Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Ο Δ' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟ

Οι λόγοι του Εσταυρωμένου
πρώην Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου,
Μηνύματα Μεγάλης Εβδομάδος,
Εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1996, σελ. 249-259
Ο Δ' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ
«Θεέ μου, Θεέ μου,ἵνα τί μέ ἔγκατελιπες;» (Μάτθ. κζ' 46)
Όλοι Τον έχουν εγκαταλείψει. Οι μαθηταί Του διεσκορπίσθησαν. Και αυτός ο Πέτρος που προ ολίγου υπέσχετο ότι προς χάριν Του ήτο έτοιμος «καί εἰς φυλακήν καί εἰς θάνατον πορεύεσθαι», και αυτός Τον έχει ήδη αρνηθή κατ' επανάληψιν και με όρκον.
Είναι λοιπόν μόνος. Και Τον περιβάλλουν οι άσπονδοι εχθροί Του, και ένα πλήθος λαού εις το οποίον οι άρχοντες του κατώρθωσαν να εμπνεύσουν τα πλέον άγρια και θηριώδη αισθήματα εναντίον Του.
Είναι μόνος, και διέρχεται τας τελευταίας αγωνιώδεις στιγμάς Του ασυντρόφευτος. Εις την κατάστασιν αυτήν Τον βλέπει προφητικώς ο Ψαλμωδός· και Τον ακούει να λέγη · «ὑπέμεινα συλλυπούμενον καί οὔχ ὑπῆρξε, καί παρακαλοῦντας καί οὔχ εὗρον» (Ψ. ξη' 21)!
Πράγματι· δεν ευρίσκεται κανείς να Τον ανακουφίση. Να σπογγίοη τον κρύον ιδρώτα του προσώπου Του, την ώραν της αγωνίας και του εγγίζοντος θανάτου. Δεν υπάρχει κανείς να Του δείξη αγάπην, όταν τον πνίγουν οι πόνοι και τα δάκρυα. Δεν βλέπει άλλον πλησίον Του, ει μη «τήν Μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἡγάπα».
Τουναντίον συνωθο ύν ται παρά τους πόδας Του οι ανάλγητοι εχθροί Του, και παρακολουθούν άσπλαγχνα το θύμα των εις το μαρτύριόν του επάνω εις τον σταυρόν. «Καί οἱ πορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτόν κινοῦντες τάς κεφαλάς αὐτῶν». «Ὁμοίως δε καί οἱ ἀρχιερεῖς ἐνέπαιζον μετά τῶν γραμματέων καί πρεσβυτέρων». Αλλα «καί εἷς ἐκ τῶν κρεμασθέντων ἐβλασφήμει αὐτόν».
Εις πόσους αυτός εσπόγγισε τα δάκρυα! Πόσους ανθρώπους πάσχοντας είχεν ευεργετήσει! Και πόσην χαράν και παρηγορίαν είχε σκορπίσει! Και τώρα, εις τον ιδικόν Τουμ πόνον δεν του παραστέκει κανείς, εκτός μερικών ευαισθήτωνγυναικών, αι οποίαι με τα δάκρυα και τους λυγμούς των περισσότερον Του επαυξάνουν το μαρτύριον.
Είναι μόνος μέσα εις έναν ωκεανόν οδύνης και βασάνου.
Μόνος εις εν κατακλυσμόν ύβρεων και ονειδισμών και ατιμίας.
Μόνος μέσα εις την αφόρητον κάμινον του φρικτοτέρου μαρτυρίου.
Κι όμως· δι' όλα αυτά δεν εκφράζει παράπονον. Όχι· δεν παραπονείται. Δια την προδοσία του δόλιου μαθητού Του Ιούδα. Δια την άρνησιν του φιλτάτου Του Πέτρου. Δια τοςυ διασκορπισθέντας και πανικοβληθέντας μαθητές Του. Δια την όλην εκείνη διαπόμπευσιν που υπέστη από τους Ιουδαίους και τους Ρωμαίους. Δια τους εμπτυσμούς και τα ραπίσματα. Δια την μαστίγωσιν και το φραγγέλιον. Δια την προρφυρά χλαίναν, τον ακάνθινον στέφανον, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, και την χολήν. Δια τα καρφιά και την λόγχην. Δι αυτόν τον σταυρόν και τον θάνατον.
Δι' όλα αυτά είχεν είπει προς τους μαθητάς Του προειδοποιητικώς και με πλήρη ψυχραιμίαν.
«Ἰδού ἔρχεται ὥρα, καί νῦν ἐλήλυθεν, ἵνα σκορπισθῆτε, ἕκαστος εἰς τά ἴδια, καί ἐμε μόνον ἀφῆτε».
Μπορούσε όμως τότε, εις την προειδοποίησιν εκείνην να προσθέτη· «καί οὐκ εἰμί μόνος, ὅτι ὁ Πατήρ μετ' ἐμοῦ ἐστι» (Ἰω.ις' 32). Παρ' όλην την εγκατάλειψιν, ησθανετο ότι δεν ήτο μόνος. Εφ' όσον ήτο μαζί Του ο επουράνιος Πατήρ, Του ήτο αρκετόν δια να μη αισθάνεται μόνωσιν.
Πράγματι· αρκεί να έχη κανείς μαζί του τον Θεόν· και εις τας κρισιμωτέρας στιγμάς, όποιος αισθάνεται κοντά του τον Θεόν, έχει τον ισχυρότερον παράγοντα δια να στηριχθή.
Εν όσω λοιπόν ο Κύριος έχει την συμπαράστασιν του ουρανίου Πατρός Του, δεν χρειάζεται άλλο στήριγμα.

Α νεβαίνει τον μαρτυρικόν δρόμον του Γολγοθά. Δέχεται τα σιδερένια καρφιά να του διατρυπούν τας χείρας και τους πόδας. Και υπομένει τους φρικτούς και αφόρητους πόνους που Του δημιουργεί το κάρφωμα και το κρέμασμα εκείνο και τους σφαδασμούς του σώματος, όταν υψώνετο και εστήνετο ο σταυρός, και όταν έμενε μετέωρος και αιμόφυρτος και εσπάρασσεν επ' αυτού.
Δέχεται ακόμη και τα άλλα οδυνηρότατα πλήγματα πού κατέφερον εναντίον Του τα ανηλεή στόματα των σαρκαζόντων δημίων Του, αι πικραί γλώσσαι των ονειδιζόντων εχθρών Του, και τα φαρμακερά χείλη του αγνώμονος λαού.
Α πό τα απύλωτα στόματα των εμπαιζόντων το δράμα Του εξήλθε και ένας βαρύτατος λόγος, που Τον επλήγωσε περισσότερον από όλα τα άλλα.
Η θέλησαν να Του διαμφισβητήσουν την αγάπην και την αχώριστον μετ' Αυτού παρουσίαν του ουρανίου Πατρός Του. Και τι του λέγουν;
«Πέποιθεν ἐπί τόν Θεόν, ρυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰθέλει αὐτόν εἶπε γάρ ὅτι Θεοῦ εἴμι υἱός» (Μάτθ. κζ' 43).
Θα του ήτο ασυγκρίτως προτιμότερον να Τον αποσπάσουν από την φυσικήν ατμόσφαιραν, έξω από την οποίαν μετ' ολίγας στιγμάς αποθνήσκομεν από ασφυξίαν, παρά να Του ειπούν ότι ευρίσκεται έξω από τον ορίζοντα της αγάπης του Θεού να του είπουν δηλ. ότι ο Επουράνιος Πατήρ δεν σε αγαπά, δεν σε αναγνωρίζει ως Υιόν Του.
Διότι ήτο τόση η αφοσίωσις Του προς τον Πατέρα, ώστε έγινεν «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Και το γεγονός ότι ησθάνετο ότι ανταγαπάται από τον Πατέρα Του και είναι αχώριστα ηνωμένος μαζί Του, ήτο αρκετόν δια να απλώνεται εις την ψυχήν Του απόλυτος γαλήνη και να εκδηλώνεται αυθόρμητα εις τα ήρεμα χαρακτηριστικά του προσώπου Του, παρ' όλους τους πόνους και το μαρτύριον του σταυρού.
Αλλ' ιδού, αγαπητοί αδελφοί, ότι τώρα ο Μάρτυς του Γολγοθά δοκιμάζει εις το βάθος της καρδίας Του ένα αίσθημα, που Τον πληγώνει πολύ βαθειά.
Τον εγκατέλειψε και ο Πατήρ Του την ώραν της μεγάλης Του αγωνίας!
Ω ! αυτό του στοιχίζει περισσότερον από όλα όσα εδοκίμασε και υπέστη από της Γεσθημανής μέχρι του Γολγοθά.
Ο λίγας ημέρας προ του Πάθους Του, με τη σκέψιν μόνον ότι επίκειται το σκληρόν μαρτύριον της σταυρικής θανατώσεώς Του, εβόησε προς τον Θεόν·
«Πάτερ, δόξασόν σου τό ὄνομα»·
Και ο ουρανός ακούει τότε την φωνήν Του. Και ανταποκρίνεται. Και ήλθε φωνή εκ του ουρανού «Καί ἐδόξασα, καί πάλιν δοξάσω».
Προ ολίγων ακόμη ωρών, κατά την αγωνίαν Του εις την Γεσθημανή, πάλιν εκ του ουρανού «ὤφθη αὐτω ἄγγελος ἔνισχυων αὐτόν» (Λούκ. κβ' 43).
Τώρα όμως; Ο ουρανός φαίνεται κατάκλειστος. Και ο Πατήρ ο επουράνιος απέσυρε το βλέμμα Του από τον σφαγιαζόμενον Αμνόν τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου. Έχει αφήσει ελεύθερον τον διάβολον να στρέψη όλας του τας πονηράς δυνάμεις εναντίον του Εσταυρωμένου.
Θα μπορούσε να Του στείλη «πλείους ἤ δώδεκα λεγεώνας ἀγγέλων», δια να Τον απαλλάξη από τας χείρας των ανόμων εκείνων. Αλλά ἀ φίνει την λυσσώδη κακίαν να μαίνεται εναντίον του Αθώου. Να ασχημονή και να κακουργή εις βάρος του Αναμάρτητου. Διότι Αυτός τώρα «αἴρειτάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου». Αυτός σηκώνει το βάρος που έπρεπε να φέρωμεν ημείς. Το βαστάζει Εκείνος ως αντιπρόσωπος και εγγυητής μας.
Δια τούτο ο Πατήρ ο εν τοις ουρανοίς δεν βλέπει αυτήν την ώραν τον Υιόν Του. Ενώ αντικρύζει τον Εσταυρωμένον, βλέπει να είναι επάνω Του το ακάθαρτον και επικατάρατον φορτίον, η αμαρτία του κόσμου. Και αποστρέφει το πρόσωπον Του ο Θεός ο άγιος.
Αυτήν την ώραν ο Αναμάρτητος Χριστός, «Ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἔποιησεν, οὐ δέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» έχει επωμισθή τας αμαρτίας μας. Και έγινε Αυτός «ἐπικατάρατος, κρεμάμενος ἐπί ξύλου», δια να επακολουθήσουν εις ημάς αι ευλογίαι και χάριτες του ουρανού.
* * *
«Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες;», φωνάζει ο Εσταυρωμένος. Και με την κραυγήν Του αυτήν ο Κύριος στρέφεται προς τον Θεόν. «Θεέ μου, Θεέ μου», λέγει. Την ώραν της εσχάτης αυτής εγκαταλείψεως τα χείλη Του επικαλούνται - ποιόν άλλον; - τον Θεόν. Τον Πατέρα. Ο Υιός του Θεού, και με το βάρος της αμαρτίας του κόσμου, προς Αυτόν απευθύνει την κραυγήν Του.
Οι λόγοι της κραυγής Του αντλούνται από τον Ψαλμόν του Δαβίδ (κα' 1). «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἵνα τί ἐγκατέλιπές μέ;».
Θέλει και κατ' αυτήν την στιγμήν της αγωνίας Του επί του Σταυρού, τα πάντα να είναι σύμφωνα με όσα προείπεν η Γραφή. Και ομιλεί προς τον Πατέρα «κατά τάς Γραφάς». Προφέρει τας λέξεις Του, μίαν προς μίαν, «καθώς εἶπεν ἡ Γραφή». Δεν θέλει να ξεφύγη ο ὔ τε κατά μίαν κεραίαν από το σχέδιον της θείας ο ἰ κονομίας· από την «βουλήν», την θέλησιν, του Υψίστου Πατρός.
Η εγκατάλειψίς Του δεν διήρκεσε πολύ. Ο επουράνιος Πατήρ, δια των οικτιρμών του μονογενούς Του Υιού, ευδοκεί να γίνη ἵλεως επί ταις αμαρτίαις ημών. Και θα επιβεβαιωθή, δια του Σταυρού και της Αναστάσεως, το «ὀντός ἐστιν ο Υιός μου ο αγαπητός ἐνᾧ η ὔδοκησα».
Το όνομα Εκείνου τον Οποίον οι Ιουδαίοι ενέπαιζον και οι Ρωμαίοι εχλεύαζον γίνεται το «ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυκάμψει ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθόνιων» (Φιλιπ. β' 10). Δεν παρέρχεται πολύς χρόνος, και ο επί του Σταυρού γυμνός και αιμόφυρτος και εγκαταλελειμένος Ιησούς γίνεται το αντικείμενόν της λατρείας αναριθμήτων καρδιών. Οι αιώνες διαδέχονται αλλήλους, και οι λάτρεις το ῦ Ἐ σταυρωμένου πληθύνονται ἀ καταπαύστως. Ὁ Χριστιανισμός - η χριστιανική πίστις και η Εκκλησία του Χριστού - επεκτείνεται και κατακτά συνεχώς έδαφος. Και ο Σταυρός, ενώ προηγουμένως ήτο όργανον κατάρας και αίματος, γίνεται όργανον σωτηρίας και πηγή ευλογίας.
Ο Εσταυρωμένος -Αυτός τον Οποίον οι πάντες εγκατέλειψαν- είναι έκτοτε το κέντρον και ο άξων της ιστορίας. Περί Αυτόν στρέφεται ούτως η άλλως ο κόσμος· «ἰδού οὗτος κεῖ ται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν... καί εἰς σημεῖον ἀ ντιλεγόμενον» (Λούκ. β' 34). Οι μεν τον πιστεύουν· τον αναγνωρίζουν ως «Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινο ῦγεννηθέντα» και τον προσκυνούν και τον λατρεύουν ως Σωτήρα. ’λλοι τον ἀναζητοῦν· και αναμένουν το μήνυμα του Ευαγγελίου Του να φθάση «εἰς πάντα τά ἔθνη». Και όσοι τον αρνούνται ή τον πολεμούν «οὐκ οἴ δασιτί ποιοϋσι». Δεν ξέρουν τι κάνουν και -προ παντός- τι χάνουν!
Παρ' όλα εν τούτοις τα πλήθη των χριοτιανων, τα οποία εξαιρέτως κάτ' αυτάς τας ημέρας προσέρχονται να ασπασθούν τους αχράντους Του πόδας, η εγκατάλειψις επαναλαμβάνεται κατά πολλούς τρόπους.
Ό ταν κάποια αμαρτία μας δελεάση, και κάποια πάθη κατέχουν τας καρδίας μας, πόσον εύκολα, δυστυχώς, στρέφομεν τα νώτα εις τον Χριστόν και παραδιδόμεθα εις τας αδυναμίας μας, λησμονούντες ότι Εκείνος χάριν ημών ανήλθεν επί του Σταυρού. Είναι δε περισσότερον αποκαρδιωτικόν, όταν μεταξύ εκείνων που εγκαταλείπουν τον Κύριον είναι και πολλοί ιδιαιτέρως τιμηθέντες και ευεργετηθέντες υπ' Αυτοῦ και ιδιαιτέρως αξιωθέντες να γνωρίσουν το θέλημά Του, ώστε κάθε άλλο θα έπρεπε να προσδοκεί από αυτούς ο Χριστός.
Αλλά μη γένοιτο να ευρεθή κανείς από ημᾶς εις αυτήν την θέσιν.
Εάν Αυτός ο Κύριος, ησθάνθη τόσον βαθειά την εγκατάλειψιν του Θεού και είπε τον σπαρακτικόν λόγον «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες;», πόσον φοβερά είναι η θέσις του ανθρώπου που από ιδικήν του υπαιτιότητα θα ευρεθή εγκαταλελειμένος υπό του Θεού!
Ω, Κύριε! Συ που απέθανες δι' ημάς επί του Σταυρού. Συ, τον Οποίον οι πάντες εγκατέλειψαν. Σύ Όστις δια τας ιδικάς μας αμαρτίας είδες και τον Πατέρα να Σε εγκαταλείπη. Συ τον Οποίον ως χριστιανοί λατρεύομεν και υμνούμεν και προσκυνούμεν· δόσε μας το έλεος και την χάριν Σου, ίνα η λατρεία ημών μη είναι λατρεία χειλέων μόνον και λόγων και ασπασμ ῶ ν, αλλά αφοσίωσις και λατρεία εμπράκτου τηρήσεως των εντολών Σου και του θελήματός Σου, δια να μη Σε εγκαταλίπωμεν ποτέ, αλλά να μένωμεν δια παντός εν τη αγάπη Σου και εν τη βασιλεία Σου, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου