Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Η φιλοξενία του Αβραάμ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ΄


ΩΦΘΗ δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας. 2 ἀναβλέψας δέ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. 3 καὶ εἶπε· κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου· 4 ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον· 5 καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς τὸν παῖδα ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς εἴρηκας. 6 καὶ ἔσπευσεν ῾Αβραὰμ ἐπὶ τὴν σκηνὴν πρὸς Σάρραν καὶ εἶπεν αὐτῇ· σπεῦσον καὶ φύρασον τρία μέτρα σεμιδάλεως καὶ ποίησον ἐγκρυφίας. 7 καὶ εἰς τὰς βόας ἔδραμεν ῾Αβραὰμ καὶ ἔλαβεν ἁπαλὸν μοσχάριον καὶ καλὸν καὶ ἔδωκε τῷ παιδί, καὶ ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό. 8 ἔλαβε δὲ βούτυρον, καὶ γάλα, καὶ τὸ μοσχάριον ὃ ἐποίησε, καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον· αὐτὸς δὲ παρειστήκει αὐτοῖς ὑπὸ τὸ δένδρον.

9 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· ποῦ Σάρρα ἡ γυνή σου; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἰδοὺ ἐν τῇ σκηνῇ. 10 εἶπε δέ· ἐπαναστρέφων ἥξω πρὸς σὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον εἰς ὥρας, καὶ ἕξει υἱὸν Σάρρα ἡ γυνή σου. Σάρρα δὲ ἤκουσε πρὸς τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς, οὖσα ὄπισθεν αὐτοῦ. 11 ῾Αβραὰμ δὲ καὶ Σάρρα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ἡμερῶν, ἐξέλιπε δὲ τῇ Σάρρᾳ γίνεσθαι τὰ γυναικεῖα. 12 ἐγέλασε δὲ Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· οὔπω μέν μοι γέγονεν ἕως τοῦ νῦν, ὁ δὲ κύριός μου πρεσβύτερος. 13 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ῾Αβραάμ· τί ὅτι ἐγέλασε Σάρρα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· ἆρά γε ἀληθῶς τέξομαι; ἐγὼ δὲ γεγήρακα. 14 μὴ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ ρῆμα; εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον ἀναστρέψω πρὸς σὲ εἰς ὥρας· καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός. 15 ἠρνήσατο δὲ Σάρρα λέγουσα· οὐκ ἐγέλασα· ἐφοβήθη γάρ. καὶ εἶπεν αὐτῇ· οὐχί, ἀλλὰ ἐγέλασας.

16 ᾿Εξαναστάντες δὲ ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες κατέβλεψαν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόρρας. ῾Αβραὰμ δὲ συνεπορεύετο μετ᾿ αὐτῶν συμπροπέμπων αὐτούς. 17 ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ ῾Αβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ. 18 ῾Αβραὰμ δὲ γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολύ, καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς. 19 ᾔδειν γὰρ ὅτι συντάξει τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, καὶ φυλάξουσι τὰς ὁδοὺς Κυρίου ποιεῖν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ Κύριος ἐπὶ ῾Αβραὰμ πάντα, ὅσα ἐλάλησε πρὸς αὐτόν. 20 εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. 21 καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ. 22 καὶ ἀποστρέψαντες ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. ῾Αβραὰμ δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου. 23 καὶ ἐγγίσας ῾Αβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; 24 ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; 25 μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ρῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν; 26 εἶπε δὲ Κύριος· ἐὰν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν τόπον δι᾿ αὐτούς. 27 καὶ ἀποκριθεὶς ῾Αβραὰμ εἶπε· νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δέ εἰμι γῆ καὶ σποδός· 28 ἐὰν δὲ ἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς ἕνεκεν τῶν πέντε πᾶσαν τὴν πόλιν; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ τεσσσαρακονταπέντε. 29 καὶ προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα. 30 καὶ εἶπε· μή τι κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τριάκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τριάκοντα. 31 καὶ εἶπεν· ἐπειδὴ ἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν κύριον· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ εἴκοσι. 32 καὶ εἶπε· μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα. 33 ἀπῆλθε δὲ ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ ῾Αβραάμ, καὶ ῾Αβραὰμ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.



Απόδοση

Φανερώθηκε ο Θεός στον Αβραάμ στη βελανιδιά στη Μαμβρή, ενώ καθόταν μπροστά την πόρτα της σκηνής του το μεσημέρι. Κοίταξε με τα μάτια του και να τρείς άνδρες στεκόταν μπροστά του∙ και κοίταξε και έτρεξε σε συνάντησή τους από την πόρτα της σκηνής του και τους προσκύνησε μέχρι τη γή. Και είπε∙ Κύριε, αν έχω βρεί χάρη απέναντί σου , μη προσπεράσεις τον δούλο σου∙ πάρε νερό και πλύνετε τα πόδια σας και αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο∙ και θα σας δώσω ψωμί και θα φάτε, και μετά θα κατευθυνθείτε προς τον δρόμο σας από τον οποίο παρεκκλίνατε για να έρθετε σε μένα. Και πήγε στη σκηνή και είπε στη Σάρρα να φτιάξει γρήγορα τρείς μερίδες σιμιγδάλι. Και πήγε και στα ζώα και έλαβε ένα απαλό μοσχάρι και το έδωσε για ετοιμασία στον δούλο του . πήρε και βούτυρο και γάλα , και τους πρόσφερε το μοσχαρί που ετοιμάστηκε, και έφαγαν∙ αυτός όμως στεκόταν κάτω από το δέντρο.

Και του είπε∙ που είναι η Σάρρα η γυναίκα σου; Και είπε∙ στη σκηνή∙ του είπε∙ όταν θα σας ξαναεπισκεφτώ θα συλλάβει η Σάρρα η γυναίκα σου ένα γιό. Και η Σάρρα άκουσε τα λόγια αυτά επειδή στεκόταν στην πόρτα της σκηνής, που ήταν πίσω του. Ο Αβραάμ και η Σάρρα ήταν μεγάλη σε ηλικία, και η Σάρρα δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει . Γέλασε η Σάρρα από μέσα της και είπε∙ αφού δεν έγινε μέχρι τώρα κάτι τι μπορεί να γίνει αφού ο Αβραάμ είναι γέρος; Και είπε ο Κύριος στον Αβραάμ∙ γιατί γέλασε η Σάρρα από μέσα της και είπε∙ στα αλήθεια τώρα μπορώ να γεννήσω; Εγώ έχω γεράσει. Μπορεί να είναι κάτι αδύνατο για τον Θεό; Θα φυγώ και θα ξαναγυρίσω σύντομα ∙ και η Σάρρα θα έχει γιο. Αρνήθηκε η Σάρρα και είπε∙ δεν γέλασα, γιατί φοβήθηκε. Και της είπε∙ όχι αλλά γέλασες.


Σηκώθηκαν οι άνδρες από εκεί και κατευθύνθηκαν προς τις πόλεις Σόδομα και Γόμορρα. Ο Αβραάμ τους ξεπροβόδησε και πήγαινε μαζί τους. Και ο Κύριος είπε∙ δεν θα κρύψω από τον παιδί μου τίποτα από αυτά που κάνω ∙ από τον Αβραάμ θα γίνει ένα έθνος μεγάλο και πολύ, και θα ευλογηθούν με αυτόν όλες οι φυλές της γής. Γνώριζε ότι θα συντάξει τον οίκο του μαζί του και θα φυλάξει τις εντολές του Κυρίου και θα κάνει δικαιοσύνη και κρίση, και θα δώσει ο Κύριος στον Αβραάμ όλα όσα του υποσχέθηκε. Τα Σόδομα και τα Γόμορρα με φωνάζουν δυνατά επειδή οι αμαρτίες είναι μεγάλες. Θα πάω εκεί να δώ αν με φωνάζουν σύμφωνα με τις αμαρτίες τους. Και έφυγαν από εκεί οι άνδρες και πήγαν στα Σόδομα. Και ο Αβραάμ ακόμα στεκόταν μαζί με τον Κύριο. 

Και πλησίασε ο Αβραάμ και ειπε∙ είναι σωστό να χαθεί και τιμωρηθεί από εσένα ο δίκαιος μαζί με τον ασεβή; Αν είναι πενήντα δίκαιοι στην πόλη αυτή θα τους σκοτώσεις όλους; Δεν θα αφήσεις τον τόπο εξ’ αιτίας αυτών των πενήντα δίκαιων εάν είναι σε αυτή; Δεν θα κάνεις αυτό το πράγμα, να σκοτώσεις τον δίκαιο με τον ασεβή και να είναι ο δίκαιος όπως ο ασεβής. Δεν θα το κάνεις. Εσύ κρίνεις όλη την γή και δεν θα κρίνεις τώρα; Είπε ο Κύριος∙ εάν είναι στα Σόδομα πενήντα δίκαιοι στη πόλη , θα αφήσω όλη την πόλη και όλο τον τόπο εξ’ αιτίας τους. Και αποκρίθηκε ο Αβραάμ και είπε∙ τώρα θα πω και κάτι άλλο στον Κύριο μου, και είμαι μπροστά του γη και σκόνη∙ εάν μειωθούν οι πενήντα δίκαιοι σε σαράνταπέντε, θα σκοτώσεις για τους πέντε όλη την πόλη; Και είπε ∙ δεν θα χαθεί αν βρώ εκεί σαράντα πέντε. Και συνέχισα ο Αβραάμ να του μιλάει και είπε∙ και αν βρεθούν εκεί σαράντα; Και είπε∙ δεν θα την καταστρέψω εξ’ αιτίας των σαράντα. Και είπε∙ είναι κακό Κύριε να πώ κάτι ακόμα; Αν βρεθούν εκεί τριάντα; Και είπε∙ δεν θα την καταστρέψω για αυτούς τους τριάντα. Και εάν βρεθούν εκεί είκοσι; Και είπε∙ δεν θα την καταστρέψω αν βρεθούν εκεί είκοσι∙ και είπε∙ να πω ακόμη Κύριε κάτι τελευταίο∙ αν βρεθούν εκεί δέκα; Και είπε δεν θα την καταστρέψω για αυτούς τους δέκα. Έφυγε από εκεί ο Κύριος, και σταμάτησε να μιλά στον Αβραάμ, και ο Αβραάμ γύρισε πίσω στον τόπο του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου