Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Γιατί σταυρώθηκες, Κύριε;



Τί ζητάει ὁ Χριστὸς καρφωμένος πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ μέσα σ’ ἕνα κόσμο παραδομένο στὴν ἀπόλαυση τῶν κάθε εἴδους ἡδονῶν, σ’ ἕνα κόσμο κραιπάλης καὶ κάθε κακίας, σ’ ἕνα κόσμο ποὺ χλευάζει κι Αὐτὸν καὶ τὴ δημιουργία Του; Καὶ πόσο ἀταίριαστος φαίνεται στὰ μάτια μας ἕνας Θεὸς σταυρωμένος, γυμνός, μὴ ἔχων εἶδος οὐδὲ κάλλος ἀνάμεσα σὲ περικεφαλαῖες Ρωμαίων στρατιωτῶν καὶ σὲ ἐπιβλητικοὺς ἀρχιερεῖς, ποὺ χαϊδεύουν ἀνέμελα τὶς γενιάδες τους...
Εἴκοσι αἰῶνες ἀπὸ τότε κρέμεται ταπεινωμένος στὸ Σταυρὸ τοῦ ἐξευτελισμοῦ καὶ τῆς ἐξουθένωσης μέσα σὲ κάθε ναὸ μικρὸν ἢ μεγάλον χωρὶς νὰ μιλεῖ σὲ κανέναν, χωρὶς νὰ διαμαρτύρεται, χωρὶς κἂν νὰ παραπονεῖται «οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς. Κι ὁ κόσμος Τὸν παρατρέχει, ἡ Ἱστορία συνεχίζει τὴν πορεία της, τὰ πλήθη Τὸν ἀγνοοῦν, οἱ γλετζέδες ὅλης τῆς γῆς χορεύουν μέχρι πρωΐας σβήνοντας μ’ ἐπιμέλεια τὴν εἰκόνα Του ἀπὸ τὴ μνήμη τους.
Τί περιμένεις λοιπόν, Κύριε, προσηλωμένος στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, τί βλέπεις ἀπὸ κεῖ ποῦ σ’ ἔχομε ὑψωμένον, τί συλλογίζεσαι τάχα; Ἐμεῖς τώρα ξέρομε ὅτι ἐσὺ Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι «ἐξουσίαν ἔχεις» καὶ γι’ αὐτὸ Σοῦ φωνάζομε: Κατάβα ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ, κατάβα ἐπὶ τέλους.
Τώρα ὅλοι ζητοῦνε τὴν ἄνεσή τους, τὴν τροφὴ τῆς ζωῆς, τὴν ὑπόληψή τους μέσα στὴν κοινωνία. Καὶ οἱ δικοί Σου ἀκόμα μετροῦν τὴν εὐτυχία τους καὶ χαίρονται τὴν εὐημερία τους καὶ τὴν ἤρεμη συνείδησή τους. Γιατί ἐπὶ τέλους νὰ πονεῖ κανεὶς τόσο πολὺ χωρὶς φανερὴ ἀνάγκη; Οἱ δικαστές Σου καὶ οἱ δήμιοί Σου δὲν ὑπάρχουν πιὰ κι ἐκεῖ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ σὲ εἶχαν σταυρώσει στέκονται ναοὶ καὶ σεβάσματα στ’ ὄνομά Σου μὲ σημαῖες μάλιστα, ποὺ ἀνεμίζουν ἐλεύθερα. Γιατί λοιπόν, Κύριε, ἐπιμένεις ἀκόμα νὰ κρέμεσαι ἀτιμωτικὰ στὸ Σταυρό σου;
Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ γιορτάσαμε χιλιάδες φορὲς τὴν λαμπροφόρον Ἀνάστασιν καὶ τὴν ἔνδοξόν Σου Ἀνάληψιν κι ἀκούσαμε ἀπ’ τὰ χείλη Σου ἐκεῖνο τὸ «παρεδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς». Καὶ ὅμως συνεχίζομε νὰ Σὲ ἁγιογραφοῦμε σταυρωμένον καὶ κάθε χρόνο ἀναπολοῦμε «τὰ πάθη τὰ σεπτά» Σου καὶ «προσκυνοῦμέν Σου τὰ πάθη, Χριστέ»... Καὶ ἡ Παναγία Μητέρα Σου ἁπλώνει μὲ σπαραγμὸ τὰ ἄχραντα χέρια της στὸ κηδευόμενο σῶμά Σου μ’ ἐκεῖνον τὸν ἀπαράκλητο θρῆνο: Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;
Θέλω τώρα, Χριστέ μου, ν’ ἀπαντήσω γιὰ λογαριασμό Σου καὶ φοβᾶμαι, φοβᾶμαι τὴν τόλμη μου. Ἐσὺ δὲν μᾶς μιλᾶς, γιατὶ ὅ,τι ζητᾶμε νὰ μᾶς πεῖς τὸ θεωρεῖς αὐτονόητο. Σιωπᾶς καὶ μᾶς διδάσκεις ἔτσι κι ἐμᾶς νὰ σιωποῦμε μπροστὰ σὲ τέτοια μυστήρια. Ἐμεῖς ὅμως, Κύριε, ἔχομε καὶ τοὺς δικούς μας σταυροὺς καὶ γι’ αὐτοὺς μιλοῦμε καὶ ξέρομε τώρα ὅτι κοιτάζεις μὲ πόνο πατρικὸ μέσα στὸ πυρωμένο καμίνι τοῦ κάθε προσωπικοῦ μαρτυρίου καὶ συμπονεῖς καὶ χαϊδεύεις τὸ κάθε σημάδι τῶν καρφιῶν, ποὺ μᾶς μπήγει αὐτὴ ἡ ζωή. Ὁ πιὸ μεγάλος καημός μας εἶναι, Κύριε, τὸ ὅτι ἐμεῖς τὴ διαλέξαμε αὐτὴ τὴ ζωὴ μὲ τὰ τόσα μας βάσανα, τὴν τόση μοναξιά μας, τὴν ἀσήκωτη νοσταλγία τοῦ χαμένου Παραδείσου. Ἀπὸ μέσα κιόλας ἀπ’ τὸν Παράδεισο σὲ ἀρνηθήκαμε καὶ εἴπαμε: Ἂς πεθάνομε, κι ἂς γίνει ἡ ζωή μας ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀρκεῖ νὰ βρεθοῦμε μοναχοί.
Καὶ μείναμε μοναχοί μας καὶ γευόμαστε ἀπὸ τότε τὸν πικρότατο θάνατο, τὰ ἄθλια γεράματα, τὴν ἐξευτελιστικὴν ἁμαρτία, τὸν κόπο καὶ τὸ μόχθο, τὴν ἄγρια φύση, τοὺς φόβους καὶ τοὺς τρόμους μέσα στὴν ὀρφάνια μας. Καὶ οἱ ἁμαρτίες μας ρίζωσαν μέσα μας κι ἔγιναν πάθη καὶ γίναμε δοῦλοι τους. Ἔτσι παραμορφωμένοι πιὰ πῶς νὰ γυρίσομε καὶ νὰ σὲ κοιτάξομε, Κύριε; Δὲν Σε θυμούμαστε πιά, δὲν Σὲ γνωρίζομε...
Καὶ χορεύομε μπροστά Σου τὸ χορὸ τοῦ πολιτισμοῦ μας ξεδιάντροπα. Θέλομε νὰ Σοῦ δείξομε πὼς ζοῦμε καὶ χωρὶς Ἐσένα. Τί κι ἂν μᾶς ἐξόρισες ἀπ’ τὸν Παράδεισο. Φτιάξαμε ἐμεῖς ἐπάνω στὴ γῆς τὸ δικό μας Παράδεισο μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις – ἂς ποῦμε δικές μας – μὲ τὴν ἐπιστήμη, μὲ τὴν πολιτική, μὲ τὴν οἰκονομία, μὲ τὴ δικαιοσύνη μας καὶ μὲ τὴν ἠθική μας. Ἔτσι προσπαθοῦμε νὰ ξεχάσουμε τὸν Παράδεισο, νὰ παρηγορηθοῦμε στὴν ὀρφάνια μας, νὰ κοιμίσομε τοὺς πόνους μας, νὰ σβήσομε τὶς τύψεις μας, νὰ ξεχάσομε τὸν ἀμείλικτο θάνατο.
Δὲν τὸ καταφέρνομε ὅμως. Ὅσο κι ἂν τὸ μυαλό μας ψεύδεται ἀσύστολα, οἱ καρδιές μας δὲν ξεγελιοῦνται. Καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ δὲν παύει νὰ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ ζωή μας ἔξω ἀπ’ τὸν Παράδεισο εἶναι μία... κόλαση. Ὁ παγκόσμιος πόνος εἶναι βαρὺς καὶ σύ, Χριστέ μου, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶς τὸν καθένα μας χωριστὰ μετρᾶς τὰ βάσανά μας, τὰ δάκρυα τῶν μαννάδων, τὸν τρόμο τῶν παιδιῶν, τὰ ἀγκομαχητὸ τῶν πατεράδων, τὶς οἰμωγὲς τῶν θυμάτων, τὴν ἀπελπισία τῶν ψυχοπαθῶν, τῶν ναρκομανῶν, τῶν πλασμάτων τοῦ ὑποκόσμου, τῶν φυλακισμένων, τῶν ἐγκαταλελειμμένων στὴ μοναξιά. Κι ἀκόμα μετρᾶς καὶ ζυγιάζεις τὴν κατάθλιψη τῶν «εὐτυχισμένων» αὐτῆς τῆς ζωῆς, τῶν πλουσίων, τῶν ἐνδόξων, τῶν δυνατῶν, τῶν «πετυχημένων». Γιατὶ ὅλοι μας, ὅλοι μας εἴμαστε σταυρωμένοι⋅ εἴμαστε ὀδυνηρὰ καρφωμένοι πάνω στὴ βεβαιότητα τῆς ἀποτυχίας τῶν ὀνείρων μας.
Καὶ Σὺ ὁ πατέρας καὶ πλάστης μας πῶς θὰ μποροῦσες νὰ ἀναπαύεσαι στὴ μακαριότητά Σου; Ἦρθες ἀνάμεσά μας, σταυρώθηκες κι ἔγινε ἡ ψυχή σου «περίλυπος ἕως θανάτου». Ἔτσι νιώσαμε κι ἐμεῖς ὅτι εἶσαι δικός μας. Πάψαμε πιὰ νὰ φοβούμαστε τὸν τιμωρὸ Θεὸ τῶν θρησκειῶν, ὅλων τῶν θρησκειῶν. Ἔτσι σταυρωμένος καὶ τόσο δικός μας βεβαιωνόμαστε πιὰ πὼς δὲν ἦρθες γιὰ νὰ τιμωρήσεις κανένα.
Ξέρεις ἐσύ, Κύριε, πὼς μακριὰ ἀπ’ τὴν ἀγκαλιά Σου ἰσχύει ἡ δικαιοσύνη. Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι παραλλαγὲς μιᾶς μεταφυσικῆς δικαιοσύνης. Κι ἐμεῖς λέμε: Δὲν μᾶς φτάνουν τόσα βάσανα ποὺ περνᾶμε, ἔχομε καὶ τὸν πέλεκυ τῆς δικαιοσύνης ἀπὸ πάνω μας ἀπαραίτητον... Ὁ ἀποπλανητής μας ὁ διάβολος, μᾶς ἔπεισε ὅτι ἔχομε νὰ κάνομε μ’ ἕνα τιμωρὸ Θεό, κάτι ποὺ κι ἐμεῖς τὸ βλέπαμε δίκαιο. Μὴ κοιτᾶτε, μᾶς λέει, ποὺ κρέμεται ἀμίλητος στὸ ξύλο τῆς ἀτιμίας. Μέσα του μελετάει τὴν τιμωρία σας, γιατὶ ἐσεῖς τὸν σταυρώσατε, ἀχάριστοι. Ἀκαταμάχητο τὸ ἐπιχείρημα τοῦ πλάνου. Ὅλες οἱ θρησκεῖες καὶ οἱ ἄλλες ὁμολογίες ἀκόμα καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔπεσαν στὴν παγίδα τῆς δικαιοσύνης. Ἐσὺ ὅμως, Κύριε, αὐτὰ μᾶς ἐβεβαίωσες: «Οὐκ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον, ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ». Ἐμεῖς ὅμως δὲν παραιτούμαστε ἔτσι εὔκολα ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη γιατὶ θὰ χάσομε τὴν ἑωσφορικὴ ἀπόλαυση τῆς ἐκδίκησης. Κι ἀφοῦ ἔχομε ἔχθρα μὲ τὰ πλάσματά σου, ἔχομε βέβαια καὶ μὲ Σένα, Κύριε. Γι’ αὐτὸ Σὲ σταυρώσαμε. Ἐσὺ ὅμως, Κύριε, πρῶτος ἔθεσες ἐν ἡμῖν τὸν λόγον τῆς καταλλαγῆς, καὶ μᾶς συμφιλίωσες μὲ τὸν Πατέρα κι ἔτσι κατάργησες τὴ δικαιοσύνη τοῦ κόσμου. Κι αὐτὸ μᾶς τὸ ἔδειξες μὲ τὴ σάρκωσή Σου, μὲ τὰ πάθη Σου «ὑπὲρ ἡμῶν», μὲ τὸ σταυρικό Σου θάνατο.
Καὶ τώρα μὲ τὴν ἀναπάντεχη σωτηρία μας ἀπὸ τὴν κόλαση ρωτᾶμε: Γιατί ἦταν ἀνάγκη νὰ σταυρωθεῖς, Κύριε; Δὲν ὑπῆρχε πιὸ ἀνώδυνη σωτηρία; Ξέρομε βέβαια ὅτι κανένας πατέρας δὲν θέλει τὴ σταύρωση τοῦ παιδιοῦ του. Ἄρα, Κύριε, συμπεραίνουμε ὅτι σταυρώθηκες ἑκουσίως ἀπὸ φιλότιμο. Θέλησες νὰ δείξεις καὶ τὴ δική μας μετάνοια καὶ τὴν ἔδειξες πάνω στὴ δική σου σάρκα. Πόνεσες Ἐσὺ γιὰ μᾶς!
Ὕστερα ἀνακαλύψαμε κι ἕνα ἄλλο μυστικὸ τοῦ πάθους Σου. Εἶδες, Κύριε, τὶς καρδιές μας πετρωμένες ἀπ’ τὴν ἔχθρα αἰώνων. Ποιός νὰ πιστέψει στὴν ἀγάπη Σου;! Καὶ τώρα μὲ τὸ αἷμα Σου χυμένο ἀπὸ ἀγάπη, Μεγάλε Ἐραστή μας, ράγισες τὴν πέτρα καὶ νιώσαμε τὸ ὑπερβάλλον τῆς ἀγάπης Σου. Ἔτσι καταργήθηκαν ὅλες οἱ θρησκεῖες καὶ στὴ θέση τους ἐγκαινιάστηκε ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι πλέον τὸ ἐρωτικό μας εἰδύλλιο μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Τὸ πάθος τοῦ Σωτῆρος μας μᾶς ξανάφερε στὸν Παράδεισο ὄχι ἁπλὰ σὰν Πρωτόπλαστους ἀλλὰ πλέον ὡς Θεούς. «Ἐγὼ λέγω ὑμῖν θεοί ἐστι καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες» καὶ «ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ».
Ὡς φίλοι καὶ κατὰ χάριν θεοὶ πλέον ἑνωμένοι μὲ τὸν Σωτῆρα μας μεταλαμβάνοντας τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του μετέχομε καὶ στὴν Ἀνάσταση καὶ στὴν Ἀνάληψή Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάληξη τοῦ εἰδυλλίου καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῶν σχέσεών μας μὲ τὸ Θεό.
Εἶναι συγχρόνως καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῶν διαπροσωπικῶν μας σχέσεων. Τώρα νιώθομε ὅλοι πὼς εἴμαστε ἀδέρφια. Κι ἂν μένομε ἀκόμα προσωρινὰ στὴν ὀδύνη τοῦ κόσμου τούτου καὶ συγκρατοῦμε τὴ χαρά μας, εἶναι γιατὶ ἐπιθυμοῦμε βαθιὰ νὰ μποῦμε στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλους τοὺς ἀδελφούς μας. Ἕνα πανηγύρι ξεκινᾶμε συμπαντικὸ καὶ δὲν θέλομε νὰ λείψει καὶ νὰ τὸ στερηθεῖ κανείς.
Γι’ αὐτὸ μετὰ τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» προχωροῦμε στὸ:
«Τὴν Ἀνάστασίν Σου, Χριστὲ Σωτὴρ Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς ἀξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου