Σελίδες

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Το σύγχρονο φαινόμενο των «μεταθανάτιων» εμπειριών ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ "ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΩΝ" ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ1 Του π. Σεραφείμ Ρόουζ

Το σύγχρονο φαινόμενο των «μεταθανάτιων» εμπειριών
ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ "ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΩΝ" ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ1
Του π. Σεραφείμ Ρόουζ
Το θέμα της ζωής μετά τον θάνα­το έχει γίνει εντελώς ξαφνικά αντικείμενο εκτεταμένου λαϊκού ενδιαφέροντος στον δυτικό κό­σμο. Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί πολλά βιβλία στα οποία επιδιώκεται μία περιγραφή των «μεταθανάτιων» εμπειριών. Διάσημοι επιστήμονες και ιατροί έχουν συγγράψει τέτοια βιβλία ή έχουν υποστηρίξει θερμά την έκδοσί τους. Μία εξ αυτών, η παγ­κοσμίου φήμης ιατρός και «ειδικός» επί προ­βλημάτων θανάτου και επιθανάτιας αγωνίας Έλίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος, υποστηρίζει ότι οι έρευνες αυτές σχετικά με τις μεταθανάτιες εμπειρίες «θα διαφωτίσουν πολλούς και θα επιβεβαιώσουν αυτό που διδασκόμαστε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, ότι δηλαδή υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο».
Όλα αυτά βέβαια αποτελούν μία απότομη αλλαγή του κλίματος που επικρατούσε μέχρι σήμερα στους ιατρικούς και επιστημονικούς κύκλους, οι οποίοι γενικά αντιμετώπιζαν το θέμα του θανάτου σαν «ταμπού» και τοποθε­τούσαν κάθε ιδέα περί συνεχίσεως της ζωής μετά τον θάνατο στον χώρο της φαντασίας ή της δεισιδαιμονίας ή, στην καλύτερη περίπτωσι, των προσωπικών πεποιθήσεων, για τις ο­ποίες δεν υπάρχουν αντικειμενικές αποδείξεις.
Η εξωτερική αιτία της ξαφνικής αυτής αλ­λαγής τρόπου σκέψεως είναι απλή: Τα τε­λευταία χρόνια χρησιμοποιούνται ευρύτατα νέες τεχνικές διεγέρσεως της σταματημένης καρδιάς για την επαναφορά των αρτιθανών ή «κλινικά νεκρών» ασθενών στη ζωή.  Έτσι ένας μεγάλος αριθμός ατόμων «εξ ορισμού» νεκρών για την ιατρική επιστήμη (χωρίς σφυγμό ή καρδιακούς παλμούς) έχουν επα­νέλθει στη ζωή και πολλοί απ' αυτούς μιλούν ήδη ανοιχτά για τις «μεταθανάτιες» εμπει­ρίες τους, εφ' όσον έχει εκλείψει η σχετική προκατάληψις και ο φόβος να τους χαρακτηρίσουν τρελούς.
Όμως το πιο ενδιαφέρον για μας είναι το βαθύτερο αίτιο αυτής της αλλαγής, καθώς επίσης και η «ιδεολογία» της. Για ποιο λόγο το φαινόμενο αυτό να γίνη ξαφνικά τόσο ε­ξαιρετικά δημοφιλές και βάσει ποιας θρη­σκευτικής ή φιλοσοφικής θεωρίας γίνεται συ­νήθως κατανοητό από τους περισσότερους;  Αν έχη γίνει πια κι αυτό ενα από τα «ση­μεία των καιρών», ενα σύμπτωμα του θρη­σκευτικού ενδιαφέροντος των ημερών μας, ποια πρέπει να είναι η σημασία του; Θα επανέλθουμε στα ερωτήματα αυτά, αφού εξετά­σουμε από πιο κοντά το ίδιο το φαινόμενο.
Πρώτα-πρώτα όμως πρέπει να διερωτη­θούμε: Με ποια κριτήρια θα εξετάσουμε αυτό το φαινόμενο; Αυτοί οι ίδιοι που το περιγρά­φουν δεν έχουν να δώσουν κάποια σαφή ερ­μηνεία σ' αυτό. Συχνά αναζητούν μιά τέτοια ερμηνεία σε αποκρυφιστικά ή πνευματιστικά κείμενα. Μερικοί θρησκευόμενοι (όπως επί­σης και μερικοί επιστήμονες), επειδή διαισθάνονται κάποια απειλή για τις καθιερωμένες πεποιθήσεις τους, απλά απορρίπτουν αυτές τις εμπειρίες, έτσι όπως περιγράφονται, και τις τοποθετούν συνήθως στον χώρο των «πα­ραισθήσεων». Αυτό εχει γίνει από μερικούς Προτεστάντες οι οποίοι είναι προσκολλημέ­νοι στην άποψι ότι η ψυχή μετά τον θάνατο βρίσκεται σε κατάστασι ασυνειδησίας ή πη­γαίνει αμέσως «κοντά στον Χριστό». Το ίδιο κάνουν και κάποιοι δογματικοί άθεοι, οι οποίοι απορρίπτουν εξ υπαρχής την ιδέα ότι η ψυχή επιζεί, οποιαδήποτε κι αν είναι τα τεκ­μήρια που τους προσφέρονται.  Όμως οι εμ­πειρίες αυτές δέν μπορούν να εξηγηθούν διά μιας απλής απορρίψεως. Πρέπει να κατανοη­θούν σωστά αυτές καθεαυτές, αλλά και μέσα στο γενικώτερο πλαίσιο των όσων γνωρίζου­με για την τύχη της ψυχής μετά τον θάνατο.
Δυστυχώς ακόμη και μερικοί Όρθόδοξοι Χριστιανοί, επηρεασμένοι συνήθως από κά­ποιες σύγχρονες υλιστικές ιδέες, που πέρασαν συγκεκαλυμμένες μέσα στον Προτεσταντισμό και τον Ρωμαιοκαθολικισμό, φθάνουν να έχουν μάλλον αόριστη και συγκεχυμένη γνώ­μη σχετικά με την πέραν του τάφου ζωή. Ο συγγραφεύς κάποιου από τα νέα βιβλία για τις μεταθανάτιες εμπειρίες ζήτησε τις από­ψεις διαφόρων ομολογιών σχετικά με την κατάστασι της ψυχής μετά τον θάνατο. Έτσι επισκέφθηκε κι έναν ιερέα της Ελληνορθοδό­ξου Αρχιεπισκοπής, ο οποίος του μίλησε γε­νικά για παράδεισο και κόλασι, του είπε ό­μως ότι η Ορθοδοξία δεν έχει «κάποια συγ­κεκριμένη άποψι για το πώς είναι η μέλλου­σα ζωή». Έτσι ο συγγραφεύς συνεπέρανε ότι «η Ελληνορθόδοξη άποψι για την μέλλουσα ζωή δεν είναι σαφής»2.
Βέβαια η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αρκε­τά συγκεκριμένη διδασκαλία και άποψι για την μεταθανάτια ζωή, ξεκινώντας μάλιστα από αυτήν την ίδια την στιγμή του θανάτου. Η διδασκαλία αυτή περιέχεται στην Αγία Γραφή (ερμηνευμένη σε συνάρτησι με το σύ­νολο των χριστιανικών δογμάτων), στα κεί­μενα των Αγίων Πατέρων και, ειδικώτερα, όσον άφορα τις συγκεκριμένες εμπειρίες της ψυχής μετά τον θάνατο, σε πολλούς βίους α­γίων και ανθολογίες σχετικών προσωπικών εμπειριών. Ολόκληρο το τέταρτο βιβλίο των Διαλόγων του αγίου Γρηγορίου πάπα Ρώ­μης του Μεγάλου († 604) είναι αφιερωμένο στο θέμα αυτό. Στις μέρες μας εκδόθηκε στα αγγλικά μία ανθολογία από τέτοιες εμπει­ρίες, παρμένες τόσο από παλαιούς Βίους Α­γίων όσο και από πρόσφατες προσωπικές πε­ριγραφές3. Επίσης τελευταία επανεκδόθηκε στα αγγλικά ενα αξιόλογο κείμενο, που γρά­φτηκε στα τέλη του 19ου αιώνος από κάποιον που ξαναγύρισε στη ζωή, αφού παρέμεινε νε­κρός επί τριάντα έξι ώρες4. Ο Ορθόδοξος λοιπόν έχει στην διάθεσί του μία πλούσια γραμματεία, με την βοήθεια της οποίας μπορεί να κατανοήση και να αξιολογήση τις νεώ­τερες «μεταθανάτιες» εμπειρίες κάτω από το φως της σύνολης χριστιανικής διδασκαλίας περί μελλούσης ζωής.
Το βιβλίο που αναζωπύρωσε το σύγχρονο ενδιαφέρον επί του θέματος πρωτοκυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1975 και γράφτηκε από ενα νεαρό ψυχίατρο από τις νότιες Ηνω­μένες Πολιτείες5, ο οποίος όμως τότε αγνο­ούσε οποιαδήποτε άλλη σχετική μελέτη ή βι­βλιογραφία. Καθώς όμως το βιβλίο ακόμη τυπωνόταν, έγινε εμφανές ότι είχε ήδη προϋ­πάρξει μεγάλο ενδιαφέρον επί του θέματος και ότι πολλά είχαν ήδη γραφεί περί αυτού. Η καταπληκτική επιτυχία του βιβλίου του δόκτορος Μούντυ (πουλήθηκαν πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα) έφερε τις εμπει­ρίες των ετοιμοθάνατων στο φως της ανοι­χτής δημοσιότητος και τα επόμενα τέσσερα χρόνια ένας αξιόλογος αριθμός βιβλίων και άρθρων για τις εμπειρίες αυτές εμφανίστηκε στον τύπο. Μεταξύ των σπουδαιότερων είναι τα άρθρα της δόκτορος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρός, της οποίας οι διαπιστώσεις είναι όμοιες με εκείνες του δόκτορος Μούντυ, και οι επιστημονικές μελέτες των ιατρών  Όσις και Χάραλντσον. Επίσης ο ίδιος ο Μούντυ έγραψε ενα δεύτερο βιβλίο σαν συνέχεια του πρώτου6 με συμπληρωματικό υλικό και και­νούργιες σκέψεις επί του θέματος. Τις διαπι­στώσεις αυτών και άλλων νεωτέρων βιβλίων (που κατά βάσιν συμφωνούν μεταξύ τους ως προς τα εν λόγω φαινόμενα) θα εξετάσουμε παρακάτω. Και θα ξεκινήσουμε από το πρώ­το βιβλίο του δόκτορος Μούντυ, που αποτε­λεί μια αρκετά αντικειμενική και συστημα­τική προσέγγισι του όλου θέματος.
Μέσα σε δέκα χρόνια ο Μούντυ συγκέν­τρωσε τις προσωπικές μαρτυρίες 150 περί­που ατόμων, τα οποία είτε είχαν γευθεί τον ίδιο τον θάνατο ή είχαν φθάσει στα πρόθυρά του, είτε του μετέφεραν τις εμπειρίες άλλων τους οποίους είχαν δει να πεθαίνουν. Από ό­λους αυτούς επικέντρωσε τις έρευνές του σε πενήντα περίπου άτομα, με τα οποία είχε λε­πτομερείς συνεντεύξεις. Προσπαθεί να είναι αντικειμενικός στην παρουσίασι των στοιχεί­ων αυτών, μολονότι παραδέχεται ότι το βιβλίο «είναι φυσικό να αντικατροπτίζη την παιδεία, τις γνώμες και τις προκαταλήψεις του συγγραφέως του»7, ο οποίος από πλευ­ράς θρησκευτικής καταγωγής είναι μεθοδιστής προτεστάντης με φιλελεύθερες μάλλον απόψεις. Και πράγματι υπάρχουν κάποια μειονεκτήματα στο βιβλίο αυτό, αν θέλουμε να το δούμε σαν μία αντικειμενική μελέτη των «μεταθανάτιων» φαινομένων:
Πρώτον, ο συγγραφεύς δεν καταγράφει ού­τε μία ολοκληρωμένη εμπειρία θανάτου από την αρχή ως το τέλος. Δίνει μόνο αποσπά­σματα (συνήθως πολύ σύντομα), τα οποία είναι και αντιπροσωπευτικά των δεκαπέντε χωριστών στοιχείων που κατά την γνώμη του συγγραφέως απαρτίζουν το «πρότυπο» μιας «πλήρους» εμπειρίας θανάτου. Στην πραγματικότητα όμως οι εμπειρίες των ετοι­μοθάνατων που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό, καθώς και σε άλλα μεταγενέστερα, διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους ως προς τις λεπτομέρειες, ώστε να φαίνεται τουλάχιστον πρόωρη η προσπάθεια να συμπεριληφθούν ό­λες μέσα σε ένα «πρότυπο». Το «πρότυπο» του δόκτορος Μούντυ φαίνεται σε ωρισμένα σημεία τεχνητό και βεβιασμένο, χωρίς αυτό βεβαίως να μειώνη την αξία των καθαυτό μαρτυριών που καταγράφει ο συγγραφεύς.
Δεύτερον, ο συγγραφεύς έχει ενοποιήσει δύο μάλλον διαφορετικά είδη εμπειριών: τις καθαυτό εμπειρίες του «κλινικού θανάτου» και τις εμπειρίες των «πρόθυρων του θανά­του» . Και δέχεται μεν ότι τα δύο είδη διαφέ­ρουν μεταξύ τους, υποστηρίζει όμως ότι σχη­ματίζουν μία «αλληλουχία»8 και γι' αυτό πρέπει να μελετηθούν μαζί. Στις περιπτώσεις που οι εμπειρίες αρχίζουν πριν από τον θάνα­το και καταλήγουν με τον ίδιο τον θάνατο —άσχετα με το αν το άτομο επανέλθη στη ζωή ή όχι— υπάρχει πράγματι μία «αλλη­λουχία» στην εμπειρία. Πολλές όμως από τις εμπειρίες που μας περιγράφει (π.χ. η ταχύ­τατη και με χρονολογική σειρά αναπαράστασις των γεγονότων της ζωής μέσα στην μνή­μη ενός άτομου που κινδυνεύει να πνιγή ή η εμπειρία της εισόδου σε μία «σήραγγα», όταν χορηγηθή σε κάποιον ένα αναισθητικό, όπως ο αιθέρας) είναι αρκετά συνήθεις εμπειρίες ανθρώπων που δεν είχαν ποτέ κάποια πείρα του «κλινικού θανάτου» και γι' αυτό ίσως να ανήκουν στο «πρότυπο» κάποιας γενικώτερης εμπειρίας που μόνο συμπτωματικά συναντά­ται στην εμπειρία του θανάτου. Μερικά από τα νεώτερα βιβλία είναι ακόμη λιγώτερο επι­λεκτικά ως προς τις εμπειρίες που καταγρά­φουν. Συμπεριλαμβάνουν αδιάκριτα «εξω­σωματικές» εμπειρίες μαζί με πραγματικές εμπειρίες θανάτου και επιθανάτιας αγωνίας.
Τρίτον, το γεγονός ότι ο συγγραφεύς αντι­μετωπίζει το φαινόμενο αυτό επιστημονικά, χωρίς να έχη εκ των προτέρων σαφή αντίληψι του τι πράγματι συμβαίνει στην ψυχή κα­τά την ώρα του θανάτου, τον αφήνει εκτεθει­μένο στον κίνδυνο πολλών συγχύσεων και παρερμηνειών της εμπειρίας αυτής. Αυτό βε­βαίως κανείς δεν μπορεί να το αποφύγη, όταν απλώς συγκεντρώνη κάποιες περιγραφές, αφού αυτοί που δίνουν τις συνεντεύξεις προσθέ­τουν αναπόφευκτα και την δική τους ερμη­νεία στα περιγραφόμενα. Ο ίδιος ο συγγρα­φεύς παραδέχεται ότι στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να μελετηθή το ζήτημα αυτό «επιστημονικά» και έτσι τελικά προσπαθεί να βρή μια εξήγησι σε παράλληλες εμπειρίες που περιέχονται σε τέτοια αποκρυφιστικά κείμενα όπως αυτά του Σβέντενμποργκ9 και της Θιβετιανής Βίβλου των Νεκρών10 . Ση­μειώνει μάλιστα ότι σκοπεύει τώρα να εξετάση καλύτερα «την τεράστια γραμματεία που αναφέρεται σε παραψυχολογικά και αποκρυφιστικά φαινόμενα», για να κατανοήση πε­ρισσότερο τα γεγονότα που μελέτησε .
Όλα αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν τελι­κά στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να περιμέ­νουμε πάρα πολλά από αυτό το βιβλίο και τα άλλα όμοιά του, διότι δεν μπορούν να μας δώσουν μία πλήρη και εσωτερικά συνεπή πε­ριγραφή για το τι συμβαίνει στην ψυχή μετά τον θάνατο. Υπάρχει ωστόσο σ' αυτά τα βι­βλία  ένα ικανοποιητικό λήμμα αληθινών εμ­πειριών κλινικού θανάτου, που τα καθιστά ά­ξια ιδιαίτερης μελέτης, εφ' όσον μάλιστα υπάρχουν ήδη μερικοί που ερμηνεύουν τις εμ­πειρίες αυτές κατά τρόπο εχθρικό προς την παραδοσιακή χριστιανική πίστι περί επέκεινα ζωής, θέλοντας ειδικώτερα να αποδείξουν οτι δεν υπάρχει ούτε παράδεισος ούτε —κυρί­ως— κόλασις. Πώς λοιπόν θα εξηγήσουμε εμείς τις εμπειρίες αυτές;
Τα δεκαπέντε στοιχεία που περιγράφει ο Μούντυ σαν συστατικά μέρη μιας «πλήρους» εμπειρίας θανάτου μπορούν, χάριν διαλεκτι­κής σκοπιμότητος, να περιορισθούν σε μερικά κύρια χαρακτηριστικά, τα οποία εμείς θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, συγκρίνοντάς τα με την αντίστοιχη ορθόδοξη γραμματεία.
1. Η «εξωσωματική» εμπειρία
Το πρώτο πράγμα που συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που έχει πεθάνει, σύμφωνα με τις περιγραφές αυτές, είναι ότι αφήνει το σώμα του και εξακολουθεί να υπάρχη εντελώς χω­ριστά από αυτό, χωρίς να χάνη ούτε για μία στιγμή την συνείδησί του. Συνήθως μπορεί να παρατηρή τα πάντα ολόγυρα του, ακόμη και το ίδιο το νεκρό σώμα του καθώς και τις προσπάθειες που γίνονται, για να το επανα­φέρουν στη ζωή. Αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μιά κατάστασι όπου υπάρχει έλλειψις πόνου, ζεστασιά και άνεσις, περίπου κάτι σαν να «επιπλέη» ή να «αιωρήται». Είναι εντελώς ανίκανο να επηρεάση το περιβάλλον του με λόγια ή με την αφή και έτσι συχνά αισθάνε­ται μεγάλη «μοναξιά». Η λειτουργία της σκέψεώς του είναι συνήθως πολύ ταχύτερη από τότε που ήταν μέσα στο σώμα. Παραθέ­τω μερικά σύντομα αποσπάσματα από τις εμπειρίες αυτές:
«Εκείνη την ημέρα έκανε τσουχτερό κρύο. Και όμως, όσο βρισκόμουν μέσα σ' εκείνη την μαυρίλα, το μόνο που αισθανόμουν ήταν ζε­στασιά και η μεγαλύτερη άνεσις που είχα νοιώσει ποτέ μου... Θυμούμαι ότι σκεφτό­μουν: Θά πρέπη να είμαι νεκρός»12.
«Άρχισα να αισθάνωμαι τα πλέον υπέρο­χα συναισθήματα. Δεν αισθανόμουν τίποτε άλλο εκτός από ειρήνη, άνεσι, χαλάρωμα· με μιά λέξι: γαλήνη»13.
«Τους έβλεπα να προσπαθούν να με επα­ναφέρουν στη ζωή. Ήταν πραγματικά παρά­ξενο. Δεν ήμουν πολύ ψηλά. Ήταν σχεδόν σαν να βρισκόμουν σε ένα βάθρο, όχι όμως πολύ επάνω από αυτούς· μόλις που κοίταζα από πάνω τους. Προσπαθούσα να τους μιλή­σω, αλλά κανείς δεν μπορούσε να με ακούση, κανείς δεν με πρόσεχε»14.
«Από παντού έβλεπα κόσμο να τρέχη στον τόπο του δυστυχήματος... Καθώς με πλησία­ζαν προσπάθησα να παραμερίσω για να μη με ποδοπατήσουν, αλλά εκείνοι απλώς περνού­σαν μέσα από το σώμα μου»15.
«Δεν ήμουν σε θέσι να αγγίξω τίποτε, ή­μουν ανίκανος να επικοινωνήσω με οποιον­δήποτε από αυτούς που ήταν γύρω μου. Ή­ταν ένα τρομερό αίσθημα μοναξιάς, ένα αί­σθημα πλήρους απομονώσεως.  Ήξερα πως ήμουν ολομόναχος»16.
Μερικές φορές υπάρχει κάποια εντυπωσια­κή «αντικειμενική απόδειξις» για το ότι το άτομο βρίσκεται πράγματι έξω από το σώμα του την στιγμή εκείνη. Υπάρχουν περιπτώ­σεις ανθρώπων που είναι σε θέσι να διηγη­θούν συζητήσεις ή συγκεκριμένες λεπτομέρει­ες γεγονότων που συνέβησαν σε διπλανά δω­μάτια ή ακόμη πιο μακρυά, όσο αυτοί ήταν «νεκροί». Μεταξύ άλλων παρομοίων παρα­δειγμάτων, η Δρ Κιούμπλερ-Ρος αναφέρει την αξιόλογη περίπτωσι μιας τυφλής που «εί­δε» και αργότερα περιέγραψε με λεπτομέρεια το κάθε τι μέσα στο δωμάτιο όπου «πέθανε», αν και όταν επανήλθε στη ζωή ήταν και πάλι τυφλή17. Το περιστατικό αυτό αποτελεί μία καταπληκτική απόδειξι ότι ο άνθρωπος δεν βλέπει με το μάτι, ούτε σκέπτεται με τον εγ­κέφαλο, αφού οι διανοητικές λειτουργίες εί­ναι ταχύτερες μετά τον θάνατο. Η ψυχή εί­ναι αυτή που επιτελεί τις λειτουργίες αυτές διά μέσου των φυσικών οργάνων, όσο το σώ­μα είναι ζωντανό, και μόνο με την δική της δύναμι, όταν το σώμα νεκρωθή.
Τίποτε από αυτά δεν θα πρέπη να φαίνεται παράξενο σε εναν Ορθόδοξο Χριστιανό. Η εμπειρία που περιγράφεται εδώ είναι αυτό α­κριβώς που γνωρίζουν οι Χριστιανοί ως χω­ρισμό της ψυχής από το σώμα κατά την ώρα του θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα της απιστίας της εποχής μας το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί σπανίως χρησιμοποιούν την χριστιανική ορολογία ή αντιλαμβάνονται ότι η ψυχή τους είναι εκείνη που απελευθε­ρώνεται από το σώμα και αισθάνεται όλα αυτά τα πράγματα. Τις περισσότερες φορές είναι απλώς προβληματισμένοι για την νέα κατάστασι στην οποία βρέθηκαν.
Η περιγραφή μιας μεταθανάτιας εμπειρί­ας με τίτλο Απίστευτο για πολλούς και ό­μως πραγματικό γεγονός18, γράφτηκε ακριβώς από εναν τέτοιον άνθρωπο. Πρόκειται για κάποιον βαπτισμένο Ορθόδοξο Χριστια­νό, ο οποίος επηρεασμένος από το πνεύμα του τέλους του 19ου αιώνος παρέμενε αδιά­φορος προς τις αλήθειες της πίστεώς του και μάλιστα δεν πίστευε ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή. Αυτή του η εμπειρία η οποία συνέβη πριν από ενενήντα περίπου χρόνια19 έχει για μας σημέρα μεγάλη αξία και είναι μάλλον έργο της Θείας Προνοίας, εν όψει μάλιστα των καινούργιων μεταθανάτιων εμπειριών της εποχής μας. Αποτελεί μία ολοκληρωμέ­νη εμπειρία του τι συμβαίνει στην ψυχή μετά τον θάνατο και προχωρεί πολύ πιο πέρα από τις σύντομες και αποσπασματικές περιγραφές των νεωτέρων βιβλίων. Γράφτηκε από έναν ευαίσθητο άνθρωπο, ο οποίος ξεκινώντας μέ­σα από την σύγχρονη κατάστασι της απι­στίας έφτασε στο τέλος να αναγνωρίση τις αλήθειες της Ορθοδοξίας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να τελείωση την ζωή του σαν μοναχός. Αυτό το μικρό βιβλίο μπορεί πράγ­ματι να μας χρησιμεύση σαν σημείο αναφοράς, προκειμένου να αξιολογήσουμε τις νέ­ες εμπειρίες. Δεδομένου ότι δεν περιέχει τί­ποτε το αντίθετο προς την ορθόδοξη διδασκα­λία περί μελλούσης ζωής, έχει εγκριθεί από έναν από τους διακεκριμένους ιεραποστολι­κούς εκδότες του τέλους του περασμένου αιώ­νος, τον Αρχιεπίσκοπο Νίκωνα της Βολογκντά. Μετά την περιγραφή της τελικής επιθα­νάτιας αγωνίας και του τρομακτικού βάρους που τον ωθούσε κάτω προς τη γη, ο συγγρα­φεύς της διηγήσεως εξιστορεί:
«Ξαφνικά ένοιωσα μέσα μου μια ηρεμία.  Ανοιξα τα μάτια μου, και όλα όσα είδα εκεί­νη την στιγμή, μέχρι και την παραμικρή λε­πτομέρεια, καταγράφηκαν στη μνήμη μου με πλήρη διαύγεια.
Είδα ότι στεκόμουν μόνος σε ενα δωμάτιο. Δεξιά μου, όρθιο μαζεμένο σε ημικύκλιο γύ­ρω από κάτι, ήταν στριμωγμένο όλο το ια­τρικό προσωπικό... Η σύναξις αυτή των για­τρών μου προξένησε έκπληξι. Εκεί που στέ­κονταν υπήρχε μόνο ένα κρεββάτι. Τι ήταν αυτό που τραβούσε την προσοχή τους, αφού εγώ δεν ήμουν εκεί, αλλά στεκόμουν στη μέ­ση του δωματίου;
Κινήθηκα μπροστά και κοίταξα προς τα εκεί που κοίταζαν όλοι. Εκεί επάνω στο κρεββάτι ήμουν ξαπλωμένος εγώ!...
Δεν θυμάμαι να ένοιωσα κάτι σαν φόβο, όταν είδα τον δεύτερο εαυτό μου. Είχα μόνο μία απορία. Πώς μπορεί να βρίσκωμαι εδώ και συγχρόνως να είμαι και εκεί; Πώς γίνε­ται αυτό;...
 Ήθελα να αγγίξω τον εαυτό μου, να πιά­σω το αριστερό μου χέρι με το δεξί, αλλά το χέρι μου διαπερνούσε το σώμα μου... Φώνα­ξα τον γιατρό, αλλά η ατμόσφαιρα αποδεί­χθηκε εντελώς ακατάλληλη. Δεν δεχόταν ούτε μετεβίβαζε τους ήχους της φωνής μου και κατάλαβα ότι βρισκόμουν σε μία κατάστασι πλήρους αποξενώσεως από όλα όσα ή­ταν τριγύρω μου.  Όταν συνειδητοποίησα αυ­τή την παράξενη απομόνωσί μου, με κυρίευσε ενα αίσθημα πανικού. Πραγματικά, υπήρχε κάτι το ανείπωτα φρικτό σ' αυτή την αλλόκο­τη απομόνωσι...
Έρριξα μία ματιά, και τότε μου ήλθε για πρώτη φορά η σκέψις: Είναι δυνατόν αυτό που μου συνέβη, στη γλώσσα μας, στη γλώσσα των ζωντανών ανθρώπων, να αποκαλήται με την λέξι «θάνατος»; Αυτή η σκέψις μου ήλθε, διό­τι το σώμα που ήταν ξαπλωμένο στο κρεββάτι είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός πτώματος...
Η έννοια της λέξεως «θάνατος» είναι συ­νυφασμένη με την ιδέα μιας κάποιας κατα­στροφής, μιας διακοπής της ζωής. Πώς όμως μπορούσα να σκέπτωμαι ότι πέθανα, αφού δεν είχα χάσει ούτε μία στιγμη την αυτοσυ­νειδησία μου; Ένοιωθα ακριβώς σαν να ή­μουν ζωντανός, τα άκουγα όλα, τα έβλεπα και τα αντιλαμβανόμουν όλα, ήμουν ικανός να κινούμαι, να σκέπτωμαι και να μιλώ...
Η αποξένωσις αυτή από κάθε τι γύρω μου και ο διχασμός της προσωπικότητάς μου, θα μπορούσαν να με κάνουν να αντιληφθώ αυτό που μου συνέβη, αν πίστευα στην ύπαρξι της ψυχής και αν ήμουν θρησκευόμενος. Επειδή όμως εγώ δεν πίστευα, με ωδηγούσε μόνο αυτό που αισθανόμουν. Η αίσθησις της ζωής ήταν τόσο ξεκάθαρη, ώστε ένοιωθα μόνο αμηχανία γι' αυτό το παράξενο φαινόμενο. Μου ήταν εντελώς αδύνατο να συνδέσω τα συναισθήματά μου με την παραδοσιακή αντίληψι περί θανάτου, να πιστέψω δηλαδή ότι δεν υπάρχω, ενόσω είχα αίσθησι και συνείδησι του εαυτού μου...
Αργότερα, ενθυμούμενος και αναλογιζό­μενος αυτή την κατάστασι, παρετήρησα ότι οι διανοητικές μου ικανότητες πρέπει να λει­τουργούσαν με καταπληκτική έντασι και τα­χύτητα»20.
Η κατάστασις της ψυχής κατά τα πρώτα λεπτά μετά τον θάνατο δεν περιγράφεται με τόσες λεπτομέρειες στην χριστιανική γραμ­ματεία της αρχαιότητος. Εκεί όλη η έμφασις δίνεται πάντοτε στις πολύ εντυπωσιακώτερες εμπειρίες που ακολουθούν.  Ίσως μόνο στην σύγχρονη εποχή, όπου η ταύτισις της «ζωής» με την «ζωή εν τω σώματι» έχει γίνει τόσο ολοκληρωτική και πειστική, θα μπορούσαμε να περιμένουμε να δίνεται τόση μεγάλη προσοχή σ' εκείνα τα πρώτα λίγα λεπτά, στη διάρκεια των οποίων οι προσδοκίες των περισσοτέρων συγχρόνων ανθρώπων α­νατρέπονται τόσο ριζικά, καθώς συνειδητο­ποιούν ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, ότι η ζωή συνεχίζεται και ότι ένας ολόκληρος και­νούργιος κόσμος ανοίγεται για την ψυχή!
Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτε στην εμπει­ρία αυτή που να έρχεται σε αντίθεσι με την ορθόδοξη διδασκαλία περί καταστάσεως της ψυχής μετά τον θάνατο. Κάποιοι, σχολιάζον­τας την εμπειρία αυτή, εξέφρασαν αμφιβολίες για το αν ένα άτομο έχη πράγματι πεθάνει, εφ' όσον επανέρχεται στη ζωή μέσα σε μερικά λεπτά.  Όμως αυτό είναι απλώς ένα θέμα επιστημονικό, που εν καιρώ θα σχολιάσουμε. Το γεγονός που παραμένει είναι ότι μέσα στα λίγα αυτά λεπτά —μερικές φορές μάλιστα και μέσα στα λεπτά που προηγούνται από τον θάνατο— υπάρχουν συχνά εμπειρίες που δεν μπορούν να ερμηνευθούν σαν απλές «πα­ραισθήσεις». Ο σκοπός μας τώρα είναι να α­νακαλύψουμε πώς πρέπει να καταλάβουμε τις εμπειρίες αυτές.
2. Η συνάντησις με άλλους
Η ψυχή παραμένει στην αρχική κατάστασι της μοναξιάς μετά τον θάνατο για πολύ λί­γο χρονικό διάστημα. Ο Δρ Μούντυ αναφέ­ρει αρκετές περιπτώσεις ανθρώπων που ακό­μη και πριν πεθάνουν, είδαν ξαφνικά πεθαμέ­νους συγγενείς και φίλους τους.
«Ο γιατρός με είχε ξεγράψει και είπε στους συγγενείς μου ότι ψυχορραγούσα...  Έβλεπα ένα πλήθος ανθρώπων να αιωρούνται μαζί μου, γύρω μου, στο ταβάνι του δωματί­ου μου. Ήταν όλοι άνθρωποι που είχα γνω­ρίσει στην προηγούμενη ζωή μου, αλλά τότε είχαν ήδη όλοι πεθάνει. Αναγνώρισα την γιαγιά μου, μία συμμαθήτρια μου από το σχολείο και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους... Ήταν μία πολύ ευτυχισμένη στιγμη και ένοιωσα ότι ήλθαν για να με προστατεύ­σουν και να με οδηγήσουν»21.
Αυτή η εμπειρία της συναντήσεως με νε­κρούς φίλους και συγγενείς κατά την στιγμή του θανάτου δεν είναι καθόλου μια νέα ανακάλυψι, ακόμη και για τους σύγχρονους επιστη­μονικούς κύκλους. Πριν εξήντα περίπου χρό­νια το θέμα απετέλεσε αντικείμενο μελέτης ενός μικρού βιβλίου του σερ Ουίλλιαμ Μπάρρετ, ενός κάποιου πρωτοπόρου της σύγχρονης «παραψυχολογίας» ή, αν προτιμάτε, των «ψυχικών ερευνών»22. Μετά την δημοσίευσι του πρώτου βιβλίου του δόκτορος Μούντυ, οι δόκτορες  Όσις και Χάραλντσον, εμπνευσμέ­νοι από το βιβλίο του σερ Ουίλλιαμ, κυκλο­φόρησαν μία πολύ λεπτομερέστερη περιγρα­φή της συγκεκριμένης αυτής εμπειρίας.  Ό­πως απεδείχθη εκ των υστέρων, οι δύο αυτοί συγγραφείς είχαν κάνει συστηματική έρευνα πάνω στις εμπειρίες των ετοιμοθάνατων για πολλά χρόνια. Πρέπει λοιπόν εδώ να πούμε κάτι για τα πορίσματα αυτού του βιβλίου23.
Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο καθαρά «επιστημονικό» σύγγραμμα που εκδίδεται περί των εμπειριών των ετοιμοθάνατων. Βα­σίζεται σε αποτελέσματα διεξοδικών ερωτη­ματολογίων και συνεντεύξεων με γιατρούς και νοσοκόμους, επιλεγμένους στην τύχη από τις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες και την Βόρεια Ινδία. (Η χώρα αυτή επελέγη για μέγιστη αντικειμενικότητα, ώστε να ελεγ­χθούν οι διαφορές που μπορεί να προκύπτουν από τη διαφορά εθνικότητος, ψυχολογίας και θρησκεύματος). Το υλικό που συνελέγη πε­ριλαμβάνει πάνω από χίλιες περιπτώσεις εμφανίσεων και οπτασιών που σημειώθηκαν σε ετοιμοθάνατους και σε λίγες περιπτώσεις κλινικώς νεκρών που ανεβίωσαν. Οι συγγρα­φείς συμπεραίνουν ότι σε γενικές γραμμές τα πορίσματα του δόκτορος Μούντυ εναρμονί­ζονται με τα δικά τους24.
Βρίσκουν επίσης ότι οι εμφανίσεις νεκρών συγγενών και φίλων (και στην Ινδία πολλές εμφανίσεις ινδουϊστικών θεοτήτων) συμβαίνουν συχνά μέσα στην τελευταία ώρα και σχεδόν πάντοτε μέσα στο τελευταίο εικοσιτετράωρο πριν από τον θάνατο. Στις μισές περίπου περιπτώσεις υ­πάρχει η οπτασία ενός μεταφυσικού, «ουρανί­ου» περιβάλλοντος που προκαλεί σε όλους τα ίδια συναισθήματα. (Θα μιλήσουμε πιο κά­τω γι' αυτήν την «ουράνια» εμπειρία). Η με­λέτη αυτή έχει ιδιαίτερη αξία, για τον λόγο ότι διακρίνει προσεκτικά τις ασύνδετες, φυσι­κές παραισθήσεις από τις καθαρά και με εν­άργεια ειδωμένες, μεταφυσικές εμφανίσεις και οπτασίες και αναλύει στατιστικά την πα­ρουσία διαφόρων παραγόντων, όπως η χρήσις παραισθησιογόνων φαρμάκων, ο υψηλός πυρετός, οι ασθένειες και βλάβες του εγκεφά­λου, που μπορούν να προκαλέσουν παραισθή­σεις μάλλον παρά πραγματικές εμπειρίες κά­ποιων πραγμάτων που βρίσκονται έξω από το μυαλό του ασθενούς. Είναι πολύ χαρακτη­ριστική η διαπίστωσις των συγγραφέων ότι οι εμπειρίες με την μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή και τον ευκρινέστερο μεταφυσικό χα­ρακτήρα συμβαίνουν σε ασθενείς με τον με­γαλύτερο βαθμό επαφής με την φυσική πραγματικότητα και την μικρότερη πιθανότητα υ­παγωγής σε παραισθήσεις. Ειδικώτερα, εκεί­νοι που βλέπουν εμφανίσεις νεκρών ή κάποι­ων πνευματικών όντων έχουν συνήθως πλή­ρη πνευματική διαύγεια και βλέπουν αυτά τα όντα, έχοντας πλήρη επίγνωσι του κλινικού τους περιβάλλοντος. Επιπλέον διαπιστώθη­κε ότι εκείνοι που έχουν παραισθήσεις βλέ­πουν συνήθως πρόσωπα που είναι στη ζωή, ενώ οι γνήσιες εμφανίσεις σε ετοιμοθάνατους αφορούν μάλλον πρόσωπα που έχουν πεθά­νει. Οι συγγραφείς, μολονότι είναι επιφυλα­κτικοί ως προς τα συμπεράσματά τους, τεί­νουν μάλλον προς την «παραδοχή της θεωρί­ας περί επέκεινα ζωής ως της πλέον βασίμου εξηγήσεως των δεδομένων μας»25. Το βιβλίο αυτό συμπληρώνει έτσι τα ευρήματα του δό­κτορος Μούντυ και επιβεβαιώνει κατά τρόπο εντυπωσιακό την εμπειρία της συναντήσεως πεθαμένων προσώπων και πνευματικών όν­των κατά την στιγμη του θανάτου. Κατά πό­σον όμως τα όντα αυτά είναι πράγματι εκεί­να που νομίζει ο ετοιμοθάνατος, είναι ένα ζή­τημα που θα το εξετάσουμε παρακάτω.
Τέτοιου είδους πορίσματα προκαλούν δι­καιολογημένα κάποια έκπληξι, όταν προέρ­χονται από το περιβάλλον του αγνωστικι­σμού και της απιστίας που επί τόσον καιρό χαρακτήριζε τις θεωρίες της σύγχρονης επι­στήμης.  Ομως για έναν Ορθόδοξο Χριστια­νό δεν έχουν τίποτε το καταπληκτικό.
Γνω­ρίζουμε ότι ο θάνατος είναι απλώς μία μετάβασις σε μία άλλη μορφή υπάρξεως και είμα­στε εξοικειωμένοι με πολλές εμφανίσεις και οπτασίες που συμβαίνουν σε ετοιμοθάνατους, τόσο σε αγίους, όσο και σε κοινούς αμαρτω­λούς.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας, περιγρά­φοντας πολλές από τις εμπειρίες αυτές στους Διάλογους του, εξηγεί αυτό το φαινόμενο της συναντήσεως άλλων προσώπων: «Συμβαίνει αρκετά συχνά, η ψυχή που πρόκειται να βγη από το σώμα να αναγνωρίζη αυτούς με τους οποίους πρόκειται να μοιραστή την ίδια αιώ­νια κατοικία, λόγω ισότητος πταισμάτων ή ανταμοιβών»26. Και ειδικά όσον άφορα αυ­τούς που έζησαν ενάρετη ζωή, ο άγιος Γρη­γόριος σημειώνει: «Συμβαίνει συχνά στους δικαίους κατά την ώρα του θανάτου τους, να δέχωνται οπτασίες των προηγηθέντων αγί­ων, για να μη φοβηθούν την απόφασι του θα­νάτου τους, αλλά μέσα στο όραμα αυτό του ομίλου των πολιτών της Ουράνιας Βασιλείας να λυθούν από τον δεσμό του σώματος χωρίς αγωνία και φόβο»27. Αναφέρει επίσης παρα­δείγματα, όπου άγγελοι, μάρτυρες, ο από­στολος Πέτρος, η Παναγία και ο ίδιος ο Χρι­στός εμφανίστηκαν σε ετοιμοθάνατους28.
Ο Δρ Μούντυ σημειώνει ένα παράδειγμα συναντήσεως ενός ετοιμοθάνατου με κάποιον που του ήταν τελείως άγνωστος. «Μία γυ­ναίκα μού διηγήθηκε ότι κατά την διάρκεια της μεταθανάτιας εμπειρίας της είδε, έκτος από το δικό της εξαϋλωμένο σώμα, το σώμα κάποιου ο οποίος είχε πεθάνει πολύ πρόσφα­τα και τον οποίον ωστόσο δεν γνώριζε η ί­δια»29.
Ο άγιος Γρηγόριος περιγράφει ένα α­νάλογο φαινόμενο στους Διαλόγους. Διηγεί­ται διάφορα περιστατικά, κατά τα οποία κάποιος που πέθαινε ανέφερε το όνομα ενός άλ­λου που πέθαινε την ιδια στιγμη σε διαφορε­τικό τόπο. Κι αυτό βέβαια δεν είναι θέμα διοράσεως, την οποία έχουν μόνο οι άγιοι, διότι ο άγιος Γρηγόριος περιγράφει πως ένας κοι­νός θνητός, προοριζόμενος προφανώς για την κόλασι, κάλεσε κάποιον άγνωστό του Στέφα­νο, που επρόκειτο να πεθάνη την ίδια στιγμή, για να του πη ότι «το πλοίο μας είναι έτοιμο να μας πάρη στην Σικελία»30 (η Σικελία εί­ναι νησί με μεγάλη ηφαιστειακή δραστηριό­τητα που θυμίζει κόλασι). Είναι φανερό ότι εδώ πρόκειται γι' αυτό που σημέρα ονομάζε­ται εξωαισθητική αντίληψις31 και που σε πολλούς γίνεται ιδιαίτερα οξεία λίγο πριν από τον θάνατο και φυσικά συνεχίζει μετά τον θάνατο, όταν πια η ψυχή βρίσκεται εντελώς έξω από τον χώρο των φυσικών αισθήσεων.
Έτσι η συγκεκριμένη αύτη «ανακάλυψις» της σύγχρονης ψυχολογικής έρευνας επιβε­βαιώνει απλώς αυτό που ο αναγνώστης της αρχαίας χριστιανικής γραμματείας ήδη γνω­ρίζει, όσον άφορα τα συναπαντήματα κατά την ώρα του θανάτου. Τα συναπαντήματα αυ­τά, μολονότι δεν φαίνεται να συμβαίνουν σε όλους τους ετοιμοθάνατους, μπορούν να χαρακτηρισθούν παγκόσμια, υπό την έννοια ότι συμβαίνουν ανεξαρτήτως εθνικότητος, θρη­σκεύματος ή αγιότητος ζωής του υποκειμένου.
Η εμπειρία ενός χριστιανού αγίου αφ' ετέ­ρου, αν και περιέχει τα ίδια γενικά χαρακτη­ριστικά με τις εμπειρίες των υπολοίπων, έχει μία εντελώς άλλη διάστασι, που δεν μπορεί να προσδιορισθή από τους ερευνητές των ψυ­χικών φαινομένων. Κατά την εμπειρία αυτή εκδηλώνονται συνήθως κάποια ειδικά σημεία της χάριτος του Θεού και η θέα του άλλου κόσμου γίνεται αισθητή ακόμη και στους πα­ρευρισκομένους.  Ας αναφέρουμε ενα ακόμη παράδειγμα από τους Διαλόγους του αγίου Γρηγορίου.
«Ενώ στέκονταν γύρω από το κρεββάτι της Ρωμύλας, ξαφνικά τα μεσάνυκτα ενα φως έλαμψε από τον ουρανό, πλημμυρίζον­τας ολόκληρο το δωμάτιο. Το μεγαλείο και η λάμψις του προκάλεσαν φόβο και τρόμο στις καρδιές τους... Μετά άκουσαν τον ήχο από ενα τεράστιο πλήθος. Η πόρτα του δω­ματίου άνοιξε διάπλατα, λες και ένας μεγά­λος αριθμός ανθρώπων συνωστιζόταν για να μπη μέσα. Εκείνοι που στέκονταν γύρω στο κρεββάτι είχαν την εντύπωσι ότι το δωμάτιο γέμιζε από κόσμο, αλλά από τον υπερβολικό τους φόβο και την εξαιρετική λάμψι δεν μπορούσαν να δούνε τίποτε. Ο φόβος τούς είχε παραλύσει και το λαμπρό φως θάμπωνε τα μάτια τους. Την ίδια στιγμη μία υπέροχη ευ­ωδία γέμισε την ατμόσφαιρα και ηρέμησε τις ψυχές τους, που ήταν ακόμη τρομαγμένες από το ξαφνικό φως... [Η Ρωμύλα] κοιτάζον­τας την πνευματική της μητέρα Ρεδέμπτα, είπε με ευχάριστη φωνή:  "Μη φοβάσαι, μη­τέρα, δεν θα πεθάνω ακόμη"». Η ευωδία παρέμεινε επί τρεις ημέρες και «την τέταρτη νύκτα η Ρωμύλα κάλεσε πάλι την πνευματι­κή της μητέρα και ζήτησε να μεταλάβη τα  Άχραντα Μυστήρια. Μόλις η Ρεδέμπτα και η άλλη μαθήτριά της απομακρύνθηκαν από την κλίνη, είδαν δύο χορούς ψαλτών που στέ­κονταν στην πλατεία μπροστά από το μονα­στήρι... Η ψυχή της Ρωμύλας απελευθερώθηκε από το σώμα για να οδηγηθή κατ' ευ­θείαν στον ουρανό. Και καθώς οι χοροί συνώδευαν την ψυχή της, ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα, ο ήχος του άσματός τους εξασθενούσε βαθμιαία, έως ότου τελικά χάθηκαν εντελώς τόσο η μελωδία των ψαλμών όσο και η ευωδία»32. Ανάλογα περιστατικά ανα­φέρονται στην ζωή πολλών αγίων της Εκ­κλησίας (αγ. Σισώη, αγ. Ταϊσίας, μακαρίου Θεοφίλου του Κιέβου κ. ά.).
Όσο περισσότερο προχωρούμε σ' αυτή τη μελέτη των εμπειριών του θανάτου, θα πρέπη να έχουμε υπ' όψιν μας τις μεγάλες δια­φορές που υπάρχουν ανάμεσα στην γενική εμπειρία του θανάτου, η οποία προκαλεί σημέρα τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, και στην εμ­πειρία του θανάτου που η θεία χάρις παρέχει στους ενάρετους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Αυτό θα μάς βοηθήση να καταλάβουμε καλύ­τερα μερικές από τις προβληματικές πλευρές των εμπειριών που περιγράφουμε.
Η διάκρισις αυτή, λόγου χάριν, μπορεί να μας βοηθήση να προσδιορίσουμε τις εμφανί­σεις που συμβαίνουν στους ετοιμοθάνατους.  Έρχονται πράγματι οι συγγενείς και οι φί­λοι από τον κόσμο των νεκρών, για να εμφα­νισθούν σ' αυτόν που πεθαίνει; Και μήπως αυτές οι συγκεκριμένες εμφανίσεις είναι δια­φορετικές από τις οπτασίες αγίων που συμ­βαίνουν σε ενάρετους Χριστιανούς κατά την στιγμή του θανάτου τους;
Για να απαντήσουμε στο πρώτο από τα δύο αυτά ερωτήματα, ας θυμηθούμε ότι οι δόκτορες Όσις και Χάραλντσον αναφέρουν ότι πολλοί ετοιμοθάνατοι Ινδοί βλέπουν τις θεότητες του ινδουϊστικού πανθέου (Κρίσνα, Σίβα, Κάλι, κλπ.) και όχι εκείνους τους στε­νούς συγγενείς και φίλους που συνήθως ανα­φέρουν οι ετοιμοθάνατοι στην Αμερική. Και όμως, όπως τόσο καθαρά μας διδάσκει ο απόστολος Παύλος, οι «θεοί» αυτοί δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα33. Σε κάθε «πραγματική» εμπειρία «θεών» είναι βέβαιο ότι εμπλέκονται δαίμονες34.
Τότε λοιπόν ποιόν βλέπουν στην πραγματικότητα αυτοί οι ετοιμοθάνατοι Ινδοί; Οι δόκτορες  Όσις και Χάραλντσον πιστεύουν ότι ο προσδιορισμός των όντων που εμφανίζονται είναι κατά μέγα μέρος αποτέλεσμα υποκειμενικών ερμηνειών, ανάλογα με το θρησκευτικό, πολιτιστικό και προσωπικό υπόβαθρο του υποκειμένου. Αυτό φαίνεται να είναι ένα λογικό συμπέρασμα, που ταιριάζει στις περισσότερες περιπτώσεις.
Στις περιπτώσεις της Αμερικής επίσης, θα πρέπη οι εμφανιζόμενοι νεκροί συγγενείς να μην είναι στην πραγματικότητα «παρόντες», όπως πιστεύει συνήθως ο ετοιμοθάνατος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας λέγει ότι ο ετοιμοθάνατος «αναγνωρίζει» άτομα, ενώ στον ενάρετο «εμφανίζονται οι άγιοι των ουρανών»: μία διάκρισις που δεν δείχνει μόνο την διαφορά της επιθανάτιας εμπειρίας των ενάρετων από έκείνην των κοινών αμαρτωλών, αλλ' έχει και άμεση σχέσι με την διαφορετική μεταθανάτια κατάστασι των αγίων και των κοινών αμαρτωλών. Οι άγιοι έχουν μεγάλη ελευθερία να πρεσβεύουν για τους ζώντες και να σπεύδουν προς βοήθειά τους, ενώ οι αμαρτωλοί, εκτός ωρισμένων ειδικών περιπτώσεων, δεν έχουν καμμία επαφή με τους ζώντες.          
Η διάκρισις αυτή προσδιωρίστηκε σαφώς από τον ιερό Αυγουστίνο, Λατίνο Πατέρα της Εκκλησίας του 5ου αιώνος, στην πραγματεία που έγραψε κατ' αίτησιν του αγίου Παυλίνου επισκόπου Νώλης, περί της «φροντίδος των νεκρών». Εκεί προσπαθεί να συμβιβάση το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι πολλοί άγιοι, όπως ο μάρτυς Φήλιξ της Νώλης, εμφανίσθηκαν σαφέστατα σε πιστούς με το εξίσου αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι νεκροί κατά κανόνα δεν εμφανίζονται στους ζώντες.
Αφού παρουσιάση την βασισμένη στην  Αγία Γραφή ορθόδοξη διδασκαλία, ότι «οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται σε ένα μέρος όπου δεν βλέπουν τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην θνητή ζωή»35 και την άποψι ότι οι εμφανίσεις νεκρών στους ζώντες είναι συνήθως είτε «έργο των αγγέλων» είτε «απατηλά οράματα» κατ' ενέργειαν των δαιμόνων, των οποίων σκοπό αποτελεί επίσης και η αποπλάνησις των ανθρώπων σε εσφαλμένη διδασκαλία περί μελλούσης ζωής36, ο ιερός Αυγουστίνος προβαίνει κατόπιν στην διάκρισι μεταξύ των φαινομενικών εμφανίσεων των νεκρών και των αληθινών εμφανίσεων των αγίων. «Πώς γίνεται οι μάρτυρες να δείχνουν ότι ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα πράγματα μέσω των ευεργεσιών που παρέχουν σε όσους τις ζητούν, αφού οι νεκροί δεν γνωρίζουν τι κάνουν οι ζώντες; Γιατί ο άγιος Φήλιξ ο ομολογητής, εκτός από την βοήθεια που προσέφερε στους ανθρώπους, εμφανίσθηκε και μπροστά στα μάτια τους, όταν η Νώλα επολιορκείτο από τους βαρβάρους; Σεις (ο επίσκοπος Παυλίνος) διακατέχεσθε από ευσεβή αγαλλίασι λόγω αυτής της εμφανίσεως του.         
Μάθαμε αυτό το γεγονός όχι από αδέσποτες φήμες, αλλά από αξιόπιστους μάρτυρες.         Πράγματι, κατά θείο τρόπο παρουσιάζονται πολλές φορές πράγματα τα οποία διαφέρουν  από την συνήθη τάξι που η φύσις έχει δώσει στα διάφορα γένη των κτισμάτων. Το γεγονός ότι ο Κύριος μετέτρεψε το νερό σε κρασί, όταν κάποτε το θέλησε, δεν μάς δίνει το δικαίωμα να μην αντιλαμβανώμαστε την πραγματική αξία του νερού σαν νερού. Αυτό είναι  ένα σπάνιο, μάλλον ένα μοναδικό γεγονός θείας επενέργειας.
Επίσης το γεγονός ότι ο Λάζαρος ανέστη εκ νεκρών δεν σημαίνει ότι κάθε νεκρός ανίσταται, όταν το επιθυμή ή ότι κάποιος μπορεί να αναστήση έναν νεκρό, όπως ξυπνά κάποιον που κοιμάται. Μερικά γεγονότα είναι χαρακτηριστικά των ανθρωπίνων ενεργειών, ενώ άλλα αποτελούν σημεία της δυνάμεως του Θεού. Μερικά πράγ­ματα συμβαίνουν φυσικά, ενώ άλλα γίνονται θαυματουργικά, μολονότι ο Θεός παρίσταται και στις φυσικές διεργασίες και η φύσις είναι συνδεδεμένη με το θαύμα. Δεν πρέπει λοιπόν να πιστεύη κανείς ότι ένας νεκρός μπορεί να επέμβη στις υποθέσεις των ζώντων, απλώς και μόνο επειδή οι μάρτυρες είναι παρόντες, όταν θεραπεύουν ή βοηθούν ωρισμένους ανθρώπους. Θα πρέπη μάλλον να σκέπτεται ότι οι μάρτυρες δια μέσου της θείας δυνάμεως μετέχουν στις υποθέσεις των ζώντων, ενώ οι νεκροί από μόνοι τους δεν έχουν την δύναμι να επέμβουν σ' αυτές»37.
Πράγματι, οι άγιοι Πατέρες των νεωτέρων χρόνων, όπως ο όσιος Αμβρόσιος της Όπτινα, διδάσκουν ότι τα όντα που επικοινωνούν με τους ανθρώπους κατά τις πνευματιστικές συνεδριάσεις είναι δαίμονες και όχι τα πνεύμα­τα των νεκρών. Ακόμη και αυτοί που έχουν μελετήσει διεξοδικά το φαινόμενο του πνευ­ματισμού, όταν έχουν κάποια χριστιανικά κριτήρια, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα38.
Δεν πρέπει λοιπόν να αμφιβάλλουμε ότι οι άγιοι εμφανίζονται στους ενάρετους την στιγ­μή του θανάτου, όπως περιγράφεται σε πολ­λούς βίους αγίων. Για τους κοινούς αμαρτω­λούς αφ' ετέρου, συμβαίνουν συχνά εμφανί­σεις συγγενών, φίλων ή «θεών» ανάλογα με αυτό που περιμένουν ή είναι προετοιμασμένοι να δουν. Η ακριβής φύσις των τελευταίων αυτών εμφανίσεων είναι ίσως αδύνατον να προσδιορισθή. Ασφαλώς δεν είναι απλές πα­ραισθήσεις, αλλά φαίνεται ότι αποτελούν μέ­ρος της φυσικής εμπειρίας του θανάτου και μία ένδειξι για εκείνον που πεθαίνει ότι πρό­κειται να εισέλθη σε ενα νέο χώρο, όπου οι συνηθισμένοι νόμοι της υλικής φύσεως δεν ισχύουν πλέον. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτε το τόσο εκπληκτικό σχετικά με την εμπειρία αυτή, η οποία άλλωστε δείχνει να παραμένη σταθερή σε όλες τις εποχές, τους τόπους και τα θρησκεύματα.
Η εμπειρία της «συναντήσεως με άλ­λους» συμβαίνει συνήθως λίγο πριν από τον θάνατο και δεν πρέπει να συγχέεται με την μάλλον διαφορετική συνάντησι που θα περι­γράψουμε ευθύς αμέσως: την συνάντησι με την «φωτεινή ύπαρξι».

3. Η «φωτεινή ύπαρξις»
Την εμπειρία αυτή ο Δρ Μούντυ την περι­γράφει ως «ίσως το πλέον απίστευτο κοινό στοιχείο των περιγραφών που μελέτησα και ασφαλώς το στοιχείο που έχει την πλέον βαθειά επίδρασι στο άτομο»39. Τα περισσότερα άτομα περιγράφουν την εμπειρία αυτή σαν εμφάνισι ενός φωτός που η λαμπρότητα του αυξάνεται ταχύτατα.  Όλοι το αναγνωρίζουν σαν κάποια ύπαρξι με συγκεκριμένη προσω­πικότητα, γεμάτη ζεστασιά και αγάπη, που μαγνητίζει κυριολεκτικά αυτόν που μόλις έχει πεθάνει. Ο προσδιορισμός της ταυτότη­τος αυτού του όντος φαίνεται να εξαρτάται από το θρησκευτικό υπόβαθρο του ανθρώπου. Αυτό καθ' εαυτό δεν έχει συγκεκριμένη μορ­φή. Μερικοί λένε ότι είναι ο Χριστός και άλ­λοι ότι είναι άγγελος.  Όλοι φαίνεται να κα­ταλαβαίνουν ότι είναι ένα ον που έχει σταλεί, για να τους οδηγήση κάπου. Να μερικές πε­ριγραφές της εμπειρίας αυτής:
«Άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι ήμουν νεκρός και την ίδια στιγμή ένοιωσα να κλυδωνίζωμαι, ή μάλλον κάτι σαν να έπλεα ή πετούσα...  Όλα γύρω ήταν κατάμαυρα, εκτός από αυτό το φως που ήταν ορατό αρκετά μακρυά από μένα. Ήταν ένα πάρα πολύ λα­μπρό φως, αλλά στην αρχή δεν ήταν πολύ με­γάλο.  Όσο όμως το πλησίαζα, όλο και μεγά­λωνε»40.
Όταν κάποιος άλλος πέθανε, ένοιωσε να πλέη «προς αυτό το αγνό, κρυστάλλινο και καθαρό φως... Δεν υπάρχει τέτοιο φως πάνω στη γη και γι' αυτό δεν μπορώ να το περιγρά­ψω. Δεν είδα βέβαια κάποιο πρόσωπο μέσα σ' αυτό το φως, κι όμως είναι σίγουρο πως έχει μία ιδιαίτερη οντότητα. Είναι ένα φως τέλει­ας κατανοήσεως και τέλειας αγάπης»41.
«Ήμουν έξω από το σώμα μου, δεν υπάρ­χει αμφιβολία γι αυτό, γιατί το έβλεπα πάνω στο χειρουργικό κρεββάτι. Η ψυχή μου ήταν ελεύθερη!  Όλα αυτά με έκαναν στην αρχή να νοιώσω πολύ άσχημα, μα σε λίγο ήλθε εκείνο το λαμπρό φως. Στην αρχή ήταν αμυδρό, σιγά σιγά όμως μεγάλωσε και έγινε μία τερά­στια δέσμη από ακτίνες...  Όταν πρωτοεμφα­νίστηκε το φως, δεν ήμουν βέβαιος για το τι μου συνέβαινε, μα το συνειδητοποίησα μόλις με ρώτησε αν ήμουν έτοιμος να πεθάνω»42.
Αμέσως μετά την εμφάνισί του αυτό το ον αρχίζει να επικοινωνή με αυτούς που μόλις έχουν πεθάνει (περισσότερο με ένα είδος «με­ταβιβάσεως της σκέψεως» παρά με προφο­ρικά λόγια). Αυτό που τους «λέει» είναι πάν­τοτε το ίδιο και ερμηνεύεται από όσους έχουν αυτή την εμπειρία ως εξής: «Είσαι προετοι­μασμένος να πεθάνης;» ή «Τι έχεις καταφέ­ρει με τη ζωή σου που μπορείς να μου παρου­σίασης;»43 Μερικές φορές πάλι αυτός που πε­θαίνει, σε συνάρτησι με το ον αυτό, βλέπει και ένα είδος αναδρομής («φλας μπακ») των περασμένων γεγονότων της ζωής του.  Όλοι ωστόσο υπογραμμίζουν ότι το φωτεινό ον σε καμμιά περίπτωσι δεν προβαίνει σε κάποια «κρίσι» της ζωής τους ή των πράξεων τους. Απλώς τους παρακινεί να συλλογισθούν για την ζωή τους.
Οι δόκτορες  Όσις και Χάραλντσον έχουν καταγράψει και αυτοί κάποιες εμπειρίες ενός τέτοιου όντος στις μελέτες τους. Παρατηρούν ότι η εμπειρία του φωτός είναι «μία χαρα­κτηριστική ιδιότητα των μεταφυσικών επι­σκεπτών»44 και προτιμούν να ακολουθήσουν τον δόκτορα Μούντυ στον προσδιορισμό των όντων που βλέπει ή αισθάνεται κανείς μέσα σ' αυτό το φως σαν απλών «φωτεινών μορ­φών» και όχι σαν των πνευματικών όντων και θεοτήτων που συχνά αναγνωρίζουν σ' αυτά οι ετοιμοθάνατοι.
Ποια —ή τι— είναι αυτά τα «φωτεινά όντα»; Πολλοί τα αποκαλούν «αγγέλους» και υπογραμμίζουν τις θετικές τους ιδιότη­τες: Είναι «φωτεινές» υπάρξεις, γεμάτες «α­γάπη και κατανόησι» και υποβάλλουν στην ψυχή την έννοια της «ευθύνης» για την προη­γούμενη ζωή της.  Όμως οι άγγελοι τους οποίους γνωρίζει η ορθόδοξη χριστιανική παράδοσις είναι πολύ πιο καθωρισμένοι, και ως προς την εμφάνισι και ως προς το συγκεκρι­μένο έργο τους, από ό,τι αυτά τα «φωτεινά όντα». Για να το καταλάβουμε αυτό και για να αρχίσουμε να βλέπουμε τι θα μπορούσαν να είναι αυτά τα «φωτεινά όντα», θα χρειασθή εδώ να παρουσιάσουμε την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία περί αγγέλων και κατόπιν να εξετάσουμε ειδικώτερα την φύσι των αγγέλων που οδηγούν την ψυχή στη με­ταθανάτια της κατάστασι.
(Στο επόμενο: Η ορθόδοξη διδασκαλία περί των Αγγέλων)

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 11
ΜΑΡΤΙΟΣ ΜΑΪΟΣ 1991

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου