Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

6. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΩΣ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Η έλευσις του ανθρώπου «εις το Είναι» εκτίθεται αφηγηματικά στο βιβλίο της Γενέσεως αμέσως μετά τη Δημιουργία του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε πρώτα να ετοιμαστεί η κατοικία του ανθρώπου και να διακοσμηθεί (Αγ.Γρηγ.Νύσσης, περ κατασκευής) και να τοποθετηθεί επάνω σ’ αυτήν ο κύριος και διαχειριστής της.
   Μέσα στο «σχέδιο» του Θεού ήταν, αφού καλέσει στην ύπαρξη «δια του λόγου» του, όλα τα όντα (πευματικά και υλικά), να φιλοτεχνήσει με ιδιαίτερη φροντίδα («λαβών χουν από της γης») ένα ον στο «ενδιάμεσο» ύλης και πνεύματος, «επόπτη της ορατής και αοράτου κτίσεως» (Αγ.Γρηγόριος ο Θεολόγος).  Οι Αγιοι Πατέρες είναι στο σημείο αυτό ομόφωνοι, πως ο Πρώτος Ανθρωπος (Αδάμ) ήταν , ως εκ της κατασκευής του, προορισμένος να συμπεριλάβει «εν εαυτώ» όλες τις βαθμίδες του όντος,  ώστε γνωρίζοντας τον κόσμο «εκ των ένδον» ,να κοινωνεί ευχαριστιακά με τον Δημιουργό του. Την διδασκαλία αυτή έχει ιδιαίτερα επεξεργαστεί ο Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ,στα όσα έχει γράψει για το Ιερατικό και βασιλικό αξίωμα του ανθρώπου (και τη γνώση του λόγου των όντων).
  Όπως στην περίπτωση της κοσμολογίας, έτσι και στην περίπτωση της ανθρωπολογίας της Βίβλου, δι’ εικόνων και παραστάσεων από την αισθητή πραγματικότητα, εκφράζεται η κατ’ ουσίαν  ασύλληπτη από το νού μας ενέργεια του θεού, μέσω της οποίας έρχεται στην ύπαρξη, το έλλογο ον, ο άνθρωπος, προορισμένος να επιτύχει την κατά χάριν «ομοίωσή» του με το Δημιουργό , στερεούμενος σταδιακά "εις το αγαθόν».
   Αλλά την πορεία αυτή θα ανακόψει η στροφή προς το αισθητό, (γεύση του καρπού από το δένδρο της γνώσης καλού και κακού,όπως ερμηνεύει σχετικά ο Αγ.Γρηγόριος Νύσσης το Αγιογραφικό κείμενο). Ετσι το θεμελιώδες αμάρτημα του ανθρώπου, κατά τους Αγίους Πατέρες, είναι η φιλαυτία, πηγή όλων των υπολοίπων παθών. Διότι ακριβώς τα πάθη είναι η στροφή προς το μερικό και το σχετικό, της δύναμης εκείνης της ζωής, η οποία θα έπρεπε να οδηγεί από το σχετικό στο απόλυτο.    Αυτό είναι ένα ουσιώδες στοιχείο της Αγιο-Πατερικής ανθρωπολογίας, το οποίο μπορεί να ερμηνεύσει την Ιστορική δράση του ανθρώπου, την οικοδόμηση του Πολιτισμού, υλικού  και πνευματικού , την ασταμάτητη πορεία του εντός της Δημιουργίας.
 Επίσης αυτή η διδασκαλία δύναται να ερμηνεύσει το ενυπάρχον κακό, ως αποτυχία πραγματώσεως του αληθούς σκοπού της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία αποτυχία αρχίζει με την αρχική εκτροπή στον «πνευματικό χώρο». Αιτία του κακού δεν είναι η ύλη αλλά η προαίρεση του ανθρώπου, και τούτο αποτελεί επίσης θεμελιώδες στοιχείο της Πατερικής Ανθρωπολογίας.
 Χωρίς ελευθερία εκλογής δεν υπάρχει ευθύνη:  ο άνθρωπος δεν φτιάχτηκε σαν ένα αυτοκίνητο, φτιάχτηκε ως «πρόσωπο» που θα ανυψώνεται σταδιακά «πάνω από τη φύση». (βλ.π.Δημήτριος Staniloae: εισαγωγή στην ορθόδοξο δογματική).  Ερμηνεύοντας οι Πατέρες και αυτή την ουσιώδη πράξη της Θείας Οικονομίας, την συσχετίζουν με την Ένσαρκο Οικονομία του Κυρίου: διότι ακριβώς αυτή η κίνηση καθόδου προς το ανθρώπινο, ήταν μια κίνηση του Αρχετύπου για να συναντήσει την εικόνα του και να συνάψει «γαμήλιο σχέση» ανάμεσα στις δυο φύσεις (ανθρώπινη και θεϊκή). Το Μυστήριο τούτο (της "καθόδου" του θεού προς το ανθρώπινο ) είναι «υπερ λόγου καί έννοιαν», όπως λέει ένας θαυμάσιος ύμνος των Χριστουγέννων και αδυνατούμε να το ερευνήσουμε διανοητικά. 
  Ωστόσο αυτή η κάθοδος  είναι που δημιουργεί " σημείο επαφής" κτιστού και ακτίστου και εξηγεί τον προορισμό του ανθρώπου (που πραγμάτωσε ο Χριστός Λόγος στη θέση του πεπτωκότος Αδάμ). Γιατί ο προορισμός αυτός συνίσταται στο να γίνουν όλοι «κατά χάριν» θεάνθρωποι, ενωμένοι μυστικά εις Εκείνον σε ένα σώμα –Εκκλησία.  Η δόμηση του ανθρώπου Χριστολογικώς ( «εικόνα και ομοίωσις») αποτελεί κεντρική θέση της Αποκαλύψεως, γιατί φανερώνει τη θέση του στον κόσμο και την αξία του ως δημιουργήματος.
 Απο την άλλη πλευρά, η ένδυση του ανθρώπου με τους "δερμάτινους χιτώνες", (η πτώση του, ως απώλεια του αρχετύπου κάλλους ) , αποτελούν τη δεύτερη σημαντική αναφορά της θείας αποκαλύψεως, η οποία ερμηνεύει την τωρινή του κατάσταση και τις προσπάθειες επανασυνδέσεως με την πηγή της ζωής.
 Ο Αγιος Γρηγόριος Νύσσης λ.χ. οικοδομεί τη σκέψη του πάνω στα βιβλικά δεδομένα, εναρμονίζοντάς τα με το «υλικό» της φιλοσοφικο-επιστημονικής του κατάρτισης. Αυτό είναι προφανές στο έργο του ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟY, όπου λανθάνει ο Νεοπλατωνισμός «εκχριστιανισμένος» όμως και μεταπλασμένος, στα όρια της αποκαλύψεως. Διότι η βιβλική Ανθρωπολογία δεν χωρίζει τον άνθρωπο σε σώμα και πνεύμα, με την ίδια έννοια που το αντιλαμβάνεται η «έξωθεν σοφία» (τουτέστιν ο Πλατωνισμός και ο Νεοπλατωνισμός).
   Οι σχετικοί όροι καλούνται να φανερώσουν το διφυές του ανθρώπινου όντος, όπως εκτίθεται με σαφήνεια στην αφήγηση της Γενέσεως. Χρειάζεται λοιπόν αδιάκοπα να έχουμε στο νού μας πως σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, αρχική «διαπλάθεται» η υλική φύσις (αφού ο θεός «λαμβάνει χουν από της γής»), η οποία στη συνέχεια εμψυχώνεται με μια άρρητη ενέργεια της θεότητος (εμφυσάται εις το πρόσωπο του Αδάμ «πνοή Ζωής» ) και έρχεται εις «ψυχήν ζώσαν». 
  Αυτή η εμψυχωμένη ύλη συνιστά και το «Ανεπανάληπτο Εν» της ανθρωπότητος, με αποτυπωμένη επάνω του τη θεόμορφη εικόνα. Από τότε χρονολογείται και η καθιέρωση μιάς αμοιβαίας σχέσης στην προοπτική της συνεχούς προόδου «εις το αγαθόν».  Οι ανθρωπολογικές εκφράσεις των Πατέρων ουσιαστικά θέλουν να δείξουν αυτές τις βιβλικές αλήθειες, χρησιμοποιώντας  όμως και φιλοσοφικούς όρους ,που πολύ συχνά παρέσυραν σε παρερμηνείες.
  Η λέξη σώμα  λ.χ. στη φιλοσοφία  μαρτυράει  υποτιμητική αντίληψη για το «κομμάτι» εκείνο του ανθρώπου , το οποίο έχει ληφθεί από την ύλη: η αντίληψη αυτή ταιριάζει στον Πλατωνισμό (με όλο τον ιδεαλισμό του, σύμφωνα με τον οποίο τα πνεύματα έχουν «εκπέσει» στη ύλη, οπότε λύτρωση είναι η απαλλαγή τους από το σώμα και η επιστροφή τους στον κόσμο των Αρχέτυπων Ιδεών), δεν ταιριάζει όμως στην Αποκάλυψη.  Γιατί σύμφωνα με τη Βίβλο τα πάντα έγιναν «καλά λίαν», το δε σώμα είναι έργο του Δημιουργού (υπηρέτης της ψυχής) και μαζί κι αυτό επιτελεί κανείς είτε τα καλά είτε τα άσχημα έργα.
  Απόδειξη της αξίας του σώματος είναι η πρόσληψή του από την σάρκα της Παρθένου εκ μέρους του Ιδιου του Θεού-Λόγου και η ανύψωσή  του και παραμονή του στο χώρο της Θεότητος «εσαεί».  Ανθρωπος (κατά τους Πατέρες) είναι η ολη ψυχοσωματική ύπαρξη και ουδέποτε σώμα ή ψυχή νοούμενα χωριστά το ένα από το άλλο. Εδώ θεμελιώνεται και το «αισιόδοξο» δόγμα της αναστάσεως της σάρκας κατά την έσχατη ημέρα, οπόταν θα λάμψει η «πληρότητα του όντος» και όλα θα ανακεφαλαιωθούν στο «χώρο» της Θείας Βασιλείας. Ακριβώς γι’ αυτό ο Απ.Παύλος συνιστά: «δοξάσατε τον θεόν εν τω πνεύματι υμών κ αι εν τω σώματι υμών, ατινα εστι του θεού».
   Ωστόσο η παρέκκλιση από το μέτρο,που εκφράζεται και ως ηθική αίρεση, αδιάκοπα απειλούσε την ορθόδοξο ανθρωπολογία:  αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στις ασκητικές ακρότητες ( ομάδων επηρρεασμένων από το γνωστικισμό) με τις οποίες στην πράξη υποβιβάζεται η ύλη.    Στην προκειμένη περίπτωση εστία του κακού εθεωρείτο το σώμα και η αισθήσεις, που φυλακίζουν την ψυχή (δεσμευτήριο) λύτρωση δε η απαλλαγή από αυτό και η επάνοδος στον Νοητό Κόσμο.   Οι εγκρατιται λ.χ. απέφευγαν το γάμο και την κρεοφαγία όχι «δι’ άσκησιν» αλλά ως απόβλητα «αυτά καθ’ αυτά» αναγκάζοντας τους Αγιους Πατέρες να αποφανθούν και συνοδικώς (π.χ. σύνοδος εν Γάγγρα Παφλαγονίας) για το νόημα της ασκήσεως, η οποία υπάρχει όχι για να σκοτώνει το σώμα, αλλά τα πάθη.  Εδώ βλέπουμε με ποιό τρόπο εφαρμόζεται η διάκριση ,( η «βασιλική οδός»), όταν πρόκειται να δηλωθεί «τι λέγει το πνεύμα» για τις πρακτικές όψεις της ζωής των πιστών.
 Διότι ο εχθρός του ανθρώπου διάβολος δεν χαίρει μόνο για την ακολασία, ασέλγεια κ.α. αλλά και για την «μετ’ αλαζονείας περιφρόνηση των έργων του θεού (τα οποία έργα διαβάλλει με τις ευσεβέστερες προφάσεις). Συνεπώς το «ορθοδοξείν εστι αεί σχοινοβατείν» (Αγ. Γρηγόριος ο θεολόγος) ισχύει όχι μόνο για το Δόγμα, αλλά και για το ήθος του χριστιανού ανθρώπου.
  Οι Αγιοι Πατέρες , ως προσωπικότητες των οποίων η ζωή και η σκέψη εκινείτο από το Αγιο Πνεύμα, χάραξαν το μέτρο της ορθής Ανθρωπολογίας, πάνω στα ίχνη της αποκάλυψης, χωρίς να παραβλέπουν την «θύραθεν» σοφία, της οποίας έκαναν επιλεκτική χρήση.  Θεώρησαν τον άνθρωπο ως εικόνα του Δημιουργού Του και έθεσαν ενώπιον του το πρόβλημα του αιωνίου προορισμού του.  Είδαν στη θνητότητα, τέλος, την απώτερη πηγή της υπαρξιακής του οδύνης και της έκπτωσής του στην εμπάθεια και έκαναν έτσι τη «μελέτη θανάτω» τόπο όχι φιλοσοφικής απαισιοδοξίας, αλλά απαρχή της σύνδεσης με τον Αναστάντα Χριστό και εσχατολογική προσδοκία ανακαίνισης.
Ωστόσο ο Δυτικός Μεσαίωνας, θραύοντας το μέτρο της θεανθρωπότητας και σμικρύνοντας την αξία της ανθρώπινης δημιουργικότητας (εδώ δεν είναι χώ ρος για να αναπτύξουμε τις Ιστορικές και Θεολογικές αιτίες του φαινομένου), προκάλεσε την «έκρηξη» του ανθρωπισμού (ο οποίος υποσχόταν την έλευση του «ολοκληρωμένου ανθρώπου») στις ποικίλες εκφάνσεις του, ακόμη και της αθεότητας.  Τον ΙΔ’ αιώνα, ενας Νικόλαος Καβάσιλας με το έργο του, απάντησε στην ανθρωπιστική ειδωλολατρία της Δύσης, δίδοντας το περίγραμμα του Ορθόδοξου Ανθρωπισμού ή καλύτερα Θεανθρωπισμού. 
  Όμως  το αποκαλυπτικό έργο των πρωτοπόρων του Διαφωτισμού είχε ήδη αρχίσει να ορίζει τον άνθρωπο, έξω από το φως της Αποκάλυψης και να τον «περιορίζει» άλλοτε σε ορμή άλλοτε σε ορθό λόγο/εμπειρία κ.ο.κ. δίδοντας έτσι σωρεία ερμηνειών στο αίνιγμα της ύπαρξης (τις στηλίτευσε λ.χ. ο π.Ιουστίνος Πόποβιτς στο έργο του Ανθρωπιστικός και θεανθρώπινος Πολιτισμός ). Τα αποτελέσματα της ανθρωπιστικής νεοειδωλολατρίας έχουν αφήσει  τόσο έντονα τα ίχνη τους στη νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία (κατά π.Ιουστίνο πόποβιτς), που μόνο με τη μετάνοια και την επιστροφή στο θεάνθρωπο είναι δυνατόν να υπερβληθούν τα αδιέξοδα του συγχρόνου ανθρώπου.
Πλήγμα εναντίον του ανθρώπου είναι και η μονομερής βιολογική του θεώρηση εκ μέρους της νεωτερικής επιστήμης, που «ανταποδίδοντας τα ίσα» σε κάθε πνευματοκρατία (και εδώ μαζί με τον Πλατωνισμό εντάσσεται και ο Χριστιανισμός, ως ιδεολόγημα) εξηγεί και ερμηνεύει την υπόσταση του ανθρώπου «εκ των κάτω» εστιάζοντας στην «ζωώδη του καταγωγή». Είναι η θεωρία της εξέλιξης που συνοψίζει, όλα τα στοιχεία των τάσεων της μηχανιστικής επιστήμης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα, πως είμαστε προϊόν μιας τυφλής πορείας και όχι οντότητες που οφείλουμε την ύπαρξή μας στο λόγο του Θεού…
  Η Δαρβινική θεωρία συμπαρατάσσεται ακριβώς με όλη τη λογική της νεοτερικής επιστήμης, που εξηγεί τη λειτουργία της φύσης μηχανιστικά/αιτιοκρατικά και βλέπει στον άνθρωπο μια προέκταση αυτής της φύσης και όχι ένα ον που έλκει την καταγωγή του στη δημιουργική πράξη του Θεού.  Αλλωστε η ίδια αυτή επιστήμη εφεύρε έναν θεό που ταιριάζει στις ιδέες της, ένα θεό- Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος , του οποίου ο ρόλος τοποθετείται μόνο στην «αρχή» των πραγμάτων (εδώ έχει αντιγραφεί ακριβώς η Βιβλική Αποκάλυψη), στη συνέχεια όμως «παρακολουθεί» την πορεία του κόσμου και της Ζωής (χωρίς να συμμετέχει στην Ιστορία του ανθρώπου και τη Φυσική Ιστορία),χωρίς να επεμβαίνει.  Πρόκειται για τον ουράνιο Μηχανικό της Νευτώνιας σύνθεσης ή για την αφηρημένη εκείνη Αρχή /Δύναμη της θεϊστικής κατανόησης του κόσμου ,μια «εικόνα κι ομοίωση» των αναπαραστάσεων, μέσω των οποίων ερμηνεύονται οι λειτουργίες της φύσης.
Όπως λοιπόν η Νευτώνεια Φυσική έφερε επανάσταση στην αντίληψη του χώρου (στις απαρχές της νεωτερικότητας) έτσι και η Δαρβινική θεωρία της εξελίξεως, έφερε επανάσταση στην αντίληψη του χρόνου (στην αρχή της σύγχρονης εποχής μέσα στον 19ο αιώνα ).  Ο άνθρωπος κατά την εξελικτική θεωρία έρχεται από ένα «μακρινό άπειρο» με μοναδικό άξονα πορείας την τυφλή και απρόσωπη φυσική επιλογή και ως εκ τούτου δεν είναι παρά ένα τυχαίο συμβάν της κοσμικής εξέλιξης, χωρίς νόημα και προορισμό.
   Σε τελευταία ανάλυση  είναι μόνος μέςα στο Σύμπαν και οφείλει να συμφιλιωθεί με αυτή την πραγματικότητα , την οποία του προσκομίζει η σύγχρονη Δαρβινική επιστήμη.  Η ύπαρξη Θεού/Δημιουργού αναιρείται  στα πλαίσια αυτής της θεωρίας, της οποίας η ηθικές προτάσεις  μπορούν άνετα να βασίζονται  σε νατουραλιστικές εξηγήσεις (βλ. έργο Ernest Mayr,  τι είναι η εξέλιξη; εκεί ο αλτρουϊσμός και η συνεργασία των ατόμων θεμελιώνονται στην ανάγκη και όχι στην παραδοχή έμφυτου ηθικού Νόμου.  Γενικώτερα το πνευματικό στοιχείο (ηθική συμπεριφορά, ψυχή, αξίες κλπ) δεν αποτελεί παρά ένα επιφαινόμενο, για τους οπαδούς της εξελικτικής θεωρίας, για τους οποίους το «ζωώδες στοιχείο» αποτελεί τη βάση του ανθρωπίνου.
   Καταλαβαίνει τώρα κανείς πολύ καλά, ποια είναι η ανατρεπτική σημασία της θεωρίας αυτής για τη φιλοσοφική και θεολογική Ανθρωπολογία, που απέδιδαν τα πρωτεία στην «ανώτερη φύση» του ανθρώπου, ως όντος το οποίο  προέρχεται από ένα θεϊκό Αρχέτυπο, στο οποίο μάλιστα απέδιδαν και τα σπέρματα του αγαθού (τα οποία περικλείει ο καθένας μέσα του και οφείλει να τα αναπτύξει).
Εάν η ορθή Χριστιανική Ανθρωπολογία υπονομευόταν (κατά την εποχή της Πατερικής δημιουργίας/σύνθεσης) από έναν λανθάνοντα γνωστικισμό, απότοκο Πλατωνικών και Νεοπλατωνικών ιδεών για τον άνθρωπο ( του οποίου πραγματική φύση εθεωρείτο μόνο η νοερή φύση) στα νεώτερα χρόνια υπονομεύεται από έναν νατουραλιστικό επιστημονισμό που δεν βλέπει τίποτε περισσότερο στον άνθρωπο από μια δέσμη βιολογικών λειτουργιών και μόνο (το ανάλογο των μηχανικών λειτουργιών της φύσης).
   Αυτή η κατανόηση του ανθρώπου ανατρέπει δυο θεμελιώδεις αλήθειες της βιβλικής Αποκάλυψης:
Α) το Χριστολογικό Αρχέτυπο: ο άνθρωπος είναι εικόνα του θεού, είναι όλη εμψυχωμένη από τη θεία πνοή (και όχι «τυχαίο συμβάν» μέσα στην κοσμική εξέλιξη)
Β) Την πτώση από την Εδεμική κατάσταση: η τωρινή φάση της Ιστορίας του ανθρώπου δεν είναι άνοδος αλλά επάνοδος (εάν πρόκειται μόνο για άνοδο, τότε πολύ σωστά ο Νίτσε προέβλεψε τον υπερ-άνθρωπο , με σκεπτικό βασιζόμενο στις  θεωρίες της βιολογίας , τις οποίες ενστερνιζόταν).
  Με κριτήριο όμως την Αποκάλυψη  θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, ότι ο δρόμος του κακού εντός της ανθρώπινης Ιστορίας είναι ακριβώς  η ζωή εντός των «δερματίνων χιτώνων», η υπερίσχυση της ζωϊκής φύσης, με όλα τα χαρακτηριστικά της αλόγου Ζωής (όπως εκθέτει το ζήτημα ο Αγιος Γρηγόριος Νύσσης) όπου δύσκολα μπορούμε να διακρίνουμε τη «θεία εικόνα». :
Ενας σύγχρονος διάλογος με τις εξελικτικές θεωρίες εκ μέρους της ορθόδοξης θεολογίας δεν θα μπορούσε να αρχίσει παρά μόνον πάνω στις βάσεις της Ανθρωπολογίας του Αγ.Γρηγορίου (και των άλλων Πατέρων) η οποία συνιστά άριστη Σύνθεση θεολογίας, φιλοσοφίας και επιστήμης (στα όρια των γνώσεων της εποχής του ). 

   Η σύνθεση την οποία αποπειράθηκαν ορισμένοι στη Δύση (π.χ. ο Τeilhard de Chardin), είναι αμφίβολης αξίας, αν δεν είναι καθαυτό αιρετική, αφου παραλείπει ουσιώδη στοιχεία της βιβλικής Ανθρωπολογίας (όπως λ.χ. την Εδεμική κατάσταση) για να δείξει πως το «σημείο Ω» της εξέλιξης είναι ο Χριστός (για  να την συμφιλιώσει έτσι με την πίστη).   Επιβάλεται πλέον εκ των πραγμάτων για τη χριστιανική συνείδηση, μια νεα σύνθεση στο πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας (και εν προκειμένω του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης) , που θα συνενώνει : Α) πιστότητα στην αποκάλυψη και  Β) γνώση των σύγχρονων ανθρωπολογικών δεδομένων τόσο των φιλοσοφικών οσο και των επιστημονικών -ιατρικών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου