Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Ανδρέας Εμπειρίκος «Η Σιωπή»

«Όσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα, όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα εν τούτοις) και το μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον, ως άφωνον στόμα ανοικτόν, πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα, θα περιέχουν έν μέγα μυστήριον γιομάτο, ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, έν μέγα μυστήριον (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) - το φανερόν, το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Άλφα-Ωμέγα.»
Η Σιωπή είναι το πρώτο ποίημα της συλλογής «Οκτάνα» και λειτουργεί ως ιδανικός πρόλογος των φιλοσοφικών στοχασμών που μας προσφέρει ο Ανδρέας Εμπειρίκος μέσα από την επιλογή των 31 ποιημάτων που συνέθεσε από το 1942 έως το 1965.
Ο ποιητής τονίζει με τους στίχους του την ενότητα, τη συνοχή και την ολότητα της ζωής, η οποία δε διασπάται ούτε κατά την περίοδο αδράνειας και απραξίας που κατά διαστήματα προκύπτει στη ζωή των ανθρώπων και η οποία, όσο κι αν δίνει την εντύπωση μιας νεκρής περιόδου, δεν είναι παρά μια αναγκαία ανάπαυλα που επιτρέπει την εσωτερική ωρίμανση και την προετοιμασία για ένα νέο ξεκίνημα. Είναι το διάστημα αποχής από τη δράση που απαιτεί κάθε μετάβαση είτε αυτή αφορά την προσωπική ζωή ενός ανθρώπου είτε τη συλλογική πορεία μιας κοινωνίας.
Αν για τον εξωτερικό παρατηρητή η απραξία ενός ατόμου και η απόλυτη σιγή που χαρακτηρίζει τη ζωή του, δημιουργούν την αίσθηση της παραίτησης και της εγκατάλειψης, αυτό δεν αποτελεί παρά μια πλανερή αντίληψη. Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος -ο συνειδητοποιημένος άνθρωπος- δεν αφήνεται ποτέ σε πλήρη αδράνεια, καθώς εσωτερικά και σε επίπεδο σκέψης βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση αναζητώντας την πορεία και τους συλλογισμούς εκείνους που θα τον φέρουν εκ νέου στη δημιουργικότητα και στη διεκδίκηση της ζωής.
Ένας άνθρωπος, επομένως, που σιωπά, ένας άνθρωπος που απέχει από την εξωτερική δράση, δεν είναι απαραίτητα ένας άνθρωπος που έχει εγκαταλείψει τον αγώνα της ζωής. Το δίχως άλλο είναι χρήσιμο για κάθε άνθρωπο ένα διάστημα αποχής, ένα διάστημα απραξίας, ώστε να υπάρξει η ευκαιρία της αναθεώρησης, του απολογισμού και του ελέγχου όσων συνέβησαν πριν και πιθανότατα δεν απέδωσαν τα δέοντα.
Η ζωή, άλλωστε, αποτελεί μια δύναμη που δύσκολα περιορίζεται και ακόμη πιο δύσκολα γνωρίζει την πλήρη παραίτηση. Τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος, όσο κι αν έχει πληγωθεί ή απογοητευτεί, επανέρχεται με ακόμη πιο έντονο δυναμισμό, αφού περάσει ένα διάστημα αναδίπλωσης και περισυλλογής.
Την ύψιστη δύναμη της ζωής, η οποία συνεχίζει το έργο της αδιάκοπα είτε με εξωτερικές εκφάνσεις είτε υπό τη μορφή εσωτερικών διεργασιών, ενισχύει ο ποιητής με μια θρησκευτική αναφορά στον ενταφιασμό του Κυρίου. Το μυστήριον της ζωής εν τάφω, που αναφέρει παρενθετικά ο ποιητής, μας παραπέμπει στα Εγκώμια του Επιτάφιου θρήνου, όπου διαβάζουμε τους στίχους «η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ» (αν και είσαι η ζωή τοποθετήθηκες σε τάφο Χριστέ). Ο ενταφιασμός του Χριστού, ο ενταφιασμός της ίδιας της ζωής -μιας κι ο Χριστός κυριαρχεί επί του θανάτου- είναι μια επιπλέον ένδειξη πως ακόμη και στην πλήρη σιγή η ζωή συνεχίζει να υπάρχει, όπως άλλωστε απέδειξε η ανάσταση του Κυρίου.
Ο τρόπος μάλιστα που επιλέγει ο ποιητής να κλείσει το ποίημα, με τα γράμματα Άλφα-Ωμέγα, που υποδηλώνουν την πληρότητα της ζωής, τη σκέψη δηλαδή του ποιητή πως σε κάθε περίπτωση η ζωή έχει μια αδιάκοπη συνέχεια, ακόμη κι όταν βρίσκεται σε πλήρη σιγή, είναι συνάμα και το σύμβολο του Χριστού, καθώς αυτός είναι η αρχή και το τέλος της ζωής. Έτσι, ο ποιητής κατορθώνει να περάσει στους στίχους του και τη θρησκευτική διάσταση των πραγμάτων, υπενθυμίζοντας έμμεσα στον αναγνώστη τη συνεχή μέριμνα και αγάπη του Κυρίου, που ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές παραμένει ως πηγή ελπίδας και δύναμης. 
Η σιωπή, λοιπόν, όσο απόλυτη κι αν είναι, δεν υποδηλώνει το τέρμα και την ανυπαρξία, αλλά την προεργασία μιας μετάβασης, την προετοιμασία μιας νέας ιδανικότερης, πιο δημιουργικής και πιο έντονης περιόδου ύπαρξης.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με τα ποιήματα της συλλογής Οκτάνα επιχειρεί μια καίρια σύγκρουση με την απαισιοδοξία και την παραίτηση που κρατούν τους ανθρώπους μακριά απ’ τα ιδανικά επιτεύγματα που θα τους προσέφερε η σταθερή πίστη στη ζωή και στις άπειρες δυνατότητες που εκείνη τους παρέχει. Ο ποιητής αναγνωρίζει σαφώς τις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής, εντούτοις πιστεύει πως το ανέβασμα σε μια κατάσταση πληρέστερης βίωσης είναι εφικτό, αρκεί ο άνθρωπος να φτάσει σε κάποιες βασικές παραδοχές για τον εαυτό του. Μια πρώτη παραδοχή είναι η δύναμη κινητοποίησης που μπορεί να αντληθεί απ’ τον έρωτα.
Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ενοχικά και σχεδόν με φόβο τη σεξουαλικότητά τους, ο ποιητής τους καλεί να αφεθούν στην απόλαυση του έρωτα, μιας κι έτσι θα κερδίσουν όχι μόνο μια πολύτιμη εσωτερική εξισορρόπηση, αλλά κι ένα ισχυρότατο κίνητρο δημιουργικότητας. Η καταπίεση της ερωτικής επιθυμίας και η αυτόβουλη άρνηση της ενεργούς βίωσης του έρωτα, δεν επιφέρουν μόνο τη διάψευση μιας σωματικής και ψυχικής ανάγκης, λειτουργούν πολύ περισσότερο ως ένας συνεχής ανασταλτικός παράγοντας προς κάθε επιθυμία, με σημαντικότερη αυτών την επιθυμία για ζωή. Εύλογα, λοιπόν, ο ποιητής υμνεί τον έρωτα, το σωματικό πόθο και την ηδονή, ως πηγή δύναμης και ως το προαπαιτούμενο εκείνο που θα φέρει τον άνθρωπο στην αναγκαία κατάσταση ψυχικής γαλήνης και ηρεμίας, ώστε να είναι έτοιμος να επιδοθεί στον απαιτητικό αγώνα της ζωής.
Βασική, άλλωστε, παραδοχή αποτελεί και η επίγνωση πως τίποτε δεν μπορεί να κατακτηθεί, αν ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να παλέψει και να αγωνιστεί για όσα επιθυμεί. Η ευδαιμονία στη ζωή δε χαρίζεται άκοπα, αλλά κατακτάται με συνεχή προσπάθεια.
Μα και σ’ αυτό το σημείο, ο Εμπειρίκος, βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας, αποδέχεται την εγγενή ανάγκη του ανθρώπου ν’ απέχει απ’ το διαρκή κόπο και αναγνωρίζει την αξία της αδράνειας∙ αναγνωρίζει την ώθηση που μπορεί να λάβει ο άνθρωπος μετά από μια σύντομη ή και μια παρατεταμένη περίοδο απραξίας. Η προσέγγιση, άλλωστε, του ποιητή στο θέμα της ύπαρξης είναι καθαρά υπέρ του ανθρώπου, υπό την έννοια πως τα μέγιστα οφέλη και οι ουσιαστικότερες επιτεύξεις μπορούν να προκύψουν μόνο απ’ τους ανθρώπους που σέβονται και υπηρετούν τις βαθύτερες ανάγκες τους είναι τους. Έτσι, όπως υπερασπίζεται ο ποιητής το δικαίωμα του ανθρώπου στον έρωτα, αποδέχεται ανάλογα και την αξία που έχει η αποχή απ’ τη διαρκή προσπάθεια.
Ο ποιητής σέβεται τους εσωτερικούς ρυθμούς των ανθρώπων∙ τους ρυθμούς που άλλοτε οδηγούν σε εντατική και επίπονη δράση και άλλοτε σε μια παρεξηγήσιμη αδράνεια, καθώς γνωρίζει πως μόνο όποιος υπακούει στα κελεύσματα της φύσης του μπορεί να επιτύχει το μέγιστο των δυνατοτήτων του. Κι είναι πάντοτε επιεικής προς τους ανθρώπους, σεβόμενος πως στην καθημερινότητά τους καλούνται όχι μόνο να αντιμετωπίσουν πληθώρα προβλημάτων, αλλά και να υπερνικήσουν τον ύψιστο εκείνο φόβο, το φόβο του θανάτου, που θα μπορούσε το δίχως άλλο να τους καθηλώσει σε μιαν απραξία, όχι πια γόνιμη, όπως είναι η περίοδος της εσωτερικής προετοιμασίας για μια νέα έκρηξη δράσης, αλλά στην απραξία της παραίτησης.
Το να μπορούν, μάλιστα, οι άνθρωποι να ξεπερνούν το φόβο του θανάτου είναι ένα από τα πιο ουσιώδη ζητούμενα, γι’ αυτό και ακούμε τον ποιητή να αναφωνεί με θαυμασμό στο ποίημα Εις την οδόν των Φιλελλήνων: «Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξει τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνει μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».  
Με κάθε ποίημα της συλλογής ο Εμπειρίκος προσθέτει και μιαν ακόμη φιλοσοφική διαπίστωση, ένα ακόμη καίριο πόρισμα, συνθέτοντας σταδιακά έναν πλήρη οδηγό για την επίτευξη του περάσματος σε μια νέα «πολιτεία», σ’ έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι έχοντας αποδεχτεί πλήρως τη φύση τους θα μπορούν να διεκδικήσουν μια ιδανικότερη διαβίωση. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου