Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Η Ιερότητα των ταφικών μνημείων *

Σπυρίδωνος Δ. Κοντογιάννη, Ανάτυπον εκ της Επιστημονικής Επετηρίδος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών τομ. ΛΕ, Αθήνα 2000, σελ. 433-441
 
1. Η επικαιρότητα του θέματος της εκκλησιαστικής ή μη κηδεύσεως των νεκρών είναι προφανής, αφού το τελευταίο έτος του αιώνα και της χιλιετίας δημοσιεύθηκαν πολλά άρθρα και συνεντεύξεις ειδικών και ασχέτων με το θέμα προσώπων, με θετικές ή και αντιθετικές τοποθετήσεις σε ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα. Ερέθισμα για την εντυπωσιακή πράγματι επιλογή και προβολή του θέματος στο προσκήνιο του γενικότερου ενδιαφέροντος, υπήρξε η παλαιότερη γνωστή τάση ορισμένων μελών τής Εκκλησιαστικής κοινωνίας να επιλέγουν, για ποικίλους λόγους, την καύση των νεκρών (1) αντί της καθιερωμένης ταφής, με ή και χωρίς την Ακολουθία της εκκλησιαστικής κηδεύσεως και μάλιστα να αξιώνουν τη νομοθετική κατοχύρωση της στα πλαίσια τής ελευθερίας των Ελλήνων πολιτών!
Η πρόσφατη όμως ένταση στην προσέγγιση και την αξιολόγηση του ζητήματος αυτού, καίτοι δεν είναι τελείως άσχετη προς την φαινομενικά μετριοπαθή ή και για ορισμένους εύλογη πρόταση, προέκυψε από τις επίσημες και επανειλημμένες δηλώσεις ή συνεντεύξεις του Υπουργού Δικαιοσύνης για επιτακτική ανάγκη νομοθετικής καθιερώσεως τής λεγόμενης κοσμικής κηδείας, ω ς υποχρεωτικής για όλους τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι, αν το επιθυμούν, θα μπορούν να ζητήσουν από πριν και την τέλεση ιδιωτικώς της εκκλησιαστικής ακολουθίας και ανεξάρτητα από τη διαδικασία της κοσμικής κηδείας (2) 2 . Βεβαίως, στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι ο τρόπος της κοσμικής κηδείας δεν δηλώνεται στην πρόταση, αλλ' οπωσδήποτε δεν αποκλείει την καύση των νεκρών ή και την ταφή, συμφώνως προς εκπεφρασμένη επιθυμία του νεκρού, ή και των οικείων του.
Κοινή λοιπόν προϋπόθεση ή συνέπεια της ενοχλητικής σε πολλές περιπτώσεις οξύτητας, με την οποία συζητούνται τόσο λεπτά ζητήματα, είναι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ή άμεση ή και έμμεση αποσύνδεση των νεκρών από την καθιερωμένη εκκλησιαστική κήδευση. Στην πρώτη περίπτωση είναι αξίωση ορισμένων πολιτών προς το κράτος για τη νομιμοποίηση της καύσεως των νεκρών, ε νώ στη δεύτερη περίπτωση είναι αξίωση του κράτους να αποσυνδεθούν όλοι οι πολίτες από την καθιερωμένη εκκλησιαστική κηδεία. Τα προβαλλόμενα στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή της καύσεως των νεκρών, επιχειρήματα, παρουσιάζουν μία ευλογοφάνεια κοινωνικού προβληματισμού με την επίκληση των γνωστών υγειονομικών, οικονομικών ή και άλλων κοινωνικών λόγων. Τα προβαλλόμενα στη δεύτερη περίπτωση επιχειρήματα, χωρίς να παραθεωρούν, για ευνόητους λόγους σκοπιμότητας, τον ανωτέρω προβληματισμό, αποδίδουν μεγαλύτερη έμφαση στη θεωρητική κυρίως επιδίωξη του σύγχρονου κράτους, αφ' ενός μεν να περιορίσει ή και να εξουδετερώσει κάθε θεσμική σχέση της θρησκείας με την κοινωνία, αφ' ετέρου δε να υπαγάγει τον πολίτη σε μια αποκλειστική σχέση με την κρατική εξουσία.
Είναι λοιπόν ευνόητο, ότι η σύγχρονη πρακτική ή θεωρητική αμφισβήτηση της θεσμικής αναγνωρίσεως ή κατοχυρώσεως της εκκλησιαστικής κηδείας, ανεξάρτητα από την υποκριτική ευλογοφάνεια ή νομιμότητα των προβαλλομένων προτάσεων, προκαλεί δικαιολογημένη ανησυχία όχι μόνο στην υπεύθυνη εκκλησιαστική ηγεσία, αλλά και στη συντριπτική πλειοψηφία των ορθοδόξων πολιτών, οι οποίοι θεωρούν αδιανόητη την οποιαδήποτε επιπόλαιη αντιμετώπιση ενός τόσο λεπτού ζητήματος, όπως συνάγεται και από την εντυπωσιακή πράγματι πυκνότητα σχετικών μελετών και άρθρων κατά τα τελευταία χρόνια. Τα προβαλλόμενα κυρία επιχειρήματα υπέρ του σεβασμού της παραδόσεως της ταφής των νεκρών και της εκκλησιαστικής κηδείας θα μπορούσαν να συνοψισθούν αφ' ενός μεν στην αμφισβήτηση των χρησιμοποιουμένων επιχειρημάτων, υγειονομικών, οικονομικών ή άλλων κοινωνικών, για την καθιέρωση της καύσεως των νεκρών ή της πολιτικής κηδείας, αφ' ετέρου δε στην προβολή της ορθοδόξου διδασκαλίας για την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου, η οποία εκφράζεται στην όλη πνευματική παράδοση της Εκκλησίας για τον σεβασμό όχι μόνο του θείου δώρου της ζωής, αλλά και του μυστηρίου του θανάτου, το οποίο εκφράζεται και περιγράφεται με εντυπωσιακό ρεαλισμό στη νεκρώσιμη ακολουθία και στην όλη μυσταγωγική τελετουργία της εκκλησιαστικής ταφής.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως, διακρίνονται τρεις μορφές θανάτου: ο πνευματικός, ο σωματικός ή φυσικός και ο αιώνιος. Και δια μεν του πνευματικού ή ψυχικού θανάτου νοείται ο χωρισμός του ανθρώπου, ως ψυχοσωματικής ολότητας, από τον Θεό σε αυτόν τον κόσμο· δια του σωματικού ή φυσικού δηλώνεται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, το οποίο παύει πλέον να υφίσταται βιολογικά ως ζωντανός οργανισμός· και δια του αιωνίου θανάτου διδάσκεται η ατελεύτητη οριστική και πλήρης αποξένωση του ανθρώπου από τον Θεό και την ένδοξη βασιλεία του, μετά τη Δευτέρα Παρουσία και κρίση του Κυρίου, εφόσον δεν έζησε «εν Χριστώ» και «κατά Χριστόν» επί της γης.
Και τα τρία αυτά είδη του θανάτου σχετίζονται με το γεγονός της προπατορικής αμαρτίας, δια της οποίας ο «θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον καί εἰς πάντας ἀνθρώπους διῆλθε» (3). Με την αμαρτία, την παράβαση δηλαδή της εντολής του Θεού, διασπάται η πνευματική σχέση, η οποία συνδέει τον άνθρωπο με τον Θεό, και έτσι ο αμαρτωλός άνθρωπος αποκόπτεται από την κοινωνία του με τον Θεό. Επειδή δε η ψυχή είναι το ανώτερο, πολυτιμότερο και συγγενέστερο προς τον Θεό στοιχείο του διφυούς ανθρώπου (ψυχή - σώμα), γι' αυτό και είναι εκείνη στην οποία κατ' εξοχήν αναφέρεται ο πνευματικός θάνατος. Η ψυχή όμως είναι στενά συνδεδεμένη με το σώμα του ανθρώπου και, επομένως, ο χωρισμός της ανθρώπινης ψυχής από τον Θεό αναφέρεται και στο σώμα του ανθρώπου. Ως δυνατότητα δε ο πνευματικός θάνατος υποδηλώνεται στην εντολή του δημιουργού προς τους πρωτοπλάστους: «ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε ἀπ' αὐτοῦ· ἡ δ' ἄν ἡμερα φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (4) ε νώ ως κατάσταση είναι η συνεχής διαβίωση του ανθρώπου «ἐν τῇ ἁμαρτία» και ο χωρισμός του, ιδιαίτερα της ψυχής του, από τον Θεό, που είναι η ζωή, ή αυτοζωή και η πηγή πάσης ζωής (5). Η αποκοπή αυτή έχει ως αποτέλεσμα την άρση της χάριτος του Θεού και την υποδούλωση του ανθρώπου στην αμαρτία και στον αρχηγέτη της Διάβολο. Εάν ο άνθρωπος παρέμενε μέσα στη χάρη του Θεού και έκανε καλή χρήση του αυτεξουσίου του, θα διατηρούσε τη δυνατότητα της αθανασίας ( posse non mori ), με την οποία προικίσθηκε από τον Δημιουργό του, και δεν θα την έχανε ( non posse mori ).
Σωματικός ή φυσικός θάνατος είναι η διακοπή της λειτουργίας του οργανισμού του ανθρώπου ως βιολογικού όντος. Δια του θανάτου αποκόπτεται η φυσική ζωή του ανθρώπου, νεκρώνεται βιολογικά το σώμα του και με την πάροδο του χρόνου αποσυντίθεται. Κατά τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής ο σωματικός ή φυσικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Με αυτόν ή ψυχή μεταβαίνει σε νέα κατάσταση, όπου οι μεν δίκαιοι προαπολαμβάνουν τα αγαθά της βασιλείας του Θεού, οι δε αμαρτωλοί προγεύονται τις οδύνες της κολάσεως, το δε σώμα, διαλυόμενο, δεν θεωρείται ότι καταστρέφεται, εφόσον η «διαφθορά» αυτή του σώματος δεν είναι αναίρεση τής ουσίας αλλά δαπάνη της θνητότητας και αφαίρεση της φθοράς. Η ουσία του σώματος δεν χάνεται με τον θάνατο, αλλά μόνο η φθορά εκδαπανάται, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος· «ἡ οὐσία μένει μετά πλείονος ἀνισταμένη τῆς δόξης» (6). Για τον λόγο αυτόν ο σωματικός θάνατος χαρακτηρίζεται από την Αγία Γραφή και από τους Πατέρες τής Εκκλησίας ως ύπνος, αφού «ὕπνος ἀναδέδεικται τῶν πιστευόντων ὁ θάνατος, σοῦ τεθέντος ἐν μνήματι, τοῦ πάντων δεσπόζοντος, καί τό τοῦ θανάτου, κράτος λελυκότος, καί καταργήσαντος αὐτοῦ, τήν δυναστείαν τήν πολυχρόνιον...» (7) , οι δε νεκροί ως κεκοιμημένοι.
Αιώνιος, τέλος, θάνατος είναι η ατελεύτητη και γεμάτη οδύνες κατάσταση, στην οποία θα βρεθούν οριστικά αποκομμένοι από τον Θεό, μετά τη Δευτέρα Παρουσία, όσοι δεν έζησαν, ζουν ή θα ζήσουν στη ζωή αυτή «ἐν Χριστῷ», ως ψυχοσωματικές ολότητες, της οποίας φοβερής καταστάσεως προγεύονται οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών ευθύς αμέσως με τον δια του φυσικού θανάτου αποχωρισμό τους από το σώμα. Ο αιώνιος θάνατος, συνέπεια και αυτός -όπως και ο σωματικός και ο πνευματικός- της προπατορικής αμαρτίας, αποτελεί συνέχεια του πνευματικού επί της γης θανάτου. Ο άνθρωπος που θα βρεθεί στον αιώνιο θάνατο θα είναι αποκομμένος α πό τον Θεό και θα συνοδυνάται με τον Διάβολο, εφόσον δεν υπάρχει καμία δυνατότητα επιστροφής 1 «καί ἀπελεύσονται οὖτοι (οι αμαρτωλοί) εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον» (8) 6 .
Ο θάνατος ως φυσικό επακόλουθο της αμαρτίας αποτελεί και τιμωρία του παραβάτη ανθρώπου, με παραχώρηση του Θεού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Θεός είναι ο αίτιος. Αίτιος του θανάτου είναι ο αυτεξούσιος και ελεύθερος άνθρωπος, ο οποίος «οὔτε οὖν φύσει θνητός ἐγένετο, οὔτε ἀθάνατος. Εἰ γάρ ἀθάνατον αὐτόν ἀπ' ἀρχῆς ἐπεποιήκει (=ο Θεός), Θεόν αὐτός ἐπεποιήκει. Πάλιν, εἰ θνητόν αὐτόν ἐπεποιήκει, ἐδόκει ἄν ὁ Θεός αἴτιος εἶναι τοῦ θανάτου αὐτοῦ. Οὔτε οὖν ἀθάνατον αὐτόν ἐποίησεν, οὔτε μήν θνητόν, ἀλλά καθώς ἐπάνω προειρήκαμεν, δεκτικόν ἀμφοτέρων·ἵνα, εἰ ρέψῃ ἐπί τά τῆς ἀθανασίας, τηρήσας τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, μισθόν κομίσηται παρ' αὐτοῦ τήν ἀθανασίαν, καί γένηται Θεός· εἰ δ' ἄυ τραπῇ ἐπί τά τοῦ θανάτου πράγματα, παρακούσας τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἑαυτῷ αἴτιος ᾖ τοῦ θανάτου. Ἐλεύθερον γάρ καί αὐτεξούσιον ἐποίησεν
ὁ Θεός ἄνθρωπον»"
(9). Οι άνθρωποι όμως «ἀποστραφέντες τά αἰώνια καί συμβούλια τοῦ διαβόλου εἰς τά τῆς φθορᾶς ἐπιστραφέντες ἑαυτοῖς αἴτιοι τῆς ἐν τῷ θανάτω φθορᾶς γεγόνασι» (10).
Ο θάνατος λοιπόν μεταδίδεται κληρονομικώς, ένεκα της ενότητας ανθρώπινης φύσεως σε όλους τους ανθρώπους, δια του γενάρχου Αδάμ. «Εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ' ᾧ πάντες ἥμαρτον» (11) κ αι «ἐν τῷ ἅπαντες ἀποθνήσκουσι» (12). Σύμφωνα με αυτά, όλοι οι άνθρωποι «κατακεκρίμεθα θανάτω, δια της εν Αδάμ παραβάσεως, όλης της ανθρωπείας φύσεως τούτου θοῦσης ἐν αὐτῷ· καί γάρ ἦν ἀπαρχή τοῦ γένους» (13).
Όμως ο θάνατος, μέσα στη γενική πρόνοια του Θεού, αποβαίνει τελικά ευεργεσία αυτού προς τον άνθρωπο. Διότι παραχωρήθηκε από τον Θεό ώστε διαμεῖναι αὐτόν (τον άνθρωπο) εἰς τόν αἰώνα ἐν ἁμαρτία ὄντα» (14) και «ἵνα μή ἀθάνατον ᾖ τό κακόν» (15). Ο ευεργετικός χαρακτήρας του θανάτου γίνεται πραγματικότητα, κατανοείται και επιτυγχάνεται για κάθε άνθρωπο προσωπικά μόνο εν Χριστῷ Ἰησοῦ, ο οποίος με την όλη ζωή του, μάλιστα δε με τον σταυρικό θάνατό του και τη ανάστασή του συνέτριψε τον θάνατο και έδωσε τη δυνατότα στους ανθρώπους να απαλλαγούν και να γίνουν μέτοχοι της αληθινής ζωής και κοινωνίας με τον Θεό. Για τους ανθρώπους ο «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανά τῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος» (16).
 
2. Υπό την έννοια αυτή, ο τάφος έγινε από την ίδρυση της Εκκλησίας αισθητό σύμβολο της ιερότητας της ζωής και του θανάτου, διότι συνδέθηκε άρρηκτα με το λυτρωτικό μήνυμα της ταφής και του τάφου του ιδρυτού της Εκκλησίας Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ό,τι συνέβη στον Πανάγιο Τάφο του Γολγοθά στον οποίο εναποτέθηκε μετά τη Σταύρωση το ακήρατο σώμα του Χριστού, αυτό εκφράζει το όλο λυτρωτικό μήνυμα του Χριστιανισμού. Αυτό βιώνεται στην ορθόδοξη παράδοση ως το αμετάθετο πρότυπο για την ιερότητα του μυστηρίου του θανάτου στην εν Χριστώ καινή ζωή όλων των πιστών (17). Έτσι, ο τάφος του Χριστού ο «θρόνος» και η «κοίτη» Αυτού, κατά τη θεολογία της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (787) (18)είναι η αστείρευτη πηγή της καινής ζωής όλων των χριστιανών, γι' αυτό και προεκτείνεται ως Α γία Τράπεζα σε ό λους τους ιερούς Ναούς, όπου τελεσιουργείται συνεχώς, μέχρι της συντέλειας του κόσμου το μυστήριο της θυσίας του Χριστού για τη σωτηρία του ανθρώπου ως «ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν» (19) και ως «φάρμακον αθανασίας» (20) για κάθε μετέχοντα πιστό.
Ο τάφος λοιπόν του Γολγοθά προβάλλεται στη ζωή της Εκκλησίας ως Αγία Τράπεζα των ιερών Ναών για να δηλώσει την ιερότητα του μυστηρίου του θανάτου και της τριημέρου ταφής του Χριστού για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και για κάθε άνθρωπο χωριστά, γι' αυτό και ο τάφος εκείνος, όπως επίσης και η ταφή του Χριστού, αποτελούν ιερό υπόδειγμα για όλους τους χριστιανούς, οι οποίοι καλούνται να βιώσουν, μέσα από τη δική τους ζωή τη ζωή του Χριστού, μιμούμενοι στη δική τους ζωή όσα ο ίδιος ο Χριστός ετέλεσε γι' αυτούς. Η μίμηση της επίγειας ζωής του Χριστού είναι τόσο σημαντική για κάθε χριστιανό, ώστε ο απόστολος Παύλος να ομολογεί, ότι «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (21) , υπό την έννοια βεβαίως της συνεχούς βιώσεως του πνευματικού περιεχομένου της εν Χριστώ καινής ζωής.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Η παρούσα μελέτη αποτελεί ανεπτυγμένη μορφή Εισηγήσεως στην Ημερίδα του Δήμου Αθηναίων, με θέμα «Η προστασία των Μνημείων τής Αθήνας. Α' Κοιμητήριο Αθηνών. Παρούσα κατάσταση - Νέες Τεχνολογίες - προοπτικές», που έγινε στις 13 Δεκεμβρίου 2000 στο ξενοδοχείο « Divani - Caravel ».
1. Στην Αγία Γραφή μόνο δυο περιπτώσεις μη ταφής αλλά καύσεως νεκρών αναφέρονται. Η πρώτη κάνει λόγο για την καύση των νεκρών σωμάτων του πρώτου βασιλέως των Εβραίων Σαούλ και του υιού του Ιωνάθαν (Α' Βασιλ. λα', 10) και η δεύτερη για την καύση μικρού αριθμού θυμάτων λοιμώδους νόσου (Αμώς στ', 10). Κοντογιάννη Σπυρίδωνος, «Ταφή, τάφος και ταφικά έθιμα (Εκκλ.)», Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννιχα, 37 (1993), σελ. 23.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία με θεολογικά, εκκλησιολογικά, αγιολογικά, κανονικά, ιστορικά, κοινωνικά, ποιμαντικά, ψυχολογικά κ.ά. κριτήρια και επιχειρήματα οριοθετεί απ' αρχής πίστη της υπέρ της ταφής των νεκρών, με βάση τον σεβασμό της στο ανθρώπινο πρόσωπο και κατ' ακολουθίαν στο σώμα του ανθρώπου, και απορρίπτει την καύση ή αποτέφρωση των κοιμηθέντων μελών της. Σχετικώς με την ταφή ή καύση των νεκρών βλ. Μπαλάνου Δημητρίου, Η καύσις των νεκρών υπό θρησκευτικήν έποψιν (εκδ. Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων Βιβλίων), Αθήναι 1912. Παπαμιχαήλ Γρηγορίου, Η καύσις των νεχρών, Αλεξάνδρεια 1912. Του ιδίου, «Καύσις ή ενταφιασμός», Εκκλησιαστικός Φάρος 10 (1912), σελ. 335-368. Σπυριδάκη Γ. Κ., «Τα κατά την τελευτήν έθιμα των Βυζαντινών εκ των Αγιολογικών πηγών», Ε πετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 20 (1950), σελ. 75-171. Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Τόμος Δ', (= 73 Collection de l ' Institut Fran ç ais d ' Ath è nes 73), εν Αθήναις 1951, σελ. 148-248. Πολυζωίδη Γερμανού, Επισκόπου Νύσσης, «Διατί η Εκκλησία μας αντιτίθεται εις την καύσιν των νεκρών», Εκκλησία ΛΑ' (1954), σελ. 317-318. Φυτράκη Ανδρέου, Λείψανα και τάφοι Μαρτύρων κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Ε ν Αθήναις 1955. Θεοδωρίδου Δημητρίου, Η καύσις τών νεκρών, Αθήναι 1956. Κατσά Γρηγορίου, «Η ανά τους αιώνας μεταχείρισις των νεκρών», Αστυνομικά Χρονικά Δ' (1956), σελ. 66-67. Σωτηρίου Γεωργίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία. Χριστιανικά Κοιμητήρια, Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική, Αθήναι 1978 3 . Γαλανοπούλου Μελετίου, Μητροπολίτου Κυθήρων, Διατί ταφή και ουχί καύσις των νεκρών, Αθήναι 1962. Μακρή Σπυρίδωνος, «Νεκροί. Το ζήτημα της καύσεως των νεκρών», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 9 (1966), στ. 385-386. Κεφαλά Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως (Του Αγίου), Μελέτη περί της αθανασίας της ψυχής και περί των ιερών Μνημοσύνων (εκδ. Ρηγόπουλου), Θεσσαλονίκη 1973. Σάκκου Στεργίου, «Ιερού Αυγουστίνου: Φροντίδα για τους νεκρούς « De Cura pro Mortuis gerenda », Γρηγόριος ο Παλαμάς 64 (1981), σελ. 332-337. Αντουράκη Γεωργίου, Ταφή, καύση και ανάσταση νεκρών. Μηνύματα από την Παράδοση και την Τέχνη, Αθήνα 1986 2 . Καλλινίκου Κωνσταντίνου, Πρωτοπρεσβυτέρου, Πέραν του τάφου (εκδ. Γρηγόρη), Αθήνα 1987 5 . Μαντζουνέα Ευαγγέλου, Πρωτοπρεσβυτέρου, Η καύσις των νεκρών, Αθήναι 1987. Θεοδώρου Ανδρέα, ’μωμοι εν οδώ Αλληλούια (εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος), Αθήνα 1990. Τίγκα Αναστασίου, Η ταφή των νεκρών, Αθήναι 1993 .Κοντογιάννη Σπυρίδωνος, «Ταφή, τάφος και ταφικά έθιμα (Έκκλ.), Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα, 57 (1993), σελ. 23. Βλάχου Ιεροθέου, Αρχιμ. (νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου), Η ζωή μετά θάνατον, Λειβαδιά 1994. Λέκου Ευαγγέλου, Ταφή ή καύση των νεκρών; (εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος), Αθήνα 1994. Σταθόπουλου Μιχάλη, «Η Συνταγματική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας και οι σχέσεις Πολιτείας - Εκκλησίας», εν Χριστόπουλου Δημήτρη (επιμ.), Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα (Σειρά Μελετών, Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών ομάδων 2), Αθήνα 1999, σελ. 233. Τσαντίλα Ιωάννου, Εκκλησιαστική ταφή ή Αποτέφρωση; Αθήναι 1999.
2. Την προσφάτως εκφρασθείσα θέση - απάντηση της Εκκλησίας της Ελλάδος στις δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης και της προθέσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως για την καθιέρωση της καύσεως των νεκρών και την «κοσμική κηδεία» βλ. στις Εισηγήσεις - ανακοινώσεις που έγιναν στην οργανωθείσα, από τη Συνοδική Επιτροπή Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ημερίδα, με θέμα: «Η καύση των νεκρών», που πραγματοποιήθηκε στο Ξενοδοχείο Divani - Caravel την Τετάρτη 3 Μαρτίου 1999 . Οι εν λόγω Εισηγήσεις εκδόθηκαν σε ιδιαίτερο τόμο με τον τίτλο «Ταφή ή καύση των νεκρών», α πο τον «Κλάδο Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» [= 3 - Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη - 3], Αθήναι 2000, και είναι: Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ταφή ή καύση των νεκρών, Εισαγωγική ομιλία, σελ. 22 - 28. Ιεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Η θεολογική άποψη και οι εκκλησιολογικές συνέπειες της καύσεως των νεκρών, σελ. 29-47. Χριστινάκη Παναγιώτου, Ταφή ή καύση των νεκρών; (Ιστορικοκανονική θεώρηση), σελ. 48 -71. Χατζηνικολάου Νικολάου, Αρχιμ., Το σήμερα, το χθες και το για πάντα της ταφής και της καύσεως των Νεκρών, σελ. 72 -85. Καρπαθίου Στυλιανού, Πρωτοπρ., Η καύση των νεκρών. Αναφορά στην ψυχολογία του φαινομένου, σελ. 86 - 98. Μαντζαρίδου Γεωργίου, Η καύση των νεκρών από την άποψη της Χριστιανικής Ανθρωπολογίας και Ηθικής, σελ. 99-107.
Στην Ελλάδα με τον νόμο «Περί νεκροταφείων και ενταφιασμού νεκρών» της 28ης Μαρτίου 1834, ορίστηκε ότι οι νεκροί πρέπει να θάπτονται σε ιδιαίτερα κοιμητήρια (= νεκροταφεία) εκτός των πόλεων και των χωριών, ενώ μέχρι τότε θάπτονταν στον περίβολο των ναών, ιδιαίτερα στα χωριά. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απαγόρευσε την ταφή νεκρών μέσα στους ναούς με τις εγκυκλίους της από 30 Οκτωβρίου 1857 και 13 Δεκεμβρίου 18 74. Παλαιότερα, η απαγόρευση της ταφής νεκρών μέσα στους ναούς είχε θεσπιστεί με σχετικές εγκυκλίους των Οικουμενικών Πατριαρχών Ιερεμία Δ' (1809-1813) του έτους 1810 και Γρηγορίου Στ' (α' 1835-1840, β' 1867-1871) του έτους 1838 (Κοντογιάννη Σπυρίδωνος , «Ταφή, τάφος και ταφικά έθιμα (Εκκλ.)», Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα, 57 (1993), σελ. 23.
3. Ρωμ. ε', 12.
4. Γεν. β', 17.
5. Ματθ. κβ', 32· Μάρκ. ιβ', 27· Ιω. α, 4- ε', 26· ιβ', 25· ιδ', 6 κ.λ.π.
6. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις ΜΗ' Ψαλμόν, Ρ G 55, 230.
7. Στιχηρόν προσόμοιον τής Ακολουθίας του εξοδιαστικού των Μοναχών, στο Ευχολόγιον το Μέγα της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας περιέχον τας των επτά μυστηρίων Ακολουθίας, τας των χειροτονιών τάξεις, κατά την εν τω αρχιερατικώ ερμηνείαν, την τε των εγκαινίων του ναού ακολουθίαν, κατά την εν Βουκουρεστίω εκδοσιν, ετέρας ακολουθίας και ευχάς, ως και τα Αποστολοευαγγέλια των επισημότερων εορτών, Σπουδη και Επιστασία Σπυρίδωνος Ζερβού Ιερομόναχου, Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου. Νυν δε επανεκδιδόμενον εις Γ' Έκδοσιν υπό του Εκδοτικού Οίκου «ΑΣΤΗΡ» βάσει της εν Βενετία Β' εκδόσεως 1862 εκ της Ελληνικής Τυπογραφίας του Φοίνικος, Εκδοτικός Οίκος «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ. & Ε. Παπαδημητρίου, Οδός Λ υκούργου 10 - Αθήναι, χ.ε. έκδ., σελ. 427.
8. Ματθ. κβ', 46.
9.Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον, Ρ G 6, 1093Β-1096Α.
10. Αθανασίου του Μεγάλου, Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου και της δια σώματος προς ημάς επιφανείας αυτού, Ρ G 25, 104 D - 105Α.
11. Ρωμ. ε, 12.
12. Α' Κορινθ. ιε', 22.
13. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους επιστολήν, 74, 785 D .
14. Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον, Ρ G 6, 1092 C -1093Α.
15. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΑΠ, Εις τα Θεοφάνεια είτουν Γενέθλια
Σωτήρος, Ρ G 36, 324 D .
16. Για τις τρεις μορφές τού θανάτου (πνευματικό, σωματικό ή φυσικό και αιώνιο) Κοντογιάννη Σπυρίδωνος, «Θάνατος. Δογματική», Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, 27 (1987), σελ. 276 - 277.
17. Η ταφή του Χριστού από τους δύο επίσημους Ιουδαίους , Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας και Νικόδημο τον κρυφό μαθητή του Κυρίου, εξιστορείται και από τους τέσσσερεις Ευαγγελιστές (Ματθ. κζ', 57 - κη', 1-15· Μαρκ. ιε', 42 - ιστ 1-8- Λουκ. κγ', 50 - κδ', 1-12· Ιω. ιθ', 38 - κ', 1-18). Κατά τη διδασκαλία τής Ορθόδοξης Εκκλησίας η ταφή του Σωτήρος αποτελεί τμήμα του απολυτρωτικού του έργου. Μέρος αναπαλλοτρίωτο της χριστιανικής πίστεως αποτελεί και η θριαμβευτική κάθοδος του στο βασίλειο του θανάτου «εις ’δου κάθοδος». Η διδασκαλία αυτή της Εκκλησίας στηρίζεται στην Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση από τους αποστολικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Κατά τη χριστιανική πίστη δηλαδή, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός κατήλθε στον ’δη όχι από απλή φυσική ανάγκη, στην οποία υπόκεινται όλοι οι θνητοί, αλλά κατήλθε ελευθέρως και θριαμβευτικώς, ως κήρυκας της απολυτρώσεως προς αυτούς οι οποίοι πέθαναν πριν από αυτόν και ως καταλύτης του κράτους του θανάτου. Έτσι στο σωτηριώδες γεγονός της ταφής του Χριστού συναντώνται και τα τρία αξιώματα του Κυρίου, το προφητικό που κατακλείεται με τη διδαχή του προς «τα εν φυλακή πνεύματα», το αρχιερατικό που επισφραγίζεται εδώ με τον ιλαστήριο θάνατο του και το βασιλικό, το οποίο με την ανάσταση του δεικνύει τη βασιλική του δύναμη και εξουσία, αφού συνανιστά μαζί του το ανθρώπινο γένος. Από το γεγονός της ταφής του Χριστού η Εκκλησία ήταν και είναι πάντοτε υπέρ της ταφής των νεκρών μιμούμενη το παράδειγμα αυτό. ’λλωστε, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, το σώμα του ανθρώπου και ιδιαίτερα του χριστιανού θεωρείται «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» (Α' Κορινθ. στ', 19), έχει δε καθαγιασθεί αυτό (το σώμα) με το Βάπτισμα, τη Θεία Ευχαριστία, τα λοιπά Μυστήρια και τις διάφορες αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας. Κατά την πίστη της Εκκλησίας «ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α' Κορινθ. γ', 17). ’λλωστε, η πίστη στην ανάσταση των σωμάτων των νεκρών, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, συνηγορεί υπέρ της ταφής των νεκρών. Γι' αυτό και η Εκκλησία συνοδεύει την ταφή των μελών της με ευχές και δεήσεις, μνημόσυνα, τρισάγια κ.ά., διότι κατά το Σύμβολο της Πίστεως μας «προσδοκώμεν ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Κοντογιάννη Σπυρίδωνος, «Ταφή, Τάφος και ταφικά έθιμα (Εκκλ.)», Πάπυρος -Λαρούς - Μπριτάννικα, 57 (1993), σελ. 23.
18. Μ ansi Johannes Dominicus, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio , τόμ . 13, Craz 1960 2 , στ . 44-45. Πρβλ. και Οικονόμου Κωνσταντίνου, του εξ Οικονόμων, Σιωνίτης προσκυνητής, Αθήνησι 1850, σελ. 94-95. Οικονόμου Ηλία, «Η θεολογία της τιμής προς τους Αγίους Τόπους», στο Εικοσιπενταετηρίς της αρχιερατείας της Α.Θ.Μ. του Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.κ. Διόδωρου του Α', Ε ν Ιεροσολύμοις 1988, σελ. 33. Κοντογιάννη Σπυρίδωνος, «Το καθεστώς ( status quo ) των Αγίων Τόπων μεταξύ των Λατινικών διεκδικήσεων και της Πανσλαβιστικής Προπαγάνδας», Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολης του Πανεπιστημίου Αθηνών 30 (1995).
19. Ιγνατίου του Θεοφόρου, Επιστολή προς Εφεσίους, κεφ. XX , Ρ G 5, 661 Α.
20. Ιγνατίου του Θεοφόρου, όπ.π.
21. Γαλ. β', 20.

Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός


Εἰς τὸ Πάθος τοῦ Κύριου καὶ εἰς τὸν Θρῆνον τῆς Θεοτόκου

Στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ στὸ Θρῆνο τῆς Παναγίας

Προοίμιον

Τὸν δι᾿ ἡμᾶς σταυρωθέντα δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν,
αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ ξύλου καὶ ἔλεγεν,
«Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

Προοίμιον

Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, ὅλοι, ἐλᾶτε, ἂς δοξολογήσουμε.
Αὐτόν, λοιπόν, ἀντίκρυσε πάνω στὸ Ξύλο ἡ Μαρία κι ἔλεγε:
«Στὸ Σταυρὸ ἂν καὶ κρέμεσαι, γιὰ μένα εἶσαι
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».

Οἴκοι

α´
Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα
πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον ἠκολούθει ἡ Μαρία τρυχομένη
μεθ᾿ ἑτέρων γυναικῶν ταῦτα βοῶσα,
«Ποῦ πορεύῃ, τέκνον; τίνος χάριν τὸν ταχὺν
δρόμον τελέεις;
μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ,
κἀκεῖ νυνὶ σπεύδεις, ἵν᾿ ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσῃς;
συνέλθω σοι, τέκνον, ἢ μείνω σε μᾶλλον;
δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με,
ὁ ἁγνὴν τηρήσας με,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

Οἶκοι

α´
Τὸ παιδί Της ἡ Μητέρα καθὼς ἔβλεπε
νὰ Τὸ πηγαίνουν στὸ θάνατο, κατάκοπη ἀκολουθοῦσεν ἡ Μαρία
μαζὶ μ᾿ ἄλλες γυναῖκες καὶ τοῦτα ἔλεγε:
«Ποῦ πορεύεσαι, Τέκνο; Γιὰ ποιὸ λόγο βιαστικὸς τὸ δρόμο τρέχεις;
Μήπως κι ἄλλος γάμος εἶναι στὴν Κανᾶ,
καὶ γιὰ ῾κεῖ τραβᾶς ἐτώρα, κρασὶ ἀπ᾿ τὸ νερὸ γιὰ νὰ τοὺς φτιάξης;
Νὰ ῾ρθῶ μαζί Σου, Τέκνο μου, ἢ νὰ Σὲ περιμένω;
Ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, ἐμένα ἀμίλητος μὴν προσπεράσης,
Ἐσὺ π᾿ Ἁγνὴ μὲ φύλαξες,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».
β´
Οὐκ ἤλπιζον, τέκνον, ἐν τούτοις ἰδεῖν σε
οὐδ᾿ ἐπίστευόν ποτε ἕως τούτου τοὺς ἀνόμους ἐκμανῆναι
καὶ ἐκτείναι ἐπὶ σὲ χεῖρας ἀδίκως,
ἔτι γὰρ τὰ βρέφη τούτων κράζουσί σοι τὸ «εὐλογημένος».
ἀκμὴν δὲ βαΐων πεπλησμένη ἡ ὁδὸς
μηνύει τοῖς πᾶσι τῶν ἀθέσμων τὰς πρὸς σὲ πανευφημίας.
καὶ νῦν τίνος χάριν ἐπράχθη τὸ χεῖρον;
γνῶναι θέλω, οἴμοι, πῶς τὸ φῶς μου σβέννυται,
πῶς σταυρῷ προσπήγνυται
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
β´
Δὲν τὸ περίμενα, Παιδί μου, σὲ τέτοια νὰ Σὲ δῶ,
καὶ ποτὲ δὲν ἐπίστευα πὼς θά ῾φταναν οἱ ἄνομοι σὲ τέτοια μανία
καὶ χέρια θ᾿ ἅπλωναν ἄδικα ἐπάνω Σου.
Ἀφοῦ ἀκόμα τ᾿ ἀθῷα τους βρέφη Σοῦ κράζουν τὸ «Εὐλογημένος»,
κι ἀπ᾿ τὰ βάγια ἀκόμη γεμάτος ὁ δρόμος
καὶ διαλαλεῖ στὸν καθένα τὰ παινέματα ποὺ Σοῦ ῾πλεξαν οἱ ἄνομοι.
Καὶ τώρα γιὰ ποιὸ λόγο ἔγινε τὸ κακό;
Θέλω νὰ μάθω, ἀλλοίμονο, πῶς χάνεται τὸ φῶς μου;
Πῶς στὸ Σταυρὸ καρφώνεται
Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
γ´
Ὑπάγεις, ὢ τέκνον, πρὸς ἄδικον φόνον
καὶ οὐδεὶς σοὶ συναλγεί, οὗ συνέρχεται σοὶ Πέτρος
ὁ εἰπῶν σοι,
«οὐκ ἀρνοῦμαί σε ποτέ, κἂν ἀποθνῄσκω».
ἔλιπέ σε Θωμᾶς ὁ βοήσας, «μετ᾿ αὐτοῦ θάνωμεν πάντες».
οἱ ἄλλοι Δὲ πάλιν, οἱ οἰκεῖοι καὶ γνωστοὶ
καὶ μέλλοντες κρίνειν τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποῦ εἰσιν ἄρτι;
οὐδεὶς ἐκ τῶν πάντων, ἀλλ᾿ εἰς ὑπὲρ πάντων
θνῄσκεις, τέκνον, μόνος, ἀνθ᾿ ὧν πάντας ἔσωσας,
ἀνθ᾿ ὧν πᾶσιν ἤρεσας,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
γ´
Πηγαίνεις, Παιδί μου, σὲ ἄδικο φόνο
καὶ κανεὶς δὲν Σὲ πονεῖ. Ὁ Πέτρος δὲν ἔρχεται μαζί Σου,
ποὺ Σοῦ εἶπε:
«Ποτὲ δὲν Σ᾿ ἀρνοῦμαι κι ἂν χρειαστῇ νὰ πεθάνω».
Σ᾿ ἄφησε ὁ Θωμᾶς ποὺ ἐδήλωσε: «Ἃς πεθάνουμε ὅλοι μαζί Του».
Καὶ οἱ ἄλλοι ἀκόμα, οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ
καὶ ποὺ πρόκειται νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τώρα ποῦ βρίσκονται;
Κανένας ἀπ᾿ ὅλους καὶ Ἕνας γιὰ ὅλους.
Πεθαίνεις, Τέκνο μου, Μόνος, μιᾶς καὶ ὅλους τοὺς ἔσωσες,
μιᾶς καὶ φέρθηκες ὄμορφα σ᾿ ὅλους,
Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
δ´
Τοιαῦτα Μαρίας ἐκ λύπης βαρείας
καὶ ἐκ θλίψεως πολλῆς κραυγαζούσης καὶ κλαιούσης,
ἐπεστράφη
πρὸς αὐτὴν ὁ ἐξ αὐτῆς οὕτω βοήσας,
«Τὶ δακρύεις, μήτηρ; τὶ ταῖς ἄλλαις γυναιξὶ συναποφέρῃ;
μὴ πάθω; μὴ θάνω; πῶς οὖν σώσω τὸν Ἀδάμ;
μὴ τάφον οἰκήσω; πῶς ἑλκύσω πρὸς ζωὴν τοὺς ἐν τῷ ᾍδῃ;
καὶ μὴν καθὼς οἶδᾳς ἀδίκως σταυροῦμαι,
τὶ οὖν κλαίεις, μήτηρ; μᾶλλον οὕτω κραύγασον
ὅτι «θέλων ἔπαθεν,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
δ´
Ἐνῷ τέτοια ἡ Μαρία μὲ λύπη μεγάλη
καὶ θλῖψι πολλὴ ἔλεγε καὶ ἔκλαιγε,
Τὴν κοίταξε ὁ Γιός Της καὶ Τῆς μίλησε:
«Γιατί σὲ πῆραν, Μητέρα, τὰ κλάματα; Γιατί Σὲ
παρασύρουν οἱ ἄλλες γυναῖκες;
Μὴν πάθω, φοβᾶσαι; Μὴν ἀποθάνω; Μὰ πῶς θὰ σώσω
τὸν Ἀδάμ;
Μὴν κατέβω στὸν τάφο; Πῶς θὰ φέρω στὴ ζωὴ τοὺς
πεθαμένους;
Κι ὅπως πράγματι βλέπεις σταυρώνομαι ἄδικα.
Γιατί κλαῖς, λοιπόν, Μητέρα; Μᾶλλον φώναξε καὶ λέγε
πῶς «θέλοντας ἔπαθεν
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ε´
Ἀπόθου, ὦ μῆτερ, τὴν λύπην ἀπόθου,
οὐ γὰρ πρέπει σε θρηνεῖν, ὅτι κεχαριτωμένη ὠνομάσθης,
τὴν οὖν κλῆσιν τῷ κλαυθμῷ μὴ συγκαλύψῃς,
μὴ ταῖς ἀσυνέτοις ὁμοιώσῃς ἑαυτήν, πάνσοφε κόρη,
ἐν μέσῳ ὑπάρχεις τοῦ νυμφῶνος τοῦ ἐμοῦ.
μὴ οὖν ὥσπερ ἔξω ἱσταμένη τὴν ψυχὴν καταμαράνῃς.
τοὺς ἐν τῷ νυμφῶνι ὡς δούλους σου φώνει,
πᾶς γὰρ τρέχων τρόμῳ ὑπακούσει σου, σεμνή,
ὅταν εἴπῃς, «ποῦ ἐστιν
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ε´
Μὴ λυπᾶσαι, Μητέρα, μὴ λυπᾶσαι.
Μιᾶς καὶ ὁ θρῆνος δὲν Σοῦ πρέπει, ἀφοῦ Σὲ εἶπαν «Κεχαριτωμένη».
Μὴν ἐπισκιάσης, λοιπόν, τὸ ὄνομα αὐτὸ μὲ τὸ θρῆνο.
Μὴν κατατάξης, πρόσεξε, τὸν Ἑαυτό Σου μὲ τὶς ἄμυαλες, Πάνσοφη Κόρη.
Βρίσκεσαι μέσα στὸ Νυμφῶνα τὸ δικό μου.
Μή, λοιπόν, καταμαράνης τὴ ψυχή, σὰν νὰ βρίσκεσαι ἀπέξω.
Ὅσους εἶναι μέσα στὸ Νυμφῶνα δικούς Σου νὰ τοὺς ὀνομάζῃς.
Μιᾶς καὶ καθένας π᾿ ἀγωνίζεται περίφοβος θὰ Σὲ ἀκούση, Ἁγιασμένη,
ὅταν εἰπῇς: «ποὺ βρίσκεται
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
στ´
Πικρὰν τὴν ἡμέραν τοῦ πάθους μὴ δείξῃς,
δι᾿ αὐτὴν γὰρ ὁ γλυκὺς οὐρανόθεν νῦν κατῆλθον
ὡς τὸ μάννα,
οὐκ ἐν ὄρει τῷ Σινᾷ, ἀλλ᾿ ἐν γαστρί σου.
ἔνδοθεν γὰρ ταύτης ἐτυρώθην, ὡς Δαυὶδ προανεφώνει,
τὸ τετυρωμένον ὅρος νόησον, σεμνή,
ἐγὼ γὰρ ὑπάρχω, ὅτι λόγος ὧν ἐν σοὶ σὰρξ ἐγενόμην,
ἐν ταύτη οὖν πάσχω, ἐν ταύτῃ καὶ σῴζω,
μὴ οὖν κλαίης, μῆτερ, μᾶλλον κράξον ἐν χαρᾷ,
«θέλων πάθος δέχεται
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
στ´
Πικρὴ τοῦ Πάθους τὴν ἡμέρα μὴ τὴ κάνῃς,
μιᾶς κι ὁ Γλυκὸς Ἐγὼ γι᾿ αὐτὴν τώρα ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ κατέβηκα
σὰν τὸ Μάννα,
ὄχι στὸ ὅρος τὸ Σινά, ἀλλὰ μέσ᾿ στὴν κοιλιά Σου.
Μέσα της δηλαδὴ σαρκώθηκα, ὅπως τὸ πρόβλεψ᾿ ὁ Δαβίδ.
Θυμήσου, Κόρη, τὸ Βουνὸ τὸ δυνατὸ καὶ πλούσιο,
εἶμαι Ἐγὼ ἀληθινά, γιατὶ Λόγος ὑπάρχων μέσα Σου
ἄνθρωπος ἔγινα.
Πάσχω, λοιπόν, ὡς ἄνθρωπος καὶ μὲ ἐτοῦτο σῴζω.
Μητέρα πιὰ Ἐσὺ μὴν κλαίς. Φώναξε μᾶλλον μὲ χαρά:
«δέχεται θεληματικᾶ τὸ Πάθος
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ζ´
«Ἰδού», φησί, «τέκνον, ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν μου
τὸν κλαυθμὸν ἀποσοβῶ, τὴν καρδίαν μου συντρίβω
ἐπὶ πλεῖον,
ἀλλ᾿ οὐ δύναται σιγᾶν ὁ λογισμός μου,
τό μοι λέγεις, σπλάγχνον, «εἰ μὴ θάνω, ὁ Ἀδὰμ
οὐχ ὑγιαίνει»;
καὶ μὴν ἄνευ πάθους ἐθεράπευσας πολλούς,
λεπρὸν γὰρ καθήρας καὶ οὐκ ἤλγησας οὐδέν, ἀλλ᾿ ἠβουλήθης,
παράλυτον σφίγξας οὐ κατεπονήθης,
πῆρον πάλιν λόγῳ ὀμματώσας, ἀγαθέ,
ἀπαθὴς μεμένηκας,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ζ´
«Ναί, Τέκνο», ἀπαντάει, «ἀπὸ τὰ μάτια μου
Τὸ κλάμα σταματῶ καὶ σφίγγω τὴν καρδιά μου ἀκόμα
πιὸ πολύ,
ὁ λογισμός μου ὅμως νὰ σωπάση δὲν μπορεῖ.
Σπλάχνο, τί μου λές: «Ἂν δὲν πεθάνω, ὁ Ἀδὰμ
δὲ γιατρεύεται;»
Κι ὅμως δίχως Πάθος ἐθεράπευσες πολλούς.
Τὸ λεπρό, γιὰ παράδειγμα, καθάρισες καὶ καθόλου δὲν
πόνεσες, τὸ θέλησες κι ἔγινε.
Τὸν παράλυτο στέριωσες καὶ κούραση δὲν ἔνοιωσες.
Καὶ στὸν ἀνάπηρο ἔδωκες μάτια, Καλέ μου, μὲ λόγο
καὶ δὲν ἔπαθες τίποτα, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
η´
Νεκροὺς ἀναστήσας νεκρὸς οὐκ ἐγένου,
οὐδ᾿ ἐτέθης ἐν ταφῇ, υἱέ μου καὶ ζωή μου,
πῶς οὖν λέγεις,
«εἰ μὴ πάθω, ὁ Ἀδὰμ οὐχ ὑγιαίνει»;
κέλευσον, σωτήρ μου, καὶ ἐγείρεται εὐθὺς κλίνην
βαστάζων.
εἰ δὲ καὶ ἐν τάφῳ κατεχώσθη ὁ Ἀδάμ,
ὡς Λάζαρον τάφου ἐξανέστησας φωνή, οὕτως καὶ τοῦτον,
δουλεύει σοι πάντα ὡς πλάστῃ τῶν πάντων,
τὶ οὖν τρέχεις, τέκνον; μὴ ἐπείγου πρὸς σφαγήν,
μὴ φιλῇς τὸν θάνατον,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου.
η´
Πεθαμένους ἀνάστησες, μὰ Νεκρὸς δὲν θὰ γίνῃς,
καὶ ταφὴ δὲν θὰ λάβης, Παιδί μου καὶ Ζωή μου. Καὶ
πῶς λές,
«ἂν δὲν πεθάνω ὁ Ἀδὰμ γιατρειὰ δὲ βρίσκει»;
Σωτῆρα μου, διάταξε καὶ ἀμέσως σηκώνεται τὸ
κρεββάτι βαστώντας.
Ἂν καὶ μέσα στὸν τάφο ὁ Ἀδὰμ καταχώθηκε,
ὅπως τὸ Λάζαρο ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μὲ φωνὴ ἔβγαλες ἔξω,
ἔτσι καὶ τοῦτον ἀνάστησε.
Ὅλα Σὲ ὑπηρετοῦνε, ὡς Δημιουργὸ τῶν πάντων.
Τί, λοιπόν, Παιδί μου, τρέχεις; Νὰ σφαγῆς μὴν ἐπείγεσαι,
τὸ θάνατο μὴν ἀγαπᾷς, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.»
θ´
«Οὐκ οἶδᾳς, ὦ μῆτερ, οὐκ οἶδᾳς ὃ λέγω,
διὸ ἄνοιξον τὸν νοῦν καὶ εἰσοίκισοιν τὸ ῥῆμα ὃ ἀκούεις,
καὶ αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν νόει ἃ λέγω,
οὗτος, ὃν προεῖπον, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ὁ ἀρρωστήσας
οὐ μόνον τὸ σῶμα ἀλλὰ γὰρ καὶ τὴν ψυχήν,
ἐνόσησε θέλων, οὐ γὰρ ἤκουσεν ἐμοῦ καὶ κινδυνεύει,
γνωρίζεις ὁ λέγω, μὴ κλαύσης οὖν, μῆτερ,
μᾶλλον τοῦτο κράξον, «τὸν Ἀδὰμ ἐλέησον
καὶ τὴν Εὕαν οἰκτεῖρον,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
θ´
«Δὲν κατάλαβες, Μητέρα, δὲν κατάλαβες τί λέω.
Ἄνοιξε, λοιπόν, τὸν νοῦ καὶ τὰ λόγια βάλε μέσα, ποὺ σὺ ἀκούεις,
καὶ ἡ Ἴδια ὅσα λέγω κᾶμε τρόπο νὰ νοήσης.
Αὐτὸς ποὺ προανέφερα, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ποὺ ἔπεσεν ἄρρωστος
ὄχι στὸ σῶμα μοναχὰ ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή,
ἀρρώστησε μὲ τὴ θέλησί Του, μιᾶς καὶ δὲν ἄκουσεν
Ἐμένα καὶ βρίσκεται σὲ κίνδυνο.
Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ λέω. Μὴν κλάψης, λοιπόν, Μητέρα,
καλλίτερα ἔτσι φώναξε: «σπλαχνίσου τὸν Ἀδὰμ
καὶ λυπήσου τὴν Εὕα, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ι´
Ὑπὸ ἀσωτίας, ὑπ᾿ ἀδηφαγίας
ἀρρωστήσας ὁ Ἀδὰμ κατηνέχθη ἕως ᾍδου κατωτάτου
καὶ ἐκεῖ τὸν τῆς ψυχῆς πόνον δακρύει.
Εὕα δὲ ἡ τοῦτον ἐκδιδάξασά ποτε τὴν ἀταξίαν
σὺν τούτῳ στενάζει, σὺν αὐτῷ γὰρ ἀρρωστεῖ,
ἵνα μάθωσιν ἅμα τοῦ φυλάττειν ἰατροῦ παραγγελίαν,
συνῆκας κἂν ἄρτι; ἐπέγνως ἃ εἶπον;
πάλιν, μήτηρ, κράξον, «τῷ Ἀδὰμ εἰ συγχωρεῖς,
καὶ τῇ Εὔᾳ, σύγγνωθι,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ι´
Ἀπὸ ἀσωτία, ἀπὸ λαιμαργία
ὁ Ἀδὰμ ἀρρώστησε καὶ γκρεμίστηκε ὡς τοῦ Ἅδη τὰ κατάβαθα
κι ἐκεῖ τὸν πόνο τῆς ψυχῆς τοῦ κλαίει.
Καὶ ἡ Εὕα ποὺ τὸν δίδαξε τότε τὴν ἁμαρτία
μαζί του στενάζει. Καὶ μαζί του εἶναι ἄρρωστη,
γιὰ νὰ μάθουνε κι οἱ δυό του Γιατροῦ τὴν ὁδηγία νὰ κρατᾶνε.
Τώρα τουλάχιστον κατάλαβες; Ἀντελήφθης τὰ ὅσα εἶπα;
Πάλι, Μητέρα, φώναξε: «τὸν Ἀδὰμ ἂν συγχωρᾷς
καὶ τὴν Εὕα συγχώρεσε, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ια´
Ῥημάτων δὲ τούτων ὣς ἤκουσε τότε
ἡ ἀμώμητος ἀμνάς, ἀπεκρίθη πρὸς τὸν ἄρνα,
«Κύριέ μου,
ἔτι ἅπαξ ἂν εἴπω, μὴ ὀργισθῇς μοι,
λέξω σοι ὃ ἔχω, ἵνα μάθω παρὰ σοῦ πάντως ὃ θέλω,
ἂν πάθῃς, ἂν θάνῃς, ἀναλύσεις πρὸς ἑμέ;
ἂν περιοδεύσης σὺν τῇ Εὕᾳ τὸν Ἀδάμ, βλέψω σε πάλιν;
αὐτὸ γὰρ φοβοῦμαι, μήπως ἐκ τοῦ τάφου
ἄνω δράμῃς, τέκνον, καὶ ζητοῦσα σὲ ἰδεῖν
κλαύσω, κράξω, «ποῦ ἐστιν
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ια´
Τοῦτα τὰ λόγια καθὼς ἄκουσεν τότε
ἡ ἀψεγάδιαστη Μητέρα στὸ Παιδὶ Τῆς ἀπάντησε:
«Κύριέ μου,
ἂν ἀκόμα μιὰ φορᾷ Σου μιλήσω, μὴ μοῦ θυμώσης.
Αὐτὸ ποὺ νοιώθω θὰ Σοῦ πῶ γιὰ νὰ μάθω στὰ σίγουρα
αὐτὸ ποὺ θέλω ἀπὸ Σένα.
Ἂν σταυρωθῆς, ἂν πεθάνης, θὰ ξαναρθῇς σὲ μένα;
Ἂν πᾷς γιὰ νὰ γιατρέψης τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα θὰ Σὲ ξαναδῶ;
Ἕνα φοβᾶμαι στ᾿ ἀλήθεια, μήπως, Παιδί μου, ἀπὸ τὸν Τάφο
γιὰ τὸν οὐρανὸ τραβήξης κι Ἐγὼ ποὺ θέλω νὰ Σὲ δῶ,
θὰ κλάψω καὶ θὰ κράξω: «Ποὺ εἶναι
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιβ´
Ὡς ἤκουσε ταῦτα ὁ πάντα γινώσκων
πρὸ γενέσεως αὐτῶν, ἀπεκρίθη πρὸς Μαρίαν,
«Θάρσει, μῆτερ,
ὅτι πρώτη μὲ ὁρᾷς ἀπὸ τοῦ τάφου,
ἔρχομαι σοὶ δείξαι πόσων πόνων τὸν Ἀδὰμ ἐλυτρωσάμην
καὶ πόσους ἱδρῶτας ἔσχον ἕνεκεν αὐτοῦ,
δηλώσω τοῖς φίλοις τὰ τεκμήρια δείκνυς ἐν ταῖς χερσί μου,
καὶ τότε θεάσῃ τὴν Εὔαν, ὢ μῆτερ,
ζῶσαν ὥσπερ πρῴην καὶ βοήσεις ἐν χαρᾷ,
«τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιβ´
Μόλις ἄκουσεν ἐτοῦτα Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα
πρὶν νὰ γίνουν, ἀπεκρίθη στὴ Μαρία:
«Ἔχε θάρρος, Μητέρα,
Γιατὶ Πρώτη θὰ μὲ δῇς μετὰ τὴν Ἀνάστασι.
Θάρθω νὰ Σοῦ δείξω μὲ τί ἄμετρους πόνους τὸν Ἀδὰμ ἐλευθέρωσα
καὶ πόσους ἱδρῶτες γιὰ χάρι τοῦ ἔχυσα.
Θὰ φανερώσω στοὺς φίλους τὰ τεκμήρια στὰ χέρια μου.
Καὶ θ᾿ ἀντικρύσης τὴν Εὕα ἐτότες, Μητέρα,
ζωντανὴ σὰν καὶ πρῶτα καὶ γεμάτη χαρὰ θὰ φωνάξης:
«Τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιγ´
Μικρὸν οὖν, ὦ μῆτερ, ἀνασχοῦ καὶ βλέπεις,
πῶς καθάπερ ἰατρὸς ἀποδύομαι καὶ φθάνω
ὅπου κεῖνται,
καὶ ἐκείνων τὰς πληγὰς περιοδεύω,
τέμνων ἐν τῇ λόγχῃ τὰ πωρώματα αὐτῶν καὶ τὴν σκληρίαν,
λαμβάνω καὶ ὄξος, καὶ ἐπιστύφω τὴν πληγήν,
τῇ σμίλῃ τῶν ἥλων ἀνευρύνας τὴν τομὴν χλαίνη μοτώσω,
καὶ δὴ τὸν σταυρόν μου ὡς νάρθηκα ἔχων
τούτῳ χρῶμαι, μῆτερ, ἵνα ψάλλῃς συνετῶς,
«πάσχων πάθος ἔλυσεν
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιγ´
Λιγάκι γιὰ περίμενε, Μητέρα, καὶ θὰ δῇς,
πῶς σὰν Γιατρὸς τρέχω καὶ φτάνω στὸν τόπο
ὅπου εὑρίσκονται
καὶ τὶς πληγὲς τοὺς θεραπεύω
καὶ μὲ τὴ Λόγχη κόβω τὴν ἀναισθησία τους καὶ τὴ σκληροκαρδία.
Παίρνω καὶ ξύδι καὶ ἀπολυμαίνω τὴν πληγή.
Καὶ μὲ ἰατρικὸ μαχαῖρι τὰ Καρφιὰ θὰ πλατύνω τὴν
τομή, βάζοντας γάζα τὸν Χιτῶνα.
Κι ἔχοντας τὸ Σταυρό μου μάλιστα σὰν ἄλλη θήκη γιὰ τὰ φάρμακα
Αὐτὸν μεταχειρίζομαι, Μητέρα, γιὰ νὰ μπορῇς νὰ ψέλνῃς ταπεινά:
«Πάσχοντας γιάτρεψε τὰ πάθη
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιδ´
Ἀπόθου οὖν, μῆτερ, τὴν λύπην ἀπόθου,
καὶ πορεύου ἐν χαρᾷ, ἐγὼ γὰρ δι᾿ ὃ κατῆλθον
ἤδη σπεύδω
ἐκτελέσαι τὴν βουλὴν τοῦ πέμψαντός με,
τοῦτο γὰρ ἐκ πρώτης δεδογμένον ἢν ἑμοὶ καὶ τῷ πατρί μου,
καὶ τῷ πνεύματί μου οὐκ ἀπήρεσέ ποτε
τὸ ἐνανθρωπῆσαι καὶ παθεῖν με διὰ τὸν παραπεσόντα,
δραμοῦσα οὖν, μῆτερ, ἀνάγγειλον πᾶσιν
ὅτι «πάσχων πλήττει τὸν μισοῦντα τὸν Ἀδὰμ
καὶ νικήσας ἔρχεται
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιδ´
Ἀπόθεσε πλέον τὴ λύπη, Μητέρα,
καὶ πορέψου μὲ χαρά, μιᾶς κι Ἐγὼ γι᾿ αὐτὸ ποὺ κατέβηκα
τώρα βιάζομαι
νὰ ἐκτελέσω τοῦ Πατέρα τὴν ἀπόφασι.
Ἀφοῦ αὐτὸ ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ εἴχαμε ἀποφασίσει ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου
καὶ ποτὲ δὲν ἀπαρνηθῆκε τὸ πνεῦμα μου
ἄνθρωπος νὰ γίνω καὶ νὰ πάθω γιὰ τὸν ἀποπλανημένο.
Λοιπόν, τρέξε, Μητέρα, καὶ μήνυσε σ᾿ ὅλους
πῶς: «Μὲ τὸ Πάθος χτυπάει τὸν Ἅδη, τοῦ Ἀδὰμ τὸν ἐχθρὸ
καὶ σὰν νικήσῃ ἔρχεται
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιε´
«Νικῶμαι, ὦ τέκνον, νικῶμαι τῷ πόθῳ
καί οὐ στέγω ἀληθῶς, ἵν᾿ ἐγὼ μὲν ἐν θαλάμῳ,
σὺ δ᾿ ἐν ξύλῳ,
καὶ ἑγὼ μὲν ἐν οἰκίᾳ, σὺ δ᾿ ἐν μνημείῳ,
ἄφες οὖν συνέλθω, θεραπεύει γὰρ ἑμὲ τὸ θεωρεῖν σε,
κατιδῷ τὴν τολμᾶν τῶν τιμώντων τὸν Μωσῆν,
αὐτὸν γὰρ ὡς δῆθεν ἐκδικοῦντες οἱ τυφλοὶ κτείναι σὲ ᾖλθον.
Μώσης δὲ τοιοῦτο τῷ Ἰσραὴλ εἶπεν
ὅτι, «μέλλεις βλέπειν ἐπὶ ξύλου τὴν ζωήν»
ἡ ζωὴ δέ τίς ἐστιν;
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιε´
«Νικιέμαι, Παιδί μου, ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη νικιέμαι
καὶ στ᾿ ἀλήθεια δὲν ἀντέχω, ἐγὼ νὰ βρίσκομαι στὸ σπίτι
καὶ Σὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό,
ἐγὼ μέσα στὸ οἴκημα κι Ἐσὺ μέσα στὸ Μνῆμα.
Ασε μὲ τὸ λοιπὸν κοντά Σου. Μοῦ κάνει πράγματι καλὸ τὸ νὰ Σὲ βλέπω.
Νὰ δῶ τὸ τόλμημα αὐτῶν, ποὺ τιμοῦν τὸν Μωυσῆ,
μιᾶς καὶ μὲ πρόσχημα πὼς αὐτὸν ὑποστηρίζουν ἔρχονται
οἱ τυφλοὶ Ἐσένα νὰ φονέψουν.
Κι αὐτὸ ὁ Μωυσῆς γιὰ τοὺς Ἑβραίους τὸ προφήτεψε
πῶς «κάποτε θὰ δεῖτε τὴ Ζωὴ πάνω στὸ Ξύλο».
Καὶ ποιὸς εἶναι ἡ Ζωή;
Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιστ´
«Οὐκοῦν εἰ συνέρχει, μὴ κλαύσῃς, ὢ μῆτερ,
μηδὲ πάλιν πτοηθῇς, ἐὰν ἴδῃς σαλευθέντα τὰ στοιχεῖα,
τὸ γὰρ τόλμημα δονεῖ πᾶσαν τὴν κτίσιν,
πόλος ἐκτυφλούται καὶ οὐκ ἀνοίγει ὀφθαλμόν,
ἕως ἂν εἴπω,
ἡ γῆ σὺν θαλάσσῃ τότε σπεύσουσι φυγεῖν,
ναὸς τὸν χιτῶνα ῥήξει τότε κατὰ τῶν ταῦτα τολμώντων,
τὰ ὅρη δονοῦνται, οἱ τάφοι κενοῦνται,
ὅταν ἴδῃς ταῦτα, ἐὰν πτήξης ὡς γυνή,
κράξον πρὸς μέ, «φεῖσαί μου,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιστ´
Λοιπόν, ἂν μείνης μαζί μου, μὴν κλάψης, Μητέρα,
οὔτε καὶ νὰ φοβηθῆς, ἂν ἰδῆς νὰ σαλεύουν τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου,
γιατὶ τοῦτο τὸ τόλμημα συγκλονίζει τὴν πλάσι.
Χάνει τὸ φῶς ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἀνοίγει μάτι μέχρι νὰ
τοῦ πῶ.
Ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα τότε θὰ τρέξουν νὰ φύγουν.
Τότε ὁ Ναὸς τὸ καταπέτασμα θὰ σχίσει γιὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὰ τολμοῦν.
Τὰ ὄρη τραντάζονται, οἱ τάφοι ἀδειάζουν.
Ὅταν ἐτοῦτα ἀντικρύσης, ἂν σὰν γυναῖκα φοβηθῆς,
κρᾶξε σὲ μένα: «Γλύτωσέ με, Σύ,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιζ´
Υἱὲ τῆς παρθένου, θεὲ τῆς παρθένου
καὶ τοῦ κόσμου ποιητά, σὸν τὸ πάθος, σὸν τὸ βάθος
τῆς σοφίας,
σὺ ἐπίστασαι ὁ ἧς καὶ ὁ ἐγένου,
σὺ παθεῖν θελήσας κατηξίωσας ἐλθεῖν ἀνθρώπους σῶσαι,
σὺ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἦρας ὡς ἀμνός,
σὺ ταύτας νεκρώσας τῇ σφαγῇ σου, ὁ σωτήρ, ἔσωσας πάντας,
σὺ εἰ ἐν τῷ πάσχειν καὶ ἐν τῷ μὴ πάσχειν,
σὺ εἶ θνῄσκων, σῴζων, σὺ παρέσχες τῇ σεμνῇ
παρρησίαν κράζειν σοι,
«Ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
ιζ´
Υἱὲ τῆς Παρθένου, Θεὲ τῆς Παρθένου
καὶ Δημιουργὲ τοῦ κόσμου, δικό Σου τὸ Πάθος καὶ τὸ
βάθος τῆς σοφίας.
Ἐσὺ ξέρεις αὐτὸ ποὺ ἤσουν κι αὐτὸ ποὺ ἔγινες.
Ἐσὺ τὸ θέλησες νὰ πάθῃς καὶ καταδέχθηκες νἀρθῆς νὰ
σώσῃς τοὺς ἀνθρώπους.
Σὺ τὰ δικά μας κρίματα ὡσὰν Ἀρνὶ ἐσήκωσες.
Ἐσὺ αὐτὰ θανάτωσες μὲ τὴ σφαγή Σου, Λυτρωτῆ, καὶ
ὅλους ἐλευθέρωσες.
Εἶσαι ὁ ἴδιος καὶ ὅταν πάσχῃς καὶ ὅταν δὲν πάσχῃς.
Ἐσύ ῾σαι ποὺ πεθαίνεις καὶ σῴζεις. Ἐσὺ ἔδωκες στὴ Σεμνὴ
Τὸ θάρρος νὰ σοῦ φωνάζει:
«Ὢ Υἱὲ καὶ Θεέ μου».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ ………………………………2010 Μ.Χ.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίας, Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ

GortynosIeremias.JPG

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ EΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

† Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ

ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ

ΚΑΤΗΧΗΣΗ

  ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ

Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

1. Στά κηρύγματά μας, ἀδελφοί χριστιανοί, ἑρμηνεύουμε τούς ἱερούς Κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Στό προηγούμενο κήρυγμα μιλήσαμε γιά τόν πρῶτο κανόνα, πού μᾶς ἔλεγε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νά χειροτονεῖται ὄχι μόνο ἀπό ἕναν Ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀπό τρεῖς ἤ τοὐλάχιστον ἀπό δύο Ἐπισκόπους. Οἱ Διαταγές τῶν Ἀποστόλων διατάσσουν ὅτι ἐκεῖνος πού θά χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος ἀπό ἕναν Ἐπίσκοπο νά καθαιρεῖται, ἐκτός μόνο ἄν ἔχουμε περίπτωση διωγμοῦ ἤ κάποια ἄλλη αἰτία, πού δέν μποροῦν νά συναχθοῦν ἄλλοι Ἐπίσκοποι. Ἀλλά καί στήν περίπτωση αὐτή πρέπει οἱ ἄλλοι Ἐπίσκοποι νά δηλώσουν ἐγγράφως τήν συγκατάθεσή τους νά γίνει ἡ χειροτονία τοῦ ἐκλεγέντος εἰς Ἐπίσκοπο ἀπό ἕναν Ἐπίσκοπο.
2. Σήμερα θά σᾶς μιλήσω γιά τόν Δεύτερο Ἀποστολικό Κανόνα πού λέγει, συμπληρωματικά πρός τόν Πρῶτο Κανόνα, ὅτι ἄν γιά τήν χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου ἀπαιτοῦνται τρεῖς ἤ δύο τοὐλάχιστον Ἐπίσκοποι, ὅμως ἡ χειροτονία τοῦ Πρεσβυτέρου καί τοῦ Διακόνου καί τῶν «λοιπῶν κληρικῶν» γίνεται ἀπό ἕναν Ἐπίσκοπο. Κατανοοῦμε εὔκολα τόν Κανόνα αὐτόν: Ὁ ἀνώτερος στόν βαθμό Ἐπίσκοπος χειροτονεῖ τόν λαϊκό σέ Διάκονο ἤ τόν Διάκονο σέ Πρεσβύτερο, γιατί εἶναι κατώτεροι βαθμοί αὐτοί ἀπό τόν βαθμό τοῦ Ἐπισκόπου. Φτάνει ἕνας Ἐπίσκοπος γιά τήν χειροτονία τους. Γιά τήν χειροτονία ὅμως τοῦ Πρεσβυτέρου σέ Ἐπίσκοπο δέν ἀρκεῖ ἕνας Ἐπίσκοπος, ἐπειδή πρόκειται γιά τήν χειροτονία σέ ἴσο βαθμό· γι᾽ αὐτό καί ἀπαιτοῦνται περισσότεροι τοῦ ἑνός Ἐπίσκοποι, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Πρῶτος Ἀποστολικός Κανόνας. Εἴπαμε σχετικά μέ αὐτό καί στό προηγούμενο κήρυγμά μας.
3. Ἑρμηνεύοντες τόν Δεύτερο Ἀποστολικό Κανόνα σήμερα, ἀδελφοί, θά ἐπιμείνουμε περισσότερο στήν ἔκφραση τοῦ Κανόνα «λοιποί κληρικοί», οἱ ὑπόλοιποι δηλαδή κληρικοί, πού χειροτονοῦνται καί αὐτοί ἀπό τόν Ἐπίσκοπο. Οἱ κύριοι βαθμοί τῶν κληρικῶν, ὅπως ξέρουμε, εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ Πρεσβύτερος καί ὁ Διάκονος. Οἱ «λοιποί»  κληρικοί ποιοί εἶναι; Εἶναι οἱ Ὑποδιάκονοι, οἱ Ψάλτες καί οἱ Ἀναγνῶστες. Καί αὐτοί, γιά νά διακονήσουν στό ἔργο πού κάνουν, χειροτονοῦνται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο. Ἔτσι λέγει ὁ Κανόνας.
Τό πρῶτο πού ἔχω νά πῶ, ἀδελφοί, ἀπό αὐτό πού μᾶς λέγει ὁ Κανόνας εἶναι ὅτι οἱ Ψάλτες καί οἱ Ἀναγνῶστες, πού διαβάζουν τά ἱερά ἀναγνώσματα στήν Ἐκκλησία, εἶναι καί αὐτοί κληρικοί καί ἔτσι πρέπει νά τούς βλέπετε. Νά τούς βλέπετε μέ σεβασμό καί ἱεροπρέπεια, γιατί εἶναι ἱερή ἡ θέση πού ἔχουν καί εἶναι ἱερό καί ἅγιο τό διακόνημα πού κάνουν. Ὑμνοῦν τόν Θεό καί στήν θεία Λειτουργία διαλέγονται μέ τόν Ἱερέα καί «παίζεται» μέ τήν ψαλμωδία τους τό ἱερό δρᾶμα τοῦ θείου Μυστηρίου, στό ὁποῖο μετέχουν καί οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ. Οἱ Ἱεροψάλτες εἶναι ἀντιπρόσωποι τοῦ λαοῦ, ὅταν τελεῖται ἡ θεία λατρεία στόν ἱερό Ναό.
3. Ἀπό αὐτό ὅμως πού λέγουμε πρέπει καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἱεροψάλτες νά νοήσουν τό ἱερό τους ἔργο, νά νοήσουν, δηλαδή, ὅτι εἶναι κατώτεροι κληρικοί, καί νά τιμοῦν λοιπόν τήν ἱερή τους θέση μέ τήν ἱεροπρεπῆ τους συμπεριφορά. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἱεροψάλτες στήν θεία Λειτουργία ψάλλοντες τόν Χερουβικό ὕμνο λέγουν: «Οἱ τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες». Ὅτι δηλαδή αὐτοί πού ψάλλουν αὐτόν τόν ὕμνον, οἱ «προσάδοντες τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τόν Τρισάγιον Ὕμνον», εἰκονίζουν τά Χερουβίμ, πού κάνουν τό ἴδιο στόν οὐρανό. Καί ὅπως οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ, οἱ ἀναμάρτητοι, μέ φόβο καί πολλή κατάνυξη ὑμνοῦν τόν Κύριο Σαβαώθ (βλ. τό 6ο κεφ. τοῦ Ἠσαΐου), ἔτσι μέ εὐλαβῆ καί σεμνή στάση οἱ Ἱεροψάλτες πρέπει νά ψάλλουν τόν Κύριο στήν θεία Λατρεία.
4. Καί αὐτοί οἱ κατώτεροι Κληρικοί, οἱ Ἱεροψάλτες καί ἀναγνῶστες, γιά νά ἀσκοῦν τήν ἱερή τους διακονία πρέπει νά ἔχουν χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου. Χωρίς νά γίνει αὐτό δέν ἐπιτρέπεται νά ψάλλουν, γιατί τό ἀπαγορεύει ὁ 33ος Κανόνας τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιά τόν ὁποῖο θά μιλήσουμε ἄλλοτε. Ἀλλά καί κατά τόν Κανόνα πού ἑρμηνεύουμε, οἱ Ἱεροψάλτες ὑπάγονται στούς «λοιπούς κληρικούς» καί ἄρα πρέπει νά ἔχουν καί αὐτοί χειροτονία ἀπό τόν Ἐπίσκοπο. Εἶπα «χειροτονία». Ὅμως, ἕνας πολύ καλός ἑρμηνευτής τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὁ Ζωναρᾶς, λέγει ὅτι γιά τούς Ἱεροψάλτες εἶναι καλύτερα νά λέγουμε ὄχι νά «χειροτονοῦνται», ἀλλά νά «χειροθετοῦνται». Νά «σφραγίζονται» πρῶτα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο στήν κεφαλή μέ τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί ἔπειτα νά «χειροθετοῦνται». Ἡ χειροτονία εἶναι κυρίως γιά τόν Ἐπίσκοπο, τόν Πρεσβύτερο καί τόν Διάκονο, καί γίνεται ἐντός τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θυσιαστηρίου. Ἡ εὐλογία τοῦ Ἱεροψάλτου καί τοῦ Ἀναγνώστου γίνεται ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί λέγεται «χειροθεσία». Ὁ Κανόνας ὅμως πού ἑρμηνεύουμε, ὁ Δεύτερος Ἀποστολικός Κανόνας, γιά ὅλους, καί γιά τούς κατώτερους κληρικούς, χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «χειροτονία».
5. Σᾶς κούρασα, χριστιανοί μου, μέ αὐτά πού σᾶς εἶπα σήμερα, ἀλλά τό κήρυγμα εἶναι καί μία μαθητεία, γιά τήν ὁποία οὔτε ἐμεῖς οἱ κληρικοί σας πρέπει νά εἴμαστε ὀκνηροί γιά νά τήν ποῦμε, ἀλλά οὔτε καί σεῖς οἱ λαϊκοί πρέπει νά εἶστε ἀπρόθυμοι γιά νά τήν ἀκούσετε. Παρακαλῶ νά φιλοτιμεῖστε στό νά μαθαίνετε καί νά σπουδάζετε ὅλο καί περισσότερα ἀπό τά ὡραῖα πού ἔχει ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ἔτσι θά γίνετε συνειδητοί καί προοδευμένοι χριστιανοί.
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας


Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Παντοκράτωρ στο Παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου

"Κύριος Παντοκράτωρ"

Δημοσίευσηαπό angieholi » Παρ Μαρ 23, 2012 5:54 pm
από το Άγιον Όρος...

Ο Παντοκράτωρ του Καθολικού της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου
Εικόνα



Ο Παντοκράτωρας του Καθολικού της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας
Εικόνα



Ο Παντοκράτωρ στο νέο Καθολικό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος
Εικόνα



Σκήτη του Αγίου Ανδρέα
Εικόνα



Ιερά Μονή Χιλανδαρίου
Εικόνα



Ιερά Μονή Φιλοθέου
Εικόνα



Ιερά Μονή Παντοκράτορος
Εικόνα


(συνεχίζονται...)


Σημείωση: Επειδή όλες οι φωτογραφίες είναι από το ίντερνετ και φυσικά δεν έχω την δυνατότητα να ξέρω αν όντως είναι σωστές, αν κάποιος λοιπόν βρει κάπου λάθος ας με ειδοποιήσει να το διορθώσω...
Φώς στους μοναχούς είναι οι Άγγελοι... και φώς στους κοσμικούς οι Μοναχοί...
Άβαταρ μέλους
angieholi
Συντονιστής
Συντονιστής
 
Δημοσιεύσεις: 3227
Εγγραφή: Τρί Μάιος 05, 2009 8:25 pm
Τοποθεσία: Αγγελική@Αθήνα

Re: "Κύριος Παντοκράτωρ"

:25 :25 :25 :8 :8 :8 της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος :8 :8 :8
+


Εικόνα



Ο Παντοκράτωρ στον τρούλο του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου
Εικόνα



Ο Παντοκράτωρ του Καθολικού της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα
Εικόνα



Ο Παντοκράτωρ του Καθολικού της Ιεράς Μονής Γρηγορίου
Εικόνα

ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ



ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ
 π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ
  
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει εκείνο που χα­ρακτηρίζει τη Θεία ύπαρξη και την ξεχωρίζει από τα κτι­στά δημιουργήματα· δεν μπορεί δηλαδή να γνωρίσει την ουσία τού Θεού. Ο Μωυσής, ο αγνός δούλος τού Θεού απαιτεί: «Εάν λοιπόν βρήκα χάρη ενώπιον Σου, φανέρω­σέ μου τον εαυτό Σου και να πεισθώ πως βρήκα χάρη ε­νώπιόν Σου και πως είναι ο λαός Σου το μεγάλο αυτό έ­θνος» (Εξ. λγ' 13). Όμως ο Κύριος τού απαντά: «δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπο μου˙ γιατί δεν μπορεί ο άν­θρωπος να δει το πρόσωπο μου και να ζήσει» (Εξ. λγ' 20).
 Η Ουσία τού Θεού είναι απρόσιτη και ακοινώνητη· ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει την Ουσία τού Θεού, ούτε μπορεί να ενωθεί με Αυτήν. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τα μόνα πρόσωπα που γνωρίζουν την Ουσία τού Θεού (Ματθ. ια' 27. Ιω. α' 18. Α' Κορ. β' 10), είναι κοινωνοί της Θείας Ουσίας, έχουν θεϊκή φύση, χω­ρίς όμως να αποτελούν «άλλους Θεούς», γιατί πρόκειται για τον ενυπόστατο Λόγο και το ενυπόστατο Πνεύμα τού Ενός και Μοναδικού Θεού!
 Αλλά ο απρόσιτος και ακοινώνητος κατά την ουσία Θεός δεν μένει ανενέργητος˙ όταν ο άνθρωπος αγαπά, τό­τε ο Θεός απαντά στην αγάπη τού ανθρώπου με την δική Του αγάπη (Ιω. ιδ' 23)- «τον Θεό δεν Τον έχει δει κανείς· εάν αγαπούμε αλλήλους, ο Θεός μένει μέσα μας και η α­γάπη Του έχει γίνει τέλεια μέσα μας. Με τούτο γνωρίζου­με ότι μένουμε "εν αυτώ" και Αυτός "εν ημίν", γιατί μας έδωκε από το Πνεύμα Του» (Α' Ιω. δ' 12-13).
 Η αγαπητική αυτή κίνηση τού Θεού δεν είναι κάτι έ­ξω από την ουσία τού Θεού· είναι ακτινοβολία της Θείας φύσης και πραγματική κοινωνία τού ανθρώπου με τον Θεό, κατά την οποια ο άνθρωπος γίνεται «κατοικητήριο τού Θεού» (Εφεσ. β' 22. Πρβλ. Α' Κορ. γ'16-17).
 «Η Θεία δύναμη τού Θεού μας δώρησε όσα συντελούν στη ζωή και στην ευσέβεια δια της επίγνωσης Ε­κείνου που μας κάλεσε με τη δική Του δόξα και δύναμη. Δι’ αυτών μας εδώρισε τις πολύτιμες και μέγιστες υπο­σχέσεις, ώστε να αποφεύγετε με αυτές την διαφθορά που υπάρχει στον κόσμο λόγω των κακών επιθυμιών και να γίνετε κοινωνοί θείας φύσης» (Β' Πέτρ. α' 3-4).
«Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη... Πως είναι δυνατό αυ­τό; Είναι τόσο ανεξήγητο, όσο ακατάληπτο και ανεξι­χνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας τού κόσμου "εκ τού μηδενός". Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία τού ουρανίου Πατρός, ώστε ο κτισθείς "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση", είναι προικισμένος με την ικανότητα να δε­χθεί την θέωση, να γίνει δηλαδή κοινωνός της θείας ζωής, να λάβει το θειο τρόπο υπάρξεως, να γίνει Θεός κα­τά χάρη» (Γέροντας Σωφρόνιος).
 Αυτό που αγγίζει τον άνθρωπο δεν είναι κάτι το κτι­στό· πρόκειται πράγματι για Θεο-κοινωνία, γιατί η χάρη τού Θεού προέρχεται από την ίδια τη φύση τού Θεού- εί­ναι άκτιστη!
 Η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών τού Θεού και η παραδοχή ότι δεν πρόκειται για κάτι που προέρχεται έξω από τη φύση του Θεού (κτιστό), αλλά για την ενέργεια της θείας φύσης, κάνει δυνατή αυτή τη Θεο-κοινωνία, ανοίγει δηλαδή το δρόμο για τη σωτηρία τού ανθρώπου.
 Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει την Ουσία τού Θεού· όμως η χάρη τού Θεού, δηλαδή οι θείες ενέργειες, που είναι όχι κτιστές, αλλά άκτιστες και αχώριστες από την Ουσία τού Θεού, φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο και τον μεταβάλλουν σε «κατοικητήριον τού Θεού» (Εφεσ. β' 22), σε «κοινωνόν Θείας φύσεως» (Β' Πέτρ. α' 4).
Είναι αυτονόητο πως η φανέρωση της θείας Ουσίας με τις θειες ενέργειες δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή όχι τού κόσμου. Γι' αυτό άλλωστε λέμε πως οι θείες ενέργειες είναι άκτιστες και αιώνιες, όπως είναι άκτιστος και αιώ­νιος η δόξα τού Τριαδικού Θεού.
 Με αυτό τον τρόπο το μήνυμα της Ορθοδοξίας είναι μήνυμα ελπίδας και ζωής για τον άνθρωπο. Ο κτιστός άνθρωπος μπορεί να «γνωρίσει» τον Θεό, όχι με βάση την Ουσία τού Θεού, αλλά με βάση τη χάρη, δηλαδή με τις άκτιστες και αιώνιες θείες ενέργειες τού Θεού. Αυτή η θεογνωσία, δεν είναι αποτέλεσμα λειτουργίας κάποιων τυφλών νόμων είναι καρπός της ελευθερίας τού Θεού και αποτελεί την εγγύηση για τη διατήρηση τού ανθρώπινου προσώπου, που δεν συγχωνεύεται σε μία ενότητα ουσίας με τον Θεό, δεν απορροφάται από μια «Συμπαντική Υπερσυνειδητότητα», όπως κηρύττει ο αποκρυφισμός σε όλες τις μορφές του. Ταυτόχρονα όμως, η μετοχή τού ανθρώπου στις Θείες ενέργειες εγγυάται την πραγματικότη­τα της σωτηρίας τού ανθρώπου, γιατί αποτελεί κοινωνία άκτιστης και όχι κτίστης μορφής.

 1) «Θεοφάνειες»
Οι άκτιστες θείες ενέργειες δεν επιφέρουν καμμιά αλ­λαγή στη θεία ζωή. Υπογραμμίζουμε και πάλι ότι είναι καρπός της θείας βουλήσεως και αγάπης τού Θεού- όχι είδος τυφλών δυνάμεων. Με αυτές τις θειες ενέργειες ο Θεός μένει αναλλοίωτος, χωρίς «παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα» (Ιακ. α' 17. Πρβλ. Ψαλμ. ρά 28), όμως η Δόξα Του πληροί και ζωογονεί τον άνθρωπο και ολόκλη­ρη τη δημιουργία (Ης. στ' 3).
 Στην Αγία Γραφή βλέπουμε διάφορες «Θεοφάνειες»· μια άπ' αυτές δέχθηκε ο Μωυσής, που βρήκε πράγματι χάρη ενώπιον τού Θεού. Όμως στην παράκληση να τού δοθή απόδειξη της Θείας αγάπης προς τον εκλεκτό λαό πήρε την απάντηση: «Εγώ θα περάσω από μπροστά σου με τη δόξα μου και θα αναγγείλω το όνομά μου "ο Κύριος είναι ενώπιον σου". Και θα ελεήσω αυτόν που θέλω να ελεήσω και θα λυπηθώ εκείνον που θα λυπηθώ... Ιδού εδώ κοντά σου τόπος, στάσου πάνω στην πέτρα· όταν περάσει η δόξα μου, θα σε βάλω στην τρύπα της πέτρας και θα σκεπάσω το πρόσωπο σου με το χέρι μου και τότε θα δεις τα νώτα μου· όμως το πρόσωπο μου δεν θα σου φανερωθή» (Εξοδ. λγ' 19-23).
Ο Μωυσής, χωρίς την «πέτρα», δεν μπορούσε να «δει» τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ερμηνεύ­ει πως η «πέτρα που προστάτευσε τον Μωυσή ήταν ο Λόγος τού Θεού (Πρβλ. Έξοδ. ιζ' 6. Άριθ. κ' 11. Α' Κορ. Γ 4), που έγινε για μας άνθρωπος. Ο Μωυσής δεν είδε την «πρωταρχική και ακήρατο φύση, που είναι γνω­στή μόνον στον εαυτό Της, δηλαδή στην Αγία Τριάδα», αλλά είδε «την εξωτερική, η οποία φθάνει σε μας»: γνώ­ρισε τη «μεγαλειότητα» η «μεγαλοπρέπεια» (Ψαλμ. η' 2), που αποκαλύπτεται στα δημιουργήματα. «Όπως εκείνοι που έχουν αδύνατα μάτια βλέπουν τις σκιές και τις εικό­νες τού ηλίου στην επιφάνεια τού νερού, γιατί το καθαυτό φως θα κατέστρεφε την όρασή τους, έτσι κι' εμείς γνωρί­ζουμε τα νώτα τού Θεού, δηλαδή τα ίχνη του».
 Το ίδιο βλέπουμε και στην «όραση» τού θείου φωτός, για το οποίο η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ότι ήταν διαφορετικό από το συνηθισμένο φως. Πρόκειται για το άκτιστο φως, που έγινε ορατό στους ανθρώπους τού Θεού (Εξοδ. γ' 2. ιγ' 21-22. λδ' 29-30. Ματθ. ιζ' 2. Πράξ. Β' 3). Αυτό το φως χαρακτηρίζεται και ως «δόξα Κυρίου» (Λουκ. θ'9).
Αυτή η «δόξα», η «μεγαλειότητα», η «μεγαλοπρέ­πεια», δεν αποτελεί γνώση της Ουσίας τού Θεού, γιατί η θεία Ουσία είναι «απλή και ασχημάτιστη και ασύνθετη και απερίγραπτη και ούτε κάθεται, ούτε στέκεται, ούτε περιπατεί˙ όλα αυτά ανήκουν στα σώματα». Πως όμως στην πραγματικότητα είναι η ουσία τού Θεού, αυτό «το γνωρίζει μόνον Εκείνος» (Χρυσ.).
 Ο Θεός λοιπόν δεν άφησε στο σκοτάδι τον άνθρωπο πληθαίνει τις «οράσεις» (Ως. ιθ' 10)· όμως αυτό δεν απο­τελεί γνώση της ουσίας τού Θεού, αλλά θεία συγκατάβα­ση. Από το άλλο μέρος, οι θείες αυτές ενέργειες που φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο δεν είναι κτιστές. Δίνουν στον άνθρωπο πραγματική ελπίδα, γιατί κάνουν δυνατή την πραγματική κοινωνία με τον Θεό. Αν οι ενέργειες αυτές ήταν κτιστές, η κοινωνία τού ανθρώπου με αυτές τις κτιστές ενέργειες δεν θα εσήμαινε κοινωνία με τον Άκτιστο Θεό. Μια τέτοια κοινωνία δεν θα σήμαινε σωτηρία.

2) Νόθες καταστάσεις
Όλες οι εμπειρίες στον πνευματικό τομέα της ζωής τού ανθρώπου δεν αποτελούν αληθινές «θεοφάνειες». Και εδώ μπορεί εύκολα να εισχωρήσει το στοιχείο της πλά­νης. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος κάνει διάκριση μεταξύ «πνευματικής αισθήσεως», που είναι από τη φύση της θεία ενέργεια (άκτιστη χάρη) και «νοητής θεωρίας» τού «φυσικού φωτός», που αποτελεί γνώση σε φυσικό επίπε­δο και όχι κοινωνία με τον Θεό. Ο Γέροντας Σωφρόνιος εφαρμόζει τη διάκριση αυτή στο λόγο τού Κυρίου: «Πρόσεχε λοιπόν μήπως το φως, που είναι μέσα σου, γί­νει σκοτάδι» (Λουκ. ια' 35)· πρόκειται για το «φυσικό φως» τού νου και ονομάζεται σκοτάδι, γιατί δεν υπάρχει εκεί ο Θεός, δεν είναι γνήσια εμπειρία τού άκτιστου θείου φωτός!
 Ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί στις διανοητικές του αναζητήσεις (ακόμη και θεολογικές!) ορθολογιστικές με­θόδους και φθάνει σε υψηλά επίπεδα διανόησης, ξεπερνά την «τυπική λογική» και μπαίνει σε «μεταλογική σφαί­ρα». Σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να έχει εμπειρίες, όπως η αίσθηση μιας «γνώσης» σε μορφή «φωτόμορφης αυτοθεωρίας», που αποτελεί αίσθηση τού «κτιστού κάλ­λους» της εικόνας τού Θεού και δεν αποτελεί πραγματική κοινωνία με τις άκτιστες ενέργειες τού Θεού· είναι εμπει­ρία «πανθεϊστικής τάξεως», λέγει ο Γέροντας Σωφρόνιος.
 Οι πνευματικές λοιπόν αυτές εμπειρίες είναι φυσικό ιδίωμα τού ανθρώπινου νου. Ο άνθρωπος βλέπει την κα­θαρότητα τού νου, δηλαδή το νου του σε όλο του το κτι­στό μεγαλείο, αφού απαλλαγεί από κάθε εξωτερική επί­δραση ή σωματικό πάθος. «Μένοντας μέσα στο γνόφο της απεκδύσεως από κάθε τι ορατό και νοητό, ο νους δο­κιμάζει μια ιδιόμορφη ευχαρίστηση και ανάπαυση κι αν ποτέ στρέψει το βλέμμα στον εαυτό του μπορεί να αι­σθανθεί κάτι που μοιάζει με φως· αυτό όμως δεν είναι το άκτιστο φως της Θεότητος, αλλά ένα φυσικό ιδίωμα τού νου, που κτίστηκε κατ' εικόνα τού Πρώτου Νου, δηλαδή τού Θεού», συνεχίζει ο Γέροντας Σωφρόνιος.
 Αυτής της τάξης είναι οι εμπειρίες που υπόσχονται τα διάφορα συστήματα που στρέφουν τον άνθρωπο «αυτοερωτικά» στον εαυτό του και κηρύττουν ουσιαστικά την αυτοσωτηρία, είτε με τη βοήθεια αυτοελέγχου, είτε με άλ­λες «τεχνικές». Στις περιπτώσεις αυτές ο άνθρωπος απο­μονώνει τον εσωτερικό εαυτό του από κάθε εξωτερική ε­πίδραση και αποκτά ένα είδος «θεωρίας», αλλά μένει ου­σιαστικά κλειστός στην ενέργεια της θείας χάρης. Τούτο γιατί μεταθέτει το κέντρο από την άκτιστη Θεία Αρχή στον εαυτό του, μακρυά από την πηγή τού άκτιστου Θεί­ου φωτός (πρβλ. Ιακ. α' 17). Όμως η χάρη τού Θεού δεν εξαναγκάζεται, ούτε εξαναγκάζει κανένα!

3) Οι κίνδυνοι
Όταν ο άνθρωπος μεταθέσει το κέντρο της «πνευμα­τικής» του ζωής στον εαυτό του, υπάρχει κίνδυνος να θεωρήσει τις «εμπειρίες» του ως Θεοφάνεια, σαν «σημάδι» αληθινής κοινωνίας με τον Θεό. Αυτό καλλιεργείται έντεχνα από το Πνεύμα της πλάνης, που μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός, με αποτέλεσμα να φέρει σύγχυση στις καρδιές των ανθρώπων (Β' Κορ. ια' 14-15).
Δεν χρειάζεται βέβαια να υπογραμμίσουμε εδώ ότι υ­πάρχουν και άλλες «εμπειρίες», που δημιουργεί από την αρχή το Πνεύμα της πλάνης, με σκοπό να παρασύρει στην απώλεια, αν είναι δυνατόν, ακόμη και τους εκλεκτούς (Ματθ. κδ' 24. Β' Θεσ. β' 9-11. Αποκ. ιγ' 13-14).

4) Διάκριση πνευμάτων
 Ο κίνδυνος της πλάνης μας υποχρεώνει να θέσουμε το ερώτημα της διάκρισης των πνευμάτων. Πότε μπο­ρούμε να πούμε πως πρόκειται για το Πνεύμα τού Θεού, πως μπορούμε να γνωρίζουμε πως μια εμπειρία προέρχε­ται από το Πνεύμα της πλάνης;
 Η αγία Γραφή μας διδάσκει πως κάθε Πνεύμα, που δεν ομολογεί τον Ιησού Χριστό, είναι Πνεύμα πλάνης και οδηγεί στην απώλεια (Α' Ιω. δ' 2-3, πρβλ. Ρωμ. Γ 8-13).
 Όλες λοιπόν οι εμπειρίες ανθρώπων που δεν ομολογούν τον Ιησού Χριστό, δηλαδή το συγκεκριμένο Ιστο­ρικό πρόσωπο, ως μονογενή Υιό τού Θεού (Ματθ. ιστ' 16-17), δηλαδή ως ομοούσιο προς τον Πατέρα, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο (Ιω. α' 1.14. Φιλιπ. β' 5-8. Κολ. β' 9. Α' Τιμ. γ' 16) δεν είναι γνήσιες πνευματικές εμπει­ρίες· προέρχονται από το Πνεύμα της πλάνης.
 Το να ομολογήσει κανείς τον Ιησού ως Κύριο, ση­μαίνει πως τον δέχεται ως μοναδικό Σωτήρα (Πράξ. δ' 12. Α' Κορ. η' 6) και δεν τοποθετεί στη θέση Του ή δίπλα από Αυτόν κανένα άλλο, γιατί πιστεύει πως ο Χριστός δεν είναι κάποια «χριστική κατάσταση», αλλά ο ένας και μοναδικός Σωτήρας· είναι ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ που έζησε επί Ποντίου Πιλάτου και μόνο Αυτός!
 Αλλά η ομολογία τού Χριστού δεν μπορεί να αποδεσμευτεί από τη διδαχή τού Χριστού (Β' Ιω. 9. Γ' Ιω. 11)· γι' αυτό και η τήρηση της διδαχής τού Χριστού συνο­δεύει πάντοτε τις γνήσιες πνευματικές εμπειρίες. «Το Ά­γιο Πνεύμα είναι αγάπη, ειρήνη, γλυκύτης και διδάσκει την αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον. Αντίθετα το πνεύμα της πλάνης είναι υπερήφανο και δεν λυπάται τον άνθρωπο ούτε την άλλη δημιουργία. Επειδή δεν είναι δημιουργός των όντων, ενεργεί σαν κλέφτης και άρπαγας και η οδός του είναι γεμάτη όλεθρο» (Γέροντας Σωφρό­νιος).
 Η «ταπεινή αγάπη» που αγκαλιάζει ακόμη και τους εχθρούς, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της αληθι­νής κοινωνίας με τον Θεό και ξεχωρίζει την γνήσια εμ­πειρία από την φιλοσοφική πανθεϊστική κοινωνία. «Οι θείες θεωρίες παρέχονται στον άνθρωπο όχι όταν τις επι­διώκει, έχοντας κυρίως αυτές σαν στόχο, άλλ' όταν η ψυ­χή κατεβαίνει στον άδη της μετανοίας και αισθάνεται α­ληθινά πως είναι χειρότερη από όλη την κτίση. Οι θεω­ρίες όμως που κατακτώνται με τη βία του λογικού, δεν εί­ναι αληθινές, δηλαδή Θείας προελεύσεως, αλλά "κατά το δοκούν". Και όταν αυτό το δοκούν θεωρείται σαν αλή­θεια, τότε δημιουργείται στην ψυχή τού ανθρώπου μια κατάσταση που παρεμποδίζει τη δυνατότητα να ενεργή­σει η χάρη τού Θεού, δηλαδή η αληθινή θεωρία».
«Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ' 6. Α' Πέτρ. ε' 5). Όπου δεν υπάρχει ταπεινό φρόνημα, είναι σίγουρο πως εκεί δεν υπάρχουν γνήσιες πνευματικές εμπειρίες. Νόθες «πνευματικές» εμ­πειρίες ενισχύουν σχεδόν πάντοτε την έπαρση, δεν καλ­λιεργούν ταπεινό φρόνημα.
 Αυτό βλέπουμε στις διάφορες ομάδες, που υπόσχον­ται εσωτερικές εμπειρίες με τη βοήθεια διαφόρων «τεχνικών» (γιόγκα, διαλογισμό κ.ο.κ.). Αλλά το Άγιο Πνεύμα δεν εξαναγκάζεται με κάποιες «τεχνικές»· πνέει όπου Εκείνο θέλει (Ιω. γ' 8. Α' Κορ. β' 11. Εβρ. β' 4).
 Τα συστήματα αυτά δεν κηρύττουν τη μετάνοια, ούτε καλλιεργούν στους οπαδούς τους το ταπεινό φρόνημα. Ένα τέτοιο φρόνημα, κατά την αντίληψη τέτοιων ομά­δων, δεν βοηθάει στην πνευματική αύξηση, αλλά πι­στεύεται πως εμποδίζει την «ανάπτυξη της συνειδητότητας». Εδώ δεν αναζητάται ο αληθινός Θεός, αλλά «ο θεός μέσα μας», ο οποίος ταυτίζεται με τη «συνειδητότητα». Έτσι καλλιεργείται η συναίσθηση της υπεροχής και της έπαρσης.
Αποδεικνύεται πως αυτός ο «θεός», που αναζητάται μακρυά από την ταπείνωση, μάλιστα με τρόπο εκβιαστικό, είναι το πνεύμα της πλάνης ή και ο ίδιος ο άνθρωπος, που αυτο-θεοποιείται και αυτο-λατρεύεται. Πρόκειται για «άλλο θεό» (Ης. ξστ' 2. Ματθ. ε' 3. Γ 3. Α' Πέτρ. ε' 5).

Μυστηριακές Προϋποθέσεις της Άσκησης στη Θεολογία του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά


«Φώτισόν μου, το σκότος, Κύριε!»
(Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς).
Svilen Tutekov καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου «Αγίου Κυρίλλου και αγίου Μεθοδίου», Βελίκο Τύρνοβο (Βουλγαρία)
Μυστηριακές Προϋποθέσεις της Άσκησης
στη Θεολογία του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά[1]
Στην προσπάθεια να «επανανακαλύψουν» τον πλούτο της ησυχαστικής θεολογίας και πνευματικότητας, οι σημερινοί ερευνητές συχνά επικεντρώνονται αποκλειστικά στην ασκητική και στη μυστηριακή διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου ως ουσιαστικό χαρακτηριστικό στοιχείο της θεολογίας του. Αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε απόλυτη απομάκρυνση και αποσύνδεση της ασκητικής και χαρισματικής εμπειρίας της νοεράς-καρδιακής προσευχής, του φωτισμού και της θέωσης από τη μυστηριακή και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Ο διαχωρισμός των βαθμών της πνευματικής ζωής –κάθαρση, φωτισμός και θέωση– από τη μυστηριακή και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας δημιουργεί ανυπέρβλητη διχοτομία, κατά την οποία ο μυστικισμός της ασκητικής ζωής θεωρείται «έξω» και «υπεράνω» του πληρώματος της χαρισματικής ζωής του εκκλησιαστικού σώματος.
Ως αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης, ο μυστικισμός μεταβάλλεται σε «σύστημα» θεραπευτικής ασκητικής πρακτικής. Πιθανόν, λόγω αυτής της προσέγγισης σήμερα, οι προσπάθειες «αναζωπύρωσης» της ησυχαστικής πνευματικής παράδοσης είναι συχνά μονόπλευρες, οδηγούν σε «μηχανοποίηση» της άσκησης, και καταλήγουν σε μετατροπή της ησυχαστικής πνευματικότητας σε «μέθοδο» η σε «τεχνική» ψυχοθεραπείας, έχοντας ως σκοπό τη θέωση του ανθρώπου. Έτσι, αυτή η «μέθοδος» υποτάσσεται στις αρχές του χρησιμοθηρικού ιντιβιντουαλισμού. Σε σχέση με αυτά, στην εισήγηση θα εξεταστούν ορισμένες απόψεις της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, οι οποίες δεικνύουν ότι η ησυχαστική άσκηση είναι χαρισματική έκφραση της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας ως κοινωνίας θεώσεως.
Στη βαθύτατή της δομή η παλαμική θεολογία είναι μυστηριακή και τοποθετεί την αλήθεια του εκκλησιαστικού τρόπου ύπαρξης ως την απόλυτη βάση κάθε θεολογικής σκέψης περί του ανθρώπου και της θέωσής του. Η ζωή της Εκκλησίας εκδηλώνεται στα Μυστήριά[2] της ως εκκλησιαστικούς τρόπους χαρισματικής μέθεξης στη διαλογική εσχατολογική συνάντηση του Θεού και του ανθρώπου στον «καινό τρόπο ύπαρξης» του Χριστού, στο πλαίσιο της αναστάσιμης κοινωνίας και της ζωής του εκκλησιαστικού σώματός Του. Για τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τα Μυστήρια είναι τρόποι μετάδοσης των αγαθών της οικονομίας του Χριστού μέσω της άκτιστης χάρης του Αγίου Πνεύματος, ώστε αυτά να αποτελούν τρόπους υποδοχής του χαρισματικού πλούτου της εν Χριστώ ζωής από τους πιστούς, ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος του Χριστού.
Η θέωση του ανθρώπου δεν είναι «αυτόνομη», αλλά αποτελεί κατ’ εξοχήν μυστηριακό και εκκλησιολογικό γεγονός, επειδή η εσχατολογική αλήθεια για τον νέο και θεωμένο εν Χριστώ άνθρωπο αποκαλύπτεται στη συνάφεια της μυστηριακής οντολογίας της Εκκλησίας, και επιβεβαιώνεται εμπειρικά στον εκκλησιαστικό τρόπο ύπαρξης, δηλαδή στην Εκκλησία ως κοινωνία θεώσεως[3].

Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος ως πηγή θεογνωσίας


του Βασίλειου Σκιαδά
Οι άγιοι Πατέρες καθόρισαν να γιορτάζεται η μεγάλη δεσποτική γιορτή της Θείας Μεταμορφώσεως την 6η Αυγούστου, δηλαδή σαράντα ήμερες πριν από την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Έκριναν αναγκαία τη μετάθεση της γιορτής, γιατί δεν ταίριαζε ο πανηγυρικός της χαρακτήρας με την πένθιμη περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, στη διάρκεια της οποίας είχε γίνει. Κι έγινε τότε για να προετοιμάσει τους Αποστόλους για τη δοκιμασία του Θείου Πάθους, αλλά και για να επιβεβαιώσει κατά κάποιο τρόπο την προαιώνια δόξα Του.
 Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
 Ο Θεάνθρωπος Χριστός δεν έλαβε κατά τη Θεία Μεταμόρφωση κάτι που δεν είχε. Αντίθετα, οι Απόστολοι ξέφυγαν για λίγο από τα δεσμά του χρόνου και του χώρου και γεύτηκαν την πραγματικότητα της θείας δόξας, «καθώς ηδύναντο». «Το φως της Θείας Μεταμορφώσεως», γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «αν και έγινε ορατό με τα σωματικά μάτια για λίγο χρόνο πάνω στη μικρή κορυφή ενός όρους, δε δημιουργείται, ούτε φθείρεται, ούτε συλλαμβάνεται με τις αισθήσεις του ανθρώπου. Το είδαν όμως οι μαθητές, γιατί υπέστησαν μια εναλλαγή των αισθήσεων τους που έγιναν πνευματικές από σαρκικές». Με άλλα λόγια το μυστήριο της απερινόητης Τριαδικής Θεότητας αποκαλύφθηκε μέσα από τις άκτιστες ενέργειες της τόσο, όσο μπορούσαν να αντέξουν τα έκπληκτα μάτια των Αποστόλων κι ακόμη πιο πολύ τα δικά μας βεβαρημένα από την αμαρτία πρόσωπα. Γεύση λοιπόν αθανασίας καί βίωση της αιωνιότητας αποτελούσε για τους θνητούς Μαθητές, αλλά και για μας η Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
 ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ
 Ο ίδιος ο Κύριος είχε δηλώσει νωρίτερα ότι από τον κύκλο των μαθητών Του κάποιοι θα έβλεπαν τη Βασιλεία του Θεού να έρχεται «εν δυνάμει» (Ματθ. 16,28). Ο προφητικός αυτός λόγος του Σωτήρος πραγματοποιήθηκε κατά τη Μεταμόρφωση, όταν οι τρεις μαθητές αξιώθηκαν να δουν το έκπαγλο φως της θεότητας Του. Το έκτακτο εκείνο φαινόμενο, δηλαδή, το άκτιστο φως που περιέβαλε τη μορφή του Σωτήρος, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία από τις βασικές άκτιστες ενέργειες της Μίας αλλά Τρισυπόστατης Θεότητας. Ήταν το αιώνιο, το ατελεύτητο, το εκτός τόπου και χρόνου φως της θεότητας.