Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

«Εγγύς μαχαίρας, εγγύς Θεού»


Μόνος μετά Φαρισαίων — Φανερά ρήξις — Κίνδυνος του Ιησού — Καταδίκη της υποκρισίας — Η παραβολή του Άφρονος Πλουσίου — Η ερώτησις του Πέτρου — Ο Ιησούς τεταραγμένος τω Πνεύματι
Μέχρι του σημείου τούτου τα συμβεβηκότα της μεγάλης ταύτης ημέρας υπήρξαν αρκούντως ταραχώδη, πλην επηκολούθησαν περιστάσεις πολύ αλγεινοτέραι.
Η ώρα διά το μεσημβρινόν γεύμα είχε φθάσει, και είς των Φαρισαίων τον εκάλεσεν εις τον οίκον του. Μικρά ύπαρχε ξενία ή και φιλοφροσύνη εις την πρόσκλησιν. Εάν δεν εγένετο μάλλον προς έχθραν και παγίδευσιν, ως γνωρίζομεν ότι συνέβη εις άλλας Φαρισαϊκάς προσκλήσεις· η αφορμή της το πολύ θα ήτο η περιεργία, όπως ίδη καλλίτερον τον νέον Διδάσκαλον, ή κενοδοξία όπως έχη ξένον τόσον επιφανή. Και ο Ιησούς, άμα εισελθών, ευρέθη, ουχί εν μέσω τελωνών και αμαρτωλών, όπου θα ηδύνατο να διδάξη και να μαλάξη και να ευεργετήση, ουχί μεταξύ των πτωχών προς ους θα ηδύνατο να κηρύξη την βασιλείαν των ουρανών, ουχί μεταξύ φίλων και μαθητών οίτινες ηκροώντο μετά φιλοστόργου σεβασμού τους λόγους Του, αλλ' εν μέσω σκληρών, απειλητικών όψεων, εν μέσω των μορφασμών και της χλεύης φανερών εχθρών. Οι Απόστολοι δεν φαίνεται να προσεκλήθησαν. Δεν υπήρχεν η συμπάθεια του Θωμά όπως Τον υποστηρίξη, ούτε η πραότης του Ναθαναήλ όπως Τον ενθαρρύνη, ούτε η θερμότης Του Πέτρου όπως Τον υπερασπίση, ούτε ηγαπημένος Ιωάννης όπως κλίνη την κεφαλήν προς το στήθος Αυτού. Γραμματείς, Νομικοί και Φαρισαίοι, οι συνδαιτυμόνες επιδεικτικώς εξετέλεσαν τας περιτέχνους πλύσεις των, και τότε, έκαστος μετ' άκρας επιμελείας διά την ιδίαν πρωτοκαθεδρίαν του, εκάθησαν παρά την τράπεζαν. Άνευ τοιούτων επιτηδευμένων και φανταστικών διατυπώσεων, ο Ιησούς άμα «εισελθών ανέπεσε» παρά την τράπεζαν. Έξω συνέρρεεν ο λαός, πεινών και διψών ακόμη όπως ακούση τα ρήματα της αιωνίου ζωής. Το γεύμα θα ήτο σύντομον, πρόγευμα μάλλον. Δεν ηθέλησεν άρα να βραδύνη ο Ιησούς και υποθάλψη μάταια έθιμα διά πλύσεων, αίτινες κατά την στιγμήν εκείνην συνέβη να είνε περιτταί, και εις τας οποίας μωρά και ψευδοθρησκευτική σπουδαιότης απεδίδετο.
Πάραυτα η υψηλόφρων έκπληξις του ξενίζοντος εξεφράσθη διά της συμπεριφοράς του, και αι επηρμέναι οφρύες και αι αποδοκιμαστικαί χειρονομίαι των συνδαιτυμόνων έδειξαν όσον ετόλμων να δείξωσιν εκ της αποδοκιμασίας και της υπερφροσύνης των. Ελησμόνουν εντελώς τις ήτο Εκείνος και τι είχε πράξει. Κατάσκοποι και συκοφάνται εξ αρχής, εύρισκον τώρα ευκαιρίαν προς νέας σκευωρίας. Ο καιρός είχεν έλθη προς σαφεστέραν ακόμη γλώσσαν, και εφείσθη αυτών, ώκτειρε και εταλάνισε την υποκρισίαν των, τους παρωμοίασε με τάφους κεκονιαμένους, και προείπεν ότι επί της ενόχου ταύτης γενεάς θα έλθη το αίμα όλων των προφητών, από του αίματος του Άβελ μέχρι του αίματος του Ζαχαρίου.
Η αυτή ομιλία, αλλά πληρεστέρα και τρομερωτέρα, εξηνέχθη ύστερον υπό του Ιησού εν τω Ναώ της Ιερουσαλήμ κατά την τελευταίαν και μεγίστην εβδομάδα της επιγείου ζωής Του. Αλλά τώρα, εν τη Γαλιλαία, το γεύμα εν συγχύσει διεκόπη. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι απέβαλον το προσωπείον. Από προσποιητών φίλων και ενδιαφερομένων εξεταστών αιφνιδίως ανεπήδησαν υπό το αληθές σχήμα των, ως θανάσιμοι αντίπαλοι. Περιεκύκλωσαν τον Ιησούν, τον εστενοχώρησαν βιαίως, επιμόνως, σχεδόν απειλητικώς. Ήρχισαν να επιχύνωσιν επ' Αυτόν πλήμμυραν ερωτήσεων, να εξετάζωσι, να Τον κατηχώσι, να προσπαθώσιν όπως αποσπάσωσι λόγους απ' Αυτού, ελλοχώντες εις ενέδραν ως θηρευταί άπληστοι, ιχνηλατούντες μήπως ανακαλύψωσι παρ' Αυτώ και μικρόν αιρέσεως κόκκον, επί του οποίου να στηρίξωσι κατηγορίαν, όπως ποιήσωσιν Αυτόν εκποδών.
Εν τω μεταξύ μυριάδες λαού είχεν συναθροισθή έξω, και ίσως οργίλοι ψιθυρισμοί έδωκαν είδησιν εις τους Φαρισαίους εν καιρώ ότι επικίνδυνον θα ήτο να προβώσι πολύ μακράν, και ο Ιησούς εξήλθε προς το πλήθος, και απευθυνόμενος πρωτίστως προς τους μαθητάς Του, είτα δι' αυτών εις τας χιλιάδας των ακροατών ήρχισε: «Φυλάττεσθε από της ζύμης των Φαρισαίων, ήτις εστιν υποκρισία». Επληροφόρησεν αυτούς ότι υπήρχεν Είς, εις του οποίου το όμμα, μυρίων ηλίων λαμπρότερον, ουδέν μυστικόν υπάρχει. Παρήνεσεν αυτούς να μη φοβώνται άνθρωπον, αλλά να φοβώνται Εκείνον όστις ου μόνον ηδύνατο ν' αφανήση το σώμα, αλλά να εμβάλη την ψυχήν εις την Γέεναν του πυρός. Ο Θεός ο αγαπών αυτούς θα εμερίμνα προ αυτών· και ο Υιός του Ανθρώπου, ενώπιον των Αγγέλων του Θεού, θα ομολογήση εκείνους οίτινες Τον ομολογούσιν έμπροσθεν των ανθρώπων.
Ενώ ούτως ωμίλει, άνθρωπός τις κοινός εκ του πλήθους, απηύθυνε τον λόγον προς τον Ιησούν και είπε:

«Διδάσκαλε, είπε τω αδελφώ μου όπως διαμερίσηται την κληρονομίαν προς με».
Σχεδόν αυστηρά υπήρξεν η απάντησις του Ιησού. Ο άνθρωπος εκείνος φαίνεται, ότι ήτο είς εκ των πολλών χυδαίων και περιωρισμένων ανθρώπων, και εφαντάζετο ότι ο κύριος σκοπός της ελεύσεως του Μεσσίου θα ήτο όπως εξασφαλίση δι' αυτόν την μερίδα της κληρονομίας του, και δαμάση την δύστροπον γνώμην του αδελφού του. Ο Ιησούς παρευθύς διεσκέδασε τας παχυλάς προσδοκίας του, και είτα ενουθέτησεν αυτόν και όλους τους ακούοντας να μη προσκολλώνται τόσον εις τα επίγεια αγαθά. Πόσον βραχεία, και όμως πλήρης εννοίας, είνε η μικρά εκείνη παραβολή την οποίαν είπε προς αυτούς, περί του άφρονος πλουσίου όστις, εν τη απλήστω και επιλήσμονι του Θεού ιδιοτελεία του, εμελέτα να κατεδαφίση τας αποθήκας του και να τας κτίση μεγαλειτέρας, και, ως να μην υπήρχε θάνατος, εσκέπτετο μόνον τους καρπούς του, και τα αγαθά του, «και ερώ τη ψυχή μου· φάγε, πίε, ευφραίνου». Αλλ' εξ ουρανού, ως τρομερά ηχώ εις τους λόγους του, ήλθεν η φοβερά απόφασις. «Άφρον, άφρον, ταύτη τη νυκτί!....»
Είτα ο Κύριος και πάλιν τους ανέμνησε πως ο Θεός ενδύει, λαμπρότερον ή εν πάση τη δόξη του Σολομώντος, τα κρίνα του αγρού, και τρέφει τα πετεινά του ουρανού, τα οποία δεν σπείρουν ουδέ θερίζουν, και τους συνεβούλευσε να μη μετεωρίζωνται επί της τεταραγμένης θαλάσσης των μεριμνών και της τύρβης του βίου. Αι παρατηρήσεις απηυθύνοντο κυρίως προς τους μαθητάς, αλλά και το πλήθος τας ήκουεν. Ενταύθα η περιεργία εκυρίευσε τον Πέτρον, και έσπευσεν ούτος να ερωτήση αν η παραβολή απηυθύνετο προς αυτούς ή προς πάντας.
Εις την ερώτησιν ταύτην ο Κύριος δεν απήντησε, και η σιωπή Του ήτο η αρίστη απάντησις. Ευθύς δε τότε, εις την ιδέαν της φοβεράς κρίσεως της αναμενούσης τους ανθρώπους, ταραχή και αγωνία διήλθεν εις το πνεύμα του Χριστού. Ανελογίσθη την απορριπτομένην ειρήνην, την οποίαν Αυτός ήλθε να κτίση, οι δε υιοί του αιώνος τούτου την απέρριπτον και τότε φοβερός πόλεμος έμελλε να επέλθη. Ενταύθα αναμιμνησκόμεθα ενός των λογίων, των μη αναφερομένων εν τοις Ευαγγελίοις, όσα αποδίδονται εις τον Χριστόν, και το οποίον αναφέρει ο Δίδυμος εν τη ερμηνεία των Ψαλμών: «Ο εγγύς μου εγγύς του πυρός· ο δε μακράν απ' εμού μακράν από της βασιλείας».
Αλλ' από των θλιβερών τούτων σκέψεων και πάλιν συγκατέβη εις τας αμέσους ανάγκας του πλήθους. Από τους πυρακτουμένους και ερυθραίνοντας ουρανούς και από τα συναγόμενα νέφη ηδύναντο να προείπωσιν ότι βροχή θα πέση ή ότι θα πνεύση καυστικός άνεμος. Πώς δεν διέκρινον τα σημεία των καιρών; Ας επιληφθώσι της παρούσης ευκαιρίας όπως ποιήσωσιν ειρήνην προς τον Θεόν. Διά τους ανθρώπους και διά τα έθνη έρχεται ώρα, και είνε πολύ αργά.
Κ' εδώ φαίνεται να ετελείωσεν ο λόγος Του. Ήτο η τελευταία φορά διά πολλάς ημέρας καθ' ην θα ήκουον τους λόγους Του. Περικυκλούμενος υπό εχθρών οίτινες ου μόνον ισχυροί ήσαν, αλλά σφόδρα παρωργισμένοι ήδη, ύποπτος και δυσάρεστος εις τους αυλικούς του τετράρχου της Γαλιλαίας εις την κυριότητα του οποίου έζη, καταδιωκόμενος υπό του φανερού μίσους και των κρυφίων σκευωριών κατασκόπων τους οποίους το πλήθος είχε μάθη να σέβηται, αισθανόμενος ότι ο λαός δεν τον ενόει, και ότι εις τα πνεύματα των αρχηγών και των διδασκάλων του απόφασις θανάτου και καταδίκης είχεν ήδη εκδοθή κατ' Αυτού, έστρεψε προς καιρόν τα νώτα εις την γενέθλιον χώραν Του, και απήλθε να ζητήση εις ειδωλολατρικάς και αλλοτρίας πόλεις την ειρήνην και την ανάπαυσιν την οποίαν ηρνούντο Αυτώ εν τη πατρίδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου