Ας δούμε το θέμα πιο συγκεκριμένα, στην
περίπτωση πρώτα του διαβόλου. Ο διάβολος, ζητώντας να επιτύχει μια
κατακτητική ισοθεΐα, έφτασε σε τέτοιο βαθύ τραυματισμό της αγάπης, ώστε
ξέπεσε όχι μόνο από την κοινωνία με τον Θεό αλλά και από την κοινωνία
με τα άλλα πονηρά πνεύματα, για να καταλήξει τελικά σε μια τραγική
μορφή μοναξιάς που τον αλλοτριώνει από την ίδια του την ύπαρξη, με άλλα
λόγια τον κάνει να ζει έξω από τον προορισμό του, δηλαδή τραγικά.
Η τραγικότητα αυτή του διαβόλου
επιτείνεται κι από το γεγονός ότι, ζητώντας μια αυτοεπιβεβαίωση της
υπάρξεώς του, με άλλα λόγια ένα νόημα γι’ αυτήν, εντείνει την κακοποιό
του δραστηριότητα, ενώ ταυτόχρονα νιώθει ότι τελικά οι ενέργειές του
αυτές είναι μάταιες, εφόσον η αγάπη δεν συντρίβεται. Έτσι ο διάβολος
περιάγεται σε μια κατάσταση όμοια με το ψυχόγραμμα του κομπλεξικού, ο
οποίος, σαν άλλος Σίσυφος, μάταια προσπαθεί να κορεσθεί.
Το χειρότερο όμως για τον διάβολο είναι η
αδιάπτωτη αγάπη του Θεού που εκδηλώνεται προς αυτόν, εφόσον ο διάβολος
ήταν και εξακολουθεί να είναι δημιούργημά του. Η αγάπη του Θεού είναι
για τον διάβολο η πραγματική κόλασή του. Τρεις λόγοι συντρέχουν γι’
αυτό. Ο πρώτος είναι ότι ο διάβολος χρωστάει την ύπαρξή του και την
τωρινή διατήρησή του στη ζωή σε Αυτόν τον οποίο πολεμά. Ο δεύτερος
είναι η αίσθηση από μέρους του της ματαιότητας της ανταρσίας του
εναντίον του Θεού, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Θεός
εξακολουθεί να τον αγαπά. Η αγάπη αυτή του Θεού, που ποτέ δεν ανεστάλη,
μαρτυρεί κατά τον πιο πειστικό τρόπο ότι η ανταρσία του διαβόλου δεν
έθιξε στο παραμικρό τον Θεό. Ο τρίτος λόγος, που σχετίζεται με τον
προηγούμενο, θα λέγαμε ότι είναι το μαρτυρικό ανεξόφλητο χρέος του
διάβολου απέναντι στον Θεό. Αν ο Θεός υπέστελλε απέναντι στον διάβολο
την αγάπη Του, ως είδος τιμωρίας, τότε ο διάβολος θα είχε ένα είδος
ικανοποιήσεως ότι για την παράβασή του δέχτηκε μια κάποια ποινή, πράγμα
που θα τον έκανε να νιώθει ότι κατά κάποιον τρόπο εξόφλησε το χρέος
του. Το γεγονός όμως ότι ο Θεός δεν ανέστειλε την αγάπη Του, η παρουσία
της, δημιουργεί αυτό το βαρύ ανεξόφλητο χρέος, που, χρησιμοποιώντας την
αγιογραφική ρήση, θυμίζει το πυρ της κολάσεως: «Εάν ουν πεινά ο εχθρός
σου, ψώμιζε αυτόν, εάν διψά, πότιζε αυτόν· τούτο γαρ ποιών άνθρακας
πυρός σωρεύσεις επί την κεφαλήν αυτού » (Ρωμ. 12, 2ο).
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τη λεγομένη
κόλαση, στην οποία θα οδηγηθούν οι αμαρτωλοί κατά τα έσχατα. Πρώτα απ’
όλα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η κόλαση δεν είναι κάτι που θα συμβεί
στο μέλλον, αλλά κάτι που αρχίζει από το παρόν, μια και η αμαρτία είναι
και δημιουργεί κόλαση. Διαφορετικά μένει άλυτο το περίφημο ερώτημα που
ξεκινά από την Παλαιά Διαθήκη «τι ότι η οδός ασεβών ευοδούται» (Ιερεμ.
12, 1), γιατί από την άλλη, με την παραπάνω διατύπωση, δημιουργείται η
εντύπωση ότι η αμαρτία δεν αποτελεί εξ ορισμού τραγωδία.
Η κόλαση που ζει εδώ ο άνθρωπος της
αμαρτίας σχετίζεται με το ποσοστό της παραχαράξεως της αγάπης από μέρους
του. Συνίσταται δε η κόλαση αυτή στη λίγη ή πολλή αδυναμία του να
κοινωνήσει με άλλους ανθρώπους, με το περιβάλλον του και με τον ίδιο
τον εαυτό του. Η μοναξιά του είναι μια μορφή πνευματικού θανάτου. Και
ζει το θάνατο αυτόν όσο χρόνο αρνείται να μετανοήσει, δηλαδή να γυρίσει
ξανά στο χώρο της αγάπης.
Στα έσχατα οι αμαρτωλοί, ανάλογα με την
κοινωνία που είχαν από εδώ με τον Θεό, θα τοποθετηθούν σε αντίστοιχη
θέση απέναντί του. Ανάλογα με την απόσταση που θα διαλέξουν οι ίδιοι
για να τοποθετηθούν απέναντι στον Θεό θα είναι και η κόλασή τους. Η
κόλασή τους με αυτό θα προσαυξάνει από την αγάπη του Θεού, που δεν θα
πάψει ποτέ να χορηγείται.
Στον νέο και αιώνιο αυτόν τρόπο ζωής των
αμαρτωλών, οι αμαρτωλοί δεν θα νιώθουν αδικημένοι, γιατί οι ίδιοι και
από μόνοι τους θα διαλέξουν τη θέση τους απέναντι στον Θεό. Ταυτόχρονα
όμως δεν θα υπάρχει και μετάνοια, γιατί διαφορετικά θα ήταν αδιανόητο
να έχουν υποστεί εσωτερική αλλαγή και ταυτόχρονα να αποστασιοποιούνται
από τον Θεό. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει μεταμέλεια. Η
μεταμέλεια όμως αυτή δεν θα οδηγεί στη μετάνοια, γιατί δεν θα συνδέεται
με την αναθεώρηση των κινήτρων τους αλλά των πράξεών τους. Δηλαδή θα
ήθελαν να μην είχαν κάνει τις πράξεις που έκαναν, χωρίς ωστόσο να
απορρίπτουν το κίνητρο που τους οδήγησε σε αυτές.
(Ηλίας Βουλγαράκης, Σχεδίασμα για την Αγάπη, εκδ. Μαΐστρος, σ. 15-22).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου