«Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος
πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η
πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν
φράχτη αλαλάζει.
Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.
Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.
Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.
Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.
O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά -
Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και
την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ’ από
τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ’ από τόπους ένδοξους, όπως
τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν
την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.
Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: "Στον τόπο!" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη - έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’ την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ!) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο! ω Aρβανιτάκη Xρήστο! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά!) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.
Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: "Στον τόπο!" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη - έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’ την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ!) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο! ω Aρβανιτάκη Xρήστο! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά!) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά
(Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του
Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις
όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού,
τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των
βαρυτέρων οχημάτων, μέσ’ από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από
τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που
ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα
εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι
ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: "Tέρμα
εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων".
Tην ίδια στιγμή, όποια και
αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ’
ένα Kανάλε Γκράντε - όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός -
μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν
(πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος
μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: "Περάστε,
κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε." Kαι οι καλούμενοι, με
βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες
στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές
κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν
σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα
χωρίς αποσκευές και φεύγουν.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή
με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και
αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των
ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων
των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.»
Η πορεία της ζωής με τις ποικίλες
ανατροπές, δυσκολίες, αλλά και στιγμές ευδαιμονίας∙ η πορεία που είναι κοινή για όλους -ανεξάρτητα
από τις επιμέρους κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη ζωή
κάθε ανθρώπου- υπό την έννοια πως είναι μια πορεία φθοράς με κοινό και
αναπόδραστο τέλος, δίνεται από τον Ανδρέα Εμπειρίκο με τον παραστατικό και
οικείο σε όλους συμβολισμό ενός δρόμου. Ενός δρόμου που διατρέχει όλες τις χώρες
και τις ηπείρους, υποδηλώνοντας έτσι πως η ζωή διατηρεί διαχρονικά και
πανανθρώπινα μια σταθερή πορεία, με κοινά σημεία αναφοράς για όλους τους
ανθρώπους. Πέρα, επομένως, από κάθε πιθανή ιδεολογική ή εθνολογική
διαφοροποίηση, οι άνθρωποι είχαν και θα έχουν πάντοτε τη θνητότητά τους κι εν
γένει την ανθρώπινη υπόστασή του ως στοιχείο που μπορεί και πρέπει να
λειτουργεί ως ακατάλυτος συνεκτικός δεσμός μεταξύ τους.
Αναλυτικότερα:
«Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών
το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη
με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν φράχτη
αλαλάζει.
Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.»
Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.»
Η ζωή του ανθρώπου -με εύλογη
στιγμή εκκίνησης τη γέννηση- δίνεται από τον ποιητή με το σταδιακό ξεδίπλωμα
του φωτός. Αμυδρός φωτισμός στην αρχή, καθώς ο ήλιος ανατέλλει το πρωί
-γέννηση-, με το δρόμο να φαίνεται θαμπός∙
λαμπρότερο φως στη συνέχεια με τον ήλιο του μεσημεριού -νεότητα- να δημιουργεί
μια αίσθηση έντονη, όπως αυτή που προκαλείται απ’ τον ήχο πνευστών οργάνων.
Το φως του μεσημεριού -η νεότητα
του βίου- κοσμεί καθετί με μια ομορφιά πρωτόγνωρη, με μια λαμπρότητα που κάνει
ολόκληρη την πλάση να μοιάζει μ’ ένα συνεχές πανηγύρι.
Τα νεανικά χρόνια του ανθρώπου,
που χαρακτηρίζονται από αμεριμνησία και μια ορμέφυτη ευδαιμονία, αποκτούν
περισσότερες συγκινήσεις, όταν στο δρόμο του ανθρώπου εισέρχονται κι άλλοι
άνθρωποι, από κάθε πτυχή του κοινωνικού του βίου. Κάποιοι βαδίζουν στο δρόμο,
άλλοι μετακινούνται με οχήματα, κάποιοι συνεκδοχικά παραμένουν περισσότερο στο
δρόμο, άλλοι περνούν βιαστικότερα, κι όλοι μαζί συνθέτουν το ξεχωριστό εκείνο
ψηφιδωτό της ζωής κάθε επιμέρους ανθρώπου. Ένα συνονθύλευμα από δράσεις και
αντιδράσεις, από συναισθήματα διαρκή και έντονα ή παροδικές συγκινήσεις, από
αλληλεπιδράσεις και αντιθέσεις, που συνολικά χρωματίζουν και συνιστούν εν τέλει
τη ζωή του ανθρώπου.
Η ζωή, αλλά και η ίδια η υπόσταση
του ατόμου, άλλωστε, δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από τους άλλους ανθρώπους.
Το άτομο δημιουργείται, διαμορφώνεται και συνεχώς επηρεάζεται από τους
συνανθρώπους του. Το πέρασμα στο δρόμο της ζωής θα ήταν ανούσιο, αν όχι και
αδύνατο, χωρίς την παρουσία κι άλλων διαβατών. Υπάρχει, λοιπόν, μια τόσο ισχυρή
σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε οι συνοδοιπόροι, όχι μόνο δε θα πρέπει να
λαμβάνονται ως ξένες ή εχθρικές παρουσίες, αλλά πολύ περισσότερο θα πρέπει να γίνονται
αποδέκτες βαθιάς ευγνωμοσύνης, μιας και διατηρούν σημαντικό ρόλο τόσο στην
επιβίωση, όσο και στην ευτυχία κάθε μεμονωμένου ατόμου.
«Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα
σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών
μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε
κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί
και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα
ποικίλα, μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ,
με Bέσπες και με κάρρα.»
Οι διαβάτες στο δρόμο της ζωής
είναι σαφώς αμέτρητοι, κι έτσι κάθε δεδομένη στιγμή ξεδιπλώνονται αμέτρητες
παράλληλες ζωές, με τους ανθρώπους να βρίσκονται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση.
Γεγονότα βιωμένα από κοινού εκλαμβάνονται κι ερμηνεύονται με τρόπους
διαφορετικούς από κάθε άνθρωπο, ανάλογα με τις προσωπικές του επιθυμίες και
επιδιώξεις. Μια αδιάκοπη επικοινωνία, μια αδιάκοπη επαφή αλληλεξάρτησης, που
μπορεί ανά πάσα στιγμή είτε να προσφέρει ευδαιμονία είτε να πληγώσει.
Στο πλήθος των διαβατών εντοπίζει
κανείς ανθρώπους από κάθε κοινωνική τάξη, με διαφορετικά επίπεδα μόρφωσης,
κοινωνικής ευαισθησίας και αντίληψης. Άγνωστοι ποιητές, άνθρωποι που δεν
αντικρίζουν την πορεία της ζωής με αδιαφορία, αλλά παρατηρούν, στοχάζονται και
αποτυπώνουν τις εντυπώσεις και τις σκέψεις τους, επιχειρώντας να μετουσιώσουν
τα βιώματα της ζωής -είτε αυτά είναι σημαντικά είτε καθημερινά συμβάντα- σε
κάτι διαρκέστερο, σ’ ένα ποιητικά εκφρασμένο συλλογισμό που έρχεται να δώσει
καίριες διαπιστώσεις ή μιαν απόπειρα ερμηνείας του πολυδιάστατου φαινομένου της
ζωής. Το γεγονός, μάλιστα, πως είναι άγνωστοι τους επιτρέπει να έρχονται σ’
επαφή με τις πιο καθαρές πτυχές της προσωπικότητας των ανθρώπων που συναντούν
και συναναστρέφονται.
Στον ίδιο δρόμο κινούνται κι
ανώνυμοι άγιοι, άνθρωποι δηλαδή που έχουν δοκιμαστεί σκληρά στη ζωή τους
κρατώντας ακέραιο το ήθος και το ψυχικό τους σθένος. Άνθρωποι που έχουν
γνωρίσει τις άσχημες πτυχές της ζωής, χωρίς εντούτοις να έχουν ενδώσει στο
κάλεσμα της αδικίας και τους μίσους∙
άνθρωποι των οποίων η ιστορία θα μείνει στην αφάνεια, μιας και υπήρξαν απλοί
πολίτες του καθημερινού μόχθου. Κερδίζουν ωστόσο τη μνεία αυτή του ποιητή, που
δεν παραγνωρίζει πως για κάθε ευτυχή ή ένδοξο άνθρωπο, υπάρχουν χιλιάδες άλλοι που
έχουν κουβαλήσει το βάρος του κόπου και της δυστυχίας.
Όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι είτε
είναι ευκατάστατοι είτε οικονομικά ασθενέστεροι, κινούνται στο δρόμο της ζωής,
βιώνουν ποικίλες εμπειρίες κι έρχονται σ’ επαφή με άλλους ανθρώπους, σε μια
διαδοχή γεγονότων που κάποτε μοιάζει τυχαία, αλλά στην πραγματικότητα συνιστά
έκφανση της Μοίρας. Κάθε άνθρωπος υπακούει, έστω άθελά του, σε ό,τι του έχει
οριστεί να ζήσει∙
ακολουθεί την πορεία που έχει εκ των προτέρων χαραχθεί για εκείνον.
Η αναφορά, βέβαια, στη Μοίρα είτε
ληφθεί ως κυριολεκτική έκφραση πίστης του ποιητή στην ύπαρξη μιας ανώτερης
δύναμης που καθορίζει την πορεία του ανθρώπου είτε όχι, βρίσκει τη δικαίωσή της
στην απλή αλήθεια της δεδομένης για όλους εξέλιξης της ανθρώπινης ζωής, που
μπορεί να αποδοθεί σχηματικά ως εξής: γέννηση – ακμή – παρακμή – θάνατος.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η
παρενθετική αναφορά του ποιητή, όπου επεξηγεί πως η δύναμη στην οποία υπακούουν
όλοι οι διαβάτες του δρόμου της ζωής δεν είναι άλλη από τη Μοίρα. Ο ποιητής αναγνωρίζει
το ευδιάκριτο των συμβολισμών του ποιήματος και παραθέτει έτσι ο ίδιος την
ερμηνεία όσων υπονοεί. Άλλωστε, πρόθεση του Εμπειρίκου δεν είναι η σύνθεση ενός
κειμένου που θα ενέχει δυσκολίες στην πρόσληψή του από τον αναγνώστη∙ πρόθεση του είναι να εκφράσει
με τρόπο παραστατικό τη λυτρωτική σκέψη πως η εμπειρία της ζωής είναι κοινή για
όλους τους ανθρώπους, σε όποια χώρα κι αν έχουν γεννηθεί, σε όποια κοινωνική
τάξη κι αν ανήκουν. Πρόκειται για ένα μήνυμα συναδέλφωσης, που δε βασίζεται σε
μια θεωρητική σύλληψη, αλλά στην προφανή διαπίστωση πως κανένας άνθρωπος δεν
μπορεί να παρεκκλίνει από την κοινή για όλους πορεία προς το θάνατο.
«O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με
άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά - Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και
Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε
Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ’ από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την
Δωδώνη, μέσ’ από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας,
καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την
διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.»
Η πανανθρώπινη διάσταση του
μηνύματος του ποιητή γίνεται εύλογα αντιληπτή από το γεγονός πως δεν υπάρχει
καμία χώρα, καμία πόλη, όσο απομακρυσμένη, μικρή ή ένδοξη κι αν είναι, που να
μη διατρέχεται από το δρόμο αυτόν, από το δρόμο του ανθρώπινου βίου. Ο δρόμος
περνά από παντού, από την Ελλάδα, τη Ρωσία, την Αγγλία, την Κίνα, την Κολομβία,
το Μεξικό, τις οροσειρές που διασχίζουν το Μεξικό, τη Χιλή και το Περού, καθώς
κι από τόπους ιερούς, όπως είναι οι Δελφοί και η Δωδώνη, αλλά και τόπους
ένδοξους όπως είναι τα Σάλωνα (Άμφισσα), τόπος δράσης του Αθανάσιου Διάκου και
του Οδυσσέα Ανδρούτσου, και της γέφυρας της Αλαμάνας, χώρος όπου ο Αθανάσιος
Διάκος συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη, βρίσκοντας μαρτυρικό
θάνατο. Ο δρόμος φτάνει ακόμη και στο κοσμοπολίτικο και ξακουστό Παρίσι,
καλύπτοντας έτσι κάθε πιθανό προορισμό και μη διαχωρίζοντας ανάμεσα σε πλούσιες
και φτωχές περιοχές.
Ο ποιητής απαριθμεί περιοχές απ’
όλο τον κόσμο, θέλοντας να τονίσει, όσο γίνεται πιο εμφατικά, την κοινή πορεία
των ανθρώπων και να φέρει έτσι τους αναγνώστες του αντιμέτωπους με μια σκέψη,
που αν και δε διατυπώνεται, κυριαρχεί σ’ όλο το κείμενο: πώς γίνεται να
εμμένουμε στις μεταξύ μας διαφορές, όταν είναι τόσο σαφές πως όλοι έχουμε την
ίδια μοίρα. Όλοι είμαστε εφήμεροι και εξίσου αδύναμοι μπροστά στο σαρωτικό
πέρασμα του θανάτου∙ όλοι,
φτωχοί και πλούσιοι, Έλληνες ή μη, κινούμαστε στον ίδιο ακριβώς δρόμο, που
επιφυλάσσει ακριβώς το ίδιο τέλος για όλους.
«Όμως ο δρόμος, αν και από παντού
περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά
φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι
την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα:
"Στον τόπο!" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων,
όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των
ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των
ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την
μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο
τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ
ή του Oμέρ Bρυώνη - έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’
την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους
οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με
τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ! ω Bάινερ, ντε
Mπόυλ και Λόυντ!) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του
Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα
σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες
καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η
Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για
σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο! ω Aρβανιτάκη Xρήστο! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ
Kαταρραχιά!) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου
Δήλεσι τα μέρη.»
Ο δρόμος, βέβαια, δεν είναι
πάντοτε ευχάριστος ή ασφαλής για όλους τους ανθρώπους, μιας και βασικό γνώρισμα
της ζωής είναι, αν μη τι άλλο, οι πολλαπλές και συνήθως απρόσμενες ανατροπές σε
ό,τι μόνο αφελώς θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ελεγχόμενη πορεία. Από τις
ποικίλες μάλιστα δυσκολίες που μπορούν να προκύψουν στην πορεία ενός ανθρώπου,
ο ποιητής επιλέγει ευφυώς ένα περιστατικό του 19ου αιώνα, όπου μια ομάδα Άγγλων
ευγενών έπεσε θύμα Ελλήνων ληστών. Ένα συμβάν που έλαβε μεγάλες διαστάσεις
εκείνη την εποχή και το οποίο λειτουργεί εξαιρετικά στην προσπάθεια του ποιητή
να εξισώσει στο δρόμο της ζωής όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη χώρα
καταγωγής και την οικονομική τους κατάσταση. Έτσι, όταν ο δρόμος των πλούσιων
Άγγλων συνέπεσε με το δρόμο των φτωχών Ελλήνων ληστών, ο θάνατος υπήρξε η κοινή
κατάληξη όλων.
Αναφερόμενος ο ποιητής στους
κινδύνους του δρόμου ή στα περιστατικά εκείνα που διαταράσσουν την ηρεμία και
τους συλλογισμούς του διαβάτη, ξεκινά με το δυσάρεστο ενδεχόμενο να βρεθεί
κάποιος αντιμέτωπος με το βιασμό μιας γυναίκας από άνδρες πολλούς, με τις φωνές
της να προκαλούν αναστάτωση και φόβο. Ενώ, τις φωνές της γυναίκας διαδέχονται,
σχεδόν συνειρμικά, άλλες φωνές, εκείνες των ληστών που λυμαίνονταν κατά το 19ο
αιώνα τους επαρχιακούς δρόμους του προσφάτως ιδρυθέντος ελληνικού κράτους. Ληστές
που προκαλούσαν τρόμο στους διαβάτες, όταν τους πρόσταζαν να σταματήσουν κάθε
κίνηση, κι υπό την απειλή όπλων ή μαχαιριών τους αφαιρούσαν χρήματα ή ό,τι άλλο
τύχαινε να έχουν μαζί τους. Ληστές που έμοιαζαν, ως προς το ντύσιμο και τη
μορφή, με τους ένδοξους αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, αλλά δε βρίσκονταν
εκεί για να πολεμήσουν με Τούρκους στρατιώτες, όπως έκαναν κάποτε τα παλικάρια
του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Μια τέτοια συμμορία ληστών, με
αρχηγούς τα αδέρφια Τάκο και Χρήστο Αρβανιτάκη, βρέθηκε στα τέλη Μάρτιου του
1870 στο δρόμο μιας ομάδας Άγγλων περιηγητών, τους οποίους και απήγαγαν με σκοπό
να ζητήσουν λύτρα, καθώς και γενική αμνηστία για τα αδικήματα που είχαν
διαπράξει κατά το παρελθόν.
Τα δύο αδέρφια, με καταγωγή από
την Ήπειρο, είχαν φέρει την οικογένειά τους στη Βοιωτία κι είχαν ως χώρο δράσης
την ευρύτερη περιοχή της Στερεάς Ελλάδας. Με μια πολυμελή ομάδα υπό το
πρόσταγμά τους, δεν περιορίζονταν μόνο σε ευκαιριακές ληστείες, αλλά κατέφευγαν
και σε απαγωγές, που τους απέδιδαν μεγαλύτερα ποσά, απ’ όσα μπορούσαν να
κερδίσουν απ’ τους ανυποψίαστους περαστικούς.
Η άτυχη ομάδα των περιηγητών
αποτελούταν από το λόρδο Muncaster και τη γυναίκα του, το γραμματέα της
αγγλικής πρεσβείας Edward Herbert, το δικηγόρο Ned Lloyd με τη γυναίκα
και την κόρη του, το γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας κόμη Alberto de Boyl, καθώς και
τον Έλληνα ξεναγό Αλέξανδρο Ανεμογιάννη.
Οι ληστές τους συνέλαβαν κοντά
στο Πικέρμι, από εκεί τους μετέφεραν με μια επεισοδιακή πορεία προς τη Σκάλα
του Ωροπού και τέλος στο Δήλεσι της Βοιωτίας, όπου εκτυλίχτηκε και το δραματικό
κλείσιμο αυτής της ιστορίας, που έμεινε γνωστή ως η σφαγή του Δήλεσι. Παρά την
προθυμία της αγγλικής πρεσβείας να πληρώσει το ποσό αρχικά των 25.000 κι ύστερα
των 50.000 λιρών που ζητούσαν οι ληστές, η ελληνική πλευρά αρνούταν να
συμφωνήσει στην παροχή αμνηστίας, μιας και κάτι τέτοιο απαγορευόταν από το
Σύνταγμα.
Έτσι, η επίμονη άρνηση της
ελληνικής κυβέρνησης να ενδώσει στις απαιτήσεις των ληστών, κατέληξε αρχές
Απριλίου, συμπτωματικά Μεγάλη Πέμπτη, στη δολοφονία των τεσσάρων ξένων
περιηγητών -τις γυναίκες της ομάδας τις είχαν απελευθερώσει προηγουμένως οι
ληστές- δημιουργώντας θύελλα δυσμενών αντιδράσεων απ’ όλη την Ευρώπη εις βάρος
του «απολίτιστου» ελληνικού κράτους.
Η συμπάθεια του ποιητή προς τους
άδικα δολοφονηθέντες ξένους περιηγητές γίνεται εμφανής στον παρενθετικό στίχο,
όπου με τρυφερότητα αναφέρεται στα ξανθά παιδιά της Αγγλίας που ήρθαν στην
Ελλάδα και άγιασαν. Ένας μαρτυρικός θάνατος, λίγες μόλις μέρες πριν την Κυριακή
του Πάσχα, με τη φύση να συμμετέχει στον επερχόμενο εορτασμό∙ η μυρωδιά το πεύκου και του
θυμαριού κυριαρχούν στο χώρο, που σιγά σιγά αφήνεται στο κάλεσμα της άνοιξης.
Έτσι, ο θάνατος των ξένων περιηγητών συμπίπτει με το ξύπνημα της φύσης, με το
ξεδίπλωμα της ομορφιάς του γύρω τοπίου και φέρνει στη μνήμη του ποιητή τα λόγια
του Αθανάσιου Διάκου: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει...».
Ένα μάλωμα προς τους ληστές, ένα
μάλωμα που δεν κρύβει όμως και το θαυμασμό του γι’ αυτούς, εντοπίζουμε και στον
παρενθετικό στίχο, όπου με κλητικές προσφωνήσεις απαριθμούνται τα ονόματα των
συμμετεχόντων στα δραματικά γεγονότα εκείνης της απαγωγής. Οι ληστές αυτοί, που
θα μπορούσαν να έχουν στρέψει τη δύναμη της νιότης τους προς πιο δημιουργικές
δραστηριότητες, έθεσαν εκείνη τη μέρα έναν σαφή όρο: είτε θα λάμβαναν λύτρα
βασιλικά -ένα ποσό που θα τους διασφάλιζε οικονομικά για χρόνια- είτε θα
έσφαζαν τους ξένους.
«Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με
ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον,
Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα
ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από
παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα
βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ’ από πόλεις
και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη
του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη
ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν
βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και
απλά που γράφει: "Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων".»
Ο δρόμος, απαράλλαχτος, με όλους
τους πιθανούς κινδύνους του διατρέχει σταθερά όλο τον κόσμο από τη Βόρεια
Αμερική, την Ελλάδα, την Αλβανία έως τη Νότια Αμερική. Κι από την Ισπανία, με
το μεγάλο ποταμό Γουαδαλκιβίρ που ποτίζει με τα νερά του την πόλη Κόρδοβα,
συνεχίζει στις όχθες του ποταμού Αμούρ που διατρέχει την Κίνα και τη Ρωσία, και
φτάνει ακόμη και στις όχθες του ποταμού Ζαμβέζη στην Αφρική. Είναι, μάλιστα,
τόσο δυνατός και σταθερός, ώστε αντέχει χωρίς να φθείρεται το πέρασμα όλων των
ανθρώπων κι όλων των οχημάτων, όσο βαριά κι αν είναι αυτά.
Περνά απ’ άκρη σ’ άκρη όλες τις
μεριές της γης, προσφέροντας σε κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα να βρεθεί όπου κι αν
θέλει∙ πόλεις, χωριά,
λίμνες και λόφοι, όλα βρίσκονται στην παγκόσμια διαδρομή του. Από τη Φιλανδία
έως το νοτιότερο άκρο της Αμερικής και πάλι ως την Ισπανία, ένας δρόμος γεμάτος
συγκινήσεις, που όμως σταματά εντελώς ξαφνικά, σε διαφορετικό μάλιστα σημείο
για κάθε άνθρωπο, τερματίζοντας τη μαγευτική πορεία τους.
Το πότε και το που θα τελειώσει ο
δρόμος για κάθε άνθρωπο είναι κάτι που κανείς δεν το γνωρίζει. Η ώρα του
θανάτου, η ώρα που οι άνθρωποι καλούνται να περάσουν στην αντίπερα όχθη του
Αχέροντα, μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή και σε οποιοδήποτε σημείο. Αίφνης, ο
άνθρωπος που καλείται να πάψει την πορεία του είτε εκείνη τη στιγμή βρίσκεται
στη χώρα του είτε ταξιδεύει σε κάποιο ξένο προορισμό, βλέπει μπροστά του μια πινακίδα
με μεγάλα γράμματα που του ανακοινώνει πως εδώ είναι το τέλος του δρόμου και
πως πρέπει να ετοιμαστεί για το ύστατο πέρασμά του.
Η επίγνωση αυτή, πως η ζωή του
ανθρώπου μπορεί να τερματιστεί οποιαδήποτε στιγμή, αποτελεί αφενός ένα ισχυρό
κίνητρο, ώστε κάθε άνθρωπος να απολαμβάνει περισσότερο την πορεία του στον
πολύτιμο δρόμο της ζωής, κι αφετέρου ένας βασικός λόγος για να είναι οι
άνθρωποι πιο ταπεινοί και πιο ανθρώπινοι στις μεταξύ τους σχέσεις.
«Tην ίδια στιγμή, όποια και αν
είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ’
ένα Kανάλε Γκράντε - όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός -
μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν
(πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος
μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: "Περάστε,
κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε." Kαι οι καλούμενοι, με
βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες
στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές
κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν
σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα
χωρίς αποσκευές και φεύγουν.»
Ο ποιητής αναφερόμενος στο
αιφνίδιο σταμάτημα του δρόμου, στην ανεπιθύμητη στιγμή του θανάτου, συνθέτει
μια τελευταία εικόνα, ένα θεϊκό όραμα ως ύστατη απόλαυση των αισθήσεων για
εκείνους που χάνουν πια το προνόμιο της ζωής. Μπροστά στα μάτια τους, σε όποια
χώρα κι αν βρίσκονται, εμφανίζεται η ειδυλλιακή εικόνα της Βενετίας, με το
Κανάλε Γκράντε, τη θαλάσσια λεωφόρο της παράλιας πόλεως, να τους προσφέρει όλη
του την ομορφιά. Μια τελευταία αισθητική απόλαυση για τις αισθήσεις που πια θα
νεκρωθούν, μια ύστατη εικόνα κάλλους, έστω κι αν οι τερματίζοντες δεν έχουν πια
τη δύναμη να την εκτιμήσουν πλήρως.
Μαύρες γόνδολες στις αποβάθρες,
έτοιμες να οδηγήσουν τους ανθρώπους στο τελευταίο τους ταξίδι, με οδηγό έναν
ωχρό, πολύ αδύνατο γονδολιέρη, μα με χέρια δυνατά απ’ τις πολλές διαδρομές που έχει
πραγματοποιήσει. Οι μαύρες γόνδολες φέρνουν στη σκέψη του ποιητή τις μαύρες
νεκροφόρες που χρησιμοποιούνται στην πραγματική ζωή∙ δηλώνει μάλιστα πως ήταν έτοιμος να χαρακτηρίσει
έτσι τις γόνδολες, δίνοντας την αίσθηση ενός ολισθήματος που μόνο στον
προφορικό λόγο θα μπορούσε να συμβεί. Επί της ουσίας βέβαια πρόκειται για την
και προηγουμένως χρησιμοποιούμενη τακτική αποσυμβολισμού, που υπηρετεί την
πρόθεση του ποιητή να δοθεί το ποίημα με κάθε δυνατή σαφήνεια.
Ο ψυχοπομπός γονδολιέρης καλεί
τους συντετριμμένους επιβάτες του να περάσουν στη βάρκα που βρίσκεται εκεί
ειδικά γι’ αυτούς κι εκείνοι υπακούν με τρόμο και θλίψη. Το βλέμμα τους είναι
όμοιο μ’ εκείνων που έχουν καταδικαστεί σε εκτέλεση και αντικρίζουν τις κάνες
των όπλων, λίγες στιγμές προτού η μοιραία ομοβροντία τους ρίξει στο έδαφος
σφαδάζοντας απ’ τον πόνο που τους στερεί τη ζωή.
Οι επιβάτες του γονδολιέρη
επιβιβάζονται για το τελευταίο τους αυτό ταξίδι χωρίς αποσκευές, χωρίς τίποτε
απ’ όσα απέκτησαν όσο ζούσαν. Έτσι, όσοι πίστεψαν πως τα χρήματα και τα υλικά αγαθά
είχαν κάποια αξία, μπαίνουν σε τούτη τη βάρκα, χωρίς να κρατούν τίποτα∙ ίσως μόνο στην ψυχή τους το
τίμημα που πλήρωσαν για να πλουτίσουν.
«Kαι ο δρόμος εξακολουθεί,
σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και
μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω
από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές
των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των
αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.»
Ο θάνατος κάποιων διαβατών δε
θέτει βέβαια τέρμα σ’ αυτόν τον ακατάλυτο δρόμο. Η ύπαρξή του συνεχίζεται, μόνο
που μοιάζει σκληρότερος για όσους κράτησαν στη μνήμη τους τούς φίλους και τα
πρόσωπα τα αγαπημένα που χάθηκαν.
Ο δρόμος παραμένει ασυγκίνητος
και άκαμπτος μπροστά στον πόνο των ανθρώπων, και μαλακώνει μόνο κάτω απ’ το
έντονο φως της αθανασίας που συνοδεύει το πέρασμα των ποιητών. Εκείνων των
ποιητών μάλιστα που η ψυχή τους είναι ένα με τα κορμιά τους, εκείνων των
ποιητών που γεύτηκαν ολόψυχα τη ζωή μα δεν άφησαν τις εντυπώσεις του πόνου και
της ευδαιμονίας να χαθούν υποταγμένες στο φθοροποιό πέρασμα του χρόνου. Είναι
οι ποιητές που δάμασαν τις φευγαλέες στιγμές της ζωής, τις μετουσίωσαν σε λόγο
και τις προσέφεραν δώρο αθάνατο στους κατοπινούς.
Το δώρο της αθανασίας δίνεται
λοιπόν μόνο σ’ εκείνους τους ποιητές που συνέδεσαν την τέχνη τους πλήρως με τη
ζωή τους περνώντας στους στίχους τους το πολύτιμο απόσταγμα απ’ το συνονθύλευμα
εντυπώσεων αισθητικών και πνευματικών που συνιστούν τη ζωή και φέρνουν τον
άνθρωπο -όχι συχνά- σε μικρές κορυφώσεις πλέριας αισθητικής απόλαυσης ή
πνευματικής διαύγειας. Σκέψεις απόλυτης καθαρότητας, αισθήματα αγνής
ευδαιμονίας ή πόνου που καθηλώνουν την ψυχή του ανθρώπου, διασώθηκαν απ’ τους
εκλεκτούς ποιητές κι έλαβαν μορφή στο έργο τους.
Έτσι, σε αντίθεση με τους
ανθρώπους που είτε αφήνονται στη χαρά της ζωής είτε αφήνουν τη ζωή να τους
προσπεράσει μένοντας προσκολλημένοι σε μια ανώφελη αδράνεια, χωρίς ποτέ να
σκεφτούν να αντικρίσουν το θαύμα της ζωής ως μιαν ανεπανάληπτη πηγή σωματικών
και πνευματικών ερεθισμάτων, ο απόηχος των οποίων δεν πρέπει να χαθεί, οι αγνοί
ποιητές, οι αμόλυντοι απ’ την κενότητα της δόξας, ζουν με τη μέγιστη πληρότητα,
μα κρατούν, συλλέγουν και αισθάνονται βαθιά μέσα τους κάθε ψηφίδα του
ανθρώπινου θαύματος. Κοιτούν με θάρρος το εφήμερο πέρασμά τους και μορφοποιούν
το έργο τους βαπτίζοντάς το στο μοναδικό υλικό των εμπειριών που έχουν ευλαβικά
μαζέψει στην ψυχή τους.
Η θνητότητα και το παροδικό της
ύπαρξής μας δεν μπορεί να είναι αιτία αδιαφορίας απέναντι σ’ εκείνους που
έρχονται, απέναντι στις γενιές που ακολουθούν, κι αυτό το γνωρίζουν και το
σέβονται απόλυτα οι αγνότεροι των ποιητών, που συσχετίζονται μάλιστα απ’ τον
Εμπειρίκο με τους Άγιους Πάντες, με τους ανθρώπους εκείνους που μαρτύρησαν για
το χριστιανισμό, μα που το όνομά τους έμεινε άγνωστο. Η διάθεση αυτοθυσίας κι η
πίστη σε μιαν ανώτερη αξία και δύναμη, που γέμισε με δύναμη την ψυχή των
μαρτύρων, επιτρέποντάς τους να πεθάνουν στο όνομα του Θεού τους, δονεί εν τέλει
και την ψυχή των «αχράντων» ποιητών, οι οποίοι δεν αφήνουν την επίγνωση του
θανάτου, την επίγνωση της θνητότητας, να ματαιώσει τη διάθεσή τους για προσφορά
και για την επίπονη εκείνη πνευματική εμβάθυνση που πληρώνεται ακριβά σε χρόνο,
σε χρόνο πολύτιμο και αναντικατάστατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου