Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ


Η γνώση του αγαθού αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της «κατά θεόν» φιλοσοφίας, διότι προσδιορίζει το Πολίτευμα των Πιστών, περί του οποίου κάνουν λόγο τα ιερά κείμενα της Γραφής.  Η πατερική σκέψις συγκλίνει στην διασάφηση του ερωτήματος: Τι είναι «το αγαθόν», σαν στόχος του ανθρώπου, που πορεύεται «εν πίστει»; Ο Ιερός Χρυσόστομος δίνει σ’ αυτό το σημείο μία περιεκτική απάντηση η οποία μπορεί να συνοψισθεί ως εξής
  «αγαθόν είναι το θέλημα του θεού και αυτό χρειάζεται να επιζητούμε». «Γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γής» (Ματθ. κ).
   Ο πεπτωκώς, όμως, άνθρωπος που ζει «εν διαστάσει» προς το θεό, αγνοεί αυτό το θέλημα, αφού πράττει ό, τι είναι αρεστό στον ίδιο, εξ ού και «η αλαζονεία του βίου» και πάσα ματαιότης και επιθυμία της σαρκός. Ο Ιερός Πατήρ θα υπενθυμίσει με τους λόγους του ότι  «εκ ραθυμίας η κακία», αλλά και η άγνοια, διότι ο άνθρωπος εάν γνώριζε το ανώτερο και ωραιότερο, πρόθυμα θα εγκατέλειπε όλα εκείνα τα οποία του δίνουν προσωρινή ευχαρίστηση. Η οδός του θεού απαιτεί κόπο και η ανθρώπινη φύση είναι δυσκίνητη στο καλό.
   Για αν ξυπνήσει όμως ο θεός τους ανθρώπους από τη ραθυμία τους στέλνει διάφορα δυσάρεστα, που στην πραγματικότητα είναι ευεργεσίες που επαναφέρουν από την άγνοια στη γνώση του θείου θελήματος. Καταστάσεις, λοιπόν , όπως η ασθένεια και ο πόνος, η απώλεια αγαπημένων προσώπων, η στέρηση θέσης ή χρημάτων κ.α. ενώ έχουν το «ψιλόν όνομα» της κακίας, στο τέλος αποδεικνύνονται μέσα επανόδου εις «το αγαθόν», που είναι ο θεός και το θέλημά του.  Η εντολή, είναι σαφής: "τέλειοι γίνεσθε ως ο Πατήρ υμών ο ουράνιος" ο οποίος "ανατέλει τον ήλιον επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους" . Γι’ αυτό και η «κατά ψυχήν αρετή» βρίσκεται πάνω απ’ όλα, ως μόνιμη περιουσία του ανθρώπου, ενώ όλα τα άλλα «αγαθά» έχουν παροδικό χαρακτήρα και δεν πρέπει κανείς να τα βλέπει ως μόνιμο κτήμα του (λ.χ. υγεία, πλούτο, ομορφιά, δόξα κ.λ.π.).
    Η προσκόλληση σε κάποιο (ή κάποια) από αυτά τα αγαθά και η απολυτοποίησή του δημιουργεί το πάθος, για το οποίο οι πατέρες λένε πως είναι η στροφή της ψυχής προς το μερικό και το σχετικό, ως απώλεια της φυσικής «εν θεώ» ζωής της.  [Οι πατέρες λένε πως] δεν είναι τα πράγματα «αυτά καθ’ εαυτά» κακά, αλλά η παράχρησή τους∙ λ.χ. δεν είναι κακό το χρήμα αλλά η φιλαργυρία, δεν είναι κακό η γενετήσια ηδονή, αλλά η πορνεία, δεν είναι κακό η γνώση, αλλά η κενοδοξία, κ.λ.π. Είναι σχετική εν τούτοις η αξία όλων των παρόντων μπροστά στο δωρητή τους, τον «εν τριάδι» θεό.
   Το ευαγγέλιο λέει «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».  Μπορούμε να ισχυρισθούμε έτσι, πως αγαθό είναι ακριβώς η «βασιλεία του θεού», η «κοινωνία μαζί του» και όχι η «εν διαστάσει» αυτόνομη ύπαρξη, που μέσα στην αυτονομία της ανακηρύσσει ως αγαθό ότι φαίνεται «ωραίον τοις αφθλαμοίς» και αρεστό στις αισθήσεις.
   Η Ανθρωποκεντρική Ηθική Φιλοσοφία έχει περιγράψει την ουσία του αγαθού με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, που φανερώνουν τις προϋποθέσεις και τους στόχους εκάστου διανοουμένου . Για άλλους ανώτατο αγαθό είναι ο ατομικός ευδαιμονισμός, για άλλους ο κοινωνικός ευδαιμονισμός, για άλλους η υλική ηδονή, για άλλους η πνευματική ηδονή κ.ο.κ.
    Γενικά υπάρχει διάκριση καλού και κακού σε όλες τις θρησκείες και τις κοσμοθεωρίες, ορίζεται όμως κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Η ορθ. Θεολογία βεβαιώνει πως μετά την απώλεια της χάριτος και της θεο-κοινωνίας, ο άνθρωπος προσπάθησε μόνος του να ορίσει τι είναι καλό και τι όχι, παράγοντας έτσι όλα εκείνα τα ήθη που ρυθμίζουν τη ζωή του και της δίνουν νόημα.  Έκπτωτος της παραδείσιας κατάστασης και νοσταλγός ενός ανώτερου βίου, βρίσκει μέσα στο διάβα των αιώνων ορισμένες «ακτίνες» αλήθειας, οι οποίες χρειάζεται να ολοκληρωθούν στην «εν Χριστώ» αποκάλυψη και να καθαρθούν από τις πλάνες τους.
   Έτσι μία σύγχρονος θεολογική σκέψις αξιοποιούσα εν προκειμένω το παράδειγμα της Αγιοπατερικής μεθοδολογίας, μπορεί να έλθει. «φωτιστικώς» προς αυτές τις αναζητήσεις δημιουργώντας ίσως και ένα Οικουμενικό Ήθος (το έχουν επιχειρήσει ήδη Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι) με επίκεντρο την Αγάπη, προς άρσιν των αδιεξόδων της σύγχρονης εποχής. Διότι οι άνθρωποι, ακόμα και εκτός «του φωτός» της Αποκαλύψεως και «εν είδει» σπερματικού λόγου (αφού το «κατ’ εικόνα» δεν έχει απωλεσθεί, απλώς έχει συσκοτισθεί), εξέφρασαν απόψεις για το Αγαθό ως αδίδακτη φυσική γνώση, εγκατεσπαρμένη μέσα τους από τον Δημιουργό (όσο και αν διαφωνούν εδώ σύγχρονοι ανθρωπολόγοι και εθνολόγοι), που είναι ακριβώς η λεγόμενη φυσική Αποκάλυψη.
    Αυτή η Αποκάλυψη είναι που χρειάζεται να συμπληρωθεί και να ολοκληρωθεί «εν Χριστώ Λόγω» εξαγγέλουσα στους ανθρώπους το πλήρωμα των αγαθών, που ταυτίζεται με τη θεία Βασιλεία (ως η «εντός ημών» ζωή του Θεού). Είτε ονομάσουμε λοιπόν Αγαθό το θέλημα του Θεού, είτε το ταυτίσουμε με τη Βασιλεία του, είτε το χαρακτηρίσουμε ως «κοινωνία του Πνεύματος» είτε του δώσουμε κάποια άλλα ανάλογη Βιβλική/πατερική ονομασία, ουσιαστικά ομιλούμε για το ίδιο πράγμα.
    Και το τονίζουμε αυτό, γιατί στα πατερικά συγγράματα, μπορεί κανείς (ανάλογα με την ψυχοσύνθεση εκάστου Πατρός) να συναντήσει όλους αυτούς τους όρους∙ Δεν πρέπει, όμως, γι’ αυτό το λόγω να νομίσει, ότι υπάρχουν διαφορετικές θεωρήσεις του ζητήματος, αφού όλοι οι πατέρες ερμηνεύουν τη βιβλική Αποκάλυψη Αγιοπνευματικώς και σε ενότητα μεταξύ τους, απόδειξη και αυτό ότι τα λόγια τους είναι αληθινά θεόπνευστα.
     Με ποιό τρόπο όμως ο άνθρωπος λαμβάνει γνώση του αγαθού. Στο σημείο αυτό μπορεί να μας διαφωτίσουν όσα γράφει ο Νικ Βελιμίροβιτς, στο έργο του «περί του Νόμου του Θεού». Λέει λοιπόν ο Άγιος Επίσκοπος πως ο μεγάλος Ρώσος μύστης πατήρ Σεραφείμ του Σαρώφ (κοιμήθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1833) σε μια συζήτηση με το μορφωμένο αρχιμανδρίτη Μακάριο, υπεύθυνο του σεμιναρίου, εξηγούσε πώς υπάρχει κάλλι­στο του καλύτερου. Τη θέση του αυτή την ανέπτυξε βασι­ζόμενος στο πανανθρώπινο δράμα από την αρχή έως το τέλος του.
   Υπάρχει καλύτερο από το καλό, χαρά μου, έλεγε. Και αυτό ισχύει και στη θάλασσα και στη γη και στους ουρανούς. Στη θάλασσα υπάρχουν κοράλλια καλά, τα ψάρια όμως είναι καλύτερα και τα μαργαριτάρια κάλλιστα. Στη γη τα φυτά είναι καλά, τα ζώα καλύτερα και ό άνθρωπος κάλλιστος. Στον ουρανό ισχύει το αξίωμα των αξιωμάτων, ή μορφή των μορφών, ό χορός των χορών όλα καλύτερα από το καλύτερο. Αυτή η σειρά ισχύει και για όλη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους:  ή παιδική ηλικία κράτησε ως το Νόμο, η νεανική υπό το Νόμο, και όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, δηλαδή η ωριμότητα, έστειλε ό Θεός το Μονογενή Υιό Του.  Από την εποχή εκείνη, χαρά μου, άρχισαν οι τελευταίοι καιροί πού θα τελειώσουν με το φως της εσπερίας.
   Ό όσιος Κασσιανός σκεπτόταν περί των προπατόρων πριν την παράδοση του Νόμου στο Σινά και αναρωτιόταν: Με τί χειραγωγούνταν οι άνθρωποι πριν το Νόμο; Πάνω σε ποια βάση εφάρμοζαν το Νόμο χωρίς το Νόμο; Που γνώριζε ο Άβελ ότι έπρεπε να διάγει ενάρετο βίο; Και πώς γνώριζε ότι έπρεπε να προσφέρει θυσία στο Θεό «εκ των πρωτοτόκων προβάτων αυτού»; (Γν. δ', 4). Πώς ό Νώε γνώριζε να διακρίνει ποια ζώα ήταν καθαρά και ποια ακάθαρτα; Πώς ο Σήμ καί ο Ίαφέθ γνώριζαν, ότι έπρεπε να αποκρύψουν την απρέπεια του πατέρα τους;       Πώς γνώριζε ό Αβραάμ ότι πρέπει να προσφέρει στο Μελχισεδέκ το ένα δέκατο άπ’ όλα; Ποιός του είπε να αρνηθεί το κέρδος από τα λάφυρα των ειδωλολατρών, μετά τη νίκη του ενάντια τους; Ποιός τον έμαθε να είναι φιλόξενος; Τί έμαθε τον Ίώβ να είναι σώφρων, υπομονετικός, ακέραιος και φιλάνθρωπος;  Πώς έγινε αυτό και κανείς από τους δίκαιους ανθρώπους πριν το Νόμο δεν καταπάτησε το Νόμο;
Η συνείδηση. Αυτή είναι ή απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Ό Νόμος του Θεού είχε σφραγιστεί στις ψυχές των ανθρώπων και πριν το γραπτό Νόμο. Δεν ήταν αναγκαίος ό εξωτερικός Νόμος σ' εκείνους πού έφεραν το Νόμο μέσα τους. Όπως ό σοφός Παύλος εξηγεί υπό το πρίσμα των εθνικών: «όταν γαρ έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου ποεί, ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισί νόμος, οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως» (Ρωμ. β', 14 -15). Έτσι λοιπόν η συνείδηση ήταν φύλακας του Νόμου πριν το Νόμο. Ή συνείδηση ήταν ο ρυθμιστής όλων των σκέψεων, των επιθυμιών και των πράξεων των προπατόρων από τον Άβελ έως το Μωυσή. Αυτήν την περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας ό όσιος Σεραφείμ ονόμασε παιδική εποχή.
  Τότε ήρθε ό Νόμος· δηλαδή ό εξωτερικός Νόμος. Ήρθε όταν η συνείδηση των ανθρώπων είχε αδυνατίσει τόσο πού δεν ήταν πλέον σε θέση να κατευθύνει τους ανθρώπους. Όταν τα χαραγμένα του θελήματος του θεού στη συνείδηση των ανθρώπων έγιναν ρηχά ή λεία τότε εμφανίστηκε η ανάγκη, το θέλημα του θεού να χαραχθεί στις πλάκες του Νόμου. Αλλά αυτό δε σημαίνει, κατά τη γνώμη μας, ότι ό Νόμος έπρεπε να αντικαταστήσει πλήρως τη Συνείδηση, σα να ήταν η Συνείδηση άχρηστη και περιττή. Όχι.  Αλλά ο Νόμος έπρεπε να αναζωογονήσει τη Συνείδηση, να την αφυπνίσει, να τη δυναμώσει, να την εμβαθύνει και να τη σταθεροποιήσει. 
   Αυτός ο Νόμος, του οποίου η ουσία περιέχεται στο Δεκάλογο, χαραγμένος στις Σιναϊτικές πλάκες, αποτελούσε ρυθμιστή των ανθρωπίνων σκέψεων, επιθυμιών και πράξεων μέχρι την ενσάρκωση του Υιού του θεού. Δηλαδή χιλιάδες χρόνια. Αυτή την ιστορική περίοδο της ανθρωπότητας ό όσιος Σεραφείμ ονομάζει νεανική περίοδο της ανθρωπότητας.
   Αλλά και ό γραπτός Νόμος εν τέλει αδυνάτησε. Αφού μέσω του Νόμου έρχεται «ή επίγνωση αμαρτίας» (Ρμ. γ', 20). Και έτσι ακριβώς υπό το Νόμο «επλεόνασεν ή αμαρτία» (Ρμ. ε', 20) και το ανθρώπινο γένος έπεσε στην έσχατη αδυναμία και σύγχυση. Έπρεπε να δοθεί ένα τρίτο φάρμακο. Και το τρίτο φάρμακο δόθηκε μέσω του Ευαγγελίου, ή με τη Χαρμόσυνη Αγγελία του Υιού του Θεού, ενσαρκωμένο και προσωπικά εμφανιζόμενο μεταξύ των ανθρώπων. Και έτσι άρχισαν σύμφωνα με τον όσιο Σεραφείμ οι τελευταίοι καιροί. Βέβαια, με την έννοια ότι δεν πρόκειται και δε γίνεται να δοθεί στην ανθρωπότητα ένα τέταρτο φάρμακο από το Θεό. «Ότι ό νόμος δια Μωυσέως εδόθη, ή χάρις και ή αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιν. α', 17).
   Στους περιφερόμε­νους και αποκαμωμένους ταξιδιώτες, δεν είναι αρκετό μόνο να τους δείξεις τον ορθό δρόμο, αλλά χρειάζεται και να τους ενδυναμώσεις για το ταξίδι. Ή αλήθεια φωτίζει και ή χάρις δυναμώνει. Και το φως και ή δύναμη έρχονται μέσω του Κυρίου Ιησού, πού δεν εμφανίστηκε για να καταργήσει τη Συνείδηση, αλλά να τη διορθώσει, ούτε να ακυρώσει το Νόμο, αλλά να τον εκπληρώσει.
     «Μη νομίσητε», είπε ό Σωτήρας, «ότι ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι» (Μτ. ε', 17).
   Να τον πληρώσει και να τον εκπληρώσει. Να κόψει όχι μόνον τα κλαριά του κακού, πού απαγορεύει ό Νόμος, αλλά να τα ξεριζώσει. Για παράδειγμα: αν ο νόμος απαγορεύει το φόνο, ό Χριστός απαγορεύει και το θυμό ως ρίζα του φόνου. Αν ο νόμος απαγορεύει τη μοιχεία, ό Χριστός δεν επιτρέπει ούτε βλέμμα επιθυμίας, εφόσον ή επιθυμία είναι η μητέρα της μοιχείας. Μ' αυτό τον τρόπο ό νόμος πληρώνεται και εκπληρώνεται, δηλαδή, όταν κόβεται το κακό από τη ρίζα του. Αφού όταν το δένδρο του κακού κλαδεύεται, τότε αναπτύσσει μεγαλύτερους βλαστούς, έτσι όπως γίνεται και με τα συνηθισμένα δένδρα. Αν ή ψυχή του ανθρώπου είναι γεμάτη φονικές σκέψεις και πονηρές επιθυμίες μοιχείας, δεν μπορεί ό νόμος να τον αποτρέψει από το φόνο και τη μοιχεία, όπως φάνηκε πριν το Χριστό, και όπως φαίνεται και στις μέρες μας, για εκείνους πού δεν έλαβαν μέσα τους το φάρμακο του Χρίστου.
   Ήρθε ό Χριστός ό Κύριος, ώστε να γίνει Αυτός για μας και συνείδηση και νόμος και ακόμα κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Ό σοφός Του απόστολος Παύλος, και παγκόσμιος ευαγγελιστής και ιεραπόστολος, λέει: «τέλος γαρ νόμου Χριστός» (Ρμ. ι', 4). Μα τότε τί; Τί είναι βαλμένο στη θέση του νόμου; Πάλι αυτός ό σοφός Παύλος απαντά: «ό γαρ νόμος εν ενί λόγω πληρούται,  αγαπήσεις.....» (Γαλ. ε', 14).
   Αυτά τα γράφουμε εξαιτίας δύο ειδών ανθρώπων πού ζουν ανάμεσα μας. Από τη μια είναι εκείνοι πού επικαλούνται τη συνείδηση τους, και από την άλλη εκείνοι πού προσέχουν να μην παραβαίνουν το νόμο. Δε θα μπορούσαμε να πούμε κάτι ενάντια στους πρώτους, όταν θα ήταν σε θέση να μας αποδείξουν ότι ή συνείδηση τους είναι άθικτη όπως του Άβελ, του Αβραάμ, και του Μελχισεδέκ. Ούτε θα είχαμε λόγο να φιλονικήσουμε μ' εκείνους πού επικαλούνται μόνο το νόμο, αν ήταν σε θέση να μας αποδείξουν ότι αντιλαμβάνονται το νόμο κατά τον ίδιο τρόπο όπως ό Μωυσής και ό Ιησούς του Ναυή ή όπως ό Ησαΐας, ό Ιερεμίας και ό Δανιήλ.
   Αλλά τί να κάνει κανείς με εκείνον πού πράττει αισχρή πράξη και κατόπιν δικαιολογείται λέγοντας:  Το έκανα, επειδή μου το υπαγόρευε ή συνείδηση μου.  Η πώς να φερθούμε, όταν δυο άνθρωποι σκέπτονται και πράττουν δυο εντελώς αντίθετα πράγματα, ισχυριζόμενοι και οι δυο, ότι σκέπτονται ή πράττουν «κατά συνείδηση» ή ακόμα χειρότερα «κατά πεποίθηση» δηλαδή κατά το συμπέρασμα της σκέψης τους; Εμείς μόνο ένα μπορούμε να τους πούμε: ή Συνείδησή σας πρέπει να εκτιμηθεί και να μετρηθεί με το Ευαγγέλιο.
    Η συνείδηση αμφισβητείται, το Ευαγγέλιο είναι αναμφισβήτητο. Αν ή συνείδησή σας αντίκειται στο Ευαγγέλιο, τότε έχετε τυφλό οδηγό και σύμβουλο για την κόλαση.  Αν συμφωνεί με το Ευαγγέλιο, τότε όλα είναι καλά. Στην περίπτωση αυτή σημαίνει ότι το Ευαγγέλιο μπήκε στη ψυχή σας και δυνάμωσε τα χαραγμένα και τη γραφή της συνείδησής σας, πού ο Δημιουργός στην αρχή της δημιουργίας χάραξε και έγραψε, αλλά με την πάροδο του χρόνου λείανε  γραφή.
Η τί να σκεφθούμε για τους ανθρώπους πού υπερηφανεύονται ότι δε ψεύδονται, δεν κλέβουν και δε μοιχεύουν, αλλά εν τω μεταξύ, αρνούνται το Χριστό και το Ευαγγέλιό Του; Αυτό πού σκεπτόμαστε και για τους Εβραίους αρχηγούς, πού περηφανεύονταν για την τήρηση του νόμου, αλλά καταδίκασαν τον Κύριο της δόξας σε θάνατο σταυρώνοντας Τον. Ή συνείδηση ήταν νεκρή και ό νόμος κενός, όταν ο παντοδύναμος Μεσσίας του κόσμου γεννήθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Ήρθε για να αναζωογονήσει τη συνείδηση με την αγάπη και να πληρώσει το νόμο με το πνεύμα και την αλήθεια. Υπερβαίνει τη συνείδηση και το νόμο.
   Αυτός ενεφύσησε συνείδηση στον Αδάμ και Αυτός παρέδωσε το νόμο στο Μωυσή. Μα, όταν οι άνθρωποι έσπασαν αυτά τα δύο υποστηρίγματα στο ταξίδι της ζωής, και χάθηκαν λοξοδρομώντας στο ψεύδος και κτυπήθηκαν από τους ληστές του άδη πεταμένοι στην άκρη του δρόμου, τότε εμφανίστηκε Αυτός και ανήγγειλε: «εγώ ειμί ή οδός και ή αλήθεια και ή ζωή» (Ιω.ιδ',6). Είναι σαφές, λοιπόν, ότι ό Κύριος Χριστός είναι το τελευταίο φάρμακο από το χέρι Εκείνου πού μέσω των προφητών ανήγγειλε: «εγώ γαρ ειμί Κύριος ό Θεός σου ό ιώμενός σε» (Εξ. ιε', 26). Είναι σαφές, ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να βασιστούν στη συνείδηση όταν είναι εκτός και αντίθετη με το Χριστό.

   Είναι ξεκάθαρο, ότι κανένας νόμος δεν είναι σωτήριος, αν βρίσκεται μόνο στα άρθρα και στις παραγράφους, κενός από το πνεύμα του Χριστού. Ό Χριστός είναι ό αναζωογονητής και ό ρυθμιστής της συνείδησης. Ό Χριστός είναι πού πληρώνει και εκπληρώνει το νόμο. Αυτός είναι η υπέρ-συνείδηση και ο υπερ-νόμος. Γι’ αυτό και ό απόστολος Παύλος δεν ευχαριστιέται με τη συνείδηση ούτε με το νόμο, αλλά με το Χριστό. «Ζω δε ούκέτι εγώ, ζη εν έμοί Χριστός» (Γλ. β', 20).  Ο Χριστός είναι ή ζωή μας. Έξω απ’ Αυτόν ή ζωή είναι θάνατος, όπως έξω απ’ Αυτόν και ή συνείδηση και ό νόμος είναι ασβεστωμένο πτώμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου