Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Η Ιερότητα των ταφικών μνημείων *

Σπυρίδωνος Δ. Κοντογιάννη, Ανάτυπον εκ της Επιστημονικής Επετηρίδος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών τομ. ΛΕ, Αθήνα 2000, σελ. 433-441
 
1. Η επικαιρότητα του θέματος της εκκλησιαστικής ή μη κηδεύσεως των νεκρών είναι προφανής, αφού το τελευταίο έτος του αιώνα και της χιλιετίας δημοσιεύθηκαν πολλά άρθρα και συνεντεύξεις ειδικών και ασχέτων με το θέμα προσώπων, με θετικές ή και αντιθετικές τοποθετήσεις σε ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα. Ερέθισμα για την εντυπωσιακή πράγματι επιλογή και προβολή του θέματος στο προσκήνιο του γενικότερου ενδιαφέροντος, υπήρξε η παλαιότερη γνωστή τάση ορισμένων μελών τής Εκκλησιαστικής κοινωνίας να επιλέγουν, για ποικίλους λόγους, την καύση των νεκρών (1) αντί της καθιερωμένης ταφής, με ή και χωρίς την Ακολουθία της εκκλησιαστικής κηδεύσεως και μάλιστα να αξιώνουν τη νομοθετική κατοχύρωση της στα πλαίσια τής ελευθερίας των Ελλήνων πολιτών!
Η πρόσφατη όμως ένταση στην προσέγγιση και την αξιολόγηση του ζητήματος αυτού, καίτοι δεν είναι τελείως άσχετη προς την φαινομενικά μετριοπαθή ή και για ορισμένους εύλογη πρόταση, προέκυψε από τις επίσημες και επανειλημμένες δηλώσεις ή συνεντεύξεις του Υπουργού Δικαιοσύνης για επιτακτική ανάγκη νομοθετικής καθιερώσεως τής λεγόμενης κοσμικής κηδείας, ω ς υποχρεωτικής για όλους τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι, αν το επιθυμούν, θα μπορούν να ζητήσουν από πριν και την τέλεση ιδιωτικώς της εκκλησιαστικής ακολουθίας και ανεξάρτητα από τη διαδικασία της κοσμικής κηδείας (2) 2 . Βεβαίως, στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι ο τρόπος της κοσμικής κηδείας δεν δηλώνεται στην πρόταση, αλλ' οπωσδήποτε δεν αποκλείει την καύση των νεκρών ή και την ταφή, συμφώνως προς εκπεφρασμένη επιθυμία του νεκρού, ή και των οικείων του.
Κοινή λοιπόν προϋπόθεση ή συνέπεια της ενοχλητικής σε πολλές περιπτώσεις οξύτητας, με την οποία συζητούνται τόσο λεπτά ζητήματα, είναι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ή άμεση ή και έμμεση αποσύνδεση των νεκρών από την καθιερωμένη εκκλησιαστική κήδευση. Στην πρώτη περίπτωση είναι αξίωση ορισμένων πολιτών προς το κράτος για τη νομιμοποίηση της καύσεως των νεκρών, ε νώ στη δεύτερη περίπτωση είναι αξίωση του κράτους να αποσυνδεθούν όλοι οι πολίτες από την καθιερωμένη εκκλησιαστική κηδεία. Τα προβαλλόμενα στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή της καύσεως των νεκρών, επιχειρήματα, παρουσιάζουν μία ευλογοφάνεια κοινωνικού προβληματισμού με την επίκληση των γνωστών υγειονομικών, οικονομικών ή και άλλων κοινωνικών λόγων. Τα προβαλλόμενα στη δεύτερη περίπτωση επιχειρήματα, χωρίς να παραθεωρούν, για ευνόητους λόγους σκοπιμότητας, τον ανωτέρω προβληματισμό, αποδίδουν μεγαλύτερη έμφαση στη θεωρητική κυρίως επιδίωξη του σύγχρονου κράτους, αφ' ενός μεν να περιορίσει ή και να εξουδετερώσει κάθε θεσμική σχέση της θρησκείας με την κοινωνία, αφ' ετέρου δε να υπαγάγει τον πολίτη σε μια αποκλειστική σχέση με την κρατική εξουσία.
Είναι λοιπόν ευνόητο, ότι η σύγχρονη πρακτική ή θεωρητική αμφισβήτηση της θεσμικής αναγνωρίσεως ή κατοχυρώσεως της εκκλησιαστικής κηδείας, ανεξάρτητα από την υποκριτική ευλογοφάνεια ή νομιμότητα των προβαλλομένων προτάσεων, προκαλεί δικαιολογημένη ανησυχία όχι μόνο στην υπεύθυνη εκκλησιαστική ηγεσία, αλλά και στη συντριπτική πλειοψηφία των ορθοδόξων πολιτών, οι οποίοι θεωρούν αδιανόητη την οποιαδήποτε επιπόλαιη αντιμετώπιση ενός τόσο λεπτού ζητήματος, όπως συνάγεται και από την εντυπωσιακή πράγματι πυκνότητα σχετικών μελετών και άρθρων κατά τα τελευταία χρόνια. Τα προβαλλόμενα κυρία επιχειρήματα υπέρ του σεβασμού της παραδόσεως της ταφής των νεκρών και της εκκλησιαστικής κηδείας θα μπορούσαν να συνοψισθούν αφ' ενός μεν στην αμφισβήτηση των χρησιμοποιουμένων επιχειρημάτων, υγειονομικών, οικονομικών ή άλλων κοινωνικών, για την καθιέρωση της καύσεως των νεκρών ή της πολιτικής κηδείας, αφ' ετέρου δε στην προβολή της ορθοδόξου διδασκαλίας για την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου, η οποία εκφράζεται στην όλη πνευματική παράδοση της Εκκλησίας για τον σεβασμό όχι μόνο του θείου δώρου της ζωής, αλλά και του μυστηρίου του θανάτου, το οποίο εκφράζεται και περιγράφεται με εντυπωσιακό ρεαλισμό στη νεκρώσιμη ακολουθία και στην όλη μυσταγωγική τελετουργία της εκκλησιαστικής ταφής.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως, διακρίνονται τρεις μορφές θανάτου: ο πνευματικός, ο σωματικός ή φυσικός και ο αιώνιος. Και δια μεν του πνευματικού ή ψυχικού θανάτου νοείται ο χωρισμός του ανθρώπου, ως ψυχοσωματικής ολότητας, από τον Θεό σε αυτόν τον κόσμο· δια του σωματικού ή φυσικού δηλώνεται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, το οποίο παύει πλέον να υφίσταται βιολογικά ως ζωντανός οργανισμός· και δια του αιωνίου θανάτου διδάσκεται η ατελεύτητη οριστική και πλήρης αποξένωση του ανθρώπου από τον Θεό και την ένδοξη βασιλεία του, μετά τη Δευτέρα Παρουσία και κρίση του Κυρίου, εφόσον δεν έζησε «εν Χριστώ» και «κατά Χριστόν» επί της γης.
Και τα τρία αυτά είδη του θανάτου σχετίζονται με το γεγονός της προπατορικής αμαρτίας, δια της οποίας ο «θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον καί εἰς πάντας ἀνθρώπους διῆλθε» (3). Με την αμαρτία, την παράβαση δηλαδή της εντολής του Θεού, διασπάται η πνευματική σχέση, η οποία συνδέει τον άνθρωπο με τον Θεό, και έτσι ο αμαρτωλός άνθρωπος αποκόπτεται από την κοινωνία του με τον Θεό. Επειδή δε η ψυχή είναι το ανώτερο, πολυτιμότερο και συγγενέστερο προς τον Θεό στοιχείο του διφυούς ανθρώπου (ψυχή - σώμα), γι' αυτό και είναι εκείνη στην οποία κατ' εξοχήν αναφέρεται ο πνευματικός θάνατος. Η ψυχή όμως είναι στενά συνδεδεμένη με το σώμα του ανθρώπου και, επομένως, ο χωρισμός της ανθρώπινης ψυχής από τον Θεό αναφέρεται και στο σώμα του ανθρώπου. Ως δυνατότητα δε ο πνευματικός θάνατος υποδηλώνεται στην εντολή του δημιουργού προς τους πρωτοπλάστους: «ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε ἀπ' αὐτοῦ· ἡ δ' ἄν ἡμερα φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (4) ε νώ ως κατάσταση είναι η συνεχής διαβίωση του ανθρώπου «ἐν τῇ ἁμαρτία» και ο χωρισμός του, ιδιαίτερα της ψυχής του, από τον Θεό, που είναι η ζωή, ή αυτοζωή και η πηγή πάσης ζωής (5). Η αποκοπή αυτή έχει ως αποτέλεσμα την άρση της χάριτος του Θεού και την υποδούλωση του ανθρώπου στην αμαρτία και στον αρχηγέτη της Διάβολο. Εάν ο άνθρωπος παρέμενε μέσα στη χάρη του Θεού και έκανε καλή χρήση του αυτεξουσίου του, θα διατηρούσε τη δυνατότητα της αθανασίας ( posse non mori ), με την οποία προικίσθηκε από τον Δημιουργό του, και δεν θα την έχανε ( non posse mori ).
Σωματικός ή φυσικός θάνατος είναι η διακοπή της λειτουργίας του οργανισμού του ανθρώπου ως βιολογικού όντος. Δια του θανάτου αποκόπτεται η φυσική ζωή του ανθρώπου, νεκρώνεται βιολογικά το σώμα του και με την πάροδο του χρόνου αποσυντίθεται. Κατά τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής ο σωματικός ή φυσικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Με αυτόν ή ψυχή μεταβαίνει σε νέα κατάσταση, όπου οι μεν δίκαιοι προαπολαμβάνουν τα αγαθά της βασιλείας του Θεού, οι δε αμαρτωλοί προγεύονται τις οδύνες της κολάσεως, το δε σώμα, διαλυόμενο, δεν θεωρείται ότι καταστρέφεται, εφόσον η «διαφθορά» αυτή του σώματος δεν είναι αναίρεση τής ουσίας αλλά δαπάνη της θνητότητας και αφαίρεση της φθοράς. Η ουσία του σώματος δεν χάνεται με τον θάνατο, αλλά μόνο η φθορά εκδαπανάται, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος· «ἡ οὐσία μένει μετά πλείονος ἀνισταμένη τῆς δόξης» (6). Για τον λόγο αυτόν ο σωματικός θάνατος χαρακτηρίζεται από την Αγία Γραφή και από τους Πατέρες τής Εκκλησίας ως ύπνος, αφού «ὕπνος ἀναδέδεικται τῶν πιστευόντων ὁ θάνατος, σοῦ τεθέντος ἐν μνήματι, τοῦ πάντων δεσπόζοντος, καί τό τοῦ θανάτου, κράτος λελυκότος, καί καταργήσαντος αὐτοῦ, τήν δυναστείαν τήν πολυχρόνιον...» (7) , οι δε νεκροί ως κεκοιμημένοι.
Αιώνιος, τέλος, θάνατος είναι η ατελεύτητη και γεμάτη οδύνες κατάσταση, στην οποία θα βρεθούν οριστικά αποκομμένοι από τον Θεό, μετά τη Δευτέρα Παρουσία, όσοι δεν έζησαν, ζουν ή θα ζήσουν στη ζωή αυτή «ἐν Χριστῷ», ως ψυχοσωματικές ολότητες, της οποίας φοβερής καταστάσεως προγεύονται οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών ευθύς αμέσως με τον δια του φυσικού θανάτου αποχωρισμό τους από το σώμα. Ο αιώνιος θάνατος, συνέπεια και αυτός -όπως και ο σωματικός και ο πνευματικός- της προπατορικής αμαρτίας, αποτελεί συνέχεια του πνευματικού επί της γης θανάτου. Ο άνθρωπος που θα βρεθεί στον αιώνιο θάνατο θα είναι αποκομμένος α πό τον Θεό και θα συνοδυνάται με τον Διάβολο, εφόσον δεν υπάρχει καμία δυνατότητα επιστροφής 1 «καί ἀπελεύσονται οὖτοι (οι αμαρτωλοί) εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον» (8) 6 .
Ο θάνατος ως φυσικό επακόλουθο της αμαρτίας αποτελεί και τιμωρία του παραβάτη ανθρώπου, με παραχώρηση του Θεού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Θεός είναι ο αίτιος. Αίτιος του θανάτου είναι ο αυτεξούσιος και ελεύθερος άνθρωπος, ο οποίος «οὔτε οὖν φύσει θνητός ἐγένετο, οὔτε ἀθάνατος. Εἰ γάρ ἀθάνατον αὐτόν ἀπ' ἀρχῆς ἐπεποιήκει (=ο Θεός), Θεόν αὐτός ἐπεποιήκει. Πάλιν, εἰ θνητόν αὐτόν ἐπεποιήκει, ἐδόκει ἄν ὁ Θεός αἴτιος εἶναι τοῦ θανάτου αὐτοῦ. Οὔτε οὖν ἀθάνατον αὐτόν ἐποίησεν, οὔτε μήν θνητόν, ἀλλά καθώς ἐπάνω προειρήκαμεν, δεκτικόν ἀμφοτέρων·ἵνα, εἰ ρέψῃ ἐπί τά τῆς ἀθανασίας, τηρήσας τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, μισθόν κομίσηται παρ' αὐτοῦ τήν ἀθανασίαν, καί γένηται Θεός· εἰ δ' ἄυ τραπῇ ἐπί τά τοῦ θανάτου πράγματα, παρακούσας τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἑαυτῷ αἴτιος ᾖ τοῦ θανάτου. Ἐλεύθερον γάρ καί αὐτεξούσιον ἐποίησεν
ὁ Θεός ἄνθρωπον»"
(9). Οι άνθρωποι όμως «ἀποστραφέντες τά αἰώνια καί συμβούλια τοῦ διαβόλου εἰς τά τῆς φθορᾶς ἐπιστραφέντες ἑαυτοῖς αἴτιοι τῆς ἐν τῷ θανάτω φθορᾶς γεγόνασι» (10).
Ο θάνατος λοιπόν μεταδίδεται κληρονομικώς, ένεκα της ενότητας ανθρώπινης φύσεως σε όλους τους ανθρώπους, δια του γενάρχου Αδάμ. «Εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ' ᾧ πάντες ἥμαρτον» (11) κ αι «ἐν τῷ ἅπαντες ἀποθνήσκουσι» (12). Σύμφωνα με αυτά, όλοι οι άνθρωποι «κατακεκρίμεθα θανάτω, δια της εν Αδάμ παραβάσεως, όλης της ανθρωπείας φύσεως τούτου θοῦσης ἐν αὐτῷ· καί γάρ ἦν ἀπαρχή τοῦ γένους» (13).
Όμως ο θάνατος, μέσα στη γενική πρόνοια του Θεού, αποβαίνει τελικά ευεργεσία αυτού προς τον άνθρωπο. Διότι παραχωρήθηκε από τον Θεό ώστε διαμεῖναι αὐτόν (τον άνθρωπο) εἰς τόν αἰώνα ἐν ἁμαρτία ὄντα» (14) και «ἵνα μή ἀθάνατον ᾖ τό κακόν» (15). Ο ευεργετικός χαρακτήρας του θανάτου γίνεται πραγματικότητα, κατανοείται και επιτυγχάνεται για κάθε άνθρωπο προσωπικά μόνο εν Χριστῷ Ἰησοῦ, ο οποίος με την όλη ζωή του, μάλιστα δε με τον σταυρικό θάνατό του και τη ανάστασή του συνέτριψε τον θάνατο και έδωσε τη δυνατότα στους ανθρώπους να απαλλαγούν και να γίνουν μέτοχοι της αληθινής ζωής και κοινωνίας με τον Θεό. Για τους ανθρώπους ο «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανά τῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος» (16).
 
2. Υπό την έννοια αυτή, ο τάφος έγινε από την ίδρυση της Εκκλησίας αισθητό σύμβολο της ιερότητας της ζωής και του θανάτου, διότι συνδέθηκε άρρηκτα με το λυτρωτικό μήνυμα της ταφής και του τάφου του ιδρυτού της Εκκλησίας Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ό,τι συνέβη στον Πανάγιο Τάφο του Γολγοθά στον οποίο εναποτέθηκε μετά τη Σταύρωση το ακήρατο σώμα του Χριστού, αυτό εκφράζει το όλο λυτρωτικό μήνυμα του Χριστιανισμού. Αυτό βιώνεται στην ορθόδοξη παράδοση ως το αμετάθετο πρότυπο για την ιερότητα του μυστηρίου του θανάτου στην εν Χριστώ καινή ζωή όλων των πιστών (17). Έτσι, ο τάφος του Χριστού ο «θρόνος» και η «κοίτη» Αυτού, κατά τη θεολογία της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (787) (18)είναι η αστείρευτη πηγή της καινής ζωής όλων των χριστιανών, γι' αυτό και προεκτείνεται ως Α γία Τράπεζα σε ό λους τους ιερούς Ναούς, όπου τελεσιουργείται συνεχώς, μέχρι της συντέλειας του κόσμου το μυστήριο της θυσίας του Χριστού για τη σωτηρία του ανθρώπου ως «ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν» (19) και ως «φάρμακον αθανασίας» (20) για κάθε μετέχοντα πιστό.
Ο τάφος λοιπόν του Γολγοθά προβάλλεται στη ζωή της Εκκλησίας ως Αγία Τράπεζα των ιερών Ναών για να δηλώσει την ιερότητα του μυστηρίου του θανάτου και της τριημέρου ταφής του Χριστού για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και για κάθε άνθρωπο χωριστά, γι' αυτό και ο τάφος εκείνος, όπως επίσης και η ταφή του Χριστού, αποτελούν ιερό υπόδειγμα για όλους τους χριστιανούς, οι οποίοι καλούνται να βιώσουν, μέσα από τη δική τους ζωή τη ζωή του Χριστού, μιμούμενοι στη δική τους ζωή όσα ο ίδιος ο Χριστός ετέλεσε γι' αυτούς. Η μίμηση της επίγειας ζωής του Χριστού είναι τόσο σημαντική για κάθε χριστιανό, ώστε ο απόστολος Παύλος να ομολογεί, ότι «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (21) , υπό την έννοια βεβαίως της συνεχούς βιώσεως του πνευματικού περιεχομένου της εν Χριστώ καινής ζωής.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Η παρούσα μελέτη αποτελεί ανεπτυγμένη μορφή Εισηγήσεως στην Ημερίδα του Δήμου Αθηναίων, με θέμα «Η προστασία των Μνημείων τής Αθήνας. Α' Κοιμητήριο Αθηνών. Παρούσα κατάσταση - Νέες Τεχνολογίες - προοπτικές», που έγινε στις 13 Δεκεμβρίου 2000 στο ξενοδοχείο « Divani - Caravel ».
1. Στην Αγία Γραφή μόνο δυο περιπτώσεις μη ταφής αλλά καύσεως νεκρών αναφέρονται. Η πρώτη κάνει λόγο για την καύση των νεκρών σωμάτων του πρώτου βασιλέως των Εβραίων Σαούλ και του υιού του Ιωνάθαν (Α' Βασιλ. λα', 10) και η δεύτερη για την καύση μικρού αριθμού θυμάτων λοιμώδους νόσου (Αμώς στ', 10). Κοντογιάννη Σπυρίδωνος, «Ταφή, τάφος και ταφικά έθιμα (Εκκλ.)», Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννιχα, 37 (1993), σελ. 23.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία με θεολογικά, εκκλησιολογικά, αγιολογικά, κανονικά, ιστορικά, κοινωνικά, ποιμαντικά, ψυχολογικά κ.ά. κριτήρια και επιχειρήματα οριοθετεί απ' αρχής πίστη της υπέρ της ταφής των νεκρών, με βάση τον σεβασμό της στο ανθρώπινο πρόσωπο και κατ' ακολουθίαν στο σώμα του ανθρώπου, και απορρίπτει την καύση ή αποτέφρωση των κοιμηθέντων μελών της. Σχετικώς με την ταφή ή καύση των νεκρών βλ. Μπαλάνου Δημητρίου, Η καύσις των νεκρών υπό θρησκευτικήν έποψιν (εκδ. Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων Βιβλίων), Αθήναι 1912. Παπαμιχαήλ Γρηγορίου, Η καύσις των νεχρών, Αλεξάνδρεια 1912. Του ιδίου, «Καύσις ή ενταφιασμός», Εκκλησιαστικός Φάρος 10 (1912), σελ. 335-368. Σπυριδάκη Γ. Κ., «Τα κατά την τελευτήν έθιμα των Βυζαντινών εκ των Αγιολογικών πηγών», Ε πετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 20 (1950), σελ. 75-171. Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Τόμος Δ', (= 73 Collection de l ' Institut Fran ç ais d ' Ath è nes 73), εν Αθήναις 1951, σελ. 148-248. Πολυζωίδη Γερμανού, Επισκόπου Νύσσης, «Διατί η Εκκλησία μας αντιτίθεται εις την καύσιν των νεκρών», Εκκλησία ΛΑ' (1954), σελ. 317-318. Φυτράκη Ανδρέου, Λείψανα και τάφοι Μαρτύρων κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Ε ν Αθήναις 1955. Θεοδωρίδου Δημητρίου, Η καύσις τών νεκρών, Αθήναι 1956. Κατσά Γρηγορίου, «Η ανά τους αιώνας μεταχείρισις των νεκρών», Αστυνομικά Χρονικά Δ' (1956), σελ. 66-67. Σωτηρίου Γεωργίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία. Χριστιανικά Κοιμητήρια, Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική, Αθήναι 1978 3 . Γαλανοπούλου Μελετίου, Μητροπολίτου Κυθήρων, Διατί ταφή και ουχί καύσις των νεκρών, Αθήναι 1962. Μακρή Σπυρίδωνος, «Νεκροί. Το ζήτημα της καύσεως των νεκρών», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 9 (1966), στ. 385-386. Κεφαλά Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως (Του Αγίου), Μελέτη περί της αθανασίας της ψυχής και περί των ιερών Μνημοσύνων (εκδ. Ρηγόπουλου), Θεσσαλονίκη 1973. Σάκκου Στεργίου, «Ιερού Αυγουστίνου: Φροντίδα για τους νεκρούς « De Cura pro Mortuis gerenda », Γρηγόριος ο Παλαμάς 64 (1981), σελ. 332-337. Αντουράκη Γεωργίου, Ταφή, καύση και ανάσταση νεκρών. Μηνύματα από την Παράδοση και την Τέχνη, Αθήνα 1986 2 . Καλλινίκου Κωνσταντίνου, Πρωτοπρεσβυτέρου, Πέραν του τάφου (εκδ. Γρηγόρη), Αθήνα 1987 5 . Μαντζουνέα Ευαγγέλου, Πρωτοπρεσβυτέρου, Η καύσις των νεκρών, Αθήναι 1987. Θεοδώρου Ανδρέα, ’μωμοι εν οδώ Αλληλούια (εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος), Αθήνα 1990. Τίγκα Αναστασίου, Η ταφή των νεκρών, Αθήναι 1993 .Κοντογιάννη Σπυρίδωνος, «Ταφή, τάφος και ταφικά έθιμα (Έκκλ.), Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα, 57 (1993), σελ. 23. Βλάχου Ιεροθέου, Αρχιμ. (νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου), Η ζωή μετά θάνατον, Λειβαδιά 1994. Λέκου Ευαγγέλου, Ταφή ή καύση των νεκρών; (εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος), Αθήνα 1994. Σταθόπουλου Μιχάλη, «Η Συνταγματική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας και οι σχέσεις Πολιτείας - Εκκλησίας», εν Χριστόπουλου Δημήτρη (επιμ.), Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα (Σειρά Μελετών, Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών ομάδων 2), Αθήνα 1999, σελ. 233. Τσαντίλα Ιωάννου, Εκκλησιαστική ταφή ή Αποτέφρωση; Αθήναι 1999.
2. Την προσφάτως εκφρασθείσα θέση - απάντηση της Εκκλησίας της Ελλάδος στις δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης και της προθέσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως για την καθιέρωση της καύσεως των νεκρών και την «κοσμική κηδεία» βλ. στις Εισηγήσεις - ανακοινώσεις που έγιναν στην οργανωθείσα, από τη Συνοδική Επιτροπή Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ημερίδα, με θέμα: «Η καύση των νεκρών», που πραγματοποιήθηκε στο Ξενοδοχείο Divani - Caravel την Τετάρτη 3 Μαρτίου 1999 . Οι εν λόγω Εισηγήσεις εκδόθηκαν σε ιδιαίτερο τόμο με τον τίτλο «Ταφή ή καύση των νεκρών», α πο τον «Κλάδο Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» [= 3 - Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη - 3], Αθήναι 2000, και είναι: Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ταφή ή καύση των νεκρών, Εισαγωγική ομιλία, σελ. 22 - 28. Ιεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Η θεολογική άποψη και οι εκκλησιολογικές συνέπειες της καύσεως των νεκρών, σελ. 29-47. Χριστινάκη Παναγιώτου, Ταφή ή καύση των νεκρών; (Ιστορικοκανονική θεώρηση), σελ. 48 -71. Χατζηνικολάου Νικολάου, Αρχιμ., Το σήμερα, το χθες και το για πάντα της ταφής και της καύσεως των Νεκρών, σελ. 72 -85. Καρπαθίου Στυλιανού, Πρωτοπρ., Η καύση των νεκρών. Αναφορά στην ψυχολογία του φαινομένου, σελ. 86 - 98. Μαντζαρίδου Γεωργίου, Η καύση των νεκρών από την άποψη της Χριστιανικής Ανθρωπολογίας και Ηθικής, σελ. 99-107.
Στην Ελλάδα με τον νόμο «Περί νεκροταφείων και ενταφιασμού νεκρών» της 28ης Μαρτίου 1834, ορίστηκε ότι οι νεκροί πρέπει να θάπτονται σε ιδιαίτερα κοιμητήρια (= νεκροταφεία) εκτός των πόλεων και των χωριών, ενώ μέχρι τότε θάπτονταν στον περίβολο των ναών, ιδιαίτερα στα χωριά. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απαγόρευσε την ταφή νεκρών μέσα στους ναούς με τις εγκυκλίους της από 30 Οκτωβρίου 1857 και 13 Δεκεμβρίου 18 74. Παλαιότερα, η απαγόρευση της ταφής νεκρών μέσα στους ναούς είχε θεσπιστεί με σχετικές εγκυκλίους των Οικουμενικών Πατριαρχών Ιερεμία Δ' (1809-1813) του έτους 1810 και Γρηγορίου Στ' (α' 1835-1840, β' 1867-1871) του έτους 1838 (Κοντογιάννη Σπυρίδωνος , «Ταφή, τάφος και ταφικά έθιμα (Εκκλ.)», Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα, 57 (1993), σελ. 23.
3. Ρωμ. ε', 12.
4. Γεν. β', 17.
5. Ματθ. κβ', 32· Μάρκ. ιβ', 27· Ιω. α, 4- ε', 26· ιβ', 25· ιδ', 6 κ.λ.π.
6. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις ΜΗ' Ψαλμόν, Ρ G 55, 230.
7. Στιχηρόν προσόμοιον τής Ακολουθίας του εξοδιαστικού των Μοναχών, στο Ευχολόγιον το Μέγα της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας περιέχον τας των επτά μυστηρίων Ακολουθίας, τας των χειροτονιών τάξεις, κατά την εν τω αρχιερατικώ ερμηνείαν, την τε των εγκαινίων του ναού ακολουθίαν, κατά την εν Βουκουρεστίω εκδοσιν, ετέρας ακολουθίας και ευχάς, ως και τα Αποστολοευαγγέλια των επισημότερων εορτών, Σπουδη και Επιστασία Σπυρίδωνος Ζερβού Ιερομόναχου, Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου. Νυν δε επανεκδιδόμενον εις Γ' Έκδοσιν υπό του Εκδοτικού Οίκου «ΑΣΤΗΡ» βάσει της εν Βενετία Β' εκδόσεως 1862 εκ της Ελληνικής Τυπογραφίας του Φοίνικος, Εκδοτικός Οίκος «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ. & Ε. Παπαδημητρίου, Οδός Λ υκούργου 10 - Αθήναι, χ.ε. έκδ., σελ. 427.
8. Ματθ. κβ', 46.
9.Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον, Ρ G 6, 1093Β-1096Α.
10. Αθανασίου του Μεγάλου, Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου και της δια σώματος προς ημάς επιφανείας αυτού, Ρ G 25, 104 D - 105Α.
11. Ρωμ. ε, 12.
12. Α' Κορινθ. ιε', 22.
13. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους επιστολήν, 74, 785 D .
14. Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον, Ρ G 6, 1092 C -1093Α.
15. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΑΠ, Εις τα Θεοφάνεια είτουν Γενέθλια
Σωτήρος, Ρ G 36, 324 D .
16. Για τις τρεις μορφές τού θανάτου (πνευματικό, σωματικό ή φυσικό και αιώνιο) Κοντογιάννη Σπυρίδωνος, «Θάνατος. Δογματική», Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, 27 (1987), σελ. 276 - 277.
17. Η ταφή του Χριστού από τους δύο επίσημους Ιουδαίους , Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας και Νικόδημο τον κρυφό μαθητή του Κυρίου, εξιστορείται και από τους τέσσσερεις Ευαγγελιστές (Ματθ. κζ', 57 - κη', 1-15· Μαρκ. ιε', 42 - ιστ 1-8- Λουκ. κγ', 50 - κδ', 1-12· Ιω. ιθ', 38 - κ', 1-18). Κατά τη διδασκαλία τής Ορθόδοξης Εκκλησίας η ταφή του Σωτήρος αποτελεί τμήμα του απολυτρωτικού του έργου. Μέρος αναπαλλοτρίωτο της χριστιανικής πίστεως αποτελεί και η θριαμβευτική κάθοδος του στο βασίλειο του θανάτου «εις ’δου κάθοδος». Η διδασκαλία αυτή της Εκκλησίας στηρίζεται στην Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση από τους αποστολικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Κατά τη χριστιανική πίστη δηλαδή, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός κατήλθε στον ’δη όχι από απλή φυσική ανάγκη, στην οποία υπόκεινται όλοι οι θνητοί, αλλά κατήλθε ελευθέρως και θριαμβευτικώς, ως κήρυκας της απολυτρώσεως προς αυτούς οι οποίοι πέθαναν πριν από αυτόν και ως καταλύτης του κράτους του θανάτου. Έτσι στο σωτηριώδες γεγονός της ταφής του Χριστού συναντώνται και τα τρία αξιώματα του Κυρίου, το προφητικό που κατακλείεται με τη διδαχή του προς «τα εν φυλακή πνεύματα», το αρχιερατικό που επισφραγίζεται εδώ με τον ιλαστήριο θάνατο του και το βασιλικό, το οποίο με την ανάσταση του δεικνύει τη βασιλική του δύναμη και εξουσία, αφού συνανιστά μαζί του το ανθρώπινο γένος. Από το γεγονός της ταφής του Χριστού η Εκκλησία ήταν και είναι πάντοτε υπέρ της ταφής των νεκρών μιμούμενη το παράδειγμα αυτό. ’λλωστε, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, το σώμα του ανθρώπου και ιδιαίτερα του χριστιανού θεωρείται «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» (Α' Κορινθ. στ', 19), έχει δε καθαγιασθεί αυτό (το σώμα) με το Βάπτισμα, τη Θεία Ευχαριστία, τα λοιπά Μυστήρια και τις διάφορες αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας. Κατά την πίστη της Εκκλησίας «ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α' Κορινθ. γ', 17). ’λλωστε, η πίστη στην ανάσταση των σωμάτων των νεκρών, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, συνηγορεί υπέρ της ταφής των νεκρών. Γι' αυτό και η Εκκλησία συνοδεύει την ταφή των μελών της με ευχές και δεήσεις, μνημόσυνα, τρισάγια κ.ά., διότι κατά το Σύμβολο της Πίστεως μας «προσδοκώμεν ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Κοντογιάννη Σπυρίδωνος, «Ταφή, Τάφος και ταφικά έθιμα (Εκκλ.)», Πάπυρος -Λαρούς - Μπριτάννικα, 57 (1993), σελ. 23.
18. Μ ansi Johannes Dominicus, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio , τόμ . 13, Craz 1960 2 , στ . 44-45. Πρβλ. και Οικονόμου Κωνσταντίνου, του εξ Οικονόμων, Σιωνίτης προσκυνητής, Αθήνησι 1850, σελ. 94-95. Οικονόμου Ηλία, «Η θεολογία της τιμής προς τους Αγίους Τόπους», στο Εικοσιπενταετηρίς της αρχιερατείας της Α.Θ.Μ. του Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.κ. Διόδωρου του Α', Ε ν Ιεροσολύμοις 1988, σελ. 33. Κοντογιάννη Σπυρίδωνος, «Το καθεστώς ( status quo ) των Αγίων Τόπων μεταξύ των Λατινικών διεκδικήσεων και της Πανσλαβιστικής Προπαγάνδας», Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολης του Πανεπιστημίου Αθηνών 30 (1995).
19. Ιγνατίου του Θεοφόρου, Επιστολή προς Εφεσίους, κεφ. XX , Ρ G 5, 661 Α.
20. Ιγνατίου του Θεοφόρου, όπ.π.
21. Γαλ. β', 20.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου