Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Πίστης σήμερα


Σεργίου Ἀβερίντσεφ.
Ο Σέργιος Αβερίντσεφ ηταν ρωσσος θεολόγος, ποιητής καί φιλόσοφος, ειδικευμένος στήν αρχαία καί μεσαιωνική λογοτεχνία, καί μέλος τῆς Ρωσσικης Ακαδημίας Επιστημων. Απέθανε τὸ έτος 2004 σε ηλικία 66 χρόνων. Τό παρόν κείμενο αποτελει ενα απάνθισμα ομιλίας του στήν Λυὼν τῆς Γαλλίας, τόν Αυγουστο τοῦ 1994, λίγο μετὰ τὴν κατάρρευσι τοῦ κομμουνισμοῦ στην Ρωσσία, τό οποιον εδημοσιεύθη στό γαλλικό περιοδικό ΣΟΠ, τ. 192, Νοέμ. 1994.
Ἂς ὁμολογήσωμε τήν αδυναμία μας: δέν ειμεθα μήτε τόσο αξιοι, μήτε τόσο σοφοί, οσο οι πρόγονοί μας, κατά τήν χριστιανική πίστι. Μάλλον ειμεθα, φανερά, πιό αδύναμοι καί λιγώτερο ικανοί στήν α’υστηρότητα καί ακρίβεια της ασκητικης ζωης, η οποία απαιτει μία πειθαρχία σώματος, νου καί φαντασίας. Η παιδεία μας, πνευματική, εκκλησιαστική η θρησκευτική εχει κατά πολύ πτωχεύσει: σχεδόν ειμεθα ακαλλιέργητοι βάρβαροι. Παρά ταυτα, κυριευόμεθα από θαυμασμό εναντι κάποιας μεγαλοφυους δημιουργίας των βυζαντινων χρόνων, ἢ εναντι της σοφίας καί ορθότητος της σκέψεως των Πατέρων της Εκκλησίας, ἢ τῆς λαμπρότητος μιας βυζαντινης καί μιας παλαιορωσικης εικόνος· διότι ανακαλύπτομε εκει εναν χαμένο πλουτο, ξυπνα μέσα μας η νοσταλγία μιας λαμπρης χριστιανοσύνης.
Ὅμως, ἡ τραγικότης τῆς ἐποχῆς μας συμβαδίζει καί μέ μία μεγάλη τιμή: τήν δυνατότητα των χριστιανων νά βιώσουν καί νά ομολογήσουν τήν πίστι τους, μετά τήν ‘ἐποχή τῆς πίστεως”, μετά τήν αναγγελία, από τήν ασθμαίνουσα φωνή του Νίτσε, του “θανάτου τοῦ Θεοῦ”, πού εγινε τό πλέον κοινότυπο αξίωμα της νεωτερικότητος, επιβαλλόμενο σχεδόν σέ μία ορισμένη “θεολογία”, τήν ψευδο-“θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ”. Ομολογουμε τόν Χριστό μετά από εναν αιώνα πού εκανε καί ειπε, κατά της πίστεως, περισσότερα απ’ οσα ολες οι αλλες συνολικά ιστορικές περίοδοι. Τό ετος γεννήσεώς μου, λ.χ., ηταν η χρονιά πού επρεπε νά περατωθη στὴν χώρα μου ενα “πενταετές σχέδιο ἀπαλλαγῆς ἀπό τόν Θεό”, τό οποιο διεκήρυσσε τήν ολοκληρωτική κατάργησι ολων των θρησκειων υπό τό κομμουνιστικό καθεστώς. Καί ομως, ακόμη σήμερα δοξολογουμε τόν Θεό…
‘Οφείλομε, μάλιστα, νά δοξάζωμε περισσότερο τόν Θεό, διότι μας εκανε μάρτυρες ενός μεγάλου θαύματος, συγκρισίμου μέ εκείνου της φλεγομένης βάτου της Παλαιας Διαθήκης: τό θαυμα τῆς αναγεννήσεως τοῦ χριστιανισμου. “Εὐλογητός ὁ Θεός”, διότι ὁ χριστιανισμός δέν “ἐπιβιώνει”, δέν “ψευτο-ζῆ”, αλλά ζῆ, ἢ πεθαίνει μέ εναν θάνατο τρομερά αληθινό καί αναγενναται, επανέρχεται στήν ζωή, οχι σάν μία αρχαία σβησμένη πίστι, αλλ’ ως μία καλή αγγελία, ως τό “Εὐαγγέλιο”. Ανασταίνεται ὁ χριστιανισμός, διαφυλάσσοντας συγχρόνως τήν ταυτότητά του, τήν πληρότητά του, οι οποιες πηγάζουν από τόν ιδιον τον Ιησοῦ. Καθώς λέγει ο Απόστολος Παῦλος: “Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας” (Ἑβρ. ιγ΄, 8). Αλλά πάλι ο ιδιος ο Χριστός μας λέγει: “Ἰδού καινά ποιῶ πάντα” (Ἀποκ. κα΄,5).
Ἕνας κόσμος δίχως τὴν θεία σφραγίδα.
Ὁ ρωσσος μυστικός ποιητής Βιάτσεσλαβ Ιβανώφ, κατά τήν δεκαετία του 1930, στοχαζόμενος περί του σοβιετικου αθεϊσμου, πού, κατ’ α’υτόν, ηταν μία “ἀπόλυτη ἱεροσυλία”, ενας “ἐξωφρενικός πόλεμος κατά τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ”, ενω συγχρόνως διέκρινε μία γενικότερη τάσι, ἴδια σ’ ολον τόν κόσμο, εγραφε: “Θά επιθυμούσαμε νά μήν υπηρχαν πλούσιοι ανθρωποι. Δέν θά υπάρχη πλέον πλουτος. Καταργειται αφ’ εαυτου, χάνει ηδη τήν λαμπρότητά του, γιατί ο πλουτος ειναι εικόνα της διαφοροποιήσεως· λοιπόν, η διαφοροποίησις παύει. Τό πολύχρωμο πέπλο, πού εδιδε στόν διεσπασμένο κόσμο μιά προσποιητή, περίπλοκη ενότητα, σχίζεται. Δέν θά υπάρξη πλέον παρά ενας γυμνός δυϊσμός. Ολα περιορίζονται σέ μία τραγική δυάδα… Τελειωμένες, λοιπόν, οι ο’υδέτερες στάσεις, οι συμβιβαστικές αναποφασιστικότητες, οι μεσαιες θέσεις στόν τομέα του πνεύματος· απέβη πλέον πεδίο μάχης· τελειωμένες, καταδικασμένες, εκμηδενισμένες… Γιατί εφθασε η ωρα νά αποφασίσωμε υπέρ ἢ κατά Ἐκείνου, πού ειναι τό μοναδικό αντικείμενο του μίσους, των κηρύκων του μίσους… Καθ’ ενας, λοιπόν, ας προκρίνη τήν μία ἢ τήν αλλη από τίς δύο εμπόλεμες Πολιτειες!…”. (Ο ποιητής εδω επικαλειται τήν Πολιτεία του Θεου καί τήν επίγεια Πολιτεία, κατά τήν παράδοσι του αγίου Α’υγουστίνου).
Τήν εποχή τοῦ παραδοσιακου χριστιανισμου, ο πιστός ευρισκε πώς ολη γύρω του η πραγματικότης του προσέφερε αποδείξεις περί τῆς υπάρξεως του Θεου. Ολα τοῦ μιλουσαν γιά τόν Θεό, από τίς πλέον πρωταρχικές εμπειρίες, οπως λ.χ. ἡ σχέσι πατρός-υἱου, ἡ δομη της οικογενείας, ἡ διάρθρωσι της κοινωνίας, κτλ.
Ετσι στήν Ρωσσία, αλλά καί σέ καθε ορθόδοξη χώρα, η Εκκλησία εδιδε τόν ρυθμό σέ ολες τίς ανθρώπινες εμπειρίες, από τό βάπτισμα εως τήν ταφή. Ολο τό ετος σημαδευόταν από τίς λειτουργικές εορτές καὶ τίς εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ολην τήν ημέρα ακούγονταν οι κωδωνο-κρουσίες τῶν διαφόρων ὡρῶν προσευχῆς. Η δομή της ἐπιστημονικης καί φιλοσοφικης σκέψεως ἐπιβεβαίωνε αὐτό, πού προσέφερε η εμπειρία της ζωης… Καὶ ὅλα α’υτά ησαν πολύ εκτενέστερα από εκεινα, πού μπόρεσε νά εκφράση η λόγια σκέψι του αγίου Α’υγουστίνου.
Ἀλλ᾿ οταν η εποχή των εμφανων αποδείξεων πέρασε, ολοι α’υτοί, πού δέν ειχαν μία πίστι ικανή νά ζήση αφ’ εαυτης, απεφάνθησαν, αναμφιβόλως, περί του τέλους της πίστεως. Ετσι ζουμε σήμερα σ’ εναν κόσμο, πού “τίποτε δέν εἶναι αὐτονόητο”. Θά ηταν, ομως, υπερβολή νά ισχυρισθουμε οτι δέν εχομε πλέον κανέναν τρόπο γιά νά δουμε μέσα στόν κόσμο, στίς οικογενειακές ἢ, γενικώτερα, στίς ανθρώπινες σχέσεις, οδούς γιά τήν γνωσι του Θεου. Βεβαιώνοντας κάτι τέτοιο, θά ηταν σάν νά κάναμε παραχώρησι στήν προπαγάνδα του διαβόλου. Αλλά δέν μπορουμε πάλι νά θεωρήσωμε οτι α’υτοί οι δρόμοι ειναι πλέον α’υτονόητοι…
Μία ἀνθρωπολογική κρίσις.
Ὅποιες καί αν ειναι οι προσπάθειες του παλαιου, αφελους αθεϊσμου, της εποχης του Διαφωτισμου καί του 19ον αι., νά στηριχθη επί της νέας κοσμολογίας, επί της δαρβινικης θεωρίας της εξελίξεως, επί ολων των αλλων σταθμων της διανοητικης ιστορίας της Δύσεως, εν τούτοις ολες α’υτές οι ἡμι-ἐπιστημονικές αναφορές δέν ειναι τουλάχιστον τόσο σοβαρές, οσο η ε’υρεία ανθρωπολογική κρίσι, πού χαρακτηρίζει τήν εποχή μας καί ολοένα διευρύνεται.
Ἂς διευκρινίσωμε, βεβαίως, οτι δέν πρέπει νά εξιδανικεύωμε τό παρελθόν, δέν πρέπει κυρίως νά φανταζώμεθα οτι ὑπῆρξε μία εποχή, πού οι σχέσεις γονέων καί παιδιων, συζύγων, αρχόντων καί αρχομένων, ησαν ἁρμονικές καί δίχως σκιές. Φανταζόμενοι κάτι τέτοιο, θά ηταν σάν νά αρνούμεθα τήν ἁμαρτωλή φύσι μας. Αλλ’ ακόμη καί χωρίς νά ειναι ἁρμονικές α’υτές οι σχέσεις, ἐν τούτοις διατηρουσαν, σ’ εναν ορισμένο βαθμό, τήν υπαρξιακή τους ταυτότητα. Α’υτή ἡ ταυτότητα ηταν φανερή τόσο στούς επαναστατες, οσο καί σ’ εκείνους πού εξεγείροντο ενάντια στήν εξουσία του πατρός, τοῦ ἱερέως, του ηγεμόνος. Θά μπορούσαμε μάλιστα νά πουμε οτι η εξέγερσι α’υτή, μέσα στά πλαίσια του παραδοσιακου χριστιανισμου, συνίστατο στό νά μή μείνη “λίθος ἐπί λίθου”. Αλλ’ επειδή οι λίθοι ησαν ακριβως λίθοι, παρέμεναν αθικτοι. Τόν 20όν αι., ομως, φθάσαμε στὸν διαχωρισμὸ τῆς υλης σέ μόρια καί ατομα… Τό γεγονός α’υτό, τὸ οτι δηλαδή ὁ αἰῶνας αὐτὸς ἔφερε τήν διάσπασι τοῦ ατόμου, λαμβάνει μᾶλλον συμβολικές διαστάσεις.
Ἡ βαθειά ανθρωπολογική κρίσι, πού διανύομε, κάνει ωστε νά μήν ειναι πλέον μόνον τά παιδιά πού εξεγείρονται, αλλά καί α’υτοί οι ιδιοι οι γονεις, μή γνωρίζοντας ποιά εξουσία ασκουν καί εν ονόματι ποίου. Τουτο, ομως, εχει ο’υσιαστικές συνέπειες στήν πορεία της πίστεως καί της απιστίας.
Ο Κίρκεγκαρντ ειχε κάνει μία παρατήρησι: “Πιστεύομε στόν Θεό, επειδή ὁ πατέρας εἶπε στό παιδί ὅτι ὑπάρχει Θεός”. Α’υτή η απλή φράσι συγκεντρώνει μέσα της τήν αιώνια ιστορία τῶν χριστιανικων λαων. Οταν οι ανθρωποι ησαν χριστιανοί, α’υτό συνέβαινε επειδή οι παραδόσεις ησαν ριζωμένες μέσα στό πατρικό σπίτι. Αργότερα, ομως, καί ο αθεϊσμός, μέ τήν σειρά του, εγινε παραδοσιακός, ενας αθεϊσμός “κατά τόν αρχαῖο τρόπο”, πού εμφανιζόταν σάν μία ὁμολογία. Στό θαυμάσιο βιβλίο του “Ὁ ἄλλος ἥλιος”, ο γάλλος διανοούμενος Ολίβιος Κλεμάν, αναφέρει: “Στό χωριό, πού κατοικουσε η οικογένεια τοῦ πατρός μου, υπηρχαν τρεις ὁμολογίες: οι καθολικοί, οι προτεστάντες καί οι σοσιαλιστές…”.
Ἡ ἀνακάλυψις τῆς πίστεως.
Ἄλλοτε, λοιπόν, θεωρεῖτο σταθερή η ιδέα οτι οι γονεις μπορουσαν νά μεταβιβάσουν τήν πνευματική τους κληρονομιά, πίστι ἢ απιστία, στά παιδιά τους. Καὶ οι αθεοι εστήριξαν επ’ α’υτου τίς ελπίδες τους ως πρός τήν εξαφάνισι της πίστεως: εβασίσθηκαν στήν εγγυημένη μετάδοσι της απιστίας από τους γονεις στά παιδιά. Αλλ’ ομως, α’υτό δέν ηταν καθόλου δικαιολογημένο. Οπως αδικαιολόγητες ησαν καί οι ελπίδες των χριστια-νῶν ὅτι, κερδίζοντας μία γενιά νέων, η πίστι θά αναζωογονοῦσε καί θά παλινόρθωνε οριστικά τόν χριστιανισμό τῶν παλαιῶν χρόνων. Α’υτή, μάλιστα, η ελπίδα των πιστων ηταν τυπική κατά τήν περίοδο του μεσο-πολέμου, ὅταν οἱ ρωμαιοκαθολικοί, λ.χ., στήν Γαλλία πίστευαν ὅτι, εφ’ ὅσον πολλοί σπουδαστές μετεστρέφοντο καί πήγαιναν γιά προσκύνημα στὴν Σάρτρ , κατά τό ωραιο παράδειγμα τοῦ γάλλου ποιητοῦ Καρόλου Πεγκύ, τότε ολη η κουλτούρα τους θά μπορουσε, τελικά, νά ξαναγίνη χριστιανική. Τέτοια ἐλπίδα ἔτρεφαν ἐπίσης καὶ μερικοί ὀρθόδοξοι ρῶσσοι διανοούμενοι τῶν Παρισίων, ὅπως λ.χ. ὁ Γεώργιος Φεντότωφ .
Προσωπικά, προέρχομαι από τήν Ρωσσία, μία χώρα ὅπου η οριστική εξαφάνισι της θρησκείας σχεδιάσθηκε από τό κόμμα καί τό κράτος, οπως σχεδιάσθηκε, λ.χ., η βιομηχανική παραγωγή. Ολοι α’υτοί, ομως, οι υπολογισμοί βασίσθηκαν στόν συνήθη μηχανισμό, κατά τόν οποιον οι γονεις μεταδίδουν, φυσιολογικά, τίς πεποιθήσεις τους στά παιδιά. Υπηρχαν, βεβαίως, πάντοτε ανθρωποι, πού εγκατέλειπαν τήν πίστι τῶν πατέρων τους γιά νά ακολουθήσουν μίαν αλλην. Τέτοια ηταν η περίπτωσι τῶν πρώτων χριστιανων, πού προήρχοντο από τόν ιουδαϊσμό ἢ τόν παγανισμό. Αλλά, διά μέσου των αιώνων της χριστιανικης ιστορίας, α’υτοί οι ανθρωποι εγιναν σπάνιοι.
Στίς ημέρες μας ολα ειναι διαφορετικά. Πρό πολλου ηδη, καί κυρίως μετά τήν δεκαετία του 1960, δέν μπορουμε νά στηριχθουμε πλέον σ’ α’υτόν τόν μηχανισμό μεταβιβάσεως. Καί τουτο μᾶς αφαιρει κάθε ψεύτικη σιγουριά, καί συγχρόνως μᾶς εμπνέει μιά μεγάλη ελπίδα. Η εποχή μας εκμηδενίζει κάθε πιθανότητα γιὰ ο,τι χριστιανικως τείνει μόνον νά επιβιώνη, καί δίδει αληθινές πιθανότητες σέ ο,τι χριστιανικως γίνεται ιεραποστολή, θρησκεία νεο-μεταστραφέντων, εκκλησία θεμελιωμένη στό “Εὐ-αγγέλιο”, στήν δυναμική α’υτης της αγγελίας, πού ηξερε νά διατηρήση τήν αρχική της ὁρμή.
Ετσι, ειναι χαρακτηριστικό πώς ενας ικανός αριθμός σπουδαίων συγχρόνων ἀνθρώπων ειναι μεταστραφέντες, εἴτε από τόν αθεϊσμό καί τήν αδιαφορία, (οπως λ.χ. ο ρωσσος π. Παυλος Φλωρένσκι, ο γάλλος Ολίβιος Κλεμάν, κτλ), εἴτε από αλλες ομολογίες ἢ θρησκειες, (οπως λ.χ., από τόν καθολικισμό: ο γάλλος π. Πλακίδας Ντεσέιγ, από τόν προτεσταντισμό: ο αγγλος π. Κάλλιστος Γουέαρ, από τόν ιουδαϊσμό: ο ρωσσος π. Αλέξανδρος Μέν, κτλ).
Ζουμε, λοιπόν, σέ μιάν εποχή, πού οι ανθρωποι ανακαλύπτουν τήν πίστι. Καί ο λόγος τοῦ Τερτυλλιανοῦ: “Fiunt, non nascuntur christiani”- “Γινόμεθα, δέν γεννώμεθα χριστιανοί”, ειναι ολο καί πιό επίκαιρος στίς ημέρες μας. Συνεπείᾳ ὄχι ιστορικων γεγονότων ἢ καταστροφων, πού επέφερε ο αθεϊσμός, αλλά κυρίως, μυστικως, εκ θελήματος Θεοῦ…
Δύο μορφές ἀθεϊσμοῦ.
Μποροῦμε νὰ διακρίνωμε δύο τοὐλάχιστον μορφές τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἂν καί ειμαι πεπεισμένος οτι η πρώτη δέν εξυπηρετει παρά μόνον ως κάλυψι της δευτέρας, χωρίς η δευτέρα νά εχη καί τόσο ανάγκη α’υτης της συγκαλύψεως. Πρόκειται, λοιπόν, κατ’ αρχάς γιά τόν οντολογικό αθεϊσμό καί δευτερευόντως γιά τόν ανθρωπολογικό μηδενισμό.
Ο οντολογικός αθεϊσμός ειναι α’υτός, πού ζῆ στήν παροξυσμένη καί μανιώδη μνήμη τοῦ μεσαιωνικου σχολαστικου, καί πού αναιρει μία θέσι κατανοητή καί επεξεργασμένη, οπως ἄλλως τε ἁρμόζει σέ μία θέσι. Ετσι στήν “θέσι” τῆς υπάρξεως τοῦ Θεοῦ αντιπαραθέτει τήν, επίσης αντικειμενική καί εκτός του ανθρώπου εντοπισμένη, “θέσι” τῆς ανυπαρξίας τοῦ Θεοῦ. Καθώς, ομως, οι παραδοσιακές διδασκαλίες τοῦ χριστιανισμοῦ ειχαν μία προτίμησι πρός τίς κοσμολογικές αποδείξεις, α’υτός ο ξεπερασμένος καί πανάρχαιος αθεϊσμός ειχε πλήρως τήν ανάγκη νά αναφέρεται στά δεδομένα τῶν φυσικῶν επιστημῶν.
Η αλλη μορφή του αθεϊσμου εχει εντίμως καί σαφως διατυπωθῆ από εναν γερμανό ποιητή του 20οῦ αἰῶνος, τόν Γότφριδ Μπένν: “Δέν αρνουμαι τήν υπαρξι τοῦ Θεου· α’υτό πού αρνουμαι ειναι τὴν ὕπαρξι ενός ορισμένου εγώ, πού θά μπορουσε νά ελθη σέ κοινωνία μέ τόν Θεό”.
‘Εδω, θά ηθελα νά κάνω μία προσωπική εξομολόγησι. Ὅταν ὁ διάβολος μέ πολεμα, οχι μέ τούς συνήθεις πειρασμούς, αλλά προτείνοντάς μου ενα κριτικό διάλογο, δέν μοῦ λέγει κοινοτυπίες, λ.χ. γιά τά δεδομένα της επιστήμης, γιά τόν θρίαμβο τοῦ κριτικου λόγου, παρά μόνον μοῦ λέγει: “Ἰδού, ολες οι προσευχές σου, ὅλ’ α’υτά πού ονομάζεις προσευχές σου, κάθε τι πού ονομάζεις πίστι σου, δέν ειναι παρά ενα ανεξάντλητο ψέμα, βαθύτερο καί από σένα τόν ιδιον, δέν ειναι παρά ενα θέατρο μόνιμο καί ακατάπαυστο· καί τό ξέρεις καλά α’υτό…”. Τό αντικείμενο, λοιπόν, τῆς προσβολης του δέν ειναι α’υτή καθ’ ἑαυτή η υπαρξι τοῦ Θεου, ἀλλ’ η ριζική αδυναμία μιας α’υθεντικης σχέσεως μεταξύ της ανθρωπίνης ταυτότητός μου καί τοῦ Θεοῦ· διότι, αναμφιβόλως, α’υτή η ανθρωπίνη ταυτότης ειναι νοθευμένη από τήν κοινωνική καί προσωπική μου συμπεριφορά.
‘Εκεινο μάλιστα πού μέ εντυπωσιάζει, ειναι ομοιότης καί η αντίθεσις μεταξύ α’υτου, πού μᾶς λέγει ο διάβολος, καί εκείνου, πού μᾶς λέγει ο Χριστός. Ο σατανας μᾶς λέγει οτι ολες οι προσευχές μας, ολη ἡ πίστις μας ειναι ενας θεατρινισμός. Αλλά καί ο Χριστός, μᾶς επικρίνει καί Α’υτός από τήν πλευρά Του , νά μήν ειμεθα υποκριτές, δηλαδή ηθοποιοί, (ἀφοῦ υποκριτής, στά αρχαια ελληνικά, εσήμαινε τόν ηθοποιό).
‘Απ’ α’υτήν τήν φαινομενική ομοιότητα, μεταξύ εκείνου πού μοῦ λέγει ο σατανας καί α’υτου πού μοῦ λέγει ο Χριστός, βλέπομε σέ ποιόν βαθμό οι θέσεις τους ειναι αντίθετες. Ο αντίδικος μοῦ λέγει: “Οἱ προσευχές σου καί ἡ πίστι σου δέν μπορουν νά ειναι παρά μάταιες, δέν ειναι παρά θεατρινισμός, κι ουτε μπορουν νά ειναι τίποτε άλλο”. Ο Κύριος μοῦ λέγει, επικριτικά: “Ἡ πίστι σου καί ἡ προσευχή σου εἶναι προσποιητές, ψεύτικες”. Αλλ’ α’υτή η ιδια η επίκρισις υπονοει οτι η πίστι μου θά επρεπε νά ειναι κάτι αλλο, καί, συνεπως, οτι παραμένει ως δυνατότης. Γιατί θά ηταν περιττό νά επικρίνωμε κάποιον γιά τήν στάσι του, αν α’υτή δέν θά μπορουσε νά ηταν διαφορετική.
Συνεπώς ο σύγχρονος αθεϊσμός αρνειται, εξ ἀνάγκης, μᾶλλον περισσότερο τήν υπαρξι τοῦ ανθρώπου, παρὰ τήν υπαρξι τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸς ὁ ανθρωπος “πού δέν ὑπάρχει”, (κατά τόν γάλλο φιλόσοφο Φουκώ, κ.ἄ.), δέν μπορει νά συνάψη σχέσεις μέ τόν Θεό…
Μία πίστι, πού νὰ φωτίζη τόν πολιτισμό.
Ἡ πιό αδύναμη πλευρά τοῦ αθεϊσμου ειναι α’υτή πού αποδεικνύει, καί φυσικά δέν αποδεικνύει τίποτε. Ας ομολογήσωμε, βεβαίως, οτι καί οι απόπειρες αποδείξεως τοῦ Θεοῦ δέν ειναι τό “’ἰσχυρό σημεῖο” τῆς παραδοσιακης θεολογικης διδασκαλίας. Γιατί o ανθρωπος γνωρίζει τόν Θεό μέ αλλον τρόπο, παρά μέ τίς αποδείξεις. Εν τούτοις, νομίζω οτι η πιό ζωηρή από τίς παλαιές αποδείξεις ειναι ἡ ανσελμιανή, α’υτή πού ονομάσθηκε οντολογική απόδειξι .
‘Αλλ’ ακόμη καί α’υτή η απόδειξι, πού βασίζεται στήν εννοια τοῦ “ὄντος”, ειναι πολύ τρωτή, καί τουτο γιά δύο λόγους: Πρωτον, γιατί η εννοια τοῦ ὄντος, κληρονομιά τῆς αρχαίας Ελλάδος, δέν ειναι πιά σήμερα τόσο καταφανής. Δεύτερον, γιατί οι ελληνες σοφιστές ειχαν ηδη ανακαλύψει ενα μικρό μυστικό τῆς διανοητικης κουλτούρας: εκεινο πού μπορει νά παράγη αλληλοαναιρούμενα συστήματα καί, στόν τομέα τῆς φιλοσοφικης ρητορικης, α’υτό μπορει νά ειναι τό εργο ενός καί μόνου ανθρώπου! Ετσι οι βαθύτερες δομές της σκέψεως μποροῦν κάλλιστα νά αναθεωρηθουν.
Δέν πρόκειται, ομως, γιά τήν υπεράσπισι τῆς πίστεως, αλλά γιά τήν υπεράσπισι τοῦ πολιτισμοῦ μας, πού δέν πρέπει επί τούτου νά απορρίψωμε τήν κλασική εννοια τοῦ “ὄντος” καί τοῦ “γίγνεσθαι”. Θά επρεπε μάλιστα η χριστιανική πίστι νά αναλάβη τήν υπεράσπισι α’υτης τῆς εννοίας, καί οχι τό αντίθετο. Ενα, λοιπόν, από τά σημαντικότερα συμπεράσματα, πού μπορουμε νά αντλήσωμε από τήν εμπειρία τοῦ 20οῦ αιωνος ειναι οτι, η πίστι θά πρέπη νά φωτίση, νά ἑδραιώση τίς αξίες τοῦ πολιτισμου, λ.χ. τήν οικογένεια, κ.τ.λ., καί οχι τό αντίθετο.
Τελικά, κάθε τί στόν κλασσικό αθεϊσμό ειναι κακό, εκτός από τήν αφέλειά του, πού σήμερα απώλεσε…
Παλιότερα κυριαρχουσε η συνήθεια νά συνδέεται ενας λαός μέ τήν πίστι του: ορθόδοξος, καθολικός, προτεσταντικός λαός. Ισως κάποιες πραγματικότητες τοῦ παλαιου καιρου θά μπορουσαν ακόμη νά επιβιώσουν σ’ ενα απολιθωμένο κράτος ἢ σέ κάποιες “ὀάσεις”. Αλλά ζουμε πλέον στήν ερημο καί “ἡ ἔρημος ἐπεκτείνεται”, καθώς ειπε ο Νίτσε. Μέσα σ’ α’υτήν τήν νέα ερημο, ὅπου ειμεθα ολοι ξερριζωμένοι, δέν μπορουμε πλέον νά ριζώσωμε παρά μόνον κατακόρυφα, πρός τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανων. Καὶ σ᾿ α’υτήν τήν μεγάλη ερημο, πού δημιουργήθηκε από τήν βαθειά ανθρωπολογική κρίσι τῆς ἐποχῆς μας, οφείλομε, κατά τόν λόγο τοῦ Προφήτου, νά “ἑτοιμάσωμε τήν ὁδόν Κυρίου” (Ἡσ. μ΄, 3)…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου