Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Ένα από τα χαρακτηριστικά προσωνύμια του Αγ. Ιωάννου του Ευαγγελιστού, είναι και το της Θεολογίας. Ονομάζεται και θεολόγος. 

Ονομάζεται δε θεολόγος ο Ηγαπημένος Μαθητής και Επιστήθιος Φίλος του Χριστού, δια το ύψος της θεολογικής σκέψεως και γραφής, όπως αυτή είναι καταχωρημένη στο Ευαγγέλιό του και διά το γεγονός ότι ξεκάθαρα μέσα στα θεόπνευστα κείμενά του προβάλλεται και παρουσιάζεται ο Χριστός μας ως ο Υιός και Λόγος του Θεού. Είναι εξάλλου πασίγνωστη η αρχή του τετάρτου Ευαγγελίου: «Εν αρχή ήν ο Λόγος και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος». ΄Ετσι αρχίζει το Ευαγγέλιόν του ο αλιεύς της Τιβεριάδος και τον σαφέστατο αυτόν λόγο του δυστυχώς οι αιρετικοί Χιλιαστές τον παραποιούν και τον αλλάζουν, επειδή δεν παραδέχονται την Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ο τίτλος όμως της Θεολογίας είναι ένας περίζηλος τίτλος και πολλοί ορέγονται όχι μόνον να θεολογούν, αλλά και του πτυχίου της θεολογικής σχολής, για να μπορούν να δρούν ως θεολόγοι. Αλλοι ομιλούν από καρδίας και θεολογούν ευκαίρως ακαίρως. Στην εποχή μάλιστα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ήταν τόσοι πολλοί που διάβαζαν την Αγ. Γραφή, ώστε συνομιλούσαν εύκολα και παντού για θεολογικά θέματα, μεταξύ τυρού και αχλαδίου, με αποτέλεσμα να αναγκασθεί ο άγιος Πατριάρχης Κων/λεως να τους συνετίσει δεόντως.

Η Εκκλησία μας μάλιστα απέδωσε τον τίτλον του Θεολόγου σε τρείς μεγάλες προσωπικότητες: στον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, στον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Οι άνθρωποι αυτοί, οι ψυχές των οποίων έλαμπαν από αγγελική καθαρότητα, υπηρέτησαν τη Θεολογία με την ερωτική αφοσίωση της καρδίας τους στο Θεό και μέσω των αποκαλύψεων του Αγ. Πνεύματος σ΄ αυτούς.

Είναι όμως βέβηλο να ασχολείται κάποιος με τη θεολογία; Θα μπορούσαμε παραλλάσσοντας το γνωστό αρχαίο λόγιο να πούμε και μείς ότι τότε μόνο θα ευτυχήσει η γη, όταν οι θεολόγοι βασιλεύσουν και οι βασιλείς θα θεολογήσουν, κατά το φιλοσοφήσουν, μια και η θεολογία είναι η όντως φιλοσοφία, ασχολουμένη με την Σοφία του Θεού, την Ενυπόστατη, δηλ. με τον Υιό και Λόγο του Θεού.

Όμως πρέπει να υπογραμμίσουμε κάποιες προϋποθέσεις για τη θεολογία. Δεν μπορεί ο κάθε ένας να θεολογεί. Η θεολογία είναι η υψηλότερη κορυφή όχι μόνο της σοφίας του Θεού, αλλά και της ορθοδόξου πνευματικότητος. Είναι το ανώτερο και υψηλότερο δώρο του αγ. Πνεύματος σε μια ψυχή που αγωνίζεται, προσεύχεται, αγαπά και καθαρεύει. Είναι καρπός αγώνα πνευματικού και εφαρμογής στην πράξη του Ευαγγελίου του Χριστού.

Α] Πρωτίστως πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει θεολογία στην αίρεση και στην παραθρησκεία. Δηλαδή είναι λάθος αυτό που λέγεται ενίοτε για «θεολόγους» της δύσεως και του παπισμού, ή για προτεσταντική θεολογία, η για θεολόγους του κορανίου. Δεν υπάρχει θεολογία εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική των Ορθοδόξων Εκκλησία του Χριστού, γεμάτη από την Αλήθεια και τη Χάρη του Αγ. Πνεύματος. Διότι δεν υπάρχει άγιο Πνεύμα στην αίρεση. Υπάρχει το ανθρώπινο και επισφαλές ατομικό πνεύμα, υποχείριο του πονηρού πνεύματος και της πλάνης του λογικού. Επίσης «οι θεοί των εθνών είναι δαιμόνια», κατά την Γραφή. Αρα πρώτη προϋπόθεση για να θεολογήσει κάποιος είναι η Ορθοδοξία. Να είναι δηλαδή μέλος πιστό και συνειδητό της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι λεγόμενοι «θεολογικοί» διάλογοι, μόνο από τη μια μεριά είναι θεολογικοί. από τη δική μας. Δηλ. ουσιαστικά συζητούμε με το δαιμόνιο της πλάνης και την εσφαλμένη άποψη μιας αιρετικής παρασυναγωγής.

Β] Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η προσευχή. Λέγει χαρακτηριστικά ο Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ει θεολόγος εί, προσεύξη αληθώς, ει προσεύχει αληθώς θεολόγος εί». Δηλαδή, εάν είσαι θεολόγος θα προσεύχεσαι αληθινά, θεάρεστα, εύτονα και έμπονα. Εάν τώρα προσεύχεσαι αληθινά, τότε πραγματικά είσαι θεολόγος». Κι αυτό το βλέπουμε να επαληθεύεται στους αγίους και ασκητές μας, οι οποίοι πορεύονται νυχθημερόν στη ζωή τους «εν δάκρυσιν εξαλείφοντες τα πλημμελήματά τους». Παραδείγματα μέγιστα σύγχρονα, ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο π. Παϊσιος, ο π. Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, άνθρωποι ολίγων σχετικά γραμμάτων και σπουδών, που όμως διδάσκουν τις γενιές των ορθοδόξων με τα θεοφώτιστα λόγια τους. Η προσευχή είναι θεολογία. Ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. «Ο κολλώμενος δια της πίστεως και της ευχής τω Κυρίω έν πνεύμα εστί». Φέρνει το φως του ουρανού στην καρδιά και τον νού. Δημιουργεί έκχυσιν του ακτίστου φωτός και «δίδει λόγον εν ανοίξει του στόματος» του προσευχομένου, όπως στην περίπτωση του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ. Μπορούμε να φέρουμε επίσης παράδειγμα χειροπιαστό πραγματικής προσευχής τον άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης. ΄Οποιος διαβάσει το βίο του, μένει κατάπληκτος από τον διάλογο της ψυχής του με τον Ζωντανό Θεό, τον Ιησού Χριστό, στις προσωπικές του στιγμές και στη θεία Λειτουργία και ποία ποιμαντική δράση προέκυπτε από τη θεολογικότατη αυτή στάση ζωής..

Γ] Τρίτη προϋπόθεση για την ασφαλή θεολογική ενασχόληση είναι η τήρηση των εντολών και η εφαρμογή του θείου λόγου. Πως θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί διαφορετικά, αφού ο θείος λόγος είναι λόγος της χάριτος και επιπνοίας του αγ, Πνεύματος. Στάζει από άγιο Πνεύμα ο λόγος του Θεού και οι εντολές του Κυρίου. Και όταν τις μελετούμε, ιδίως όμως όταν τις εφαρμόζουμε, γεμίζουμε με άγιο Πνεύμα. Σοφίζεται η ασύνετη καρδιά μας και φωτίζεται ο αφώτιστος νούς μας και η συνείδησή μας ξεκαθαρίζει τις έννοιες και τα πνεύματα «ει εκ του Θεού εστί». Όχι μόνο όταν διαβάζουμε τον θείο λόγο. Και ο διάβολος ξέρει απέξω χωρία της Γραφής. Δεν εφαρμόζει όμως τίποτε. Όταν εφαρμόζουμε το θείο λόγο, το βίωμα από την εφαρμογή των εντολών δημιουργεί θεολογική σκέψη. Καταλαβαίνουμε, ότι «ο Θεός αληθής εστί και πάς άνθρωπος ψεύστης». Γι αυτό και ο αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος τονίζει όχι μόνο την αξία του θείου λόγου, να ενοικεί μέσα μας, αλλά την αγάπη ως εμπρακτη τήρηση των εντολών. Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνιστά : «Ει βούλει θεολόγος γενέσθαι και της θεότητος άξιος τας εντολας τήρησον και δια των προσταγμάτων όδευσον. Πράξις γαρ εστι θεωρίας επίβασις». Η ορθοδοξία μας δεν γνωρίζει μια ακαδημαϊκή Θεολογία του σπουδαστηρίου, αλλά του μυστηρίου της σιωπής και της ασκήσεως. «Ο Χριστός, λέγει ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, αποκαλύπτεται στην ψυχή μας διά των εντολών», σφάλλουν δε όσοι συρρικνώνουν την θεολογία στις βιβλιοθήκες και στα πτυχία.

Δ] Για να υπάρξει πραγματική θεολογία χρειάζεται απαραίτητα αγνότητα και παρθενία στην ψυχή. Στους ακάθαρτους και αμετανόητους, που επιχειρούν συγχρόνως να θεολογούν, λέγει κάποιος άγιος Πατέρας της Εκκλησίας μας, είναι σαν να βάλεις σκουλαρίκι στο ρύγχος του γουρουνιού, που συνεχώς κυλιέται μέσα στα λασπόνερα. Το Άγιο Πνεύμα δεν επισκιάζει ψυχές ακάθαρτες και δεν επικάθεται στις αναθυμιάσεις των παθών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος Ιωάννης υπήρξε και παρθένος. Η αγνότητα κρατεί αναμμένες τις λαμπάδες των ψυχών και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμες να υποδεχθούν τον Κύριο. Εξασφαλίζει το ιερό εκείνο περιβάλλον και την άγια ατμόσφαιρα στην ψυχή, όπου ο λόγος και η χάρη, ο φωτισμός και η έλλαμψη, η θεοπτία και η θεολογία επαναπαύονται και καρποφορούν. «Κάθαρση, έλλαμψη και φωτισμός» είναι τα στάδια της ησυχαστικής και θεολογικής πορείας της ψυχής. Όσοι αξιώθηκαν από τον Θεού ιερών αποκαλύψεων, μόνιμα ή σταδιακά βίωναν την αγνότητα και την παρθενικότητα. Η αγνότητα ως καρπός του θείου φόβου συμβάλλει και στην απόκτηση της θεολογικής σοφίας. Τη στιγμή που πρέπει και το σώμα μας να είναι πνευματικό, καταλαβαίνουμε πόσο αταίριαστη είναι η νομιζομένη θεολογία σε ανθρώπους που και το πνεύμα τους κατέστη σαρκικό. Τι λέγει ο Κύριος ολίγον πρό του κατακλυσμού; «Ου μη καταμείνει το Πνεύμα μου επ΄αυτούς, δια το είναι αυτούς σάρκας». Τα θεολογικά χαρίσματα είναι αγιοπνευματικά κι όπου υπάρχει σαρκικότητα δεν υπάρχει πνευματικότητα, όπου δε δεν υπάρχει άγιο Πνεύμα, «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν».

Ε] Bασικότατη όμως και αναγκαία συνθήκη της αληθινής θεολογίας είναι η ορθόδοξη μυστηριακή ζωή. Ο Θεός στην καρδιά μας. Τα αληθινά Μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας πληρούν με Άγιο Πνεύμα «νούν, ψυχήν και καρδίαν», φωτίζουν, αγιάζουν, καθαίρουν τον όλο άνθρωπο και ο πιστός ορθόδοξος χριστιανός γίνεται εύηχη σάλπιγγα των θελημάτων και δογμάτων του Θεού. ΄Εχουμε μέσα στην Εκκλησία μας παραδείγματα απλών και «ασόφων» κατά κόσμον γερόντων και αγίων, οι οποίοι όμως ζούσαν εναργώς το Μυστήριο της θείας Λειτουργίας και Ευχαριστίας και θεολογούσαν μετά κατά τρόπο εξαίρετο και αξιοθαύμαστο. Ο άγιος Σπυρίδων ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας στην Α΄ Αγία Οικουμενική Σύνοδο καίτοι «αγράμματος» θεολογικά, «εν τω μέλπειν όμως τας αγίας του λειτουργικάς ευχάς, αγγέλους έσχε συλλειτουργούντας αυτώ». Και ο άγιος Νικόλαος Πλανάς, ο άγιος των αγρυπνιών και ακολουθιών, των λειτουργικών μνημονευμάτων και της αγιαστικής ευχαριστιακής Τραπέζης, έσπερνε στους εκκλησιαζομένους μετά τον σπόρον της πρακτικής θεολογίας. Ο δε π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, μέγας ρώσος Θεολόγος, φιλέλληνας και ταπεινός άνθρωπος, έλεγε: «Δεν μπορώ να διδάξω, αν δεν λειτουργήσω προηγουμένως». Η θεολογία της Ανατολικής Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι θεολογία της Μετανοίας, και της Ευχαριστίας, θεολογία αληθείας και αγάπης. Και τούτο διότι «Πνεύμα εστι το λαλούν εις τα άγια των Αγίων μας». Το Αγιο Πνεύμα, το Πνεύμα της Αληθείας, «ό παρά του Πατρός εκπορεύεται» τελεί τα Αγ. Μυστήρια και αυτό συμβαίνει μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Βρισκόμαστε σε μια εποχή ποικίλων ανακατατάξεων. Το πονηρό πνεύμα μπερδεύει τα μυαλά των ανθρώπων.

Αντι της άνωθεν θεολογίας επικρατεί ακόμη και σε μεγαλόσχημους η καλολογία και η κενή σοφία, η σοφία του κόσμου τούτου, η καταργουμένη. Σοφία επίγεια, δαιμονιώδης, πλήρης δόλου και ραδιουργίας, ή οποία πανουργία, παρά σοφία φαίνεται. Μέσα από αυτή τη σοφία δεν γνωρίζουν και σαφώς δεν βρίσκουν οι άνθρωποι τον Θεό.

Από την άλλη μεριά, ενώ έχουμε την πλήρη αποκάλυψη της αληθούς σοφίας και θεολογίας μέσα στην Εκκλησία μας από την Αγ. Γραφή και την Ιερή Παράδοση, πολλοί διαχειρίζονται τα άγια και τιμαλφή της Πίστεως κατά το δοκούν, με κοσμική νοοτροπία και νεοεποχίτικη σκέψη, κρατώντας για τους εαυτούς τους την ιδιότητα του αυθεντικού ερμηνευτή και αποκλείοντας το λαό του Θεού από τα της Πίστεως, τη στιγμή που άγιοι Πατριάρχες εν Συνόδω οριοθέτησαν και είπαν ότι «φύλαξ της Πίστεως είναι αυτός ο λαός».

Τι μένει τώρα; Ως βαπτισμένοι χριστιανοί όλοι, μετέχοντας στο τριπλό αξίωμα του Κυρίου μας δυνάμει της γενικής Ιερωσύνης, ούτως ή άλλως θεολογούμε και πρέπει να θεολογούμε, να μνημονεύουμε του Θεού και να αρθρώνουμε λόγο περί Θεού. Είτε αυτό γίνεται στη μικρή Εκκλησία του σπιτιού μας, είτε στην ευρύτερη της κοινωνίας, είτε στις πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής. Η θεολογία ως απολογία, ομολογία, ιεραποστολή είναι ευλογημένη και αποτελεσματική, αγλαόκαρπη και σωτήρια, μόνον όταν προέρχεται από καρδιές αναγεννημένες με τη χάρη της Ορθοδόξου Εκκλησίας και οικοδομείται στα θεμέλια της προσευχής και των Μυστηρίων. Τότε από το στόμα κάθε πιστού εκπέμπεται όντως «εναρμόνιον μέλος Θεολογίας».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου