Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ (Ο ΜΑΡΤΥΡΑΣ)



Ο Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος
Ο Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυρας, γνωστός και ως Ιουστίνος Καισαρείας ήταν χριστιανός φιλόσοφος και απολογητής. Ο Ιουστίνος  αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της πρωτοχριστιανικής ιστορίας, ο οποίος πριν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό ήταν ειδωλολάτρης.
 
Ο Ιουστίνος προσέφερε σημαντικό απολογητικό και ποιμαντικό έργο μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Οι απολογίες του αντιπροσωπεύουν τις αρχαιότερες σωζόμενες και σημαντικότερες  Χριστιανικές απολογίες.
Το έργο του εκτιμάται για τη δυναμική σύνθεση του Ελληνικού πνεύματος και της χριστιανικής διδασκαλίας, ενώ άνοιξε σχολή η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη Ορθόδοξη χριστιανική Σχολή. Αν και η σχολή του απέκτησε σημαντική φήμη, ο Ιουστίνος ήρθε σε σύγκρουση με άλλους φιλοσόφους, οι οποίοι τον διέβαλαν προς τον φιλόσοφο-αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, με αποτέλεσμα να υποστεί το μαρτύριο μαζί με μια ομάδα μαθητών του.
 
Η πηγή των βιογραφικών στοιχείων του Ιουστίνου είναι τα έργα του, αλλά και συγγραφείς όπως ο Τατιανός, ο Ειρηναίος, ο Ιππόλυτος, ο Τερτυλλιανός και ο Ευσέβιος Καισαρείας. Κατά τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ο Ιουστίνος δεν απείχε πολύ από την αρετή των Αποστόλων.
 

Ο βίος του
 
Ο Άγιος Ιουστίνος γεννήθηκε στη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστινιακής Σαμάρειας, μιας πόλης κτισμένη πάνω στα ερείπια της πόλης Συχέμ (σήμερα Ναμπλούς), περί το 100 με 110 μ.Χ.. Ήταν γιος του Πρίσκου και εγγονός του Βακχείου και παρά το λατινικό του όνομα ήταν Ελληνικής καταγωγής. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες, όπως και ο ίδιος πριν μεταστραφεί στο Χριστιανισμό. Φρόντισαν ώστε ο Ιουστίνος να λάβει εξαιρετική θεολογική αλλά και φιλοσοφική μόρφωση, η οποία ωστόσο δεν ήταν αρκετή για να δώσει απάντηση στα ερωτήματα που έθετε η ανήσυχη ψυχή του.
 
Κατά τα νεανικά του χρόνια προσελκύστηκε στη φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον ίδιο, περιήρχετο εν μέσω πολλών διδασκάλων, αλλά στην αναζήτησή του αυτή περιέπεσε σε πολλές απογοητεύσεις. Χαρακτηριστικό είναι πως είχε απορρίψει την πιθανότητα να παραστεί σε μαθήματα της Στοάς, διότι ταύτιζαν το λόγο του Σύμπαντος με το Θεό μη έχοντας ουσιαστική θεολογία, τη σχολή του Περιπάτου διότι του ζητούσαν χρήματα κάτι που το θεωρούσε αναξιοπρεπές για ένα φιλόσοφο, αλλά είχε απορριφθεί και από τον πυθαγόρειο διδάσκαλο, διότι δεν είχε παρακολουθήσει προτέρως μαθήματα μουσικής, αστρονομίας και γεωμετρίας που ήταν απαραίτητα για την απαλλαγή της ψυχής από τα κοσμικά και την προετοιμασία της για τα νοητά. Την εποχή εκείνη όμως έγινε δεκτός από τον Πλατωνικό διδάσκαλο όπου γοητεύτηκε από τη θεωρία των ιδεών. Τα μαθήματα αυτά τα παρακολούθησε πιθανό στην Αθήνα, αλλά δεν αποκλείεται και η Καισάρεια της Παλαιστίνης.
Η μεταστροφή του στο χριστιανισμό έγινε περίπου την ίδια εποχή, πιθανώς στην Αίγυπτο. Ο Θεός βλέποντας την αγνότητα και την ειλικρινή πρόθεση των αναζητήσεών του, ανταποκρίθηκε θαυμαστά. Κάποια ημέρα, περίπου το 135 μ.Χ., πού ο Ιουστίνος βάδιζε κοντά στη θάλασσα, συνάντησε κάποιο γέροντα, ο οποίος ήταν βαθύτατα καταρτισμένος στις αλήθειες των Θείων Γραφών, ο οποίος μετά από διάλογο δίδαξε στον Ιουστίνο τη χριστιανική διδασκαλία. Ο γέροντας χρησιμοποιώντας τη μαιευτική σωκρατική μέθοδο, του αναίρεσε τις πλατωνικές δοξασίες περί αθανασίας της ψυχής και μετεμψύχωσης, τονίζοντάς του τη σημασία των προφητών που ήσαν οι μόνοι που είδαν το Θεό. Ο ίδιος τον προέτρεψε να διαβάσει την Αγία Γραφή και δεν επανεμφανίστηκε ποτέ.
Ο Ιουστίνος εδώ μας αποκαλύπτει πως είχε από καιρό συμπαθήσει το Χριστιανισμό, από την καρτερία και τη αφοβία την οποία επεδείκνυαν οι πιστοί ενώπιον του μαρτυρίου και του θανάτου. Λίγο αργότερα ο φιλόσοφος Ιουστίνος συνάντησε τον Τρύφωνα.
 
Περί το 136 μ.Χ. ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα το οποίο αυτοεξορίστηκε λόγω του φόβου εκδιώξεώς του, έμεινε μέχρι και το μαρτύριό του. Στη Ρώμη άνοιξε φιλοσοφική σχολή, πιθανότατα στο σπίτι κάποιου Μαρτίνου και επεδίωξε την υποκατάσταση των φιλοσοφικών συστημάτων δια της μόνης και ασφαλούς φιλοσοφίας του Χριστιανισμού. Η σχολή του μάλιστα ήταν συνάμα και ναός όπου τελούνταν λατρευτικές πράξεις. Οι μαθητές του, όπως συνάγεται από τη διασωθείσα γραμματεία, δεν ήσαν λίγοι και ανάμεσά τους βρίσκονταν κυρίως Ασιανοί και Φρύγες, μεταξύ αυτών ήταν ο Τατιανός ο Σύρος, ίσως και ο Ειρηναίος Λουγδούνου.
Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος Πίος, ο Ιουστίνος παρέδωσε στον αυτοκράτορα απολογία, στην οποία εξέθετε τις βασικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού και αναιρούσε όλες τις εναντίον των Χριστιανών κατηγορίες και αποδείκνυε την πλάνη των ειδώλων, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα από την Αγία Γραφή. Δια την ενέργειά του αυτή, εκλήθη και Απολογητής.
 
Το διδακτικό του έργο πολλές φορές διακόπτετο λόγω των επεμβάσεων των κρατικών αρχών, ιδίως από τις καταγγελίες των κυνικών και των Γνωστικών, ενώ η στάση της Αυτοκρατορικής αρχής μετά το 160 μ.Χ. και την ανάληψη του Μάρκου Αυρηλίου, έγινε αρκετά σκληρότερη. Την ίδια εποχή αυτοεξορίζεται λόγω καταγγελίας του φιλοσόφου Κρήσκεντος, ο οποίος υπήρξε διδάσκαλος του Αυρήλιου, ο οποίος έβλεπε τους μαθητές του να μειώνονται, αλλά και εξ αιτίας του ελέγχου που συχνά του ασκούσε. Κατά την επιστροφή του οι φόβοι του επαληθεύτηκαν, όταν τελικά επί έπαρχου Ιουνίου Ρούστικου (163-167 μ.Χ.), συνελήφθη και αφού υπέστη διάφορα βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκε το 165 μ.Χ. μαζί με ομάδα μαθητών του, γεγονός που διασώζεται και σε επίσημο δικαστικό έγγραφο της εποχής. Η μνήμη του εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Ιουνίου. Θεωρείται και εορτάζεται ως άγιος και από την Καθολική αλλά και από τη Λουθηρανική Εκκλησία.


Η αποτίμηση της προσφοράς του

Ο Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος
Το μεγαλείο της προσφοράς του σπουδαίου αυτού απολογητή, δε βρίσκεται τόσο στο αποτέλεσμα της προσπάθειας την οποία κατέβαλε, όσο στην πρωτοτυπία του έργου του. Μολονότι του αποδόθηκε το όνομα φιλόσοφος, ο ίδιος υπήρξε γνήσιος διδάσκαλος της Εκκλησίας. Θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος θεολόγος που αντιλήφθηκε την ανάγκη της ελληνικής φιλοσοφίας για τη σύγκραση Χριστιανισμού και Ελληνισμού.
 
Η φιλοσοφική του κατάρτιση αποτελεί σημαντικό όργανο στο λόγο του, αλλά δε τη χρησιμοποιεί ως βάση της αλήθειας. Δε μετεστοιχείωσε την ευαγγελική αλήθεια σε φιλοσοφική, αλλά προσπάθησε να εκφράσει τις χριστιανικές αλήθειες με τη γλώσσα της εποχής του. Ο ίδιος προσπάθησε να επιλύσει τα ουσιαστικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζαν στην εποχή του οι χριστιανοί και οι καταβολές του από το εθνικό περιβάλλον τον οδήγησαν σε μια προσπάθεια γεφύρωσης με τον εθνικό κόσμο, χρησιμοποιώντας όπου μπορούσε να ανεύρει τα κοινά τους σημεία. Η προσπάθεια αυτή όμως τον οδήγησε συγχρόνως και σε διδασκαλίες οι οποίες δεν έδιναν ικανοποιητικές απαντήσεις (π.χ. σπερματικός λόγος). Η θεολογία του τελικά δεν εγκολπώθηκε στους κόλπους της εκκλησίας, όπως στην περίπτωση του Ειρηναίου.
 
Το έργο του συγγραφέα κινήθηκε σε δύο άξονες. Τη δυνατότητα του ανθρώπινου λόγου να προσεγγίσει την αλήθεια και την επαλήθευση των προφητειών στο πρόσωπό του Ιησού Χριστού. Γενικότερα θα λέγαμε πως ο Ιουστίνος είναι πρώτος ο οποίος χρησιμοποίησε τη βαθύτερη ανάλυση των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, χρησιμοποιώντας την αλληγορική και τυπολογική μέθοδο των Ιουδαίων. Το έργο του δεν είναι συστηματικό και καθολικό της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά κάτι τέτοιο είναι λογικό διότι μέρος του έργου του χάθηκε, ενώ η γραμματεία του καθορίστηκε από το περιβάλλον και το κλίμα της εποχής. Η επιστημονική κατανόηση του έργου του καθώς και του προσώπου χαρακτηρίζεται ως δυσχερής καθότι υπήρξε φύση απλή και θερμή. Παρόλα αυτά είναι ο πρώτος, που έστω και δίχως μεγάλη επιτυχία, αλλά με σοβαρότητα, τόλμη και σύνεση επιχείρησε να αντιπαραβάλει τη χριστιανική αλήθεια με τη φιλοσοφική σκέψη και κυρίως την Πλατωνική.
 
Η σημαντικότητα του Ιουστίνου, ως προς την ιστορία της σχέσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική. Από όλους τους χριστιανούς θεολόγους της εποχής ο Ιουστίνος αναμφισβήτητα υπήρξε ο πλέον θετικός ως προς μία κατεύθυνση εναρμονισμού της φιλοσοφίας και του Χριστιανισμού. Δε δέχεται βέβαια την ειδωλολατρική λατρεία και τη θρησκευτική μυθολογία των Ελλήνων, αλλά μόνο τη φιλοσοφία τους. Ο ίδιος χαρακτηρίζεται ως εκλεκτικός, περνώντας τη φιλοσοφία από κριτικό έλεγχο για να διακρίνει τα ωφέλιμα σημεία της, αλλά και τα αποβλητέα. Σε πολλά σημεία για παράδειγμα επικροτεί την ηθική φιλοσοφία των στωικών, δεν αρνείται όμως και να επιτιμήσει τις μοιρολατρικές και υλιστικές τους αντιλήψεις. Ο ίδιος μάλιστα βρίσκει τόσες ομοιότητες μεταξύ Πλατωνισμού και Χριστιανισμού, ώστε να θεωρεί πως η μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο δεν έχει ανάγκη από μία επαναστατική αλλαγή, συνάμα όμως δεν ξεχνά να αντιτεθεί στη θεωρία του Πλάτωνος περί ψυχών ή περί δημιουργίας, αναζητώντας παρόλα αυτά και σε αυτές τις περιπτώσεις κοινά σημεία.
 
Το σπουδαιότερο σημείο του έργου του, είναι η προσπάθεια να δικαιολογήσει αυτές τις ομοιότητες, αφενός προσφέροντας μια ιστορική εξήγηση, όπως δανεισμός αληθειών από την Παλαιά Διαθήκη, αλλά και με τη θεωρία περί σπερματικού λόγου. Έτσι προσπαθεί να βρει κοινά στοιχεία με τη θεωρία του Λόγου των στωικών. Γι' αυτό Ιουστίνος επιχειρεί να πείσει κατά βάση, πως ο Λόγος είναι ο Χριστός, με αποτέλεσμα και οι Έλληνες να έχουν έρθει κοντά στην αλήθεια. Με αυτή την προσπάθεια όμως ο Ιουστίνος υποτάσσει τη θεολογία στη φιλοσοφία, αφού η έννοια του Θεού εξαρτάται πια από την αντίληψη που έχει κανείς για τον κόσμο.
  
 
Το συγγραφικό του έργο

Πολλά από τα έργα του Ιουστίνου έχουν χαθεί. Τα έργα που φέρουν το όνομά του και έχουν διασωθεί ως τις ημέρες μας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
α) Εκείνα που είναι αδιαμφισβήτητης γνησιότητας.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι δύο Απολογίες του και ο Προς Τρύφωνα Ιουδαίον Διάλογος. Οι διασωθέντες κώδικές τους βρίσκονται σε κακή κατάσταση.
Ο Διάλογος προς Τρύφωνα διεξήχθη πιθανότατα στην Αθήνα περί το 136, αναφέρεται στις σχέσεις χριστιανισμού-Ιουδαϊσμού. Οι δύο Απολογίες του απαντούν στις κατηγορίες που προέρχονταν από τον Παγανιστικό κόσμο. Έτσι με το έργο του, ο Ιουστίνος, απαντά στις επιθέσεις των δύο κύριων αντιπάλων του Χριστιανισμού, παρουσιάζοντας τη θέση των Χριστιανών έναντι του Ιουδαϊσμού, από τον οποίο ξεκίνησε, και έναντι του Ελληνιστικού και παγανιστικού κόσμου, εντός του οποίου ανεπτύσσετο.
 
β) Τα απολεσθέντα ή εκείνα που είναι αμφίβολης γνησιότητας.
Σημαντικός αριθμός συγγραμμάτων του Ιoυστίνου έχει απολεσθεί. Το συγγράμματα αυτά μαρτυρούνται είτε από τον ίδιο, είτε από μεταγενέστερους συγγραφείς Για κάποια από τα έργα αυτά υπάρχει αντιλογία μεταξύ των ερευνητών όσον αφορά το αν είναι συγγραφέας τους ο Ιουστίνος. Εντούτοις, υπάρχει συμφωνία όσον αφορά τον χρόνο συγγραφής τους, ο οποίος πιστεύεται ότι δεν ξεπερνά τον 3ο αιώνα.
Τέτοια έργα είναι τα εξής: Σύνταγμα κατά πασών των αιρέσεων, Κατά Μαρκίωνος, Περί ψυχής, Προς Έλληνας, Λόγος Παραινετικός Προς Έλληνας, Περί μοναρχίας Θεού, Προς Διόγνητον, Περί Αναστάσεως, Ερμηνεία εις την Αποκάλυψιν, Ψάλτης, Προς σοφιστήν Ευφράσιον περί προνοίας και πίστεως, Διάλογος προς Κρήσκεντα, Προς Ιουδαίους.

γ) Τα έργα που αναμφίβολα δεν γράφτηκαν από τον Ιουστίνο και θεωρούνται νόθα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα εξής: Έκθεσις της Ορθής Πίστεως (αποδίδεται στον Θεοδώρητο), Αποκρίσεις Προς τους Ορθοδόξους Περί Τινων Αναγκαίων Ζητημάτων, Ερωτήσεις Χριστιανικαί Προς τους Έλληνας, Ερωτήσεις Ελληνικαί Προς τους Χριστιανούς, Προς Ζήνα και Σερήνο και Ανατροπή Δογμάτων Τινων Αριστοτελικών. Για τα δύο τελευταία δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το χρόνο συγγραφής τους, ενώ τα υπόλοιπα είναι βέβαιο ότι γράφτηκαν μετά την Σύνοδο της Νίκαιας.


Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ

Η Θεολογία του Ιουστίνου

Στη θεολογία του ο Ιουστίνος δεν επεδίωξε να διατυπώσει προσωπικές απόψεις, αλλά να μεταδώσει ότι διδάχτηκε. Έτσι η θεολογία του γενικά προσδιορίζεται από τα εξωτερικά ερεθίσματα της εποχής. Επειδή ακριβώς δεν αμφισβητείται στην εποχή του τόσο το ενιαίο του Θεού, όσο η θέση του προσώπου του Χριστού, η θεολογία του περιστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος της γύρω από το ζήτημα αυτό. Ο Λόγος λοιπόν είναι το κέντρο του κηρύγματος του. Ο Λόγος στον Ιουστίνο αποτελεί συγκεκριμένη προσωπικότητα, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Είναι δηλαδή όχι απλώς μια ακαθόριστη δύναμη, αλλά πρόσωπο και μάλιστα υπόσταση ξεχωριστή και συναριθμούμενη και προ της ενανθρωπήσεώς της. Έτσι βάση της θεολογίας του γίνεται η Παλαιά Διαθήκη και κυρίως οι θεοφάνειες του άσαρκου Λόγου, χωρίς τις οποίες δε μπορεί να υπάρξει κατανόηση των πεπραγμένων της Καινής Διαθήκης.

Ο Θεός κατά τον Ιουστίνο θεωρείται ανώνυμος, είναι δημιουργός και διακοσμητής. Ο Θεός λοιπόν είναι ποιητής του παντός, στον οποίο μόνο ανήκει η πίστη και η λατρεία. Είναι η μοναδική αιτία της υπάρξεως και βρίσκεται έξω από κάθε αναγκαιότητα γεννήσεως. Ο Θεός αυτός όμως δεν είναι μονάς, αλλά τριάς.
Ο Ιουστίνος τα μυστήρια τα τοποθετεί στη βάση του τριαδολογικού τύπου. Γι' αυτό και συνδέει σαφώς την τριαδική κοινωνία με το βάπτισμα και τη λειτουργία της ευχαριστίας. Οι βαπτισμένοι λοιπόν αναγεννιούνται στο τριαδικό όνομα των υποστάσεων, ενώ στη θεία ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος μεταλαμβάνονται είς δόξα του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος. Στο σημείο αυτό ο Ιουστίνος αναφέρει πως ο Υιός λαμβάνει δεύτερη χώρα, ενώ το πνεύμα είναι τρίτο τη τάξη, με στόχο να καταδείξει την ενότητα και τη μοναδικότητα του Θεού, εξαίροντας πάντοτε την υπερβατικότητά του.
Ο Θεός ως ιδιότητες έχει την υπερβατικότητα και την παντοδυναμία, που αποτελούν αφετηρία της δημιουργίας προς χάριν της ανθρωπότητος. Γι' αυτό τελικά είναι ανωνόμαστος, η αιτία δε αυτού του γεγονότος βρίσκεται στο αγέννητο Αυτού. Οι προσηγορίες Θεός, Πατήρ, Κτίστης δεν αποτελούν πραγματικά ονόματα αλλά επίθετα Αυτού.

Ο ισχυρισμός περί μεταποιήσεως της Πλατωνικής ιδέας περί Θεού στον Ιουστίνο κρίνεται αβάσιμη. Παρόλα αυτά στη σκέψη του ενυπάρχουν πολλές ασάφειες και κενά καθώς και φιλοσοφικές επιδράσεις. Αυτές όμως είναι μάλλον εξωτερικές και μορφολογικές, προσαρμοσμένες στον απολογητικό σκοπό του συγγραφέα. Σε ότι αφορά την έννοια της υπερβατικότητας του Θεού, αυτή λαμβάνεται από τον πλατωνισμό, με στόχο να μιλήσει σαφέστερα στο περιβάλλον της εποχής του. Γι' αυτό και η περί Θεού ιδέα στον Ιουστίνο παραμένει στην ουσία της βιβλική.


Η Περί Λόγου διδασκαλία του Ιουστίνου

Ο Ιουστίνος είναι ο κατεξοχήν απολογητής που αναφέρεται στην περί Υιού και Λόγου θεολογία. Τα κατεξοχήν συγγράμματά του όμως περί της θεολογίας του Υιού δεν έχουν διασωθεί, με αποτέλεσμα να έχουμε ημιτελή εικόνα. Πάντως η διδασκαλία του Ιουστίνου περί του Λόγου κινείται στη γραμμή του Ευαγγελιστή Ιωάννη, προβάλλοντας ουσιαστικά τη διδασκαλία που ήταν οικεία στο εκκλησιαστικό περιβάλλον της εποχής.

Προσπαθεί μέσω των κειμένων της Αγίας Γραφής να αναπτύξει και να θεμελιώσει το λόγο του, προτάσσοντας με εμμονή την έννοια του Λόγου-Υιού. Έτσι για τον Ιουστίνο, ο Λόγος του Θεού είναι ο Υιός Αυτού. Αυτή είναι μία αλήθεια η οποία διακηρύσσεται στην Παλαιά Διαθήκη, έγινε όμως γνωστή με την Ενανθρώπησή Του. Ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Υιός και Λόγος του θεού, το ένα και αυτό πρόσωπο. Οι Ιουδαίοι δεν έγιναν μέτοχοι αυτής της αλήθειας. Αυτό το στοιχείο είναι που κατά βάση αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην κατανόηση της νέας πίστεως, αφού η γνώση του Πατρός επιτυγχάνεται μόνο μέσω του Υιού.
Ο Υιός λοιπόν προήλθε από τον Πατέρα και είναι Υιός του όντος Θεού. Η έννοια Υιός μάλιστα δε μπορεί να παραβληθεί προς την ανθρώπινη υιότητα και να κατανοηθεί με βάση την ανθρώπινη εμπειρία. Ο Υιός και Λόγος υπήρχε προαιωνίως μέσα στον Πατέρα και βρίσκεται σε σχέση μετά από Αυτόν. Η γέννηση Αυτού έγινε με τη βουλή του Πατρός, χωρίς όμως να έχουμε αποτομή ή μερισμό της ουσίας, αφού αυτή παρέμεινε αναλλοίωτη. Ο Λόγος τελικά είναι μεσίτης και ενδιάμεσος ακτίστου και κτιστού και έχει σαφώς δική του υπόσταση. Είναι Θεός και εξαγγέλθηκε από την Παλαιά Διαθήκη επανειλημμένως από τους Προφήτες. Στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης εμφανίζεται άτμητος και αχώριστος του Πατρός.
Ο Λόγος είναι τέλειος και πλήρης Θεός αφού καλείται Θεός και Κύριος. Καλείται Υιός του Θεού, Θεός και Χριστός. Επειδή είναι αληθινός Θεός, αυτό συνεπάγεται και την αληθινή λατρεία Του.
 
Η υποταγή του Λόγου

Η θεολογία του Ιουστίνου περιέχει και προβληματικά σημεία. Αυτά κυρίως εκκινούν από τη φιλοσοφική θεώρηση ορισμένων θεολογικών προεκτάσεων κυρίως κοσμολογικής προελεύσεως. Το βασικό αυτό πρόβλημα, είναι η γνωστή στην απολογητική γραμματεία υποταγή του Λόγου.
Οι λόγοι που οδήγησαν τον Ιουστίνο σε μία τέτοια θεολογία είναι κατά βάση τρεις: α) η θεωρία περί απολύτου υπερβατικότητος του Θεού, με αποτέλεσμα ο Θεός να έχει ανάγκη από ενδιάμεσο όργανο για να έλθει σε επαφή με τον κόσμο, β) η γέννηση του Λόγου, που γίνεται με βουλή του Πατρός και γ) η ανάγκη διαφυλάξεως της ενότητος της Τριάδος η οποία στο φιλοσοφικό περιβάλλον της εποχής με βάση την ετερότητα των υποστάσεων θα οδηγούσε σε διάσπαση.
Η υποταγή όμως θα αποδείκνυε μία γνώμη και όχι έτερες. Γενικώς η έννοια της υποταγής του Ιουστίνου κινείται σε δύο πεδία: το κοσμολογικό και το αποκαλυπτικό. Στην πρώτη περίπτωση εντοπίζεται η κοσμική ενέργεια του Λόγου, στην οποία κατά τον Ιουστίνο ο Λόγος δεν είναι η κύρια ποιητική των δημιουργημάτων αρχή, αλλά το όργανο. Στη δεύτερη μέσω των θεοφανειών, όπου ο Θεός-Λόγος είναι η εικόνα του Θεού Πατρός και αγγελιαφόρος. Γενικά θα λέγαμε πως μία τέτοια θεολογία θέτει σε κίνδυνο την προσωπική αυτοτέλεια του Λόγου.

Παρόλα αυτά γενικώς η προοπτική της θεολογίας του θα πρέπει να αντιπαραβάλλεται προς το περιβάλλον το οποίο απευθύνεται ο απολογητής. Αφενός μεν στην προσπάθειά του να μιλήσει στη φιλοσοφική γλώσσα της εποχής, όπου η ενότητα της θεότητας θα είχε διασπαστεί αν δεν προτασσόταν η υποταγή της γνώμης, αφετέτρου η αδυναμία των απολογητών να θέσουν το ζήτημα της λατρείας του Υιού, ειδικά από τη στιγμή που οι Αυτοκράτορες που επιζητούσαν την Αυτοκρατορική λατρεία, τον είχαν σταυρώσει σαν ένα κοινό επαναστάτη.


Η Ανθρωπολογία του Ιουστίνου
 
 Η ανθρωπολογία του είναι θα λέγαμε βιβλική. Ο κόσμος είναι αγαθός και το υλικό στοιχείο δεν είναι κακό. Σημαντική θεολογική σκοπιά, συνεπής με τη πατερική θεολογική σκέψη, είναι το αναπόσπαστο της ψυχοσωματικής ενότητας του ανθρώπου.
Στο σημείο όμως το οποίο διαφοροποιείται είναι ότι η ψυχή είναι μεν ανωτέρα της αισθητής ύλης, αλλά όχι θεία. Καθώς και ότι ο Ιουστίνος φαίνεται να χρησιμοποιεί τριπλό συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Πέραν δηλαδή της ψυχής και του σώματος, το πνεύμα. Αυτό αποτελεί πρόσθετο στοιχείο, δώρο του Θεού προς τους αγαθούς, καθότι η ψυχή δεν έχει εγγενή και φυσική αθανασία.
Η έννοια του πνεύματος στον Ιουστίνο λαμβάνει την έννοια της χάριτος του Θεού. Σε ότι αφορά την αμαρτία και το προπατορικό αμάρτημα τη θεωρεί περισσότερο ως πρωτότυπη παρά ως προπατορική, ενώ τέλος η θεογνωσία αποκτάται δια της αποκαλύψεως και σε στάδια. Πριν την ενανθρώπηση ο Λόγος αποκαλυπτόταν στους Προφήτες και τους Πατριάρχες δι' εμφανίσεως του Λόγου, ενώ οι φιλόσοφοι τη δέχτηκαν ατελέστερα μέσω του σπερματικού λόγου, δηλαδή των σπερμάτων αληθείας που βρίσκονται μέσα σε όλους τους ανθρώπους. Η χάρη τελικώς μεταδίδεται στα μέλη της ανθρωπότητας μέσω της Εκκλησίας και της μυστηριακής ζωής αυτής.


ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φιλοσοφίας ταὶς ἀκτίσιν ἐκλάμπων, θεογνωσίας ὑποφήτης ἐδείχθης, σαφῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν δυσμενῶν σὺ γὰρ ὠμολόγησας, ἀληθείας τὴν γνῶσιν, καὶ Μαρτύρων σύσκηνος, δι' ἀθλήσεως ὤφθης, μεθ' ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὢ Ἰουστίνε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
 

Κοντάκιον
 
Ήχος β'. Τους ασφαλείς
Τον αληθή, της ευσεβείας κήρυκα, και ευκλεή, των μυστηρίων ρήτορα, Ιουστίνον τον φιλόσοφον, μετ' εγκωμίων ευφημήσωμεν δυνάμει γαρ σοφίας τε και χάριτος, τον λόγον κατετράνωσε της πίστεως, αιτούμενος πάσι θείαν άφεσιν.
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου