Κάθε τι στο Γολγοθά, το απόγευμα εκείνο της Παρασκευής, ήταν απόδειξη της θείας παντοδυναμίας.
Όλες οι κινήσεις του Θεανθρώπου είναι μετρημένες, σταθερές, αποπνέουν βασιλική μεγαλοπρέπεια. Τίποτε το βιαστικό, τίποτε που να δείχνει ανησυχία. Εκείνη τη δεινή ώρα, που φτάνει στον Γολγοθά κατάκοπος κι εξαντλημένος μέσα στους αλαλαγμούς του πλήθους, εκείνη τη φρικτή ώρα, που Του απλώνουν τα άγια χέρια και πόδια στο ατιμωτικό ξύλο του σταυρού κι αρχίζουν να τα καρφώνουν, ανθρωπίνως έπρεπε να χάσει τον έλεγχο του εαυτού Του.
Τίποτε όμως απ’ αυτά δεν έγινε. Ένα μονάχα παράπονο βγήκε από τα χείλη Του, κι αυτό καθώς ανέβαινε στον Κρανίου τόπο. Παράπονο για την ιερή πόλη, την Ιερουσαλήμ και τον αποστάτη λαό της, που αποτολμούσε με αφάνταστη μανία το φοβερότερο απ’ όλα τα εγκλήματα, που είδε ο κόσμος. Ούτε για τη βάρβαρη συμπεριφορά των Ρωμαίων στρατιωτών και τις ψευτιές και υποκρισίες των Φαρισαίων αγανάκτησε, ούτε για την εγκατάλειψη των μαθητών Του είχε παραπονεθεί, ούτε για τα σωματικά και ψυχικά μαρτύρια, στα οποία Τον υπέβαλαν, στέναξε.
Μήπως όμως δείλιασε στο αντίκρυσμα του σταυρού; Την ώρα, που τα σουβλερά καρδιά Τον τρυπούσαν και Του ξέσχιζαν τις σάρκες; Την ώρα, που ατένιζε μέσα σε φρικτούς πόνους τη λαοθάλασσα να ουρλιάζει και να Τον εμπαίζει; Πουθενά δε φαίνεται κάτι τέτοιο. Κι όταν το τίμιο αίμα Του τρέχει αδιάκοπα και νιώθεις τις δυνάμεις Του να Τον εγκαταλείπουν, παρουσιάζει και πάλι ηρεμία, αυτοκυριαρχία θαυμαστή.
Εποπτεύει γαλήνιος τα πάντα, σαν να κάθεται σε βασιλικό θρόνο. Μιλάει, κι οι λόγοι Του είναι άγιοι, μεγαλόπρεποι. Ανέχεται μ’ απέραντη μακροθυμία την ύβρη ενός ληστού και συγχωρεί τον άλλον, ανοίγοντάς του την πόρτα του Παραδείσου για να μπει μαζί Του στη βασιλεία των ουρανών. Στα πικρόχολα σχόλια και γεμάτα σκοτεινός μίσος “ουά” απαντά με το γλυκύ και θεϊκό “ἄφες αὐτοῖς“.
Στο μαρτύριό Του -μαρτύριο μοναδικό, ακατάληπτο σε μας τους ανθρώπους- σε κείνη την τιτάνια πάλη, που αντίστοιχή της δεν είδε ούτε και θα δει ποτέ ο κόσμος, δε λησμονεί το πρόσωπο, που έγινε όργανο του ουρανού και Του έδωσε σάρκα από την σάρκα του και αίμα από το αίμα του για να γίνει άνθρωπος. Κοιτάζει την Παρθένον κάτω από τον σταυρό Του. Βλέπει την πύρινη ρομφαία του πόνου, η οποία σχίζει τα μητρικά σπλάχνα της. Και γνωρίζοντας, όσο κανένας άλλος, τον οδυρμό και τον αβάσταχτο πόνο της, της δείχνει τον μαθητή Του, Ιωάννη, και της απευθύνει το στοργικό “Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου” (Ιω. ιθ’ 26): Γυναίκα, να ποιος θα είναι από τώρα ο υιός σου.
Την ώρα που το μαρτύριό Του κορυφώνεται κι αισθάνεται αφάνταστα μόνος κι αβοήθητος, αφήνει κραυγή θερμής προσευχής στον ουράνιο Πατέρα Του: “Θεέ μου θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” (Ματθ. κζ’ 46). Την πλήρη εγκατάλειψη την αντιμετωπίζει με ταπεινή επίκληση του ουρανού. Στην αφόρητη αγωνία της δίψας Του μια μονάχα λέξη προφέρει: “Διψῶ“. Κι αυτό, “ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή” (Ιω. ιθ’ 28), για να επαληθεύσει σ’ όλα και μέχρι της τελευταίας λεπτομέρειας η Γραφή, όπου είχε γραφεί: “καὶ εἰς τὴν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος” (Ψαλμ. ξη’ 22), όταν διψούσα, αντί να μου δώσουν νερό, με πότισαν ξύδι! Όταν δε ο στρατιώτης προσπάθησε να Του βρέξει τα χείλη με το ποτισμένο στο ξύδι και στη χολή σφουγγάρι, το δοκίμασε, γύρισε σιωπηλά και αδιαμαρτύρητα το πρόσωπο, και δεν ήθελε να το πιεί (Ματθ. κζ’ 34).
Και κείνο το “τετέλεσται“; Τι άλλο ήταν παρά βασιλική θριαμβευτική ιαχή και απόδειξη πως παρέδιδε το πνεύμα με τη θέλησή Του και στην ώρα που ο ίδιος έκρινε ότι ήταν καιρός να τερματίσει την επίγεια ζωή Του; Πόσο θεϊκό μεγαλείο κρύβει τούτη η λέξη και η κλίση της αγίας κεφαλής! “κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα“! (Ιω. ιθ’ 31) Σ’αυτήν την τελευταία Του κίνηση και στον τελευταίο Του λόγο, “Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου” (Λουκ. κγ’ 46), διαβλέπουμε όλη την εξουσία και την αυτοκυριαρχία του Κυρίου.
Λόγοι και κινήσεις δηλούν όχι ήττα, αλλά εξουσία. Και μάλιστα εξουσία όχι τυχαία, αλλά απέραντη. Αν δεν ήταν ο Κύριος και ο εξουσιαστής των πάντων, δεν μπορούσε να παραδώσει το πνεύμα με τόση ηρεμία, τόση γαλήνη, τέτοιο μεγαλείο. Κανένας θνητός -κι αυτοί ακόμη που τόσο εξυμνούνται από κάποιους διανοούμενους- δεν πέθανε έτσι. Όλοι πέθαναν με τρόπο, που δείχνει πως υποτάσσονται δουλικά στον θάνατο. Δεν πέθαναν όταν αυτοί το θέλησαν. Δεν πέθαναν με τον τρόπο που θέλησαν. Όσοι σταυρώνονταν σήκωναν μέχρι της τελευταίας τους πνοή την κεφαλή, για να πάρουν αναπνοή. Μονάχα ο Κύριος παραδίδει το πνεύμα “ως ἐξουσίαν ἔχων“, εκούσια με τρόπο αντάξιο της θείας Του εξουσίας. Έκλινε την κεφαλή, φανερώνοντας έτσι την εκούσια και ολόψυχη υποταγή του στο θέλημα του ουρανίου Πατέρα του.
Σε τούτους τους καιρούς που ζούμε, πολλοί χλευάζουν την πίστη και αρνούνται να γονατίσουν μπροστά στον Εσταυρωμένο. Τυφλωμένοι από τα πάθη και το κοσμικό πνεύμα βλέπουν το άγιο Πάθος ως απόδειξη αδυναμίας. Σεις όμως μην τους ακολουθήσετε. Εμπιστευθείτε το τιμόνι της ζωής σας στα ματωμένα χέρια Του. Τούτα τα άγια χέρια μαρτυρούν τεράστια δύναμη, απέραντη στοργή, ανέκφραστη αγάπη για τον κόσμο.
Όταν Τον βλέπετε στο Σταυρό γυμνό και νεκρό με τις πληγές, την ανοιχτή πλευρά και το ακάνθινο στεφάνι, η πίστη σας να γιγαντώνεται πιο πολύ. Η εμπιστοσύνη σας σ’ Αυτόν να μεγαλώνει. Ποτέ μη σας περάσει από το νου, πως Αυτός, που οδυνάται στο Σταυρό χωρίς “είδος και κάλλος“, είναι ένας αδύνατος θνητός. Όχι! Είναι ο παντοδύναμος Θεός.
Πόσο εκφραστικά και μεγαλόπρεπα λέει τούτη την αλήθεια ο ύμνος της Εκκλησίας μας: Σήμερα κρέμεται πάνω στο ξύλο του Σταυρού, Εκείνος που κατά τη δημιουργία περιέβαλε τη γη με τη θάλασσα έτσι, που να φαίνεται ότι την κρέμασε πάνω στο νερό. Φοράει στην κεφαλή Του στεφάνη καμωμένο από αγκάθια Εκείνος, που είναι ο βασιλιάς των αγγέλων. Περιβάλλεται κατά τρόπο χλευαστικό με ψεύτικο βασιλικό ιμάτιο, Αυτός που περιβάλλει τον ουρανό με τις αμέτρητες νεφέλες. Καταδέχεται υβριστικό ράπισμα, Εκείνος που με τη βάπτισή του στον Ιορδάνη ποταμό χάρισε την ελευθερία στον Αδάμ. Με καρφιά καρφώθηκε στο Σταυρό ο Νυμφίος της Εκκλησίας! Με λόγχη τρυπήθηκε στην πλευρά ο υιός της Παρθένου! Κι εμείς, Χριστέ μας, για όλα αυτά σε αναγνωρίζουμε Κύριο και Θεό μας. Και προσκυνούμε τα αγία Σου Πάθη. Αξίωσέ μας να δούμε και την Ανάστασή Σου την ένδοξη(*).
Αυτά ταιριάζει κι εμείς να Σου ψάλλουμε, Κύριε, και ταυτόχρονα να εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στα ματωμένα, αλλά παντοδύναμα χέρια Σου.
Όλες οι κινήσεις του Θεανθρώπου είναι μετρημένες, σταθερές, αποπνέουν βασιλική μεγαλοπρέπεια. Τίποτε το βιαστικό, τίποτε που να δείχνει ανησυχία. Εκείνη τη δεινή ώρα, που φτάνει στον Γολγοθά κατάκοπος κι εξαντλημένος μέσα στους αλαλαγμούς του πλήθους, εκείνη τη φρικτή ώρα, που Του απλώνουν τα άγια χέρια και πόδια στο ατιμωτικό ξύλο του σταυρού κι αρχίζουν να τα καρφώνουν, ανθρωπίνως έπρεπε να χάσει τον έλεγχο του εαυτού Του.
Τίποτε όμως απ’ αυτά δεν έγινε. Ένα μονάχα παράπονο βγήκε από τα χείλη Του, κι αυτό καθώς ανέβαινε στον Κρανίου τόπο. Παράπονο για την ιερή πόλη, την Ιερουσαλήμ και τον αποστάτη λαό της, που αποτολμούσε με αφάνταστη μανία το φοβερότερο απ’ όλα τα εγκλήματα, που είδε ο κόσμος. Ούτε για τη βάρβαρη συμπεριφορά των Ρωμαίων στρατιωτών και τις ψευτιές και υποκρισίες των Φαρισαίων αγανάκτησε, ούτε για την εγκατάλειψη των μαθητών Του είχε παραπονεθεί, ούτε για τα σωματικά και ψυχικά μαρτύρια, στα οποία Τον υπέβαλαν, στέναξε.
Μήπως όμως δείλιασε στο αντίκρυσμα του σταυρού; Την ώρα, που τα σουβλερά καρδιά Τον τρυπούσαν και Του ξέσχιζαν τις σάρκες; Την ώρα, που ατένιζε μέσα σε φρικτούς πόνους τη λαοθάλασσα να ουρλιάζει και να Τον εμπαίζει; Πουθενά δε φαίνεται κάτι τέτοιο. Κι όταν το τίμιο αίμα Του τρέχει αδιάκοπα και νιώθεις τις δυνάμεις Του να Τον εγκαταλείπουν, παρουσιάζει και πάλι ηρεμία, αυτοκυριαρχία θαυμαστή.
Εποπτεύει γαλήνιος τα πάντα, σαν να κάθεται σε βασιλικό θρόνο. Μιλάει, κι οι λόγοι Του είναι άγιοι, μεγαλόπρεποι. Ανέχεται μ’ απέραντη μακροθυμία την ύβρη ενός ληστού και συγχωρεί τον άλλον, ανοίγοντάς του την πόρτα του Παραδείσου για να μπει μαζί Του στη βασιλεία των ουρανών. Στα πικρόχολα σχόλια και γεμάτα σκοτεινός μίσος “ουά” απαντά με το γλυκύ και θεϊκό “ἄφες αὐτοῖς“.
Στο μαρτύριό Του -μαρτύριο μοναδικό, ακατάληπτο σε μας τους ανθρώπους- σε κείνη την τιτάνια πάλη, που αντίστοιχή της δεν είδε ούτε και θα δει ποτέ ο κόσμος, δε λησμονεί το πρόσωπο, που έγινε όργανο του ουρανού και Του έδωσε σάρκα από την σάρκα του και αίμα από το αίμα του για να γίνει άνθρωπος. Κοιτάζει την Παρθένον κάτω από τον σταυρό Του. Βλέπει την πύρινη ρομφαία του πόνου, η οποία σχίζει τα μητρικά σπλάχνα της. Και γνωρίζοντας, όσο κανένας άλλος, τον οδυρμό και τον αβάσταχτο πόνο της, της δείχνει τον μαθητή Του, Ιωάννη, και της απευθύνει το στοργικό “Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου” (Ιω. ιθ’ 26): Γυναίκα, να ποιος θα είναι από τώρα ο υιός σου.
Την ώρα που το μαρτύριό Του κορυφώνεται κι αισθάνεται αφάνταστα μόνος κι αβοήθητος, αφήνει κραυγή θερμής προσευχής στον ουράνιο Πατέρα Του: “Θεέ μου θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;” (Ματθ. κζ’ 46). Την πλήρη εγκατάλειψη την αντιμετωπίζει με ταπεινή επίκληση του ουρανού. Στην αφόρητη αγωνία της δίψας Του μια μονάχα λέξη προφέρει: “Διψῶ“. Κι αυτό, “ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή” (Ιω. ιθ’ 28), για να επαληθεύσει σ’ όλα και μέχρι της τελευταίας λεπτομέρειας η Γραφή, όπου είχε γραφεί: “καὶ εἰς τὴν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος” (Ψαλμ. ξη’ 22), όταν διψούσα, αντί να μου δώσουν νερό, με πότισαν ξύδι! Όταν δε ο στρατιώτης προσπάθησε να Του βρέξει τα χείλη με το ποτισμένο στο ξύδι και στη χολή σφουγγάρι, το δοκίμασε, γύρισε σιωπηλά και αδιαμαρτύρητα το πρόσωπο, και δεν ήθελε να το πιεί (Ματθ. κζ’ 34).
Και κείνο το “τετέλεσται“; Τι άλλο ήταν παρά βασιλική θριαμβευτική ιαχή και απόδειξη πως παρέδιδε το πνεύμα με τη θέλησή Του και στην ώρα που ο ίδιος έκρινε ότι ήταν καιρός να τερματίσει την επίγεια ζωή Του; Πόσο θεϊκό μεγαλείο κρύβει τούτη η λέξη και η κλίση της αγίας κεφαλής! “κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα“! (Ιω. ιθ’ 31) Σ’αυτήν την τελευταία Του κίνηση και στον τελευταίο Του λόγο, “Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου” (Λουκ. κγ’ 46), διαβλέπουμε όλη την εξουσία και την αυτοκυριαρχία του Κυρίου.
Λόγοι και κινήσεις δηλούν όχι ήττα, αλλά εξουσία. Και μάλιστα εξουσία όχι τυχαία, αλλά απέραντη. Αν δεν ήταν ο Κύριος και ο εξουσιαστής των πάντων, δεν μπορούσε να παραδώσει το πνεύμα με τόση ηρεμία, τόση γαλήνη, τέτοιο μεγαλείο. Κανένας θνητός -κι αυτοί ακόμη που τόσο εξυμνούνται από κάποιους διανοούμενους- δεν πέθανε έτσι. Όλοι πέθαναν με τρόπο, που δείχνει πως υποτάσσονται δουλικά στον θάνατο. Δεν πέθαναν όταν αυτοί το θέλησαν. Δεν πέθαναν με τον τρόπο που θέλησαν. Όσοι σταυρώνονταν σήκωναν μέχρι της τελευταίας τους πνοή την κεφαλή, για να πάρουν αναπνοή. Μονάχα ο Κύριος παραδίδει το πνεύμα “ως ἐξουσίαν ἔχων“, εκούσια με τρόπο αντάξιο της θείας Του εξουσίας. Έκλινε την κεφαλή, φανερώνοντας έτσι την εκούσια και ολόψυχη υποταγή του στο θέλημα του ουρανίου Πατέρα του.
Σε τούτους τους καιρούς που ζούμε, πολλοί χλευάζουν την πίστη και αρνούνται να γονατίσουν μπροστά στον Εσταυρωμένο. Τυφλωμένοι από τα πάθη και το κοσμικό πνεύμα βλέπουν το άγιο Πάθος ως απόδειξη αδυναμίας. Σεις όμως μην τους ακολουθήσετε. Εμπιστευθείτε το τιμόνι της ζωής σας στα ματωμένα χέρια Του. Τούτα τα άγια χέρια μαρτυρούν τεράστια δύναμη, απέραντη στοργή, ανέκφραστη αγάπη για τον κόσμο.
Όταν Τον βλέπετε στο Σταυρό γυμνό και νεκρό με τις πληγές, την ανοιχτή πλευρά και το ακάνθινο στεφάνι, η πίστη σας να γιγαντώνεται πιο πολύ. Η εμπιστοσύνη σας σ’ Αυτόν να μεγαλώνει. Ποτέ μη σας περάσει από το νου, πως Αυτός, που οδυνάται στο Σταυρό χωρίς “είδος και κάλλος“, είναι ένας αδύνατος θνητός. Όχι! Είναι ο παντοδύναμος Θεός.
Πόσο εκφραστικά και μεγαλόπρεπα λέει τούτη την αλήθεια ο ύμνος της Εκκλησίας μας: Σήμερα κρέμεται πάνω στο ξύλο του Σταυρού, Εκείνος που κατά τη δημιουργία περιέβαλε τη γη με τη θάλασσα έτσι, που να φαίνεται ότι την κρέμασε πάνω στο νερό. Φοράει στην κεφαλή Του στεφάνη καμωμένο από αγκάθια Εκείνος, που είναι ο βασιλιάς των αγγέλων. Περιβάλλεται κατά τρόπο χλευαστικό με ψεύτικο βασιλικό ιμάτιο, Αυτός που περιβάλλει τον ουρανό με τις αμέτρητες νεφέλες. Καταδέχεται υβριστικό ράπισμα, Εκείνος που με τη βάπτισή του στον Ιορδάνη ποταμό χάρισε την ελευθερία στον Αδάμ. Με καρφιά καρφώθηκε στο Σταυρό ο Νυμφίος της Εκκλησίας! Με λόγχη τρυπήθηκε στην πλευρά ο υιός της Παρθένου! Κι εμείς, Χριστέ μας, για όλα αυτά σε αναγνωρίζουμε Κύριο και Θεό μας. Και προσκυνούμε τα αγία Σου Πάθη. Αξίωσέ μας να δούμε και την Ανάστασή Σου την ένδοξη(*).
Αυτά ταιριάζει κι εμείς να Σου ψάλλουμε, Κύριε, και ταυτόχρονα να εμπιστευόμαστε τη ζωή μας στα ματωμένα, αλλά παντοδύναμα χέρια Σου.
———————————
(*) “Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν
ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων
Βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν
νεφέλαις. Ῥάπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἥλοις
προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη, ὁ Υἱὸς τῆς
Παρθένου. Προσκυνοῦμέν σου τὰ Πάθη Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν, καὶ τὴν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν“.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Στις γιορτές της Ορθοδοξίας: στοχασμοί και ανατάσεις”
του Νικολάου Π. Βασιλειάδη
του Νικολάου Π. Βασιλειάδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου