Συμβαίνει μερικές φορές να με ρωτούν: “Πώς θα έπρεπε να αρχίσω να
διαβάζω την Φιλοκαλία; Με ποιον συγγραφέα θα έπρεπε να κάνω αρχή;” Η
απάντηση που δίνω συνήθως είναι η εξής: “Άρχισε με τον Λόγο περί νήψεως
του αγίου Ησυχίου”. Τώρα προς μεγάλη μου ικανοποίηση, είμαι σε θέση να
δώσω μια πληρέστερη και πιο χρήσιμη απάντηση: “Διάβασε τον άγιο Ησύχιο”,
θα πω, “αλλά καθώς διαβάζεις να έχεις μπροστά σου ανοιχτή, πάνω στο
τραπέζι, την Ερμηνεία του Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού”. Όπως θα αναμέναμε
από κάποιον που εμπνέει έναν τόσο βαθύ σεβασμό -εξ αιτίας της
πνευματικής σοφίας του, όχι μόνο στο Άγιον Όρος αλλά και πολύ ευρύτερα, ο
πατήρ Αιμιλιανός μάς προσφέρει ακριβώς την βοήθεια που χρειαζόμαστε,
για να κατανοήσουμε το θεμελιώδες αυτό φιλοκαλικό κείμενο.
Ευλόγως ο σύγχρονος ερμηνευτής περιγράφει τον άγιο Ησύχιο ως “ανατόμο της ψυχής και της θεότητος”. Με τρόπο περιεκτικό ο Λόγος περί νήψεως πραγματεύεται όλα σχεδόν τα κεντρικά θέματα της ασκητικής και μυστικής θεολογίας, αποτελώντας έτσι ασφαλή και αξιόπιστο οδηγό για τον βίο της εσωτερικής προσευχής. Ταυτοχρόνως, ο άγιος Ησύχιος γράφει σε απλό και ελκυστικό ύφος, που βρίθει ζωντανών εικόνων. Θυμάμαι ιδιαίτερα την παρομοίωση που κάνει ανάμεσα στα δελφίνια, τα οποία αναπηδούν και βουτούν μέσα στη γαλήνια θάλασσα, και στα νοήματα που ξεπηδούν αυθόρμητα μέσα στην καθαρή καρδιά (κεφάλαιο 156). Όπως ορθά παρατηρεί ο πατήρ Αιμιλιανός, “ο άγιος Ησύχιος δημιουργεί με τον λόγο του δυναμική ατμόσφαιρα. Ανάβει φωτιά και μπαρούτι”. Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο ερμηνευτής στον σχολιασμό του· ακολουθώντας πιστά το κείμενο του Ησύχιου και αναλύοντας κάθε φράση χωριστά, ομιλεί με ενθουσιασμό, ενάργεια και εκπληκτική διορατικότητα. Από κοινού με τον άγιο Ησύχιο, εκφράζεται με πεποίθηση και εξουσία που απορρέουν μόνο από προσωπική εμπειρία.
Ο άγιος Ησύχιος θεωρεί την νήψη ως περιεκτική ενέργεια, που περιλαμβάνει κάθε αρετή και κάθε εντολή. Η κυριολεκτική έννοια της λέξεως αυτής είναι νηφαλιότης, αλλά η βαθύτερη έννοιά της είναι εγρήγορση, επαγρύπνηση, εσωτερική ενάργεια και διαύγεια. Σύμφωνα με τα λόγια του πατρός Αιμιλιανού, η νήψη πρέπει να κατανοηθεί γενικότερα ως “έλεγχος της καρδίας και του νου… έλεγχος του εαυτού μου”, γεννά δε την κοινωνία με τον Χριστό και το Άγιον Πνεύμα, αφού, όπως σημειώνει και ο ερμηνευτής, “έχεις νήψη; έχεις τον Χριστό”.
Η αρετή της νήψεως είναι το πρώτο γράμμα της ασκητικής αλφαβήτου, η μεγίστη των αρετών, “το μυστικό της πνευματικής ζωής”. Όταν ο Χριστός έλεγε ότι “ενός εστι χρεία” (Λουκ. 10, 42), αναφερόταν στη νήψη. “Δεν μπορώ να έχω πνευματική ζωή, ούτε πνευματική δραστηριότητα”, γράφει ο πατήρ Αιμιλιανός, “εάν δεν έχω κερδίσει τον αγώνα της νήψεως”. Έχοντας κατά νου τη βαθιά αξία της νήψεως, είναι εύκολο να καταλάβουμε για ποιο λόγο ο άγιος Μακάριος Κορίνθου και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έδωσαν στην ανθολογία τους τον ιδιαίτερο τίτλο Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών.
Στην νηπτική πνευματικότητα του αγίου Ησυχίου υπάρχουν τέσσερα συστατικά στοιχεία, για τα οποία κάνει λεπτομερώς λόγο στο έργο αυτό: η προσοχή, η ησυχία, η ευχή του Ιησού και η μνήμη του θανάτου. Μεταξύ αυτών, η ευχή του Ιησού είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Θα πρέπει να την χρησιμοποιούμε, αναφέρει, “ὡς τῇ ἰδίᾳ πνοῇ” (κεφάλαιο 170)· θα πρέπει να μας γίνει τόσο φυσική, τόσο πολύ μέρος της ίδιας της υπάρξεώς μας, όσο και η εισπνοή και η εκπνοή της αναπνοής μας. Το να λέει κανείς αδιαλείπτως και με πλήρη καρδιακή προσοχή την ευχή του Ιησού, σύμφωνα με τον πατέρα Αιμιλιανό, είναι “η μεγαλύτερη επιτυχία που μπορεί να έχει ο άνθρωπος επί της γης”.
Τόσο ο άγιος Ησύχιος όσο και ο πατήρ Αιμιλιανός διδάσκουν ότι η ευχή του Ιησού θα πρέπει, κατά το μέγιστον δυνατόν, να μη συνοδεύεται από φαντασίες και λογισμούς. Ταυτόχρονα όμως, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ένα αίσθημα θερμής τρυφερότητας και διάπυρης αγάπης προς το πρόσωπο του Σωτήρος, διότι, κατά τον πατέρα Αιμιλιανό, η ευχή του Ιησού είναι “εναγκαλισμός, περίπτυξις με τον Χριστόν μας… μετάληψις και περίπατος εν παραδείσω μετά του Ιησού Χριστού”.
Όσον αφορά τη μνήμη του θανάτου, για τον άγιο Ησύχιο δεν πρόκειται επ’ ουδενί για κάτι σκοτεινό και θλιβερό, αλλά απεναντίας έμπλεο φωτός και χαράς. Όπως βεβαιώνει ο πατήρ Αιμιλιανός, πρέπει να δούμε τον θάνατο ως δώρο Θεού, ως έναν τρόπο που περιορίζει και θέτει όρια στην ισχύ της αμαρτίας και ως ευκαιρία να έλθουμε πιο κοντά στο Χριστό. Κάθε φορά που σκεφτόμαστε το θάνατο -είτε το θάνατο του Χριστού, είτε το δικό μας- πρέπει πάντα να τον βλέπουμε εν σχέσει με την ανάσταση. Το παράγγελμα “μνήμη θανάτου” δε σημαίνει παρά, μένετε με όλη την πληρότητα του είναι σας στην παρούσα στιγμή, στο “νυν”. Μακράν του να καθιστά τη ζωή μουντή και άχρωμη, η μνήμη του θανάτου προσδίδει σε κάθε ενέργεια, σε κάθε προσωπική συνάντηση, την πλήρη σημασία τους.
Υπάρχουν και πολλά άλλα θέματα για τα οποία κάνει λόγο με διεισδυτικότητα ο πατήρ Αιμιλιανός στην Ερμηνεία του, όπως για την καρδιά· για τη σχέση διάνοιας και νου, λογισμών και νοημάτων· για τη νηστεία και τα δάκρυα· για το υπούργημα του Γέροντος και πνευματικού πατέρα. Ειδικότερα υπάρχουν πολλά στο έργο αυτό για τη φύση του πειρασμού.
Ο άγιος Ησύχιος γράφει με μία πρωτοτυπία και δημιουργική ενόραση, που είναι σαφώς δικές του, αλλά είναι επίσης επηρεασμένος από την παλαιότερη μοναχική παράδοση, ιδιαίτερα από τον Ευάγριο τον Ποντικό και από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Με τη σειρά του άσκησε αποφασιστική επίδραση στη μετέπειτα βυζαντινή πνευματικότητα, ειδικά στους ησυχαστές συγγραφείς του 14ου αιώνα, όπως στον άγιο Γρηγόριο το Σιναΐτη και στους άγιους Κάλλιστο και Ιγνάτιο Ξανθοπούλους. Είναι αξιοσημείωτο ότι, προτείνοντας έναν οδηγό για ησυχαστές, ο Γρηγόριος αναφέρει τον Ησύχιο μαζί με τον Ιωάννη της Κλίμακος, τον Ισαάκ τον Σύρο, τον Μάξιμο τον Ομολογητή και το Συμεών το Νέο Θεολόγο· αυτό δείχνει καθαρά τη μεγάλη αξία που απέδιδε ο Γρηγόριος στο Λόγο περί νήψεως. Στη σλαβική παράδοση, το έργο του Ησυχίου απέβη αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού από τον άγιο Νείλο του Σόρσκυ και τον άγιο Παΐσιο Βελικόφσκυ.
Αυτό που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τον άγιο Ησύχιο, όπως διευκρινίζει στο σχολιασμό του ο πατήρ Αιμιλιανός, είναι ένα πνεύμα χαράς και ελπίδος. Ο Ησύχιος δεν παραβλέπει την ανάγκη του μόχθου, της επιμονής και της συγκροτημένης προσπάθειας – σε ένα έργο εσωτερικού μαρτυρίου. Αλλά μας ενθαρρύνει να δούμε τη χριστιανική κλήση όχι ως ένα βαρύ φορτίο, αλλά ως ένα διάλογο αγάπης με το Θεό του ελέους και της ευσπλαγχνίας. Μιλώντας, λόγου χάριν, για την ευχή του Ιησού, δηλώνει ότι το Άγιο Όνομα “χαροποιεί και ευφραίνει την γην της καρδίας ημών” (κεφάλαιο 41)· τα χαρακτηριστικά της ευχής είναι πόθος, γλυκύτης και γαλήνη (κεφάλαιο 91). Όπως σχολιάζει ο πατήρ Αιμιλιανός, η διδαχή του αγίου Ησυχίου μάς εγείρει από το θάνατο σε νέα ζωή: “Με τις λίγες λέξεις, με τις μικρές φρασούλες, με τα επανερχόμενα νοήματα, με τη χαρά που αφήνει να εννοήσεις, με την ευφροσύνη και την ελπίδα που σου παρέχει, και πεθαμένος να είσαι σε ανιστά”. Συνοψίζοντας το μήνυμα του αγίου Ησυχίου, ο πατήρ Αιμιλιανός εξηγεί: “Ο Θεός δεν θέλει κλαψουρίσματα και κακομοιριές· θέλει χαρά, ειρήνη και δοξολογία με αγαλλίαση και αγάπη“.
Εύχομαι πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί να γευθούν δαψιλώς μέσω του βιβλίου τούτου την ελπίδα και την χαρά, για τις οποίες ο άγιος Ησύχιος και ο πατήρ Αιμιλιανός παρέχουν τόσο δυναμική μαρτυρία.
Από τον Πρόλογο του Μητροπολίτη Διοκλείας Καλλίστου Ware στο βιβλίο “Λόγος περί νήψεως· ερμηνεία στον άγιο Ησύχιο” του Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου από τις εκδόσεις Ίνδικτος
Ευλόγως ο σύγχρονος ερμηνευτής περιγράφει τον άγιο Ησύχιο ως “ανατόμο της ψυχής και της θεότητος”. Με τρόπο περιεκτικό ο Λόγος περί νήψεως πραγματεύεται όλα σχεδόν τα κεντρικά θέματα της ασκητικής και μυστικής θεολογίας, αποτελώντας έτσι ασφαλή και αξιόπιστο οδηγό για τον βίο της εσωτερικής προσευχής. Ταυτοχρόνως, ο άγιος Ησύχιος γράφει σε απλό και ελκυστικό ύφος, που βρίθει ζωντανών εικόνων. Θυμάμαι ιδιαίτερα την παρομοίωση που κάνει ανάμεσα στα δελφίνια, τα οποία αναπηδούν και βουτούν μέσα στη γαλήνια θάλασσα, και στα νοήματα που ξεπηδούν αυθόρμητα μέσα στην καθαρή καρδιά (κεφάλαιο 156). Όπως ορθά παρατηρεί ο πατήρ Αιμιλιανός, “ο άγιος Ησύχιος δημιουργεί με τον λόγο του δυναμική ατμόσφαιρα. Ανάβει φωτιά και μπαρούτι”. Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο ερμηνευτής στον σχολιασμό του· ακολουθώντας πιστά το κείμενο του Ησύχιου και αναλύοντας κάθε φράση χωριστά, ομιλεί με ενθουσιασμό, ενάργεια και εκπληκτική διορατικότητα. Από κοινού με τον άγιο Ησύχιο, εκφράζεται με πεποίθηση και εξουσία που απορρέουν μόνο από προσωπική εμπειρία.
Ο άγιος Ησύχιος θεωρεί την νήψη ως περιεκτική ενέργεια, που περιλαμβάνει κάθε αρετή και κάθε εντολή. Η κυριολεκτική έννοια της λέξεως αυτής είναι νηφαλιότης, αλλά η βαθύτερη έννοιά της είναι εγρήγορση, επαγρύπνηση, εσωτερική ενάργεια και διαύγεια. Σύμφωνα με τα λόγια του πατρός Αιμιλιανού, η νήψη πρέπει να κατανοηθεί γενικότερα ως “έλεγχος της καρδίας και του νου… έλεγχος του εαυτού μου”, γεννά δε την κοινωνία με τον Χριστό και το Άγιον Πνεύμα, αφού, όπως σημειώνει και ο ερμηνευτής, “έχεις νήψη; έχεις τον Χριστό”.
Η αρετή της νήψεως είναι το πρώτο γράμμα της ασκητικής αλφαβήτου, η μεγίστη των αρετών, “το μυστικό της πνευματικής ζωής”. Όταν ο Χριστός έλεγε ότι “ενός εστι χρεία” (Λουκ. 10, 42), αναφερόταν στη νήψη. “Δεν μπορώ να έχω πνευματική ζωή, ούτε πνευματική δραστηριότητα”, γράφει ο πατήρ Αιμιλιανός, “εάν δεν έχω κερδίσει τον αγώνα της νήψεως”. Έχοντας κατά νου τη βαθιά αξία της νήψεως, είναι εύκολο να καταλάβουμε για ποιο λόγο ο άγιος Μακάριος Κορίνθου και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έδωσαν στην ανθολογία τους τον ιδιαίτερο τίτλο Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών.
Στην νηπτική πνευματικότητα του αγίου Ησυχίου υπάρχουν τέσσερα συστατικά στοιχεία, για τα οποία κάνει λεπτομερώς λόγο στο έργο αυτό: η προσοχή, η ησυχία, η ευχή του Ιησού και η μνήμη του θανάτου. Μεταξύ αυτών, η ευχή του Ιησού είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Θα πρέπει να την χρησιμοποιούμε, αναφέρει, “ὡς τῇ ἰδίᾳ πνοῇ” (κεφάλαιο 170)· θα πρέπει να μας γίνει τόσο φυσική, τόσο πολύ μέρος της ίδιας της υπάρξεώς μας, όσο και η εισπνοή και η εκπνοή της αναπνοής μας. Το να λέει κανείς αδιαλείπτως και με πλήρη καρδιακή προσοχή την ευχή του Ιησού, σύμφωνα με τον πατέρα Αιμιλιανό, είναι “η μεγαλύτερη επιτυχία που μπορεί να έχει ο άνθρωπος επί της γης”.
Τόσο ο άγιος Ησύχιος όσο και ο πατήρ Αιμιλιανός διδάσκουν ότι η ευχή του Ιησού θα πρέπει, κατά το μέγιστον δυνατόν, να μη συνοδεύεται από φαντασίες και λογισμούς. Ταυτόχρονα όμως, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ένα αίσθημα θερμής τρυφερότητας και διάπυρης αγάπης προς το πρόσωπο του Σωτήρος, διότι, κατά τον πατέρα Αιμιλιανό, η ευχή του Ιησού είναι “εναγκαλισμός, περίπτυξις με τον Χριστόν μας… μετάληψις και περίπατος εν παραδείσω μετά του Ιησού Χριστού”.
Όσον αφορά τη μνήμη του θανάτου, για τον άγιο Ησύχιο δεν πρόκειται επ’ ουδενί για κάτι σκοτεινό και θλιβερό, αλλά απεναντίας έμπλεο φωτός και χαράς. Όπως βεβαιώνει ο πατήρ Αιμιλιανός, πρέπει να δούμε τον θάνατο ως δώρο Θεού, ως έναν τρόπο που περιορίζει και θέτει όρια στην ισχύ της αμαρτίας και ως ευκαιρία να έλθουμε πιο κοντά στο Χριστό. Κάθε φορά που σκεφτόμαστε το θάνατο -είτε το θάνατο του Χριστού, είτε το δικό μας- πρέπει πάντα να τον βλέπουμε εν σχέσει με την ανάσταση. Το παράγγελμα “μνήμη θανάτου” δε σημαίνει παρά, μένετε με όλη την πληρότητα του είναι σας στην παρούσα στιγμή, στο “νυν”. Μακράν του να καθιστά τη ζωή μουντή και άχρωμη, η μνήμη του θανάτου προσδίδει σε κάθε ενέργεια, σε κάθε προσωπική συνάντηση, την πλήρη σημασία τους.
Υπάρχουν και πολλά άλλα θέματα για τα οποία κάνει λόγο με διεισδυτικότητα ο πατήρ Αιμιλιανός στην Ερμηνεία του, όπως για την καρδιά· για τη σχέση διάνοιας και νου, λογισμών και νοημάτων· για τη νηστεία και τα δάκρυα· για το υπούργημα του Γέροντος και πνευματικού πατέρα. Ειδικότερα υπάρχουν πολλά στο έργο αυτό για τη φύση του πειρασμού.
Ο άγιος Ησύχιος γράφει με μία πρωτοτυπία και δημιουργική ενόραση, που είναι σαφώς δικές του, αλλά είναι επίσης επηρεασμένος από την παλαιότερη μοναχική παράδοση, ιδιαίτερα από τον Ευάγριο τον Ποντικό και από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Με τη σειρά του άσκησε αποφασιστική επίδραση στη μετέπειτα βυζαντινή πνευματικότητα, ειδικά στους ησυχαστές συγγραφείς του 14ου αιώνα, όπως στον άγιο Γρηγόριο το Σιναΐτη και στους άγιους Κάλλιστο και Ιγνάτιο Ξανθοπούλους. Είναι αξιοσημείωτο ότι, προτείνοντας έναν οδηγό για ησυχαστές, ο Γρηγόριος αναφέρει τον Ησύχιο μαζί με τον Ιωάννη της Κλίμακος, τον Ισαάκ τον Σύρο, τον Μάξιμο τον Ομολογητή και το Συμεών το Νέο Θεολόγο· αυτό δείχνει καθαρά τη μεγάλη αξία που απέδιδε ο Γρηγόριος στο Λόγο περί νήψεως. Στη σλαβική παράδοση, το έργο του Ησυχίου απέβη αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού από τον άγιο Νείλο του Σόρσκυ και τον άγιο Παΐσιο Βελικόφσκυ.
Αυτό που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τον άγιο Ησύχιο, όπως διευκρινίζει στο σχολιασμό του ο πατήρ Αιμιλιανός, είναι ένα πνεύμα χαράς και ελπίδος. Ο Ησύχιος δεν παραβλέπει την ανάγκη του μόχθου, της επιμονής και της συγκροτημένης προσπάθειας – σε ένα έργο εσωτερικού μαρτυρίου. Αλλά μας ενθαρρύνει να δούμε τη χριστιανική κλήση όχι ως ένα βαρύ φορτίο, αλλά ως ένα διάλογο αγάπης με το Θεό του ελέους και της ευσπλαγχνίας. Μιλώντας, λόγου χάριν, για την ευχή του Ιησού, δηλώνει ότι το Άγιο Όνομα “χαροποιεί και ευφραίνει την γην της καρδίας ημών” (κεφάλαιο 41)· τα χαρακτηριστικά της ευχής είναι πόθος, γλυκύτης και γαλήνη (κεφάλαιο 91). Όπως σχολιάζει ο πατήρ Αιμιλιανός, η διδαχή του αγίου Ησυχίου μάς εγείρει από το θάνατο σε νέα ζωή: “Με τις λίγες λέξεις, με τις μικρές φρασούλες, με τα επανερχόμενα νοήματα, με τη χαρά που αφήνει να εννοήσεις, με την ευφροσύνη και την ελπίδα που σου παρέχει, και πεθαμένος να είσαι σε ανιστά”. Συνοψίζοντας το μήνυμα του αγίου Ησυχίου, ο πατήρ Αιμιλιανός εξηγεί: “Ο Θεός δεν θέλει κλαψουρίσματα και κακομοιριές· θέλει χαρά, ειρήνη και δοξολογία με αγαλλίαση και αγάπη“.
Εύχομαι πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί να γευθούν δαψιλώς μέσω του βιβλίου τούτου την ελπίδα και την χαρά, για τις οποίες ο άγιος Ησύχιος και ο πατήρ Αιμιλιανός παρέχουν τόσο δυναμική μαρτυρία.
Από τον Πρόλογο του Μητροπολίτη Διοκλείας Καλλίστου Ware στο βιβλίο “Λόγος περί νήψεως· ερμηνεία στον άγιο Ησύχιο” του Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου από τις εκδόσεις Ίνδικτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου