .
Όταν τα χέρια άπλωσες
σιωπηλά τους καρπούς να κόψεις
του δέντρου που τις ρίζες είχε
βαθιά στην άβυσσο του Άδη .
Μα εγώ δεν το έβλεπα ΑΝΤΡΕΑ
και πρόσμενα με λαχτάρα
την αυγή το φως να μου φέρει πίσω.

Πώς να το ‘ξερα πως μαζί του θα ‘φερνε
και το δυσβάσταχτο κενό της απουσίας σου.