Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Ο Χριστός αγαπά ακόμη και τον διάβολο!!!

Εκτός από τους αγγέλους υπάρχουν και οι δαίμονες. Οι Προφήτες, Απόστολοι, Πατέρες, έχουν εμπειρία αυτού του γεγονότος και περιγράφουν την παρουσία των δαιμόνων.

Εκτός από τους αγγέλους υπάρχουν και οι δαίμονες. Οι Προφήτες, Απόστολοι, Πατέρες, έχουν εμπειρία αυτού του γεγονότος και περιγράφουν την παρουσία των δαιμόνων.
Σε όλη την Αγία Γραφή περιγράφονται εμφανίσεις δαιμόνων, μάλιστα ο ευαγγελιστής Ιωάννης ομολογεί ότι ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Χριστού είναι «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» (Α Ιωάννης Γ’, 8).
Οι δαίμονες στην αρχή ήταν άγγελοι, γιατί ο Θεός δεν δημιούργησε το κακό, αλλά με την υπερηφάνειά τους έπεσαν από την δόξα του Θεού και έγιναν δαίμονες. Ο Χριστός είπε: «εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα» (Λουκάς Γ, 18).
Θα υπογραμμισθούν μερικά σημεία σχετικά με την ύπαρξη και την πολεμική των δαιμόνων.
Οι δαίμονες, ως δημιουργήματα του Θεού και πνεύματα, είναι «αιθέρια όντα», αλλά λόγω της πτώσεώς τους δεν μετέχουν της δόξης του Θεού ως Φωτός, γι’ αυτό είναι σκοτεινά όντα. Εφ’ όσον όμως όλη η κτίση μετέχει της δημιουργικής και συνεκτικής ενεργείας του Θεού, αυτό περιλαμβάνει και τους δαίμονες. «Ακόμη και ο διάβολος έχει μέθεξη στην άκτιστη ενέργεια του Θεού», δηλαδή στην άκτιστη δημιουργική και συνεκτική ενέργεια, όχι όμως στην θεοποιό ενέργεια του Θεού, αλλά στην κολαστική ενέργεια.
Ως νοερό πνεύμα ο διάβολος δεν δεσμεύεται από τον χρόνο και τον χώρο, χωρίς όμως να είναι πανταχού παρών, όπως συμβαίνει με τον Θεό. Κινείται με μεγάλη ταχύτητα.
«Ο διάβολος, π. χ., κινείται τόσο γρήγορα που μπορεί να πειράξη ένα εκατομμύριο κόσμο, οπότε θα είναι και εδώ και εκεί και στην Κίνα, χωρίς να είναι όμως πανταχού παρών, αλλά μπορεί, από την τεράστια ικανότητα κινήσεως που έχει, να ευρίσκεται και εδώ και εκεί. Η ταχύτητα κινήσεως δεν περιορίζεται από την ύλη. Οπότε, δεν περιορίζεται ούτε από το σώμα το δικό μας ούτε από τις διαστάσεις τις δικές μας».
Ο Θεός αγαπά όλη την κτίση, αλλά δεν μετέχουν όλοι, κατά τον ίδιο τρόπο, σε αυτήν την αγάπη. Αυτό εξαρτάται από την θεραπεία που υφίσταται καθένας, αλλά ο διάβολος δεν μπορεί να θεραπευθή, γιατί αυτός γέννησε το κακό.
«Ο Θεός αγαπάει και τον διάβολο. Δεν πρόκειται όμως να σωθή ο διάβολος. Ο Θεός αγαπάει τους πάντας. Δεν είναι θέμα ότι αν ο Θεός με αγαπάη, θα σωθώ. Το θέμα είναι, εάν κανείς υφίσταται την θεραπεία, που χρειάζεται για να μπορή να βρεθή στην κατάσταση του φωτισμού, ώστε, όταν βρεθή στην θέα της δόξης του Θεού, θα βλέπη την δόξα του Θεού ως Φως και όχι ως πυρ αιώνιον και σκότος εξώτερον».
Το αντίθετο πιστεύεται στην Δύση.
«Την διδασκαλία ότι ο Χριστός αγαπάει και τον διάβολο, ο Αυγουστίνος ούτε στο όνειρό του δεν μπορεί να ανεχθή. Είναι τόσο μακριά από την σκέψη του».
Βέβαια, η αγάπη αυτή δεν οδηγεί στην σωτηρία, γιατί δεν ανταποκρίνεται θετικά και ελεύθερα ο άνθρωπος σε αυτήν. Την ύπαρξη και ενέργεια των δαιμόνων την γνωρίζουν οι Πατέρες εκ πείρας και μάλιστα επαρκώς. Επειδή έχουν ελευθερωθή από τα πάθη και απέκτησαν μια ψυχική λεπτότητα, βλέπουν και αγγέλους και δαίμονες.
«Οι Πατέρες δεν είναι στοχαστές. Όταν μιλάνε περί θεωρίας, μιλάνε με πάρα πολύ μεγάλη ακρίβεια, ξέρουν ακριβώς τι λένε περί θεολογίας, περί δογμάτων και περί μεθοδείας του διαβόλου κ.ο.κ.».
Με την πείρα τους οι Θεούμενοι γνωρίζουν και τα νοήματά τους και τις ενέργειές τους. Γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Ου γαρ αυτού τα νοήματα αγνοούμεν» (Β΄ Κορινθίους Β΄, 11).
«Αν γίνη κανείς ειδικός εις τον αγώνα κατά του διαβόλου, ξέρει πολύ καλά πως κινείται ο διάβολος ή οι δαίμονες».
Ο διάβολος γνώρισε, πριν από την πτώση, τον Θεό και ακόμη βλέπει την δόξα του Θεού, αλλά, επειδή είναι αθεράπευτος, η φύση του είναι σκοτισμένη, βλέπει πυρ γι’ αυτό και οι αγιογράφοι τον ζωγραφίζουν ως σκοτεινό, μαύρο.
«Ο μεγαλύτερος «αποφατικός θεολόγος» είναι ο διάβολος, διότι βλέπει την δόξα του Θεού και ως σκότος και ως πυρ».
Ο διάβολος γνωρίζει την Αγία Γραφή και την ερμηνεύει μέσα από την δική του προοπτική, όπως το βλέπουμε καθαρά στους πειρασμούς του Χριστού, αφού τότε χρησιμοποίησε αγιογραφικά χωρία, σύμφωνα με τις δικές του απόψεις.
«Στους Πατέρες δεν είναι φώτιση αυτή, το ότι έχει (κάποιος) σπουδάσει και ξέρει απ’ έξω την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Και ο διάβολος ξέρει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη απ’ έξω. Δεν την ξέρουν μόνο οι Χριστιανοί. Ερμηνευτική της Αγίας Γραφής μπορεί να κάνη ο διάβολος όσο θέλει».
Έτσι, ο διάβολος γίνεται κατηχητής γι’ αυτούς που τον αποδέχονται.
«Νομίζω ότι ίσως ο καλύτερος κατηχητής και ο μεγαλύτερος κατηχούμενος που υπήρξε τότε όταν η κατήχηση ήταν απλώς διανοητική και όχι ως κάθαρση της καρδιάς είναι ο ίδιος ο διάβολος».
Πηγή: “Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη” Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

Γέρων Ιουστίνος Πίρβου: “Να ξέρετε ότι ο Θεός θα πατάξει τις Μεγάλες Δυνάμεις

 
Γέρων Ιουστίνος Πίρβου: "Να ξέρετε ότι ο Θεός θα πατάξει τις Μεγάλες Δυνάμεις
«Πιστεύετε ότι οι διεθνείς οργανισμοί, όπως ΟΗΕ και ΝΑΤΟ θέλουν στ’ αλήθεια την ειρήνη των λαών; Αυτές είναι ανοησίες, για να αποβλακώνονται οι μάζες!
Μόνον αφελείς αναγνώστες των εφημερίδων μπορούν να πιστεύουν πλέον αυτές τις κουταμάρες.
Αυτοί οι οργανισμοί κάνουν πόλεμο στο όνομα της ειρήνης ώστε, μετά, αυτοί πάλι να φαίνονται ως “σωτήρες του κόσμου”• ενώ στην πραγματικότητα μετά τον πόλεμο πάλι αυτοί θα κερδίζουν, δρέποντας τους καρπούς και τη δόξα, μοιράζοντας μεταξύ τους τα κέρδη, όπως επιθυμούν.
Να ξέρετε όμως ότι και τις “Μεγάλες Δυνάμεις” ο Θεός θα τις παιδαγωγήσει κατάλληλα. Θα τις πατάξει, όταν δεν θα το περιμένουν και τότε θα ηττηθούν. Τι απέγινε η Ιταλία με τον Μουσολίνι; Τι απέγινε η Γερμανία με τον Χίτλερ; Όλους τους διαίρεσε ο Θεός. Ο Θεός και αυτούς θέλει μετανοιωμένους, όχι μόνον τους χριστιανικούς λαούς. Ο Θεός προνοεί έτσι ώστε πολλοί ειδωλολάτρες να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία.
Ο πόλεμος ποτέ δεν έρχεται από τους χριστιανούς, πάντα από τους ειδωλολάτρες. Ένας ηγέτης που είναι μέλος της Εκκλησίας δεν συμμαχεί ποτέ με τους ειδωλολάτρες, ούτε εναντίον ορθοδόξων κρατών.
Αυτήν την ώρα ο κόσμος διευθύνεται από μια μοναδική παγκόσμια κυβέρνηση, η οποία κατευθύνει όλες τις “κυβερνήσεις” των κρατών. Εμείς κατηγορούμε τους κυβερνήτες μας αλλά αυτοί, σαν μαριονέτες, δεν έχουν σχεδόν κανένα δικαίωμα. Ό,τι τους λέει ο αρχηγός αυτό εκτελούν».
(Ζωή Θυσιαζόμενης Αγάπης-Γέρων Ιουστίνος Πίρβου, εκδόσεις «Άθως», Αθήνα 2019, σελίδες 182-183)-apantaortodoxias

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ποια άσκηση είναι σημαντικότερη από την προσευχή, την ελεημοσύνη και τη νηστεία

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ποια άσκηση είναι σημαντικότερη από την προσευχή, την ελεημοσύνη και τη νηστεία

Ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς για τη σημαντικότερη στην πίστη άσκηση, σημαντικότερη ακόμα από την προσευχή, την ελεημοσύνη και τη νηστεία

Εσύ κατάλαβες την πίστη ως άσκηση και ορθά το κατάλαβες. Οι ασκήσεις σου έως τώρα αναφέρονταν στην νηστεία, την προσευχή και την ελεημοσύνη. Και τούτο είναι ορθό, και τα τρία είναι μεγίστης σημασίας.
Η νηστεία, η προσευχή, και η ελεημοσύνη είναι η πρακτική έκφραση της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης. Μέσω όλων αυτών και μέσω της εφαρμογής των εντολών του Χριστού δείχνεις πως παραδίδεσαι στη βούληση του Θεού.
Η ολοκληρωτική μας παράδοση στη βούληση του Θεού αποτελεί την πεμπτουσία όλων των πράξεών μας και των κόπων για την πίστη αλλά και όλων των σκέψεων και αισθημάτων και ενεργειών μας, με μια λέξη ολόκληρης της ζωής μας. «ότι καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» είπε ο Χριστός ( Ιωάν. 6, 38 ). Και λίγο πριν τα πάθη Του, μέσα σε ματωμένο ιδρώτα, απευθύνεται στον Πατέρα λέγοντας: «πλην μη το θέλημά μου, αλλά το σον γινέσθω» ( Λουκ. 22, 42 ).
Υπάρχουν πολλοί βαπτισμένοι άνθρωποι, που προσπαθούν να εκπληρώσουν τον νόμο του Θεού, όμως παρόλα αυτά δεν είναι εντελώς παραδομένοι στη θέληση του Θεού. Όταν έρχονται πάθη και δυσκολίες εκείνοι γκρινιάζουν στον Δημιουργό τους. Έτσι φανερώνουν, πως δεν έχουν παραδοθεί στο Θεό τους, και ότι η πίστη τους είναι ρηχή και όλα τα έργα της πίστης υπολογισμένα με τον ανθρώπινο υπολογισμό. Γι’ αυτό εσύ να γνωρίζεις ότι η άσκηση στο να παραδίνεσαι στη βούληση του Θεού είναι το πιο σημαντικό∙ πιο πολύ απ’ όλες τις ασκήσεις στην πίστη.
Στην αρχή κάθε καινούριας μέρας πες: ας γίνει το θέλημά Σου, Πατέρα! Και πάλι το ίδιο όταν έρχεται μια καινούρια νύχτα: ας γίνει το θέλημά Σου, Πατέρα! Ξεκινώντας για δουλειά και γυρίζοντας από τη δουλειά, πάλι το ίδιο: ας γίνει το θέλημά Σου, Πατέρα! Και όταν είσαι υγιής και όταν πέφτεις στην κλίνη, και όταν λαμβάνεις και όταν χάνεις, πάλι: ας γίνει το θέλημά Σου, Πατέρα! Τελικά όταν φθάσει η αναπόφευκτη ώρα, και συναντήσεις πρόσωπο με πρόσωπο τον άγγελο του θανάτου, πες με θάρρος: ας γίνει το θέλημά Σου, Πατέρα μου και Θεέ μου!
Πηγή: «Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δεν φτάνει μόνο η πίστη…, Ιεραποστολικές επιστολές Β’», μετάφραση: Σβετλάνα Πέτσιν, Ηλίας Σαραγούδας, Νεφέλη Σαραγούδα – Πέτσιν, Εκδόσεις «εν πλώ», σελ. 118-119 – iconandlight

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Οι ιεροί και θείοι κανόνες της Εκκλησίας , και η αυθεντικότητα αυτών . Παν. Ι. Μπούμη Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών


Οι ιεροί και θείοι κανόνες της Εκκλησίας , και η αυθεντικότητα αυτών .
Παν. Ι. Μπούμη
Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών


           Η έννοια του όρου «κανόνας»

Κανόνας, πως είναι γνωστό, κατά πρώτον και κυριολεκτικώς σημαίνει την ξύλινη ράβδο, τον χάρακα, τον οποίο μεταχειριζόμαστε, για να σύρουμε μία ευθεία γραμμή, ή αντιθέτως, για να ελέγξουμε την ευθύτητα μιας γραμμής. Μεταφορικώς όμως κανόνας λέγεται και κάθε ορισμός, ή νόμος, γενικώς κάθε τι πού χρησιμεύει ως πρότυπο και οδηγός για την ορθή εκτέλεση ή αντιμετώπιση μιας πράξεως, μιας καταστάσεως, ή αντιθέτως ως κριτήριο για να ελέγχουμε «την ευθύτητα», την ορθότητα, αυτής της πράξεως. Π.χ. ένας κανόνας της γραμματικής χρησιμεύει ως οδηγός, για να κλίνουμε ορθώς ένα όνομα ή για να ελέγχουμε, εάν έχουμε κλίνει ορθώς αυτό το όνομα.


Κατά τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο (ή μάλλον μείζονα) λόγο κανόνες ονομάσθηκαν και οι διατάξεις εκείνες, οι οποίες θεσπίσθηκαν ή υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία και αφορούν

α) στην ορθή διοργάνωση, λειτουργία, διατήρηση, διάδοση και δραστηριότητα (ενότητα, αγιότητα, αποστολικότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας, και
β) στην ορθή και αυθεντική κατά Χριστόν ζωή των πιστών-μελών της Εκκλησίας διά μέσου αυτής.


           Η αυθεντικότητα των I. Κανόνων

Στο σημείο αυτό τίθεται δικαιολογημένα το εξής θεμελιώδες ερώτημα: Δίνουν πράγματι οι κανόνες της Εκκλησίας το αυθεντικό, το ορθό, και αποτελούν την πηγή τού δικαίου, τού όντως δικαίου; Εδώ μάλιστα παρεμπιπτόντως θα θέλαμε να σημειώσουμε, ότι σήμερα ακριβώς η υπάρχουσα γύρω από τους ιερούς κανόνες αμφισβήτηση και αμφιβολία ή και διαφωνία βασικώς αναφέρεται και επικεντρώνεται σ’ αυτό το θεμελιώδες ερώτημα. Στο ερώτημα της αυθεντικότητας, ή αλλιώς τού κύρους των ί. κανόνων1. Άλλοι δέχονται μόνο το πρόσκαιρο ή σχετικό κύρος των ιερών κανόνων και άλλοι πιστεύουν στο αιώνιο ή απόλυτο κύρος των ιερών κανόνων.

Το ερώτημα και η απάντηση σ' αυτό το ζήτημα για την αυθεντία και το απόλυτο κύρος των ι. κανόνων, τα οποία συνυφαίνονται αμέσως και προς την ορθότητα αυτών, είναι στενώς συνδεδεμένο και προς το θέμα της προελεύσεως των ί. κανόνων2. Είναι δηλ. αυτοί θείες εντολές ή είναι εντάλματα και κατασκευάσματα ανθρώπων;

Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ρητώς, κατηγορηματικώς και επιγραμματικώς τα εξής: Ότι οι κανόνες της Εκκλησίας υποδεικνύουν πράγματι το ορθό. Επ' αυτού δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι ί. κανόνες:

α) στηρίζονται στη θεόπνευστη Αγία Γραφή και στην αυθεντική αποστολική και εκκλησιαστική παράδοση, στην αποκαλυφθείσα δηλ. εκ μέρους τού Θεού αλήθεια, και

β) θεσπίσθηκαν η επικυρώθηκαν (εγκρίθηκαν) από την Εκκλησία και μάλιστα με Οικουμενικές Συνόδους πού εκφράζουν το αλάθητο της Εκκλησίας.

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να εξηγήσουμε, ότι η αυθεντία και το κύρος των Οικουμενικών Συνόδων είναι σε απόλυτο βαθμό, γιατί αποτελούν το στόμα της Εκκλησίας, το όργανο εκφράσεως της καθόλου Εκκλησίας, η οποία «είναι στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. 3,15). Είναι αλάθητες3 γιατί αποφαίνονται (αποφασίζουν), καθοδηγούμενες από το Άγιο Πνεύμα. Αλλά, ας δούμε τί λένε οι ίδιοι οι κανόνες επί του προκειμένου, ή περί το αυτό, τι λένε οι θεοκίνητοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι θέσπισαν ή επικύρωσαν αυτούς τους κανόνες σε Οικουμενικές Συνόδους:

Ο α' καν. της Ζ' Οίκουμ. Συνόδου διακηρύσσει σχετικώς τα εξής: «Τούτων ούν όντως όντων... ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα, και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν, των εκτεθέντων υπό των αγίων σαλπίγγων τού Πνεύματος, των πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ αγίων, οικουμενικών συνόδων, και των τοπικώς συναθροισθεισών επί εκδόσει διαταγμάτων, και των αγίων Πατέρων ημών. Εξ ενός γαρ άπαντες και τού αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα». Σύμφωνα δηλαδή με τη μαρτυρία αύτη οι ιεροί κανόνες είναι θείοι, γιατί θεσπίστηκαν με το φωτισμό και με την επιστασία τού Άγ.  Πνεύματος, με τη θεία επιστασία.

Γι’ αυτό το λόγο οι κανόνες της Εκκλησίας αποτελούν τους αυθεντικούς φορείς της ορθής εκφράσεως της εν Χριστώ αποκαλυφθείσης αληθείας και του ευαγγελικού μηνύματος της εν Χριστώ πραγματοποιούμενης ελευθερίας και σωτηρίας. Και γι' αυτό το λόγο ενισχύεται και «κρατύνεται» και διατηρείται ασάλευτη ολόκληρη η διαταγή τους, όπως λέει ο ανωτέρω κανόνας. Και γι' αυτό ακόμη το λόγο αποδοκιμάζεται και απαγορεύεται κάθε αλλοίωση και παραχάραξη τους, όπως φαίνεται και από τον ακόλουθο κανόνα.


Πράγματι, στο β' καν. της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου, ο οποίος μάλιστα αποτελεί και ένα είδος επίσημης συνοπτικής κωδικοποιήσεως των ί. κανόνων της Εκκλησίας4, διαβάζουμε: «Έδοξε δε και τούτο τη αγία ταύτη συνόδω... ώστε μένειν και από τον νύν βέβαιους και ασφαλείς, προς ψυχών θεραπείαν και ιατρείαν παθών, τους... ιερούς κανόνας, τους υπό των αγίων και μακαρίων Πατέρων ημών εκτεθέντας5. Και μηδενί έξ είναι τους προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή έτερους παρά τους προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως υπό τίνων συντεθέντας, των την αλήθειαν καπηλεύειν έπιχειρησάντων»6.

Ο κανόνας αυτός αναφέρεται διά μέσου του γράμματος και στο πνεύμα και στο περιεχόμενο των ιερών κανόνων, το οποίο δεν πρέπει να νοθεύεται ή να αλλοιώνεται με την παραχάραξη του γράμματος του κανόνα. Και τούτο, γιατί αυτό το γράμμα αποτελεί το όχημα, τον αυθεντικό φορέα του πνεύματος. Αναφέρεται δηλ. ο κανόνας στη δόλια αλλαγή των λέξεων των κανόνων με σκοπό την παραποίηση και τη νόθευση του νοήματος. Δεν απαγορεύει την ορθή ερμηνεία των λέξεων και τη διακρίβωση του ορθού νοήματος του κειμένου.

Αυτή, λοιπόν, η απαγόρευση της παραχαράξεως ή αλλοιώσεως ή ανατροπής των ί. κανόνων υποδηλώνει, -ότι οι ιεροί κανόνες είναι αλάθητοι, ότι υποδεικνύουν το ορθό, ότι είναι διαχρονικοί, ότι έχουν απόλυτο κύρος, -ότι περιέχουν την αλήθεια. Εάν οι ιεροί κανόνες δεν παρείχαν το ορθό αλλά περιείχαν εσφαλμένες θέσεις, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να μη δέχονταν εκ των υστέρων κάποια διόρθωση. Δίνουν, λοιπόν, τη μαρτυρία οι ί. κανόνες, ότι παρέχουν την αλήθεια. Και τούτο, διότι συγχρόνως έχουν την αυτομαρτυρία, ότι θεσπίσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους με το φωτισμό και την επιστασία του Άγιου Πνεύματος, του πνεύματος της αλήθειας (πρβλ. Ιω. 14, 17-15, 26-16, 13).

Αυτοί, λοιπόν, είναι οι θείοι και ιεροί κανόνες της Εκκλησίας. Αυτοί είναι και λέγονται ορθώς και δικαίως, κατά ακρίβεια και ακριβολογία κανόνες. Είναι οι κανόνες πού έχουν θεσπισθεί από Οικουμενικές Συνόδους ή πού έχουν διατυπωθεί από τοπικές Συνόδους και Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά έχουν υιοθετηθεί και επικυρωθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους.
 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το ερώτημα αυτό είναι συνδεδεμένο με το σύγχρονο ζωτικότατο πρόβλημα της αναζητήσεως μιας αυθεντίας από μέρους των ανθρώπων γενικώς και από μέρους των χριστιανών ειδικώς. Στο σημείο αυτό αξίζει να μεταφέρουμε μία παρατήρηση του πατρός Ιωάννου Μάγεντορφ: «Η διάκρισις μεταξύ απολύτου και σχετικού είναι, νομίζω, το περισσότερον επείγον απ’ όλα τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν σήμερον οι Ορθόδοξοι θεολόγοι... Μόνον εάν ανακαλύψωμεν και γνωρίσωμεν επαρκώς το Απόλυτον, θα κατορθώσωμεν να προσανατολισθώμεν ασφαλώς μέσα εις την μάζαν των ανθρωπίνων παραδόσεων και συνηθειών και θα ημπορέσωμεν να κάμωμεν τους αναγκαίους διαχωρισμούς και τας απαραιτήτους εκκαθαρίσεις» (Ιω. Μάγεντορφ, Παράδοσις της Εκκλησίας και παραδόσεις των ανθρώπων, εν «Θεολογία - Αλήθεια και Ζωή», Αθήναι 1962, σελ. 133).
2. Ο καθηγητής Λ. Φιλιππίδης έγραφε σχετικώς: «Ορθόν είναι το Αληθές και Αληθές είναι ,ότι ο Θεός απεκάλυψεν ό,τι ο Θεός θέλει... Τούτο -,τι ο Θεός απεκάλυψε- κείται ενώπιον ημών εφ' άπαξ δεδομένον, άλλα δι’ αιωνίου ισχύος» (Λέων. Φιλιππίδου, Η από Παλαιάς και Νέας Ρώμης κίνησις προς επάνοδον τού πληρώματος της Εκκλησίας τού Χριστού εις την αρχικήν ενότητα, Αθήναι 1970, σελ. 32.
3. Πρβλ. Παν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', Αθήναι 1959, σελ. 402. Άνδρ. Θεοδώρου, Η ουσία της Ορθοδοξίας, Εν Αθήναις 1961, σελ. 238 και Ίω. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σελ. 638, 685 έξ. Γι’ αυτό ορθώς ο Μεγ. Αθανάσιος στην επιστολή του προς τους εν Αφρική επισκόπους λέει: «Το δε ρήμα τού Κυρίου το διά της οικουμενικής συνόδου εν τη Νικαία γινόμενων μένει εις τον αιώνα» (Μίgηe Ρ.Ο. 26, 1032Β). Ο Μ. Αθανάσιος (| 373) αναφέρει μόνο την Α' Οίκουμ. Σύνοδο, γιατί οι άλλες δεν είχαν συγκληθεί ακόμη.

4. Πρβλ. Βαρθολομαίου Αρχοντώνη (Άρχιμ. και νύν Οικουμενικού Πατριάρχου), Περί την κωδικοποίησα των ιερών κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 19.
5. Και αναφέρει εν συνεχεία ποιοι είναι οι κανόνες αυτοί (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλη, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμ. Β', Αθήνησι 1852, σελ. 308 έξ.).
6. Ράλλη-Ποτλη, τόμ. Β', σελ. 309-310. Στους ανωτέρω μνημονευομένους κανόνες της μικρής άλλ' επίσημης κωδικοποιήσεως των ί. κανόνων της Εκκλησίας οφείλουν να συμπεριληφθούν και οι κανόνες της Ζ' Οίκουμ. Συνόδου, καθ’ σον είναι ισόκυροι προς αυτούς.

Ἡ Ἁγία Γραφή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στίς αἱρέσεις


ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΙΣ 107 Φωτ. 2
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 107, Ἀπρ. - Ἰούν. 2019).

Ἑρμηνεία καί παρερμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς
Μέ ζητήματα σχετικά μέ τήν Ἁγία Γραφή ἔχουμε ἀσχοληθεῖ καί σέ προηγούμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας (Νο 52). Ὅπως εἴχαμε ἐπισημάνει ἐκεῖ, ὅλες οἱ χριστιανικές Ὁμολογίες, ὅλες σχεδόν οἱ αἱρέσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀποδέχονται τό κύρος καί τήν αὐθεντία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῆς ἰδίας Ἁγίας Γραφῆς, τήν ὁποία κατέχει καί ἀποδέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Μάλιστα, οἱ χριστιανικές αἱρέσεις, ἀπό τήν πρωτοχριστιανική ἐποχή μέχρι τίς σύγχρονες παραχριστιανικές ὁμάδες («Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» κ.ἄ.), διακρίνονται γιά τήν ὑπερβολική, δῆθεν, προσήλωσή τους στήν Ἁγία Γραφή.
Γιατί, ὅμως, ἐνῶ συμβαίνει αὐτό, καθεμία ἀπό αὐτές καταλήγει σέ διαφορετικά συμπεράσματα, σέ ἐντελῶς διαφορετικές ἀντιλήψεις γιά τόν Θεό, τόν ἄνθρωπο καί τή σωτηρία του; Γιατί δέν ὁδηγοῦνται ὅλοι στήν ἴδια ἀλήθεια, στήν ἴδια πίστη; Πῶς δικαιολογεῖται ἡ ὕπαρξη τῶν αἱρέσεων καί τό φαινόμενο τῆς πολυδιάσπασης τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου;
Προφανῶς, τό πρόβλημα ἔγκειται στήν ἑρμηνεία. Ὑπάρχουν διαφορετικά συμπεράσματα, ἐπειδή ὑπάρχουν διαφορετικές ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἔτσι, προκύπτει ἕνα ἄλλο ἐρώτημα: Ποιός ἀπό τούς πολλούς καί διαφόρους τρόπους ἑρμηνείας εἶναι ὁ αὐθεντικός; Ποιός ἀποτελεῖ ὄντως ἑρμηνεία καί ποιοῖ συνιστοῦν παρερμηνεία; Ποιό εἶναι τό «κλειδί» τῆς αὐθεντικῆς κατανόησης καί ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Ἐκ τῶν πραγμάτων διαφαίνεται ὅτι ἡ ὕπαρξη ἑνός τέτοιου «κλειδιοῦ» εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη. Ἡ Ἁγία Γραφή μόνη της δέν μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν Ἀλήθεια. Ἀπαιτεῖται ἕνας ἐπιπλέον ὁδηγός, κι αὐτός εἶναι ἠ ὀρθή ἑρμηνευτική μέθοδος. Ὁ προτεσταντικός κόσμος, μέ τή δῆθεν ὑπερπροσήλωσή του στήν Ἁγία Γραφή, πίστεψε ὅτι αὐτή εἶναι ἀρκετή γιά νά ὁδηγήσει στήν Ἀλήθεια (ἤ ἀκόμη ὅτι ταυτίζεται μέ τήν Ἀλήθεια). Ἀρκεῖ ἡ Γραφή, «μόνο ἡ Γραφή»! Ἡ ἔκφραση «sola Scriptoura» («μόνο ἡ Γραφή») ἔγινε κυρίαρχο σύνθημα τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ἡ ἴδια ἐπαρκεῖ γιά τήν κατανόηση καί τήν ἑρμηνεία της: «ἡ Γραφή ἑρμηνεύεται διά τῆς Γραφῆς». Τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀντίληψης ἦταν, ὄντως, τραγικά. Κάθε μικροομάδα ἤ καί μεμονωμένο πρόσωπο, ἔχοντας ἀπόλυτη πεποίθηση στή δική του αὐθαίρετη κατανόηση καί ἑρμηνεία, ἀποσχιζόταν ἀπό τήν ὁμάδα στήν ὁποία ἀνῆκε καί δημιουργοῦσε τή δική του «ἐκκλησία», μέ ἀποτέλεσμα ἡ πολυδιάσπαση αὐτή νά συνεχίζεται μέχρι σήμερα, νά ἀποτελεῖ σκάνδαλο στόν σύγχρονο κόσμο καί, ἔτσι, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νά «βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι» (Ρωμ. 2,24).
Τά παραπάνω ἐρωτήματα συμπλέκονται καί μέ κάποια ἄλλα, τά ὁποῖα θά προσπαθήσουμε νά ἀπαντήσουμε στό τεῦχος αὐτό, ὅπως: Τί ἀκριβῶς εἶναι ἠ Ἁγία Γραφή; Ποιά εἶναι ἡ θέση της ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί ποιά ἡ σχέση της μέ αὐτήν; Πῶς κατανοεῖται ἡ θεοπνευστία της; Ποιά ἡ σχέση της μέ τήν Ἀποκάλυψη καί ποιά μέ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ; Ποιά ἡ σχέση της μέ ὅ,τι ἀποκαλοῦμε Ἱερά Παράδοση; Ποιά εἶναι καί ἀπό ποιούς γίνεται ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία της;
Ἡ Ἁγία Γραφή στίς χριστιανικές αἱρέσεις
Οἱ ἐσφαλμένες ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα αὐτά, δηλαδή ἡ ἐσφαλμένη θεώρηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁδήγησε σέ σοβαρές παρεκτροπές, τίς ὁποῖες συναντᾶμε σέ παλαιότερες καί σύχρονες χριστιανικές αἱρέσεις. Πράγματι, σέ πολλές περιπτώσεις, ἰδιαίτερα στόν προτεσταντικό χῶρο, ἡ ἀντίληψη γιά τήν Ἁγία Γραφή δέν διαφέρει ἀπό τήν ἀντίληψη τοῦ Ἰσλάμ γιά τό Κοράνιο.
Κατά τή διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ, τό Κοράνιο εἶναι «ὁ ἄκτιστος Λόγος τοῦ Θεοῦ». Σέ ἀντίθεση μέ ὅ,τι πιστεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τή Βίβλο, τό Κοράνιο δέν θεωρεῖται κτιστός λόγος, ἀλλά ἄκτιστος. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὁλόκληρο τό περιεχόμενό του, μέχρι τῶν λεπτομερειῶν, εἶναι θεόπνευστο καί ἔχει ἀπόλυτο κύρος (βέβαια, τό πῶς ἐξηγοῦνται οἱ ἀντιφάσεις του, παραμένει ἀναπάντητο ἀπό τούς «θεολόγους» τοῦ Ἰσλάμ). Τό Κοράνιο κατέβηκε αὐτούσιο ἀπό τόν οὐρανό. Τό πρωτότυπό του διατηρεῖται ἐκεῖ, στόν οὐρανό. Ἐδῶ, στή γῆ, ὑπάρχει ἕνα ἀντίγραφο τοῦ οὐράνιου πρωτοτύπου. Κατά συνέπειαν, τό Κοράνιο εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν θεμέλιο τοῦ Ἰσλάμ: τό Ἰσλάμ εἶναι «θρησκεία ἑνός βιβλίου».
Πράγματι, σέ χριστιανικές αἱρέσεις συναντᾶμε τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἤ ὅτι ταυτίζεται μέ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ἤ ὅτι εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὑπό τήν ἐπίδραση αὐτῆς τῆς προτεσταντικῆς θεώρησης, παρόμοιες ἐκφράσεις συναντᾶμε καί σέ δικούς μας Θεολόγους. Ἐπίσης, εἶναι εὐρύτατα διαδεδομένη σέ χριστιανικές αἱρέσεις ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ Γραφή εἶναι θεόπνευστη «κατά γράμμα» καί ὅτι πρέπει νά ἑρμηνεύεται «κατά γράμμα».
Γιά παράδειγμα, ὁ Λεωνίδας Φέγγος, ἡγέτης γνωστῆς πεντηκοστιανῆς ὀργάνωσης, τῆς «Ἐλευθέρας Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Πεντηκοστῆς», ἰσχυρίζεται ὅτι, ὅταν ἡ Γραφή ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεός ἔχει «χέρια» ἤ «πόδια», αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει πράγματι χέρια καί πόδια. Ὅταν κάνει λόγο γιά «θρόνο» τοῦ Θεοῦ, αὐτός μπορεῖ νά προσδιορισθεῖ τοπικά (π. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων, Ἀθήνα 1994, σ. 214). Ἄλλη νεοπροτεσταντική ὀργάνωση, ἡ «Ἑλληνική Ἱεραποστολική Ἕνωση», ἀρχίζει τήν προσηλυτιστική της δράση μέ πρόγραμμα διανομῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἄλλων ἐντύπων σέ διάφορες περιοχές τῆς χώρας. Τό πρόγραμμα ἔχει τίτλο, «Ἡ Ἁγία Γραφή γιά Κάθε Σπίτι». Στήν ἱστοσελίδα της ἀναφέρει: «Δεχόμαστε τήν Ἁγία Γραφή (Παλαιά καί Καινή Διαθήκη) ὡς τόν θεόπνευστο Λόγο τοῦ Θεοῦ». Ἄλλη αἱρετική ὀργάνωση, ἡ ἑλληνική «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ», δέχεται ὅτι ἡ Γραφή εἶναι «πανεπαρκής» γιά τήν πίστη. Ἐκεῖ πού μιλάει, πρέπει νά μιλᾶμε, καί ἐκεῖ πού σιωπᾶ, πρέπει νά σιωποῦμε. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί καθοδηγεῖ τόν πιστό καί τήν Ἐκκλησία μέ τό Γραπτό λόγο, τήν Ἁγία Γραφή». Συνεπῶς, κάθε παραδεδομένη πίστη ἔξω ἀπό τή Γραφή, ἀκόμη καί ἡ μεταποστολική, ἀπορρίπτεται (ὅ.π., σ. 10-11).
Εἶναι φανερό, ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ὀργανώσεις τοῦ στενώτερου ἤ εὐρύτερου προτεσταντικοῦ χώρου ἀρνοῦνται ὅτι ὑπάρχουν ἄλλα θεόπνευστα ἤ ἱερά κείμενα ἐκτός τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὑπονοοῦν, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε μέν στή μακρά περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, φωτίζοντας τούς συγγραφεῖς της, ἀλλά ἔπαψε νά ἐνεργεῖ μετά τήν Πεντηκοστή, δηλαδή μετά τήν πραγματική ἐπιφοίτησή του στήν Ἐκκλησία! Ὡστόσο, αὐτό ἰσχύει μόνο θεωρητικά. Πρακτικά, κάθε ὁμάδα ἀποδέχεται καί τή «θεοπνευστία» τοῦ ἡγέτη της ἤ τῆς ἡγεσίας της ἤ ἀπολυτοποιεῖ τήν ἑρμηνευτική της μέθοδο. Ἔτσι, ἡ ἑταιρεία «Σκοπιά» τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» ἰσχυρίζεται ὅτι «ἐπί αἰῶνες τό πλεῖστον τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἦτο γρῖφος δι’ ὅλους τούς ἀνθρώπους» (Ἐχθροί, 1930, σ. 189). «Ἡ Γραφή δέν μπορεῖ πλήρως νά κατανοηθεῖ χωρίς νά ἔχωμε στό νοῦ μας τήν θεοκρατική ὀργάνωση», δηλ. τήν ὀργάνωση τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» (Σκοπιά, 1954, σ. 360). Ἀναγκάζεται, μάλιστα, νά παραδεχθεῖ, ὅτι «οἱ 6 τόμοι τῶν Γραφικῶν Μελετῶν» τοῦ ἱδρυτῆ της Κάρολου Ρῶσσελ (1852-1916) «ἦσαν γιά τούς πιστούς πολύ πιό βασικοί ἀπό τήν Ἁγία Γραφή»! (Σκοπιά, ἀγγλ. ἔκδ., 15-9-1910, σ. 298-299). Ἡ ἴδια ὀργάνωση, ἄλλωστε, ἔχει τόσο «σεβασμό» στήν Ἁγία Γραφή, ὥστε δέ διστάζει νά ἀλλοιώνει τό κείμενό της, γιά νά εὐνοεῖ τίς θέσεις της (βλ. Ν. Ματθαίου, Ἡ Κ. Διαθήκη ἀλλοιωμένη ἀπό τούς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», ἔκδ. Λυδία κ.ἄ.).
Βέβαια, τά φαινόμενα αὐτά δέν εἶναι ἀνεξήγητα. Ἐξηγοῦνται ἱστορικά. Ὅταν ἐμφανίστηκε ὁ Προτεσταντισμός (16ος μ.Χ. αἰ.), ὁ μεσαιωνικός Παπισμός εἶχε ἀπομακρυνθεῖ κατά πολύ ἀπό τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐπικαλούμενος γιά τίς καινοτομίες καί τίς πλάνες του τήν «Ἱερά Παράδοση». Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ὁπαδῶν του ἀντέδρασε ἔντονα καί δημιούργησε τόν Προτεσταντισμό (Μεταρρύθμιση), ὁ ὁποῖος, ἀπέρριψε τήν Ἱερά Παράδοση, ἀναζητώντας τό σταθερό θεμέλιο τῆς πίστεως στήν Ἁγία Γραφή, «μόνο στή Γραφή». Μή ἔχοντας, ὅμως, τό ἑρμηνευτικό «κλειδί» της, κατέληξε σέ ποικίλες αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες, μή δυνάμενος νά φαντασθεῖ τίς διαστάσεις πού θά προσελάμβανε ἡ πλάνη! Σέ μεγάλο βαθμό ὁ Προτεσταντισμός μετέτρεψε τόν Χριστιανισμό σέ «θρησκεία ἑνός βιβλίου». Ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶχε ἤδη ἀπωλεσθεῖ σέ πολύ μεγαλύτερο βαθμό, ἀπ’ ὅ,τι στόν Παπισμό.
Ἔννοια καί θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς
Μέ αὐτά τά δεδομένα, διάσημοι Δυτικοί θεολόγοι ἄρχισαν νά ἀναζητοῦν καί πάλι τήν «Οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ». Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἔργο τοῦ Adolf von Harnack (1851-1930) μέ τόν παραπάνω τίτλο («Das Wesen des Christentums», 1900). Ποιά εἶναι, τελικά, ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ; Ποιό εἶναι τό θεμέλιό του; Εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή ἤ κάτι ἄλλο; Τί προηγεῖται καί τί ἕπεται ἀξιολογικά; Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους τό θέμα εἶναι ἁπλό: Οὐσία καί θεμέλιο τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ Χριστός, μόνο ὁ Χριστός καί τίποτε ἄλλο, εἶναι τό Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός προηγεῖται ὅλων. Αὐτός εἶναι ὁ Πρῶτος καί ὁ Ἔσχατος, τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος (Ἀποκ. 22,13). Αὐτός εἶναι ὁ Θεμέλιος τῆς Ἐκκλησίας καί «θεμέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3,11). Κατά συνέπειαν, ὁ Χριστιανισμός εἶναι «ἡ θρησκεία ἑνός προσώπου». Εἰδικότερα, ὅ,τι μᾶς διακρίνει ὡς χριστιανούς καί μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ «Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16, 16-18), δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἕνας κοινός ἄνθρωπος, ἕνας μεγάλος σοφός, ἕνας ἅγιος, ἕνας προφήτης, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας. Αὐτή ἡ ὁμολογία εἶναι ἡ οὐσία τῆς πίστεώς μας καί ἡ κατ’ ἐξοχήν προϋπόθεση τοῦ χριστιανικοῦ Βαπτίσματος.
Ὅμως, ὁ Χριστός εἶναι πάντοτε ἑνωμένος («ἀχωρίστως» καί «ἀδιαιρέτως»!) μέ τό Σῶμα Του, καί τό Σῶμα Του εἶναι ἡ Ἐκκλησία, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο (Κολ. 1,24). Ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ Ἐκκλησία, καί ὅπου ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Χριστός: «ὅπου ὁ Χριστός ἐκεῖ καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία» (ἅγ. Ἰγνάτιος). Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὁ Χριστιανισμός, ὁ αὐθεντικός Χριστιανισμός, ἐμφανίζεται πάντοτε ὡς Ἐκκλησία ἤ μᾶλλον ὁ Χριστιανισμός στήν αὐθεντικότητά του ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τήν Ἐκκλησία, μέ τή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπό τά παραπάνω προκύπτει ὅτι, ἀξιολογικά, προηγοῦνται ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία καί ἕπεται ἡ Ἁγία Γραφή. Ἡ ἀξία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔγκειται στό ὅτι μαρτυρεῖ περί τοῦ Χριστοῦ καί στό ὅτι ἡ μαρτυρία της εἶναι αὐθεντική. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ (ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός!), ἀλλά λόγος περί τοῦ Θεοῦ ἤ λόγος περί τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά ὁ ὁδηγός στόν Χριστό καί στήν διά τοῦ Χριστοῦ σωτηρία, δέν ταυτίζεται μέ τήν Ἀλήθεια, οὔτε περιέχει ὁλόκληρη τήν Ἀλήθεια, ἁπλούστατα ἐπειδή ἡ Ἀλήθεια δέν περιορίζεται σέ κάποια κείμενα, ἔστω κι ἄν αὐτά εἶναι ἱερά. Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός («ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή», μᾶς διαβεβαιώνει, Ἰω. 14,6) καί ὁ Χριστός εἶπε καί ἔπραξε τόσα πολλά, ὥστε ἄν καταγράφονταν, ὁ κόσμος δέν θά χωροῦσε τά γραφόμενα βιβλία! (Ἰω. 21,25). Οἱ παραπάνω διακρίσεις φαίνονται, ἴσως, λεπτές καί χωρίς νόημα, ἄν ὅμως, ἀγνοηθοῦν, ὁδηγοῦν σέ πλάνες, σάν αὐτές πού συναντᾶμε στίς χριστιανικές αἱρέσεις.
Ἁγία Γραφή ὀνομάζεται ἡ συλλογή 76 ἱερῶν βιβλίων, πού ἔχουν γραφεῖ ἀπό ἁγίους ἀνθρώπους (Προφῆτες καί Ἀποστόλους) σέ διάφορες περιοχές καί κατά τή διάρκεια 1.000 ἐτῶν περίπου, μέχρι τό τέλος τοῦ α΄ μ.Χ. αἰ. (100 μ.Χ.). Διακρίνεται σέ Παλαιά Διαθήκη (49 βιβλία) καί Καινή (27 βιβλία). Περιεχόμενό της, τόσο τῆς Παλαιᾶς, ὅσο καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται στίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ πρίν γίνει ἄνθρωπος, ὅταν ἐνεργοῦσε ὡς Ἄσαρκος Λόγος, καί ἡ Καινή ἀναφέρεται στίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, δηλ. ὅταν ἐνεργοῦσε ὡς Λόγος Σεσαρκωμένος.
Λέμε, συνήθως, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη ἤ ὅτι ἔχει γραφτεῖ μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι αὐτό, ὄντως, ἰσχύει. «Πᾶσα γραφή θεόπνευστος» (Β' Τιμ. 3,16) καί «ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β' Πέτρ. 1,21). Ὅμως, ποιά εἶναι ἡ φύση τῆς θεοπνευστίας; Γιά τό θέμα αὐτό ἔχουν διατυπωθεῖ διάφορες θεωρίες, οἱ κυριώτερες ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι δύο, α) ἡ μηχανική ἤ «κατά γράμμα» θεοπνευστία, κατά τήν ὁποία ὁ ἱερός συγγραφέας ἐνεργεῖ μηχανικά, ὡς ἄβουλο ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ ἀποτέλεσμα ἡ θεοπνευστία νά φτάνει μέχρι τίς λέξεις, τά γράμματα, ἀκόμη καί τά σημεῖα στίξης, καί β) ἡ δυναμική ἤ «κατ’ ἔννοιαν» θεοπνευστία, κατά τήν ὁποία τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ στούς ἱερούς συγγραφεῖς ἀποκαλύπτοντας θεῖες ἀλήθειες, χωρίς, ὅμως νά καταργεῖ τήν αὐτοσυνειδησία τους, μέ ἀποτέλεσμα ἡ Ἁγία Γραφή νά εἶναι ἔργο δύο παραγόντων, τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρώπινου.
Εἶναι φανερό, ὅτι στά Ὀρθόδοξα δεδομένα προσιδιάζει ἡ δεύτερη, ἡ «κατ’ ἔννοιαν», καί ὄχι ἡ πρώτη, ἡ «κατά γράμμα» (ἡ μαγική στήν οὐσία), θεωρία τῆς θεοπνευστίας. Εἶναι, ἐπίσης, φανερό, ὅτι ἡ περί θεοπνευστίας ἀντίληψη ἐπηρεάζει καίρια καί τήν περί ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀντίληψη. Ἔτσι, στήν ἀρχαία Ἐκκλησία (3ο-5ο μΧ. αἰ. περίπου) κυριαρχοῦσαν δύο ἑρμηνευτικές μέθοδοι, α) ἡ γραμματικόϊστορική τῆς Σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας, μέ βάση τό σχῆμα «κατά γράμμα» θεοπνευστία - «κατά γράμμα» ἑρμηνεία, καί β) ἡ ἀλληγορική μέθοδος τῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας. Οἱ ἐκκλησιαστικοί Πατέρες, ἄν καί χρησιμοποίησαν καί τίς δύο μεθόδους (περισσότερο, ἴσως, τήν πρώτη), δέν ἀπολυτοποίησαν καμμία. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι οἱ περισσότεροι αἱρετικοί τῆς ἐποχῆς (Ἄρειος, Νεστόριος, Θεόδωρος Μοψουεστίας κ.ἄ.) ἦταν μαθητές τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς καί χρησιμοποιοῦσαν τήν «κατά γράμμα» ἑρμηνεία.
Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὑπερβαίνει ἑρμηνευτικές μεθόδους καί θεωρίες περί θεοπνευστίας. Γιά τήν ἀκρίβεια, δέν ὑπάρχουν θεόπνευστα κείμενα, ἀλλά θεόπνευστα πρόσωπα. Θεόπνευστα πρόσωπα εἶναι ὅσοι βλέπουν τόν Χριστό μέσα στήν ἄκτιστη Δόξα Του, εἶτε ὡς Ἄσαρκο Λόγο, ὅπως οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶτε ὡς Σεσαρκωμένο Λόγο, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι βλέπουν ἔτσι τόν Χριστό, Τόν βλέπουν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι Πνευματοφόροι, ἔχουν «Πνεῦμα Κυρίου», εἶναι «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. 7,55) καί «ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι» (Β' Πέτρ. 1,21). Ὁ Χριστός ἐμφανίστηκε «ἐν Δόξῃ» στή Μεταμόρφωση, ἀλλά ἐμφανίζεται ἔτσι καί μετά τήν Ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς. Ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ «ἐν Δόξη» μετά τήν Ἀνάληψη καταγράφονται καί στήν Καινή Διαθήκη, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ ἀπ. Παύλου (Πράξ. 9, 4-5) καί τοῦ ἁγίου Στεφάνου (Πράξ. 7,55), ὅμως ἐπαναλαμβάνονται καί ἐκτός τῆς Καινῆς Διαθήκης στούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα, ὅπως συνεχίζεται καί ἡ δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα.
Στή συνέχεια, τά θεόπνευστα πρόσωπα διατυπώνουν τήν ἄκτιστη ἐμπειρία τους καί τίς ἀλήθειες πού τούς ἀποκαλύπτονται ἐντός αὐτῆς μέ ἀνθρώπινους (κτιστούς) λόγους. Κατ’ ἐπέκτασιν, θεόπνευστοι θεωροῦνται καί οἱ λόγοι τῶν θεοπνεύστων αὐτῶν ἀνθρώπων, ὄχι μόνο οἱ γραπτοί, ἀλλά καί οἱ προφορικοί. Ἕνα μέρος αὐτῶν τῶν λόγων ἔχει καταγραφεῖ στήν Ἁγία Γραφή. Βέβαια, ἕνα μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι λόγοι τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ὅπως, ὅμως, τούς διέσωσαν καί τούς κατέγραψαν θεόπνευστοι ἄνθρωποι. Ἕνα ἄλλο μέρος θεόπνευστων λόγων ἔχει καταγραφεῖ σέ ἄλλα ἱερά κείμενα, ἀπό τή μεταποστολική ἐποχή μέχρι σήμερα, κι αὐτά ἀποτελοῦν τήν Ἱερά Παράδοση. Ἡ Παράδοση εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως καί ἡ Γραφή: ὅ,τι ἀποκαλύπτει τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀξία, εἴτε βρίσκεται ἐντός, εἴτε ἐκτός τῆς Γραφῆς. Ἡ Γραφή εἶναι μέρος τῆς Παράδοσης καί ἡ Παράδοση εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Γραφῆς.
Ἁγία Γραφή καί Ἐκκλησία
Τά θεόπνευστα πρόσωπα (Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί Ἅγιοι) εἶναι τά ἐξέχοντα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, πού ὁδηγοῦν τά ὑπόλοιπα μέλη στή σωτηρία καί στή θέωση. Ἄν ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἔργο τῶν θεοπνεύστων προσώπων, σημαίνει ὅτι εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία συντάσσει τήν Ἁγία Γραφή καί μόνο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά τήν ἑρμηνεύει ὀρθά. Ἤδη ἀναφέραμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπερέχει τῆς Γραφῆς: χωρίς Γραφή μπορεῖ νά ὑπάρξει Ἐκκλησία, χωρίς Ἐκκλησία, ὅμως, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει Γραφή. Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά τούς ἐκτός Ἐκκλησίας ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι βιβλίο «κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά», κατά τή χαρακτηριστική εἰκόνα τῆς Ἀποκαλύψεως (5,1), δηλαδή εἶναι βιβλίο πλήρως ἀκατανότητο. Οἱ ἅγιοι Ἀποστολοι, προφανῶς, γνώριζαν τίς Γραφές καί πρίν τήν Ἀνάσταση, ἀλλά τίς κατανόησαν μόνο ὅταν ὁ Κύριος «διήνοιξεν αὐτῶν τόν νοῦν τοῦ συνιέναι τάς Γραφάς» (Λουκ. 24,45). Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία καθορίζει τόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δηλαδή ἀποφαίνεται ποιά κείμενα ἀνήκουν σ’ αὐτήν καί ποιά ὄχι. Ἀπό τή στιγμή δέ πού συγκροτεῖ τή Γραφή, τήν τιμᾶ ἀπεριόριστα καί τήν ἔχει πλέον ὡς ὁδηγό της (τό Εὐαγγέλιο π.χ. τοποθετεῖται σέ ἐξέχουσα θέση πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα).
Εἰδικότερα, ἡ Ἁγία Γραφή ἑρμηνεύεται ὀρθά ἀπό ἄλλα θεόπνευστα πρόσωπα, πού ἔχουν τήν ἴδια ἐμπειρία μέ τούς συγγραφεῖς της καί τούς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ οἱ ἴδιες ἀκριβῶς ἀλήθειες. Κατά συνέπειαν, τό ἑρμηνευτικό «κλειδί» τῶν Γραφῶν εἶναι οἱ λόγοι τῶν Πατέρων καί τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐπειδή τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἀντιφάσκει, ἀλλά ἀποκαλύπτει σέ ὅλους τά ἴδια, ὅλες οἱ ἑρμηνεῖες ἤ μᾶλλον ἡ κοινή ἑρμηνευτική τῶν Πατέρων ὁδηγεῖ πάντα στίς ἴδιες ἀλήθειες, στή μία πίστη τῆς Ἐκκλησίας, στήν ἑνότητα τῆς πίστεως.
Ὁ 19ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691 μ.Χ.) κατοχυρώνει αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἑρμηνευτική μέθοδο. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Εἰ γραφικός ἀνακινηθείη λόγος, μή ἄλλως τοῦτον ἑρμηνευέτωσαν, ἤ ὡς ἄν οἱ τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες, καί διδάσκαλοι, διά τῶν οἰκείων συγγραμμάτων παρέθεντο». Ὁ Κανόνας προϋποθέτει ὅτι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει μία καί μοναδική κατανόηση τῶν Γραφῶν, χωρίς διαφωνίες. Ἄν, ὡστόσο, ὑπάρξει κάποια διαφωνία, τότε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἑρμηνεύσουμε, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ «φωστῆρες καί διδάσκαλοι» (οἱ Πατέρες καί οἱ Ἅγιοι) τῆς Ἐκκλησίας καί ὅπως διδάσκουν μέ τά συγγράμματά τους. Πρωτοπρεσβύτερος π. Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

Μια σημαντική μαρτυρία του Μ. Φωτίου για το κύρος των χειροτονιών των καθηρημένων επισκόπων και για την αποκατάστασή τους



του Καθηγητή Συμεών Πασχαλίδη
Πρόσφατα ἦλθε στήν ἐπικαιρότητα τό ζήτημα τοῦ κύρους τῶν χειροτονιῶν πού ἔχουν πραγματοποιηθεῖ ἀπό καθηρημένους ἐπισκόπους, λόγω τῶν σχετικῶν κειμένων πού κυκλοφορήθηκαν ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο καί ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ὅπου κατατέθηκαν ἐνστάσεις «ὡς πρὸς τὴ δυνατότητα ἐπικύρωσης ἐκ τῶν ὑστέρων, χειροτονιῶν ποὺ ἔγιναν ἀπὸ καθαιρεμένους, ἀφορισμένους καὶ ἀναθεματισμένους ἐπισκόπους» καί περί τῆς ἀναγνωρίσεως καί εὐχαριστιακῆς κοινωνίας μέ «μή ἔχοντες κανονική χειροτονία καί σχισματικούς μητροπολίτες», καθώς καί προτάσεις ὅτι «θὰ πρέπει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ βρεῖ τρόπο καθησύχασης τῆς συνείδησης τῶν πιστῶν γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς χειροτονίας καὶ τῶν μυστηρίων ποὺ τελοῦνται ἀπὸ τὴν Ἡγεσία αὐτή».
Μέ ἀφορμή αὐτές τίς δημόσιες ἐπικρίσεις, θεωροῦμε σκόπιμο, στό πλαίσιο τῶν κειμένων καί τεκμηριωμένων θέσεων γιά τό ζήτημα αὐτό (τοῦ ἀρχιεπ. Ἀγχιάλου καί μετέπειτα μητρ. Σμύρνης Βασιλείου, Πραγματεία περί τοῦ κύρους τῆς χειροτονίας τῶν κληρικῶν ὑπό ἐπισκόπου καθῃρημένου καί σχισματικοῦ χειροτονηθέντων, καί τοῦ κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ κ. Θ. Γιάγκου γιά τήν κανονική παράδοση περί ἀναχειροτονίας τῶν καθηρημένων κληρικῶν), πού ἔχουν ἤδη δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητας, νά προσθέσουμε μία ἀκόμη σημαντική μαρτυρία πού μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό συγκεκριμένο ζήτημα δέν εἶναι καινοφανές, ἀλλά ἀντίθετα ἔχει καταγραφεῖ καί ἀντιμετωπιστεῖ μέ τήν ἐκκλησιαστική ἀρχή τῆς οἰκονομίας ἀρκετές φορές μέσα στόν ροῦ τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας.
Πρόκειται γιά μία μαρτυρία πού διέλαθε τῆς προσοχῆς τῆς μέχρι σήμερα ἔρευνας καί προέρχεται ἀπό ἕνα ἐλάχιστα γνωστό ἔργο τοῦ Μεγάλου Φωτίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τό ὁποῖο ἐκδόθηκε μέ τόν σύντομο τίτλο «Φωτίου Πατριάρχου Ἐρωτήματα Δέκα σὺν ἴσαις ταῖς ἀποκρίσεσι» (PG 104, 1220-1232), ἐνῶ στήν πλούσια χειρόγραφη παράδοσή του φέρει τόν κάπως ἐκτενέστερο· «Φωτίου τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου συναγωγαὶ καὶ ἀποδείξεις ἀκριβεῖς συνειλεγμέναι ἐκ τῶν συνοδικῶν καὶ ἱστορικῶν γραφῶν περὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν καὶ λοιπῶν ἑτέρων ἀναγκαίων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων».
Στό ἔργο αὐτό ὁ Μέγας Φώτιος ἀπαντάει σέ δέκα ἐρωτήσεις, ἐμφανῶς σχετιζόμενες μέ τό ἱστορικό πλαίσιο τῶν διαταραγμένων ἐνδοεκκλησιαστικῶν σχέσεων τῆς ἐποχῆς του, κυρίως ὡς πρός τίς σχέσεις τοῦ θρόνου τῆς Ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας μέ τούς ἄλλους θρόνους τῆς Ἀνατολῆς. Γιά τήν περίπτωση πού μᾶς ἀπασχολεῖ, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ Δ´ ἐρωταπόκριση («Τίνων κατακριθέντων οἱ ὑπ᾽ αὐτῶν χειροτονηθέντες οὐδὲν ἐβλάβησαν;»), ἀλλά καί ἡ Θ´, ἡ ὁποία θέτει ἀκριβῶς τό ἐρώτημα τῆς ἐπαναφορᾶς στήν κανονική τάξη τῶν καθηρημένων μητροπολιτῶν, ὅπως καί στήν ἀνάλογη περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, πού ἀπασχόλησε τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου· «Πότε καθῃρέθησαν ἐπίσκοποι καὶ πάλιν ἐδέχθησαν κανονικῇ εὐθύτητι, ἢ τῇ τοῦ ἰδίου λαοῦ παρακλήσει;».
Σέ σχέση μέ τήν Δ´ Ἐρώτηση, ὁ πατριάρχης Φώτιος κομίζει σημαντικό ἀριθμό παραδειγμάτων ἀπό τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη ἀπό τόν τρίτο αἰώνα, μέ ἀφετηρία τήν περίπτωση τοῦ μοναρχιανοῦ ἐπισκόπου Παύλου Σαμοσατέως, ὁ ὁποῖος, ἄν καί καταδικάσθηκε συνοδικῶς τό 268 μ.Χ., «οὐδεὶς τῶν ὑπ᾽ αὐτοῦ καθῄρηται, καίτοι συμπεπραχότων αὐτῷ ἐκεῖνα, δι᾽ ἃ ἐκεῖνος καθῃρέθη».
Στήν Θ´ Ἐρώτηση ἡ ἀπάντηση τοῦ Μ. Φωτίου τίθεται ἐξ ἀρχῆς μέ ἀπόλυτο τρόπο: «Ἐν διαφόροις μέν συνόδοις καί ὑπό διαφόρων τοῦτο πολλάκις ἐγένετο». Παραθέτει δέ ἐν συνεχείᾳ ἕνα σημαντικό ἀριθμό παραδειγμάτων, πού ἀντλεῖ ἀπό τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκκινώντας ἀπό τίς ἀρχές τοῦ τρίτου αἰῶνος, γιά νά φθάσει ὥς τήν ἐποχή του· «Ὅτι Πέτρον τὸν Μιλήτου, καθαιρεθέντα ὑπὸ τοῦ ἁγίου Μεθοδίου οὐ μόνον ἐδικαιώσαμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ καὶ τῆς Σάρδεων Μητροπολίτην πεποιήκαμεν. Ὅτι καὶ ἑτέρους πλείστους καθαιρεθέντας ἐπ᾽ ἐγκλήμασι παρὰ τοῦ ἁγιωτάτου Ἰγνατίου ἡμεῖς ἐδεξάμεθα, καὶ τοὺς ὑφ᾽ ἡμῶν καθαιρεθέντας ὁ ἐν ἁγίοις Ἰγνάτιος ἐδέξατο».
Κατά συνέπεια, τό ἐπιχείρημα τῆς ἀντικανονικότητος, τοῦ ὁποίου γίνεται ἐπίκληση στά ἐσχάτως κυκλοφορηθέντα κείμενα, δέν βρίσκει, μέ ἐξαίρεση τήν προσωποποιημένη περίπτωση τοῦ Μαξίμου τοῦ Κυνικοῦ (Δ´ κανών τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), ἐρείσματα στήν μακρά συνοδική καί ἐπισκοπική ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γνωρίζει πολλές καί χαρακτηριστικές περιπτώσεις καθαιρέσεων ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀποκαταστάθηκαν ἐν συνεχείᾳ, μετά ἀπό παράκληση καί δήλωση μεταμέλειας, στήν ἴδια ἤ σέ ἄλλη ἐκκλησιαστική ἕδρα, στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, τήν ὁποία ἔχει τό δικαίωμα ἡ Ἐκκλησία νά ἀσκεῖ κατά περίπτωση.
Ἄλλωστε, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ καί στήν διατριβή τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου γιά τό Παλαιοημερολογιτικό Ζήτημα, μέ ἀφορμή ἀνάλογες περιπτώσεις πού ταλάνισαν τήν Ἐκκλησία κατά τόν εἰκοστό αἰώνα, «ἐκ τῆς νεωτέρας δ᾽ ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μνημονευτέα σχετικῶς ἡ ὑπό τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀναγνώρισις τῶν χειροτονιῶν οὐ μόνον τῶν σχισματικῶν Βουλγάρων, ἀλλά καί τῶν αἱρετικῶν Ἀρμενίων καί τῶν ΡΚαθολικῶν καί τῶν Ἀγγλικανῶν, εἰς ἅς περιπτώσεις συντρέχει εἰλικρινής μεταμέλεια καί προσχώρησις εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῶν ἐχόντων χειροτονίας σχισματικῶν καί αἱρετικῶν κληρικῶν … Ἐν πάσῃ δέ περιπτώσει αἱ τοιαῦται ρυθμίσεις ἀποδοτέαι εἰς τό ἀνεξέλεγκτον δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ἀσκῇ τήν Οἰκονομίαν ἐφ᾽ ὅσον συντρέχουσιν ἑκάστοτε αἱ οἰκεῖαι προϋποθέσεις, χωρίς τοῦτο νά στερῇ ταύτην τοῦ ἐπίσης ἀνεξελέγκτου δικαιώματος νά κρίνῃ κατά κανονικήν ἀκρίβειαν ἑκάστην συγκεκριμένην περίπτωσιν».
Λόγω τῆς σπουδαιότητος τῆς ἀνωτέρω μαρτυρίας τοῦ Μ. Φωτίου, παραθέτουμε στή συνέχεια τό πλῆρες κείμενο τῶν δύο ἐρωταποκρίσεων, διορθωμένο, μάλιστα, μέ βάση τή χειρόγραφη παράδοσή του:
Ερώτησις Δ´
Τίνων κατακριθέντων οἱ ὑπ᾽ αὐτῶν χειροτονηθέντες οὐδὲν ἐβλάβησαν;
Παύλου τοῦ ἐκ Σαμοσάτων κατακριθέντος, οὐδεὶς τῶν ὑπ᾽ αὐτῷ καθῄρηται, καίτοι συμπεπραχότων αὐτῷ ἐκεῖνα, δι᾽ ἃ ἐκεῖνος καθῃρέθη.
Τοῦ Νεστορίου καθαιρεθέντος, οὐδεὶς τῶν ὑπ᾽ αὐτοῦ χειροτονηθέντων καθῄρηται.
Πέτρου δὲ τοῦ Μογγοῦ ἔτι πρεσβυτέρου ὄντος, καὶ καθαιρεθέντος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Προτερίου, εἶτα εἰς τὸν αὐτοῦ θάνατον Τιμοθέῳ τῷ φονεῖ συνδεδραμηκότος, καὶ μετὰ ταῦτα τὸν θρόνον Ἀλεξανδρείας μετὰ θάνατον ἐκείνου ἁρπάσαντος, καὶ τὴν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον καθ᾽ ἑκάστην ἀναθέματι ὑποβάλλοντος, οἱ ὑπ᾽ αὐτοῦ χειροτονηθέντες, καίπερ καθῃρημένου καὶ φονέως καὶ αἱρετικοῦ, αἱρετικοὶ καὶ αὐτοὶ ὄντες ἔτι, μετανοοῦντες ἐδέχθησαν. Καὶ Φῆλιξ ὁ Ῥώμης γράφων πρὸς Ζήνωνα τὸν βασιλέα, τὴν αὐτοῦ διάταξιν, ἥτις Πέτρον μὲν τῆς Ἐκκλησίας ἐξέβαλεν, ἐκείνους δὲ μετανοοῦντας ἐδέξατο, θεῖον ἀποκαλεῖ τύπον. Ἐγκαλεῖ δὲ αὐτῷ δι᾽ ὧν γέγραφε, τίνος χάριν τὸν Πέτρον ἐκβαλὼν τῆς Ἐκκλησίας, αὖθις αὐτὸν εἰσήγαγε, καὶ τὸν Ἰωάννην ἐδίωξε.
Mελέτιος ὁ Ἀντιοχείας ὑπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθεὶς Σεβαστείας ἐπίσκοπος, κἀκεῖθεν μετενεχθεὶς εἰς Βέῤῥοιαν, εἶτα πάλιν ὑπ᾽ αὐτῶν καταστὰς ἀντὶ Εὐσταθίου Ἀντιοχείας ἐπίσκοπος, ἐκείνων ὡς αἱρετικῶν δυσφημουμένων, οὗτος παρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀπεδέχθη.
Οἱ ὑπὸ Σεργίου καὶ Πύῤῥου χειροτονηθέντες καὶ Μακαρίου, τούτων ὡς αἱρετικῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐκδιωχθέντων μετανοήσαντες προσεδέχθησαν.
Καὶ οἱ ὑπὸ Μακεδονίου ὡσαύτως τοῦ πνευματομάχου χειροτονηθέντες.
Τὸν Ἀκάκιον οἱ Ῥωμαῖοι ἔτι μὲν περιόντα καθαιρέσει ὑπέβαλον καὶ ἀναθέματι· μετὰ τελευτὴν δέ, Ἰουστίνου μετὰ τὸν Ἀναστάσιον βασιλεύσαντος, πρεσβευσάμενοι πρὸς αὐτόν, καὶ τῶν διπτύχων ἐκβαλόντες, Ἰωάννου τηνικαῦτα τὸν θρόνον διέποντος Κωνσταντινουπόλεως, τοὺς ὑπ᾽ αὐτοῦ χειροτονηθέντας συλλειτουργοὺς εἶχον, καὶ ἐκοινώνουν αὐτοῖς.
Οἱ ὑπὸ Ἀναστασίου καὶ Νικήτα τῶν αἱρετικῶν χειροτονηθέντες, παρὰ τῆς ἑβδόμης ἐδέχθησαν συνόδου.
Καὶ Μελέτιος δὲ μυρίων ἔνοχος γέγονεν, ἐπεπήδησεν θρόνοις ἀλλοτρίοις, ἐλύπησε μάρτυρας, ἐπανέστη τῷ οἰκείῳ πατριάρχῃ, καὶ τὸν αὐτοῦ ἥρπασε θρόνον, συναπήχθη Ἀρείῳ· ὡς δὲ λέγει Σωκράτης καὶ εἰς τὸν διωγμὸν ἐπέθυσε. Καὶ διὰ ταῦτα ὑπὸ τοῦ Πέτρου καθῃρέθη· ἀλλ᾽ ὅμως εἰ καὶ καθῃρέθη πολλάκις, ὕστερον εἰ καὶ μὴ τὴν ἱερωσύνην, ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου ἀπείληφεν.
Ερώτησις Θ´
Πότε καθῃρέθησαν ἐπίσκοποι καὶ πάλιν ἐδέχθησαν κανονικῇ εὐθύτητι, ἢ τῇ τοῦ ἰδίου λαοῦ παρακλήσει;
Ἐν διαφόροις μέν συνόδοις καί ὑπό διαφόρων πατέρων τοῦτο πολλάκις ἐγένετο, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου γέγονε, καὶ ἐπὶ Μαρκέλλου ἐπισκόπου Ἀγκύρας, καὶ Μακαρίου, καὶ ἑτέρων πολλῶν, ὡς εἴρηται.
Παρακλήσει δὲ λαοῦ ζητοῦντος τὸν ἴδιον ποιμένα ἐγένετο ἐπὶ Ἡρακλᾶ τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, οὗ διάδοχος Διονύσιος, εἶτα Μάξιμος, ἔπειτα Θεωνᾶς, καὶ μετ᾽ αὐτὸν ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Πέτρος. Ἐγένετο δὲ τοιῷσδε·
Ἦν ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ αὐτοῦ ἁγιωτάτου Ἡρακλᾶ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Ὠριγένης ὁ καλούμενος Ἀδαμάντιος, τὴν ἰδίαν φανερῶς ἐξηγούμενος αἵρεσιν, προσκρούων Τετράδι καὶ Παρασκευῇ. Τοῦτον τοίνυν ὡς παραποιοῦντα τὴν ὑγιαίνουσαν διδασκαλίαν καὶ παραχαράσσοντα τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, ἐχώρησεν ὁ αὐτὸς ἅγιος ἐπίσκοπος Ἡρακλᾶς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐδίωξε τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ὁ δὲ αὐτὸς ἐκκήρυκτος Ὠριγένης, ἀπερχόμενος εἰς τὰς τῆς Συρίας πόλεις, κατήντησεν εἰς πόλιν ὀνομαζομένην Θμούην, ἐπίσκοπον ἔχουσαν ὀρθόδοξον ὀνόματι Ἀμμώνιον, ὃς καὶ ἐπέτρεψε τῷ αὐτῷ Ὠριγένει ὁμιλῆσαι λόγον διδακτικὸν ἐν τῇ αὐτοῦ ἐκκλησίᾳ. Τοῦτο δὲ ἀκούσας ὁ πάπας Ἡρακλᾶς ὁ εἰρημένος, ἐξῆλθεν εἰς Θμούην, καὶ δι᾽ αὐτὸ τοῦ-το καθῄρεσε τὸν Ἀμμώνιον, καὶ κατέστησεν ἀντ᾽ αὐτοῦ ἐπίσκοπον Φίλιππόν τινα νεώτερον μέγαν πολιτευτὴν ἐν τῷ Χριστιανισμῷ. Ὕστερον δὲ παρακληθεὶς ὑπὸ τοῦ λαοῦ τῆς αὐτῆς πόλεως, ὁ εἰρημένος πάπας Ἀλεξανδρείας ὁ Ἡρακλᾶς, ἐδέξατο αὖθις ἐπίσκοπον τὸν Ἀμμώνιον, καὶ παρέδωκεν ἀμφοτέροις, τῷ Ἀμμωνίῳ φημί, καὶ τῷ Φιλίππῳ, τὴν ἐπισκοπὴν Θμούης. Μετὰ δὲ τὸ ἀποστῆναι τὸν ἅγιον Ἡρακλᾶν ἐκεῖθεν, ὁ μὲν θαυμαστὸς Φίλιππος οὐδ᾽ ὅλως ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ θρόνου· ἀλλ᾽ ἐξηγουμένου τοῦ Ἀμμωνίου, ἤγουν λειτουργοῦντος, ἰστάμενος διετέλει ὀπίσω αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς τοῦ Ἀμμωνίου ζωῆς. Ὅτε δὲ ἐκοιμήθη Ἀμμώνιος, τότε ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ θρόνου ὁ Φίλιππος, καὶ ἐγένετο τῶν ἐπισήμων ἐν ἀρετῇ, καὶ θαυμαζόμενος παρ᾽ ἐπισκόπων.
Ὅτι τὸν Ἄρειον διάκονον ὄντα καθῄρεσεν ὁ ἐν ἁγίοις ἱερομάρτυς Πέτρος, καὶ ἐξωστράκισε τῆς Ἐκκλησίας τελείως. Ἀχιλλᾶς δὲ ὁ ἐν ἁγίοις διάδοχος τοῦ αὐτοῦ ἱερομάρτυρος Πέτρου Ἀλεξανδρείας, τοῦτον οὐ μόνον ἐδέξατο, ἀλλὰ καὶ πρεσβύτερον ἐχειροτόνησε, καὶ φροντίζειν τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ διδασκαλείου ἔταξεν.
Ὅτι τὸν Εὐτυχῆ καθαιρεθέντα ὑπὸ τοῦ ἐν ἁγίοις Φλαβιανοῦ, ὁ Ἀλεξανδρείας, καὶ ὁ Ἀντιοχείας, καὶ ὁ Ἱεροσολύμων ἐδέξαντο μετὰ θάνατον ἐκείνου.
Ὅτι τὸν ἥλιον καὶ φωστῆρα τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, τὸν ἁγιώτατον Χρυσόστομον, καθαιρεθέντα (πῶς ἔφερε δίκη;) ὑπὸ Θεοφίλου ἐπισκόπου ὁμοδόξου χωρὶς τῶν ἄλλων πατριαρχῶν, ἐδέξαντο καὶ ὑπερεδέξαντο.
Ὅτι Πέτρον τόν Μιλήτου, καθαιρεθέντα ὑπὸ τοῦ ἐν ἁγίοις Μεθοδίου οὐ μόνον ἐδικαιώσαμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ καὶ τῆς Σάρδεων μητροπολίτην πεποιήκαμεν.
Ὅτι καὶ ἑτέρους πλείστους καθαιρεθέντας ἐπ᾽ ἐγκλήμασι παρὰ τοῦ ἁγιωτάτου Ἰγνατίου ἡμεῖς ἐδεξάμεθα, καὶ τοὺς ὑφ᾽ ἡμῶν καθαιρεθέντας ὁ ἐν ἁγίοις Ἰγνάτιος ἐδέξατο.
Ο Καθηγητής Συμεών Α. Πασχαλίδης είναι Πρόεδρος του Τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας ΑΠΘ και Διευθυντής του Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν

Οι Ιεροί Κανόνες στην ενδοϊστορική και εσχατολογική πορεία της Εκκλησίας


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 26η  Ιουνίου 2014.

ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες μαζί με την Αγία Γραφή και τους Δογματικούς και Συνοδικούς Όρους αποτελούν τα τρία βασικά θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίζεται όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας, τους τρείς βασικούς πυλώνες οι οποίοι μας εισάγουν στην κατά Χριστόν ζωή, τους τρεις βασικούς οδοδείκτες, που προσανατολίζουν ορθώς και απλανώς το εκκλησιαστικό σώμα στην ενδοϊστορική πορεία του προς τα έσχατα και την Βασιλεία των Ουρανών.
Αφορμή για τη σύνταξη της παρούσης εργασίας μας έδωσε το πάλιν και πολλάκις επανερχόμενο και υπό πολλών τιθέμενο ζήτημα της αυθεντίας, του κύρους, της επικαιρότητος και εν τέλει της λειτουργικότητας των Ιερών Κανόνων στη σύγχρονη εποχή μας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, εξ’ αιτίας του οποίου συγκροτούνται διεθνή και άλλα συνέδρια, όπως το προσφάτως, (τον παρελθόντα Μάιο), υπό της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» Βόλου, διοργανωθέν συνέδριο με θέμα: «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις».
Δυστυχώς, στους σημερινούς εσχάτους καιρούς της αποστασίας και της πλήρους πνευματικής συγχύσεως, πολλοί θεολόγοι και κληρικοί, επηρεασμένοι από τον πνεύμα της χαλαρότητας και του ενδοτισμού, της αλλαγής και του εκσυγχρονισμού, της δυσπιστίας και της αρνήσεως να δεχθούν και να ακολουθήσουν άνευ κριτικού ελέγχου ό, τι προβάλλεται ως δήθεν αυθεντική έκφραση της χριστιανικής πίστεως, φθάνουν στο σημείο να αμφισβητούν και τελικά να απορρίπτουν,(εν μέρει ή και εν όλω),τους Ιερούς Κανόνες. Τους Θεωρούν ως δήθεν αναχρονιστικούς, ξεπερασμένους και μη αναγκαίους για τη σημερινή εποχή. Ισχυρίζονται ότι αναφέρονται σε θέματα και ζητήματα, που απασχόλησαν την Εκκλησία σε παλαιότερες εποχές, τα οποία όμως δεν υφίστανται σήμερα και ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνονται στα αιτήματα του ολοένα και περισσότερο μεταβαλλόμενου κόσμου. Γι’ αυτό και θεωρούν ως αναγκαίο  τον εκσυγχρονισμό των, ή ακόμη και την κατάργησή των.
Κατ’ αρχήν οι Ιεροί Κανόνες δεν αποτελούν εντάλματα ανθρώπων, ή νομικού χαρακτήρα διατάξεις, που έχουν ανάγκη, (όπως όλοι οι νόμοι μιας οργανωμένης πολιτείας), κατά καιρούς αναθεωρήσεων, ώστε να ανταποκρίνονται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής. Αποτελούν θεόπνευστα κείμενα, τα οποία εγράφησαν από αγίους και θεοφόρους Πατέρες με τον φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος και ως εκ τούτου έχουν στη ζωή της Εκκλησίας απόλυτο και διαχρονικό κύρος. Ο Α΄ Κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής διακηρύσσει σχετικά με την θεοπνευστία και το απόλυτο και διαχρονικό κύρος των Ιερών Κανόνων τα εξής: «Τούτων ουν ούτως εχόντων… ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν, των εκτεθέντων υπό των αγίων σαλπίγγων του Πνεύματος, των πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των τοπικών συναθροισθεισών επί εκδόσει διαταγμάτων και των αγίων Πατέρων ημών. Εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα».  Διά του Κανόνος αυτού διακηρύσσεται «κατά τον πλέον πανηγυρικόν τρόπον η κρατούσα εν τη εκκλησιαστική συνειδήσει βαθυτάτη πεποίθησις περί της φύσεως και του χαρακτήρος των θείων και ιερών της Εκκλησίας κανόνων ως καρπών του παναγίου Πνεύματος». Ο Μέγας Αθανάσιος σε επιστολή του προς τους εν Αφρική επισκόπους λέγει: «Το δε ρήμα του Κυρίου το διά της Οικουμενικής Συνόδου εν τη Νικαία γενόμενον, μένει εις τον αιώνα».  Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μεγαλύτερος από τους νεωτέρους κανονολόγους της Εκκλησίας παρατηρεί σχετικώς στην εισαγωγή του «Πηδαλίου» του: «Αύτη η βίβλος (δηλαδή η συλλογή των Ιερών Κανόνων, στην οποία εμπεριέχονται συνοπτικώς και οι δογματικές αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων), είναι η μετά τας αγίας Γραφάς, αγία Γραφή, η μετά την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, Διαθήκη. Τα μετά τα πρώτα και θεόπνευστα λόγια, δεύτερα και θεόπνευστα λόγια. Αύτη εστί τα αιώνια όρια, ά έθεντο οι πατέρες ημών και νόμοι οι υπάρχοντες εις τον αιώνα… τους οποίους σύνοδοι οικουμενικαί τε και τοπικαί διά Πνεύματος αγίου εθέσπισαν… Αύτη ως αληθώς εστί, καθώς αυτήν επωνομάσαμεν, το Πηδάλιον της Καθολικής Εκκλησίας, διά μέσου του οποίου αύτη κυβερνωμένη, ασφαλώς τους εν αυτή ναύτας και επιβάτας, ιερωμένους τε λέγω και λαϊκούς, προς τον ακύμαντον παραπέμπει της άνω βασιλείας λιμένα».  Συνεπώς οι Ιεροί Κανόνες «αποτελούν τους αυθεντικούς φορείς της ορθής εκφράσεως του πνεύματος της εν Χριστώ αποκαλυφθείσης αληθείας και του μηνύματος της εν Χριστώ πραγματοποιουμένης σωτηρίας».  Τούτο συμβαίνει διότι οι Ιεροί Κανόνες πηγάζουν από την Αγία Γραφή και την αυθεντική αποστολική και εκκλησιαστική Παράδοση. Μπορεί βέβαια η αφορμή για την θέσπιση ενός κανόνος να υπήρξε ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, ή η ανάγκη ρυθμίσεως και διορθώσεως μιας αταξίας, ή ανώμαλης καταστάσεως στην εκκλησιαστική ζωή κάποιας συγκεκριμένης εποχής, ωστόσο όμως από τη στιγμή που ένας κανόνας θεσπίζεται, ή επικυρώνεται από μία Οικουμενική Σύνοδο, αποκτά οικουμενικό και διαχρονικό κύρος. Η θεοπνευστία και η διαχρονικότητα των Ιερών Κανόνων δεν εξαρτάται από τις ούτως ή άλλως μεταβαλλόμενες ιστορικές συγκυρίες,(που σήμερα είναι διαφορετικές και αύριο θα είναι ακόμη πιο διαφορετικές), που οδήγησαν στην ανάγκη θεσπίσεώς των, αλλά έγκειται στην θεολογία που αυτοί εκφράζουν, η οποία είναι «χθες και σήμερον η αυτή και εις τους αιώνας». Οι Ιεροί Κανόνες αποτελούν έκφραση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Όπως ορθώς παρατηρεί ο Vl. Lossky: «οι κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας εν τη γηΐνη αυτής όψει είναι αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί κυρίως ειπείν, αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας».
Φυσική δε απόρροια του απολύτου και διαχρονικού κύρους των Ιερών Κανόνων είναι και το γεγονός, ότι απαγορεύεται κάθε αθέτηση, αλλοίωση, η παραχάραξή των, όπως αυτό φαίνεται από τον Β΄ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής: «…Και μηδενί εξείναι (και δεν επιτρέπεται σε κανένα) τους προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή ετέρους παρά τους προκειμένους παραδέχεσθαι, (ή να παραδεχόμεθα άλλους, αντί αυτών), ψευδεπιγράφως υπό τινών συντεθέντας, των την αλήθειαν καπηλεύειν επιχειρησάντων. Ει δε τις αλώ, (εάν κανείς συλληφθεί), κανόνα τινά των ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον κανόνα, ως αυτός διαγορεύει, την επιτιμίαν δεχόμενος και δι’ αυτού εν ώπερ πταίει θεραπευόμενος».  Βέβαια εδώ, ομιλούντες περί των Ιερών Κανόνων, εννοούμε εκείνους οι οποίοι θεσπίστηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους, καθώς και για εκείνους, οι οποίοι θεσπίστηκαν μεν από Τοπικές Συνόδους, ή από αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά στη συνέχεια επικυρώθηκαν από κάποια Οικουμενική Σύνοδο. Στη συνάφεια αυτή πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι «η αυθεντική συνέχιση της κανονικής παραδόσεως με την θέσπιση νέων κανόνων από την Εκκλησία, αποκλείει κάθε αντίφαση μεταξύ μεταγενεστέρων  και προγενεστέρων χρονικώς κανόνων. Τούτο συμβαίνει, (και οφείλει να συμβαίνει), γιατί διά των ιερών κανόνων εκφράζεται η ίδια συνείδηση της Εκκλησίας, η οποία καθοδηγείται από το ‘εν και το αυτό άγιο Πνεύμα’».  Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν μια μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος, (όπως αυτή που προγραμματίζεται για το 2016), να περιέχει κανόνες και διατάξεις, οι οποίοι δεν θα εναρμονίζονται, αλλά θα έρχονται σε αντίθεση και στην πράξη θα αναιρούν και θα ακυρώνουν τους Ιερούς Κανόνες, που αποτελούν στο σύνολό τους την μέχρι σήμερα Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας. Πολύ περισσότερο βέβαια δεν είναι δυνατόν να περιέχει δογματικού χαρακτήρα αποφάσεις, οι οποίες θα έρχονται σε αντίθεση με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα η μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος το 2016, να θεσπίσει νέους κανόνες, που θα επιτρέπουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς, η να θεσπίσει δογματικού χαρακτήρα απόφαση, η οποία θα αναγνωρίζει ως αληθείς Εκκλησίες με έγκυρα μυστήρια τις αιρέσεις του Παπισμού, η του Προτεσταντισμού.
Μία άλλη πτυχή του θέματος, πολύ σημαντική,  είναι το πνεύμα και ο σκοπός, στον οποίο αποβλέπουν. Ο σκοπός των Ιερών Κανόνων είναι ποιμαντικός και κατ’ επέκτασιν σωτηριολογικός. Μ’ αυτούς επιδιώκεται, αφ’ ενός μεν η διασφάλιση της ενότητας και της τάξεως μέσα στην Εκκλησία, και αφ’ ετέρου η οικείωση από τον κάθε πιστό της εν Χριστώ σωτηρίας. Αναλυτικότερα οι Ιεροί Κανόνες αποσκοπούν, στο να προφυλάξουν το εκκλησιαστικό σώμα από επικίνδυνες εκκλησιολογικές παρεκκλίσεις, από τις αιρέσεις, τα σχίσματα, τις παρασυναγωγές, από κάθε τάση εκκοσμικεύσεως, ή νοθεύσεως της ευαγγελικής διδασκαλίας, από κάθε τάση υποκειμενικής αξιολογήσεως  και ερμηνείας της αυθεντικής εν Χριστώ ζωής, από κάθε τάση σμικρύνσεως και προσαρμογής της Ορθόδοξης πνευματικότητος στα πνευματικά μέτρα και στην πνευματική κατάσταση του κάθε πιστού. Οι κανόνες αποτελούν τον γνώμονα, το μέτρο, το κριτήριο, βάσει του οποίου καθρεφτίζεται και αξιολογείται η πνευματική πορεία και η πνευματική κατάσταση κλήρου και λαού. Συνεπώς εάν κάποιος Κανόνας μας φαίνεται ανεφάρμοστος, τότε την αιτία της αδυναμίας εφαρμογής του θα πρέπει να την αναζητήσουμε στον εαυτό μας, στη ραθυμία και αμέλειά μας, στην έλλειψη ζήλου και αγωνιστικού φρονήματος και όχι στον ίδιο τον Κανόνα. Στην περίπτωση αυτή ο Κανόνας μας βοηθάει, να κατανοήσουμε πόσο απέχουμε από την εν Χριστώ τελειότητα, να συνειδητοποιήσουμε τα σφάλματα και τις πτώσεις μας, να ταπεινωθούμε και να αποκτήσουμε το «γνώθι σαυτόν». Διότι όπως λέγει ο απόστολος: «Διά γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας» (Ρωμ.3,20). Εάν για παράδειγμα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον 69ον Κανόνα των αγίων Αποστόλων, που επιβάλλει νηστεία κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, επειδή αισθανόμαστε κατάπτωση των σωματικών και διανοητικών δυνάμεών μας, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κανόνας είναι ανεφάρμοστος, αφού πολλοί είναι εκείνοι, που εξακολουθούν να τον τηρούν μέχρι σήμερα. Στην περίπτωση αυτή ο εν λόγω κανόνας μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε την αδυναμία μας και να ακολουθήσουμε, (με την σύμφωνη γνώμη και του πνευματικού), την οικονομία που προβλέπει στη συνέχεια ο Κανόνας: «Εκτός ειμή δι’ ασθένειαν σωματικήν εμποδίζοιτο». Δηλαδή δεν υποχρεούνται να τηρήσουν νηστεία όσοι εμποδίζονται για λόγους σωματικής ασθενείας. Εδώ αξίζει να θαυμάσει κανείς την σοφία και την διάκριση των Πατέρων, οι οποίοι μαζί με τους όρους της ακριβείας δεν παραλείπουν, να θέσουν και τους όρους της οικονομίας. Είναι πολύ επικίνδυνο να κρίνουμε τους Ιερούς Κανόνες με τα δικά μας κριτήρια και με αφετηρία την ιδική μας πνευματική κατάσταση. Αλλοίμονο αν οι Ιεροί Κανόνες προσαρμοζόταν κάθε τόσο προς τις πεποιθήσεις και απαιτήσεις του κάθε μέλους της Εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία θα εκκοσμικευόταν και θα έχανε την σωτηριολογική της αποστολή.
Επίσης ορισμένα επιτίμια που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες, (όπως για παράδειγμα τα «αφοριζέσθω» και «καθαιρείσθω»), μας σοκάρουν πολλές φορές, διότι τα θεωρούμε ιδιαίτερα αυστηρά, σκληρά, ή και απάνθρωπα ακόμη. Εδώ πέφτουμε και πάλι στο ίδιο σφάλμα, για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Γινόμαστε κατά κάποιο τρόπο δικαστές και κριτές των αγίων Πατέρων. Τοποθετούμε την ιδική μας κρίση, την ως επί το πλείστον εσκοτισμένη από τα πάθη και τις εγκόσμιες επιθυμίες μας, υπεράνω της θεοφώτιστης κρίσης των αγίων Πατέρων. Και χωρίς ίσως να το αντιλαμβανόμαστε, καταλογίζουμε στους συντάκτες των κανόνων, έλλειψη αγάπης και διακρίσεως, επειδή νομίζουμε  ότι εμείς έχουμε περισσότερη αγάπη και διάκριση από αυτούς. Κατ' αρχήν τα επιτίμια δεν έχουν την έννοια της τιμωρίας, αλλά της παιδαγωγίας και θεραπείας του αμαρτήσαντος κληρικού ή λαϊκού. Και όταν ακόμη η Εκκλησία φθάσει στο σημείο να αποκόψει με αφορισμό κάποιο μέλος της, και τότε ακόμη αποβλέπει στην μετάνοια και στη σωτηρία του. Επί πλέον αποβλέπει εις το να προφυλάξει τα υπόλοιπα μέλη της από παρόμοιες πτώσεις και να προλάβει έτσι γενίκευση και εξάπλωση του κακού σ’ όλο το εκκλησιαστικό σώμα. Στην περίπτωση αυτή οι άγιοι Πατέρες διά των Ιερών Κανόνων ενεργούν, όπως ενήργησε σε ανάλογη περίπτωση ο απόστολος Παύλος, όταν στην Εκκλησία της Κορίνθου προέκυψε το σκάνδαλο του αιμομίκτου, το οποίο αναφέρεται στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή: «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών και του εμού πνεύματος συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού» (5,4-5). Εδώ ο απόστολος από κοινού με την Εκκλησία της Κορίνθου, (συνοδικώ τω τρόπω), παραδίδει τον αιμομίκτη στον σατανά, που σημαίνει ότι τον αποκόπτει από το σώμα της Εκκλησίας. Ο σκοπός της αποκοπής είναι παιδαγωγικός και θεραπευτικός, διότι όπως λέγει παρά κάτω, η αποκοπή γίνεται: «εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή», δηλαδή για να τιμωρηθεί και κολασθεί σκληρά το σώμα του και σωφρονισθεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί η ψυχή του. Βλέπουμε επομένως, ότι οι άγιοι Πατέρες στις κανονικές τους διατάξεις, βαδίζουν ακριβώς πάνω στα χνάρια του αποστόλου Παύλου και γενικότερα της αγίας Γραφής. Εάν λοιπόν καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως στους αγίους Πατέρες για τους «αφορισμούς» των, τότε θα πρέπει να καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως και στον ίδιο τον απόστολο Παύλο. Και στο τέλος θα φθάσουμε σε τέτοιο βαθμό πλάνης και σκοτισμού, ώστε να καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως και στον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος αποκόπτει, τουτέστιν αφορίζει, κάθε πνευματικό κλήμα-μέλος της Εκκλησίας, το οποίο δεν παράγει πνευματικούς καρπούς, από την πνευματική κληματαριά, την Εκκλησία, σύμφωνα με τον λόγον του: «Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό» (Ιω.15,2).
Οι Ιεροί Κανόνες δεν έχουν σε καμιά περίπτωση νομικό χαρακτήρα, όπως αυτό συμβαίνει στον παπισμό, αλλά εκφράζουν το πνεύμα της χάριτος της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου «χάριτί εστέ σεσωσμένοι» (Εφ.2,5) και πάλιν «ουκ εσμέν υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν» (Ρωμ.6,15). Η άφεση των αμαρτιών, λ. χ. παρέχεται στον εξομολογούμενο διά του μυστήριου της μετανοίας κατά την ώρα της ειλικρινούς εξαγορεύσεως και δεν εξαρτάται από την ενδεχόμενη επιβολή επιτιμίων, που προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες. Μέσα από το πνεύμα των Ιερών Κανόνων διαφαίνεται ξεκάθαρα, ότι η σωτηρία των πιστών είναι δωρεά του Θεού, και όχι ατομικό επίτευγμα των πιστών με την τήρηση κάποιων νομικών διατάξεων. Τα «επιτίμια» είναι στην ουσία πνευματικά θεραπευτικά μέσα, που αποβλέπουν στη θεραπεία των παθών. Γι’ αυτό και δίδεται η ευχέρεια στον πνευματικό, να επιβάλει ανάλογα επιτίμια στον μετανοούντα σύμφωνα με τις διαθέσεις του και την πνευματική του κατάσταση. Αυτό ορίζει άλλωστε και 102ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου: «Δει δε τους εξουσίαν λύειν, και δεσμείν παρά Θεού λαβόντας, σκοπείν την της αμαρτίας ποιότητα και την του ημαρτηκότος προς επιστροφήν ετοιμότητα, και ούτω κατάλληλον την θεραπείαν προσάγειν τω αρρωστήματι, ίνα μη τη αμετρία, καθ’ εκάτερον χρώμενος, αποσφαλείη προς την σωτηρίαν του κάμνοντος» .
Κλείνοντας την μικρή αυτή αναφορά μας στους Ιερούς Κανόνες, θεωρούμε καθήκον μας να προτρέψουμε τον πιστό λαό του Θεού, να εγκολπωθεί με απόλυτη εμπιστοσύνη τους Ιερούς Κανόνες, ενθυμούμενος τον λόγον του αποστόλου: «Αδελφοί στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις» (Β΄ Θεσσ. 2,15). Και όχι μόνον να τους εγκολπωθεί, αλλά και να μαθητεύσει σ’ αυτούς, αναγινώσκοντας αυτούς παράλληλα με την αγία Γραφή. Να τους περιφρουρήσει από κάθε προσπάθεια νοθεύσεως, παραχαράξεως, ή καταργήσεώς των, που προωθείται από πρόσωπα, που κινούνται κυρίως μέσα στην παναίρεση του Οικουμενισμού. Οι Οικουμενιστές ζητούν να κατεδαφίσουν τους Ιερούς Κανόνες, διότι τους ελέγχουν για τις πτώσεις των, για τις συμπροσευχές των με αιρετικούς κ.λπ. Θέλουν να απαλλαγούν από αυτούς, διότι αποτελούν γι’ αυτούς σοβαρό εμπόδιο στα πρωτοφανή οικουμενιστικά τους ανοίγματα προς τις αιρετικές παρασυναγωγές. Ματαιοπονούν όμως, διότι ο Θεός δεν θα επιτρέψει να ευοδωθούν τα σχέδιά τους. Και εφ’ όσον δεν μετανοήσουν θα εφαρμοσθεί σ’ αυτούς ο λόγος του προφήτου: «Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς και καταφάγεται αυτούς πυρ» (Ψαλμ.20,10).
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Η διδασκαλία του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου για τους πολιτικούς άρχοντες


...«Ο άρχοντας δεν πρέπει να υπερέχει από τους αρχομένους στις τιμές, αλλά στις αρετές. Ο άρχοντας σ’ αυτό κυρίως πρέπει ν’ άρχει, να νικά δηλαδή με την αρετή του»..

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: https://bit.ly/2WldGra
Αναδημοσιεύουμε από το τεράστιο υλικό του παλαιού και ανενεργού πλέον, αλλά επισκέψιμου για κάθε ενδιαφερόμενο, Ιστολογίου μας Κατάνυξις (https://www.katanixis.gr/), που αποτελεί ανυπολόγιστο πλούτο παρακαταθήκης και ενημέρωσης.

Η διδασκαλία του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου για τους πολιτικούς άρχοντες

Γράφει ο θεολόγος,
εκκλησιαστικός ιστορικός και νομικός Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Μέ ἀ­φορμή τήν γε­νι­κό­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή, κοι­νω­νι­κή, πο­λι­τι­κή καί οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση πού βι­ώ­νει ἡ Ἑλ­λά­δα.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, εκθέτει σε πολλές γραπτές ερμηνευτικές ομιλίες και λόγους του επί των χωρίων της Αγίας Γραφής, τις θεολογικές απόψεις του για τους πολιτικούς άρχοντές μας. Στο παρόν άρθρο μας επιλέξαμε ορισμένες περικοπές από τις ομιλίες του ιερού πατρός σχετικές με το θέμα μας και τις δημοσιεύουμε.
1. Γιατί είναι αναγκαίοι οι άρχοντες; «Γι’ αυτό λοιπόν υπάρχει αρχηγός, για να μην είμαστε όπως τα ερπετά. Γι’ αυτό υπάρχει άρχοντας, για να μην κατατρώγουμε ο ένας τον άλλο σαν τα ψάρια».
2. Σχέσεις αρχόντων – αρχομένων: «Αν λοιπόν ο καθένας προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πολιτεία, όλα τότε μένουν σταθερά. Γιατί, όταν ο άρχοντας αγαπάει τον πολίτη, τότε όλα τακτοποιούνται. Δεν ζητούμε τόσο την αγάπη από τον πολίτη, αλλά την αγάπη από τον άρχοντα προς τον πολίτη, επειδή ο πολίτης, οφείλει υπακοή. Από την άλλη πλευρά ο βουλευτής που είναι και νομοθέτης πρέπει να εμπνέει τον σεβασμό, αλλά και τον φόβο και να τιμωρεί τους παραβάτες και παράνομους πολίτες».
3. Η αποστολή και το χρέος των αρχόντων: «Οι άριστοι από τους άρχοντες πρέπει να τιμωρούν και να αποκόπτουν από το κοινωνικό σώμα τους κακούς και τους επιζήμιους για το καλό των πολλών, ενώ έχουν υψίστη υποχρέωση να προωθούν τους τίμιους και αγαθούς. Έτσι πρέπει να συμπεριφέρεται ο προϊστάμενος, να μην επιζητεί δηλαδή την δική του τιμή, αλλά προπαντός το κοινό συμφέρον. Έχει καθιερωθεί στην δημόσια πρακτική και πολιτική οι άρχοντές μας να τρέφονται από εμάς, επειδή ακριβώς φροντίζουν για τα κοινά αγαθά και ξοδεύουν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους γι’ αυτά και έτσι μαζί με τα κοινά σώζονται και τα ατομικά αγαθά του καθενός μας. Και για το ότι υπάρχουν άρχοντες και για το ότι υπάρχουν δικαστές, πρέπει να αναπέμπουμε στον Θεό μεγάλες ευχαριστίες. Γιατί ο Θεός, φροντίζοντας για την ευταξία μεταξύ των ανθρώπων και για να μην συμπεριφέρονται οι πολλοί πιο παράλογα και από τα άλογα και άγρια θηρία, μας χάρισε τις πολιτικές εξουσίες και τους πολιτικούς, που είναι παρόμοια με την τέχνη του ηνιόχου και του κυβερνήτη του πλοίου».
4. Η ευθύνη των πολιτικών αρχόντων: «Αναρωτιέμαι, αν είναι δυνατόν να σωθεί ποτέ κάποιος από τους άρχοντες και εκπλήσσομαι βλέποντας μερικούς ακόμη και να σπεύδουν και να ρίχνονται στο μεγάλο και δυσβάστακτο βάρος της εξουσίας, παρά την μεγάλη απειλή, ευθύνη και αδιαφορία που επικρατούν… Πράγματι πρέπει να φοβούμεθα και να τρέμουμε και εξαιτίας της συνειδήσεώς μας και εξαιτίας του βάρους της εξουσίας, και ούτε να παραιτούμεθα, όταν η εξουσία κάποτε μας ανατεθεί, ούτε, εάν δεν μας ανατεθεί, να την επιδιώκουμε. Από την άλλη πλευρά όταν οι άρχοντες στερούνται της πολιτικής αρετής και δεν ελέγχονται, τότε καθίστανται οι ίδιοι πρόξενοι ανωμαλίας και κοινωνικής καταστροφής. Όταν οι άρχοντες είναι ηθικά ασθενείς, τότε και ο λαός τους μιμείται στο κακό και στο άδικο. Γιατί, όταν το κεφάλι δεν είναι υγιές, πώς είναι δυνατόν να παραμένει εύρωστο το υπόλοιπο σώμα; Πρόσεξε λοιπόν, άρχοντα, πόση ανωμαλία μπορείς να προκαλέσεις με την ανεντιμότητά σου στην κοινωνία».
5. Κίνδυνοι που απειλούν τους άρχοντες:
«Δε θα μπορούσε να βρει κανείς ιδιωτικό σπίτι γεμάτο από τόσες συμφορές, όσο γεμάτα από δοκιμασίες είναι τα σπίτια των πολιτικών αρχόντων. Διότι πάνω σ’ αυτή την εξουσία πέφτουν προ πάντων και ορφάνιες πρόωρες και χηρείες και θάνατοι βίαιοι, πολύ πιο παράνομοι και πιο οδυνηροί, από εκείνους που αναφέρονται στις τραγωδίες. Είναι μεγάλη η έπαρση και η αλαζονεία αυτών που βρίσκονται στην πολιτική εξουσία, που δεν ταπεινώνονται ούτε και με τις μεγαλύτερες συμφορές τους. Όσο μεγαλύτερο είναι το πολιτικό αξίωμα, τόσο μεγαλύτεροι είναι και οι κίνδυνοι για τον άρχοντα. Γιατί αρκεί και ένα μόνο κατόρθωμα ν’ ανεβάσει τον άρχοντα στον ουρανό της αλαζονείας, αλλά και ένα μόνο σφάλμα ή ατόπημα για να τον ρίξει ακόμη και μέσα στην ίδια την κόλαση. Πραγματικά και η κενοδοξία επιτίθεται τότε σφοδρότερα και η φιλαργυρία και η αυθάδεια, επειδή η εξουσία παρέχει τέτοια δυνατότητα που γεννά δυσαρέσκειες στον φτωχό λαό, αλαζονικές προσβολές και χλευασμούς και άπειρα άλλα».
6. Αρετές και προσόντα των καλών αρχόντων:
«Δεν είναι μικρό είδος ευεργεσίας το να έχουν οι άνθρωποι αγαθούς άρχοντες. Ο άρχοντας δεν διακρίνεται από την χλαμύδα και την ζώνη, ούτε από την φωνή του κήρυκος που αναγγέλλει την άφιξή του, αλλά από το ότι αναζωογονεί αυτούς που έχουν καταπονηθεί και διορθώνει τα κακώς έχοντα, τιμωρεί την αδικία, δεν επιτρέπει όμως και να διώκεται το δίκαιο από την αλαζονική εξουσία. Άλλωστε, ο άριστος πολιτικός άρχοντας πρέπει να διακρίνεται για το θάρρος του, την παρρησία με την οποία πρέπει να ομιλεί, για την περιφρόνηση των βιοτικών, το μίσος του κατά της πονηρίας και υποκρισίας, την ηπιότητα και την φιλανθρωπία προς τον λαό που πάσχει. Ο πολιτικός άρχοντας οφείλει να προνοεί για τους υπηκόους του, να ενδιαφέρεται και να φροντίζει για την ευημερία τους. Γιατί, αυτό ακριβώς που είναι ο γιατρός, αυτό είναι και ο άρχοντας, μάλλον δε περισσότερο από τον γιατρό. Ο γιατρός δηλαδή φροντίζει για την σωτηρία των ανθρώπων με την επιστήμη του, ενώ ο πολιτικός άρχοντας κινδυνεύοντας και ο ίδιος για τον λαό του. Επιπλέον πρέπει να διακρίνεται ο άρχοντας ως αδιάβλητος, εγκρατής, σεμνός, φιλόξενος, δάσκαλος και καθοδηγητής του λαού. Ο άρχοντας δεν πρέπει να υπερέχει από τους αρχομένους στις τιμές, αλλά στις αρετές. Ο άρχοντας σ’ αυτό κυρίως πρέπει ν’ άρχει, να νικά δηλαδή με την αρετή του. Αν όμως νικάται από τα πάθη του, τότε δεν είναι πια άρχων. Να είναι φιλόστοργος με τον λαό με τον οποίο πρέπει να συζητεί και να διαπραγματεύεται με τρόπο περισσότερο ήπιο και φιλάνθρωπο. Όπως οι υπήκοοι οφείλουν να είναι πειθαρχικοί και υπάκουοι, έτσι και οι άρχοντες οφείλουν να είναι άγρυπνοι και προσεκτικοί υπέρ του λαού. Ν’ αναγνωρίζει την κρίση του λαού και να αποδέχεται τις επιλογές του. Εκείνος λοιπόν που έχει την δύναμη να ρυθμίσει την ψυχή του και την συμπεριφορά του και είναι σε θέση να άρχει και να άρχεται, αυτός θα μπορέσει να κυβερνήσει και την οικογένειά του. Εκείνος που μπορεί να κυβερνήσει το σπίτι του, θα μπορέσει να κυβερνήσει και πόλη και κράτος και όλη την οικουμένη. Αν όμως δεν είναι σε θέση να ρυθμίσει τον ψυχικό του κόσμο, πώς θα μπορέσει να κυβερνήσει την πολιτεία; Πες μου, ποιο είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του άρχοντος; Δεν είναι το να ωφελεί και να ευεργετεί αυτούς που κυβερνά; Πώς όμως θα ωφελήσει άλλους, αυτός που δε μπόρεσε να ωφελήσει τον εαυτό του; Εκείνος που έχει στην ψυχή του άπειρα τυραννικά πάθη, πώς θα μπορέσει να αποκόψει τα τυραννικά πάθη των άλλων;
Είναι ανάξιοι και λίαν υποκριτές εκείνοι οι πολιτικοί άρχοντες, που από το ένα μέρος απαιτούν από τους άλλους ακρίβεια βίου και από το άλλο μέρος επιτρέπουν για τον εαυτό τους την μεγαλύτερη ελευθερία που φθάνει μέχρι την ασυδοσία. Πράττουν δηλαδή το αντίθετο από εκείνο που πρέπει να εφαρμόζει ο άριστος άρχων, να είναι δηλαδή αδυσώπητος και αυστηρός δικαστής για τον εαυτό του και τις πράξεις του, ενώ συγχωρητικός και μεγαλόψυχος για τις πράξεις και ενέργειες των αρχομένων. Ο άρχων πρέπει να είναι λαμπρότερος από κάθε λαμπτήρα και να έχει βίο ακηλίδωτο, ώστε να τον έχουν όλοι ως παράδειγμα για να συγκρίνουν και να συμμορφώσουν την ζωή τους προς την δική του ζωή.
Ούτε εκείνος που ασκεί την πολιτική εξουσία, ούτε εκείνος που ασκεί την πνευματική, θα μπορέσουν να τις διαχειρισθούν δίκαια, εάν προηγουμένως δεν κυβερνήσουν τον εαυτό τους όπως πρέπει και εάν δεν τηρήσουν με μεγάλη ακρίβεια και τους πολιτικούς και τους θρησκευτικούς νόμους της πολιτείας».
7. Οι κακοί και ανάξιοι άρχοντες:
«Οι άνθρωποι, όταν αναλάβουν την εξουσία χρησιμοποιούν αυτή την δύναμή τους για να πράττουν αδικίες. Δεν υπάρχει τίποτε αθλιότερο από τον άρχοντα εκείνον, που δεν ωφελεί καθόλου και σε τίποτα αυτούς που κυβερνά. Είναι σημάδι παρά πολύ μεγάλης αρρώστιας και δείγμα διαστροφής το να ενθαρρύνουν οι γιατροί τις αρρώστιες. Γιατί έργο των αρχόντων είναι να αναχαιτίζουν τις αταξίες του λαού, να τον κατευθύνουν προς το ορθό και να κάνουν τους πολίτες να είναι υπάκουοι και πειθαρχικοί στο νόμο. Όταν όμως αυτοί πρώτοι (οι πολιτικοί άρχοντες) παραβαίνουν το νόμο, πώς θα μπορούσαν να γίνουν δάσκαλοι στους άλλους; Εάν λοιπόν η ρίζα του δέντρου είναι σάπια, τι καλό είναι δυνατόν να περιμένει κάποιος από τα κλαδιά;
Εκείνοι που δεν έχουν άρχοντα, τότε στερούνται απλώς εκείνον που θα τους οδηγήσει στο ορθό. Εκείνοι όμως που έχουν κακό άρχοντα, έχουν εκείνον που τους οδηγεί στους γκρεμούς και στους βούρκους. Ίσως μου πει κάποιος, ότι υπάρχει και άλλο κακό, που δεν είναι άλλο από το να είναι κακός ο ίδιος ο πολιτικός άρχων. Το ξέρω και εγώ. Δεν είναι μικρό το κακό αυτό, αλλά είναι πολύ χειρότερο και από την αναρχία, επειδή είναι προτιμότερο να μην διοικείται ένας λαός από κανένα άρχοντα, παρά να διοικείται από κακό και τρισάθλιο πολιτικό ηγέτη.
Πολλοί από τους πολιτικούς ηγήτορες, όταν κλέβουν, είναι επιεικείς και μετριοπαθείς και καταδεκτικοί όχι επειδή το θέλουν, αλλά επειδή τους αναγκάζει η συνείδησή τους, αφού τα κλεμμένα, τους αφαιρούν την παρρησία. Από την άλλη πλευρά οι αδωροδόκητοι είναι φορτικοί και κουραστικοί, επειδή ωθούνται από κάποια κενοδοξία και από την αλαζονική ιδέα ότι είναι καθαροί από παράνομα κέρδη.
Στους πολιτικούς άρχοντες παρατηρείται και η εξής φοβερή διαστροφή και αρρώστια. Συναντούμε δηλαδή τους απερχόμενους πολιτικούς ηγήτορες να εύχονται όσοι θα έλθουν μετά απ’ αυτούς στην εξουσία να είναι φαύλοι και πονηροί. Διότι, εάν τύχει να είναι γενναίοι, αυτοί που επέρχονται, νομίζουν ότι θα δοξασθούν περισσότερο, εάν οι διάδοχοί τους στην εξουσία δεν είναι καλοί και ικανοί. Εάν πάλι είναι βάναυσοι και διεφθαρμένοι, νομίζουν ότι η κακία του επόμενου πολιτικού άρχοντος θα αποτελέσει την δικαιολογία της δικής τους κακίας. Ο δε λαός πρέπει να εκλέγει ως άρχοντές του όχι τους νεαρούς, αλλά τους έμπειρους, οι οποίοι κυβερνούν με βάση το νόμο και γι’ αυτό προτιμούν να είναι νομοταγείς και όχι αρεστοί στον λαό. Και ενώ ο λαός την κρίσιμη στιγμή της εκλογής έχει πάντοτε ορθή κρίση, εντούτοις δεν έχει την αναγκαία γενναιότητα να εκλέξει τους άξιους.
Γιατί αναλόγως του επιπέδου του λαού, εκλέγονται οι άξιοι ή οι ανάξιοι άρχοντες. Αλλά από την άλλη πλευρά, και αν ακόμη είναι ο πολιτικός άρχων πάρα πολύ ενάρετος, μόνη η δικαιοσύνη και η αρετή του δεν θα μπορέσει να σκεπάσει τα αμέτρητα παραπτώματα των υπηκόων”.
8. Η τιμή του λαού προς στους άρχοντες:
«Να υπακούετε στους πολιτικούς άρχοντες, ώστε να εκτελούν το έργο τους με χαρά και όχι με στενοχώρια. Διότι το να δυσφορούν και να στενάζουν οι προεστοί σας, είναι ασύμφορο για εσάς τους ίδιους (τον λαό). Εάν περιφρονείται και καταφρονείται ο πολιτικός, τότε αδρανεί και αδιαφορεί για το καθήκον και την αποστολή του. Συνεπώς, ο λογικός λαός τιμώντας τους άρχοντάς του, στο τέλος δέχεται την τιμή και το όφελος από την προσφορά και το έργο των αρχόντων του. Η σχέση είναι αμφίδρομη και ο λαός έχει την ανάγκη της διοικήσεως από τους άρχοντές του, αλλά και οι άρχοντες υφίστανται και δικαιολογούν την ύπαρξή τους χάριν του λαού, τον οποίο οφείλουν να διακονούν».
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η διδασκαλία του Ιωάννου Χρυσοστόμου για την πολιτική εξουσία και τους πολιτικούς. Είναι δε άκρως επίκαιρη λόγω και της περιόδου που διανύουμε.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) – H Ορθόδοξη Εκκλησία ως διαρκής Πεντηκοστή


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι με το Πνεύμα το Άγιο στην Εκκλησία και η Εκκλησία είναι με το Πνεύμα το Άγιο στον Κύριο Ιησού Χριστό

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: https://bit.ly/2WldGra
Αναδημοσιεύουμε από το τεράστιο υλικό του παλαιού και ανενεργού πλέον, αλλά επισκέψιμου για κάθε ενδιαφερόμενο, Ιστολογίου μας Κατάνυξις (https://www.katanixis.gr/), που αποτελεί ανυπολόγιστο πλούτο παρακαταθήκης και ενημέρωσης.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) – H Ορθόδοξη Εκκλησία ως διαρκής Πεντηκοστή

Ποιος είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός; Ποιος είναι σε Αυτόν ο Θεός και ποιος ο άνθρωπος; Πως γνωρίζεται ο Θεός στον Θεάνθρωπο και πως ο άνθρωπος; Τι εδώρησε σε μας τους ανθρώπους ο Θεός εν τω Θεανθρώπω;
Όλα αυτά τα φανερώνει σε μας το Πνεύμα το Άγιον, το «Πνεύμα της αληθείας». Μας αποκαλύπτει δηλαδή όλη την αλήθεια για Αυτόν, για τον Θεό εν Αυτώ και για τον άνθρωπο και για το τι χάρισε σ’ εμάς μ’ όλα αυτά. Αυτό επίσης απείρως ξεπερνά κάθε τι που οι ανθρώπινοι οφθαλμοί είδαν και τοις ωσίν αυτών ηκούσθη και η καρδία αυτών κάποτε αισθάνθηκε.
Με την ένσαρκη ζωή του στη γη ο Θεάνθρωπος εγκαθίδρυσε το Θεανθρώπινό του Σώμα, την Εκκλησία, και με αυτήν προετοιμάζει τον γήινο κόσμο για την έλευση και τη ζωή και τη δραστηριότητα του Αγίου Πνεύματος στο Σώμα της Εκκλησίας, ως ψυχής Αυτού του Σώματος.
Την ημέρα της Πεντηκοστής το Άγιο Πνεύμα κατήλθε εξ ουρανού στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας και για πάντα παρέμεινε σε Αυτό σαν Παν-Ζωοποιός ψυχή Αυτού. Αυτό το ορατό θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας συγκροτούν οι Άγιοι Απόστολοι με την πίστη των στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό ως Σωτήρα του κόσμου και ως τέλειου Θεού και ως τέλειου ανθρώπου. Και η κάθοδος και η σύνολη δρατηριότητα του Αγίου Πνεύματος στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας έρχεται από τον Θεάνθρωπο και εξαιτίας του Θεανθρώπου.
Κάθε τι στην Θεανθρώπινη Οικονομία της σωτηρίας προήλθε από το Θεανθρώπινο πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τέλος, ακόμη όλα συνοψίζονται και υπάρχουν στην κατηγορία της θεανθρωπότητας ακόμη και η δραστηριότητα του Αγίου Πνεύματος. Κάθε ενεργητικότητα Αυτού στον κόσμο είναι αχώριστη από το θεανθρώπινο ανδραγάθημα του Κυρίου Ιησού Χριστού για τη σωτηρία του κόσμου. Η Πεντηκοστή με όλες τις αιώνιες δωρεές της Τριαδικής Θεότητος και Αυτού του Αγίου Πνεύματος προσδιόριζε την Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων δηλαδή της Αγίας Αποστολικής πίστης, της Αγίας Αποστολικής παράδοσης, της Αγίας Αποστολικής ιεραρχίας, ακόμη και κάθε τι Αποστολικού που είναι θεανθρώπινο.
Η Αγία πνευματική ημέρα η οποία άρχισε με την Αγία Πεντηκοστή αδιάκοπα συνεχίζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία με ανείπωτη πληρότητα όλων των θεικών δωρεών και ζωοποιών δυνάμεων. Κάθε τι στην Εκκλησία υπάρχει εν Αγίω Πνεύματι και από αυτό το πολύ μικρό και από αυτό το υπερμέγεθες. Όταν ο ιερεύς θυμιάζοντας στην Εκκλησία παρακαλεί τον Κύριο Ιησού Χριστό να καταπέμψει την χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά και όταν το ανέκφραστο θαύμα του Θεού η Αγία Πεντηκοστή πριν από την χειροτονία του επισκόπου επαναλαμβάνεται και δίδει όλο το πλήρωμα της χάριτος και με αυτό πασιφανώς μαρτυρεί ότι όλη η ζωή της Εκκλησίας συγκροτείται εν τω Αγίω Πνεύματι.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι με το Πνεύμα το Άγιο στην Εκκλησία και η Εκκλησία είναι με το Πνεύμα το Άγιο στον Κύριο Ιησού Χριστό. Ο Κύριος είναι η κεφαλή και το σώμα της και το Πνεύμα το Άγιον είναι η ψυχή της Εκκλησίας. Από την αρχή ήδη της θεανθρώπινης οικονομίας της σωτηρίας το Πνεύμα το Άγιο συνδέθηκε με το θεμέλιο της Εκκλησίας δηλαδή με το θεμέλιο του σώματος του Χριστού « του Λόγου κτίσας την σάρκωσιν».
Στην πραγματικότητα κάθε άγιο μυστήριο και όλες οι θείες αρετές είναι μία Αγιοπνευματικότης. Το Πνεύμα το Άγιο διά μέσου αυτών έρχεται σε εμάς και εντός ημών. Αυτό κατέρχεται ουσιωδώς που σημαίνει αληθινά και ουσιαστικά με όλες τις θεικές του σημαντικές ενέργειες. Αυτό – ο πλούτος της θεότητος. Αυτό – το πλήρωμα της χάριτος. Αυτό – η χάρις και η ζωή κάθε υπάρξεως. Είναι αιώνιο και Διαθηκικό Ευαγγέλιο. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με το Άγιο Πνεύμα κατοικεί σε μας και εμείς σ’ Αυτόν. Αυτό και μόνο μαρτυρεί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος σε μας. Εμείς με το Πνεύμα το Άγιο ζούμε εν Χριστώ και Αυτός σε μας. Μάλιστα αυτό το γνωρίζουμε « εκ του Πνεύματος ου ημίν έδωκεν»( Α΄ Ιω.3,24).
Με μία λέξη όλη η ζωή της Εκκλησίας σε όλες τις δικές τις αναρίθμητες θεανθρώπινες πραγματικότητες οδηγείται και χειραγωγείται από το Πνεύμα το Άγιο το οποίο πάντοτε είναι το Πνεύμα του Θεανθρώπου Χριστού (Γαλ.4,6). Γι’ αυτό έχει γραφτεί στο Άγιο Ευαγγέλιο «ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν Αυτού» (Ρωμ. 8,9).
Ο χερουβικά μυηθείς στο θεανθρώπινο μυστήριο της Εκκλησίας σαν το πιο αγαπητό παν-μυστήριο του Θεού ο Μέγας Βασίλειος διακηρύσσει το παναληθές και χαρμόσυνο μήνυμα «Το πνεύμα το Άγιο αρχιτεκτονεί Εκκλησία Θεού».