Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος Χατζηνικολάου ΜΕΘ – Στο μεθόριο της ζωής και του θανάτου



Α. Θέση του προβλήματος
Πως αλλιώς θα μπορούσα να αρχίσω την ομιλία μου παρά με την έκφραση πολλών και ειλικρινών ευχαριστιών για την οπωσδήποτε τιμητική πρόσκληση να μιλήσω στο συνέδριο σας; Ίσως εσείς ως εντατικολόγοι να συναντάτε τα μεγαλύτερα ηθικά διλήμματα και να συναντιέστε με τις εντονότερες ιατρικές συνειδησιακές προκλήσεις από κάθε άλλον συνάδελφό σας. Κι εμείς ως Εκκλησία, αν θέλουμε να έχουμε σχέση με την αλήθεια της αποστολής μας, διαρκώς βρισκόμαστε στην ένταση που δημιουργεί η ταλάντωση του κάθε ανθρώπου ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο -βιολογικά και μεταφορικά-, διακρίνοντας ανελλιπώς μέσα απο την ζωή τον θάνατο και αντικρύζοντας συνεχώς το περίγραμμα της όντως ζωής μέσα στον θάνατο.
Ο τόπος της εργασίας ενός εντατικολόγου έχει τον χαρακτηρισμό της Εντατικής Θεραπείας ή άλλως Εντατικής Παρακολούθησης. Στην ουσία οι ΜΕΘ είναι μονάδες Εντατικής Ιατρικής και Τεχνολογικής Παρέμβασης και φυσικά Μονάδες έντονων συνειδησιακών κρίσεων και Εντατικού ηθικού προβληματισμού. Δεν υπάρχει ίσως άλλη ιατρική ειδικότητα που να ζεί διαρκώς την ένταση του μεθορίου της ζωής και του θανάτου, του σεβασμού στη ζωή και της συμπάθειας στον άνθρωπο, της σωστής απόφασης και του λάθος αποτελέσματος, της ανάγκης να παρατείνουμε τη συνύπαρξή μας και της επιθυμίας να προσφέρουμε φιλανθρωπία, ελπίδα ζωής δίχως πόνο, της πάλης για παράταση ζωής και της ανεπιθύμητης συνέπειας να παρεμποδίζουμε τον θάνατο.
Πιο συγκεκριμένα, μέσα στις ΜΕΘ ζει κανείς τα μεγάλα προβλήματα που συνδέονται με την ευθανασία, τον εγκεφαλικο θάνατο και την χωρίς ελπίδα αλλά με ευαισθησία επιθετική αγωγή.
Στην περίπτωση της ευθανασίας η ηθική πάλη βρίσκεται ανάμεσα στο να σεβασθούμε την ιερότητα της ζωής, πράγμα που μας αποτρέπει από το για οποιονδήποτε λόγο να την αφαιρέσουμε, και στο να συμπαθούμε τον άνθρωπό μας στον αβάσταχτο πόνο του, γεγονός που μας προκαλεί την επιθυμία να τον απαλλάξουμε από τη βασανιστική έκφραση και τυραννική φάση του τελικού σταδίου της ζωής.
Στην περίπτωση του εγκεφαλικού θανάτου το ηθικό πρόβλημα έγκειται στον σεβασμό στο γεγονός του επελθόντος θανάτου, πράγμα που άφ’ ενός μέν συνηγορεί στο να μην ταλαιπωρούμε περαιτέρω τον νεκρό άνθρωπο με το ζωντανό σώμα, άφ’ ετέρου δε μας αποτρέπει από το να προσδιορίσουμε εμείς τη στιγμή του βιολογικού θανάτου με κριτήρια επιδεκτικά αμφισβήτησης, αφού είναι διαφορετικά από αυτά που συναντούμε στην ελεύθερη από τεχνολογικές παρεμβάσεις φυσιολογική ζωή.
Τα πράγματα ίσως να είναι πιο ασαφή στην περίπτωση της άνευ ελπίδας αλλά με ευαισθησία επιθετικής αγωγής. Εδώ δίχως τη γνώμη του ασθενούς έμμεσα μηδενίζουμε τις ίσως ελάχιστες ελπίδες ή, αν αυτές είναι αποδεδειγμένως μηδενικές, πάλι έμμεσα αλλοιώνουμε τον χρόνο της φυσιολογικής πορείας του ασθενούς προς τον θάνατο είτε παρεμβαίνοντας είτε αρνούμενοι να παρέμβουμε φαρμακευτικά. Εδώ αντιπαλεύει η γνώση με την αγάπη και συμπόνοια. Το ερώτημά μας είναι αν η προσπάθεια παράτασης της ζωής του ασθενούς στην ουσία αποτελεί παρεμπόδιση της επέλευσης του θανάτου. Με άλλα λόγια, μέχρι ποιού σημείου και κάτω από ποιούς όρους δικαιούμεθα να καθυστερούμε τον θάνατο;
Στην ομιλία μου αυτήν, θα προσπαθήσω, αναλύοντας όσο μπορώ το τι σημαίνει ζωή και θάνατος, να προσεγγίσω τις οριακές καταστάσεις στις ΜΕΘ, όπου η αδυναμία μας να αποδεχθούμε τον θάνατο του ασθενούς μας οδηγεί σε υπερβολικά επιθετικές παρεμβάσεις που προσφέρουν μέρες αλλά ενίοτε και αμφίβολης φύσεως ζωή.
Β. Ευθανασιακή λογική – βαθύτερα αίτια
Η φαινομένη ένταση με την οποία εμφανίζεται στις μέρες μας η παρεμβατική δυνατότητα του ανθρώπου στο γεγονός, τη διαδικασία και τη στιγμή του θανάτου ως δικαίωμα, όπως και το πρόβλημα της ευθανασίας ειδικότερα, οφείλεται βασικά στις εξής παραμέτρους·
α) Η κοινωνία μας γίνεται όλο και πιο ευδαιμονιστική με αποτέλεσμα οι αντιστάσεις της στις καταστάσεις του πόνου όλο και να περιορίζονται. Οι άνθρωποι δεν αντέχουν τις δυσκολίες, τον πόνο, τις πιέσεις ούτε και μπορούν να περιμένουν και να υπομένουν. Το ίδιο και οι κοινωνίες• δεν ανέχονται πλέον τους μη παραγωγικούς πολίτες.
β) Η παράταση του μέσου όρου ζωής άφ’ ένος και η μείωση των γεννήσεων άφ’ ετέρου, επίτευγμα και συνέπεια του σύγχρονου πολιτισμού αντίστοιχα, οδηγούν σε γηρασμό των κοινωνιών μας, με αποτέλεσμα τα περιστατικά των χρονίων και επωδύνων νοσημάτων να αυξάνουν σε συχνότητα.
Έτσι για παράδειγμα, στην Ιαπωνία οι ηλικιωμένοι αποτελούν το 15,7% του πληθυσμού και υπολογίζεται ότι το 2025 το ποσοστό αυτό θα πλησιάσει το 27,4%. Μάλιστα εκτιμάται ότι αυτή η τάση γήρανσης του πληθυσμού θα συνεχισθεί για περίπου ακόμη έναν αιώνα.
γ) Η υγεία μας έχει γίνει έντονα οικονομική και υπερβολικά δαπανηρή, η δε αντιμετώπιση του ασθενούς ορθολογιστικά μηχανική. Αυτό έχει μετατοπίσει το κέντρο βάρους της ιατρονοσηλευτικής συμπαράστασης από την αγάπη και τον σεβασμό στον πάσχοντα στα οικονομικά συμφέροντα.
δ) Η εισβολή της τεχνολογίας στην ιατρική και γενικότερα στην υγεία έχει ως αποτέλεσμα πολύ συχνά η διαδικασία του θανάτου να αποκτά πρωτοφανή διάρκεια και η ελπίδα για επιβίωση να εμφανίζει χαρακτηριστικά και ιδιότητες τυραννίας. Η θεραπευτική διαδικασία οδηγεί ενίοτε από μόνη της σε τέτοια παθολογικά συμπτώματα και ηθικά διλήμματα που με κανένα τρόπο δεν μπορεί η ίδια να άντιμετωπίσει.
Όλα αυτά οδηγούν στο φαινόμενο ασθενείς ή συγγενείς τους να εκλιπαρούν για τον θάνατο, συχνά δε να βρίσκονται και γιατροί να τους διευκολύνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι αναπτύσσεται μια ευθανασιακή λογική, ηθική και αντίληψη η οποία άφ’ ενός μέν διευκολύνει τη θεσμοθέτηση και νομική κάλυψη της ευθανασίας, άφ’ έτέρου δε εισάγει μια καινοφανή προβληματική γύρω από τη διαχείριση οριακών κρίσεων που σχετίζονται με τον θάνατο, η οποία είναι εξαιρετικά επώδυνη λόγω της ιδιάζουσας συναισθηματικής φόρτισης των στιγμών και της τεράστιας ευθύνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ολλανδία, με βάση τους πρόσφατους νόμους, ένας στους 32 θανάτους προέχεται από εφαρμογή ευθανασίας, κάτι που μεταφερόμενο στη Ελληνική πραγματικότητα θα σήμαινε 3.000 ευθανασιακούς θανάτους ετησίως.
Στην παρούσα ομιλία, εμείς θα προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τα όρια της ιατρικής προσφοράς σε σχέση με τα όρια του σεβασμού στη ζωή και τον θάνατο, στο σημείο του μεθορίου τους, μέσα στο πλαίσιο των σημερινών δεδομένων στις ΜΕΘ.
Γ. Θάνατος – Ρήξη της ψυχοσωματικής συμφυΐας
α. Η έννοια του θανάτου
Η έννοια του θανάτου, εκτός από τη βιολογική της διάσταση, έχει και μεταφυσική. Για την Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, θάνατος είναι η ρήξη της ψυχοσωματικής συμφυίας, η λύση του δεσμού, ο χωρισμός, ψυχής και σώματος.[1]
Για τις εμπειρικές όμως επιστήμες, ο όρισμος αυτός είναι άνευ σημασίας. Η ψυχή είναι μη ορατή. Κάθε προσπάθεια προσέγγισης του θανάτου από την οπτική των μεταβολών της ψυχής, όταν μάλιστα αναφερόμαστε στο τι συμβαίνει στο σώμα, ενέχει τον κίνδυνο του σχολαστικισμού και της αυθαιρεσίας. Γι’ αυτό ασφαλέστερα προσδιορίζεται ο θάνατος ως νέκρωση του σώματος, υποταγή στην βαρύτητα των νόμων της φύσεως, από τους οποίους η ψυχή λόγω της φύσεώς της μένει ανεπηρέαστη. Κατά τη στιγμή του θανάτου δεν αναχωρεί η ψυχή από το σώμα και συνεπώς αυτο καταρρέει -η ψυχή δεν είναι κάτι που μπαίνει και βγαίνει, αλλά κάτι που συνυπάρχει ή όχι-, αλλά είναι η διαδικασία της φθοράς που καθιστά το σώμα αδύναμο να παρακολουθήσει την πορεία και να δεχθεί τη ζωογόνο ενέργεια της ψυχής,[2] οπότε καταστρέφεται η ολότητα της ανθρώπινης φύσης και η συνοχή του ανθρώπινου προσώπου καταρρέει.
Υπ’ αυτήν την έννοια, θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι η καταστροφή είτε του ψυχοσωματικού συνδέσμου είτε αυτής της λειτουργικής συνοχής του σώματος, που επισυμβαίνει με τη νέκρωση του εγκεφάλου, σηματοδοτεί τη λύση της ολότητος και ακεραιότητος της ανθρώπινης φύσης και συνεπώς προσδιορίζει τον θάνατο.
Η ψυχή έχει και νομοτελειακό, φυσικό στοιχείο και αυτεξούσιο, πνευματικό. Κύριο όργανο της ψυχοσωματικής συμφυίας, το κατ’ έξοχήν όργανο που συνδέει το σώμα με την ψυχή του ανθρώπου από πλευράς φυσιολογίας, είναι ο εγκέφαλος. Ως θάνατος λοιπόν θα μπορούσε να ορισθεί η οριστική κατάρρευση του σώματος και η αμετάκλητη παύση των ψυχικών εκδηλώσεων (αυτονομία, αυτεξουσιότητα, δυνατότητα έκφρασης, άντίληψη, συνείδηση κ.λπ.), πράγμα που συμβαίνει στην πραγματικότητα με την παύση της εγκεφαλικής λειτουργίας.
β. Η στιγμή του βιολογικού θανάτου
Η στιγμή του θανάτου είναι η κατ’ εξοχήν στιγμή που ορίζεται η ανθρώπινη αξία και κατανοείται η εγγύτητα του Θεού στον άνθρωπο. Για τον λόγο αυτόν και αντιμετωπίζεται με δέος, σεβασμό, αίσθηση μυστηρίου και ταπείνωση.
Οι άνθρωποι είμαστε θνητά όντα, και συνεπώς ο θάνατος διατρέχει ολόκληρη την ζωή μας.[3] Από τη γέννησή μας αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Ο θάνατος δεν είναι μία απλή στιγμή. Απλά όταν η θνητότητα γίνει μη αναστρέψιμη -όχι ως πρόγνωση αλλά ως διαδικασία-, τότε ο άνθρωπος έχει πεθάνει βιολογικά. Το σώμα παύει να υπάρχει ως ζών σώμα από τη στιγμή που παύει να στηρίζει το πρόσωπο.[4]
Η Εκκλησία βέβαια θεωρεί τον θάνατο μυστήριο.[5] Και τα μυστήρια δεν προσεγγίζονται εύκολα, ούτε γνωρίζονται, ούτε πολύ περισσότερο ορίζονται. Για τον λόγο αυτόν, κάθε προσπάθεια σχολαστικού προσδιορισμού λεπτομερειών που στη φύση τους είναι ανερμήνευτες και απρόσιτες ένέχει τον κίνδυνο να βεβηλώσει τα ίερά με την λάθος γνώση και το θράσος του ασφαλούς ορισμού και έτσι να τα απογυμνώσει από τον μυστηριακό τους χαρακτήρα.
Η ίδια η εμπειρία της εκκλησιαστικής ζωής εμφανίζει περιστατικά δυσερμήνευτα που αποδεικνύουν ότι ο θάνατος δεν αποτελεί φυσικό γεγονός που με σαφήνεια ορίζεται, αλλά πνευματικό που με ταπείνωση και φόβο προσεγγίζεται. Γεγονός που μπορεί γενικά να περιγραφεί αλλά όχι επακριβώς να ορισθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποφεύγουμε να ταυτίσουμε τον θάνατο με την παύση της καρδιακής ή εγκεφαλικής ή κάποιας άλλης λειτουργίας.
γ. Η αξία των τελευταίων στιγμών
Η διάθεση συμπαραστάσεως και η με κάθε μέσο προσπάθεια μετατόπισης προς τα πίσω της στιγμής του θανάτου αποτελούν έκφραση της φυσικής πάλης μας ως ανθρώπων με το γεγονός του ως «πτωτικής» συνέπειας. Το ελάχιστο αυτό υπόλοιπο της ζωής ίσως έχει μεγαλύτερη αξία απο το παρελθόν της. Και έχει αξία μεγαλύτερη για τον γιατρό και τους συγγενείς που την προστατεύουν απ’ ό,τι για τον ασθενή που την δικαιούται.[6] Γιατί η συμπαράσταση, η ελπίδα και ο πόθος της ζωής του άλλου, κεντρικά στοιχεία της πνευματικής ζωής, είναι ασύγκριτα ανώτερα απο τη βιολογική ζωη του ασθενούς.
Οι τελευταίες στιγμές της ζωής του ανθρώπου όμως έχουν ιδιαίτερη αξία και για τον ίδιο τον άνθρωπο. Και έχουν ίσως μεγαλύτερη αξία άπ’ ό,τι οι στιγμές της υπόλοιπης ζωής του.[7] Γιατί η ψυχή σ’ αυτές κρίνεται, μπορεί να μετανοήσει, περνάει από την εφημερότητα στην αιωνιότητα. Ο χρόνος αποτελεί την εγγύηση του συνδέσμου της ψυχής με το σώμα. Για τον λόγο αυτόν και έπ’ ουδενί λόγω πρέπει ενεργητικά να επιταχύνεται ο θάνατος.
Ο θάνατος είναι τόσο ιερό γεγονός για κάθε άνθρωπο ώστε θα πρέπει με κάθε τρόπο να διατηρηθεί η καθαρότητά του. Είναι η στιγμή που το πρόσωπο αξίζει τον μεγαλύτερο σεβασμό απο την κοινωνία, η οποία με κανένα τρόπο δεν θα έπρεπε απο μυστήριο να τον υποβιβάσει σε ψυχρό μηχανικό χρονικό γεγονός. Τη στιγμή που το σώμα ορφανεύει από την προστασία της ψυχής είναι τρομερο εμείς να το απογυμνώνουμε απο το τελευταίο ένδυμα της αξιοπρέπειάς του.
Αυτός είναι και ο λόγος που η Εκκλησία αρνείται με κάθε τρόπο την ευθανασία -ιδίως ως υποβοηθούμενη αυτοκτονία-, στέκεται δε προβληματισμένη και συνεσταλμένη μπροστά σε αυτό που η ιατρική τεχνολογία δημιούργησε και η ιατρική επιστήμη αποκαλεί «εγκεφαλικό θάνατο».
δ. Ζωή και επιβίωση
Η ποιότητα ζωής πρέπει να είναι συμβατή με την επιβίωση. Η φύση δέχεται ζωή μόνο με συγκεκριμένες προδιαγραφές ποιότητος. Σήμερα επιβάλλουμε τεχνολογικά την επιβίωση με όρους απαράδεκτης ποιότητος. Άλλο επιβίωση, συντήρηση της αναπνοής, και άλλο ζωή.
Τα πολλά τροχαία ατυχήματα, η εκπληκτική πρόοδος στην φαρμακευτική και ιατρική τεχνολογία έχουν ως αποτέλεσμα να συντηρούνται στην ζωή άνθρωποι κάτω απο συνθήκες εντελώς ακραίες. Έτσι επί παραδείγματι, σε περιπτώσεις καρκινοπαθών, συχνά η επιθετική χημειοθεραπευτική ή ακτινοθεραπευτική αγωγή δίνει μεν παράταση ζωής, αλλά συχνά οδηγεί σε καταστάσεις πολλαπλών μεταστάσεων που υποβιβάζουν την ποιότητα ζωής σε πρωτόγνωρα χαμηλό επίπεδο. Η ίδια η φύση, όταν η ζωή κινδυνεύει να εκφυλισθεί σε επιβίωση, «προστατεύει» με τον θάνατο. Η σύγχρονη τεχνολογία άφ’ ενός μέν στις περιπτώσεις αυτές καταργεί την προστασία του θανάτου, άφ’ ετέρου δε έχει δημιουργήσει πρωτόγνωρες σε πολυπλοκότητα μορφές και εκφράσεις θανάτου. Με άλλα λόγια αν δεν υπήρχαν τα μηχανήματα δεν θα πεθαίναμε με αυτόν τον τρόπο. Η πρόοδος της τεχνολογίας έχει δημιουργήσει ανθρώπους που ή δεν μπορούν να πεθάνουν ή δεν μπορούν να πεθάνουν φυσιολογικά.
Ανάλογη περίπτωση είναι αυτή της χρήσης του αναπνευστήρα, που αν τελικά δεν αποδειχθεί σωτήρια για τον ασθενή, μας οδηγεί στη διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου, μιάς καταστάσεως που ίσως είναι περισσότερο ανεπιθύμητη για τα διλήμματά της και καθόλου έπιθυμητή για το θεραπευτικό επίτευγμά της. Η ιατρική παρέμβαση, στην περίπτωση αυτήν, δεν παρέχει θεραπεία, ευκαιρία ή ελπίδα• αποτελεί αξεπέραστο αδιέξοδο.
Με βάση αυτά, αν δεχθούμε για τους εγκεφαλικά νεκρούς ότι η κατάστασή τους είναι μη αναστρέψιμη, η απώλεια συνειδήσεως οριστική και η διατήρηση του ασθενούς στην ζωή μόνο μηχανικά κατορθωτή, τότε ο αναπνευστήρας στην περίπτωσή τους δεν δίνει ζωή αλλά επιβίωση, παρεμποδίζει ουσιαστικά τη διαδικασία του θανάτου, δίχως να μπορεί να προσφέρει κάποια θεραπεία. Η μηχανική υποστήριξη τότε μόνο έχει λόγο, όταν χαρίζει ανακούφιση, ελπίδα και προοπτική ζωής• όταν ο ασθενής μπορεί να αυτονομηθεί και να επανέλθει.
Η διά της βίας προσπάθεια διατήρησης στην ζωή «ενέχει κι αυτή τον χαρακτήρα αλαζονικής στάσεως τον ανθρώπου, ανάλογης με εκείνη της βιαίας διακοπής της».[8] Όπως δεν δικαιούμαστε να επισπεύσουμε τον θάνατο, δεν δικαιούμαστε και να τον παρατείνουμε ως διαδικασία. Οφείλουμε να τον αποδεχθούμε και να τον σεβασθούμε.[9]
Από την άλλη πλευρά, στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά. Κάθε κίνηση που συνηγορεί και επισπεύδει τη φυσιολογική φθορά του, προσβάλλει και την ψυχή. Γι’ αυτο και η διαδικασία της φθοράς πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη.
ε. Υπέρβαση ζωής και υπέρβαση θανάτου
Υπάρχει περίπτωση που σεβασμός στη ζωή σημαίνει να παλέψουμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις κάποιος να ζήσει έστω και με εκτεταμένη σωματική αναπηρία. Τα υπόλοιπα τα συμπληρώνει με το παραπάνω η αγάπη μας που είναι ανεκτίμητη. Στην περίπτωση αυτήν, το αποτέλεσμα δεν έκτιμάται με το ότι θα ζήσει ο άσθενής• ούτε η έπιτυχία του υπονομεύεται από το ενδεχόμενο της σωματικής του αναπηρίας. Η έκφραση της ιατρικής αγάπης, ο κοινός αγώνας μιας ομάδας γιατρών και νοσηλευτών, η διάθεση να μην νικήσει το κακό (ατύχημα, εγκληματική ενέργεια, απροσεξία κ.τ.λ.) εστιάζονται στο να ζήσει ο ανθρωπός μας. Αυτά έχουν μεγαλύτερη αξία.
Υπάρχει πάλι περίπτωση που σεβασμός στον άνθρωπο σημαίνει ότι όχι απλώς του επιτρέπουμε, αλλά ακόμη και τον διευκολύνουμε να πεθάνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι τον πεθαίνουμε, αλλά ότι προσευχόμαστε για τον θάνατό του και όχι ως συνήθως για την παράταση της ζωής του• η αγάπη μας τον προτιμά «τετελειωμένο» και όχι δοκιμαζόμενο. Η Εκκλησία προσεύχεται για τη διευκόλυνση της αναχώρησης της ψυχής (ευχή εις ψυχορραγούντα[10]) γιατί γι’ αυτήν είναι μέν μεγάλο δώρο η ζωή, μπορεί όμως να είναι μεγαλύτερη ευλογία ο θάνατος.
Η κοινωνία σέβεται την επιθυμία του νεκρού ακόμη και για τις λεπτομέρειες της μετά θάνατον κατάστασης του σώματός του• που να ταφεί, αν θα δεχθεί στεφάνια, αν θα προσφερθεί καφές, κ.λπ., αρκεί αυτή να μην προσκρούει στις αιώνιες αξίες και απαράβατες αρχές της. Παρά ταύτα, δεν θα μπορούσαμε να ικανοποιήσουμε την επιθυμία ενός ασθενούς που ζητάει βοήθεια στην επίσπευση της στιγμής του θανάτου του. Στις περιπτώσεις αυτές, η αγάπη μας εκφράζεται περισσότερο σαν σεβασμος στο δώρο της ζωής παρά σαν σεβασμος στην επιθυμία του ασθενούς.
Δ. Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα
1) Η ζωή και ο θάνατος μας υπερβαίνουν και ως στιγμή και ως διαδικασία και ως γεγονότα.
2) Όσο πλησιάζουμε στο να γεννούμε εμείς τη ζωή -η σύλληψη να είναι δικό μας κατόρθωμα- τόσο και διευκολυνόμαστε να την αφαιρούμε ή να αποφασίζουμε περί του τέλους της -θεωρούμε ότι αποτελεί δική μας αρμοδιότητα.
3) Τελικά το πρόβλημα της αξίας της ζωής είναι αδυσώπητο. Πότε αποκτά αξία η ζωή; Είναι αυτοαξία; Αν έχει αξία επειδή την δίνει και την παίρνει ο Θεός, τώρα που παρεμβαίνουμε εμείς καίρια στην αρχή της και δραστικά στο τέλος της -συχνά αλλοιώνοντας τη μορφή της-πως επηρεάζεται αυτή η αξία της;
4) Η αγάπη μας εκφράζεται είτε ως επιθυμία μας να απαλλαγεί ο πλησίον μας από τον πόνο είτε ως πόθος να παραταθεί όσο γίνεται το μαζί. Η κρίση της ευθανασίας δημιουργεί μια εσωτερική σύγκρουση της αγάπης. Αυτή η κρίση προκαλεί την ευαισθητοποίηση της συνείδησης του γιατρού.
5) Οι Επιτροπές απαιτούνται όχι για να προσδιορίσουν πνευματικά την ηθική, τι είναι καλό και τι κακό, αλλά για να διασφαλίσουν την κατάχρηση και να προστατεύσουν απο την ασυνειδησία, τι είναι επιτρεπτό και τι απαγορευμένο. Γι’ αυτό πρέπει να είναι εν γένει αυστηρές.
 
Ε. Άξονες Ορθοδόξου ήθους
Έχω την εντύπωση ότι έχουμε παρασυρθεί απο την Δυτική χριστιανική αντίληψη, η οποία χαρακτηρίζεται απο έντονο φυσικό ανθρωποκεντρισμό και επιγειότητα. Αυτό σημαίνει ότι η βιολογική ζωή θεωρείται ως υπεραξία και ίσως ως το υπέρτατο αγαθό.
Η Ορθόδοξη αντίληψη βλέπει τον άνθρωπο περισσότερο στην αιώνια προοπτική του και στο πλαίσιο της δυνατότητος της θεώσεώς του. Μέσα σε αυτή τη λογική:
1) Μέσα στο πλαίσιο της θεολογικής ανθρωπολογίας, η ζωή μας αποτελεί υπέρτατο δώρο του Θεού, η αρχή και το τέλος του οποίου βρίσκονται στα χέρια Του και μόνον (Ιώβ ιβ’ 10). Αποτελεί τον χώρο μέσα στον οποίο βρίσκει την έκφρασή του το αυτεξούσιο, συναντάται η χάρις του Θεού με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και επιτελείται η σωτηρία του. Κάθε θάνατος που αποτελεί αποτέλεσμα ανθρώπινων αποφάσεων και επιλογών -όσο «καλός» κι αν ονομάζεται- απορρίπτεται ως «ύβρις» κατά του Θεού. Γι’ αυτό και κάθε ιατρική πράξη που δεν συντελεί στην παράταση της ζωής, αλλά προκαλεί επίσπευση της στιγμής του θανάτου, καταδικάζεται ως αντιδεοντολογική και προσβλητική του ιατρικού λειτουργήματος.
2) Από την άλλη πλευρά, η εξαντλητική προσπάθεια να καθυστερήσουμε τη στιγμή του θανάτου, όταν αυτή έχει επέλθει, καταδεικνύει αφιλάνθρωπο σχολαστικισμό και πνευματική ολιγοπιστία.
Όταν προσπαθούμε να προσφέρουμε ζωή σε κάποιον, στην καλύτερη περίπτωση, επιδιώκουμε να του δώσουμε αυτονομία κινήσεων, σκέψεως και συνειδήσεως. Στη χειρότερη, την ελπίδα ότι αυτά ίσως τα αποκτήσει συν τω χρόνω. Αν η συνείδησή μας μας λέγει ότι ούτε ελπίδα έχει, τότε δεν παρατείνουμε την ζωή, αλλά παρεμποδίζουμε τον θάνατο ως ευεργεσία, ως ανακούφιση. Τότε παρέχουμε τη ζωή όχι ως δώρο αλλά ως ταλαιπωρία και βάσανο. Η δε δική μας παρέμβαση εκφράζει περισσότερο την ολιγοπιστία μας ή την δυσκολία μας να παρέμβουμε ως γιατροί ή συγγενείς με αγάπη και πίστη στο δίλημμα.
Σε πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο που αναφέρεται στη ζωή ενός σύγχρονου Αγίου ασκητή, του αγιορείτη π. Παϊσίου, σημειώνεται με σαφήνεια ότι, μόλις αισθάνθηκε πως αδυνατεί να προσευχηθεί, ζήτησε από τον γιατρό του να σταματήσει τη θεραπεία»[11].
Στην περίπτωση αυτήν βλέπει κανεις τον άγιο γέροντα να αρνείται την περαιτέρω ιατρική υποστήριξη με αποτέλεσμα την ενδεχόμενη επίσπευση της στιγμής του θανάτου. Εφόσον ο γέροντας αδυνατεί να προσευχηθεί δεν του χρειάζεται πλέον ο χρόνος. Έχει άνάγκη μόνο από την αιωνιότητα. Η βιολογική ζωή καταπαύει πλέον ως αξία. Αντικαθίσταται από την προσδοκία της εξόδου.
Αυτό δεν αποτελεί φίλαυτη επιθυμία του ανθρώπου για ανακούφιση αλλά ταπεινή ομολογία ότι το τέλος της βιολογικής ζωής προσδιορίζει την αρχή της όντως ζωής.[12]
Αυτή η πολυδιάστατη στάση μπροστά στον πόνο και στον θάνατο δεν οφείλεται σε ασαφή θέση, αλλά καταδεικνύει τον απόλυτο σεβασμό της ανθρώπινης ελευθερίας και της μοναδικότητος του κάθε ανθρώπου. Η βαθύτερη κατάσταση της κάθε ψυχής ερμηνεύει τις επιθυμίες και προσδιορίζει τις επιλογές.
3) Ο κάθε άνθρωπος αντλεί την αξία του όχι από τα ατομικά του συμφέροντα ή δικαιώματα, αλλά από το ότι είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ όμοίωσιν Θεού». Κάθε παρέμβαση στη ζωή του είναι επιτρεπτή ενόσω δεν προσβάλλει αυτό το στοιχείο του.
4) Τα σύγχρονα διλήμματα στα οποία μόνοι μας οδηγηθήκαμε δεν έχουν σαφείς απαντήσεις. Η σχέση μας με το άγνωστο που γεννά η κατακτηθείσα γνώση και πρόοδος μπορεί να μας διδάξει τις πιο βαθειές αλήθειες, εφόσον όμως στεκόμαστε μπροστά του με ταπείνωση και σεβασμό.
5) Η ενεργητική ευθανασία έχει τα χαρακτηριστικά της σκληρότητος του φόνου. Και η λεγόμενη παθητική έχει το στοιχείο της εγκατάλειψης. Η Εκκλησία αντιτίθεται και στα δύο. Εκεί που βλέπει την ανάγκη να συζητήσει είναι η άρνηση ή διακοπή της μη επιθετικής θεραπευτικής. Γιατί ενίοτε αυτή η θεραπευτική δεν θεραπεύει, αλλά βασανίζει δίχως λόγο και παρεμποδίζει την ευλογία του θανάτου. Η κρίση του πότε αυτό συμβαίνει επαφίεται στη συνείδηση του γιατρού. Γι’ αυτό ίσως ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι να δώσει οδηγίες για το δίλημμα αλλά να καλλιεργήσει τις συνειδήσεις• είναι να δίνει τις κατευθύνσεις, όχι να παίρνει την απόφαση. Γιατί δίνει φως, δεν κλέβει την ελευθερία. Η απόφαση και το βάρος της ευθύνης ανήκει στον καθένα μας. Ευθύνη και αρμοδιότητα της Εκκλησίας δεν είναι να μας προστατεύσει απο τα λάθη μας αλλά να μας διδάξει απο αυτά. Γι’ αυτό και δεν τιμωρεί για τα λάθη μας αλλά τα συγχωρεί παιδαγωγικά. Η διαστροφή τιμωρείται• όχι το λάθος.
6) Εκτός από την καλλιεργημένη συνείδηση απαιτείται και αίσθημα ευθύνης των πράξεών μας ως ιατρών. Η σύγχρονη ιατρική των Μονάδων στην άσκησή της απαιτεί καθαρή σκέψη, λεπτή συνείδηση, τόλμη και αποφασιστικότητα.
7) Η αγάπη ως αξία είναι μείζων της ζωής, όταν όμως συγκρίνεται η δική μας αγάπη με τη δική μας ζωή. Τι γίνεται όταν συγκρίνεται με τη ζωή του άλλου; Μπορούμε από αγάπη να του την συντομεύσουμε;
Η ζωή του άλλου φαίνεται πως έχει μεγαλύτερη αξία από την αγάπη μας γιατί συνδέεται με την ελευθερία του, η οποία, επειδή είναι του άλλου, αξίζει περισσότερο απο την αγάπη μας, επειδή ακριβώς είναι δική μας. Μία σταγόνα της ελευθερίας του άλλου αξίζει περισσότερο απο τόνους της δικής μας αγάπης.
Η μείζων αγάπη είναι η θυσία της ζωής μας, αλλά το μείζον δεν είναι η αγάπη αλλά η ελευθερία. Αυτή μόνον δίνει ζωή στην αγάπη.
Παραπομπές
1 Νεμεσίου, Περί φύσεως ανθρώπου Κεφ. 2 Περί ψυχής, ΒΕΠΕΣ 38.234 (PG 40.304 ff)∙ βασικά παραθέτει τον Χρύσιππο. Επίσης Ιακ. β’ 26, Γρηγορίου Θεολόγου, Ποιήματα ηθικά, 34,25 (PG 37.947Α), Γρηγορίου Νύσσης (PG 45.1153D) κ.ά.
2 Αυτό είναι εμφανές στην περίπτωση των ζώων τα οποία στερούνται αθάνατης και έλλογης ψυχής. Συνεπώς όταν μιλούμε για βιολογικό θάνατο εννοούμε την κατάρρευση των λει¬τουργιών του σώματος.
3 Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Η Εκκλησία και το πρό¬βλημα της ευθανασίας, Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 21.
4 Πρωτ. Νικ. Λουδοβίκου, Μεταφυσική και εσχατολογία του σώματος, Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Τμήμα Θεολογίας, τομ. 4, νέαι σειραί, σσ. 113-137.
5 Βασιλειάδη, Νικολάου, Το μυστήριον του θανάτου, έκδ. ο Σωτήρ, Αθήναι, 1991, σσ. 3-7. Ο θάνατος «μέγιστον μυστήριον… της του Θεού σοφίας» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το κατά Ιωάννην, Ομιλία 83,1, PG 59.447).
6 Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας, Ευθανασία, Γενικές αρχές, άρθρο 8, Vilnius, Λιθουανίας, 28 Ιουνίου 2003.
7 Ιερομ. Κλεόπα Ηλίε, Πνευματικοί Λόγοι, Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 1988, σσ. 177¬181.
8 Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα)• Ευθανασία• Αποφάσεις κατά το τέλος της ζωής, Πανδοχείον, Ιούνιος 2002, τεύχ. 6, σ. 58.
9 Harakas, Stanley, Contemporary Moral Issues Facing the Orthodox Christian, Light & Life Publishing Co, Minneapolis, 1982, p. 176.
10 «Λύσον τον δούλόν Σου της αφορήτου ταύτης οδύνης και της συνεχούσης αυτόν πικράς ασθενείας και ανάπαυσον αυτόν ένθα των δικαίων τα πνεύματα» (Μικρόν Ευχολόγιον, Εκδ. Αποστολικής Διακονίας, έκδ. 10η, 1988, σ. 193)
11 Ισαάκ Ιερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος, 2004, σσ. 346¬347. Γράφει ο συγγραφέας:
«Ενώ υποτασσόταν ταπεινά στις υποδείξεις των γιατρών, κάποια μέρα κάλεσε τον γιατρό και τον είπε•
- Εδώ θα σταματήσουμε την θεραπεία.
- Γιατί, Γέροντα;
- Τώρα θα κάνεις υπακοή εσύ. Θα δώσεις εντολή να σταματήσουμε. Τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Χθές θέλησα να προσευχηθώ γονατιστός και δεν μπόρεσα. Δεν μπορώ να δω κανέναν• έληξε η αποστολή μου. Αυτό ήταν. Εδώ θα με αφήσετε.
Ύστερα ρώτησε.
- Μπορώ να πίνω λίγο νερό ή στειμμένο καρπούζι; Τίποτε άλλο. Και θα σε παρακαλέσω, θα ‘ρθείς άλλη μια φορά και μετά δεν θα ξανάρθεις.
- Την τελευταία φορά πού τον είδα, διηγείται ο θεράπων γιατρός του κ. Μπλάτζας, «επτά ημέρες πριν κοιμηθή, φαίνεται ήμουν στενοχωρημένος. Πολλές φορές με απασχολούσε το θέμα, αν αυτό πού κάναμε στους αρρώστους είναι το σωστό. Μου είπε·»
- Άκουσε, Γιώργο. Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Άξιος ο μισθός σου. Μη στενοχωριέσαι. Ήθελα να ξέρεις όταν με χρειασθής, θα είμαι κοντά σου
12 Φιλ. α’ 23.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου