Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ Ή αθανασία της ψυχής ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ


Σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφερθήκαμε διεξοδικά στο τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο σωματικός θάνατος. Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, πού γίνεται λόγω της φθαρτότητος και της θνητότητας του άνθρώπου και είναι καρπός της αμαρτίας των Προπατόρων λέγεται θάνατος. Ωστόσο, όμως, παρά τον χωρισμό αυτόν, δεν καταργείται η υπόσταση του ανθρώπου. Ό άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, δηλαδή άνθρωπος είναι το συναμφότερο. Ή ψυχή λέγεται ψυχή του ανθρώπου και το σώμα, σώμα του ανθρώπου. Όπως ο Θεός συντηρεί όλη την κτίση με τις άκτιστες ενέργειες Του, έτσι και ή ψυχή συντηρεί το συνημμένο με αυτήν σώμα.
Στην πατερική θεολογία λέγεται ότι το κατ' εικόνα του ανθρώπου είναι ισχυρότερο από το κατ' εικόνα των αγγέλων, ακριβώς γιατί ο άνθρωπος έχει νου, λόγο και πνεύμα το όποιο πνεύμα ζωοποιεί το συνημμένο σώμα, πράγμα το όποιο δεν γίνεται στους αγγέλους1.
Ή ψυχή μετά την έξοδο της από το σώμα παραμένει αθάνατη. Πραγματικά, πολλές φορές βλέπουμε σε κείμενα της λατρείας και σε κείμενα των Πατέρων να γίνεται λόγος για την αθανασία της ψυχής. Ή ψυχή του ανθρώπου δεν πεθαίνει ποτέ οντολογικά, δηλαδή  δεν θα ύπαρξη χρόνος κατά τον όποιο θα παύση να υπάρχει οντολογικά. Βέβαια, και ή φιλοσοφία έκανε λόγο για την αθανασία της ψυχής, αλλά την έβλεπε μέσα σε άλλα πλαίσια και την ενέτασσε σε άλλη προοπτική. Γι' αυτό στα επόμενα θα προσπαθήσουμε να δούμε πώς η φιλοσοφία θεωρούσε την αθανασία της ψυχής και πώς την θεωρεί ή ορθόδοξη θεολογία. Αυτό είναι απαραίτητο για το θέμα πού μας απασχολεί.
1. Ή αθανασία της ψυχής κατά την φιλοσοφία
Στην φιλοσοφία γίνεται ριζική διάκριση μεταξύ ύλης και πραγματικότητος. Είναι δασική διδασκαλία της φιλοσοφίας ότι αθάνατο και πραγματικό είναι μόνον το αγέννητο και αναλλοίωτο, γιατί ό,τι έχει αρχή εν χρόνω, αυτό έχει και τέλος2. Το σώμα του ανθρώπου ανήκει στον υλικό κόσμο, ενώ η ψυχή στον κόσμο της πραγματικότητας, στις ιδέες. Έτσι, η ψυχή είναι αθάνατη, εν αντιθέσει προς το σώμα πού είναι θνητό. Εφ' όσον η ψυχή είναι αθάνατη, έπεται, κατά την φιλοσοφία, ότι είναι και αγέννητη, αδημιούργητη, αφού άλλωστε ανήκει, στον κόσμο των ιδεών. Ή ψυχή δεν έχει καμμιά σχέση με τα φθαρτά φαινόμενα, γιατί ανήκει στην αμετάβλητη και άναρχη πραγματικότητα3.
Ή κατάσταση της ψυχής στο σώμα, δηλαδή η παραμονή της ψυχής στο σώμα του ανθρώπου ή θεωρείται φυσική, «διότι η ψυχή είναι σπινθήρ της παγκοσμίου ψυχής και, επομένως, αθάνατος και αμετάβλητος και αγέννητος», όπως έλεγαν οι Στωικοί, και διότι «η ψυχή είναι το γεννητόν είδος του γένους και αχώριστον της ύλης»,όπως ισχυριζόταν ο Αριστοτέλης, ή θεωρείται παρά φύσιν, «καθόσον το σώμα είναι η  φυλακή της ψυχής», όπως ισχυριζόταν ο Πλάτων4. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ένα είναι βέβαιο. ότι κατά την αρχαία φιλοσοφία η ψυχή ανήκει στον κόσμο των ιδεών και δεν έχει σχέση με την ύλη, μέρος της όποιας είναι το σώμα του ανθρώπου. Ιδίως πρέπει να επισημάνουμε την πλατωνική άποψη για την ψυχή, η όποια επικράτησε περισσότερο, και την οποία συναντούμε και σε ανατολικά θρησκεύματα, κατά την όποια η ψυχή έπεσε από τον κόσμο των ιδεών και περικλείστηκε στο σώμα, πού αποτελεί πλέον την φυλακή της ψυχής. Κατά την πλατωνική διδασκαλία, η πτώση του ανθρώπου έγκειται σε αυτόν τον φυλακισμό της ψυχής στο σώμα. Ή αθάνατη και αγέννητη ψυχή εγκλωβίστηκε στο θνητό και υλικό σώμα. Γι' αυτό η ψυχή πάσχει και υποφέρει. Ό Θεός, όμως, πού είναι το ένα ακίνητο κινούν, χωρίς το ίδιο να κινήται, ελκύει προς τον εαυτό του τα αγέννητα. Το κακό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανεξήγητη ροπή προς τα μεταβλητά και την ύλη, δηλαδή στην αντίθετη κατεύθυνση προς το ένα, το ακίνητο κινούν5. Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή πού είναι αγέννητη και ήταν στον κόσμο των ιδεών, απομακρύνθηκε από τον κόσμο αυτόν της πραγματικότητος. Έκτοτε ο Θεός την ελκύει σε αυτόν τον αγέννητο και αναλλοίωτο κόσμο, την καλεί να επιστρέψει πάλι, αφού απαλλαγή από την φυλακή του σώματος, μέσα στο οποίο έχει περικλυσθεί. Και αυτό είναι σωτηρία της ψυχής, κατά την πλατωνική αντίληψη. Είναι η επιστροφή της ψυχής στον αγέννητο κόσμο. Αυτή σε πολύ γενικές γραμμές είναι η διδασκαλία της αθανασίας της ψυχής, κατά την φιλοσοφία. Όπως βλέπουμε η ύλη φιλοσοφική αντίληψη για την αθανασία της ψυχής περικλείεται σε τρία σημεία.

 Πρώτον ότι η ψυχή είναι αγέννητη, αφού ανήκει στον κόσμο των ιδεών, και επομένως άκτιστη. Δεύτερον, η ψυχή του ανθρώπου έχει μεγάλη αξία συγκριτικά με το σώμα δηλαδή επικρατεί ο λεγόμενος δυϊσμός, αφού υπερτονίζεται η ψυχή, ενώ υποτιμάται το σώμα, το όποιο θεωρείται αποτέλεσμα της πτώσεως και της φθοράς. Γι' αυτό, κατά την αρχαία φιλοσοφική αντίληψη, το σώμα δεν έχει καμμιά άξια και σπουδαιότητα, αντίθετα μάλιστα είναι πολύ κακό γιατί κρατά την αθάνατη και αγέννητη ψυχή στην ύλη και δεν την αφήνει να επιστρέψει στον κόσμο από τον όποιο προήλθε. Με τέτοια θεώρηση όμως διαλύεται ο άνθρωπος και η ύλη θεωρείται κακή και αποβλητέα. Και τρίτον δεν μπορεί να γίνη λόγος στην φιλοσοφία για την ανάσταση του σώματος. Γι' αυτό και, όταν ο Απόστολος Παύλος επάνω στον Άρειο Πάγο ομίλησε για την ανάσταση των σωμάτων, τον εχλεύασαν. Ακριβώς γιατί αυτή η διδασκαλία του Χριστιανισμού κλόνισε όλα τα θεμέλια της μεταφυσικής.
2. Ή αθανασία της ψυχής κατά την ορθόδοξη θεολογία
Τονίσαμε προηγουμένως ότι η λέξη αθανασία συναντάται τόσο μέσα στην Αγία Γραφή όσο και στα κείμενα της παραδόσεως μας ήτοι στην λατρεία και την πατερική διδασκαλία. Έχει όμως πολύ διαφορετική σημασία από ό,τι στην φιλοσοφία, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα μικρό σχόλιο, παρουσιάζοντας τίς τέσοερεις έννοιες πού έχει η λέξη αθανασία.
Ή πρώτη έννοια της αθανασίας συνδέεται με το κατά φύσιν αθάνατο, δηλαδή με κάτι πού δεν έχει αρχή και τέλος. Με αυτήν την έννοια κατά φύσιν αθάνατος είναι μόνον ο Θεός, αφού ο Θεός δεν έχει αρχή και τέλος, είναι αΐδιος, δηλαδή πέραν των αιώνων. Γι' αυτό ψάλλουμε στην Εκκλησία «άγιος αθάνατος...». Ό Απόστολος Παύλος, κάνοντας λόγο για τον Χριστό, πού είναι Θεός αληθινός, λέγει: «ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οίκων απρόσιτον» (Α' Τιμ. στ', 6).
Ή δεύτερη έννοια της αθανασίας συνδέεται με το κατά Χάριν αθάνατο, δηλαδή με κάτι πού έχει μεν αρχή, αλλά δεν έχει τέλος, γιατί ο Θεός έδωσε αυτήν την χάρη και δυνατότητα. Με αυτήν την έννοια κάνουμε λόγο για την αθανασία της ψυχής, πού συνδέεται με το αιώνιο. Αυτό σημαίνει ότι, ο,τι έχει αρχή, αναγκαστικά έχει και τέλος. Ή ψυχή του ανθρώπου δημιουργήθηκε από τον Θεό, επομένως, έχει μια συγκεκριμένη αρχή, αλλά ο Θεός, δημιουργώντας την ψυχή θέλησε να μην έχη τέλος. Έτσι, ενώ ο Θεός είναι κατά φύσιν αθάνατος, ή ψυχή του ανθρώπου, αν και κτίσμα, είναι κατά Χάριν αθάνατη, δηλαδή είναι αιώνια και γι' αυτό δεν έχει τέλος. Αυτό γίνεται γιατί έτσι θέλησε ο Θεός να γίνη. Επομένως, ενώ με τον θάνατο η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα, ουσιαστικά δεν καταργείται η υπόσταση, η ψυχή δεν παύει να υπάρχει, αλλά ζή και αναμένει την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, για να εισέλθει ατό αναστημένο σώμα, και έτσι να ζήση ολόκληρος ο άνθρωπος αιωνίως.
Ή τρίτη έννοια της αθανασίας της ψυχής συνδέεται με την ύπαρξη της Χάριτος του Θεού μέσα σε αυτήν. Υπάρχει η ψυχή, αλλά είναι και ενωμένη με την Χάρη του Θεού, ζή εν Θεώ. Και των αμαρτωλών οι ψυχές υπάρχουν οντολογικά, αλλά δεν έχουν την θεοποιό ενέργεια του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι ψυχές των αμαρτωλών ζουν αιωνίως, αλλά χωρίς Θεό. Αυτός είναι ο λεγόμενος πνευματικός θάνατος. Με αυτήν την σημασία ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι ή αμαρτία είναι «θάνατος της αθανάτου». Όχι ότι πεθαίνει οντολογικά και χάνεται ή ψυχή, αλλά ότι, ενώ ζή, εν τούτοις δεν έχει την Χάρη του Θεού. Ή τέταρτη έννοια της αθανασίας συνδέεται με την αιωνιότητα ολοκλήρου του ανθρώπου (ψυχή τε και σώματι), όταν μετέχη αιωνίως της αναστάσεως του Χριστού.
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή των ανθρώπων, δικαίων και αδίκων, είναι αιωνία, είναι αθάνατη κατά Χάριν. Επειδή ο όλος άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, λόγω του ότι η ψυχή δεν είναι όλος ο άνθρωπος αλλά η ψυχή του ανθρώπου, και το σώμα δεν είναι όλος ο άνθρωπος, αλλά το σώμα του Ανθρώπου, γι’ αυτό μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, η ψυχή αναμένει την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού για να εισέλθει στο αναστημένο σώμα και έτσι ολόκληρος ο άνθρωπος, ψυχή τε και σώματι, να ζήση ή την αθάνατη εν Χριστώ ζωή ή την αιωνιότητα, χωρίς την μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πει ότι οι δίκαιοι θα ζήσουν το «αεί ευ είναι», δηλαδή την καλή αιώνια ζωή, ενώ οι αμαρτωλοί θα ζήσουν το «αεί φευ είναι», δηλαδή την τραγική αιώνια ζωή,
Αντιπαραθέτοντας αυτά πού αναφέραμε στις απόψεις της φιλοσοφίας για την αθανασία της ψυχής. μπορούμε να σημειώσουμε ότι υπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας στο θέμα της αθανασίας της ψυχής. Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση η Ψυχή είναι αγέννητη, άκτιστη, ούτε υπήρχε πρώτα στον αναλλοίωτο κόσμο των ιδεών, αλλά είναι κτιστή, αφού δημιουργείται σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Είναι αθάνατη η ψυχή, όχι όμως γιατί προϋπήρχε του σώματος, ούτε γιατί είναι φυσικό της ιδίωμα, αλλά γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός. Από την δημιουργία της ο Θεός της χάρισε το αθάνατο, δηλαδή, να μην έχη τέλος. Έτσι το αθάνατο είναι ιδίωμα της ψυχής, αλλά κατά Χάριν και όχι κατά φύσιν. Έπειτα, στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν χωρίζουμε την ψυχή από το σώμα διαλεκτικά, αφού δεν έχουμε δυϊσμό, αλλά ολόκληρος ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα. Δεν είναι η ψυχή όλος ο άνθρωπος, αλλά η ψυχή του ανθρώπου. Γι' αυτό και δεν δίνουμε προτεραιότητα στην ψυχή σε βάρος του σώματος. Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας αγιάζουν ολόκληρο τον άνθρωπο, πού αποτελείται από ψυχή και σώμα. Δεν θεωρούμε το σώμα φυλακή της ψυχής, άλλα δημιούργημα του Θεού, το όποιο μετά την πτώση φόρεσε τους δερμάτινους χιτώνες, δηλαδή την φθορά και την θνητότητα. Με την ανάσταση του Χριστού όμως ολόκληρος ο άνθρωπος, και το σώμα, αποκτά την δυνατότητα της αναστάσεως. Έτσι από πλευράς σωτηριολογικής αυτό πού έχει μεγάλη σημασία δεν είναι τόσο η επιβίωση της ψυχής μετά τον θάνατο, όσο η κατά Χάριν αθανασία, γιατί όλοι και οι αμαρτωλοί ακόμη θα ζήσουν, ούτε ακόμη η ανάσταση των σωμάτων, γιατί και τα σώματα των αμαρτωλών θα αναστηθούν, αλλά η εν Χριστώ ζωή και μετά τον θάνατο, και μετά την ανάσταση των σωμάτων. Επομένως, η αθανασία της ψυχής και του ανθρώπου μέσα στην Ορθόδοξη σωτηριολογία αποκτούν ένα άλλο νόημα. Δεν είναι η παράταση της ζωής ούτε η ζωή μετά τον θάνατο, αλλά η υπέρβαση του θανάτου, πού γίνεται με την εν Χριστώ ζωή.
ΤΟ Σώμα και το Αίμα του Χριστού είναι και λέγεται κατά τους Πατέρες «φάρμακον αθανασίας», γιατί αποκτούμε την δυνατότητα της αιώνιας ζωής εν Χριστώ. Γι' αυτό νοιώθουμε την αθανασία της ψυχής ως δωρεά του Θεού και την αθανασία ως μετοχή του αναστημένου Σώματος του Χριστού. Αν δεν δούμε μέσα από αυτήν την προοπτική το θέμα της αθανασίας, τότε βρισκόμαστε έξω από την ορθόδοξη θεολογία και διακατεχόμαστε από την σύγχυση της φιλοσοφίας, πού αφήνει τον άνθρωπο αλύτρωτο.
3. Θνητοψυχισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία
Στην αρχαία Εκκλησία από διαφόρους αιρετικούς κυρίως από γνωστικίζοντες, αναπτύχθηκε η αίρεση του θνητοψυχισμού, η όποια επηρέασε μερικούς αρχαίους Εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ό άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο σύγγραμμα του «περί αιρέσεων» χαρακτηρίζοντας τους θνητοψυχίτας, γράφει ότι ονομάζονται έτσι «οι την ανθρωπείαν ψυχήν εισάγοντες όμοίαν την των κτηνών, και τω σώματι λέγοντες συναπολλύσθαι αυτήν»6. Έτσι, λοιπόν, οι θνητοψυχίται ισχυρίζονταν ότι η ψυχή των ανθρώπων είναι όμοια με την ψυχή των ζώων και ότι χάνεται μετά τον θάνατο, μαζί με το σώμα.
Βέβαια, αυτό δεν έγινε αποδεκτό από την Εκκλησία, αφού σε όλη την Αγία Γραφή υπάρχουν χωρία στα όποια φαίνεται ότι η ψυχή μετά τον θάνατο, δηλαδή μετά την έξοδο από το σώμα, παραμένει αιωνία, με την βούληση του θεοί. καθώς επίσης ότι η ψυχή του ανθρώπου διαφέρει σαφώς από την λεγομένη ψυχή των ζώων. Όπως γνωρίζουμε από την μελέτη Αγιογραφικών και πατερικών χωρίων, η λέξη ψυχή στα ζώα έχει την έννοια της ζωής, και η ψυχή στα ζώα έχει μόνον ενέργεια και όχι ουσία. Τα ζώα έχουν μόνο το κατ' ενέργειαν της ψυχής, γι' αυτό δεν έχουν νου και λόγο, ενώ οι άνθρωποι έχουν ψυχή κατ' ουσίαν και ενέργειαν, γι' αυτό και έχουν νου, λόγο και πνεύμα, το όποιο πνεύμα ζωοποιεί το συνημμένο σώμα. Παράλληλα με τους θνητοψυχίτας, πού πίστευαν ότι η ψυχή πεθαίνει μαζί με το σώμα, πάλι, όμως, κατά τον καιρό της αναστάσεως του σώματος θα αναστηθεί και αυτή μαζί του, υπάρχει και η μετριότερη μορφή του θνητοψυχισμού η λεγομένη ψυχοπαννυχία σύμφωνα με την όποια μετά τον θάνατο οι ψυχές βρίσκονται σε κατάσταση λήθαργου και ύπνου. Φυσικά και τις δύο αυτές μορφές της αιρέσεως τις κατεδίκασε η Εκκλησία7. Στο τέλος της δεκαετίας του '50 έγινε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με τον θνητοψυχισμό με αφορμή την διδακτορική διατριβή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, πού ετοίμαζε να υποβολή στην θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ή συζήτηση, βέβαια, επεκτάθηκε σε πολλές θέσεις της μελέτης, αλλά εδώ θα επιμείνουμε λίγο στις θέσεις του για την αθανασία της ψυχής. Σε σχετικό κεφάλαιο της μελέτης του με τίτλο «ο προορισμός του ανθρώπου» κάνει λόγο για την «ηθική τελείωση», την «τελείωση και πτώση» και για την «αθανασία». Αντιμετωπίζει το θέμα της αθανασίας, επειδή γι' αυτήν ομιλούσαν και οι φιλόσοφοι, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλά κατά τρόπο διαφορετικό από την διδασκαλία της Εκκλησίας.
Στην διατριβή του ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης υποστήριζε την άποψη ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά κατά Χάριν και όχι κατά φύσιν, αφού είναι κτιστή, δηλαδή έχει μια συγκεκριμένη αρχή και δεν είναι άχτιστη. Αυτό το έγραφε για να μην γίνεται σύγχυση μεταξύ της φιλοσοφίας και της θεολογίας, και είναι συνάρτηση τον γενικού θέματος, πού ανέπτυσσε, δηλαδή της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, της πτώσεως και του θανάτου, καθώς επίσης και της θεώσεως του ανθρώπου8.
Οι γενικές και κεντρικές αυτές θέσεις του πού είναι ορθόδοξες, δημιούργησαν προβληματισμό σε μερικούς θεολόγους, πού είχαν διαποτιστεί από την σχολαστική θεολογία της Δύσεως, ανεπίγνωστα. Τουλάχιστον φαίνονταν ως καινοφανείς διδασκαλίες, άγνωστες έως τότε. Περιττόν να λεχθεί ότι η διατριβή αυτή υπήρξε μια αποκάλυψη, και από τις πρώτες μελέτες πού φανέρωναν την βαβυλώνεια αιχμαλωσία της «ορθόδοξης θεολογίας στην Ελλάδα», στην δυτική θεολογία και προβληματική. Π' αυτό και προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση.  Διατύπωσαν, λοιπόν, την άποψη ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης με τους ισχυρισμούς του αυτούς αποδέχεται τις απόψεις των θνητοψυχιτών. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι, επηρεασμένοι από τις απόψεις της σχολαστικής θεολογίας και τις θέσεις της απολογητικής έναντι των διαφωτιστών, οι όποιοι ηρνούντο για άλλους λόγους την μεταφυσική της δυτικής θεολογίας. παρερμήνευσαν τις θέσεις του π. Ιωάννου. Δεν μπορούσαν, δηλαδή, να διαπιστώσουν την ορθόδοξη διδασκαλία πού ανέπτυσσε στην διατριβή του. Απαντώντας σ' αυτές τις αιτιάσεις ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης με επιστολές πού παραμένουν ανέκδοτες, υπογραμμίζει ενδιαφέροντα σημεία, θα θέλαμε να σημειώσουμε τα πλέον σημαντικά.
Κατ’ αρχάς τονίζει ότι οι δυτικοί θεολόγοι έχουν εσφαλμένη αντίληψη για τον Θεό και τις ενέργειες Του στον κόσμο, καθώς επίσης και για την αθανασία της ψυχής. Προηγούμενος μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε ποιες ήταν οι αντιλήψεις της φιλοσοφίας για την αθανασία της ψυχής, πού επηρέασαν και την δυτική σχολαστική θεολογία. Στην συνέχεια τονίζει ότι κανείς από τους Πατέρας δεν αμφιβάλλει για την αθανασία της ψυχής. Όμως στην διδασκαλία τους τονίζεται η άποψη ότι η ψυχή όταν χωρίζεται από την ζωοποιό ενέργεια του Θεού, «παρ' ό,τι ζή εις τον αιώνα εν κολάσει και τιμωρία είναι νεκρά. Κατά τον αυτόν τρόπον οι νυν βιούντες άνευ της ζωοποιού ενεργείας του Θεού, παρ' ό,τι ζουν είναι νεκροί». Έτσι στην πατερική διδασκαλία γίνεται λόγος για θάνατο της ψυχής όχι από την άποψη της οντολογίας και της υπάρξεως της ψυχής, αλλά από την άποψη της μη μεθέξεως της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Αναφέροντας δε διάφορα χωρία αρχαίων συγγραφέων και Πατέρων, όπως του αγίου Ιουστίνου και αγίου Ειρηναίου, λέγει ότι ομιλούν για θάνατο της ψυχής, ως χωρισμό του ανθρώπου από τον Θεό, χωρίς να είναι θνητοψυχίτες και τριχοτομικοί. Όπου αναφέρεται ότι ο άνθρωπος έχει και πνεύμα, δεν εννοείται ότι αυτό είναι συστατικό του ανθρώπου, δηλαδή ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή, σώμα και πνεύμα, αλλά ότι αυτό το πνεύμα είναι ή Χάρη του Θεού, πού χάθηκε από τους Πρωτοπλάστους. Επομένως, ο άνθρωπος έχει ψυχή και σώμα, το δε πνεύμα είναι η Χάρη του Θεού.
Γι' αυτό καταλήγει συμπερασματικά: «Είναι μεγάλη αδικία να κατηγορούμαι επί θνητοψυχισμώ αφού και τόσοι Πατέρες δέχονται το φύσει θνητόν και χάριτι αθάνατον της ψυχής και των αγγέλων». Όλα αυτά λέγονται και από την άποψη ότι υπάρχει αιώνια κόλαση, επειδή την θέλει και την ανέχεται ο Θεός και είναι ανάλογη με τα έργα και την διαγωγή του ανθρώπου. Εάν ό άνθρωπος έχει θεραπευθεί, θα βιώνει την φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, εάν όμως δεν έχει καθαρθή, θα βιώνει την καυστική ενέργεια της Χάριτος του Θεού. Επί πλέον ισχυρίζεται ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ότι την άποψη πού συναντούμε στα έργα των Πατέρων περί του θανάτου της ψυχής ως χωρισμού και στέρησης της Χάριτος του θεοί. και όχι ως μη υπάρξεως της ψυχής, την έχει επισημάνει και ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, τον όποιο ακολουθεί, «ο όποιος διακρίνει μεταξύ της ζωής της ψυχής και της αιωνίου εν κολάσει υπάρξεως της ψυχής. Κατ' αυτόν το υπάρχον και το ζών δεν είναι ταyτόν. Ό άνθρωπος δύναται να αποθνήσκει τον αιώνιον θάνατον της κολάσεως και ούτω να στερηθεί της ζωής, αλλά δεν δύναται όμως να στερηθεί της υπάρξεως, διότι ούτω εθέσπισεν ο Θεός». Μελετώντας την διατριβή του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, για το θέμα πού μας απασχολεί μπορούμε να εντοπίσουμε τρία γενικά συμπεράσματα.
Πρώτον, ότι μόνον ο Θεός είναι κατά φύσιν αθάνατος ως αυτοζωή, ενώ οι ψυχές των ανθρώπων και οι άγγελοι είναι κατά Χάριν αθάνατοι. Άλλωστε, οι άγγελοι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «είναι αθάνατοι ουχί φύσει, αλλά χάριτι, διότι πάν το αρξάμενον και τελευτά κατά φύσιν»9. Αυτό πού συμβαίνει με τους αγγέλους συμβαίνει και με τις ψυχές των ανθρώπων, αφού και αυτές έχουν συγκεκριμένη αρχή και είναι κτιστές.
Δεύτερον, κατά την ελληνική φιλοσοφία η ψυχή μπορεί να είναι αθάνατη όχι γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός πού την δημιούργησε, αλλά μόνον όταν υπάρχει κάποια απόδειξη ότι είναι αγέννητη, άναρχη και κατά φύσιν αθάνατη. Κατά τους Πατέρες, όμως, η ψυχή είναι αθάνατη όχι γιατί είναι φυσική της ικανότητα, αλλά γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός. Επομένως «η αθανασία των σωζόμενων και των τιμωρουμένων εξαρτάται εκ της βουλήσεως και ενεργείας του Θεού, ουχί δε εκ της φύσεως της ψυχής καθ' εαυτήν». Ή ύπαρξη αιωνίου Παραδείσου και αιωνίας Κολάσεως οφείλεται στην βούληση του Θεού και εξαρτάται από την κατάσταση του ανθρώπου10.
Τρίτον, όσοι δεν έχουν την Χάρη του Θεού είναι, λέγονται και θεωρούνται, νεκροί πνευματικά, έστω κι αν ζουν αιωνίως, αφού ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό είναι πνευματικός θάνατος11.
Επομένως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάνουμε λόγο για αθανασία της ψυχής, αλλά όχι μέσα από τις προϋποθέσεις της φιλοσοφίας και της σχολαστικής θεολογίας της Δύσεως. Δεν πρέπει να γίνεται καμμιά σύγχυση μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας. Από όσα είπαμε πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι η ψυχή είναι αθάνατη, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός και πρέπει ο άνθρωπος πού αποτελείται από ψυχή και σώμα, να παραμείνει αιωνίως αθάνατος, μετέχοντας της άκτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου