ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ "ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΩΝ" ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ1
Του π. Σεραφείμ Ρόουζ
Το θέμα της ζωής μετά τον θάνατο έχει γίνει εντελώς ξαφνικά αντικείμενο εκτεταμένου λαϊκού ενδιαφέροντος στον δυτικό κόσμο. Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί πολλά βιβλία στα οποία επιδιώκεται μία περιγραφή των «μεταθανάτιων» εμπειριών. Διάσημοι επιστήμονες και ιατροί έχουν συγγράψει τέτοια βιβλία ή έχουν υποστηρίξει θερμά την έκδοσί τους. Μία εξ αυτών, η παγκοσμίου φήμης ιατρός και «ειδικός» επί προβλημάτων θανάτου και επιθανάτιας αγωνίας Έλίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος, υποστηρίζει ότι οι έρευνες αυτές σχετικά με τις μεταθανάτιες εμπειρίες «θα διαφωτίσουν πολλούς και θα επιβεβαιώσουν αυτό που διδασκόμαστε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, ότι δηλαδή υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο».
Όλα αυτά βέβαια αποτελούν μία απότομη αλλαγή του κλίματος που επικρατούσε μέχρι σήμερα στους ιατρικούς και επιστημονικούς κύκλους, οι οποίοι γενικά αντιμετώπιζαν το θέμα του θανάτου σαν «ταμπού» και τοποθετούσαν κάθε ιδέα περί συνεχίσεως της ζωής μετά τον θάνατο στον χώρο της φαντασίας ή της δεισιδαιμονίας ή, στην καλύτερη περίπτωσι, των προσωπικών πεποιθήσεων, για τις οποίες δεν υπάρχουν αντικειμενικές αποδείξεις.
Η εξωτερική αιτία της ξαφνικής αυτής αλλαγής τρόπου σκέψεως είναι απλή: Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται ευρύτατα νέες τεχνικές διεγέρσεως της σταματημένης καρδιάς για την επαναφορά των αρτιθανών ή «κλινικά νεκρών» ασθενών στη ζωή. Έτσι ένας μεγάλος αριθμός ατόμων «εξ ορισμού» νεκρών για την ιατρική επιστήμη (χωρίς σφυγμό ή καρδιακούς παλμούς) έχουν επανέλθει στη ζωή και πολλοί απ' αυτούς μιλούν ήδη ανοιχτά για τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες τους, εφ' όσον έχει εκλείψει η σχετική προκατάληψις και ο φόβος να τους χαρακτηρίσουν τρελούς.
Όμως το πιο ενδιαφέρον για μας είναι το βαθύτερο αίτιο αυτής της αλλαγής, καθώς επίσης και η «ιδεολογία» της. Για ποιο λόγο το φαινόμενο αυτό να γίνη ξαφνικά τόσο εξαιρετικά δημοφιλές και βάσει ποιας θρησκευτικής ή φιλοσοφικής θεωρίας γίνεται συνήθως κατανοητό από τους περισσότερους; Αν έχη γίνει πια κι αυτό ενα από τα «σημεία των καιρών», ενα σύμπτωμα του θρησκευτικού ενδιαφέροντος των ημερών μας, ποια πρέπει να είναι η σημασία του; Θα επανέλθουμε στα ερωτήματα αυτά, αφού εξετάσουμε από πιο κοντά το ίδιο το φαινόμενο.
Πρώτα-πρώτα όμως πρέπει να διερωτηθούμε: Με ποια κριτήρια θα εξετάσουμε αυτό το φαινόμενο; Αυτοί οι ίδιοι που το περιγράφουν δεν έχουν να δώσουν κάποια σαφή ερμηνεία σ' αυτό. Συχνά αναζητούν μιά τέτοια ερμηνεία σε αποκρυφιστικά ή πνευματιστικά κείμενα. Μερικοί θρησκευόμενοι (όπως επίσης και μερικοί επιστήμονες), επειδή διαισθάνονται κάποια απειλή για τις καθιερωμένες πεποιθήσεις τους, απλά απορρίπτουν αυτές τις εμπειρίες, έτσι όπως περιγράφονται, και τις τοποθετούν συνήθως στον χώρο των «παραισθήσεων». Αυτό εχει γίνει από μερικούς Προτεστάντες οι οποίοι είναι προσκολλημένοι στην άποψι ότι η ψυχή μετά τον θάνατο βρίσκεται σε κατάστασι ασυνειδησίας ή πηγαίνει αμέσως «κοντά στον Χριστό». Το ίδιο κάνουν και κάποιοι δογματικοί άθεοι, οι οποίοι απορρίπτουν εξ υπαρχής την ιδέα ότι η ψυχή επιζεί, οποιαδήποτε κι αν είναι τα τεκμήρια που τους προσφέρονται. Όμως οι εμπειρίες αυτές δέν μπορούν να εξηγηθούν διά μιας απλής απορρίψεως. Πρέπει να κατανοηθούν σωστά αυτές καθεαυτές, αλλά και μέσα στο γενικώτερο πλαίσιο των όσων γνωρίζουμε για την τύχη της ψυχής μετά τον θάνατο.
Δυστυχώς ακόμη και μερικοί Όρθόδοξοι Χριστιανοί, επηρεασμένοι συνήθως από κάποιες σύγχρονες υλιστικές ιδέες, που πέρασαν συγκεκαλυμμένες μέσα στον Προτεσταντισμό και τον Ρωμαιοκαθολικισμό, φθάνουν να έχουν μάλλον αόριστη και συγκεχυμένη γνώμη σχετικά με την πέραν του τάφου ζωή. Ο συγγραφεύς κάποιου από τα νέα βιβλία για τις μεταθανάτιες εμπειρίες ζήτησε τις απόψεις διαφόρων ομολογιών σχετικά με την κατάστασι της ψυχής μετά τον θάνατο. Έτσι επισκέφθηκε κι έναν ιερέα της Ελληνορθοδόξου Αρχιεπισκοπής, ο οποίος του μίλησε γενικά για παράδεισο και κόλασι, του είπε όμως ότι η Ορθοδοξία δεν έχει «κάποια συγκεκριμένη άποψι για το πώς είναι η μέλλουσα ζωή». Έτσι ο συγγραφεύς συνεπέρανε ότι «η Ελληνορθόδοξη άποψι για την μέλλουσα ζωή δεν είναι σαφής»2.
Βέβαια η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αρκετά συγκεκριμένη διδασκαλία και άποψι για την μεταθανάτια ζωή, ξεκινώντας μάλιστα από αυτήν την ίδια την στιγμή του θανάτου. Η διδασκαλία αυτή περιέχεται στην Αγία Γραφή (ερμηνευμένη σε συνάρτησι με το σύνολο των χριστιανικών δογμάτων), στα κείμενα των Αγίων Πατέρων και, ειδικώτερα, όσον άφορα τις συγκεκριμένες εμπειρίες της ψυχής μετά τον θάνατο, σε πολλούς βίους αγίων και ανθολογίες σχετικών προσωπικών εμπειριών. Ολόκληρο το τέταρτο βιβλίο των Διαλόγων του αγίου Γρηγορίου πάπα Ρώμης του Μεγάλου († 604) είναι αφιερωμένο στο θέμα αυτό. Στις μέρες μας εκδόθηκε στα αγγλικά μία ανθολογία από τέτοιες εμπειρίες, παρμένες τόσο από παλαιούς Βίους Αγίων όσο και από πρόσφατες προσωπικές περιγραφές3. Επίσης τελευταία επανεκδόθηκε στα αγγλικά ενα αξιόλογο κείμενο, που γράφτηκε στα τέλη του 19ου αιώνος από κάποιον που ξαναγύρισε στη ζωή, αφού παρέμεινε νεκρός επί τριάντα έξι ώρες4. Ο Ορθόδοξος λοιπόν έχει στην διάθεσί του μία πλούσια γραμματεία, με την βοήθεια της οποίας μπορεί να κατανοήση και να αξιολογήση τις νεώτερες «μεταθανάτιες» εμπειρίες κάτω από το φως της σύνολης χριστιανικής διδασκαλίας περί μελλούσης ζωής.
Το βιβλίο που αναζωπύρωσε το σύγχρονο ενδιαφέρον επί του θέματος πρωτοκυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1975 και γράφτηκε από ενα νεαρό ψυχίατρο από τις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες5, ο οποίος όμως τότε αγνοούσε οποιαδήποτε άλλη σχετική μελέτη ή βιβλιογραφία. Καθώς όμως το βιβλίο ακόμη τυπωνόταν, έγινε εμφανές ότι είχε ήδη προϋπάρξει μεγάλο ενδιαφέρον επί του θέματος και ότι πολλά είχαν ήδη γραφεί περί αυτού. Η καταπληκτική επιτυχία του βιβλίου του δόκτορος Μούντυ (πουλήθηκαν πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα) έφερε τις εμπειρίες των ετοιμοθάνατων στο φως της ανοιχτής δημοσιότητος και τα επόμενα τέσσερα χρόνια ένας αξιόλογος αριθμός βιβλίων και άρθρων για τις εμπειρίες αυτές εμφανίστηκε στον τύπο. Μεταξύ των σπουδαιότερων είναι τα άρθρα της δόκτορος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρός, της οποίας οι διαπιστώσεις είναι όμοιες με εκείνες του δόκτορος Μούντυ, και οι επιστημονικές μελέτες των ιατρών Όσις και Χάραλντσον. Επίσης ο ίδιος ο Μούντυ έγραψε ενα δεύτερο βιβλίο σαν συνέχεια του πρώτου6 με συμπληρωματικό υλικό και καινούργιες σκέψεις επί του θέματος. Τις διαπιστώσεις αυτών και άλλων νεωτέρων βιβλίων (που κατά βάσιν συμφωνούν μεταξύ τους ως προς τα εν λόγω φαινόμενα) θα εξετάσουμε παρακάτω. Και θα ξεκινήσουμε από το πρώτο βιβλίο του δόκτορος Μούντυ, που αποτελεί μια αρκετά αντικειμενική και συστηματική προσέγγισι του όλου θέματος.
Μέσα σε δέκα χρόνια ο Μούντυ συγκέντρωσε τις προσωπικές μαρτυρίες 150 περίπου ατόμων, τα οποία είτε είχαν γευθεί τον ίδιο τον θάνατο ή είχαν φθάσει στα πρόθυρά του, είτε του μετέφεραν τις εμπειρίες άλλων τους οποίους είχαν δει να πεθαίνουν. Από όλους αυτούς επικέντρωσε τις έρευνές του σε πενήντα περίπου άτομα, με τα οποία είχε λεπτομερείς συνεντεύξεις. Προσπαθεί να είναι αντικειμενικός στην παρουσίασι των στοιχείων αυτών, μολονότι παραδέχεται ότι το βιβλίο «είναι φυσικό να αντικατροπτίζη την παιδεία, τις γνώμες και τις προκαταλήψεις του συγγραφέως του»7, ο οποίος από πλευράς θρησκευτικής καταγωγής είναι μεθοδιστής προτεστάντης με φιλελεύθερες μάλλον απόψεις. Και πράγματι υπάρχουν κάποια μειονεκτήματα στο βιβλίο αυτό, αν θέλουμε να το δούμε σαν μία αντικειμενική μελέτη των «μεταθανάτιων» φαινομένων:
Πρώτον, ο συγγραφεύς δεν καταγράφει ούτε μία ολοκληρωμένη εμπειρία θανάτου από την αρχή ως το τέλος. Δίνει μόνο αποσπάσματα (συνήθως πολύ σύντομα), τα οποία είναι και αντιπροσωπευτικά των δεκαπέντε χωριστών στοιχείων που κατά την γνώμη του συγγραφέως απαρτίζουν το «πρότυπο» μιας «πλήρους» εμπειρίας θανάτου. Στην πραγματικότητα όμως οι εμπειρίες των ετοιμοθάνατων που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό, καθώς και σε άλλα μεταγενέστερα, διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους ως προς τις λεπτομέρειες, ώστε να φαίνεται τουλάχιστον πρόωρη η προσπάθεια να συμπεριληφθούν όλες μέσα σε ένα «πρότυπο». Το «πρότυπο» του δόκτορος Μούντυ φαίνεται σε ωρισμένα σημεία τεχνητό και βεβιασμένο, χωρίς αυτό βεβαίως να μειώνη την αξία των καθαυτό μαρτυριών που καταγράφει ο συγγραφεύς.
Δεύτερον, ο συγγραφεύς έχει ενοποιήσει δύο μάλλον διαφορετικά είδη εμπειριών: τις καθαυτό εμπειρίες του «κλινικού θανάτου» και τις εμπειρίες των «πρόθυρων του θανάτου» . Και δέχεται μεν ότι τα δύο είδη διαφέρουν μεταξύ τους, υποστηρίζει όμως ότι σχηματίζουν μία «αλληλουχία»8 και γι' αυτό πρέπει να μελετηθούν μαζί. Στις περιπτώσεις που οι εμπειρίες αρχίζουν πριν από τον θάνατο και καταλήγουν με τον ίδιο τον θάνατο —άσχετα με το αν το άτομο επανέλθη στη ζωή ή όχι— υπάρχει πράγματι μία «αλληλουχία» στην εμπειρία. Πολλές όμως από τις εμπειρίες που μας περιγράφει (π.χ. η ταχύτατη και με χρονολογική σειρά αναπαράστασις των γεγονότων της ζωής μέσα στην μνήμη ενός άτομου που κινδυνεύει να πνιγή ή η εμπειρία της εισόδου σε μία «σήραγγα», όταν χορηγηθή σε κάποιον ένα αναισθητικό, όπως ο αιθέρας) είναι αρκετά συνήθεις εμπειρίες ανθρώπων που δεν είχαν ποτέ κάποια πείρα του «κλινικού θανάτου» και γι' αυτό ίσως να ανήκουν στο «πρότυπο» κάποιας γενικώτερης εμπειρίας που μόνο συμπτωματικά συναντάται στην εμπειρία του θανάτου. Μερικά από τα νεώτερα βιβλία είναι ακόμη λιγώτερο επιλεκτικά ως προς τις εμπειρίες που καταγράφουν. Συμπεριλαμβάνουν αδιάκριτα «εξωσωματικές» εμπειρίες μαζί με πραγματικές εμπειρίες θανάτου και επιθανάτιας αγωνίας.
Τρίτον, το γεγονός ότι ο συγγραφεύς αντιμετωπίζει το φαινόμενο αυτό επιστημονικά, χωρίς να έχη εκ των προτέρων σαφή αντίληψι του τι πράγματι συμβαίνει στην ψυχή κατά την ώρα του θανάτου, τον αφήνει εκτεθειμένο στον κίνδυνο πολλών συγχύσεων και παρερμηνειών της εμπειρίας αυτής. Αυτό βεβαίως κανείς δεν μπορεί να το αποφύγη, όταν απλώς συγκεντρώνη κάποιες περιγραφές, αφού αυτοί που δίνουν τις συνεντεύξεις προσθέτουν αναπόφευκτα και την δική τους ερμηνεία στα περιγραφόμενα. Ο ίδιος ο συγγραφεύς παραδέχεται ότι στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να μελετηθή το ζήτημα αυτό «επιστημονικά» και έτσι τελικά προσπαθεί να βρή μια εξήγησι σε παράλληλες εμπειρίες που περιέχονται σε τέτοια αποκρυφιστικά κείμενα όπως αυτά του Σβέντενμποργκ9 και της Θιβετιανής Βίβλου των Νεκρών10 . Σημειώνει μάλιστα ότι σκοπεύει τώρα να εξετάση καλύτερα «την τεράστια γραμματεία που αναφέρεται σε παραψυχολογικά και αποκρυφιστικά φαινόμενα», για να κατανοήση περισσότερο τα γεγονότα που μελέτησε .
Όλα αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν τελικά στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να περιμένουμε πάρα πολλά από αυτό το βιβλίο και τα άλλα όμοιά του, διότι δεν μπορούν να μας δώσουν μία πλήρη και εσωτερικά συνεπή περιγραφή για το τι συμβαίνει στην ψυχή μετά τον θάνατο. Υπάρχει ωστόσο σ' αυτά τα βιβλία ένα ικανοποιητικό λήμμα αληθινών εμπειριών κλινικού θανάτου, που τα καθιστά άξια ιδιαίτερης μελέτης, εφ' όσον μάλιστα υπάρχουν ήδη μερικοί που ερμηνεύουν τις εμπειρίες αυτές κατά τρόπο εχθρικό προς την παραδοσιακή χριστιανική πίστι περί επέκεινα ζωής, θέλοντας ειδικώτερα να αποδείξουν οτι δεν υπάρχει ούτε παράδεισος ούτε —κυρίως— κόλασις. Πώς λοιπόν θα εξηγήσουμε εμείς τις εμπειρίες αυτές;
Τα δεκαπέντε στοιχεία που περιγράφει ο Μούντυ σαν συστατικά μέρη μιας «πλήρους» εμπειρίας θανάτου μπορούν, χάριν διαλεκτικής σκοπιμότητος, να περιορισθούν σε μερικά κύρια χαρακτηριστικά, τα οποία εμείς θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, συγκρίνοντάς τα με την αντίστοιχη ορθόδοξη γραμματεία.
1. Η «εξωσωματική» εμπειρία
Το πρώτο πράγμα που συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που έχει πεθάνει, σύμφωνα με τις περιγραφές αυτές, είναι ότι αφήνει το σώμα του και εξακολουθεί να υπάρχη εντελώς χωριστά από αυτό, χωρίς να χάνη ούτε για μία στιγμή την συνείδησί του. Συνήθως μπορεί να παρατηρή τα πάντα ολόγυρα του, ακόμη και το ίδιο το νεκρό σώμα του καθώς και τις προσπάθειες που γίνονται, για να το επαναφέρουν στη ζωή. Αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μιά κατάστασι όπου υπάρχει έλλειψις πόνου, ζεστασιά και άνεσις, περίπου κάτι σαν να «επιπλέη» ή να «αιωρήται». Είναι εντελώς ανίκανο να επηρεάση το περιβάλλον του με λόγια ή με την αφή και έτσι συχνά αισθάνεται μεγάλη «μοναξιά». Η λειτουργία της σκέψεώς του είναι συνήθως πολύ ταχύτερη από τότε που ήταν μέσα στο σώμα. Παραθέτω μερικά σύντομα αποσπάσματα από τις εμπειρίες αυτές:
«Εκείνη την ημέρα έκανε τσουχτερό κρύο. Και όμως, όσο βρισκόμουν μέσα σ' εκείνη την μαυρίλα, το μόνο που αισθανόμουν ήταν ζεστασιά και η μεγαλύτερη άνεσις που είχα νοιώσει ποτέ μου... Θυμούμαι ότι σκεφτόμουν: Θά πρέπη να είμαι νεκρός»12.
«Άρχισα να αισθάνωμαι τα πλέον υπέροχα συναισθήματα. Δεν αισθανόμουν τίποτε άλλο εκτός από ειρήνη, άνεσι, χαλάρωμα· με μιά λέξι: γαλήνη»13.
«Τους έβλεπα να προσπαθούν να με επαναφέρουν στη ζωή. Ήταν πραγματικά παράξενο. Δεν ήμουν πολύ ψηλά. Ήταν σχεδόν σαν να βρισκόμουν σε ένα βάθρο, όχι όμως πολύ επάνω από αυτούς· μόλις που κοίταζα από πάνω τους. Προσπαθούσα να τους μιλήσω, αλλά κανείς δεν μπορούσε να με ακούση, κανείς δεν με πρόσεχε»14.
«Από παντού έβλεπα κόσμο να τρέχη στον τόπο του δυστυχήματος... Καθώς με πλησίαζαν προσπάθησα να παραμερίσω για να μη με ποδοπατήσουν, αλλά εκείνοι απλώς περνούσαν μέσα από το σώμα μου»15.
«Δεν ήμουν σε θέσι να αγγίξω τίποτε, ήμουν ανίκανος να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε από αυτούς που ήταν γύρω μου. Ήταν ένα τρομερό αίσθημα μοναξιάς, ένα αίσθημα πλήρους απομονώσεως. Ήξερα πως ήμουν ολομόναχος»16.
Μερικές φορές υπάρχει κάποια εντυπωσιακή «αντικειμενική απόδειξις» για το ότι το άτομο βρίσκεται πράγματι έξω από το σώμα του την στιγμή εκείνη. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που είναι σε θέσι να διηγηθούν συζητήσεις ή συγκεκριμένες λεπτομέρειες γεγονότων που συνέβησαν σε διπλανά δωμάτια ή ακόμη πιο μακρυά, όσο αυτοί ήταν «νεκροί». Μεταξύ άλλων παρομοίων παραδειγμάτων, η Δρ Κιούμπλερ-Ρος αναφέρει την αξιόλογη περίπτωσι μιας τυφλής που «είδε» και αργότερα περιέγραψε με λεπτομέρεια το κάθε τι μέσα στο δωμάτιο όπου «πέθανε», αν και όταν επανήλθε στη ζωή ήταν και πάλι τυφλή17. Το περιστατικό αυτό αποτελεί μία καταπληκτική απόδειξι ότι ο άνθρωπος δεν βλέπει με το μάτι, ούτε σκέπτεται με τον εγκέφαλο, αφού οι διανοητικές λειτουργίες είναι ταχύτερες μετά τον θάνατο. Η ψυχή είναι αυτή που επιτελεί τις λειτουργίες αυτές διά μέσου των φυσικών οργάνων, όσο το σώμα είναι ζωντανό, και μόνο με την δική της δύναμι, όταν το σώμα νεκρωθή.
Τίποτε από αυτά δεν θα πρέπη να φαίνεται παράξενο σε εναν Ορθόδοξο Χριστιανό. Η εμπειρία που περιγράφεται εδώ είναι αυτό ακριβώς που γνωρίζουν οι Χριστιανοί ως χωρισμό της ψυχής από το σώμα κατά την ώρα του θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα της απιστίας της εποχής μας το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί σπανίως χρησιμοποιούν την χριστιανική ορολογία ή αντιλαμβάνονται ότι η ψυχή τους είναι εκείνη που απελευθερώνεται από το σώμα και αισθάνεται όλα αυτά τα πράγματα. Τις περισσότερες φορές είναι απλώς προβληματισμένοι για την νέα κατάστασι στην οποία βρέθηκαν.
Η περιγραφή μιας μεταθανάτιας εμπειρίας με τίτλο Απίστευτο για πολλούς και όμως πραγματικό γεγονός18, γράφτηκε ακριβώς από εναν τέτοιον άνθρωπο. Πρόκειται για κάποιον βαπτισμένο Ορθόδοξο Χριστιανό, ο οποίος επηρεασμένος από το πνεύμα του τέλους του 19ου αιώνος παρέμενε αδιάφορος προς τις αλήθειες της πίστεώς του και μάλιστα δεν πίστευε ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή. Αυτή του η εμπειρία η οποία συνέβη πριν από ενενήντα περίπου χρόνια19 έχει για μας σημέρα μεγάλη αξία και είναι μάλλον έργο της Θείας Προνοίας, εν όψει μάλιστα των καινούργιων μεταθανάτιων εμπειριών της εποχής μας. Αποτελεί μία ολοκληρωμένη εμπειρία του τι συμβαίνει στην ψυχή μετά τον θάνατο και προχωρεί πολύ πιο πέρα από τις σύντομες και αποσπασματικές περιγραφές των νεωτέρων βιβλίων. Γράφτηκε από έναν ευαίσθητο άνθρωπο, ο οποίος ξεκινώντας μέσα από την σύγχρονη κατάστασι της απιστίας έφτασε στο τέλος να αναγνωρίση τις αλήθειες της Ορθοδοξίας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να τελείωση την ζωή του σαν μοναχός. Αυτό το μικρό βιβλίο μπορεί πράγματι να μας χρησιμεύση σαν σημείο αναφοράς, προκειμένου να αξιολογήσουμε τις νέες εμπειρίες. Δεδομένου ότι δεν περιέχει τίποτε το αντίθετο προς την ορθόδοξη διδασκαλία περί μελλούσης ζωής, έχει εγκριθεί από έναν από τους διακεκριμένους ιεραποστολικούς εκδότες του τέλους του περασμένου αιώνος, τον Αρχιεπίσκοπο Νίκωνα της Βολογκντά. Μετά την περιγραφή της τελικής επιθανάτιας αγωνίας και του τρομακτικού βάρους που τον ωθούσε κάτω προς τη γη, ο συγγραφεύς της διηγήσεως εξιστορεί:
«Ξαφνικά ένοιωσα μέσα μου μια ηρεμία. Ανοιξα τα μάτια μου, και όλα όσα είδα εκείνη την στιγμή, μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, καταγράφηκαν στη μνήμη μου με πλήρη διαύγεια.
Είδα ότι στεκόμουν μόνος σε ενα δωμάτιο. Δεξιά μου, όρθιο μαζεμένο σε ημικύκλιο γύρω από κάτι, ήταν στριμωγμένο όλο το ιατρικό προσωπικό... Η σύναξις αυτή των γιατρών μου προξένησε έκπληξι. Εκεί που στέκονταν υπήρχε μόνο ένα κρεββάτι. Τι ήταν αυτό που τραβούσε την προσοχή τους, αφού εγώ δεν ήμουν εκεί, αλλά στεκόμουν στη μέση του δωματίου;
Κινήθηκα μπροστά και κοίταξα προς τα εκεί που κοίταζαν όλοι. Εκεί επάνω στο κρεββάτι ήμουν ξαπλωμένος εγώ!...
Δεν θυμάμαι να ένοιωσα κάτι σαν φόβο, όταν είδα τον δεύτερο εαυτό μου. Είχα μόνο μία απορία. Πώς μπορεί να βρίσκωμαι εδώ και συγχρόνως να είμαι και εκεί; Πώς γίνεται αυτό;...
Ήθελα να αγγίξω τον εαυτό μου, να πιάσω το αριστερό μου χέρι με το δεξί, αλλά το χέρι μου διαπερνούσε το σώμα μου... Φώναξα τον γιατρό, αλλά η ατμόσφαιρα αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλη. Δεν δεχόταν ούτε μετεβίβαζε τους ήχους της φωνής μου και κατάλαβα ότι βρισκόμουν σε μία κατάστασι πλήρους αποξενώσεως από όλα όσα ήταν τριγύρω μου. Όταν συνειδητοποίησα αυτή την παράξενη απομόνωσί μου, με κυρίευσε ενα αίσθημα πανικού. Πραγματικά, υπήρχε κάτι το ανείπωτα φρικτό σ' αυτή την αλλόκοτη απομόνωσι...
Έρριξα μία ματιά, και τότε μου ήλθε για πρώτη φορά η σκέψις: Είναι δυνατόν αυτό που μου συνέβη, στη γλώσσα μας, στη γλώσσα των ζωντανών ανθρώπων, να αποκαλήται με την λέξι «θάνατος»; Αυτή η σκέψις μου ήλθε, διότι το σώμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεββάτι είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός πτώματος...
Η έννοια της λέξεως «θάνατος» είναι συνυφασμένη με την ιδέα μιας κάποιας καταστροφής, μιας διακοπής της ζωής. Πώς όμως μπορούσα να σκέπτωμαι ότι πέθανα, αφού δεν είχα χάσει ούτε μία στιγμη την αυτοσυνειδησία μου; Ένοιωθα ακριβώς σαν να ήμουν ζωντανός, τα άκουγα όλα, τα έβλεπα και τα αντιλαμβανόμουν όλα, ήμουν ικανός να κινούμαι, να σκέπτωμαι και να μιλώ...
Η αποξένωσις αυτή από κάθε τι γύρω μου και ο διχασμός της προσωπικότητάς μου, θα μπορούσαν να με κάνουν να αντιληφθώ αυτό που μου συνέβη, αν πίστευα στην ύπαρξι της ψυχής και αν ήμουν θρησκευόμενος. Επειδή όμως εγώ δεν πίστευα, με ωδηγούσε μόνο αυτό που αισθανόμουν. Η αίσθησις της ζωής ήταν τόσο ξεκάθαρη, ώστε ένοιωθα μόνο αμηχανία γι' αυτό το παράξενο φαινόμενο. Μου ήταν εντελώς αδύνατο να συνδέσω τα συναισθήματά μου με την παραδοσιακή αντίληψι περί θανάτου, να πιστέψω δηλαδή ότι δεν υπάρχω, ενόσω είχα αίσθησι και συνείδησι του εαυτού μου...
Αργότερα, ενθυμούμενος και αναλογιζόμενος αυτή την κατάστασι, παρετήρησα ότι οι διανοητικές μου ικανότητες πρέπει να λειτουργούσαν με καταπληκτική έντασι και ταχύτητα»20.
Η κατάστασις της ψυχής κατά τα πρώτα λεπτά μετά τον θάνατο δεν περιγράφεται με τόσες λεπτομέρειες στην χριστιανική γραμματεία της αρχαιότητος. Εκεί όλη η έμφασις δίνεται πάντοτε στις πολύ εντυπωσιακώτερες εμπειρίες που ακολουθούν. Ίσως μόνο στην σύγχρονη εποχή, όπου η ταύτισις της «ζωής» με την «ζωή εν τω σώματι» έχει γίνει τόσο ολοκληρωτική και πειστική, θα μπορούσαμε να περιμένουμε να δίνεται τόση μεγάλη προσοχή σ' εκείνα τα πρώτα λίγα λεπτά, στη διάρκεια των οποίων οι προσδοκίες των περισσοτέρων συγχρόνων ανθρώπων ανατρέπονται τόσο ριζικά, καθώς συνειδητοποιούν ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, ότι η ζωή συνεχίζεται και ότι ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος ανοίγεται για την ψυχή!
Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτε στην εμπειρία αυτή που να έρχεται σε αντίθεσι με την ορθόδοξη διδασκαλία περί καταστάσεως της ψυχής μετά τον θάνατο. Κάποιοι, σχολιάζοντας την εμπειρία αυτή, εξέφρασαν αμφιβολίες για το αν ένα άτομο έχη πράγματι πεθάνει, εφ' όσον επανέρχεται στη ζωή μέσα σε μερικά λεπτά. Όμως αυτό είναι απλώς ένα θέμα επιστημονικό, που εν καιρώ θα σχολιάσουμε. Το γεγονός που παραμένει είναι ότι μέσα στα λίγα αυτά λεπτά —μερικές φορές μάλιστα και μέσα στα λεπτά που προηγούνται από τον θάνατο— υπάρχουν συχνά εμπειρίες που δεν μπορούν να ερμηνευθούν σαν απλές «παραισθήσεις». Ο σκοπός μας τώρα είναι να ανακαλύψουμε πώς πρέπει να καταλάβουμε τις εμπειρίες αυτές.
2. Η συνάντησις με άλλους
Η ψυχή παραμένει στην αρχική κατάστασι της μοναξιάς μετά τον θάνατο για πολύ λίγο χρονικό διάστημα. Ο Δρ Μούντυ αναφέρει αρκετές περιπτώσεις ανθρώπων που ακόμη και πριν πεθάνουν, είδαν ξαφνικά πεθαμένους συγγενείς και φίλους τους.
«Ο γιατρός με είχε ξεγράψει και είπε στους συγγενείς μου ότι ψυχορραγούσα... Έβλεπα ένα πλήθος ανθρώπων να αιωρούνται μαζί μου, γύρω μου, στο ταβάνι του δωματίου μου. Ήταν όλοι άνθρωποι που είχα γνωρίσει στην προηγούμενη ζωή μου, αλλά τότε είχαν ήδη όλοι πεθάνει. Αναγνώρισα την γιαγιά μου, μία συμμαθήτρια μου από το σχολείο και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους... Ήταν μία πολύ ευτυχισμένη στιγμη και ένοιωσα ότι ήλθαν για να με προστατεύσουν και να με οδηγήσουν»21.
Αυτή η εμπειρία της συναντήσεως με νεκρούς φίλους και συγγενείς κατά την στιγμή του θανάτου δεν είναι καθόλου μια νέα ανακάλυψι, ακόμη και για τους σύγχρονους επιστημονικούς κύκλους. Πριν εξήντα περίπου χρόνια το θέμα απετέλεσε αντικείμενο μελέτης ενός μικρού βιβλίου του σερ Ουίλλιαμ Μπάρρετ, ενός κάποιου πρωτοπόρου της σύγχρονης «παραψυχολογίας» ή, αν προτιμάτε, των «ψυχικών ερευνών»22. Μετά την δημοσίευσι του πρώτου βιβλίου του δόκτορος Μούντυ, οι δόκτορες Όσις και Χάραλντσον, εμπνευσμένοι από το βιβλίο του σερ Ουίλλιαμ, κυκλοφόρησαν μία πολύ λεπτομερέστερη περιγραφή της συγκεκριμένης αυτής εμπειρίας. Όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, οι δύο αυτοί συγγραφείς είχαν κάνει συστηματική έρευνα πάνω στις εμπειρίες των ετοιμοθάνατων για πολλά χρόνια. Πρέπει λοιπόν εδώ να πούμε κάτι για τα πορίσματα αυτού του βιβλίου23.
Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο καθαρά «επιστημονικό» σύγγραμμα που εκδίδεται περί των εμπειριών των ετοιμοθάνατων. Βασίζεται σε αποτελέσματα διεξοδικών ερωτηματολογίων και συνεντεύξεων με γιατρούς και νοσοκόμους, επιλεγμένους στην τύχη από τις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες και την Βόρεια Ινδία. (Η χώρα αυτή επελέγη για μέγιστη αντικειμενικότητα, ώστε να ελεγχθούν οι διαφορές που μπορεί να προκύπτουν από τη διαφορά εθνικότητος, ψυχολογίας και θρησκεύματος). Το υλικό που συνελέγη περιλαμβάνει πάνω από χίλιες περιπτώσεις εμφανίσεων και οπτασιών που σημειώθηκαν σε ετοιμοθάνατους και σε λίγες περιπτώσεις κλινικώς νεκρών που ανεβίωσαν. Οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι σε γενικές γραμμές τα πορίσματα του δόκτορος Μούντυ εναρμονίζονται με τα δικά τους24.
Βρίσκουν επίσης ότι οι εμφανίσεις νεκρών συγγενών και φίλων (και στην Ινδία πολλές εμφανίσεις ινδουϊστικών θεοτήτων) συμβαίνουν συχνά μέσα στην τελευταία ώρα και σχεδόν πάντοτε μέσα στο τελευταίο εικοσιτετράωρο πριν από τον θάνατο. Στις μισές περίπου περιπτώσεις υπάρχει η οπτασία ενός μεταφυσικού, «ουρανίου» περιβάλλοντος που προκαλεί σε όλους τα ίδια συναισθήματα. (Θα μιλήσουμε πιο κάτω γι' αυτήν την «ουράνια» εμπειρία). Η μελέτη αυτή έχει ιδιαίτερη αξία, για τον λόγο ότι διακρίνει προσεκτικά τις ασύνδετες, φυσικές παραισθήσεις από τις καθαρά και με ενάργεια ειδωμένες, μεταφυσικές εμφανίσεις και οπτασίες και αναλύει στατιστικά την παρουσία διαφόρων παραγόντων, όπως η χρήσις παραισθησιογόνων φαρμάκων, ο υψηλός πυρετός, οι ασθένειες και βλάβες του εγκεφάλου, που μπορούν να προκαλέσουν παραισθήσεις μάλλον παρά πραγματικές εμπειρίες κάποιων πραγμάτων που βρίσκονται έξω από το μυαλό του ασθενούς. Είναι πολύ χαρακτηριστική η διαπίστωσις των συγγραφέων ότι οι εμπειρίες με την μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή και τον ευκρινέστερο μεταφυσικό χαρακτήρα συμβαίνουν σε ασθενείς με τον μεγαλύτερο βαθμό επαφής με την φυσική πραγματικότητα και την μικρότερη πιθανότητα υπαγωγής σε παραισθήσεις. Ειδικώτερα, εκείνοι που βλέπουν εμφανίσεις νεκρών ή κάποιων πνευματικών όντων έχουν συνήθως πλήρη πνευματική διαύγεια και βλέπουν αυτά τα όντα, έχοντας πλήρη επίγνωσι του κλινικού τους περιβάλλοντος. Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι εκείνοι που έχουν παραισθήσεις βλέπουν συνήθως πρόσωπα που είναι στη ζωή, ενώ οι γνήσιες εμφανίσεις σε ετοιμοθάνατους αφορούν μάλλον πρόσωπα που έχουν πεθάνει. Οι συγγραφείς, μολονότι είναι επιφυλακτικοί ως προς τα συμπεράσματά τους, τείνουν μάλλον προς την «παραδοχή της θεωρίας περί επέκεινα ζωής ως της πλέον βασίμου εξηγήσεως των δεδομένων μας»25. Το βιβλίο αυτό συμπληρώνει έτσι τα ευρήματα του δόκτορος Μούντυ και επιβεβαιώνει κατά τρόπο εντυπωσιακό την εμπειρία της συναντήσεως πεθαμένων προσώπων και πνευματικών όντων κατά την στιγμη του θανάτου. Κατά πόσον όμως τα όντα αυτά είναι πράγματι εκείνα που νομίζει ο ετοιμοθάνατος, είναι ένα ζήτημα που θα το εξετάσουμε παρακάτω.
Τέτοιου είδους πορίσματα προκαλούν δικαιολογημένα κάποια έκπληξι, όταν προέρχονται από το περιβάλλον του αγνωστικισμού και της απιστίας που επί τόσον καιρό χαρακτήριζε τις θεωρίες της σύγχρονης επιστήμης. Ομως για έναν Ορθόδοξο Χριστιανό δεν έχουν τίποτε το καταπληκτικό.
Γνωρίζουμε ότι ο θάνατος είναι απλώς μία μετάβασις σε μία άλλη μορφή υπάρξεως και είμαστε εξοικειωμένοι με πολλές εμφανίσεις και οπτασίες που συμβαίνουν σε ετοιμοθάνατους, τόσο σε αγίους, όσο και σε κοινούς αμαρτωλούς.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας, περιγράφοντας πολλές από τις εμπειρίες αυτές στους Διάλογους του, εξηγεί αυτό το φαινόμενο της συναντήσεως άλλων προσώπων: «Συμβαίνει αρκετά συχνά, η ψυχή που πρόκειται να βγη από το σώμα να αναγνωρίζη αυτούς με τους οποίους πρόκειται να μοιραστή την ίδια αιώνια κατοικία, λόγω ισότητος πταισμάτων ή ανταμοιβών»26. Και ειδικά όσον άφορα αυτούς που έζησαν ενάρετη ζωή, ο άγιος Γρηγόριος σημειώνει: «Συμβαίνει συχνά στους δικαίους κατά την ώρα του θανάτου τους, να δέχωνται οπτασίες των προηγηθέντων αγίων, για να μη φοβηθούν την απόφασι του θανάτου τους, αλλά μέσα στο όραμα αυτό του ομίλου των πολιτών της Ουράνιας Βασιλείας να λυθούν από τον δεσμό του σώματος χωρίς αγωνία και φόβο»27. Αναφέρει επίσης παραδείγματα, όπου άγγελοι, μάρτυρες, ο απόστολος Πέτρος, η Παναγία και ο ίδιος ο Χριστός εμφανίστηκαν σε ετοιμοθάνατους28.
Ο Δρ Μούντυ σημειώνει ένα παράδειγμα συναντήσεως ενός ετοιμοθάνατου με κάποιον που του ήταν τελείως άγνωστος. «Μία γυναίκα μού διηγήθηκε ότι κατά την διάρκεια της μεταθανάτιας εμπειρίας της είδε, έκτος από το δικό της εξαϋλωμένο σώμα, το σώμα κάποιου ο οποίος είχε πεθάνει πολύ πρόσφατα και τον οποίον ωστόσο δεν γνώριζε η ίδια»29.
Ο άγιος Γρηγόριος περιγράφει ένα ανάλογο φαινόμενο στους Διαλόγους. Διηγείται διάφορα περιστατικά, κατά τα οποία κάποιος που πέθαινε ανέφερε το όνομα ενός άλλου που πέθαινε την ιδια στιγμη σε διαφορετικό τόπο. Κι αυτό βέβαια δεν είναι θέμα διοράσεως, την οποία έχουν μόνο οι άγιοι, διότι ο άγιος Γρηγόριος περιγράφει πως ένας κοινός θνητός, προοριζόμενος προφανώς για την κόλασι, κάλεσε κάποιον άγνωστό του Στέφανο, που επρόκειτο να πεθάνη την ίδια στιγμή, για να του πη ότι «το πλοίο μας είναι έτοιμο να μας πάρη στην Σικελία»30 (η Σικελία είναι νησί με μεγάλη ηφαιστειακή δραστηριότητα που θυμίζει κόλασι). Είναι φανερό ότι εδώ πρόκειται γι' αυτό που σημέρα ονομάζεται εξωαισθητική αντίληψις31 και που σε πολλούς γίνεται ιδιαίτερα οξεία λίγο πριν από τον θάνατο και φυσικά συνεχίζει μετά τον θάνατο, όταν πια η ψυχή βρίσκεται εντελώς έξω από τον χώρο των φυσικών αισθήσεων.
Έτσι η συγκεκριμένη αύτη «ανακάλυψις» της σύγχρονης ψυχολογικής έρευνας επιβεβαιώνει απλώς αυτό που ο αναγνώστης της αρχαίας χριστιανικής γραμματείας ήδη γνωρίζει, όσον άφορα τα συναπαντήματα κατά την ώρα του θανάτου. Τα συναπαντήματα αυτά, μολονότι δεν φαίνεται να συμβαίνουν σε όλους τους ετοιμοθάνατους, μπορούν να χαρακτηρισθούν παγκόσμια, υπό την έννοια ότι συμβαίνουν ανεξαρτήτως εθνικότητος, θρησκεύματος ή αγιότητος ζωής του υποκειμένου.
Η εμπειρία ενός χριστιανού αγίου αφ' ετέρου, αν και περιέχει τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με τις εμπειρίες των υπολοίπων, έχει μία εντελώς άλλη διάστασι, που δεν μπορεί να προσδιορισθή από τους ερευνητές των ψυχικών φαινομένων. Κατά την εμπειρία αυτή εκδηλώνονται συνήθως κάποια ειδικά σημεία της χάριτος του Θεού και η θέα του άλλου κόσμου γίνεται αισθητή ακόμη και στους παρευρισκομένους. Ας αναφέρουμε ενα ακόμη παράδειγμα από τους Διαλόγους του αγίου Γρηγορίου.
«Ενώ στέκονταν γύρω από το κρεββάτι της Ρωμύλας, ξαφνικά τα μεσάνυκτα ενα φως έλαμψε από τον ουρανό, πλημμυρίζοντας ολόκληρο το δωμάτιο. Το μεγαλείο και η λάμψις του προκάλεσαν φόβο και τρόμο στις καρδιές τους... Μετά άκουσαν τον ήχο από ενα τεράστιο πλήθος. Η πόρτα του δωματίου άνοιξε διάπλατα, λες και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων συνωστιζόταν για να μπη μέσα. Εκείνοι που στέκονταν γύρω στο κρεββάτι είχαν την εντύπωσι ότι το δωμάτιο γέμιζε από κόσμο, αλλά από τον υπερβολικό τους φόβο και την εξαιρετική λάμψι δεν μπορούσαν να δούνε τίποτε. Ο φόβος τούς είχε παραλύσει και το λαμπρό φως θάμπωνε τα μάτια τους. Την ίδια στιγμη μία υπέροχη ευωδία γέμισε την ατμόσφαιρα και ηρέμησε τις ψυχές τους, που ήταν ακόμη τρομαγμένες από το ξαφνικό φως... [Η Ρωμύλα] κοιτάζοντας την πνευματική της μητέρα Ρεδέμπτα, είπε με ευχάριστη φωνή: "Μη φοβάσαι, μητέρα, δεν θα πεθάνω ακόμη"». Η ευωδία παρέμεινε επί τρεις ημέρες και «την τέταρτη νύκτα η Ρωμύλα κάλεσε πάλι την πνευματική της μητέρα και ζήτησε να μεταλάβη τα Άχραντα Μυστήρια. Μόλις η Ρεδέμπτα και η άλλη μαθήτριά της απομακρύνθηκαν από την κλίνη, είδαν δύο χορούς ψαλτών που στέκονταν στην πλατεία μπροστά από το μοναστήρι... Η ψυχή της Ρωμύλας απελευθερώθηκε από το σώμα για να οδηγηθή κατ' ευθείαν στον ουρανό. Και καθώς οι χοροί συνώδευαν την ψυχή της, ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα, ο ήχος του άσματός τους εξασθενούσε βαθμιαία, έως ότου τελικά χάθηκαν εντελώς τόσο η μελωδία των ψαλμών όσο και η ευωδία»32. Ανάλογα περιστατικά αναφέρονται στην ζωή πολλών αγίων της Εκκλησίας (αγ. Σισώη, αγ. Ταϊσίας, μακαρίου Θεοφίλου του Κιέβου κ. ά.).
Όσο περισσότερο προχωρούμε σ' αυτή τη μελέτη των εμπειριών του θανάτου, θα πρέπη να έχουμε υπ' όψιν μας τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην γενική εμπειρία του θανάτου, η οποία προκαλεί σημέρα τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, και στην εμπειρία του θανάτου που η θεία χάρις παρέχει στους ενάρετους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Αυτό θα μάς βοηθήση να καταλάβουμε καλύτερα μερικές από τις προβληματικές πλευρές των εμπειριών που περιγράφουμε.
Η διάκρισις αυτή, λόγου χάριν, μπορεί να μας βοηθήση να προσδιορίσουμε τις εμφανίσεις που συμβαίνουν στους ετοιμοθάνατους. Έρχονται πράγματι οι συγγενείς και οι φίλοι από τον κόσμο των νεκρών, για να εμφανισθούν σ' αυτόν που πεθαίνει; Και μήπως αυτές οι συγκεκριμένες εμφανίσεις είναι διαφορετικές από τις οπτασίες αγίων που συμβαίνουν σε ενάρετους Χριστιανούς κατά την στιγμή του θανάτου τους;
Για να απαντήσουμε στο πρώτο από τα δύο αυτά ερωτήματα, ας θυμηθούμε ότι οι δόκτορες Όσις και Χάραλντσον αναφέρουν ότι πολλοί ετοιμοθάνατοι Ινδοί βλέπουν τις θεότητες του ινδουϊστικού πανθέου (Κρίσνα, Σίβα, Κάλι, κλπ.) και όχι εκείνους τους στενούς συγγενείς και φίλους που συνήθως αναφέρουν οι ετοιμοθάνατοι στην Αμερική. Και όμως, όπως τόσο καθαρά μας διδάσκει ο απόστολος Παύλος, οι «θεοί» αυτοί δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα33. Σε κάθε «πραγματική» εμπειρία «θεών» είναι βέβαιο ότι εμπλέκονται δαίμονες34.
Τότε λοιπόν ποιόν βλέπουν στην πραγματικότητα αυτοί οι ετοιμοθάνατοι Ινδοί; Οι δόκτορες Όσις και Χάραλντσον πιστεύουν ότι ο προσδιορισμός των όντων που εμφανίζονται είναι κατά μέγα μέρος αποτέλεσμα υποκειμενικών ερμηνειών, ανάλογα με το θρησκευτικό, πολιτιστικό και προσωπικό υπόβαθρο του υποκειμένου. Αυτό φαίνεται να είναι ένα λογικό συμπέρασμα, που ταιριάζει στις περισσότερες περιπτώσεις.
Στις περιπτώσεις της Αμερικής επίσης, θα πρέπη οι εμφανιζόμενοι νεκροί συγγενείς να μην είναι στην πραγματικότητα «παρόντες», όπως πιστεύει συνήθως ο ετοιμοθάνατος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας λέγει ότι ο ετοιμοθάνατος «αναγνωρίζει» άτομα, ενώ στον ενάρετο «εμφανίζονται οι άγιοι των ουρανών»: μία διάκρισις που δεν δείχνει μόνο την διαφορά της επιθανάτιας εμπειρίας των ενάρετων από έκείνην των κοινών αμαρτωλών, αλλ' έχει και άμεση σχέσι με την διαφορετική μεταθανάτια κατάστασι των αγίων και των κοινών αμαρτωλών. Οι άγιοι έχουν μεγάλη ελευθερία να πρεσβεύουν για τους ζώντες και να σπεύδουν προς βοήθειά τους, ενώ οι αμαρτωλοί, εκτός ωρισμένων ειδικών περιπτώσεων, δεν έχουν καμμία επαφή με τους ζώντες.
Η διάκρισις αυτή προσδιωρίστηκε σαφώς από τον ιερό Αυγουστίνο, Λατίνο Πατέρα της Εκκλησίας του 5ου αιώνος, στην πραγματεία που έγραψε κατ' αίτησιν του αγίου Παυλίνου επισκόπου Νώλης, περί της «φροντίδος των νεκρών». Εκεί προσπαθεί να συμβιβάση το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι πολλοί άγιοι, όπως ο μάρτυς Φήλιξ της Νώλης, εμφανίσθηκαν σαφέστατα σε πιστούς με το εξίσου αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι νεκροί κατά κανόνα δεν εμφανίζονται στους ζώντες.
Αφού παρουσιάση την βασισμένη στην Αγία Γραφή ορθόδοξη διδασκαλία, ότι «οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται σε ένα μέρος όπου δεν βλέπουν τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην θνητή ζωή»35 και την άποψι ότι οι εμφανίσεις νεκρών στους ζώντες είναι συνήθως είτε «έργο των αγγέλων» είτε «απατηλά οράματα» κατ' ενέργειαν των δαιμόνων, των οποίων σκοπό αποτελεί επίσης και η αποπλάνησις των ανθρώπων σε εσφαλμένη διδασκαλία περί μελλούσης ζωής36, ο ιερός Αυγουστίνος προβαίνει κατόπιν στην διάκρισι μεταξύ των φαινομενικών εμφανίσεων των νεκρών και των αληθινών εμφανίσεων των αγίων. «Πώς γίνεται οι μάρτυρες να δείχνουν ότι ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα πράγματα μέσω των ευεργεσιών που παρέχουν σε όσους τις ζητούν, αφού οι νεκροί δεν γνωρίζουν τι κάνουν οι ζώντες; Γιατί ο άγιος Φήλιξ ο ομολογητής, εκτός από την βοήθεια που προσέφερε στους ανθρώπους, εμφανίσθηκε και μπροστά στα μάτια τους, όταν η Νώλα επολιορκείτο από τους βαρβάρους; Σεις (ο επίσκοπος Παυλίνος) διακατέχεσθε από ευσεβή αγαλλίασι λόγω αυτής της εμφανίσεως του.
Μάθαμε αυτό το γεγονός όχι από αδέσποτες φήμες, αλλά από αξιόπιστους μάρτυρες. Πράγματι, κατά θείο τρόπο παρουσιάζονται πολλές φορές πράγματα τα οποία διαφέρουν από την συνήθη τάξι που η φύσις έχει δώσει στα διάφορα γένη των κτισμάτων. Το γεγονός ότι ο Κύριος μετέτρεψε το νερό σε κρασί, όταν κάποτε το θέλησε, δεν μάς δίνει το δικαίωμα να μην αντιλαμβανώμαστε την πραγματική αξία του νερού σαν νερού. Αυτό είναι ένα σπάνιο, μάλλον ένα μοναδικό γεγονός θείας επενέργειας.
Επίσης το γεγονός ότι ο Λάζαρος ανέστη εκ νεκρών δεν σημαίνει ότι κάθε νεκρός ανίσταται, όταν το επιθυμή ή ότι κάποιος μπορεί να αναστήση έναν νεκρό, όπως ξυπνά κάποιον που κοιμάται. Μερικά γεγονότα είναι χαρακτηριστικά των ανθρωπίνων ενεργειών, ενώ άλλα αποτελούν σημεία της δυνάμεως του Θεού. Μερικά πράγματα συμβαίνουν φυσικά, ενώ άλλα γίνονται θαυματουργικά, μολονότι ο Θεός παρίσταται και στις φυσικές διεργασίες και η φύσις είναι συνδεδεμένη με το θαύμα. Δεν πρέπει λοιπόν να πιστεύη κανείς ότι ένας νεκρός μπορεί να επέμβη στις υποθέσεις των ζώντων, απλώς και μόνο επειδή οι μάρτυρες είναι παρόντες, όταν θεραπεύουν ή βοηθούν ωρισμένους ανθρώπους. Θα πρέπη μάλλον να σκέπτεται ότι οι μάρτυρες δια μέσου της θείας δυνάμεως μετέχουν στις υποθέσεις των ζώντων, ενώ οι νεκροί από μόνοι τους δεν έχουν την δύναμι να επέμβουν σ' αυτές»37.
Πράγματι, οι άγιοι Πατέρες των νεωτέρων χρόνων, όπως ο όσιος Αμβρόσιος της Όπτινα, διδάσκουν ότι τα όντα που επικοινωνούν με τους ανθρώπους κατά τις πνευματιστικές συνεδριάσεις είναι δαίμονες και όχι τα πνεύματα των νεκρών. Ακόμη και αυτοί που έχουν μελετήσει διεξοδικά το φαινόμενο του πνευματισμού, όταν έχουν κάποια χριστιανικά κριτήρια, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα38.
Δεν πρέπει λοιπόν να αμφιβάλλουμε ότι οι άγιοι εμφανίζονται στους ενάρετους την στιγμή του θανάτου, όπως περιγράφεται σε πολλούς βίους αγίων. Για τους κοινούς αμαρτωλούς αφ' ετέρου, συμβαίνουν συχνά εμφανίσεις συγγενών, φίλων ή «θεών» ανάλογα με αυτό που περιμένουν ή είναι προετοιμασμένοι να δουν. Η ακριβής φύσις των τελευταίων αυτών εμφανίσεων είναι ίσως αδύνατον να προσδιορισθή. Ασφαλώς δεν είναι απλές παραισθήσεις, αλλά φαίνεται ότι αποτελούν μέρος της φυσικής εμπειρίας του θανάτου και μία ένδειξι για εκείνον που πεθαίνει ότι πρόκειται να εισέλθη σε ενα νέο χώρο, όπου οι συνηθισμένοι νόμοι της υλικής φύσεως δεν ισχύουν πλέον. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτε το τόσο εκπληκτικό σχετικά με την εμπειρία αυτή, η οποία άλλωστε δείχνει να παραμένη σταθερή σε όλες τις εποχές, τους τόπους και τα θρησκεύματα.
Η εμπειρία της «συναντήσεως με άλλους» συμβαίνει συνήθως λίγο πριν από τον θάνατο και δεν πρέπει να συγχέεται με την μάλλον διαφορετική συνάντησι που θα περιγράψουμε ευθύς αμέσως: την συνάντησι με την «φωτεινή ύπαρξι».
3. Η «φωτεινή ύπαρξις»
Την εμπειρία αυτή ο Δρ Μούντυ την περιγράφει ως «ίσως το πλέον απίστευτο κοινό στοιχείο των περιγραφών που μελέτησα και ασφαλώς το στοιχείο που έχει την πλέον βαθειά επίδρασι στο άτομο»39. Τα περισσότερα άτομα περιγράφουν την εμπειρία αυτή σαν εμφάνισι ενός φωτός που η λαμπρότητα του αυξάνεται ταχύτατα. Όλοι το αναγνωρίζουν σαν κάποια ύπαρξι με συγκεκριμένη προσωπικότητα, γεμάτη ζεστασιά και αγάπη, που μαγνητίζει κυριολεκτικά αυτόν που μόλις έχει πεθάνει. Ο προσδιορισμός της ταυτότητος αυτού του όντος φαίνεται να εξαρτάται από το θρησκευτικό υπόβαθρο του ανθρώπου. Αυτό καθ' εαυτό δεν έχει συγκεκριμένη μορφή. Μερικοί λένε ότι είναι ο Χριστός και άλλοι ότι είναι άγγελος. Όλοι φαίνεται να καταλαβαίνουν ότι είναι ένα ον που έχει σταλεί, για να τους οδηγήση κάπου. Να μερικές περιγραφές της εμπειρίας αυτής:
«Άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι ήμουν νεκρός και την ίδια στιγμή ένοιωσα να κλυδωνίζωμαι, ή μάλλον κάτι σαν να έπλεα ή πετούσα... Όλα γύρω ήταν κατάμαυρα, εκτός από αυτό το φως που ήταν ορατό αρκετά μακρυά από μένα. Ήταν ένα πάρα πολύ λαμπρό φως, αλλά στην αρχή δεν ήταν πολύ μεγάλο. Όσο όμως το πλησίαζα, όλο και μεγάλωνε»40.
Όταν κάποιος άλλος πέθανε, ένοιωσε να πλέη «προς αυτό το αγνό, κρυστάλλινο και καθαρό φως... Δεν υπάρχει τέτοιο φως πάνω στη γη και γι' αυτό δεν μπορώ να το περιγράψω. Δεν είδα βέβαια κάποιο πρόσωπο μέσα σ' αυτό το φως, κι όμως είναι σίγουρο πως έχει μία ιδιαίτερη οντότητα. Είναι ένα φως τέλειας κατανοήσεως και τέλειας αγάπης»41.
«Ήμουν έξω από το σώμα μου, δεν υπάρχει αμφιβολία γι αυτό, γιατί το έβλεπα πάνω στο χειρουργικό κρεββάτι. Η ψυχή μου ήταν ελεύθερη! Όλα αυτά με έκαναν στην αρχή να νοιώσω πολύ άσχημα, μα σε λίγο ήλθε εκείνο το λαμπρό φως. Στην αρχή ήταν αμυδρό, σιγά σιγά όμως μεγάλωσε και έγινε μία τεράστια δέσμη από ακτίνες... Όταν πρωτοεμφανίστηκε το φως, δεν ήμουν βέβαιος για το τι μου συνέβαινε, μα το συνειδητοποίησα μόλις με ρώτησε αν ήμουν έτοιμος να πεθάνω»42.
Αμέσως μετά την εμφάνισί του αυτό το ον αρχίζει να επικοινωνή με αυτούς που μόλις έχουν πεθάνει (περισσότερο με ένα είδος «μεταβιβάσεως της σκέψεως» παρά με προφορικά λόγια). Αυτό που τους «λέει» είναι πάντοτε το ίδιο και ερμηνεύεται από όσους έχουν αυτή την εμπειρία ως εξής: «Είσαι προετοιμασμένος να πεθάνης;» ή «Τι έχεις καταφέρει με τη ζωή σου που μπορείς να μου παρουσίασης;»43 Μερικές φορές πάλι αυτός που πεθαίνει, σε συνάρτησι με το ον αυτό, βλέπει και ένα είδος αναδρομής («φλας μπακ») των περασμένων γεγονότων της ζωής του. Όλοι ωστόσο υπογραμμίζουν ότι το φωτεινό ον σε καμμιά περίπτωσι δεν προβαίνει σε κάποια «κρίσι» της ζωής τους ή των πράξεων τους. Απλώς τους παρακινεί να συλλογισθούν για την ζωή τους.
Οι δόκτορες Όσις και Χάραλντσον έχουν καταγράψει και αυτοί κάποιες εμπειρίες ενός τέτοιου όντος στις μελέτες τους. Παρατηρούν ότι η εμπειρία του φωτός είναι «μία χαρακτηριστική ιδιότητα των μεταφυσικών επισκεπτών»44 και προτιμούν να ακολουθήσουν τον δόκτορα Μούντυ στον προσδιορισμό των όντων που βλέπει ή αισθάνεται κανείς μέσα σ' αυτό το φως σαν απλών «φωτεινών μορφών» και όχι σαν των πνευματικών όντων και θεοτήτων που συχνά αναγνωρίζουν σ' αυτά οι ετοιμοθάνατοι.
Ποια —ή τι— είναι αυτά τα «φωτεινά όντα»; Πολλοί τα αποκαλούν «αγγέλους» και υπογραμμίζουν τις θετικές τους ιδιότητες: Είναι «φωτεινές» υπάρξεις, γεμάτες «αγάπη και κατανόησι» και υποβάλλουν στην ψυχή την έννοια της «ευθύνης» για την προηγούμενη ζωή της. Όμως οι άγγελοι τους οποίους γνωρίζει η ορθόδοξη χριστιανική παράδοσις είναι πολύ πιο καθωρισμένοι, και ως προς την εμφάνισι και ως προς το συγκεκριμένο έργο τους, από ό,τι αυτά τα «φωτεινά όντα». Για να το καταλάβουμε αυτό και για να αρχίσουμε να βλέπουμε τι θα μπορούσαν να είναι αυτά τα «φωτεινά όντα», θα χρειασθή εδώ να παρουσιάσουμε την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία περί αγγέλων και κατόπιν να εξετάσουμε ειδικώτερα την φύσι των αγγέλων που οδηγούν την ψυχή στη μεταθανάτια της κατάστασι.
(Στο επόμενο: Η ορθόδοξη διδασκαλία περί των Αγγέλων)
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 11
ΜΑΡΤΙΟΣ ΜΑΪΟΣ 1991
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 11
ΜΑΡΤΙΟΣ ΜΑΪΟΣ 1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου