Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Γιὰ τὸν θάνατο. Metropolitan Anthony Bloom .

 Νὰ ζοῦμε τὴν κάθε στιγμὴ

Ὁ θάνατος εἶναι τὸ κριτήριο ποὺ δοκιμάζει τὴ στάση μας γιὰ τὴ ζωή. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ φοβοῦνται τὸν θάνατο, φοβοῦνται τὴ ζωή. Εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν αἰσθάνεται κανεὶς φόβο γιὰ τὴ ζωὴ μὲ ὅλη τὴν πολυπλοκότητα καὶ τοὺς κινδύνους της, ἀλλὰ νὰ φοβᾶται τὸν θάνατο. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο δὲν εἶναι πολυτέλεια ν’ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ζήτημα τοῦ θανάτου. Ἐὰν μᾶς τρομάζει ὁ θάνατος δὲν θὰ βροῦμε ποτὲ τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀναλάβουμε μία διακινδύνευση, ἀλλὰ θὰ σπαταλήσουμε τὴ ζωή μας μὲ δειλό, περιδεῆ καὶ φοβισμένο τρόπο. Μόνο ἐὰν μάθουμε ν’ ἀντιμετωπίζουμε τὸν θάνατο, ἐὰν βροῦμε τὸ νόημά του καὶ καθορίσουμε τὴ θέση του στὴ ζωή μας, θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε ἄφοβα καὶ μὲ πληρότητα. Συχνὰ περιμένουμε νὰ φθάσουμε στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας γιὰ νὰ σκεφθοῦμε τὸν θάνατο, ἐνῶ θὰ εἴχαμε ἴσως διαγράψει μία ἐντελῶς διαφορετικὴ ζωὴ ἐὰν τὸν ἀντιμετωπίζαμε νωρίτερα.

Μία πατερικὴ νουθεσία, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται μέσα στοὺς αἰῶνες, λέει ὅτι θὰ πρέπει νὰ νήφουμε ἔχοντας καθημερινὰ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Μόνο ποὺ ἡ ἁπλὴ ἀναφορὰ αὐτῆς τῆς ἀλήθειας στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ ἀνασφάλειες καὶ ἔλλειψη πίστης καὶ βιώματος, θὰ τὸν κάνει νὰ σκεφτεῖ ὅτι καλεῖται νὰ ζήσει στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου, σὲ μιὰ κατάσταση μελαγχολίας. Θὰ νομίσει ὅτι ὁ θάνατος τὸν περιμένει σὲ κάθε του

βῆμα καὶ ὅτι ἡ ζωὴ δὲν ἔχει πιὰ κανένα νόημα. Ἡ σταθερὴ καὶ βαθειὰ μνήμη τοῦ θανάτου θὰ λειτουργήσει γι’ αὐτὸν σὰν Δαμόκλειος σπάθη ποὺ ἐπικρέμαται πάνω του, στερώντας του κάθε ἀπόλαυση καὶ χαρὰ τῆς ζωῆς. Μιὰ τέτοια κατανόηση βέβαια δὲν ἔχει νόημα. Χρειάζεται νὰ καταλάβουμε τὴν ἔννοια ποὺ ἔχει ἡ μνήμη τοῦ θανάτου σὲ ὅλη της τὴ σημασία: ὡς τὴν καταξίωση τῆς ζωῆς, ὄχι τὴν ἀπαξία της.

Τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς μας τὸν περνοῦμε καταστρώνοντας σχέδια σὰν νὰ πρόκειται νὰ ζήσουμε μιὰ ἄλλη ζωὴ σὲ ἕναν μεταγενέστερο χρόνο. Δὲν ζοῦμε μὲ τρόπο ἀποφασιστικό, ἀλλὰ φευγαλέο. σὰν νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴ μέρα ποὺ πραγματικὰ θ’ ἀρχίσουμε νὰ ζοῦμε. Μοιάζουμε μὲ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ φτιάχνουν ἕνα πρόχειρο περίγραμμα μὲ τὴν πρόθεση νὰ τὸ ὁλοκληρώσουν ἀργότερα. Τὸ πρόβλημα, ὡστόσο, εἶναι πὼς αὐτὴ ἡ τελικὴ ἐκδοχὴ δὲν ἔρχεται ποτέ. Ὁ θάνατος μᾶς προλαβαίνει πρὶν βροῦμε τὸν χρόνο, ἢ ἀκόμα καὶ πρὶν νὰ ὁριστικοποιήσουμε τὴν ἐπιθυμία μας μὲ μιὰ πιὸ συγκεκριμένη μορφή. Μεταθέτουμε συνεχῶς τὴν ἀπόφασή μας γιὰ τὴν ἐπαύριο. Κι ἂς γνωρίζουμε καλὰ ὅτι αὐτὸ τὸ αὔριο δὲν ἔρχεται ποτέ.

Ἡ προτροπὴ γιὰ ἐπαγρύπνιση μπροστὰ στὸν θάνατο δὲν μᾶς προσκαλεῖ σὲ μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ τὴν αἴσθηση τοῦ τρόμου, μήπως ὁ θάνατος μᾶς προφτάσει ξαφνικά, ἀπροετοίμαστα. Ἀλλά, μᾶλλον μᾶς καλεῖ σὲ ἐγρήγορση γιὰ τὴν κάθε πράξη, τὰ λόγια, τὰ ἀκούσματα καὶ τὶς ἀντιδράσεις μας ποὺ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ τελευταία ἐμπειρία τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Ἐὰν μ’ αὐτὴ τὴ σκέψη στὸ νοῦ συνδιαλεγόμασταν μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ βρίσκονται ἀπέναντί μας, θὰ εἴμασταν πολὺ πιὸ προσεχτικοὶ στὸν λόγο καὶ τὴ στάση μας.

Ἐὰν εἴχαμε ἀσκηθεῖ νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν σπουδαιότητα κάθε στιγμῆς ὡς τελευταίας, ὁλόκληρη ἡ ζωή μας θὰ ἄλλαζε ριζικά. Ὁ ἀργὸς λόγος ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο ἐπικρίνει (Ματθ. 12:36), ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἐπιλογὲς καὶ ἐνέργειες ποὺ στεροῦνται νοήματος καὶ ἀποβαίνουν κάποτε καταστροφικές, θὰ εἶχαν ἀποφευχθεῖ. Θὰ ζυγίζαμε τοὺς λόγους καὶ τὶς πράξεις μας ὥστε νὰ ὁδηγοῦν τὴ ζωὴ πρὸς μία κορύφωση καὶ νὰ ἐκφράζουν τὴν τελειότητα τῆς σχέσης –τίποτε λιγότερο.

Μόνο ἡ σκέψη τοῦ θανάτου μπορεῖ νὰ δώσει στὴ ζωὴ αὐτὴ τὴ νήψη καὶ τὸ βάθος, νὰ ἐνεργοποιήσει τὴν ἴδια τὴ ζωή. Μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ κάνει τὴ ζωὴ τόσο ἔντονη ὥστε κάθε στιγμὴ τοῦ παρόντος νὰ περικλείει ὁλόκληρη τὴ ζωή. Αὐτὸς εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἀσκητὲς καὶ ἐρημίτες πολέμησαν ἐνάντια στὴν ἀκηδία, τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀμέλεια, ἐνάντια δηλαδὴ σὲ ὅλες ἐκεῖνες τὶς συμπεριφορὲς ποὺ μᾶς κλέβουν τὴν εὔκαιρη στιγμὴ καὶ μᾶς ἐκτρέπουν σὲ ἀδιαφορία. Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ πράγματα ποὺ καλούμαστε νὰ μάθουμε εἶναι ἡ ἐγρήγορση, τόσο ἀπέναντι στὸν ἑαυτὸ μας ὅσο καὶ ἀπέναντι στὴν κατάσταση τοῦ ἄλλου. Αὐτὴ εἶναι ἡ στάση ποὺ θὰ ἀντέξει τὴ δοκιμασία τόσο τῆς ζωῆς ὅσο καὶ τοῦ θανάτου. Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ σὲ κάθε στιγμὴ εἶναι μία ἔσχατη πράξη.

Φόβος θανάτου, προσδοκία θανάτου

Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν προσωπική μας ἐμπειρία ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μαρτυρίες ἄλλων, ὅτι ἀπέναντι στὸν θάνατο αἰσθανόμαστε φόβο καὶ ἀνασφάλεια. Γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, αὐτὸ ποὺ πιὸ πολύ μᾶς φοβίζει εἶναι ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου παρὰ τὸ ἴδιο τὸ γεγονός. Ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων θὰ ἀποδεχόταν τὸν θάνατο ἐὰν εἶχε τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ ἔρθει ὅπως ὁ ὕπνος, χωρὶς νὰ μεσολαβήσει κάποιο διάστημα φόβου ἢ ἀβεβαιότητας.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι συχνὰ ὁ θάνατος περικλείεται ἀπὸ ἕνα εἶδος γοητείας, σχεδὸν θελκτικότητας. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εὔχονται «νὰ εἶχαν πεθάνει». Αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἐπιθυμοῦν εἶναι ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ κάθε εὐθύνη ἀπέναντι στὸν ἑαυτό τους, τὸν Θεό, ἢ τὸν πλησίον τους καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν βρεφικὴ ἡλικία τοῦ ἀνέμελου παιχνιδιοῦ. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς θὰ προτιμοῦσαν νὰ βλέπουν τὴ ζωὴ σὰν παιχνίδι παρὰ νὰ ζοῦν μὲ ὑπευθυνότητα. Συνεπῶς, ὁ θάνατος λογίζεται σὰν τὸν τρόπο ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὶς δεσμεύσεις καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τῆς ζωῆς. Αὐτὴ ὡστόσο δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀρνητικὴ πλευρὰ τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἔτσι γίνεται ὁ δρόμος μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο κανείς, πλανώμενος, ἀπομακρύνεται ἀπὸ ὅσα προσφέρει ἡ ζωὴ στὸ ἐπίπεδό τῆς πρόκλησης καὶ τῆς σχέσης. ὅταν κάποιος ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν φοβᾶται τὸν θάνατο θὰ πρέπει νὰ τὸν καλέσουμε νὰ ἀναρωτηθεῖ μήπως ἡ ἀποδοχὴ ἢ ἀκόμα καὶ ἡ προσδοκία τοῦ θανάτου ἐκ μέρους του κρύβει μέσα της τὸν φόβο γιὰ τὴ ζωή. Ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸν θάνατο ἂς μὴν εἶναι ρομαντική.

Ἐὰν κοιτάξουμε τὸ βίο τῶν ἁγίων θὰ ἀνακαλύψουμε μιὰ ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου. Ἡ ἀγάπη τους γιὰ τὸν θάνατο δὲν θεμελιώνεται στὸν φόβο τους γιὰ τὴ ζωή. ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. 1:21, 23), ἐκφράζει τὴν ἀπόλυτη καταλλαγή του μὲ τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος ἐμφανίζεται στὸν ἀπόστολο ἐν εἴδει θύρας ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν αἰωνιότητα καὶ θὰ τοῦ δείξει τὸν δρόμο γιὰ τὴν πρόσωπο πρὸς πρόσωπο συνάντηση μὲ τὸν Κύριο ποὺ ἀγαπᾶ. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ ἐλπιδοφόρες σκέψεις καὶ εὐχολόγια.

Γιὰ νὰ λαχταρᾶ κανεὶς τὸν θάνατο μὲ αὐτὸν τὸν συγκεκριμένο τρόπο καὶ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τὸν βλέπει ὡς τὸ ἐπιστέγασμα τῆς ζωῆς του θὰ πρέπει νὰ βιώνει τὴν αἰωνιότητα ἀπὸ τούτη τὴ ζωή. Δὲν θὰ πρέπει νὰ σκεφτόμαστε τὴν αἰωνιότητα σὰν κάτι ποὺ θὰ ἔλθει μεταγενέστερα, σὰν ἕνα εἶδος μελλοντικῆς εὐτυχίας ἢ μελλοντικῆς ἐξασφάλισης.

Οἱ ἀπόστολοι ἔγιναν ἄφοβοι μόνο ὅταν οἱ ἴδιοι ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἔγιναν μέτοχοι τῆς αἰώνιας ζωῆς. ὅσο ἀκόμα δὲν εἶχαν γίνει μάρτυρες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ καὶ παρέμεναν ἄγευστοι τοῦ Πνεύματος, ἦταν ἀγκιστρωμένοι στὸν φόβο τῆς ἐφήμερης ζωῆς τους. Ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔζησαν τὴν ἐμπειρία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὁ φόβος τῆς ἀπώλειας τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους ἐξαφανίστηκε. Γιατί γνώριζαν πὼς ὁ φθόνος, οἱ διωγμοὶ καὶ ὁ θάνατος δὲν θὰ ἔκαναν τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς ζωῆς καὶ νὰ τοὺς εἰσαγάγουν στὸ ἀτέλεστο βάθος τῆς αἰωνιότητας, τῆς «ἀεικίνητης στάσης» κατὰ τὴν παράδοξη φράση τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ. Κι αὐτὴ ἡ αἰωνιότητα ἦταν γνώριμη ὡς παροῦσα ἐμπειρία, ὄχι ἁπλὰ σὰν μέρος τῆς πίστης. Ἡ ἴδια ἀλήθεια ἴσχυε καὶ στοὺς μάρτυρες. Ἦταν πρόθυμοι νὰ πεθάνουν γιὰ νὰ μετέχουν στὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς αὐταπάρνησης, γιατί εἶχαν ἤδη γευτεῖ τὴν αἰωνιότητα ἀπὸ τούτη τὴ ζωή.

Ὁ θάνατος ὡς καθημερινὸ γεγονὸς

Θὰ μαθαίναμε περισσότερα γιὰ τὸν θάνατο ἐὰν μπαίναμε στὸν κόπο νὰ ἐξετάσουμε τὴν προσωπική μας ἐμπειρία. Ὁ θάνατος μᾶς εἶναι πολὺ πιὸ οἰκεῖος ἀπ’ ὅσο φανταζόμαστε καὶ ὅλοι εἴμαστε σὲ θέση νὰ μιλήσουμε γιὰ κάποια ἐμπειρία «θανάτου» ποὺ ὅμως πολὺ ἀπέχει ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἴσθηση φόβου.

Κατὰ μία πρακτικὴ ἔννοια, «πεθαίνω» σημαίνει «χάνω τὴν αὐτοσυνειδησία μου καὶ περιπίπτω σὲ μία κατάσταση λήθης». Αὐτὴ ἡ προοπτικὴ προξενεῖ σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους φόβο. Κι ὅμως, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς παραδίδεται στὸν ὕπνο κάθε βράδυ, βυθίζεται ὁλοκληρωτικὰ στὴ λήθη, χωρὶς κανέναν φόβο. Γιατί; Διότι αἰσθανόμαστε βέβαιοι –σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀδικαιολόγητα βέβαιοι- πὼς τὸ ἑπόμενο πρωὶ θὰ ξυπνήσουμε. Ἐλπίζουμε ὅτι τὸ ἑπόμενο πρωὶ θὰ ξημερώσει καὶ γιὰ μᾶς κι ὅτι ὁ ὕπνος δὲν εἶναι παρὰ μία προσωρινὴ ἐμπειρία. Ἄς παραβάλλουμε αὐτὴ τὴ διαδικασία μὲ ἐκείνη τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀφύπνισης στὴν αἰωνιότητα. Γιατί στὴν πραγματικότητα παίρνει κανεὶς μεγάλο ρίσκο ὅταν κλείνει τὰ μάτια καὶ ἀποκοιμιέται.

Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἐπικίνδυνος τόπος ἀπὸ τὸ κρεβάτι μας, ἂν ἀκούσουμε τὴν ἱστορία τοῦ ναυτικοῦ καὶ τοῦ βοσκοῦ ποὺ συγκρίνουν τοὺς κινδύνους τῆς προσωπικῆς τους βιωτῆς. Ὁ βοσκὸς ἐπιμένει ὅτι οὐδέποτε θὰ ριψοκινδύνευε νὰ ζήσει στὴ θάλασσα. Ὁ ναυτικὸς ποὺ ἔχει διαφορετικὴ ἄποψη ρωτᾶ τὸν βοσκό: «Πῶς πέθανε ὁ πατέρας σου;» «Πέθανε στὸ κρεβάτι του». «Κι ὁ δικός του πατέρας;» «Κι ἐκεῖνος στὸ κρεβάτι του». Καὶ ἔκπληκτος ὁ ναυτικός: «Καὶ τολμᾶς νὰ ξαπλώνεις στὸ κρεβάτι σου κάθε βράδυ;»

Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἀντικρύζουμε τὸν θάνατο κάθε βράδυ, μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ σιγουριά. Κι ὅταν αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ προσωρινὸς θάνατος δὲν ἔρχεται τόσο εὔκολα, καταφεύγουμε ἀκόμα καὶ σὲ τεχνητὲς μεθόδους γιὰ νὰ τὸν συναντήσουμε. Δὲν εἶναι περίεργο ποὺ δὲν βγάζουμε συμπεράσματα ἀπὸ τὰ πιὸ ἁπλὰ πράγματα στὴ ζωή;

Ἀλλὰ καὶ μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο ἡ ἐμπειρία τοῦ θανάτου μας εἶναι οἰκεία, καθὼς στὴ διάρκεια τοῦ βίου «πεθαίνουμε» μὲ πολλοὺς τρόπους. ὅταν περνοῦμε ἀπὸ τὴ βρεφικὴ στὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ κατόπιν στὴ νεότητα καὶ τὴν ἐφηβεία κι ἀπὸ κεῖ στὴν ὡριμότητα καὶ τὰ γειρατιά, φανταζόμαστε ὅτι ἁπλὰ μεταβαίνουμε ἀπὸ τὸ ἕνα στάδιο στὸ ἄλλο. Κι ὅμως, ἐφόσον ἐξελισσόμαστε, μία σειρὰ ἀπὸ πράγματα ποὺ εἴχαμε πρὶν οἰκειοποιηθεῖ πεθαίνουν μέσα μας. Γιατί ἀλλιῶς, ἐὰν ὡς νέοι ἢ ἐνήλικες διατηρήσουμε τὰ χαρακτηριστικά τῆς νηπιότητάς μας, θὰ γίνουμε παιδαριώδεις. Προκειμένου νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ὡριμότητα κάθε ἑπόμενου σταδίου τῆς ἐξέλιξής μας, πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε ὅτι κάποια πράγματα μέσα μας πεθαίνουν, τὰ ἀποχωριζόμαστε γιὰ πάντα. Κι αὐτὸς ὁ ἀποχωρισμὸς μπορεῖ νὰ εἶναι μία ἐπίπονη καὶ δύσκολη διαδικασία, κατὰ κάποιον τρόπο τόσο δύσκολη ὅσο καὶ ὁ σαρκικὸς θάνατός μας. Πολλοὶ γονεῖς ἔχουν παρόμοια ἐμπειρία: λαχταροῦν γιὰ τὸ παιδί τους νὰ παραμείνει μικρὸ ἀγόρι καὶ στὸ βάθος ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴ θέα τοῦ νέου ἐνήλικα ποὺ ἀπεκδύεται τὴ νεότητά του.

Ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου μέσα στὴ ζωὴ μᾶς ἀκολουθεῖ κάθε στιγμή. Αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ τὸ ἀποδεχτοῦμε πιὸ ἐνεργά. ἔτσι, ὥστε νὰ φοβόμαστε λιγότερο τὸν θάνατο ὡς τελεσίδικη ἀπώλεια. Θὰ μάθουμε μᾶλλον νὰ τὸν θεωροῦμε ὡς ἀναπόφευκτο μέρος τῆς διαδικασίας ἐκείνης μὲ τὴν ὁποία ὡριμάζουμε πρὸς τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς.

Ὁ θάνατος τοῦ ἑαυτοῦ

Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ νὰ ἀπωλέσουμε τὸν ἑαυτό μας. Πρόκειται γιὰ φράση διφορούμενη, ὅπως κάθε τί ποὺ λέγεται γιὰ τὸν θάνατο. Μήπως σημαίνει τὴν αὐτοκαταστροφή; Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία καὶ ἐπιχειροῦν νὰ τὴν ἐφαρμόσουν. Συνήθως εὐτυχῶς ἀποτυγχάνουν, ἀλλὰ τοὺς ἀπομένει ἡ πληγὴ τῆς τρομακτικῆς τους ἀπόπειρας. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου σημαίνει στὴν πραγματικότητα τὴν ἀποδοχὴ ἐκείνης τῆς διαδικασίας ἀπέκδυσης ἕως ὅτου φτάσουμε στὸ σημεῖο νὰ βροῦμε ὅτι μέσα μας ὑπάρχει ἕνας ἀληθινὸς καὶ βαθὺς ἐαυτὸς ποὺ ἀνήκει στὴν αἰωνιότητα κι ἕνα ἄλλο ρηχὸ «ἐγὼ» ποὺ πρέπει ν’ ἀποβάλλουμε. Χρειάζεται νὰ ἀπωλέσουμε αὐτὸν τὸν ἐξωτερικὸ ἑαυτὸ προκειμένου νὰ ζήσουμε μὲ πληρότητα.

Πολλοὶ νομίζουν ὅτι ἀποκτοῦν τὴ συνείδηση τῆς ὕπαρξής τους μέσα ἀπὸ τὴν αὐτοεπιβεβαίωση καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαιτοῦν ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ οἱ ἄλλοι βέβαια ἀντιδροῦν, προσπαθώντας νὰ ὑπερασπιστοῦν τὸν ἑαυτὸ τους ἀπέναντι σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἐπίθεση. Ἕνας τρόπος ὑπάρχει γιὰ νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴ μὴ αὐτὸ-δικαίωση καὶ νὰ σταματήσουμε νὰ ὑπογραμμίζουμε τὴν ὕπαρξή μας ἀπέναντι στοὺς τρίτους: Μόνο ἐὰν πιστέψουμε -μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐμπειρίας- ὅτι οἱ ἄλλοι πράγματι δέχονται τὴν ὕπαρξή μας καὶ μᾶς ἀγαποῦν. Δὲν μᾶς ἀρκεῖ ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς γνωρίζει καὶ μᾶς ἀγαπᾶ. ἔχουμε ἀνάγκη τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ πλησίον, ἔστω ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ θὰ μᾶς πεῖ «εἶσαι μοναδικὸς γιὰ μένα». Ὁ Gabriel Marcel ἐπιμένει σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία του ὅτι τὸ νὰ πεῖ κάποιος σ’ ἕνα πρόσωπο «σ’ ἀγαπῶ» εἶναι σὰν νὰ τοῦ λέει «δὲν θὰ πεθάνεις ποτὲ» ἢ ἀλλιῶς «εἶσαι τόσο πολύτιμος γιὰ μένα ποὺ θὰ σὲ ἀναγνωρίσω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἂν κανεὶς ἄλλος δὲν τὸ κάνει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μένα». Θὰ πετυχαίναμε πολλὰ ἐὰν εἴμασταν πρόθυμοι νὰ ἀναγνωρίσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔστω κι ἂν ἡ ἄλλη ὕπαρξη ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς μία πρόκληση, ἐνίοτε καὶ μία ἀντιπαλότητα, καὶ μᾶς φέρνει φόβο. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ὁδηγούμασταν πρὸς τὴν ὡριμότητα ποὺ θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ ἀναγνωρίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ νὰ μαρτυροῦμε τὴν μοναδικότητά του, ἀνεξαρτήτως κόστους.

Θὰ πρέπει νὰ βροῦμε τὸ κουράγιο νὰ πολεμήσουμε ἐνάντια στὸν φόβο ποὺ μᾶς ἀποθαρρύνει ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση τοῦ ἄλλου καὶ νὰ τὸν ξεπεράσουμε. Σὲ κάθε βῆμα θὰ πρέπει νὰ ἀποποιούμαστε τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ ἀφήνουμε χῶρο στὸ εἶναι τοῦ ἄλλου. Καλούμαστε σταδιακὰ νὰ θανατώσουμε τὸν ἑαυτό μας ὥστε ὁ πλησίον μας νὰ ζήσει, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ: «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἑλαττοῦσθαι» (Ἰω. 3:30). ἔτσι, ὁ θάνατος τοῦ ἑαυτοῦ σημαίνει ὅτι ἀφήνουμε μέσα μας μόνο ὅ,τι εἶναι οὐσιῶδες γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ πληρότητα.

Ὁ θάνατος ὡς ἐχθρὸς καὶ φίλος

Κι ὅμως τὰ πράγματα δὲν εἶναι τόσο ἁπλά. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅπως λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος, ἡ ζωὴ εἶναι Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι θάνατος δὲν εἶναι ἡ ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν ἐφήμερη ζωή, ἀλλὰ ἡ ἔνδυση τῆς αἰωνιότητας. Ἀλλὰ ὑπάρχει κι ἕνα ἄλλο σημεῖο ποὺ ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο, κι ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν Γραφῶν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δημιουργήθηκε γιὰ νὰ πεθάνει. Ἡ κλήση του εἶναι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς διάστασης ἀπὸ τὸ πλησίον, τοῦ διχασμοῦ του ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ καὶ βαθύτερο ἑαυτό του. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α΄ Κορ. 15:26). Ὁ θάνατος εἶναι ὁ ἐχθρός, τόσο τοῦ Θεοῦ ὅσο καὶ δικός μας.

Πράγματι, εἶναι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν πιὸ ὀδυνηρὸ καὶ δραματικὸ τρόπο, ἀφοῦ ἐκτείνεται ἀκόμα καὶ πάνω στὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Παρόλο ὅμως ποὺ εἶναι τόσο τρομερὸς ἐχθρός, τὸ γεγονὸς ὅτι σ’ αὐτὸν παραδίδεται ἀκόμα κι ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, φανερώνει ὅτι ὁ θάνατος δὲν ὑπάρχει χωρὶς νόημα. Ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει κάτι κακὸ καθαυτὸ μέσα στὸν ἴδιο τὸν θάνατο ποὺ νὰ βεβηλώνει τὸ πρόσωπο τοῦ ἀποθανόντος. Ὁ Χριστὸς πέθανε πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ κατῆλθε στὸν ἅδη, ἀλλὰ δὲν ἀμαυρώθηκε ἀπὸ τὴν κοινωνία του μὲ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου.

Ἔτσι ὑπάρχει ἐδῶ μιὰ ἀντίφαση. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ θάνατος ὡς συνέπεια τοῦ κακοῦ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει, κι ὀφείλουμε νὰ τὸν νικήσουμε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ μόνον ὁ θάνατος μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ σπάσουμε τὸν ἀέναο κύκλο τοῦ διηνεκοῦς –καὶ τὸ διηνεκὲς εἶναι κάτι πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε θάνατος σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς, σιγὰ-σιγὰ θὰ καταλήγαμε στὸν μαρασμὸ καὶ τὴν ἀποσύνθεση χωρὶς νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν τρόμο μιᾶς τέτοιας καταστροφῆς.

Κάθε χρόνο τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης καὶ τὶς σαράντα μέρες ποὺ ἀκολουθοῦν ψάλλουμε «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας». Ἀλλὰ τί βλέπουμε; Τὸν θάνατο ἐλεύθερο καὶ ἐνεργό, τοὺς ἀνθρώπους νὰ πεθαίνουν ὅπως πρίν. Δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι κηρύττουμε κάτι ποὺ γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἀναληθές.

Ὡστόσο, καλὸ εἶναι νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦ ὅτι ὁ θάνατος ἔχει δύο ὄψεις. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἔχουμε τὸν σαρκικὸ θάνατο, ἀλλὰ ἔχουμε ἐπίσης καὶ τὸν θάνατο ποὺ νοεῖται ὡς χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό, ὡς κάθοδος στὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι ἀπών, τὸν τόπο τῆς ὁριστικῆς καὶ ριζικῆς του ἀπουσίας. Αὐτὴ ἡ δεύτερη ὄψη τοῦ θανάτου εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ πιὸ ὀδυνηρὴ καὶ σκληρή. Ὁ Κύριος βίωσε καὶ τὶς δύο ὄψεις τοῦ θανάτου. Ἐπέλεξε νὰ συμμεριστεῖ μαζί μας ὅλες τὶς συνέπειες τοῦ κακοῦ –ἀκόμα καὶ τὸν πλήρη χωρισμό του ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ παρόλο ποὺ ἐνσκήπτει στὸν τόπο ὅπου κατέρχονται ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀπωλέσει τὸν Θεό, φέρει μαζί του τὴν πληρότητα τῆς θείας παρουσίας. ἔτσι, δὲν ὑπάρχει πλέον τόπος ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι ἀπών. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς μᾶς ἐπιτρέπει νὰ κατανοήσουμε πῶς μορφώνεται καὶ ἡ δική μας κατάσταση μετὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νὰ πρέπει νὰ ὑποστοῦμε ἕναν θάνατο προσωρινό, ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸν περιγράφει ὡς κοίμηση. Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐκεῖνος ὁ θάνατος ποὺ ἦταν ὁ τρόμος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁριστικὸς χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Κατὰ αὐτὴ τὴν ἔννοια πράγματι ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἀκόμα καὶ τώρα –ἔστω δισταχτικὰ καὶ σὲ στάδιο ἐμβρυακὸ- γινόμαστε κληρονόμοι τῆς αἰωνιότητας.

Ὅταν ἀνακαλοῦμε τὸ παρελθόν, συχνὰ θλιβόμαστε γιατί στερήσαμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας πρόσωπα ποὺ πλέον δὲν βρίσκονται δίπλα μας νὰ ἀγαπήσουμε. Υἱοθετοῦμε αὐτὴ τὴν ἐντύπωση γιατί ἁπλὰ στρεφόμαστε πρὸς λάθος κατεύθυνση. Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τῶν νεκρῶν ἀλλὰ τῶν ζώντων (Ματθ. 22:33), τότε ὅλοι ὅσοι ἔφυγαν ἀπὸ τούτη τὴ γῆ, εἶναι ζωνταντοὶ ἐν Χριστῷ. Κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ στραφοῦμε πρὸς αὐτοὺς γιὰ συγχώρεση καὶ μεσιτεία. Δὲν εἶναι ποτὲ ἀργὰ ἐὰν ἀληθινὰ πιστεύουμε τὸν Θεὸ ὡς Θεὸ τῶν ζώντων. Καὶ ποτὲ δὲν θὰ πρέπει νὰ μιλοῦμε γιὰ τὴν ἀγάπη μας σὲ χρόνο παρελθόντα. Ὁ θάνατος τοῦ σώματος δὲν διασπᾶ τὴν σχέση, ἀφοῦ αὐτὴ ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραμείνει ζωντανὴ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ συναντήθηκαν καὶ ἀγαπήθηκαν σὲ τούτη τὴ ζωή.

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ποτὲ τὸ τέλος. Συνεχίζουμε νὰ ζοῦμε ὅταν πεθαίνουμε, ἀκόμα καὶ σὲ τούτη τὴ γῆ, ἀφοῦ κληρονομοῦμε τοὺς καρποὺς τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ ὕπαρξής μας σὲ ὅσους ἀκολουθοῦν. Καὶ συνεχίζουμε νὰ φέρουμε πάντοτε εὐθύνη γιὰ τὴν ἀπήχηση τῆς βιωτῆς μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου