Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Η ιστορία της σχέσης ανθρώπου & Θεού

Η ιστορία της σχέσης ανθρώπου & Θεού


ΑΝ ΚΑΙ ΟΧΙ με την ίδια δύναμη όπως στον λαό του Θεού (τους Ιουδαίους), ωστόσο η παρουσία του Πνεύματος του Θεού ενεργούσε επίσης στους εθνικούς που δεν γνώριζαν τον αληθινό Θεό, διότι ακόμη και ανάμεσα από αυτούς ο Θεός βρήκε γι’ Αυτόν εκλεκτούς. […] Αυτό γινόταν από την πτώση του Αδάμ μέχρι την έλευση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον κόσμο εν σαρκί.

Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (προμετωπίδα στο βιβλίο του Ιερομονάχου Δαμασκηνού, Χριστός, το αιώνιο Ταό

Ρωσική ορθόδοξη εικόνα του Χριστού ως βασιλιά με κινέζικες επιρροές (από το Χριστός, το αιώνιο Ταό)

Α΄

Οι αρχαίοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού, και εκείνοι που συνέχισαν την παράδοσή τους, διδάσκουν ότι η πορεία του ανθρώπου προς την τελειότητα είναι άρρηκτα δεμένη με τη σχέση του προς το Υπέρτατο Ον, τον απόλυτα Αγαθό Δημιουργό και «Τροφοδότη» (συντηρητή) του κόσμου μας και όλων των υπαρκτών κόσμων.
Το Ον αυτό η χριστιανική παράδοση Το ονομάζει Θεό, χρησιμοποιώντας, με νέο περιεχόμενο, έναν όρο από τις προχριστιανικές θρησκείες. Ξέρουμε ότι το όνομα αυτό δεν εξαντλεί «αυτό που πράγματι είναι» το Υπέρτατο Ον (την «ουσία» Του), είναι όμως το πιο κοντινό σ’ αυτή την ουσία όνομα που μπορεί να χρησιμοποιήσει η ανθρώπινη σκέψη (και, ανάλογα, το αντίστοιχο όνομα σε όλες τις γλώσσες). Όλοι οι μεγάλοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού, που είχαν προσωπική γνώση του Υπέρτατου Όντος, αποδέχτηκαν αυτό το όνομα, παρόλο που τόνισαν ότι η ουσία Του είναι άρρητη, δηλαδή δεν εκφράζεται με ανθρώπινες λέξεις.
Επίσης, λόγω της ανάγκης του ανθρώπου για συλλογισμό και επικοινωνία, χρησιμοποίησαν ανθρώπινους όρους και εικόνες για να δώσουν σε όλους να καταλάβουν περίπου αυτά που εκείνοι είχαν μάθει από το Υπέρτατο Ον, τονίζοντας πάντα ότι οι λέξεις και οι εικόνες δεν πρέπει να απολυτοποιούνται – αλλιώς κινδυνεύουμε να αποδώσουμε στο Υπέρτατο Ον ανθρώπινα χαρακτηριστικά, που δεν Του ανήκουν. Η παραπάνω θεμελιώδης χριστιανική διδασκαλία (ότι η αλήθεια δεν εξαντλείται στη γλωσσική της έκφραση) ονομάζεται «αποφατισμός».
Την ουσία του Θεού («τι ακριβώς είναι ο Θεός») δεν τη γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε όμως γι’ Αυτόν ό,τι ο ίδιος έχει αποκαλύψει για τον εαυτό Του, και αυτά (κατά τους αρχαίους χριστιανούς διδασκάλους και εκείνους που τους ακολούθησαν) μπορούμε να τα συνοψίσουμε σε τρία κυριότερα χαρακτηριστικά: 

1. Ο Θεός είναι Πρόσωπο. Δεν είναι μια απρόσωπη δύναμη που «δημιούργησε το σύμπαν», αλλά ένα λογικό Ον, με συνείδηση της ύπαρξής Του, που επικοινωνεί ελεύθερα με τα άλλα όντα, τα αγαπά και τα καλεί να Το αγαπήσουν κι εκείνα και έτσι να ενωθούν μ’ Αυτό. Η λέξη πρόσωπο στο χριστιανισμό σημαίνει λογικό και ελεύθερο ον, που διατηρεί σχέση αγάπης με τα άλλα όντα. Προέρχεται από τις λέξεις προς+ωψ (=μάτι) και σημαίνει αυτόν που είναι στραμμένος προς τον άλλο, όχι προς τον εαυτό του. Το αντίθετο (αυτό που στρέφεται προς τον εαυτό του και ουσιαστικά κλείνεται σ’ αυτόν) είναι το άτομο (αυτό που «δεν τέμνεται», δεν κόβεται παραπέρα).

2. Ο Θεός είναι Τριάδα. Όταν λέμε «Θεός», δεν εννοούμε μόνο τον Πατέρα, αλλά και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Και οι Τρεις μαζί, σε απόλυτη συνεργασία, δημιούργησαν τον κόσμο και τον άνθρωπο. Είναι Ένας Θεός και όχι Τρεις Θεοί, έχοντας αιτία αυτής της ενότητας τον Πατέρα (ο Οποίος, με τρόπο άγνωστο σε μας, «γεννά» τον Υιό και «εκπορεύει» το Άγιο Πνεύμα), καθώς Τους ενώνει η κοινή ουσία και η απόλυτη αγάπη που έχουν μεταξύ Τους.

3. Ο Θεός είναι Αγάπη. Από αγάπη δημιούργησε τους κόσμους των αγγέλων και το δικό μας κόσμο, από αγάπη, κατόπιν κοινής συμφωνίας, το Ένα από τα Τρία Πρόσωπα μίκρυνε και έγινε άνθρωπος (ο Ιησούς), σταυρώθηκε και αναστήθηκε, ακούει τις προσευχές μας και είναι πάντα σε ετοιμότητα να μας σώσει από το μεγαλύτερο εχθρό μας, το θάνατο. Μόνο που «θάνατος» εδώ σημαίνει το χωρισμό μας από το Θεό και η σωτηρία απ’ αυτόν το θάνατο μπορεί να είναι ο ίδιος ο σωματικός μας θάνατος (όχι η αυτοκτονία, αλλά η αυτοθυσία από αγάπη).

Επειδή ο Θεός είναι αγάπη, ο άνθρωπος που ζει με αγάπη ζει με τον τρόπο ζωής του Θεού. Έτσι, όσο πιο πολύ θεμελιώνει τη ζωή του στην αγάπη, τόσο πιο πολύ «μοιάζει» με το Θεό, επομένως τόσο πιο πολύ ενώνεται μαζί Του (πλησιάζει στο περίφημο «καθ’ ομοίωσιν» της Αγίας Γραφής). Κι όσο πιο πολύ πλησιάζει στο Θεό, ο άνθρωπος πλησιάζει και τα άλλα όντα της Δημιουργίας.
«Ο κόσμος είναι ένας κύκλος» λέει ο άγιος Δωρόθεος, «ο Θεός είναι το κέντρο του κι εμείς στεκόμαστε στην περιφέρειά του. Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε προς το κέντρο, τόσο πλησιάζουμε και μεταξύ μας. Όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο, απομακρυνόμαστε και μεταξύ μας». Αυτή είναι η γεωμετρία του αγίου Δωρόθεου, ενός από τους μεγαλύτερους δασκάλους της χριστιανικής αγάπης, που έζησε στην έρημο της Παλαιστίνης τον 6ο αιώνα μ.Χ.

Β΄

Ένας από τους μεγαλύτερους αρχαίους διδασκάλους του χριστιανισμού: ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Φωτο και άρθρο εδώ.
 Κατά τους αρχαίους χριστιανούς διδασκάλους, επίσης, η σχέση του ανθρώπου προς το Θεό, με την οποία είναι άρρηκτα δεμένη η πορεία του ανθρώπου προς την τελειότητα, πέρασε από μερικά οδυνηρά στάδια: 
  • Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού (λογικός, ελεύθερος, πρόσωπο, που ενώνεται με τα άλλα όντα διά της αγάπης), καλεσμένος να επιτύχει το «καθ’ ομοίωσιν» (να γίνει όμοιος με το Θεό, δηλαδή άγιος). 
  • Οι πρώτοι άνθρωποι γνώριζαν το Θεό και ζούσαν με αγάπη και αρμονία μαζί Του, με τους άλλους ανθρώπους και τα υπόλοιπα όντα της δημιουργίας. Φυσικά και κάθε άνθρωπος σε αρμονία με τον εαυτό του, δηλ. με ψυχική και σωματική ισορροπία. Αυτή η αρμονία και η αγάπη είναι ο πρωταρχικός παράδεισος. 
  • Όμως, με υποκίνηση πονηρών αγγέλων (ισχυρότερων όντων από άλλο κόσμο, επίσης δημιουργημένων από το Θεό, που όμως ελεύθερα είχαν απομακρυνθεί από Αυτόν), οι άνθρωποι πίστεψαν πως είναι καλύτερα να γίνουν θεοί με τις «δικές τους δυνάμεις», κόβοντας το δεσμό αγάπης τους με το Θεό. Η προσπάθειά τους αυτή όμως ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, γιατί μόνο σε σχέση με την Πηγή της Ζωής και της Αγιότητας (τον Αγαθό και Άγιο Δημιουργό) ο άνθρωπος μπορεί να είναι ζωντανός και άγιος. Έτσι, επιχειρώντας την αυτοθέωση, έχασαν τη θέωση, γιατί η καρδιά τους έκλεισε αφήνοντας το Θεό απ’ έξω (προπατορικό αμάρτημα). Η επιλογή αυτή συμβολίζεται με το «δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού», που δεν σημαίνει «συνειδητοποίηση της διαφοράς του καλού από το κακό», αλλά εμπειρία είτε του καλού είτε του κακού, ανάλογα με την επιλογή του ανθρώπου απέναντι στο Θεό. 
  • Συνέπεια των παραπάνω ήταν η διάσπαση του ανθρώπου από το Θεό, το συνάνθρωπο, τη φύση και τον εαυτό του – γι’ αυτό η βία κυριαρχεί στην ιστορία της ανθρωπότητας και ο άνθρωπος καταστρέφει τον πλανήτη, σα να έχει τρελαθεί. Η διάσπαση αυτή συμβολίζεται στο βιβλίο της Γένεσης με την έξωση από τον παράδεισο και εμφανίζεται εκεί σαν «τιμωρία από το Θεό», για να δοθεί έμφαση στην ηθική παράμετρο της επιλογής του ανθρώπου και στις ολέθριες συνέπειές της (ας έχουμε υπόψιν ότι η Γένεση γράφτηκε στη διάρκεια της σκοτεινής αρχαιότητας και απευθύνθηκε σε ανθρώπους που κατανοούσαν καλύτερα την έννοια του Νόμου και περιβάλλονταν από σκληρούς ειδωλολατρικούς πολιτισμούς).

Γ΄

Ποια ήταν στη συνέχεια η πορεία της ανθρωπότητας;
Φαίνεται πως, στο βάθος της συλλογικής μνήμης, οι άνθρωποι θυμούνταν την ύπαρξη του Θεού και τη γνώση Του από τους αρχαίους προγόνους τους. Έτσι, δεν έπαψαν να Τον αναζητούν, παρακινημένοι από τη νοσταλγία του παραδείσου. Στη συλλογική μνήμη παρέμειναν (και διασώθηκαν στους μύθους) θραύσματα του «πρωτόκτιστου κάλλους», όπως η ανάμνηση της τριαδικότητας του Θεού και της απώλειας της σχέσης του ανθρώπου με Αυτόν. Γι’ αυτό η τριαδικότητα του Θεού (αλλά και ότι Ένας είναι ο Θεός) και η προπατορική πτώση είναι συνηθισμένα θέματα, με διάφορες παραλλαγές, στους θρησκευτικούς μύθους των αρχαίων λαών, ανεξάρτητα από τη θρησκεία τους.
Συνηθισμένο θέμα επίσης είναι και η προσδοκία ενός θεόσταλτου Σωτήρα της ανθρωπότητας, και μάλιστα συχνά προοιωνίζεται ένας Σωτήρας που θα πεθάνει – ίσως λόγω ανάμνησης της άμεσης υπόσχεσης του Θεού, που καταγράφεται και στη Γένεση, ότι «από το σπέρμα της γυναίκας» (δηλαδή χωρίς τη μεσολάβηση άνδρα) θα προέλθει κάποιος που «θα συντρίψει το κεφάλι του όφεως» και ο όφις «θα του τραυματίσει τη φτέρνα» (Γέν. 3, 15).
 
Ο θεός Τλαλόκ των Αζτέκων. Όπως πολλοί ειδωλολατρικοί "θεοί", λατρευόταν με ανθρωποθυσίες.
Όμως, παρά την αγωνιώδη αναζήτηση του Θεού, οι άνθρωποι δε γνώριζαν πια πώς θα Τον βρουν, κι έτσι θεοποίησαν στη συνείδησή τους και στα έθιμα των φυλών και των κοινοτήτων τους ό,τι τους προξενούσε δέος, τρόμο ή γοητεία. Έτσι ξεκίνησε στην ανθρωπότητα το φαινόμενο της θρησκείας. Αμέσως η θρησκεία συνδέθηκε με τη μαγεία, τον πνευματισμό και την ειδωλολατρία και φαίνεται πως ενεπλάκησαν οι σκοτεινοί άγγελοι, που είχαν παραπλανήσει τους πρώτους ανθρώπους και είχαν προκαλέσει την πτώση τους. Γι’ αυτό στις θρησκείες ανακατεύτηκαν πολλά σκοτεινά στοιχεία, όπως η λατρεία μοχθηρών και επικίνδυνων ή έστω ηθικά διφορούμενων πνευμάτων («θεών»), που συχνά γινόταν με πρακτικές άκρως αιματηρές.
Όμως ο Θεός δεν ξέχασε την ανθρωπότητα. Η εικόνα Του εντός του ανθρώπου «μαύρισε, αλλά δεν εξαλείφθηκε» και ο άνθρωπος εξακολουθούσε να μπορεί να Τον προσεγγίσει και να μάθει κάτι γι’ Αυτόν με τον μόνο έγκυρο τρόπο: την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και την εγκατάσταση σ’ αυτήν της ταπεινής αγάπης για όλους και για όλα, της αγάπης που χαρακτηρίζεται από τη συγχώρεση των εχθρών. Έτσι, ο άνθρωπος θα μπορούσε να αναγνωρίσει κομμάτια της αποκάλυψης του Θεού, που συνέβαινε διαρκώς στον κόσμο, και να συλλάβει τα μηνύματα που Εκείνος έστελνε διαρκώς σε κάθε έναν άνθρωπο προσωπικά – που όμως τα εγωιστικά πάθη και οι σκοτεινές λατρείες εμπόδιζαν τους περισσότερους να τα εντοπίσουν. Παρατηρούμε έτσι ένα παράδοξο: άνθρωποι από πολλούς λαούς και πολιτισμούς, πιστοί διαφορετικών θρησκειών, να συγκλίνουν σε βασικές ιδέες, όσον αφορά στο Θεό και την ηθική. Και οι ιδέες αυτές να θυμίζουν σ’ εμάς σε εντυπωσιακό βαθμό χριστιανικές ιδέες.

Σύμφωνα με τους αρχαίους χριστιανούς διδασκάλους, και εκείνους που τους ακολούθησαν, η αποκάλυψη αυτή του Θεού εκτείνεται σε όλους τους λαούς και τις εποχές: «ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν» ο Θεός (απόστολος Παύλος, βλ. Πράξεις των αποστόλων, 17, 22-31). Την ονομάζουν «σπερματικό λόγο», χρησιμοποιώντας έναν όρο που καθιέρωσε με αυτή την έννοια (στις δύο Απολογίες του υπέρ των χριστιανών) ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυρας ήδη τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. Έτσι, κατά τον άγιο Ιουστίνο, όλοι οι «μετά λόγου βιώσαντες» ενάρετοι άνθρωποι, στους οποίους εντάσσει το Σωκράτη, τον Ηράκλειτο «και τους ομοίους» (τους παρόμοιους με αυτούς), «χριστιανοί εισί, καν άθεοι ενομίσθησαν» [=είναι χριστιανοί, έστω κι αν θεωρήθηκαν άθεοι].
Ο Μέγας Βασίλειος, στην επιστολή του Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων (Προς τους νέους, πώς να ωφεληθούν από τα [προχριστιανικά] ελληνικά κείμενα), φέρνει δεκάδες ηθικά παραδείγματα από βιογραφίες αρχαίων Ελλήνων, ξεκινώντας από τα ομηρικά έπη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός αναγνωρίζει ότι οι «τα τελεώτερα φιλοσοφούντες» αρχαίοι Έλληνες μίλησαν για τον Ένα Θεό (Λόγος Θεολογικός 5ος, κεφ. ιδ΄), ενώ ο άγιος Αυγουστίνος θεωρεί ότι οι νεοπλατωνικοί θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και χριστιανοί. Παρόμοιες αναφορές υπάρχουν στα κείμενα πολλών από τους αρχαίους αγίους χριστιανούς διδασκάλους. Γι’ αυτό και σε χριστιανικούς ναούς αγιογραφήθηκαν ενίοτε μη χριστιανοί Έλληνες σοφοί, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Θουκυδίδης, ο Αισχύλος κ.π.ά. Γνωστά παραδείγματα η μονή Φιλανθρωπινών, στο νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων, οι αγιορείτικες μονές Ιβήρων και Βατοπεδίου κ.λ.π.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική έκφραση αυτού του πνεύματος είναι, κατά τη γνώμη μου, η σειρά προσωπογραφιών που φιλοτέχνησε στο δημαρχείο Αθηνών ένας από τους γνησιότερους σύγχρονους εκφραστές της χριστιανικής αυτοσυνειδησίας, ο Φώτης Κόντογλου. Η σειρά αυτή ξεκινά από τους πανάρχαιους Έλληνες (όπως ο Ιαπετός), περνάει από διάφορες προσωπικότητες της κλασικής και βυζαντινής περιόδου (περιλαμβάνοντας αγίους, φιλοσόφους, καλλιτέχνες και πολεμιστές) και καταλήγει στους αγωνιστές του 1821, σε μια αδιάσπαστη ενότητα.

Εικόνες αρχαίων φιλοσόφων στην ιστορική μονή Bachkovo της Βουλγαρίας (φωτο & άρθρο εδώ - δες ΚΙ ΑΛΛΕΣ εδώ)

Η Αγία Γραφή υποστηρίζει φανερά αυτή την ιδέα, αξιολογώντας ως πιστούς του αληθινού Θεού δίκαιους ανθρώπους που δεν ανήκαν στην παράδοση του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού, όπως οι πανάρχαιοι προπάτορες Άβελ και Σηθ, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Μελχισεδέκ και ο Ιώβ, αλλά ακόμη και ο Αβραάμ, που προσκλήθηκε από το Θεό ενώ ζούσε στο περιβάλλον της χαλδαϊκής ειδωλολατρίας – όλοι τιμώνται ως άγιοι από τη χριστιανική παράδοση. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρονται οι Τρεις Μάγοι των Χριστουγέννων, η Χαναναία του Ματθ. 15, 21-28, καθώς και τρεις Ρωμαίοι εκατόνταρχοι, ο ανώνυμος του Ματθ. 8, 5-13, ο Λογγίνος του Μάρκ. 15, 39 (δεν κατονομάζεται στα ευαγγέλια – ούτε και ταυτίζεται με τον ανώνυμο στρατιώτη που λόγχισε τον Ιησού, όπως κακώς θεώρησαν οι μεταγενέστεροι), και ο Κορνήλιος των Πράξεων των αποστόλων, κεφ. 10. Οι δύο τελευταίοι στη συνέχεια έγιναν χριστιανοί και αγίασαν.
["Νεκρός": Όλες οι παραπομπές στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν εδώ].
Ο σύγχρονος μεγάλος πνευματικός Πατέρας της Σερβίας άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1880-1956), που αιχμάλωτος στο Νταχάου είχε απευθύνει ένα συγκλονιστικό χριστιανικό κείμενο σε όλους τους λαούς της Ευρώπης (το οποίο δημοσιεύεται στο βιβλίο Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός του καθηγητή του Παν/μίου Βελιγραδίου π. Ιουστίνου Πόποβιτς), αναφερόμενος στη χριστιανική διδασκαλία για τη μετά θάνατον ζωή επισημαίνει:
«Και στην καρδιά μας, όπως και στην καρδιά των αδελφών μας αρχαίων Αιγυπτίων και των Ινδιάνων, υπάρχει αυτή η ενστικτώδης προαίσθηση, η φλόγα μέσα μας από την αρχή σαν μέγιστη προφητεία της μέγιστης πραγματικότητας που θα έρθει. Και στο νου μας, όπως και στο νου των αδελφών μας, των αρχαίων φιλοσόφων όλων των λαών, μπορεί να χωρέσει τούτη η ίδια λογική των πραγμάτων: ο θάνατος δεν σημαίνει συντόμευση αλλά αλλαγή και επιμήκυνση της ζωής» (αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, Αργά βαδίζει ο Χριστός, εν Πλω, 2008, σελ. 114-115).
Γνωστοί και συγκινητικοί για πολλούς χριστιανούς είναι και οι στίχοι της σούφι ποιήτριας Rabia al Adawiya
«Αν σε λατρεύω για να γλιτώσω την κόλαση, ρίξε με στην κόλαση! Αν σε λατρεύω με την ελπίδα του παραδείσου, κλείσε μου τις πόρτες! Αν όμως σε λατρεύω μόνο για χάρη Σου, μη μου στερήσεις το αιώνιο κάλλος Σου». 
Το πιο συγκινητικό όμως για μας είναι ότι απηχούν με ακρίβεια τη θεμελιώδη ηθική διδασκαλία των αρχαίων χριστιανών διδασκάλων (Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Μάξιμου Ομολογητή κ.ά.) για τις τρεις βαθμίδες ηθικής ωριμότητας, την πρώτη («δούλοι»), που κινείται από το φόβο της κόλασης, τη μεσαία («μισθωτοί»), που κινείται από τον πόθο του παραδείσου, και την τρίτη και υψηλότερη («υιοί» ή «φίλοι»), που κινείται μόνο από την αγάπη προς το Θεό και την επιθυμία πραγματοποίησης του θελήματος του Αγαπημένου (βλ. π.χ. αγ. Γρηγορίου Θεολόγου, στο J. Migne, Patrologia Graeca, τόμος 31, στήλες 1384Β-1385Α, M. Βασιλείου, στο ίδιο, τόμ. 32, στ. 1216).
Ο μεγάλος Ρώσος χριστιανός διδάσκαλος του 19ου αιώνα άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ, που μετέφερε (με ταπείνωση και αυτοθυσία και ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστική διάθεση) το φως του ευαγγελικού μηνύματος της αγάπης στην Αλάσκα, δίνει ανάλογες εκτιμήσεις μεταφέροντας τα λόγια ενός από τους ιθαγενείς του παγωμένου Βορρά: 
«“Ο Τούγκος προσεύχεται πάντα. Ξέρει ότι τα πάντα προέρχονται από το Θεό. Αν κατορθώσω να σκοτώσω μια πέρδικα, σημαίνει ότι ο Θεός μού την έδωσε. Προσεύχομαι σ’ Αυτόν και Τον ευχαριστώ. Αν δεν τη σκοτώσω, τότε ο Θεός δεν θέλει να μου την δώσει, γιατί είμαι κακός, και πάλι προσεύχομαι”. Κάθε φορά που θυμάμαι ή προφέρω αυτά τα λόγια, αισθάνομαι συγκίνηση, που γίνεται ακόμη πιο βαθιά, όταν σκεφθώ ότι ελέχθησαν από ένα πρόσωπο, που οι φιλόσοφοί μας με δυσκολία θα έκριναν άξιο να φέρει το όνομα άνθρωπος» (από το Γεωργίου Εμμ. Πιπεράκι, Άγιοι της Αλάσκας – Ορθόδοξο συναξάρι, Μυριόβιβλος 2004, σελ. 51-52).
Δεν αγνοώ ότι αυτή η εξήγηση για την έκβαση του κυνηγιού θα αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση από κάθε μοντέρνο «σκεπτόμενο άνθρωπο». Όμως η νηπιακή αθωότητα, που προϋποθέτει, είναι αυτό που σώζει τα τελευταία ανθρώπινα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, όταν όλα τα περήφανα διανοητικά επιτεύγματα καταρρέουν.

Ο μεγάλος & προοδευτικός ανθρωπολόγος & ιεραπόστολος άγιος Ιννοκέντιος της Αλάσκας (δες εδώ & εδώ).

Δ΄

Η θεϊκή αυτή αποκάλυψη ωστόσο, και η συνακόλουθη γνώση, είναι αποσπασματική και απλώς προετοιμάζει τον κόσμο για την τελική κίνηση του Θεού: την ενσάρκωσή Του σε άνθρωπο (τον Ιησού Χριστό), που «γκρέμισε το τείχος» ανάμεσα σε Θεότητα και ανθρωπότητα και έδωσε ξανά στους ανθρώπους τη χαμένη ευκαιρία, να ενωθούν με το Θεό. Η ένωση αυτή ήταν πια εφικτή, αφού ο Θεός δεν ήταν μόνο Θεός, αλλά και άνθρωπος – και συντελείται διά του Χριστού. Οι άνθρωποι που αποδέχονται τη διδασκαλία του Χριστού για το Θεό και κινούνται προς ένωση με Αυτόν διά του Χριστού είναι οι χριστιανοί.
Όλα όσα περιλαμβάνει η «εκκλησιαστική ζωή» των χριστιανών (βάπτισμα, νηστείες, προσευχές, τελετές στους ναούς, συμμετοχή στη θεία Μετάληψη κ.τ.λ.) αποσκοπούν ακριβώς σε αυτή την ένωση. Για την ακρίβεια, αποσκοπούν στο άνοιγμα της πνευματικής καρδιάς του ανθρώπου και στην αποδοχή εντός του της θείας χάριτος, της αγαθοποιού ενέργειας του Θεού, που κρίνεται απαραίτητη για την τελειοποίηση της αγάπης και της αγαπητικής ένωσης με το Θεό, που είναι και ένωση με όλα τα υπόλοιπα όντα – «παναγάπη» και «πανενότητα» (όροι του μεγάλου σύγχρονου Σέρβου χριστιανού διδασκάλου π. Ιουστίνου Πόποβιτς ["Νεκρός": καθηγητή του πανεπιστημίου Βελιγραδίου και αναγνωρισμένου πλέον ως αγίου]).
Από όλες τις θρησκείες ο άνθρωπος μπορεί να πλησιάσει προς το Θεό. Όμως σε πολλές περιπτώσεις συναντά εμπόδια, που δεν τα συναντά στο χριστιανισμό: συχνά οι πνευματικές παραδόσεις είναι νοθευμένες με υποτίμηση της αγάπης, με άρνηση της προσωπικής ύπαρξης του Θεού (και υποβιβασμό Του σε στοιχείο του «εσώτερου είναι» του ανθρώπου) ή ακόμη και με ξεκάθαρες λατρείες πονηρών πνευμάτων. Συχνά επίσης η ανάπτυξη «ανώτερης συνειδητότητας», η επίτευξη «πληρέστερης κατανόησης» του εαυτού μας και του κόσμου ή ακόμη και η «ένωση με τα όντα» (τα δημιουργήματα του Θεού, τα όντα του δικού μας σύμπαντος) θεωρείται τέρμα της πορείας του ανθρώπου προς την πνευματική τελειότητα. Κατά τους χριστιανούς διδασκάλους αυτό είναι σφάλμα. Ένα τέρμα της πορείας υπάρχει, η ένωση με τον προσωπικό και Τριαδικό Θεό – μάλιστα, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει «τέρμα», γιατί η πνευματική πρόοδος είναι αέναη, όπως ο Θεός, προς τον Οποίο τείνουμε, είναι άπειρος.
«Ο Θεός δεν είναι φθονερός. Ο Θεός δεν είναι φίλαυτος ούτε φιλόδοξος. Αυτός ο Ίδιος ταπεινά και υπομονετικά αναζητεί κάθε άνθρωπο σε όλους τους δρόμους του. Γι’ αυτό μπορεί καθένας να γνωρίσει το Θεό σε αυτό ή σε εκείνο το μέτρο όχι μόνο μέσα στην Εκκλησία αλλά και έξω από αυτήν, αν και η τέλεια επίγνωση του Θεού χωρίς το Χριστό ή και έξω από τον Χριστό δεν είναι δυνατή (Ματθ. 11, 27). Έξω από τον Χριστό καμία πνευματική (μυστική) πείρα δεν δίνει στον άνθρωπο τη γνώση του Θείου Είναι ως της Μιας ακατάληπτης απόλυτης Αντικειμενικότητας σε Τρία ακατάληπτα απόλυτα Υποκείμενα, δηλαδή ως Τριάδα ομοούσια και αχώριστη. Εν Χριστώ όμως, αυτή η αποκάλυψη, αυτή η γνώση, γίνεται φως αιώνιας Ζωής, που ξεχύνεται σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης» [π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, σύγχρονος άγιος και Πατέρας της Εκκλησίας (1896-1993), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003, σελ. 242-243].
Ο άγιος Γέροντας Σωφρόνιος
Αυτό είναι, με λίγα φτωχά λόγια, το χρονικό της πορείας του ανθρώπου προς την τελειότητα, όπως τη διδάσκουν οι μεγάλοι χριστιανοί διδάσκαλοι, που έφτασαν στα ανώτατα στάδια πνευματικής προόδου, μπόρεσαν να αξιολογήσουν επαρκώς την εγκυρότητα των πνευματικών βιωμάτων, διακρίνοντας την αλήθεια από την πλάνη, και κατέστησαν διδάσκαλοι της ανθρωπότητας.

Το παρόν είναι κομμάτι από αυτό.
Ολόκληρο το άρθρο, με τίτλο Χριστός, το αιώνιο Ταό, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχ. 170, Απρίλης 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου