Ο σήμερον εορταζόμενος Φωστήρ, κορυφαίος Πατέρας της μοναστικής μας ιδιότητος, Ιωάννης ο Σιναΐτης, είχε ως εξαίρετο αρετή – εκτός των άλλων πού επλούτιζαν και επροίκιζαν την μακάρια ψυχή του – την ταπεινοφροσύνη. Κατά την κουρά του εις μοναχό, ένας εκ των πνευματοφόρων Πατέρων, ελθών εις έκστασι, είπε στον Γέροντά του Μαρτύριο: «Βαβαί, Αββά Μαρτύριε, οίδας ότι σήμερον ηγούμενον του Σινά εκούρευσας;»
Μέσα στην βαθύτατη ταπεινοφροσύνη του ο Όσιος Ιωάννης, δεν απεκάλυψε τίποτε για τον εαυτό του. Το μόνο πού γνωρίζομε είναι, ότι δεκαεξαετής
μπήκε στην μοναχική πολιτεία. Εκάθησε υπό τον Γέροντά του περί τα
δεκαοκτώ έτη και μετά απεσύρθη στην βαθύτερα έρημο, στην οποία έζησε
περί τα 40 έτη. Μόνος εκεί με τον μαθητή του Μωυσή. Ίσως και με άλλους.
Στο βαθύ του γήρας, περίπου εβδομηκοντούτης, εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σινά.
Πλήρης
αρετών, εστήριξε γενικά την περιφέρεια αυτή τον τότε υπάρχοντα
μοναχισμό, αφήνοντας και εις εμάς τους ευτελείς, ως κληρονομία την
περίφημό του Βίβλο, την ονομαζόμενη «Κλίμακα». Αρχίζει από την ξενιτιά και κλιμακωδώς αναφέρει όλες τις καταστάσεις των αρετών, μέχρι της απάθειας και της θεώσεως.
Εκείνο το οποίο συνιστά, είναι το ταπεινό φρόνημα, σαν το πλέον απαραίτητο στοιχείο, ως καθήκον απόλυτο σε κάθε χριστιανό. Αναφέρεται στον βίο του, ότι οι Πατέρες, για να δοκιμάσουν το ταπεινό του φρόνημα του επέταξαν, όπως ρίχνομε στα σκυλιά, ένα κομμάτι ψωμί και αυτός ο μακάριος έσκυψε, επερπάτησε
με τα τέσσερα και το επήρε, για να τους αποδείξη πού απεδέχθη αυτό πού
του έκαμαν σαν πείραμα. Αυτό ήταν το δείγμα της προκοπής του.
Θα ήθελα να αναφερθώ στο θέμα της μακροθυμίας
πού πρέπει να έχωμε ως μοναχοί. Σάς ανέφερα το όραμα πού είδε
πνευματοφόρος Πατέρας για τον όσιο Ιωάννη, ότι έμελλε να γίνη ηγούμενος
του Σινά. Πότε όμως έγινε αυτό; Μετά από πενήντα πέντε χρόνια.
Αυτό το γεγονός είναι σοβαρό και απασχολεί και εμάς με την είσοδό μας
στην μοναχική ζωή. Αν και κάποιος δεν ευρίσκεται να μάς το πή εσωτερικά
όμως η συνείδησι και η βαθεία πίστι μας το ομολογούν συνεχώς. Ποιό; Το ότι εφ όσον εκλήθημε στην ζωή αυτή, ασφαλώς είμαστε προορισμένοι στο απόλυτο της επιτυχίας μας, διά του ελέους του Θεού. Αυτό όμως πότε θα γίνη; Στο τέρμα της ζωής μας; Κανείς δεν ξέρει πόσο θα ζήσωμε.
Ενδέχεται
να μακροβιώσωμε. Εκείνο πού γνωρίζομε είναι ότι, «ο καλέσας ημάς Θεός»
είναι αψευδής στις επαγγελίες Του, καθώς είναι «πιστός εν πάσι τοίς
λόγοις Αυτού». Αρα μάς ετοίμασε τόπο και θα μάς τον χαρίση. Χρειάζεται
όμως μία υπομονή πολλών ετών και τότε θα εκπληρωθή η επαγγελία. Αυτός είναι ο τρόπος πού ο Θεός εκτελεί τις επαγγελίες Του.
Ας επανέλθωμε τώρα στο θέμα της ταπεινοφροσύνης.
Κάθε αρετή είναι επωφελής και αναγκαία, διότι εξυψώνει την
προσωπικότητά μας, η οποία κατερρακώθη με την πτώσι, και εγέμισε την
εικόνα με κηλίδες. Πρέπει αυτές οι κηλίδες, μία-μία να εξαλειφθούν και να επανέλθη η εικόνα και η μορφή στην αρχική της αξία. Οι κηλίδες είναι η παρά φύσι ζωή, δηλ. τα πάθη και οι αμαρτίες, τα οποία μάς προκάλεσε η πτώσι και η αμελημένη
μας ζωή. Από τότε πού εγνωρίσαμε την ευσέβεια, έως αυτή την ώρα, δεν
ημπορέσαμε να εφαρμόσωμε αυτά πού απαιτεί το θείο θέλημα. Και δεν είμεθα
αμαρτωλοί μόνο στην περίοδο της αγνοίας μας. Δυστυχώς εμείναμε αμαρτωλοί και στην περίοδο της γνώσεως. Και η εικόνα ευρίσκεται καταρρακωμένη.
Τώρα,
επιβάλλεται με την πτωχή μας προσπάθεια και με την απόλυτο συνεργασία
της θείας Χάριτος να αποκτήσωμε, αντί των κακών και των παθών, τις
αρετές, οι οποίες έχουν αυτήν ακριβώς την ιδιότητα. Αντικαθιστούν την δυσμορφία της εικόνος, και αφού σιγά-σιγά χάριτι Χριστού, αναζωγραφίσομε και επαναφέρομε
την εικόνα στην πρώτη της αίγλη και κατάστασι, στο αρχαίο απλούν, τότε
φαίνεται ο χαρακτήρας, τίνος είμεθα, από πού καταγόμεθα. Είμεθα, φυσικά
του Πατρός μας, γι αυτό και φέρομε το επίθετο «χριστιανοί», διότι καταγόμεθα από τον Χριστό.
Όλες
λοιπόν οι αρετές είναι χρήσιμες, απαραίτητες, αναγκαίες και κάθε μια
ακριβώς ξεριζώνει την αντίστοιχη κακία και θεραπεύει την κατάλληλη
πληγή.
Υπάρχει
όμως και μία άλλη αρετή, η οποία και μόνη αυτή μπορεί να αντικαταστήση
όλες τις άλλες και να αποκαταστήση την μορφή της εικόνος ασυγκρίτως
λαμπρότερη από ό,τι φυσιολογικά θα εγίνετο. Αυτή συνιστούν οι Πατέρες.
Και δεν είναι παράξενο. Διότι αυτή η αρετή, είναι ακριβώς ο γνήσιος
χαρακτήρας του Πατρός μας, του Χριστού.
Αυτός ο οποίος ενομοθέτησε και έγινε για μάς άνθρωπος, όχι γιατί Του
εχρειάζετο, αλλά για το πλήρωμα της παναγάπης Του προς τον άνθρωπο. Δεν
ηρκέσθη να του μιλήση από μακρυά, αλλά εφόρεσε τον ίδιο τον άνθρωπο,
έζησε μαζί μας και μάς έδειξε πρακτικά, σαν κλίμακα, ένα – ένα το
σκαλοπάτι, πώς να βαδίσωμε, ανακτούντες τις αρετές και καταστρέφοντες
τις κακίες.
Με όλα αυτά ηθέλησε να μάς πή και κάτι παραπάνω: «Θέλετε να σάς πώ ποιός είμαι; Μάθετε απ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία»
(Ματθ. 11,29).Εδώ ελύθηκε το μεγάλο μυστήριο. Τώρα εμάθαμε όχι μόνο
εξωτερικά την μορφή, αλλά το βάθος της καρδίας, το κέντρο της υποστάσεως
Αυτού. Αυτός είναι ο Θεός και Πατέρας μας!
Ποιός θέλει τώρα λοιπόν να πάρη επάνω του τον τίτλο της κληρονομιάς,
πού θα έχει ως αποτέλεσμα να παραμερισθούν τα εμπόδια και οι θυρωροί,
διά να εισέλθη με δόξα και παρρησία και να πέση στην πατρική αγκάλη;
Αυτός ο οποίος είναι έξυπνος, θα προσπαθήση στην ζωή αυτή να περισυλλέξη
επάνω στην μορφή του ολόκληρο τον χαρακτήρα του Πατρός. Και αυτός είναι
ο ταπεινός.
Είναι
όμως φυσιολογική η ταπείνωσι, ή μήπως είναι κάποιο πράγμα υπέρ φύσι και
είναι δύσκολο να το συλλάβωμε και διανοητικά ακόμα;
Τί είναι ταπείνωσι; Ταπείνωσι είναι η πραγματικότης. Μήπως μάς χρειάζονται όμως επίνοιες για να ανακαλύψωμε μέσα μας την πραγματικότητα, ότι όντως είμαστε ευτελείς και ουτιδανοί, ανίκανοι στην αθλιότητα πού ευρισκόμαστε; Δεν νομίζω, ότι αυτό είναι δύσκολο.
Εάν
ακούσωμε από την Γραφή την καταγωγή μας και βάλωμε δίπλα στο πρότυπο
την μορφή μας, αμέσως θα εντραπούμε. Ακούσαμε, ότι η κατασκευή μας εξ
αρχής έγινε κατά ιδιαίτερο τρόπο, με την πρόνοια του Θεού «κατ εικόνα και ομοίωσίν» Του. Εγίναμε κατά την θείαν απόφασι ένας «κατά χάριν» Θεός, όμοιος με τον κατά φύσι Θεό. Αυτή είναι η καταγωγή μας, και τώρα ευρίσκομε, ότι εκαταντήσαμε «σπήλαια ληστών». Η
κακουργία, η εγκληματικότης, η πονηρία και η ποικιλόμορφη αμαρτία,
περιστρέφονται μέσα μας ελεύθερα και μόνο εξωτερικά διαφέραμε από τα
κτήνη. Αυτή η διαπίστωσι
είναι η πραγματικότης. Και άρα από τούτο το παράδειγμα, ημπορούμε να
βάλωμε αρχή για να κατακτήσωμε την ταπείνωσι. Μετά την διαπίστωσι, ότι
είμαστε ελεεινοί, πιάναμε αυτό το φρόνημα και ησυχάζομε. Όταν κρατούμε αυτό το φρόνημα, πώς είναι δυνατό να θυμώσωμε κατά του άλλου;
Ένας τέτοιος χαρακτήρας σκέφτεται για πλεονεξίες, αρπαγές, εκδικήσεις
και κακουργίες; Ουδέποτε γίνεται αυτό. Ένας τέτοιος άνθρωπος, πάλι δεν
είναι άξιος, χάριν της ελεεινότητός του, να πάσχη και όχι να δοξάζεται;
Αυτά
όλα τα είπα, για να δώσω ύλη στο πόσο είναι εύκολο, αν θελήσωμε, από
αυτές τις πρόχειρες διαπιστώσεις, να αρπάξωμε αυτή την εργασία και να
ξεκινήσωμε ο καθένας μας με άμιλλα ευσεβή, ποιός να περάση τον άλλο. Εδώ
επιτρέπεται η άμιλλα. «Καλόν το ζηλούσθαι επ αγαθώ».
Να
όμως και δεύτερη επίγνωσι της ταπεινώσεώς μας. Όταν ήλθε το πλήρωμα του
χρόνου και επεδήμησε ο Θεός Λόγος, έσβησε τα παλιά, έσχισε το χειρόγραφο, ανέσυρε την εικόνα από το βάθος και την εσφράγισε με τα ημαγμένα Του δάκτυλα. Την επανέφερε στο αρχαίο κάλλος και της έδωσε την δύναμι της υιοθεσίας· και την επήραμε στο βάπτισμα, αλλά και πάλι κατηντήσαμε στα ίδια. Ελεεινότης χωρίς σύνορα και περιγραφή.
Είναι
λοιπόν, δύσκολο αυτές τις διαπιστώσεις να τις κρατά ο καθένας και να
αγωνισθή να αποκτήση αυτή την παναρετή, πού είναι ο γνήσιος χαρακτήρας
του Πατρός μας, πού μόλις την ιδούν οι Αγγελοι αμέσως παραμερίζουν; Και η
φλογίνη ρομφαία ακόμα, αν έμενε στη θέσι της και δεν κατηργείτο από τον
Σταυρό του Ιησού μας, μόλις αντίκριζε την μορφή αυτή, θα παρεμέριζε
αμέσως. Διότι πώς θα σταθή, όταν βλέπη τους υιούς του πατρός των να
βαδίζουν με παρρησία να κληρονομήσουν την επαγγελία τους; Με παράδειγμα
τον σημερινό Όσιο Πατέρα και όλους τους Αγίους, αλλά περισσότερο το πρότυπό μας, τον αρχηγό της σωτηρίας
μας «τόν της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (Εβρ. 12,2), ας
συνεχίσωμεν «τόν προκείμενον ημίν αγώνα» και να είσθε σίγουροι ότι η
επιτυχία μας είναι βεβαία. Αμήν.
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ,
Διδαχές από τον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 8, γ’ Έκδοσις, Έκδοσις Ιεράς
Μεγίστης Μονή του Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου