Αδελφοί μου, «να με μιμείσθε λέγει ο Κύριος».

Ο πρώτος να είναι έσχατος και ο Δεσπότης να είναι ο διακονών. Δηλαδή να Τον μιμηθούμε όσο είναι δυνατόν περισσότερο στην ταπείνωση. Τα κηρύγματα νομίζω ότι δεν χρειάζονται, διότι όλη η Εκκλησιαστική υμνολογία είναι ένα κήρυγμα πολύ δυνατό, που αν κανένας το προσέχει λέξη προς λέξη και ειδικότερα αυτοί που έχουν και δίπλα λίγο τη μετάφραση, συγκλονίζονται από όλα όσα μας διδάσκει η Εκκλησιαστική μας υμνολογία, σήμερα βέβαια, για την προδοσία του Ιούδα.
Σε κάποιο σημείο ο κανόνας, αν δεν απατώμαι στον τελευταίο ειρμό, μας μιλάει για μια «ξενία δεσποτική και αθανάτου τραπέζης εν υπερώω τόπω». Αλήθεια αυτή η «δεσποτική ξενία» ποια μπορεί να είναι;

Τέσσερα πράγματα μας τόνισε σήμερα η Εκκλησία μας ότι γιορτάζουμε σήμερα και μέχρι αύριο το μεσημέρι.
– Τον ιερό νιπτήρα,
– Τον Μυστικό Δείπνο,
– Την υπερφυά προσευχή, την οποία θα ακούσουμε ως πρώτο Ευαγγέλιο αύριο βράδυ και
– Την προδοσία.

Άρα λοιπόν «δεσποτική ξενία» είναι ο Μυστικός Δείπνος. Και όπως λέει το κοντάκιον, η «παράδοσις των καθ’ ημάς φρικτών μυστηρίων». 
Ο Μυστικός Δείπνος είναι η πιο μεγάλη φιλοξενία, για τον άνθρωπο πάνω στη γη. Φιλοξενία μεγάλης τιμής.

Ποιος μας καλεί να μας φιλοξενήσει και να μας παραθέσει δείπνον μέγα; Ποιος άλλος, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, ο Κύριος των κυριευόντων, ο Δεσπότης Χριστός, που με το στόμα των ιερέων, μας καλεί όλους, «λάβετε, φάγετε, πίετε εξ αυτού πάντες, μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ποιους καλεί ο παμβασιλεύς Χριστός εις το δείπνον αυτό το μέγα; Καλεί εσένα, καλεί και σένα, καλεί και μένα, καλεί τον άλλον, αυτόν που είναι απέξω, μας καλεί όλους, όλους μας καλεί. Εμάς τους αμαρτωλούς και αχρείους δούλους. Διότι τέτοιοι είμεθα. Παρά ταύτα όμως εκείνος μας καλεί στο βασιλικό δείπνον.
Στην πραγματικότητα δεν είμαστε τίποτα, απλώς φανταζόμαστε ότι είμαστε κάτι, διότι βλέπομε τον εαυτόν μας στον καθρέφτη σαν φάντασμα. Ε, λοιπόν είμεθα αμαρτωλοί, βρώμικοι και τρισάθλιοι, παραταύτα όμως ο Κύριος όπως είπαμε και χτες, καταδέχεται να μας φυτέψει μέσα Του για να μπορέσουμε να αποδώσουμε καρπούς. Και βότρυν όπως λέγει, να φέρομε καρπόν δηλαδή, ποιόν καρπόν; Τον οίνον της αμπέλου, διότι Αυτός είναι η άμπελος και μείς είμεθα τα κλήματα.
Όσοι από μας δεν έχουν ψευδαισθήσεις για τον εαυτόν τους, τρέμουν μπροστά σ’ αυτήν την τιμή την οποία μας κάνει ο Κύριος. Και σε ποιο τραπέζι μας καλεί; Στα τραπέζι της Θείας Λατρείας. Σ’ αυτό το μεγάλο και μυστικό βασιλικό δείπνο προσφέρει ο Κύριος το Πανάγιον Σώμα Του και το Τίμιον Αίμα Του. Μας το βεβαιώνει και ο ίδιος. «Η σάρξ μου αληθώς εστί βρώσις και το Αίμα μου εστί αληθώς πόσις. Ο τρώγων μου την Σάρκα και πίνων μου το Αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ».

Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, προσφέρεται εις βρώσιν και εις πόσιν τοις πιστοίς. Είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος. Ο θυσιάζων και ο θυσιαζόμενος. Είναι ο«πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος», όπως λέγομε κατά την κλάσιν του Τιμίου Σώματός Του στο «Πρόσχωμεν. Τα άγια τοις αγίοις».

Στο Μυστικό εκείνο Δείπνο, το βράδυ της μεγάλης Πέμπτης, μας το τόνισε ιδιαίτερα η υμνολογία σήμερα, ήσαν καλεσμένοι αποκλειστικά και μόνον οι Δώδεκα Μαθηταί. Και κοινώνησαν όλοι από τα χέρια Του, εάν παρακολουθήσατε το ιερό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα και τους λόγους της υμνολογίας, θα το διαπιστώσατε. Κοινώνησαν όλοι απ’ τα χέρια Του.

Ένας όμως δεν έπρεπε να κοινωνήσει, δεν ήταν καθαρός. Το έβλεπε και το είδε ο Κύριος ως καρδιογνώστης, γι’ αυτό και είπε «Υμείς καθαροί εστέ, αλλ’ ουχί πάντες».«Ήδη (ήξερε) γαρ τον παραδιδούντα αυτόν, δια τούτο είπεν ουχί πάντες». Ήξερε Αυτός ως καρδιογνώστης ότι εκτός ενός, οι υπόλοιποι ήσαν καθαροί.

Ακάθαρτος λοιπόν ήταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Πολλές οι αμαρτίες του. Η φιλαργυρία του, η κλεψιά -«και κλέπτης ην», λέει- ο φθόνος, η κακία, η δολιότης, η σκληροκαρδία, η προδοσία και τόσα άλλα.

Σ’ αυτές τις αμαρτίες προσετέθηκε ακόμα μία. Το ότι κοινώνησε αναξίως το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Αφού ήταν ανάξιος και ακάθαρτος, γιατί προσήλθε σ’ αυτό το δείπνο ο Ιούδας; Τι ήθελε να δείξει, ότι δήθεν ήτο καθαρός; Μα αυτό είναι υποκρισία! Θα μπορούσα να πω είναι ασυνειδησία, μέσα στα τόσα φοβερά που προσδίδει η Εκκλησία μας επίθετα στον Ιούδα, του προσέδωσε και αυτό. Σε ένα τροπάριο αν προσέξατε τον αποκαλεί ασυνείδητο. Να πως το λέγει ο υμνογράφος. «Εδέξαντο το λυτήριον της αμαρτίας Σώμα, ο ασυνείδητος, και το Αίμα το χεόμενον υπερ της του κόσμου το θείον», δηλαδή, «ο ασυνείδητος Ιούδας ελάμβανε στην δεξιά του χείρα το Σώμα του Κυρίου, δια του οποίου δίδεται, παρέχεται, η άφεσις των αμαρτιών, και το Θείον Αίμα που χύνεται για τη σωτηρία του κόσμου».

Και τίθεται ένα ερώτημα. Είναι ασυνείδητος μόνον ο Ιούδας; Αλλά όχι. Αλλά και κάθε χριστιανός που είναι ανέτοιμος όταν προσέρχεται στη Θεία Κοινωνία. Τέτοιες μέρες σαν κι αυτές χαίρεται ο Θεός, χαίρεται ο Ουρανός, χαίρονται οι άγγελοι, χαίρονται οι άγιοι, χαίρεται η θριαμβεύουσα Εκκλησία, χαίρονται οι πάντες, διότι οι πιστοί αγωνιζόμενοι χριστιανοί προσέρχονται να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων, «ψυχαίς καθαραίς και αρίπωταις χείλεσι», όπως τονίζει. Τα χείλη μας είναι καθαρά, όπως δε και οι ψυχές μας, γι’ αυτό και τρέχομε να κοινωνήσομε του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού. Αλλά δυστυχώς όμως δεν είμαστε όλοι έτοιμοι.

Υπάρχει δε και ένα πολύ μεγάλο κακό το οποίον συνήθως το ακούμε, βιάζουν οι σύζυγοι τους άντρες των, ή και το αντίστροφο καμιά φορά, βιάζουν ακόμα δε και τα παιδιά μας τα μεγάλα, έτσι απροετοίμαστα όπως είναι, να πάνε να κοινωνήσουν «για το καλό του χρόνου». Και μάλιστα λέει και το βράδυ το Πάσχα, επειδή διαβάζεται ο Κατηχητικός Λόγος, λένε ότι αυτό είναι η συγχωρητική ευχή, δεν είναι, λόγος είναι, ένας λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που μας δηλώνει για τον θρίαμβον της Αναστάσεως. Εκείνο που γίνεται μεγάλη παρεξήγησις γιατί δεν μπορούμε να τα πούμε τότε, στο «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες», αφορά εκείνους που δεν μπορούν να νηστεύσουν για λόγους υγείας, όχι για κείνους οι οποίοι συνειδητά δεν νηστεύουν, αν και έχουν τις δυνάμεις τις σωματικές, δε μιλάει γι’ αυτούς ο Χρυσόστομος, μιλάει για κείνους που είναι άρρωστοι, που είναι ασθενείς, που είναι ανήμποροι, που είναι στο κρεβάτι, ή αν είναι όρθιοι, έχουν χίλια δυο βάσανα στο σώμα τους και οι καϋμένοι δεν μπορούν να νηστεύψουν, και όταν τρώνε, τους τρώει και μέσα τους τα σωθικά, κάθε φορά που κάνουν μια μικρή κατάλυση ή μεγάλη. Γι’ αυτούς μιλάει ο Χρυσόστομος… Λοιπόν αμαρτάνουν όλοι όσοι πιέζουν τους ανθρώπους, αυτούς τους οικείους δηλαδή, να νηστεύουν (κοινωνήσουν).

Και βέβαια ήθελα, για να τελειώνουμε κιόλας, μη σας κουράζω, θέλω να κάνω μια ερώτηση. Τι ωφέλησε τον Ιούδα που κοινώνησε και από τα ίδια τα χέρια του Κυρίου. Εμείς κοινωνάμε μόνοι μας ως ιερείς. Εσείς κοινωνάτε απ’ τα χέρια των ιερέων. Ανάξιοι, άξιοι, άγιοι, μη άγιοι, αμαρτωλοί, ξαμαρτωλοί, κοινωνάτε. Αμ’ αυτός που κοινώνησε όμως απ’ τα χέρια του Κυρίου, τι τον ωφέλησε η Θεία Κοινωνία; Αφού μετά τη Θεία Κοινωνία πήγε και πρόδωσε!… Αμαρτωλός ήταν, αμαρτωλός παρέμεινε. Βρώμικος ήταν, βρώμικος παρέμεινε. Φιλάργυρος ήταν, φιλάργυρος παρέμεινε. Ελεεινός ήταν, ελεεινός παρέμεινε. Τι τον ωφέλησε; Ξέρετε και ποιο ήταν το αποτέλεσμα. Πήγε ύστερα και κρεμάστηκε. Αυτοκτόνησε. Και όχι μόνον αυτοκτόνησε αλλά ούτε το δένδρο τον δέχτηκε. Έσπασε το κλαδί, όπως διηγείται ο Απόστολος Πέτρος, έπεσε κάτω, σχίστηκε η κοιλιά του, άνοιξαν τα σπλάχνα του και βγήκαν προς τα έξω. Ούτε η γη δεν τον δέχτηκε. Τι τον ωφέλησε η Θεία Κοινωνία όταν αφού δεν ήταν έτοιμος, δεν είχε μετάνοια… Καταδέχτηκε μάλιστα να του πλένει και τα πόδια ο Κύριος, και δεν διαμαρτυρήθηκε.

Και όταν του έδωσε το τρυβλίον, του έδωσε τον άρτο βουτηγμένο μέσα στο κρασί και του είπε ότι αυτός που θα το φάγει αυτό, αυτός θα με προδώσει, ούτε εκείνη τη στιγμή δε συνήλθε, έτσι τις περισσότερες φορές δε συνερχόμεθα και μείς.

Περνάνε τα δραματικά γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδος, έρχεται το Πάσχα, κροτούν τα βεγγαλικά, υπάρχουν και οι λάμψεις εις τον ουρανό με τις φωτοβολίδες, χαιρόμεθα, ψήνουμε το αρνί την άλλη μέρα, και ύστερα από λίγες μέρες τα ξεχνάμε όλα. Τα ξεχνάμε όλα.

Αν δεν είμαστε έτοιμοι, αν δεν είμαστε έτοιμοι, δεν το λέω για μας, το λέω για τους χιλιάδες των ανθρώπων και τα εκατομμύρια των Ελλήνων, που είναι σήμερα έξω από τις εκκλησίες, που θάπρεπε να ήταν όχι μόνο γεμάτες, να μη μας χωρούσαν ούτε οι πλατείες των εκκλησιών ούτε οι δρόμοι, ούτε και τα παραδρομάκια και τα σοκάκια. Γεμάτες οι εκκλησίες, μεγάφωνα παντού να υπήρχαν, για να συμμετείχαν ως χριστιανοί συνειδητά στο Θείο αυτό δράμα, μήπως μέσα από αυτό το δράμα, ζούσε ο καθένας μας το προσωπικό του δράμα, της αμαρτίας, των αδυναμιών του και των παθών του, και φώναζε, και αν δεν υπάρχει πνευματικός μπορεί να φωνάξει, «Θεέ μου ελέησέ με τον αμαρτωλόν, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου, και φωνάζω ως άλλος ο ληστής, Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου». Και κακούργοι νάμαστε, αν έχομε μετάνοια θα σωθούμε. Και χωρίς πνευματικό. Θα σωθούμε. Αρκεί να το φωνάξουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, συνειδητά, ως αμαρτωλοί, ότι ζητούμε το έλεος του Αγίου Θεού, και ο Θεός θα μας δώσει την ευκαιρία, πέρα από τα δάκρυα που θα χύσουμε εκείνη τη στιγμή και τον στεναγμό που θα βγάλουμε απ’ τα στήθη μας, και τη γροθιά που θα τη χτυπήσουμε πάνω εδώ, θα μας δώσει την ευκαιρία, όπως την έδωσε σε χιλιάδες ανθρώπους, και ενθυμούμε έναν, πού όταν ήτανε βαριά πληγωμένος, φώναξε μια νοσοκόμα και της είπε «κάτσε εδώ δίπλα μου», «θέλω να εξομολογηθώ», «μα δεν είμαι ιερεύς», «θα τα μεταφέρεις στον πρώτο πνευματικό που θα βρείς αυτά που θα σου εξομολογηθώ» και εξομολογήθηκε στη νοσοκόμα, και πήγε στην Βασιλεία των Ουρανών, και κείνη τα είπε κατόπιν στον πνευματικό και επίσκοπο, και διάβασε συγχωρητική ευχή, και είδε την ψυχή ανάμεσα στους αγγέλους και στους Αγίους.

Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για κανέναν από μας, όταν θέλει να μετανοήσει για να βρεθεί στην Βασιλεία των Ουρανών. 

Αδελφοί μου τέτοια μετάνοια ζητεί απ’ όλους μας ο Θεός, 
Αμήν.

Απομαγνητοφωνημένα κηρύγματα
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου