Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Προϋποθέσεις της Θεογνωσίας † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ
Η γνώση του Θεού δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά δώρο του ίδιου του Θεού. Δεν «βρίσκει» ο άνθρωπος τον Θεό, αλλά ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Όμως ο άνθρωπος δεν μένει «παθητικός δέκτης» της Θείας χάρης, η θεογνωσία περνάει μέσα από την ελεύθερη προαίρεση του· δεν αποτελεί βιασμό της ανθρώπινης προαίρεσης. Είναι λοιπόν ανάγκη να αποδείξουμε έμπρακτα την επιλογή μας και ας δοΰμε με ποιους τρόπους μπορεί αυτό να γίνει.


1. Αγαθή διάθεση
Η θεογνωσία απαιτεί καθαρότητα καρδιάς και αγνότητα διάθεσης. Ο πονηρός άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην αληθινή γνώση του Θεού, οσοδήποτε κι αν ερευνήσει, κι αν ακόμη αποστηθίσει ολόκληρη την αγία Γραφή.
Το πονηρό πνεύμα έφερε τον Χριστό στο άκρον της στέγης του Ναού και του είπε: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, πέσε κάτω, γιατί είναι γραμμένο ότι θα διατάξει τους αγγέλους να σε προσέχουν και να σε σηκώσουν στα χέρια, για να μη σκοντάψει σε πέτρα το πόδι σου» (Ματθ. δ' 6. Ψαλμ. 90, 11).
Εδώ η πρόθεση του Σατανά δεν ήταν αγνή, δεν ζητούσε την προσωπική ένωση με τον Χριστό, την πραγματική Θεογνωσία, αλλά προσπάθησε να παρασύρει τον Κύριο σε ενέργεια πονηρή, δεν ήταν πράξη εμπιστοσύνης, αγάπης και υπακοής στο θέλημα του Πατρός, δεν αναφερόταν στο θείο σχέδιο, αλλά ήταν έκφραση υποταγής στο σχέδιο του όφεως. Γι' αυτό το λόγο ο Κύριος απαντά: «Πάλι είναι γραμμένο· δεν πρέπει να πειράξεις Κύριον τον Θεόν σου» (Ματθ. δ' 7. Λουκ. δ' 12. Δευτερ. στ' 16. Πρβλ. Α' Κορ. ι’ 9. Αριθ. κα' 5-6).
Όποιος δεν ξεκινάει από αγνή διάθεση, ποτέ δεν θα φθάσει στη Θεότητα του Κυρίου· δεν θα μπορέσει να ενωθεί με Αυτόν, οσοδήποτε κι αν ερευνήσει, οσοδήποτε κι αν μελετήσει την αγία Γραφή.

«Εδίψησε η ψυχή μου πρός τον Θεό τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;» ·εδίψασε η ψυχή μου για τον ζωντανό Θεό, πότε θα έλθω και θα δω το πρόσωπο του Θεού μου; (Ψαλμ. μβ' 3). Εκείνος που θα διψάσει για τον Θεό θα τρέξει σαν το ελάφι στην πηγή (Ψαλμ. μα' (μβ') 1-3), δηλαδή στον Χριστό (Ιω. δ' 10). Αντίθετα, όποιος προσπαθήσει να σβήσει τη δίψα μόνος, δεν θα το πετύχει ποτέ: «εγώ τω διψώντι δώσω έκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν», δηλαδή σε κείνον που διψά εγώ θα δώσω δωρεάν από την πηγή του ύδατος της ζωής (Αποκ. κα' 6)• «ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν», εκείνος που διψάει ας έλθει και εκείνος που το επιθυμεί ας λάβει δωρεάν ύδωρ ζωής (Αποκ. κβ' 17).
Για να οδηγηθεί λοιπόν κανείς στην αληθινή Θεογνωσία πρέπει να έχει γνήσια διάθεση, να διψάει για τον Θεό. Να μη είναι δηλαδή το κίνητρο του διανοητική υπόθεση ή ικανοποίηση περιεργείας. Αυτός που φλέγεται από την επιθυμία του Θεού δεν προκαλεί, δεν εκπειράζει τον Κύριο! Η σωτήρια γνώση του Θεού δεν είναι υπόθεση διανοητική, ούτε αποβλέπει στην ικανοποίηση της δίψας για μάθηση. Ξεκινάει από τη βαθειά επιθυμία της καρδιάς για προσωπική κοινωνία αγάπης με τον Πλάστη Θεό και αφορα ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Μ' αυτή τη διάθεση πρέπει κανείς να προσεγγίζει τη γνώση του Θεού.


2. Η αγάπη
Μια άλλη βασική προϋπόθεση της Θεογνωσίας είναι η αγάπη. Ο ίδιος ο Θεός είναι αιώνια αγάπη και επιθυμεί να έλθει σε προσωπική κοινωνία με τον άνθρωπο «εν ελευθερία».
Δεν μπορεί ο άνθρωπος να εξαναγκάσει την αγάπη του Θεού, αλλά ούτε και ο Θεός θέλει να βιάσει τον άνθρωπο, να του επιβάλει την αγάπη Του. Η αγάπη είναι ένα δώρο του Θεού (Γαλ. ε' 22) και προσφέρεται όπου και όταν ο Θεός θέλει και σε όποιον Εκείνος θέλει (Α' Κορ. β' II. Εβρ. β' 4). Μόνο που ο Θεός δεν μεροληπτεί, θέλει να οδηγηθούν όλοι οι άνθρωποι στην αληθινή Θεογνωσία, δηλαδή στη σωτηρία (Α' Τιμ. β' 4). Η αγάπη του Θεού περιβάλλει όλους τους ανθρώπους.


Όμως πρέπει και ο άνθρωπος να απαντήσει στην αγάπη του Θεού με τη δική του αγάπη. Τότε ο Θεός θα του αποκαλυφθεί και ο άνθρωπος θα γνωρίσει τον Θεό• «εάν κανείς αγαπά τον Θεό, αυτός έχει γνωριστεί από τον Θεό» (Α' Κορ. η' 3), θα ακούσει την φωνή Του να τον καλεί να περάσει μέσα στη νεφέλη, να ανεβεί στην κορυφή του όρους, να δει τη δόξα του Θεού και να ακούσει τη φωνή Του: «Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου·... μην έχεις άλλους Θεούς πλην εμού. Μη κάμεις για τον εαυτό σου είδωλο... μην προσκυνήσεις αυτά και μην τα λατρεύσεις, γιατί Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής» (Δευτερ. ε' 6-9).
H αγάπη πρός τον Θεό εκφράζεται με την ελευθερία του ανθρώπου από τη λατρεία οποιωνδήποτε «άλλων θεών», ακόμη και από τη λατρεία του εαυτού μας. Αυτή η ελευθερία αποτελεί «άνοιγμα» στη Θεία αγάπη. Με τη θέλησή του πλέον ο άνθρωπος αρνείται το δικό του θέλημα και κάνει θέλημά του το θέλημα του Θεού. Δείχνει την αγάπη του ακολουθώντας τη διδαχή του Χριστού. Όταν αγαπούμε κάποιον, δοκιμάζουμε ιδιαίτερη χαρά να ταυτίζουμε το θέλημα μας με το δικό του θέλημα. Αυτό δεν το θεωρούμε δύσκολο, ώστε να το νιώθουμε σαν κάποια θυσία. Γι' αυτό και όποιος παραβαίνει τη διδαχή του Θεού. δεν αγαπά τον Θεό. «Όποιος λέγει ότι μένει εν Αύτω οφείλει να ζει όπως έζησε και ο Χριστός (Α' Ιω. β' 6).
Αλλά η αγάπη προς τον Θεό εκφράζεται και ως αγάπη προς τον πλησίον. Αν κανείς πει «αγαπώ τον Θεό», αλλά μισεί τους αδελφούς του, αυτός είναι ψεύτης, γιατί εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφό του που τον έχει δει, πώς είναι δυνατόν να αγαπά τον Θεό που δεν τον είδε; Αυτή την εντολή έχουμε από Αυτόν! Όποιος αγαπάει τον Θεό, να αγαπάει και τους αδελφούς του» (Α' Ιω. δ' 19-21)

Η αληθινή αγάπη, η αγάπη του Θεού δεν κομματιάζε¬ται· προσφέρεται ολόκληρη προς όλους χωρίς εξαίρεση· δεν μπορείς να πεις: αγαπώ τον ένα αλλά όχι και τον άλλο, αγαπώ τον Θεό, αλλά όχι και τους ανθρώπους. Είναι όπως η αγάπη της μητέρας προς τα πολλά παιδιά της· τα αγαπά όλα εξίσου, χωρίς να «μερίζει» την αγάπη της, γιατί η αληθινή αγάπη είναι αμέριστη!


3. Η κάθαρση

Αν ο άνθρωπος χαρίσει στον Θεό την αποκλειστική του αγάπη, τότε θα κάνει τα πάντα, για να καθαρίσει την καρδιά του, προκειμένου να αποδείξει ότι επιθυμεί την κοινωνία και την αγάπη του Θεού (Ματθ. ε' 8). «Όποιος έχει την ελπίδα σ' Αυτόν αγνίζεται, όπως Εκείνος είναι αγνός... Όποιος αμαρτάνει, δεν τον έχει δει, ούτε τον έχει γνωρίσει» (Α' Ιω. γ' 2-6).
Η Θεία αποκάλυψη είναι ανάλογη με την καθαρότητα του κάθε ανθρώπου, γιατί η αγάπη του Θεού ζητάει την ανταπόκριση του ανθρώπου και δεν παραβιάζει την ελεύθερη βούλησή μας. Αυτό το βλέπουμε καθαρά στην περίπτωση του Ισραήλ: Ο ισραηλιτικός λαός, που τόσες φορές ταλαντευόταν στην αγάπη του προς τον Θεό, προχώρησε μέχρι τους πρόποδες του όρους· είδε τη δόξα του Θεού από μακριά, σαν φλόγα στην κορυφή του όρους. Οι συνοδοί του Μωυσή ανέβηκαν μαζί μ' αυτόν στο όρος και είδαν «τον τόπο όπου εστάθη ο Θεός». Τέλος ο Θεός καλεί τον Μωυσή να εισέλθει στη νεφέλη, στο ψηλότερο σημείο του όρους, να μείνει εκεί σαράντα ημερόνυχτα, για να λάβει ολόκληρη την αποκάλυψη του Θεού.
«Τα χαρίσματα του Θεού έρχονται μόνα τους χωρίς συ να αισθανθείς. Ναί, έρχονται μόνα τους, όμως εάν ο τόπος είναι καθαρός και όχι ρυπαρός. Εάν η κόρη του οφθαλμού της ψυχής σου δεν είναι καθαρή, μην τολμήσεις να δεις στη σφαίρα του νοητού ηλίου, για να μη στερηθείς κι αυτό το λιγοστό φως, που είναι η απλή πίστη και η ταπείνωση και η καρδιακή εξομολόγηση και τα λίγα έργα που κατά δύναμη πράττεις και ριφθείς σε κάποιο σκοτεινό τόπο που υπάρχει στο εξώτερο σκότος, έξω από Θεό, που εξεικονίζει τον Άδη, όπως εκείνος που θέλησε να εισέλθει αναίσχυντα στο γάμο με ρυπαρά ρούχα» Ισαάκ ο Σύρος. Ματθ. κβ' 1-15).
Τα μάτια που είναι άρρωστα δεν μπορούν χωρίς βλάβη να δουν το φως. Το ίδιο ισχύει και για τα πνευματικά μάτια του ανθρώπου· δεν «αντέχουν» στη θέα του άκτιστου Θείου φωτός που είναι δωρεά του Θεού, πνευματικό χάρισμα. Έχουμε λοιπόν ανάγκη από πνευματική κάθαρση.
Προϋπόθεση για την κάθαρση του ανθρώπου είναι ο αγώνας εναντίον των παθών. Όποιος πραγματικά αγαπά τον Θεό, δεν υποδουλώνεται σε τίποτε άλλο και αγωνίζεται εναντίον των παθών. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος να οδηγηθεί κανείς στην κάθαρση. Η υποδούλωση στα πάθη απομακρύνει από τον Θεό!
«Εκείνος λοιπόν που αγαπά τα χρήματα και συγκινείται από τη φθαρτή ομορφιά των σωμάτων και υπερτιμά την ψεύτικη δόξα, ξόδευσε τη δύναμη της αγάπης σε όσα δεν έπρεπε και έγινε τελείως τυφλός για να δει τον όντως αγαπητό. Για τούτο λέγει: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου» (Μ. Βασίλειος. Μάρκ. ιβ' 30).
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος υπογραμμίζει αυτό με τα εξής λόγια: «Εις εκείνους που είναι κυριευμένοι από την απιστία και τα πάθη, η Χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι τελείως απρόσιτη και αθεώρητη».
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος συνοψίζει: «Εάν θέλεις να γίνει η καρδιά σου τόπος των μυστηρίων του καινού αιώνος, πρώτος θησαύρισε με σωματικά έργα, δηλαδή νηστεία, προσευχή, άσκηση, υπομονή, καταστροφή των πονηρών λογισμών και τα όμοια με αυτά· δέσμευσε το νου σου στην ανάγνωση και τη μελέτη των Θείων Γραφών· θέσε μπροστά στα μάτια σου τις εντολές του Κυρίου και αγωνίσου εναντίον των παθών· εκρίζωσε από την καρδιά σου με την προσευχή κάθε εικόνα και κάθε ομοίωμα, που δέχθηκες προτύτερα από την ενθύμηση των παλαιών σου κακών πράξεων· συνήθισε το νου σου να μελετά πάντοτε τα μυστήρια της οικονομίας του Κυρίου μας και παύσε να ζητάς τη γνώση και τη θεωρία, που υπερβαίνουν την διήγηση των λόγων· ακολούθησε την εργασία των εντολών και τα έργα της καθαρότητας».
Η αληθινή Θεογνωσία, δεν αποβλέπει στην ικανοποίηση της περιέργειας του ανθρώπου και δεν είναι διανοητικής τάξεως. Όποιος θέλει να ικανοποιήσει την περιέργειά του και ασχολείται με ερωτήματα διανοητικής τάξεως, που προϋποθέτουν την υποταγή του Θεού στα δεδομένα της ανθρώπινης διάνοιας, θα απογοητευθεί ή θα οδηγηθεί στην πλάνη. Όποιος όμως ποθεί την αληθινή γνώση του Θεού, δεν ζητάει να ικανοποιήσει την περιέρ-γειά του· ταυτίζει το θέλημα του με το θέλημα του Θεού και καθαρίζει τη διάνοια και το σώμα του για να δεχθεί την Θεϊκή επέμβαση στη ζωή του.
Οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από το ζυγό των παθών δύσκολα θα πιστέψουν στην ύπαρξη ενός προσωπικού Θεού. Γιατί η πίστη αυτή έχει συνέπειες για την καθημερινή τους συμπεριφορά (Παροιμ. κη' 5. Ψαλμ. ιγ/ιδ' 1). Αν κανείς δεν επιθυμεί καθαρότητα στο πνεύμα και στο σώμα, δεν μπορεί να βρει τον Θεό:

«Οι διεστραμμένοι λογισμοί χωρίζουν από τον Θεό
και η παντοδυναμία που εκπειράζεται
απομακρύνει τους άφρονες.
Η σοφία δεν θα μπει σε πονηρή ψυχή,
ούτε θα κατοικήσει σε σώμα,
υποδουλωμένο στην αμαρτία.
Γιατί το Άγιο Πνεύμα της παιδαγωγίας
αποφεύγει το δόλο·
στέκεται μακρυά από πονηρές σκέψεις
και απομακρύνεται σαν πλησιάζει η αδικία».
(Σοφ. Σολ. α' 3-5)

Ακριβώς αντίθετος είναι ο δρόμος του Κυρίου:

«Ο νόμος του Κυρίου είναι άμεμπτος,
επιστρέφει ψυχές·
η μαρτυρία του Κυρίου πιστή,
και νήπια αναδεικνύει σοφά.
Οι εντολές του Κυρίου είναι ευθείς,
ευφραίνουν την καρδιά·
η εντολή του Κυρίου είναι ακτινοβόλος,
φωτίζει οφθαλμούς».
(Ψαλμ. ιη’/ιθ' 8-9)

Η κάθαρση της ψυχής από κάθε ταπεινή επιθυμία και πάθος οδηγεί τον άνθρωπο στο δρόμο της Θεογνωσίας, στο άνοιγμα της καρδιάς του ανθρώπου, για να χωρέσει τα δώρα του Θεού.

4) Η ταπείνωση
Το να εγκαταλείψει ο άνθρωπος την αυτονομία του, σημαίνει να ταπεινώσει τον εαυτό του μπροστά στον Θεό και να περιμένει από Εκείνον τη σωτηρία. Χωρίς ταπείνωση δεν είναι δυνατή η κοινωνία με τον Θεό. Αυτό βεβαιώνει η αγία Γραφή:
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε' ιη' 3). «Ο πτωχός τω πνεύματι δεν πασχίζει να εννοήση τα ανερμήνευτα, να αποκαλύψει τα μυστήρια του Θεού· πιστεύει απλά στο λόγο του Θεού γνωρίζοντας ότι κάθε λέξη θεία είναι αλήθεια, πνεύμα και αιώνια ζωή».
Όποιος ακολουθήσει τον δρόμο της αυτονομίας, θα λοξοδρομήσει και δεν θα φθάσει στο «σκοπό». Έτσι ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος υπογραμμίζει ότι με τους «νόμους της γνώσης», που κυβερνούσαν τον κόσμο πρίν από την εμφάνιση του Χριστού, ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να υψώσει το κεφάλι του και να αισθανθεί τη δύναμη του Κτίστου του». Αλλά και τώρα, την εποχή της πίστης, πολλοί άνθρωποι επιθυμούν και πάλι να λοξοδρομήσουν από την «ευθεία οδό στην ταπεινότητα της ανθρώπινης γνώσης», η οποία είναι «πτωχή και ταπεινή, όσο και αν φαίνεται πλούσια, ενώ τους θησαυρούς της πίστης δεν τους χωρούν ο ουρανός και η γη».
Αυτή η «αυτογνωσία» του ανθρώπου είναι καρπός ελεύθερης επιλογής και βασική αιτία, για την οποία ο άνθρωπος απορρίπτει τους θησαυρούς της πίστης.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρομοιάζει τον  αυτονομημένο άνθρωπο με το σιδερά, που παίρνει το αναμμένο σίδερο όχι με την τσιμπίδα, αλλά με το χέρι του, πράγμα που θεωρείται ανόητο, «έτσι και οι φιλόσοφοι, επειδή επέμεναν ότι μόνοι των δύνανται να εύρουν αυτά, περιφρόνησαν την πίστη και διά τούτο βεβαίως δεν ευρήκαν τίποτε απ' όσα ζητούσαν».
Ο τρόπος λοιπόν που προσεγγίζει κανείς την αλήθεια του «ποιος» έχει αποφασιστική σημασία. «Τέτοια είναι η φύση των μυστηρίων μας· αλλιώς διάκειμαι εγώ τρός αυτά και αλλιώς ο άπιστος. Ακούω ότι έγινε δούλος (ο Κύριος) και θαυμάζω την φροντίδα Του· το ακούει κι εκείνος και το θεωρεί ατιμία. Ακούω ότι απέθανε και εκπλήττομαι διά την δύναμή Του, διότι αν και απέθανε, δεν κατεκρατήθη αλλά και κατήργησε το θάνατο• ακούει κι εκείνος και υποπτεύεται αδυναμία» (Ι. Χρυσόστομος).


5. Η ταπείνωση του νου

Ο αυτονομημένος νους, δηλαδή η λογική του ανθρώπου στην κατάσταση της πτώσης, δεν μπορεί να δει τα πράγματα του Θεού με την απαραίτητη καθαρότητα· είναι σκοτισμένος και πρέπει να καθαρθεί. Τότε θα μπορέσει να δεχθεί τη διδαχή του Χριστού.
Το κήρυγμα των αποστόλων είχε σαν κύριο στόχο την «εν Χριστώ κοινωνία», την προσωπική σχέση με τον Χριστό και την «εν Χριστώ» δόξα (Πράξ. δ' 12. ε' 28-32). Στό πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε η θεότητα με την ανθρωπότητα (Ιω. α' 14. Κολ. β' 9. Α' Τιμ. γ' 15) και πραγματοποιήθηκε αληθινή κοινωνία του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό· γιατί όπου είναι ο Υιός, εκεί είναι και ο Πατήρ, εκεί και το Άγιο Πνεύμα, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τον άνθρωπο: είναι αχώριστα ενωμένος με το λόγο του και το πνεύμα του· μόνο που στην περίπτωση του Θεού ο Λόγος και το Πνεύμα είναι «ενυπόστατα», έχουν δηλαδή δική τους υπόσταση! Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να φθάσει με τις δικές του δυνάμεις σ' αυτή τη Θεοκοινωνία· την πραγματοποίησε ο Θεός στο πρόσωπο του Χριστού με την «κενωτική» Του αγάπη, που ξεπέρασε κάθε όριο επάνω στο Σταυρό (Φιλ. β' 5-8).
Το κήρυγμα αυτό δεν μπόρεσαν να το δεχθούν ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι Εθνικοί της εποχής των αποστόλων· η ενσάρκωση του Λόγου και ιδιαίτερα ο Σταυρός του Χριστού ήταν για τους πρώτους σκάνδαλο και για τους δεύτερους μωρία. Δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν το Σταυρό ως καύχημα και δόξα (Γαλ. στ' 14. Ιω. ιβ' 32)• ήταν αληθινή πρόκληση για την ανθρώπινη λογική (Α' Κορ. α' 18).
«Οι Ιουδαίοι θέλουν θαύματα, οι δε Έλληνες ζητούν σοφία, εμείς όμως κηρύττουμε Χριστόν εσταυρωμένον· για τους Ιουδαίους μεν σκάνδαλο, για δε τους Έλληνες μωρία· αλλά για τους καλεσμένους, Ιουδαίους και Έλληνες, ο Χριστός είναι Θεού δύναμη και Θεού σοφία. Γιατί αυτό που θεωρείται θεία μωρία, είναι σοφότερο από τη σοφία των ανθρώπων και εκείνο που θεωρείται αδυναμία του Θεού, είναι ισχυρότερο από τη δύναμη των ανθρώπων» (Α' Κορ. α' 22-25. Πρβλ. Γαλ. ε' 11).
Ο απόστολος προκαλεί εδώ, γιατί δεν αισθάνεται την ανάγκη να προσαρμόσει το κήρυγμά του στην ανθρώπινη φιλοσοφία, η οποία απολυτοποιεί τον νου που έχει σκοτισθεϊ από την αμαρτία και δεν αναγνωρίζει την αναγκαιότητα μιας «κεκαθαρμένης διανοίας» και της «ανακαίνισης του νου» στο φως του Αγίου Πνεύματος. Σκοπός του δεν είναι να στηρίξει την πίστη με ανθρώπινα επιχειρήματα, αλλά να την θεμελιώσει στη θεία δύναμη• δεν ήθελε ανθρώπους εγγυητές, αλλά τον ίδιο τον Θεό· κήρυττε «τη μυστική σοφία του Θεού, η οποία ήταν κρυμμένη και την οποία ο Θεός προώρισε προ αιώνων για τη δική μας δόξα» (Α' Κορ. β' 4-7).
Η μυστική αυτή σοφία δεν αποκαλύπτεται στους «σοφούς και συνετούς» του κόσμου τούτου, αλλά στα «νήπια» (Ματθ. ια' 25. Λουκ. ι' 21), στα «μωρά του κόσμου», στα «αγενή» και εξουθενημένα», ώστε «κανείς άνθρωπος να μη μπορεί να καυχηθεί ενώπιον του Θεού (Α' Κορ. α' 27-29). Ο αυτονομημένος άνθρωπος δεν θα ικανοποιήσει ποτέ την πνευματική του δίψα, γιατί απαιτεί, τα πράγματα του Θεού να προσαρμοσθούν πλήρως στις δυνατότητες της ανθρώπινης σκέψης. Όμως ο Θεός δεν γνωρίζεται με τον τρόπο που επιθυμεί ο άνθρωπος να γνωρίσει τον Θεό. Για να φθάσει ο άνθρωπος στη Θεογνωσία, πρέπει να ταπεινώσει το νου του.


6. Η διδαχή του Χριστού
Αν ο άνθρωπος έχει αγνή διάθεση και αγάπη για τον Θεό, θα επιθυμήσει την κάθαρση από τα πάθη και θα ταπεινώσει το νου του μπροστά στη Θεία βούληση και στη Θεία αγάπη. Θα ακολουθήσει τη διδαχή του Θεού και θα εναρμονίσει μ' αυτή ολόκληρη τη ζωή του. Τη διδαχή του Χριστού κήρυξαν οι προφήτες και οι απόστολοι· όποιος αγαπάει τον Θεό Τον αφήνει να μιλήσει στη ζωή του και ακολουθεί τη φωνή Του. «Εμείς είμαστε από τον Θεό. Όποιος γνωρίζει τον Θεό, μας ακούει. Όποιος δεν είναι από τον Θεό, δεν μας ακούει. Με αυτόν τον τρόπο γνωρίζουμε το Πνεύμα της αληθείας από το πνεύμα της πλάνης» (Α' Ιω. δ' 6).
«Πας ο πιστεύων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού Θεόν ουκ έχει»· όποιος παραβαίνει και δεν μένει στη διδαχή του Χριστού, δεν έχει Θεό· «εκείνος που μένει στη διδαχή του Χριστού, αυτός έχει και τον Πατέρα και τον Υιόν» (Β' Ιω. 9)· «εκείνος που πράττει το καλό (ο αγαθοποιών), είναι εκ του Θεού· ο δε κακοποιών δεν έχει ιδεί τον Θεό» (Γ' Ιω. 11).
«Εάν επιθυμείς αληθινά τη θεωρία των μυστηρίων, εξάσκησε με έργα τις εντολές και όχι ερευνητικά και με τη μάθηση· η πνευματική θεωρία ενεργεί μέσα μας στον τόπο που είναι καθαρός· και ζήτησε πρώτα να μάθεις πώς μπορείς να εισέλθεις σ' αυτόν τον τόπο της καθαρότητος και κατόπιν άρχισε το έργο» (Ισαάκ ο Σύρος). Οποιος λοιπόν επιθυμεί να γνωρίσει τον Θεό, πρέπει να γίνει άνθρωπος αγάπης, να ανταποκριθεί δηλαδή ελεύθερα στην αγάπη του Θεού με τη δική του αγάπη. Όμως για να το κάνει αυτό με συνέπεια πρέπει να επιθυμεί την ελευθερία του από τα πάθη και να αγωνίζεται ν' απαλλαγεί από αυτά, πρέπει να έχει αληθινά αγαθή πρόθεση, να «διψάει» για τον Θεό και να εγκαταλείψει την αυτονομία του, να ταπεινωθεί και να ακολουθήσει τη διδαχή του Θεού, όχι τη «συνταγή του όφεως»!


7. Η δύναμη του Πνεύματος

Με την πτώση του ανθρώπου σκοτίστηκε και ο νους του και δεν μπορεί να «δει» καθαρά. Όμως με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος καθοδηγείται και ο νους μας· απαλλάσσεται από την επήρεια του Διαβόλου και οδηγείται στην σωτήρια αλήθεια του Θεού.
Η γνώση στην οποία ο άνθρωπος οδηγείται με την επιστήμη δεν είναι η σωτήριος αλήθεια, γιατί είναι κτιστής τάξης, πρόκειται για την κατανόηση της «κτιστής αλήθειας». Τέτοια είναι η γνώση της ιατρικής, της βιολογίας, της γεωγραφίας κ.ο.κ. Η επιστήμη λοιπόν, που στηρίζεται στις ανθρώπινες προσπάθειες, έχει ως στόχο την «κτιστή» πραγματικότητα, δεν ξεπερνάει την δημιουργία, ώστε να ανακαλύψει τον Θεό ή και να προσδιορίσει τις προσωπικές του σχέσεις με τον άνθρωπο. Αυτό σημαίνει πως κανείς άνθρωπος, οσοδήποτε κι αν έχει προχωρήσει στη διερεύνηση της δημιουργίας, δεν αποκτά το δικαίωμα, στο όνομα της επιστημονικής του ικανότητας, να έχει μια οποιαδήποτε βαρύνουσα γνώμη για τις άκτιστες αλήθειες του Θεού. Οι όποιες απόψεις του, θα είναι καρπός των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, όχι αποτέλεσμα «επιστημονικής» έρευνας.
Η βάση αυτή μας βοηθεί να κατανοήσουμε, γιατί πολλοί άνθρωποι, που διέπρεψαν στην επιστήμη, δεν μπόρεσαν να βρουν το δρόμο για την «αλήθεια και τη ζωή» (Ιω. ιδ' 6), γιατί ένας άθεος μπορεί εξίσου να είναι μεγάλος επιστήμονας, όπως και ένας πιστός!
Στην γνώση των πραγμάτων του Θεού, στην αληθινή Θεογνωσία, δεν οδηγεί το πνεύμα του ανθρώπου, αλλά το Άγιο Πνεύμα, η Θεία αποκάλυψη (πρβλ. Ιακ. γ' 13-19). Το Πνεύμα του Θεού οδηγεί τον άνθρωπο στην επίγνωση της άκτιστης αλήθειας. Έτσι ο Θεός δεν ανακαλύπτεται, αλλά αποκαλύπτεται.
Με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές των ανθρώπων, η «γνώση του Θεού», η Θεία αποκάλυψη, ολοκληρώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού· «εν Υιώ» ελάλησε σε μας ο Θεός στις έσχατες αυτές ήμερες·  «η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εδόθη» (Εβρ. α' 1. Ιω. 17).
Ο Χριστός, στο αποχαιρετιστήριο κήρυγμά του προς τους αποστόλους, μίλησε για άλλο Παράκλητο» (Ιω. ιδ' 16), δηλαδή για το Άγιο Πνεύμα, που θα «ελέγξει τον κόσμο» (Ιω. ιστ' 8) αναφορικά με την πίστη στο πρόσωπο του Χριστού και τη σχέση Του προς τον Πατέρα. «Έχω πολλά ακόμη να σας πω», πρόσθεσε ο Κύριος, «αλλά δεν μπορείτε να τα βαστάξετε τώρα. Αλλ' όταν έλθει Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θα σας οδηγήσει εις όλη την αλήθεια, διότι δεν θα μιλήσει από τον εαυτό του, αλλά θα πει όσα ακούσει και θα σας αναγγείλει εκείνα που μέλλουν να συμβούν. Εκείνος θα δοξάσει εμέ, διότι θα πάρει από ό,τι είναι δικό μου και θα σας το αναγγείλει. Όλα όσα έχει ο Πατήρ μου, είναι δικά μου» (Ιω. ιστ' 12-16).
Οι απόστολοι ήταν πάντοτε κοντά στο Χριστό, άκουαν συνέχεια τα κηρύγματά του, έβλεπαν τα θαύματα· όμως με τις δικές τους ικανότητες στάθηκε αδύνατο να γνωρίσουν την αλήθεια για το πρόσωπο του Χριστού· έπρεπε να τους το αποκαλύψει ο ίδιος ο Θεός! (Ματθ. ιστ' 17)· πριν από την πεντηκοστή δεν μπόρεσαν να γνωρίσουν τον Κύριο και να αντιληφθούν τη δόξα Του. Ακόμη και οι τρεις μαθητές που παραβρέθηκαν στο όρος της μεταμόρφωσης δεν έζησαν ολόκληρο το μεγαλείο της δόξης του Χριστού, αλλά μόνο ένα μέρος, «καθώς ηδύναντο»! (Απολυτίκιο της μεταμορφώσεως. Προβλ. Ιω.: 12-16).
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο αναστημένος Κύριος παραγγέλλει στους αποστόλους να περιμένουν στην Ιερουσαλήμ ώσπου να ενδυθούν «δύναμη εξ ύψους» (Λουκ. κδ' 49). Μόνο τότε θα μπορέσουν να είναι «μάρτυρές» Του στην Ιερουσαλήμ και... μέχρι των περάτων της γης» (Πράξ. α' 8). Πράγματι οι απόστολοι άρχισαν μετά την πεντηκοστή το κήρυγμα χωρίς πια κανένα φόβο για τους διωγμούς των Ιουδαίων και των Εθνικών: με δύναμη και εξουσία (Πράξ. δ' 1-20)· «ουδείς δύναται να είπη Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α' Κορ. ιβ' 3).
Έτσι το κήρυγμα των αποστόλων δεν γινόταν «με πειστικούς λόγους ανθρωπίνης σοφίας, αλλά με πειθώ Πνεύματος και δυνάμεως, διά να μην είναι η πίστη μας θεμελιωμένη επάνω στη σοφία των ανθρώπων, αλλά στη δύναμη του Θεού... Εμείς δε δεν ελάβαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά το Πνεύμα που προέρχεται από τον Θεό, για να γνωρίσουμε εκείνα που μας εχαρίσθησαν από τον Θεό... O φυσικός άνθρωπος δεν δέχεται όσα προέρχονται από το Πνεύμα του Θεού, γιατί γι' αυτόν είναι μωρία, δεν μπορεί να το καταλάβει, διότι πρέπει να εξετασθούν πνευματικά. Αλλ' ο πνευματικός άνθρωπος κρίνει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν κρίνεται από κανέναν. «Γιατί ποιος εγνώρισε τη σκέψη του Κυρίου, ώστε να Τον διδάξει; Εμείς όμως έχουμε νουν Χριστού» (Α' Κορ. β' 4-16. πρβλ. Ησ. μ' 13).
π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου