Κυριακή 15 Απριλίου 2018

ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΠΟΥ ΕΡΠΕΙ ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ ΣΤΟ ΠΟΤΕ



Έθνος ανάδελφο είμαστε χρόνια τώρα και ο ψυχορραγών εκτροχιασμός μας, μας οδηγεί εκτός δικτύου. Μία χώρα που έχει πάψει προ πολλού να ορθοδοξεί και να ορθοπραττεί. Οι άνθρωποι πλέον μηνύουν τις καμπάνες, στέλνουν τις εκκλησίες στο απόσπασμα και πυροβολούν τους ιερείς στο κεφάλι. Στην πλειοψηφία του, ένας λαός που αποσκίρτησε από το ποιμενικό μαντρί της Ορθοδοξίας και, ως ελεύθερος δεσμώτης καρκινοπαθεί στο Πουθενά, βουλιάζει στο Ποτέ και ελπίζει στο Τίποτα. Ανιστόρητος λαός που ξεχνάει το παρελθόν του, έχει αυτοκαταργηθεί ως σύνολο και, ως άναρχες μονάδες αυτονομεί την θλίψη και περιχαρακώνει την απόγνωση. Οι αυτοκτονίες μπορεί να λογίζονται μνημονιακές, κρύβουν όμως στην βιτρίνα, την απουσία της κατά Χριστόν ελπίδας και την αναγόρευση του αντιδίκου, ως πρωτοκαθεδρεύοντος στην αιμορραγούσα καρδιά του κατ' ευφημισμόν πιστού. Λίγο παλιότερα κυνηγούσαν την χλιδή, τώρα εποφθαλμιούν το επιούσιο ψωμί. Μια βόλτα στο κέντρο πιστοποιεί του λόγου το αληθές. Κλειδαμπαρωμένα μαγαζιά, άδειοι δρόμοι, χλωμές φιγούρες αφημένες στα παγωμένα κράσπεδα ν' αργοπεθαίνουν, εισαγόμενη και ενχώρια πορνεία ν' ανταγωνίζονται στα κόκκινα φανάρια, προς άγρα πελατών. Άνθρωποι που βρίζουν σε μια ακατάσχετη αιμορραγία καφενειακής βλαστήμιας, οδηγοί στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, πεζοδρομιακοί οδοιπόροι που παραμιλούν ατέρμονα κάνοντας άτεχνες γκριμάτσες και νευρώδεις, ακανόνιστους μορφασμούς. Κάποτε οι άνθρωποι σταυροκοπιόντουσαν στους δρόμους, τώρα σκοτώνουν με το βλέμμα τους, κάποιους που το κάνουν. Στα δικαστήρια οι καμπάνες εγκαλούνται στο εδώλιο, κατήγοροι οι άνθρωποι, ζητούν την καταργησή τους. Σταυρώστε λοιπόν το ράσσο και μηνύστε τις καμπάνες... Όπως έγραφε ο Ντοστογιέφσκι... ''τουλάχιστον, αυτές είναι βέβαιο, πως θα τις ακούσουμε την ώρα του θανάτου. Θα έχουμε όμως έναν ιερέα να μας θάψει'';


Γιώργος Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

ΤΟ DNA ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ, Η ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΑΠΟ ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗ



Τότε, γιατι γεννιούνται άνθρωποι με ομοφυλοφιλικές τάσεις, αφού εποιήθησαν από τον Θεό, ως εικόνες Του; Εξαιτίας της αμαρτίας που διαδέχεται γενεά και γενεά, κατά το ''αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα,'' που ενώ δεν απαντάται πουθενά στην Αγία Γραφή, βρίσκει όμως εφαρμογή στο: ''…εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα επί τρίτην και τετάρτην γενεάν τοις μισούσι με. και ποιών έλεος εις χιλιάδας τοις αγαπώσι με και τοις φυλάσσουσι τα προστάγματά μου.» (Δευτ. ε', 9-10). Αυτό που σήμερα καταγράφεται ως DNA της κάθε σωματοδομής και δεν είναι τίποτ΄άλλο παρά ο φορέας των γενετικών πληροφοριών του κυττάρου, όχι μόνον με την έννοια της μεταβίβασης χαρακτηριστικών, αναλοίωτων από γενεά σε γενεά, αλλά και της ρύθμισης της ατομικής φυσιογνωμίας, σε μια πιο ελεύθερη αποσαφήνηση είναι ο φορέας που διοχετεύει στον άνθρωπο χαραχτηριστικά και προηγούμενων γενεών: αν είναι οξύθυμος, πράος, συνετός, εξαρτημένος, σαρκολάτρης, κοιλιόδουλος, παραβατικός, χαρούμενος, μελαγχολικός ή ανοιχτόκαρδος, θηλυπρεπής ή ανδροπρεπέστατος. Οι αμαρτίες που μορφοποιούν τα χαραχτηριστικά κάθε ατόμου, τον ακολουθούν! Υπό αυτή την έννοια η ομοφυλοφιλία είναι ένας σταυρός για τον άνθρωπο, κατά τον ίδιο λόγο που γεννιούνται άνθρωποι με σωματικές και ψυχικές αναπηρίες, ανίατες ή ιάσιμες, χρόνιες ή σταδιακές. Η αντιμετώπισή της: εδράζεται στις διαχρονικές, πνευματικές θεραπείες της Μυστηριακής Ζωής που παρέχει η Εκκλησία. ''Ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται''. Ματθ.10,22. Στην εσχατολογική προοπτική των χρόνων που ζούμε με την άνθιση και εγκατάσταση των κοσμικών -ισμών στους εγωπαθείς, εγωκεντρικούς και φίλαυτους νόες των ανθρώπων, που δίκην της ''μωρής σοφίας'' τους μετεξελίχθηκαν σε ανακηρυσσόμενους ''διαδραστικούς'' ''θεούς'' ενός άνομου και υπονομευτικού, εφήμερου βίου, ενώ διακηρύττουν ότι είναι σοφοί, απεδείχθησαν μωροί και ανόητοι· ''καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν. Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς, οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα''.Προς Ρωμ. 1.23-25. Γι΄αυτό: ''Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα, πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ, πλεονεξία, κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας·'' (Το αυτό). Συνεπώς κάθε νόσος-αμαρτία πνευματικά κατέχει δυνητικά σωτηριολογική προοπτική, εφόσον αυτή βρίσκει την αποκλειστική θεραπεία της μέσα από τους κόλπους της αγίας Εκκλησίας μας. Όσο για την σημερινή, γενική αποστασία, την υλιστική ειδωλολατρία και τον παγκόσμιο, ανθρωποκεντρικό εκφυλισμό που ορίζουν την εσχατολογική κατάληξη του ημιθανούς -πνευματικά- ανθρώπου, ας σημειωθεί συμπερασματικά και τούτο: ''υποκριταί, τὸ μὲν πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν, τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ δύνασθε γνῶναι''; Ματθ. 16,3.

Αντί Επιλόγου ΑΠΟ ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗ


Μοιάζει η ώρα εκείνη, να είναι σαν μεγάλη, στρωμένη τράπεζα, που μετέχουν σιωπηρά, προσευχόμενοι, αιωρούμενοι, ταπεινοί Ταξιάρχες, που εναγκαλίζονται τρις, στην αναστάσιμη χαρά αυτής της επαναστατημένης, πνευματικής βραδιάς. Κάθε νύχτα είναι ανάσταση και κάθε ανάσταση μετέχει του Φωτός, που οσονούπω θ' ανατείλλει, δεν χορταίνεις, να μιλάς για προσευχή. Είναι κι αυτή συστημένο δώρο του Χριστού στους Ορθοδοξάζοντες, ταπεινούς ανθρώπους, που χαμηλώνουν το κεφάλι στην ανόητη, κατάσχημη, υποβολιμιαία έπαρση και πατούν το πόδι στο Εγώ τους. Έτσι, που να το λιώσουν κατάχαμα σαν γλειώδες, συρόμενο στην γη σκουλήκι, που απομυζεί το χαροποιό πένθος και την αναστάσιμη ελπίδα. Ένα κερί αναμμένο είναι η ζωή μας, που λιώνει λίγο-λίγο ανεπαίσθητα, μέχρι που εξαφανίζεται και κανείς δεν ξέρει, πως υπήρχε... Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβύθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου, σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών. Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή, στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς και ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεικό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν, να τους περιμένει με το πρωινό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου!


Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος

Η Μοναξιά Ζωγραφίζει το Βλέμμα της Πατρίδας ΑΠΟ ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗ


Η Μοναξιά Ζωγραφίζει το Βλέμμα της Πατρίδας
Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ Χωρὶς ἀποσκευὲς Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο Φτωχὴ ἀνθρωπότητα,δὲν μπόρεσες οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος Τάσος Λειβαδίτης Το μίσος κι η εκδίκηση προσφέρονται απλόχερα στην ενδεή άπνοια των ημερών, που ζούμε. Οι δημόσιοι άρχοντες ασελγούν διαδοχικά στους ανυπεράσπιστους πολίτες, μοιάζουν με κάποιους που, αφού βίαζαν γυναίκες, μετά τις αποκαλούσαν πόρνες! Αυτές οι βιασμένες ψυχές της βιοπάλης κουβαλούν βασανιστικά μέσα τους θυμό και ψυχοφθόρα αγανάκτηση, διοχετεύουν το δριμύ κατηγορώ τους σε νέους μέντορες, που πουλάνε προστασία. Γέμισε σενιαρισμένους νταβατζίδες η υποβλητική, βιοποριστική ζωή μας, κολλαριστούς, κοστουμαρισμένους γιάπιδες του νομιμοποιημένου, διεφθαρμένου υποκόσμου, που χασμουριούνται ανέξοδα σε βουλευτικά έδρανα και πολιτικά γραφεία. Ένας λαός ολόκληρος αναζητεί τον νέο μέντορά του, έχουμε ανάγκη από βαρβάρους, για να δικαιολογήσουμε αργότερα την υπαιτιότητα των άλλων. Αν αύριο, ως δια μαγείας έφτιαχναν ξανά τα πράγματα, πάλι θα ποιούσαμε το ίδιο, δαγκωτό, μαρκαρισμένο ψηφοδέλτιο στον κομματικό Καλοχαιρέτα και θα ποιούσαμε ολονύχτιες, μεθυσμένες αποδράσεις σε διαφημιζόμενα σκυλάδικα και υπερηχητικά, πνιγηρά μπαράκια. Πολύχρωμος, κομματισμένος χαρτοπόλεμος, άναρθρες κραυγές σε μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις και μπαλκονάτα, αρχηγικά κελεύσματα. Υποκρινόμαστε κι εμείς, ως έξαλλες, μαυροντυμένες χήρες τον θάνατο του πρόωρα, χαμένου μακαρίτη, έχοντας, όμως έτοιμο τον καινούριο αντικαταστάτη... Η εθνική υπερηφάνεια δεν μπαίνει πάνω από την εθνική Ευχαριστία, σ' έναν Θεό που αποζητούμε ανελέητα, αφού ξεμείνουμε πια, από προστάτες και βαρβάρους. Πίσω απ'την ασυδοσία κρύβεται ο φασισμός, πίσω από κάθε στοχευμένη ελευθεριότητα έρπει ο εκούσιος καταναγκασμός, συνακολουθούν νεοταξικοί μακαρισμοί και νεοποχίτικες επελάσεις, την ώρα που ο λαός δοκιμάζει την περισσή αντοχή του. Αιμορραγεί κάτω από την βιοτική του ανασφάλεια και την προυπολογιστική του συρρίκνωση. Ένας λαός αργοσβήνει στην ''δημοκρατική'' του ανασφάλεια. Είναι υπερφίαλα ποταπό, από την μια να στήνονται συσσίτια στους δρόμους, οι αυτοκτονίες να μην αποτελούν πια είδηση, η ανεργία να βασιλεύει στα κεφάλια μας, κι από την άλλη, ο Τούρκος ν' ακουμπάει το φέσι του στην Κύπρο, ένας δήμαρχος να παραλογίζεται υπό την μέθη της αντιδραστικής του ματαιοδοξίας κι ένας μαντρωμένος, καθ'όλα λαός, να παρακολουθεί άναυδος τις δαιμονιώδεις εκτροπές δημοσίων αρχόντων, που παίζουν σκάκι με τον διάβολο. Ερωτοτροπούν με τους σφαγείς του παρελθόντος και βρίζουν δίκην καφενείου, την μαρτυρική ιστορία των Ελλήνων. Αλοίμονο, πριν λίγα χρόνια, τέτοιες μέρες, 3.000 χιλιάδες μουσουλμάνοι προσεύχονταν ομοθυμαδόν στην πλατεία Συντάγματος. Ό,τι γίνεται λίγο - λίγο, γίνεται συνήθεια κι η συνήθεια, γίνεται εν δυνάμει αίρεση, πάνω στις ορθόδοξες παραδόσεις των υπόδουλων, κατοχκών Ελλήνων. Η υποκρισία σ' εμάς, τους κατ' όνομα ορθοδόξους, είναι η εξ' αγχιστείας αδελφή μας. Γράφουμε, αλλά δεν πράττουμε, προτρέπουμε,αλλά παρεκτρέπουμε, μακάρι, όσα γράφουμε εδώ μέσα, στον εικονικό κόσμο του ματαιόδοξου δηθενισμού να είναι τα αυτά και στην πραγματική μας βιοτή. Αναλλωνόμαστε σε περισσή αγαπολογία μεταξύ μας, αιμορραγούμε στην σκιά πρωτοκαθεδρευόμενων εντυπώσεων, ενιστάμεθα στο κενόδοξο, αλλά βαυκαλιζόμαστε με το φίλαυτο. Ακόμα και Αυτόν τον Χριστό, Τον έχουμε ράψει κοστούμι στα δικά μας μέτρα, όπως ετσιθελικώς απαιτούμε τον Θεό, πλάθουμε κι έναν δικό μας Χριστό. Ποιός στ' αλήθεια διαβάζει Ευαγγέλλιο, να ξεστραβωθεί λίγο από αυτήν την ποδηγετούμενη ιλαρότητα των όλων, ας βγούμε από αυτό το παραμύθι της Σταχτοπούτας, που πάντοτε έχει αίσιο, παραμυθένιο τέλος. Η Πίστη είναι σοβαρή υπόθεση, δεν είναι το πάλαι ποτέ σινερομάντζο της μαμάς, ούτε το αστυνομικό βίπερ της Αγκάθα Κρίστι. Ναι, ο Χριστός είναι Πατέρας, Φίλος, Αδελφός, αλλά και Παιδαγωγός στην ζωή μας. Τείνει να γίνει κάλπικη ''αλήθεια'' σε πολλούς, ότι έτσι κι αλλιώς όλοι θα συνευρεθούμε στον Παράδεισο!... Υποβιβάζουμε Αυτόν και ανυψώμαστε Εμείς, ας μπει κάποιο φρένο, η σιωπή συχνά είναι προτιμώτερη από τον θόρυβο, κι αυτός ο ακατάσχετος, ανοικός βερμπαλισμός μας είναι μακράν, ο χειρότερος καθ' υποκρισίαν αδελφός μας! Η Ορθοδοξία δεν είναι ορθολογιστικό ευφυολόγημα, να προσθαφερέτεις κείμενα και αγιογραφικές εντολές. Δυστηχώς σήμερα υπάρχουν δυο εκ διαμέτρου αντίθετες στάσεις ζωής. Οι ανεξέλενγκτα ιλαροί, μιας παράδοξης, ομορφοποιημένης πίστης, που θωρούν τον Παράδεισο, ανοιχτό και ευρύχωρο για όλους και επίσης, οι λίαν ερωτευμένοι με την εσχατολογική παθογένεια και τις απανταχού συνομωσιολογικές εκφάνσεις των αντίχριστων δυνάμεων. Πιστοί, που γίνονται οπαδοί του συνδρόμου του Γεροντισμού και οπαδοί, που ηδονίζονται στην θέα οιουδήποτε μυστικογενούς θεάματος. Υπάρχουν μπλοκς στο διαδύκτιο, που παράγουν εξατομικευμένη ορθοδοξία, συγκροτούνται από ασύστολα, άσχετους ανθρώπους, που βλέπουν την Πίστη, ως ευκαιριακή, ωφελιμιστική ανάγκη για εκούσια προπαγάνδα. Ο κάθε ιερέας δεν είναι Γέρων και ο κάθε κληρικός δεν είναι στάρετς. Ως εκ τούτου, χρειάζεται επιμελής διάκριση, γιατι η Πλάνη δεν ρωτάει, όταν χτυπά την πόρτα του σπιτιού μας. Ξαφνικά, γέμισε ο τόπος από ''προορατικούς'' γέροντες, αμφίβολης προφητικής ικανότητας, που με μέσω τρίτων, προειδοποιούν για τα μελλούμενα και ευτελίζουν την έννοια της πίστης. Ο Χριστός μας ζωγραφίζει τις ημέρες πάντα, μ' εκείνο το γαλάζιο τ' ουρανού και το λευκό από τις παλιές, ασπροβαμμένες μάντρες των σπιτιών. Κι εμείς τις κάνουμε στάχτες κι αποκαίδια με τα δαιμόνια τερτίπια μας, με την καλά ακονισμένη γλώσσα μας, που δεν γνωρίζει φραγμούς και απαγορευτικά. Είναι μονόδρομος κατήφορος ο ξεπεσμός των αξιών, ο ευτελισμός των ιδανικών, οι δηθενισμοί και τα κοκορέματα που εκκολάπτονται σε αιμορραγούσες, καταθλιπτικές καρδιές. Τα περισσότερα τα κάψαμε στις φωτιές του Άι - Γιάννη, τότε, που πηδούσαμε πάνω από τις φλόγες της αγνότητας, του ομοθυμαδόν, της γειτονικής παρέας, τις φωνές της μάννας βραδυάτικα, να μαζευτούμε στο σπίτι, ν' αποκάνουμε κι αύριο πάλι. Πού πήγαν τα χρόνια των Ελλήνων, ξένοι αναμεταξύ μας, ενχώριοι αλλοδαποί σε μια χώρα δανεική από το παρελθόν. Το Παρελθόν είναι το μόνο που έχουμε, να καυχηθούμε, ατενίζουμε αντίστροφα το μέλλον, περπατάμε ανάποδα στον χρόνο, που είναι αδυσώπητα σκληρός, κακός αφέντης, πατέρας και ''δεσπότης''. Λαχταρώ, να μυρίσω πάλι τα βασιλικά στις πήλινες γλάστρες και τις μέντες, που φύτρωναν στους σκουριασμένους ντενεκέδες και τ' ανοιγμένα, παλιά κονσερβοκούτια. Του Σταυρού θα μυρίσουν πάλι τα βασιλικά στις ιερές εικόνες, κι εκείνες οι ρημάδες αναμνήσεις στην βρεγμένη αγιαστούρα του παππούλη, που ξορκίζει το κακό και γεννάει ένα καινούριο αύριο. Τα δεινά του πλησίον μου αφορούν κι εμένα, ως συνεικόνες Θεού και ως χωμάτινες υπάρξεις με εγγενείς, γενώσιμες αντιστάσεις και πάθη, που προσδιορίζουν πάντες. Αυτός ο χρόνιος, έρπον τομαρισμός πάντα απέκλειε τους άλλους και προήγαγε τον έναν, τον ολοζώντανο, ειλωλολατρικό εγωισμό μου. Αποστασιοποιούμαστε από τις βιοτικές προβληματικές του αδελφού, σφυρίζουμε αδιάφορα στο μέλλον και θεωρούμε ουσιαστικά τον πλησίον, ως εγχώριο μετανάστη, που η κακιά η μοίρα τον έθεσε εκτός. Αλλίμονο!Έχουμε εναγκαλιστεί τον αιθεροβάμμων δήμαρχο και ξεχάσαμε τον ταπεινό κλητήρα. Είναι εκ περιτροπής αυτές οι δύο λειτουργίες, όλα μέσα μας είναι αυθύρπακτα δεδομένα, λειτουργούμε σαν τελευταίας τεχνολογίας υπολογιστές, που επιτρέπονται μόνο οι χειριστικές, ορθολογιστικές λειτουργίες, κλείνουμε συχνά τα μάτια στην φωτιά, που ξέσπασε στο σπίτι του γείτονα, αλλά όχι, βέβαια σ' εμάς. Το έχουμε σίγουρο, πως το πρωί θα δούμε τον ήλιο, ν' ανατέλλει, τον ουρανό να λαμπηρίζει από τις φρεσκοβαμμένες πινελιές του Θεού και στο σπίτι να επικρατεί θεοφόρος ευταξία. Αν όμως, τα κανονίσει διαφορετικά ο παντεπόπτης Χριστός, τότε θα θυμηθούμε τον φουκαρά τον γείτονα και τα χαστούκια της ζωής, που είναι παιδαγωγικές, ενισχυμένες βιταμίνες για εκείνους, που μπορούν ακόμη να τα ερμηνεύουν, για τους άλλους δυστηχώς, είναι ακόμα προστιθέμενες σελίδες στο βιογραφικό, επαναλαμβανόμενο τεφτέρι τους. Μισοσβησμένα γράμματα που ξέφτισαν στο ημερολόγιο της επαναλαμβανόμενης, ηλεκτρονικής ζωής μας. Κοινωνική αντίθεση απείρου κάλλους! Η χώρα παφλάζει στην δίνη της ένδοιας και της εξαθλίωσης, των αυτοκτονιών και των ενδοιοικογενειακών δραμάτων και η τηλεόραση ταρριχεύει την ελληνική τραγωδία, παρουσιάζοντας μια χώρα, που, ως μοντέλο,βαδίζει πάνω στην πασαρέλα των Γιάπις, των celebrities και της περιεώνυμης Μυκόνου!... Πλαστικοποιημένοι άνθρωποι λανσάρουν την περιρέουσα πτωχεία, ως τελευταίας διαλογής προιόν προς πώληση και το ελληνικό δράμα, ως παροχημένη ταινία του Ξανθόπουλου, στα σκονισμένα ράφια της αείμνηστης, συγχωρεμένης ΕΡΤ. Σήριαλ με απροσμέτρητη χλιδή και απόκοσμα, μαγεμένα μέρη και τηλεοπττικοί αστέρες, που εμφανίζουν αίφνις μια Ελλάδα, που απλά, απλούστατα δεν υπάρχει! Εκπομπές με μαγειρεύματα γκουρμέ και σεφ με πανεπιστημιακή θεώρηση των γεύσεων, μαγειρεύουν για τους Έλληνες, που εσχάτως, πολλοί ζουν αποκλειστικά με ζυμαρικά και ρύζι...Για τα αποκαλούμενα ''Μεσημεράδικα'' και ''Απογευματάδικα'' ...ουδείς λόγος... Το...αρσενικό φύλο εκλίπει παταγωδώς, το αυτονόητο και το λογικό βρίσκονται υπό φαρμακευτική ανάρρωση σε δημόσιο ψυχιατρείο! Βλέπεις ξαφνικά νεόκοπα παιδιά από το απομακρυσμένο Πουθενά, να μιλούν, και έχεις την εντύπωση, πως κάποιες απαγορευμένες ουσίες έχουν πάρει ή κάποια λιγμένα ψυχοφάρμακα... Δεν εξηγείται διαφορετικά. Την ώρα, που οι μισοί Έλληνες βρίσκονται μεταξύ Εφορίας και ΓΑΔΑ, αυτοί ασχολούνται με τις γάμπες νεοφανούς ηθοποιού ή με το ατυχές ... σκίσιμο του καλτσόν της Μαντόνα, σε φιλανθρωπική, κοσμική εκδήλωση...! Οποία δυστηχία!... Για τα Δελτία ειδήσεων, όλα καλώς βαίνουν... Άξιος, αναμφίβολα, ο πληρωτέος μισθός των κρατικοχορηγούμενων,τ ων άρτων και θεαμάτων, παρουσιαστών, που δεν παρουσιάζουν ειδήσεις, απλώς διαβάζουν τα άρτι αφιχθέντα φαξ των υπουργείων και των Γραφείων Τύπων...! Κάποιες κονσερβοποιημένες, πλαστικές, ειδήσεις, που παρουσιάζονται ξεδιάντροπα, ως φοβερές, αιφνιδιαστικές αποκλειστικότητες είναι απλά, απλούστατα, ταρριχευμένα ''σνακς'', που σερβίρονται την κατάλληλη στιγμή, για να διαμορφώσουν τις κατάλληλες συνθήκες. Ουσιαστικά, οι σημερινές τηλεοπτικές ειδήσεις παίζουν τον ρόλο του καρότου και του μαστιγίου... Όταν τα πράγματα είναι χαλαρά, χρησιμοποιείται επιλεγμένα το καρότο, ενώ,όταν ''σκουρήνουν'' προσθέτουν το μαστίγιο... Τραγελαφική τηλεόραση με απείρου κάλλους παρασκήνιο, αποστασιοποιείται εκουσίως από την θλιβερή πραγματικότητα, για να επιβάλλει την δική της, καθεντολική ιδιαιτερότητα. Έτσι διαμορφώνονται οι συνειδήσεις για την σαρκική ασυδοσία και την συνειδησιακά ,νομιμοποίηση και εγκαθίδρυση της ομοφυλοφιλίας, όχι πια, ως ιδιατερότητας, αλλά, ως απλής ... εναλλακτικής επιλογής... Έτσι ''συνωστίζεται'' η Ιστορία, έτσι υποδαυλίζεται ο Πολιτισμός κι έτσι πυρπολείται η Ορθοδοξία, με την γελοιοποίηση, το μένος, την συκοφαντία και το όνειδος. Έτσι ζυμώνονται οι άνθρωποι, έτσι διαπλάθονται συνειδήσεις και το χειρότερο όλων... Έτσι οι συνειδήσεις γίνονται συνήθεια... Γιώργος Δ. Δημακόπουλος  Δημοσιογράφος. Icon by Di Panourgias.

Μια αγκαλιά Χαμόμηλα από την κυρία Ακριβή ΑΠΟ ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗ


Μια αγκαλιά Χαμόμηλα από την κυρία Ακριβή
Η ιστορία, που ακολουθεί είναι πραγματική. Το είχα τάμα στον εαυτό μου, πως κάποια στιγμή θα την δημοσίευα. Είναι ένα ακατάληπτο και ανείπωτο γεγονός, που συνέβη σε μια αγαπημένη μας γιαγιά από την Μονή των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, την κυρία Ακριβή, που πλέον αναπαύεται στην Γειτονιά των Αγγέλων. Ό,τι είναι γραμμένο απηχεί την αλήθεια και μόνο, χωρίς να έχει προστεθεί έστω και κάτι, που θα μεγαλοποιούσε, το συμβάν αυτό, που έλαβε χώρα τέτοιες μέρες, Μ. Τεσσαρακοστή του 1997. Ένα μικρό αντίδωρο Αγάπης στην αγαπημένη μας κυρία Ακριβή, για όλα, όσα διδαχθήκαμε από την ευαγγελική ζωή της! Η κυρία Ακριβή ήταν μια κοντή, μεσόκοπη και καμπουριατή γριούλα, πάντα μαυροφορούσα και το μαντήλι της δεμένο υπερήφανα στον λεπτό λαιμό της. Την γνώριζα ήδη από το 1992, όταν για πρώτη φορά περνούσα το αγιασμένο κατώφλι της Μονής των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης στην Φυλή της Αττικής. Δεν έλιπε σχεδόν ποτέ από την Κυριακάτικη λειτουργία και τα Σάββατα πάντα περίμενε στην ουρά για εξομολόγηση, κοντά στον αγαπημένο της πνευματικό, τον π. Απόστολο. Ο π. Απόστολος, τότε εξομολογούσε στο ''Συνοδικό'', μια πολύ μικρή αίθουσα δίπλα από το μικρό και απέριττο εκκλησάκι με τους ρώσικους τρούλλους της Οσίας Ξένης, της διά Χριστόν σαλής, που τώρα πια δεν υπάρχει, ύστερα από τους σεισμούς του ΄99. Δεν είχε ποτέ πολλά - πολλά με κανέναν από τους αδελφούς της Μονής μας, είχε ένα πρόσωπο πάντα σοβαρό, ανήσυχο, ενίοτε και λυπημένο. Κάποτε, μια από τις πολλές φορές που την κατέβαζα με το αυτοκίνητο στο σπίτι της στο Ζεφύρι, μου είχε εκμυστηρευθεί τα προβλήματά της. Είχε δυο αγόρια μεγάλα, τα οποία, όπως έλεγε, υπέφεραν χρόνια πολλά από μαγεία. Ο μεγάλος ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, πηδώντας από τον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας. Κι ο δεύτερος με ψυχολογικά προβλήματα, που τον καθιστούσαν εντελώς ανίκανο να δουλέψει και ζούσε με κάποια γυναίκα ψηλά στο Περιστέρι. Ο άντρας της πέθανε από την στεναχώρια του, μη μπορώντας να αντέξει, υπό το βάρος των προβλημάτων. Έτσι, η κυρία Ακριβή ανέβαινε τον δικό της Γολγοθά, μένοντας σε ένα κρύο και άδειο σπίτι, μόνη της και έρημη. Το μόνο στήριγμά της ήταν ο Θεός μας και οι Άγιοι της Μονής μας! Τηρούσε απαρέγκλιτα όλες της νηστείες του χρόνου, Δευτέρα δεν κατέλυε ούτε λάδι, γιατι τό΄χε τάμα και ήταν πολύ φιλακόλουθη. Ξεκινούσε την ημέρα πάντα με τον Όρθρο, διάβαζε τις Ώρες, έκανε Εσπερινό και Απόδειπνο και κατά τις δώδεκα το βράδυ το Μεσονυκτικό. Ήταν μια τακτική, που την ανάπαυε και ποτέ δεν σταματούσε. Κοινωνούσε κάθε Κυριακή, σύμφωνα με την ευλογία του πνευματικού της, ενώ τις Τετάρτες και Παρασκευές έπινε μόνο νερό. Σε παρατήρησή μου κάποτε, μήπως ήταν ιδιαίτερα σκληρός ο αγώνας της, λόγω και του προχωρημένου της ηλικίας της, γύρω στα ογδόντα, ήταν κάθετη. ''Ευλογία έχω πάρει από τον π. Απόστολο, χωρίς ευλογία δεν κάνω τίποτα από μόνη μου''. Τις Κυριακές τα πρωινά, στεκόταν πάντα σε μια συγκεκριμένη στάση του δρόμου, που ανέβαινε για την Χασιά, μιας και το σπίτι της ήταν από το κάτω μέρος του δρόμου και, όταν περνούσα, σταματούσα και την έπαιρνα. Έτσι κυλούσε ο καιρός, φορτωμένη με τον δικό της σταυρό του μαρτυρίου. Κάποτε, Μ. Τεσσαρακοστή του 1997, Σάββατο βράδυ στον προαύλιο χώρο της Μονής, συζητούσαμε με την κατά σάρκα μητέρα μου, την κυρία Μ. και την κυρία Ν., γιατι είχαμε μέρες να δούμε την γιαγιά. Μία σκέφτηκε, μην πέθανε μόνη κι αβοήθητη... Ως και ο αγαπημένος μας γερο Νύφων την αναζητούσε, καταλαβαίνοντας το αισθητό της απουσίας της. Έτσι αποφασίσαμε την επομένη μέρα, Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία, να πάμε να την επισκεφθούμε στο Ζεφύρι. Όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι, οι γυναίκες φοβόντουσαν να μπουν,μήπως και την αντικρύσουν πεθαμένη. Άνοιξα την σκουριασμένη καγκελόπορτα της αυλής και χτύπησα το κουδούνι. Κανείς δεν απαντούσε. Πρόσεξα μόνο, πως η μπαλκονόπορτα του δωματίου της στην υπερυψωμένη βεράντα ήταν ανοιχτή και με τραβηγμένες από μέσα τις κουρτίνες. Σκαρφάλωσα στην βεράντα και βρέθηκα μπροστά στην μπαλκονόπορτα. Και τότε αυτό, που αντίκρυσα ήταν αναπάντεχα καθησυχαστικό και κάπως παράδοξο... Σ΄ένα κρεβάτι δίπλα στον τοίχο, η κυρία Ακριβή ξαπλωμένη, χωμένη μέσα στα σκεπάσματά της, μου έκανε χαμογελαστή νόημα να τραβήξω την πόρτα, γιατι ήταν ξεκλείδωτη. Κάτσαμε ελαφρώς αναπαυμένοι γύρω από το ξύλινο κρεβάτι της γιαγιάς και, τότε με δέος και με φόβο ακούσαμε πρώτη φορά, πρόσωπο με πρόσωπο, μια τέποια ανείπωτη κι ανέκφραστη πνευματική διήγηση...: ''Έχω δυο εβδομάδες στο κρεββάτι παιδί μου. Παρέλυσαν ξαφνικά τα πόδια μου, το σώμα μου έμεινε ένα κούτσουρο και μόνο το κεφάλι και τα χέρια μπορούσα, να κουνήσω. Τί πέρασα, μόνο εγώ κι ο Θεός, το ξέρουμε. Το πρώτο Σάββατο το βράδυ είχα ξαπλώσει από νωρίς, για να είμαι έτοιμη το πρωί. Είχα ετοιμάσει τα ρούχα μου απλωμένα στην καρέκλα, τα ονόματα υπέρ υγείας και αναπαύσεως, το κομποσκοίνι μου, είχα διαβάσει και την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, όλα. Ξαφνικά, όπως καθόμουν με ανοιχτό ακόμα το φως, βλέπω το δωμάτιο σαν να μαυρίζει από κάτι σαν πολλές σκιές, που σιγά-σιγά γινόντουσαν δαίμονες, δεκάδες δαίμονες παιδί μου, τρόμαζες μόνο, που τους έβλεπες. Είχαν κάτι τεράστιες σαν τσουγκράνες έμοιαζαν και ξίφη, φορούσαν κάτι δερμάτινους χιτώνες και ήταν ξυπόλυτοι, με τα νύχια να είναι προς τα έξω μεγάλα και κιτρινισμένα. Τα μάτια τους ήταν κατακόκκινα της φωτιάς και τα πρόσωπά τους ήταν γεμάτα μίσος και κακία. Είχαν κάτι αφρούς στο στόμα τους, που,όταν μιλούσε κάποιος απ΄αυτούς, τα σάλια πεταγόντουσαν ολούθε. Με φοβέριζαν, πως θα με σκοτώσουν, αφού πρώτα με βασανίσουν. ''Είσαι μόνη σου, κανείς δεν θα σε ακούσει, όσο κι αν φωνάζεις'', μου έλεγε ένας, που φαινόταν, πως ήταν σαν αξιωματικός τους. Έκλαιγα από φόβο, φοβόμουν πολύ και τότε σαν οι τοίχοι του σπιτιού να χάνονταν και μπορούσα να δω έξω από το σπίτι. Και βλέπω παιδί μου χιλιάδες Ταξιάρχες γύρω-γύρω από το σπίτι, να είναι όρθιοι, χαμογελαστοί με τα σπαθιά τους βασταγμένα στα χέρια. Ήταν όμορφοι, ένας κι ένας να τους βλέπεις, κάποιοι ήταν χαμογελαστοί. Φορούσαν αυτές τις στρατιωτικές στολές, που βλέπουμε στις εικόνες, με έντονα χρώματα και ακούνητοι, σαν να περίμεναν κάτι. Οι δαίμονες, που ήταν μέσα στο σπίτι, όταν τους είδαν αγρίεψαν και άρχιζαν να με χτυπάνε με τα χέρια τους σε όλο μου το σώμα. Πόναγα, έκλαιγα, αλλά από μέσα μου έλεγα ''Παναία μου, Παναία μου, Χριστέ μου''... Κάποτε σταματούσαν με άφηναν, από την εξάντληση χανόμουν, κοιμόμουν δεν ξέρω, πως συνέβαινε, και όταν ξυπνούσα γινόταν πάλι τα ίδια. Αυτά γινόντουσαν μέρες. Είχα χάσει τον χρόνο, δεν ήξερα ακόμα, αν είχαν περάσει μέρες ή μέρα. Κάποια στιγμή, είπα της Παναίας: Παναίτσα μου, πού είσαι, πώς μ΄αφήμεις μοναχή μου; Δεν αντέχω άλλο. Και τότε, ακούω μια υμνωδία γυναικεία, όχι από αυτές, που ακούμε στις κασέτες, αλλά μια απαλή, ψιθυριστή, γλυκιά υμνωδία, που έψελνε το ''Τον Νυμφώνα σου βλέπω Σωτήρ μου κεκοσμημένον''... Άρχιζα κι εγώ να τον ψέλνω κλαίγοντας κι έπαιρνα μεγάλη δύναμη. Όταν, όμως τέλειωσε άρχιζαν οι δαίμονες πάλι τα ίδια. Δεν μπορούσα να κουνηθώ από την μέση και κάτω. Ούτε πεινούσα όμως, ούτε διψούσα''. (Τότε έσκυψε κοντά μου και ψιθυριστά μου είπε: ''Οικονόμησε ο Θεός Γιώργο μου και όλες αυτές τις ημέρες δεν είχα καθόλου... φυσικές ανάγκες, καταλαβαίνεις...). Και πράγματι, τα σεντόνια κι οι κουβέρτες της κυρίας Ακριβής ήταν πεντακάθαρα και μύριζαν μια ακατάληπτη ευωδία, που, όταν μπήκαμε στο σπίτι, όλοι την αισθανθήκαμε στις μύτες μας πλουσιοπάροχα! Το πρόσωπό της ημέρεψε τώρα, ήταν γαλήνιο, λαμπερό, φωτισμένο. Συνέχισε: ''Την τελευταία μέρα γυρίζει ένας από δαύτους και κρατάει στα χέρια του έναν, σαν βούρδουλας ήταν και άρχιζε να με χτυπάει στην πλάτη. Φώναζα για βοήθεια, αλλά κανείς γείτονας δεν με άκουγε. Προσευχόμουν μέσα μου και δυνατά πολλές φορές. Κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα εξαντλημένη. Όταν ξύπνησα, ζαλισμένη από τις κακουχίες και τις βασάνους ήμουν σαν να ερχόμουν από άλλο κόσμο... Τότε βλέπω το σπίτι, όπως ήταν πρώτα. Είχαν φύγει αυτοί, τα πράγματα ήταν τακτοποιημένα, όπως εκείνο το Σαββατόβραδο, που ξάπλωσα στο κρεβάτι. Και δεν πόναγα, δεν πόναγα καθόλου... Τι παράξενο! Λίγο, πριν σε δω στο τζάμι παιδί μου, έπιανα την νυχτικιά μου και τα ρούχα, να δω, μήπως είναι λερωμένα.... Παράξενο, τα ρούχα μου είναι στεγνά και δεν έχουν τίποτα... Οικονόμησε ο Θεός και δεν είχα φυσικές ανάγκες...! Τότε απευθυνόμενη στις γυναίκες, τις ζήτησε να την βοηθήσουν και να ανασηκώσουν την νυχτικιά της, για να δουν την πλάτη της, αν είχε τίποτα. Ανέβασαν την νυχτικιά της γιαγιάς και, τότε αυτό το θέαμα δεν το είχαμε ξαναδεί ποτέ!... Η πλάτη της ήταν γεμάτη χαρακιές, ακανόνιστες μεταξύ τους, ψιλές και χοντρές τεθλασμένες γραμμές, η μία πάνω στην άλλη. Ήταν, όμως ξεραμένες και η νυχτικιά δεν είχε ίχνος από αίματα, που λογικά έπρεπε να υπάρχουν... Η πλάτη της ήταν σχεδόν, επιφανειακά πολτοποιημένη, η ίδια όμως δεν αισθανόταν κανένα πόνο... Την σηκώσαμε να κάτσει σε μια καρέκλα, οι γυναίκες έφτιαξαν καφέ, έφεραν και κάτι λουκούμια, που είχε στην κουζίνα και τα ακούμπησαν πάνω στο τραπέζι της σάλας. Έψαχνε την τσάντα της και ζήτησε, να την βρουν και να της την δώσουν. Μόλις την πήρε στα χέρια της, βγάζει και μου δίνει μια χαρτοπετσέτα, που κάτι είχε μέσα. ''Θυμάσαι Γιώργο μου -μου λέει. Κάθε φορά, που με πήγαινες στο Μοναστήρι μας, σου έδινα λίγα λουλουδάκια, που μάζευα από τα χωράφια εδώ γύρω, για να σε ευχαριστήσω. Είχα φυλαγμένα στην χαρτοπετσέτα αυτή μια χούφτα χαμομήλια, που τα μάζεψα στον κήπο της αυλής. Πάρτα. Δεν μοσχομυρίζουν; Δεν μυρίζουν Θεό παιδί μου; Ε;''. Επίλογος Στην κηδεία της δυστηχώς δεν ήμουν παρών. Έμαθα για τον χαμό της πολύ καιρό αργότερα. Είχαν πάει λίγοι άνθρωποι, τα παιδιά της, κάποιοι γείτονες και κάποιοι πνευματικοί αδελφοί μας. Όταν πήγα για πρώτη φορά στον τάφο της είδα την φωτογραφία της τυλιγμένη σε ένα πλαστικό ντίμα, μάλλον για να μην χαλάει απ΄την βροχή. Χωμάτινος ο τάφος μ΄έναν ξύλινο σταυρό κι ένα σιδερένιο κιβώτιο, που είχε κάρβουνα, φυτίλια και λιβάνι. Σκεφτόμουν τόσο έντονα το συμβάν εκείνο του ΄97, ώστε κάνοντας να φύγω πρόσεξα, πως σε μια άκρη αυτού του τάφου είχαν φυτρώσει λίγα χαμομήλια...! Μοσχομύριζαν! Δεν μύριζαν Θεό κυρία Ακριβή; Ε; Υ. Γ. Η φωτογραφία της ανάρτησης δεν είναι της κυρίας Ακριβής. Την βρήκα τυχαία στο Google. Θα μπορούσε όμως και να είναι. Εύχεσθε! Γιώργος Δημακόπουλος Δημοσιογράφος

Χρονικό Μιας Εαλωμένης Αθωότητας agiokyprianniths


Χρονικό Μιας Εαλωμένης Αθωότητας
Ταξίδεψα μ' εκείνη την χάρτινη βαρκούλα του σχολείου, σε άναρχες αποδράσεις μνήμης, αυτήν, που σήμερα οι τεχνολογικοί μας ''επιβήτορες'' θέλουν να την φορτώσουν ευθαρσώς με σαθρά, πεθαμένα gigabyteς. Συνάντησα την παλιά μου γειτονιά, λίγα στενά πιο κάτω απ' τον ημιονηγό αμαξά με τα κεράσια, που πουλούσε αφειδώς χαμόγελα για χοικά επίπλαστους ανθρώπους. Είδα την ξύλινη κρεβατίνα της αυλής με τα μπρούσκα, κατάμαυρα σταφύλια, τις πήλινες γλάστρες, φουσκωμένες απροσδόκητα από κατιφέδες κι ορτανσίες, το μάνταλο στην πόρτα κρεμασμένο να αιωρείται σαν επιδέξια, χειροκίνητο εκκρεμές και τις βαβούρικες φωνές της γειτονιάς να σφίγγουν μέσα τους ένα μεγαλοπρεπέστατο περίσσευμα αγάπης. Αγκάλιασα τους παλιούς πιτσιρικάδες της αλάνας, γέμισα οσμώμενος τις μανάβικες μυρωδιές της παστής σαρδέλας και της καπνισμένης ρέγγας και κατηφόρισα πιο κάτω, για να βρω τον γύφτο αρκουδιάρη, που έδινε παράσταση στο τέρμα του λασπωμένου δρόμου. Μιλιούνια άνθρωποι χαμογελούσαν υπερβατικά σ' ένα λαικό, συνοθύλευμα αγάπης, που μύριζε μεθυστικά - αρκούντως - φούλια και γαζίες κι έσταζε αρχοντικά σαν το κόκκινο βύσσινο, εκείνο το σιροπιαστό γλυκό, της Ευδοξίας! Όχι, γιατι παφλάζω ανυπότακτα στην ερημία του νοός, αλλά να, γιατι ακόμη κι οι πνευματικά πτωχοί δρασκελίζουν ανεκμυστήρευτα, υπέρμαχα στη θέα του ονείρου. Ο χαμερπής ζυγός του εαυτού μου, αφού ανοικά αδυνατεί την ταύτιση του σήμερα, ως ζήτουλας εραστής μιας περασμένης Άνοιξης, επιδαψιλεύει το έαρ στο κλειδαμπαρωμένο - εν ασφαλεία - παρελθόν του. Όπως εκείνη η παλιά ντιβανοκασέλα της μάννας, που αίφνις μια μέρα βρήκα τον κάτασπρο γιακά από το παλιό Δημοτικό της συνοικίας, μ' αυτόν κι ένα σπασμένο φερμουάρ από την γαλανή ποδιά της αγνοημένης - από χρόνια - αναζητημένης αθωότητας. Θυμήθηκα την ξύλινη, σκαλισμένη κασετίνα, που ωραία αναπαύονταν οι παιδικές γραφίδες κι εκείνα τα μαύρα Faber, τα μολύβια, κι εκείνες οι βίτσες του δασκάλου, που τώρα φαίνονται σαν τα - απαλά σαν χάδι - φρεσκοπλυμένα ρούχα της ταράτσας. Γέμιζε ο αέρας καλοσύνη, που θυμίαζε μια μικροσύμαντη γειτονιά ονείρων. Η γειτονά τότε ήταν μια άλλη θεολογική παραδοχή της αγάπης του πλησίον! Όλες οι πλουμιστές χαρές κι οι θανατηφόροι στεναγμοί έβρισκαν στέγη στο στενό δρομάκι της γωνίας, που έμοιαζε με αυτοσχέδια, λαική ελαιογραφία ξεχασμένη στην οδό Πανδρόσου. Η αγάπη των ανθρώπων έμοιαζε με λεπτό, διηθητικό χαρτί, που διαθλάτο ήσυχα στην εσπερινή σιγαλιά μιας βασιλεμένης ταπεινότητας. Το γυάλινο καντηλάκι αφημένο στην ξύλινη γωνιά μιας ευτυχισμένης κάμαρας, το στόλιζαν τα λευκά, κεντητά σεμέν της βάβως κι οι χάρτινες εικόνες των Αδελφών Απέργη. Η αγάπη ήταν κοινωνικά αποδεκτή στον τίμιο ίδρω, των εργαζομένων την ελπίδα, δεν ήταν εξατομικευμένη παροχή ατομικής αποκλειστικότητας στην δίνη του ενός. Ακόμη κι οι έρωτες είχαν την μοναδικότητα της πρώτης, ιδεατής φοράς, ρομαντικές, χιονάτες ιστορίες γραμμένες με μαύρη πένα σε άσπρη, κατάλευκη σελίδα. Είχαν την εκχεόμενη μυρωδιά ενός θερινού, χαλικοστρωμένου σινεμά, που τις νύχτες στέγαζε κοινά, ομοαδοποιημένα όνειρα, που γίνονταν ευχές στα χείλη των θαμώνων. Σήμερα η αγάπη έγινε καταναλωτικό προιόν περιορισμένης παστερίωσης και προσφέρεται στην συσκευασία του Ενός. Έχει συγκεκριμένη ετικέτα εταιρίας, που το πλασάρει με κατοχυρωμένα, τα πνευματικά της δικαιώματα. Η σημερινή αγάπη είναι η επίπλαστη κούκλα της βιτρίνας, που αλλάζει πάντα ρούχα για να προσάψει στους ανθρώπους τον ψυχαναγκασμό της κατανάλωσης. Είναι η μπίλια του καζίνο, που κερδίζει πάντα μόνο, όταν σταματά στο κόκκινο. Πριν χρόνια είμασταν κοινωνικοποιημένες παρουσίες, που συγκροτούσαν - τέλεια - αγαπητικές ομάδες ομονοημένων, γελαστών ανθρώπων. Τώρα, μοναχικά αγρίμια πορευόμαστε εν μέσω σκιάς θανάτου. Η ατομικότητα του ενός είναι η φυλακή του καθενός. Αυτός ο αλαφιασμένος, τεχνοκρατικός πολιτισμός άλωσε ανεπαίσθητα τις ισορροπίες των ανθρώπων, που μετέχουν ιδεοληπτικά σε υπηρεσίες παροχής ανοικών υπηρεσιών. Καλωδιωμένοι επιβάτες πρωινού λεοφωρείου με βουλωμένα - από τ' ακουστικά - αυτιά, ανθρώπινα κινητά Sumsung που φορτίζουν πλασματικά με το πρώτο άδειασμα μιας ημιτασιόν, χαλασμένης μπαταρίας. Ηχούν μεγαλοφώνως, για να εισακουστεί μια ψευδοειδής φωνή διαμαρτυρίας, κάτι σαν στημένη διαδήλωση από ''λαοπρόβλητους'', επιφανείς'' εθνοπατέρες. Κάτι σαν αναιρεθέντα, επαναστατικά τραγούδια που κατάντησαν εκπτωτικά, λαικά άσματα στα σπίτια των πλουσίων. Κάτι τέλος από την - αφάνταστα - ακυρωτική γενιά του Πολυτεχνείου, που λιποτάκτησε ανέξοδα στον ορισμό της Εξουσίας. Η αγάπη των ανθρώπων - ψυχή μου - έγινε κάτι σαν τους παγωμένες φραπέδες σε πλαστικά, γεμάτα κύπελλα! Πίνονται γρήγορα κι όταν τελειώσουν, πετιούνται ως αναλώσιμες αγάπες, που πέθαναν ηρωικά στην ταχύτητα του χρόνου. Αναζητούμε άρδην κάτι για ν' αλλάξει. Η Ελλάδα χρόνια έμοιαζε με αριστουργηματική ακουαρέλα του Θεόφιλου, έπειτα στον εξελληνισμένο σουρεαλισμό της οπτικής αποδυναμώθηκε - τα μέγιστα -η ταυτοποίηση του Έλληνα με την προγονική καταγωγή του. Τώρα σαν σύγχρονη, άφυλη και σηψαιμική conchitta, βολεύεται ερμητικά σαν απλός παρατηρητής των δρώμενων, τρέχει τρελλά στην κούρσα του θανάτου και αυτοϊκανοποιείται σαδιστικά με την καθολική της πτώση. Ακόμα και την Πίστη, την κάναμε ανταγωνιστική διαλογή ορθόδοξης ποιότητας, ιδεαλιστική εντρύφηση σε ατέρμονα δοκίμια, εισαγόμενη μάρκα ιταλικού, ευρωπαικού οίκου. Τώρα νύχτωσε κι απόψε - ψυχή μου - τα όνειρα σαν τους αγγέλους δεν στερεύουν, το μόνο που απέμεινε είναι ο Θεός να μας μαζέψει. Ξεφύγαμε κατά πολύ στην έρημο του σκότους, τις νύχτες κάνω όνειρα μέσα από την εξατομικευμένη φυλακή μου, δεσμώτης και δικαστής είναι ο εαυτός μου. Προσπαθώ να δραπετεύσω απ' το κελλί, που επιμελήθηκα με τόσο πάθος, χρόνια αξημέρωτα, που ανέξοδα χάθηκαν στον Χρόνο. Εαλωμένες μέρες προαναγγελθέτος, πρώιμου θανάτου. Κι όμως και μέσα από την φυλακή η ψυχή αποκαθαίρεται, έχει δικαίωμα στο Όνειρο σαν νυχτερινή πυγολαμπίδα, που τις κυνηγούσαμε μικρά σαν βγαίναν τα τριζόνια. Τώρα μεγαλωμένα παιδιά στην άσφαλτο της ξεφτισμένης πόλης ψάχνουμε απελπιστικά την χαμένη ενανθρώπισή μας, το Φύλλο Πορείας της εν Χριστώ μετάθεσής μας, το Απολυτήριο ζωής, που αγωνιζόμαστε να γράφει... ''Με διαγωγή - εν Χριστώ - Κωσμιωτάτη''! Ακόμη ακούω στ' αυτιά μου τον Χορν να σιγομουρμουρίζει ανέκφραστα, γαλήνια... ''Γεια σας. Ήρθα για να σας δείξω ο ίδιος την Οδό Ονείρων. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας. Είναι, ας πούμε ο δρόμος που κατοικούμε. Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός, μα κι απέραντα ευγενικός... Εδώ τελειώνει η μουσική για την οδό ονείρων. Εδώ τελειώνουν τα όνειρα. Που μου δανείσατε οι ίδιοι μια βραδυά, δίχως να το γνωρίζετε. Τώρα είναι αργά. Κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί. Εγώ αθεράπευτα πιστός σʼαυτόν τον δρόμο θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί, για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε. Να τα φυλάξω και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά, πάλι σε μουσική. Καληνύχτα...''! Σήμερα οι άνθρωποι απαγχόνισαν την - αρχοντικά-εννοούμενη, καλοσυνάτη αγάπη, που περνούσε αναντίρρητα μέσα από μια διθυραμβική, καλοθρεμένη ταπεινότητα και ζωγράφιζε περίτεχνες πινελιές απαλένιας αθωότητας, πάντα στα χρώματα του άσπρου. Αποσχημάτησαν την ζωή από την φυσική, θεόδρομη πορεία της, αποκαθήλωσαν την εικόνα του Θεού στα σταυρικά τους μάτια και μετασχηματίσθηκαν σε αριθμημένους, τσίγκινους στρατιώτες, πληκρολογημένοι επιμελώς απ' τους υπολογιστές της Microsoft. Η αγάπη πλέον δεν μοιράζεται το οικογενειακό τραπέζι, δραπέτευσε συντονισμένα στην χώρα του Ποτέ, λιποτάκτησε έξαλλα από την πατρική της ποίμνη και τώρα αποσαθρώνεται σε ταριχευμένες σταλαγματιές, εγωικής αγαπολογίας. Οι άνθρωποι πλέον αγαπούν με ημερομηνία λήξης, την επιλέγουν, κάνοντας έρευνα αγοράς για να δουν το κόστος και διαρκεί, όσο κρατάει ένας καφές σε διπλό, πορσελάνινο φλυτζάνι. Απωλέσαμε την χαμένη αθωότητα της αποπνευματικοποιημένης κοινωνίας μας, αφορίσαμε την ποίηση μέσα από την ελληνική ψυχή μας και, ως βάρβαροι, επιδρομικοί κατακτητές σκοτώνουμε αυτά, που μας καθαίρουν. Γίναμε πλέον απρόσωπες μονάδες, ατομικής αγάπης κι αν τύχει και την δώσουμε, αυτή προσφέρεται σε συσκευασία του Ενός. Εξέλιπε ο Χριστός απ' την καρδιά μας, εξέλιπε κι αγάπη απ' τα παιδιά μας...     Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος Icon by Serhei Vandalovskiy.