«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 107, Ἀπρ. - Ἰούν. 2019).
Ἑρμηνεία καί παρερμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς
Μέ ζητήματα σχετικά μέ τήν Ἁγία Γραφή ἔχουμε ἀσχοληθεῖ καί σέ
προηγούμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας (Νο 52). Ὅπως εἴχαμε ἐπισημάνει ἐκεῖ,
ὅλες οἱ χριστιανικές Ὁμολογίες, ὅλες σχεδόν οἱ αἱρέσεις τοῦ
Χριστιανισμοῦ, ἀποδέχονται τό κύρος καί τήν αὐθεντία τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
τῆς ἰδίας Ἁγίας Γραφῆς, τήν ὁποία κατέχει καί ἀποδέχεται ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία μας. Μάλιστα, οἱ χριστιανικές αἱρέσεις, ἀπό τήν
πρωτοχριστιανική ἐποχή μέχρι τίς σύγχρονες παραχριστιανικές ὁμάδες
(«Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» κ.ἄ.), διακρίνονται γιά τήν ὑπερβολική, δῆθεν,
προσήλωσή τους στήν Ἁγία Γραφή.
Γιατί, ὅμως, ἐνῶ συμβαίνει αὐτό, καθεμία ἀπό αὐτές καταλήγει σέ
διαφορετικά συμπεράσματα, σέ ἐντελῶς διαφορετικές ἀντιλήψεις γιά τόν
Θεό, τόν ἄνθρωπο καί τή σωτηρία του; Γιατί δέν ὁδηγοῦνται ὅλοι στήν ἴδια
ἀλήθεια, στήν ἴδια πίστη; Πῶς δικαιολογεῖται ἡ ὕπαρξη τῶν αἱρέσεων καί
τό φαινόμενο τῆς πολυδιάσπασης τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου;
Προφανῶς, τό
πρόβλημα ἔγκειται στήν ἑρμηνεία. Ὑπάρχουν διαφορετικά συμπεράσματα,
ἐπειδή ὑπάρχουν διαφορετικές ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἔτσι, προκύπτει
ἕνα ἄλλο ἐρώτημα: Ποιός ἀπό τούς πολλούς καί διαφόρους τρόπους
ἑρμηνείας εἶναι ὁ αὐθεντικός; Ποιός ἀποτελεῖ ὄντως ἑρμηνεία καί ποιοῖ
συνιστοῦν παρερμηνεία; Ποιό εἶναι τό «κλειδί» τῆς αὐθεντικῆς κατανόησης
καί ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Ἐκ τῶν πραγμάτων διαφαίνεται ὅτι ἡ
ὕπαρξη ἑνός τέτοιου «κλειδιοῦ» εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη. Ἡ Ἁγία Γραφή
μόνη της δέν μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν Ἀλήθεια. Ἀπαιτεῖται ἕνας ἐπιπλέον
ὁδηγός, κι αὐτός εἶναι ἠ ὀρθή ἑρμηνευτική μέθοδος. Ὁ προτεσταντικός
κόσμος, μέ τή δῆθεν ὑπερπροσήλωσή του στήν Ἁγία Γραφή, πίστεψε ὅτι αὐτή
εἶναι ἀρκετή γιά νά ὁδηγήσει στήν Ἀλήθεια (ἤ ἀκόμη ὅτι ταυτίζεται μέ τήν
Ἀλήθεια). Ἀρκεῖ ἡ Γραφή, «μόνο ἡ Γραφή»! Ἡ ἔκφραση «sola Scriptoura»
(«μόνο ἡ Γραφή») ἔγινε κυρίαρχο σύνθημα τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ἡ ἴδια
ἐπαρκεῖ γιά τήν κατανόηση καί τήν ἑρμηνεία της: «ἡ Γραφή ἑρμηνεύεται διά
τῆς Γραφῆς». Τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀντίληψης ἦταν, ὄντως, τραγικά.
Κάθε μικροομάδα ἤ καί μεμονωμένο πρόσωπο, ἔχοντας ἀπόλυτη πεποίθηση στή
δική του αὐθαίρετη κατανόηση καί ἑρμηνεία, ἀποσχιζόταν ἀπό τήν ὁμάδα
στήν ὁποία ἀνῆκε καί δημιουργοῦσε τή δική του «ἐκκλησία», μέ ἀποτέλεσμα ἡ
πολυδιάσπαση αὐτή νά συνεχίζεται μέχρι σήμερα, νά ἀποτελεῖ σκάνδαλο
στόν σύγχρονο κόσμο καί, ἔτσι, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νά «βλασφημεῖται ἐν
τοῖς ἔθνεσι» (Ρωμ. 2,24).
Τά παραπάνω ἐρωτήματα συμπλέκονται καί μέ
κάποια ἄλλα, τά ὁποῖα θά προσπαθήσουμε νά ἀπαντήσουμε στό τεῦχος αὐτό,
ὅπως: Τί ἀκριβῶς εἶναι ἠ Ἁγία Γραφή; Ποιά εἶναι ἡ θέση της ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας καί ποιά ἡ σχέση της μέ αὐτήν; Πῶς κατανοεῖται ἡ θεοπνευστία
της; Ποιά ἡ σχέση της μέ τήν Ἀποκάλυψη καί ποιά μέ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ;
Ποιά ἡ σχέση της μέ ὅ,τι ἀποκαλοῦμε Ἱερά Παράδοση; Ποιά εἶναι καί ἀπό
ποιούς γίνεται ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία της;
Ἡ Ἁγία Γραφή στίς χριστιανικές αἱρέσεις
Οἱ ἐσφαλμένες ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα αὐτά, δηλαδή ἡ ἐσφαλμένη
θεώρηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁδήγησε σέ σοβαρές παρεκτροπές, τίς ὁποῖες
συναντᾶμε σέ παλαιότερες καί σύχρονες χριστιανικές αἱρέσεις. Πράγματι,
σέ πολλές περιπτώσεις, ἰδιαίτερα στόν προτεσταντικό χῶρο, ἡ ἀντίληψη γιά
τήν Ἁγία Γραφή δέν διαφέρει ἀπό τήν ἀντίληψη τοῦ Ἰσλάμ γιά τό Κοράνιο.
Κατά
τή διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ, τό Κοράνιο εἶναι «ὁ ἄκτιστος Λόγος τοῦ Θεοῦ».
Σέ ἀντίθεση μέ ὅ,τι πιστεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τή Βίβλο, τό
Κοράνιο δέν θεωρεῖται κτιστός λόγος, ἀλλά ἄκτιστος. Αὐτό σημαίνει, ὅτι
ὁλόκληρο τό περιεχόμενό του, μέχρι τῶν λεπτομερειῶν, εἶναι θεόπνευστο
καί ἔχει ἀπόλυτο κύρος (βέβαια, τό πῶς ἐξηγοῦνται οἱ ἀντιφάσεις του,
παραμένει ἀναπάντητο ἀπό τούς «θεολόγους» τοῦ Ἰσλάμ). Τό Κοράνιο
κατέβηκε αὐτούσιο ἀπό τόν οὐρανό. Τό πρωτότυπό του διατηρεῖται ἐκεῖ,
στόν οὐρανό. Ἐδῶ, στή γῆ, ὑπάρχει ἕνα ἀντίγραφο τοῦ οὐράνιου πρωτοτύπου.
Κατά συνέπειαν, τό Κοράνιο εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν θεμέλιο τοῦ Ἰσλάμ: τό
Ἰσλάμ εἶναι «θρησκεία ἑνός βιβλίου».
Πράγματι, σέ χριστιανικές
αἱρέσεις συναντᾶμε τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἤ
ὅτι ταυτίζεται μέ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ἤ ὅτι εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.
Ὑπό τήν ἐπίδραση αὐτῆς τῆς προτεσταντικῆς θεώρησης, παρόμοιες ἐκφράσεις
συναντᾶμε καί σέ δικούς μας Θεολόγους. Ἐπίσης, εἶναι εὐρύτατα
διαδεδομένη σέ χριστιανικές αἱρέσεις ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ Γραφή εἶναι
θεόπνευστη «κατά γράμμα» καί ὅτι πρέπει νά ἑρμηνεύεται «κατά γράμμα».
Γιά
παράδειγμα, ὁ Λεωνίδας Φέγγος, ἡγέτης γνωστῆς πεντηκοστιανῆς ὀργάνωσης,
τῆς «Ἐλευθέρας Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Πεντηκοστῆς», ἰσχυρίζεται ὅτι,
ὅταν ἡ Γραφή ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεός ἔχει «χέρια» ἤ «πόδια», αὐτό σημαίνει
ὅτι ἔχει πράγματι χέρια καί πόδια. Ὅταν κάνει λόγο γιά «θρόνο» τοῦ Θεοῦ,
αὐτός μπορεῖ νά προσδιορισθεῖ τοπικά (π. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο
αἱρέσεων, Ἀθήνα 1994, σ. 214). Ἄλλη νεοπροτεσταντική ὀργάνωση, ἡ
«Ἑλληνική Ἱεραποστολική Ἕνωση», ἀρχίζει τήν προσηλυτιστική της δράση μέ
πρόγραμμα διανομῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἄλλων ἐντύπων σέ διάφορες
περιοχές τῆς χώρας. Τό πρόγραμμα ἔχει τίτλο, «Ἡ Ἁγία Γραφή γιά Κάθε
Σπίτι». Στήν ἱστοσελίδα της ἀναφέρει: «Δεχόμαστε τήν Ἁγία Γραφή (Παλαιά
καί Καινή Διαθήκη) ὡς τόν θεόπνευστο Λόγο τοῦ Θεοῦ». Ἄλλη αἱρετική
ὀργάνωση, ἡ ἑλληνική «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ», δέχεται ὅτι ἡ Γραφή εἶναι
«πανεπαρκής» γιά τήν πίστη. Ἐκεῖ πού μιλάει, πρέπει νά μιλᾶμε, καί ἐκεῖ
πού σιωπᾶ, πρέπει νά σιωποῦμε. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί καθοδηγεῖ τόν
πιστό καί τήν Ἐκκλησία μέ τό Γραπτό λόγο, τήν Ἁγία Γραφή». Συνεπῶς, κάθε
παραδεδομένη πίστη ἔξω ἀπό τή Γραφή, ἀκόμη καί ἡ μεταποστολική,
ἀπορρίπτεται (ὅ.π., σ. 10-11).
Εἶναι φανερό, ὅτι ὅλες αὐτές οἱ
ὀργανώσεις τοῦ στενώτερου ἤ εὐρύτερου προτεσταντικοῦ χώρου ἀρνοῦνται ὅτι
ὑπάρχουν ἄλλα θεόπνευστα ἤ ἱερά κείμενα ἐκτός τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ὑπονοοῦν, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε μέν στή μακρά περίοδο τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, φωτίζοντας τούς συγγραφεῖς της, ἀλλά ἔπαψε νά ἐνεργεῖ μετά
τήν Πεντηκοστή, δηλαδή μετά τήν πραγματική ἐπιφοίτησή του στήν Ἐκκλησία!
Ὡστόσο, αὐτό ἰσχύει μόνο θεωρητικά. Πρακτικά, κάθε ὁμάδα ἀποδέχεται καί
τή «θεοπνευστία» τοῦ ἡγέτη της ἤ τῆς ἡγεσίας της ἤ ἀπολυτοποιεῖ τήν
ἑρμηνευτική της μέθοδο. Ἔτσι, ἡ ἑταιρεία «Σκοπιά» τῶν «Μαρτύρων τοῦ
Ἰεχωβᾶ» ἰσχυρίζεται ὅτι «ἐπί αἰῶνες τό πλεῖστον τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἦτο
γρῖφος δι’ ὅλους τούς ἀνθρώπους» (Ἐχθροί, 1930, σ. 189). «Ἡ Γραφή δέν
μπορεῖ πλήρως νά κατανοηθεῖ χωρίς νά ἔχωμε στό νοῦ μας τήν θεοκρατική
ὀργάνωση», δηλ. τήν ὀργάνωση τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» (Σκοπιά, 1954, σ.
360). Ἀναγκάζεται, μάλιστα, νά παραδεχθεῖ, ὅτι «οἱ 6 τόμοι τῶν Γραφικῶν
Μελετῶν» τοῦ ἱδρυτῆ της Κάρολου Ρῶσσελ (1852-1916) «ἦσαν γιά τούς
πιστούς πολύ πιό βασικοί ἀπό τήν Ἁγία Γραφή»! (Σκοπιά, ἀγγλ. ἔκδ.,
15-9-1910, σ. 298-299). Ἡ ἴδια ὀργάνωση, ἄλλωστε, ἔχει τόσο «σεβασμό»
στήν Ἁγία Γραφή, ὥστε δέ διστάζει νά ἀλλοιώνει τό κείμενό της, γιά νά
εὐνοεῖ τίς θέσεις της (βλ. Ν. Ματθαίου, Ἡ Κ. Διαθήκη ἀλλοιωμένη ἀπό τούς
«Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», ἔκδ. Λυδία κ.ἄ.).
Βέβαια, τά φαινόμενα αὐτά
δέν εἶναι ἀνεξήγητα. Ἐξηγοῦνται ἱστορικά. Ὅταν ἐμφανίστηκε ὁ
Προτεσταντισμός (16ος μ.Χ. αἰ.), ὁ μεσαιωνικός Παπισμός εἶχε
ἀπομακρυνθεῖ κατά πολύ ἀπό τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
ἐπικαλούμενος γιά τίς καινοτομίες καί τίς πλάνες του τήν «Ἱερά
Παράδοση». Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ὁπαδῶν του ἀντέδρασε ἔντονα καί
δημιούργησε τόν Προτεσταντισμό (Μεταρρύθμιση), ὁ ὁποῖος, ἀπέρριψε τήν
Ἱερά Παράδοση, ἀναζητώντας τό σταθερό θεμέλιο τῆς πίστεως στήν Ἁγία
Γραφή, «μόνο στή Γραφή». Μή ἔχοντας, ὅμως, τό ἑρμηνευτικό «κλειδί» της,
κατέληξε σέ ποικίλες αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες, μή δυνάμενος νά φαντασθεῖ τίς
διαστάσεις πού θά προσελάμβανε ἡ πλάνη! Σέ μεγάλο βαθμό ὁ
Προτεσταντισμός μετέτρεψε τόν Χριστιανισμό σέ «θρησκεία ἑνός βιβλίου». Ἡ
οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶχε ἤδη ἀπωλεσθεῖ σέ πολύ μεγαλύτερο βαθμό,
ἀπ’ ὅ,τι στόν Παπισμό.
Ἔννοια καί θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς
Μέ αὐτά τά δεδομένα, διάσημοι Δυτικοί θεολόγοι ἄρχισαν νά ἀναζητοῦν
καί πάλι τήν «Οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ». Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἔργο τοῦ
Adolf von Harnack (1851-1930) μέ τόν παραπάνω τίτλο («Das Wesen des
Christentums», 1900). Ποιά εἶναι, τελικά, ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ;
Ποιό εἶναι τό θεμέλιό του; Εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή ἤ κάτι ἄλλο; Τί προηγεῖται
καί τί ἕπεται ἀξιολογικά; Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους τό θέμα εἶναι ἁπλό:
Οὐσία καί θεμέλιο τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ Χριστός, μόνο ὁ Χριστός καί
τίποτε ἄλλο, εἶναι τό Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός
προηγεῖται ὅλων. Αὐτός εἶναι ὁ Πρῶτος καί ὁ Ἔσχατος, τό Α καί τό Ω, ἡ
Ἀρχή καί τό Τέλος (Ἀποκ. 22,13). Αὐτός εἶναι ὁ Θεμέλιος τῆς Ἐκκλησίας
καί «θεμέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν
Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3,11). Κατά συνέπειαν, ὁ Χριστιανισμός εἶναι «ἡ
θρησκεία ἑνός προσώπου». Εἰδικότερα, ὅ,τι μᾶς διακρίνει ὡς χριστιανούς
καί μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ «Υἱός τοῦ
Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16, 16-18), δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἕνας
κοινός ἄνθρωπος, ἕνας μεγάλος σοφός, ἕνας ἅγιος, ἕνας προφήτης, ἀλλά
εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας. Αὐτή ἡ
ὁμολογία εἶναι ἡ οὐσία τῆς πίστεώς μας καί ἡ κατ’ ἐξοχήν προϋπόθεση τοῦ
χριστιανικοῦ Βαπτίσματος.
Ὅμως, ὁ Χριστός εἶναι πάντοτε ἑνωμένος
(«ἀχωρίστως» καί «ἀδιαιρέτως»!) μέ τό Σῶμα Του, καί τό Σῶμα Του εἶναι ἡ
Ἐκκλησία, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο (Κολ. 1,24). Ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός,
ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ Ἐκκλησία, καί ὅπου ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ
Χριστός: «ὅπου ὁ Χριστός ἐκεῖ καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία» (ἅγ. Ἰγνάτιος).
Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὁ Χριστιανισμός, ὁ αὐθεντικός Χριστιανισμός,
ἐμφανίζεται πάντοτε ὡς Ἐκκλησία ἤ μᾶλλον ὁ Χριστιανισμός στήν
αὐθεντικότητά του ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τήν Ἐκκλησία, μέ τή Μία, Ἁγία,
Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπό τά παραπάνω
προκύπτει ὅτι, ἀξιολογικά, προηγοῦνται ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία καί
ἕπεται ἡ Ἁγία Γραφή. Ἡ ἀξία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔγκειται στό ὅτι μαρτυρεῖ
περί τοῦ Χριστοῦ καί στό ὅτι ἡ μαρτυρία της εἶναι αὐθεντική. Ἡ Ἁγία
Γραφή δέν εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ (ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός!),
ἀλλά λόγος περί τοῦ Θεοῦ ἤ λόγος περί τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι ὁ
Χριστός, ἀλλά ὁ ὁδηγός στόν Χριστό καί στήν διά τοῦ Χριστοῦ σωτηρία, δέν
ταυτίζεται μέ τήν Ἀλήθεια, οὔτε περιέχει ὁλόκληρη τήν Ἀλήθεια,
ἁπλούστατα ἐπειδή ἡ Ἀλήθεια δέν περιορίζεται σέ κάποια κείμενα, ἔστω κι
ἄν αὐτά εἶναι ἱερά. Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός («ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός
καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή», μᾶς διαβεβαιώνει, Ἰω. 14,6) καί ὁ Χριστός εἶπε
καί ἔπραξε τόσα πολλά, ὥστε ἄν καταγράφονταν, ὁ κόσμος δέν θά χωροῦσε
τά γραφόμενα βιβλία! (Ἰω. 21,25). Οἱ παραπάνω διακρίσεις φαίνονται,
ἴσως, λεπτές καί χωρίς νόημα, ἄν ὅμως, ἀγνοηθοῦν, ὁδηγοῦν σέ πλάνες, σάν
αὐτές πού συναντᾶμε στίς χριστιανικές αἱρέσεις.
Ἁγία Γραφή
ὀνομάζεται ἡ συλλογή 76 ἱερῶν βιβλίων, πού ἔχουν γραφεῖ ἀπό ἁγίους
ἀνθρώπους (Προφῆτες καί Ἀποστόλους) σέ διάφορες περιοχές καί κατά τή
διάρκεια 1.000 ἐτῶν περίπου, μέχρι τό τέλος τοῦ α΄ μ.Χ. αἰ. (100 μ.Χ.).
Διακρίνεται σέ Παλαιά Διαθήκη (49 βιβλία) καί Καινή (27 βιβλία).
Περιεχόμενό της, τόσο τῆς Παλαιᾶς, ὅσο καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ὁ
Χριστός. Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται στίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ πρίν
γίνει ἄνθρωπος, ὅταν ἐνεργοῦσε ὡς Ἄσαρκος Λόγος, καί ἡ Καινή ἀναφέρεται
στίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, δηλ. ὅταν ἐνεργοῦσε ὡς
Λόγος Σεσαρκωμένος.
Λέμε, συνήθως, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη ἤ
ὅτι ἔχει γραφτεῖ μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι αὐτό, ὄντως,
ἰσχύει. «Πᾶσα γραφή θεόπνευστος» (Β' Τιμ. 3,16) καί «ὑπό Πνεύματος Ἁγίου
φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β' Πέτρ. 1,21). Ὅμως, ποιά
εἶναι ἡ φύση τῆς θεοπνευστίας; Γιά τό θέμα αὐτό ἔχουν διατυπωθεῖ
διάφορες θεωρίες, οἱ κυριώτερες ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι δύο, α) ἡ μηχανική ἤ
«κατά γράμμα» θεοπνευστία, κατά τήν ὁποία ὁ ἱερός συγγραφέας ἐνεργεῖ
μηχανικά, ὡς ἄβουλο ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ ἀποτέλεσμα ἡ
θεοπνευστία νά φτάνει μέχρι τίς λέξεις, τά γράμματα, ἀκόμη καί τά σημεῖα
στίξης, καί β) ἡ δυναμική ἤ «κατ’ ἔννοιαν» θεοπνευστία, κατά τήν ὁποία
τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ στούς ἱερούς συγγραφεῖς ἀποκαλύπτοντας θεῖες
ἀλήθειες, χωρίς, ὅμως νά καταργεῖ τήν αὐτοσυνειδησία τους, μέ ἀποτέλεσμα
ἡ Ἁγία Γραφή νά εἶναι ἔργο δύο παραγόντων, τοῦ θείου καί τοῦ
ἀνθρώπινου.
Εἶναι φανερό, ὅτι στά Ὀρθόδοξα δεδομένα προσιδιάζει ἡ
δεύτερη, ἡ «κατ’ ἔννοιαν», καί ὄχι ἡ πρώτη, ἡ «κατά γράμμα» (ἡ μαγική
στήν οὐσία), θεωρία τῆς θεοπνευστίας. Εἶναι, ἐπίσης, φανερό, ὅτι ἡ περί
θεοπνευστίας ἀντίληψη ἐπηρεάζει καίρια καί τήν περί ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας
Γραφῆς ἀντίληψη. Ἔτσι, στήν ἀρχαία Ἐκκλησία (3ο-5ο μΧ. αἰ. περίπου)
κυριαρχοῦσαν δύο ἑρμηνευτικές μέθοδοι, α) ἡ γραμματικόϊστορική τῆς
Σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας, μέ βάση τό σχῆμα «κατά γράμμα» θεοπνευστία -
«κατά γράμμα» ἑρμηνεία, καί β) ἡ ἀλληγορική μέθοδος τῆς Σχολῆς τῆς
Ἀλεξανδρείας. Οἱ ἐκκλησιαστικοί Πατέρες, ἄν καί χρησιμοποίησαν καί τίς
δύο μεθόδους (περισσότερο, ἴσως, τήν πρώτη), δέν ἀπολυτοποίησαν καμμία.
Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι οἱ περισσότεροι αἱρετικοί τῆς ἐποχῆς (Ἄρειος,
Νεστόριος, Θεόδωρος Μοψουεστίας κ.ἄ.) ἦταν μαθητές τῆς Ἀντιοχειανῆς
Σχολῆς καί χρησιμοποιοῦσαν τήν «κατά γράμμα» ἑρμηνεία.
Αὐτό σημαίνει,
ὅτι ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὑπερβαίνει ἑρμηνευτικές
μεθόδους καί θεωρίες περί θεοπνευστίας. Γιά τήν ἀκρίβεια, δέν ὑπάρχουν
θεόπνευστα κείμενα, ἀλλά θεόπνευστα πρόσωπα. Θεόπνευστα πρόσωπα εἶναι
ὅσοι βλέπουν τόν Χριστό μέσα στήν ἄκτιστη Δόξα Του, εἶτε ὡς Ἄσαρκο Λόγο,
ὅπως οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶτε ὡς Σεσαρκωμένο Λόγο, ὅπως
οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι βλέπουν ἔτσι
τόν Χριστό, Τόν βλέπουν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι Πνευματοφόροι,
ἔχουν «Πνεῦμα Κυρίου», εἶναι «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. 7,55) καί
«ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι» (Β' Πέτρ. 1,21). Ὁ Χριστός ἐμφανίστηκε
«ἐν Δόξῃ» στή Μεταμόρφωση, ἀλλά ἐμφανίζεται ἔτσι καί μετά τήν Ἀνάληψή
Του στούς οὐρανούς. Ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ «ἐν Δόξη» μετά τήν Ἀνάληψη
καταγράφονται καί στήν Καινή Διαθήκη, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ ἀπ. Παύλου
(Πράξ. 9, 4-5) καί τοῦ ἁγίου Στεφάνου (Πράξ. 7,55), ὅμως
ἐπαναλαμβάνονται καί ἐκτός τῆς Καινῆς Διαθήκης στούς Ἁγίους τῆς
Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα, ὅπως συνεχίζεται καί ἡ δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα.
Στή συνέχεια, τά θεόπνευστα
πρόσωπα διατυπώνουν τήν ἄκτιστη ἐμπειρία τους καί τίς ἀλήθειες πού τούς
ἀποκαλύπτονται ἐντός αὐτῆς μέ ἀνθρώπινους (κτιστούς) λόγους. Κατ’
ἐπέκτασιν, θεόπνευστοι θεωροῦνται καί οἱ λόγοι τῶν θεοπνεύστων αὐτῶν
ἀνθρώπων, ὄχι μόνο οἱ γραπτοί, ἀλλά καί οἱ προφορικοί. Ἕνα μέρος αὐτῶν
τῶν λόγων ἔχει καταγραφεῖ στήν Ἁγία Γραφή. Βέβαια, ἕνα μέρος τῆς Ἁγίας
Γραφῆς εἶναι λόγοι τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ὅπως, ὅμως, τούς διέσωσαν καί
τούς κατέγραψαν θεόπνευστοι ἄνθρωποι. Ἕνα ἄλλο μέρος θεόπνευστων λόγων
ἔχει καταγραφεῖ σέ ἄλλα ἱερά κείμενα, ἀπό τή μεταποστολική ἐποχή μέχρι
σήμερα, κι αὐτά ἀποτελοῦν τήν Ἱερά Παράδοση. Ἡ Παράδοση εἶναι ἔργο τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως καί ἡ Γραφή: ὅ,τι ἀποκαλύπτει τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει
τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀξία, εἴτε βρίσκεται ἐντός, εἴτε ἐκτός τῆς Γραφῆς. Ἡ
Γραφή εἶναι μέρος τῆς Παράδοσης καί ἡ Παράδοση εἶναι ἡ συνέχεια τῆς
Γραφῆς.
Ἁγία Γραφή καί Ἐκκλησία
Τά θεόπνευστα πρόσωπα (Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί Ἅγιοι) εἶναι τά
ἐξέχοντα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, πού ὁδηγοῦν
τά ὑπόλοιπα μέλη στή σωτηρία καί στή θέωση. Ἄν ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἔργο
τῶν θεοπνεύστων προσώπων, σημαίνει ὅτι εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ
Ἐκκλησία συντάσσει τήν Ἁγία Γραφή καί μόνο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά τήν
ἑρμηνεύει ὀρθά. Ἤδη ἀναφέραμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπερέχει τῆς Γραφῆς: χωρίς
Γραφή μπορεῖ νά ὑπάρξει Ἐκκλησία, χωρίς Ἐκκλησία, ὅμως, δέν μπορεῖ νά
ὑπάρξει Γραφή. Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά τούς ἐκτός Ἐκκλησίας ἡ Ἁγία Γραφή
εἶναι βιβλίο «κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά», κατά τή χαρακτηριστική
εἰκόνα τῆς Ἀποκαλύψεως (5,1), δηλαδή εἶναι βιβλίο πλήρως ἀκατανότητο. Οἱ
ἅγιοι Ἀποστολοι, προφανῶς, γνώριζαν τίς Γραφές καί πρίν τήν Ἀνάσταση,
ἀλλά τίς κατανόησαν μόνο ὅταν ὁ Κύριος «διήνοιξεν αὐτῶν τόν νοῦν τοῦ
συνιέναι τάς Γραφάς» (Λουκ. 24,45). Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία καθορίζει τόν
Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δηλαδή ἀποφαίνεται ποιά κείμενα ἀνήκουν σ’
αὐτήν καί ποιά ὄχι. Ἀπό τή στιγμή δέ πού συγκροτεῖ τή Γραφή, τήν τιμᾶ
ἀπεριόριστα καί τήν ἔχει πλέον ὡς ὁδηγό της (τό Εὐαγγέλιο π.χ.
τοποθετεῖται σέ ἐξέχουσα θέση πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα).
Εἰδικότερα, ἡ
Ἁγία Γραφή ἑρμηνεύεται ὀρθά ἀπό ἄλλα θεόπνευστα πρόσωπα, πού ἔχουν τήν
ἴδια ἐμπειρία μέ τούς συγγραφεῖς της καί τούς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ οἱ ἴδιες
ἀκριβῶς ἀλήθειες. Κατά συνέπειαν, τό ἑρμηνευτικό «κλειδί» τῶν Γραφῶν
εἶναι οἱ λόγοι τῶν Πατέρων καί τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐπειδή τό
Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἀντιφάσκει, ἀλλά ἀποκαλύπτει σέ ὅλους τά ἴδια, ὅλες οἱ
ἑρμηνεῖες ἤ μᾶλλον ἡ κοινή ἑρμηνευτική τῶν Πατέρων ὁδηγεῖ πάντα στίς
ἴδιες ἀλήθειες, στή μία πίστη τῆς Ἐκκλησίας, στήν ἑνότητα τῆς πίστεως.
Ὁ
19ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691 μ.Χ.) κατοχυρώνει
αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἑρμηνευτική μέθοδο. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Εἰ
γραφικός ἀνακινηθείη λόγος, μή ἄλλως τοῦτον ἑρμηνευέτωσαν, ἤ ὡς ἄν οἱ
τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες, καί διδάσκαλοι, διά τῶν οἰκείων συγγραμμάτων
παρέθεντο». Ὁ Κανόνας προϋποθέτει ὅτι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει μία
καί μοναδική κατανόηση τῶν Γραφῶν, χωρίς διαφωνίες. Ἄν, ὡστόσο, ὑπάρξει
κάποια διαφωνία, τότε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἑρμηνεύσουμε, ὅπως
ἑρμηνεύουν οἱ «φωστῆρες καί διδάσκαλοι» (οἱ Πατέρες καί οἱ Ἅγιοι) τῆς
Ἐκκλησίας καί ὅπως διδάσκουν μέ τά συγγράμματά τους. Πρωτοπρεσβύτερος π.
Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας