Εύσπλαχνε
και πολυέλεε Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, εσύ που ήλθες στον κόσμο για
να σώσεις τους αμαρτωλούς, ο χειρότερος των οποίων είμαι εγώ, ελέησέ με
πριν πεθάνω, διότι γνωρίζω ότι με περιμένει φρικτό και φοβερό δικαστήριο
μπροστά σ’ όλη την κτίση, οπότε τα ακάθαρτα και παμβέβηλα έργα μου θα
γίνουν σ’ όλους φανερά. Και, αλήθεια, είναι ασυγχώρητα και ανάξια
συγνώμης, διότι υπερβαίνουν το πλήθος της θαλάσσιας άμμου.
Γι’
αυτό δεν τολμώ να ζητήσω την άφεσή τους, Δέσποτα, διότι αμάρτησα
περισσότερο απ’ όλους τούς ανθρώπους. Έζησα πιο άσωτα από τον άσωτο γιό,
σου χρωστάω περισσότερα από μύρια τάλαντα, έκανα περισσότερες αμαρτίες
από τον τελώνη, έπραξα πιο ακάθαρτα έργα από την πόρνη του Ευαγγελίου,
έσφαλα σαν τούς Νινευΐτες, χωρίς να μετανοήσω, κι ακόμη χειρότερα.
Βυθίστηκα μέσα στις αμαρτίες μου περισσότερο από τον βασιλιά Μανασσή και
σαν βαρύ φορτίο με καταπιέζουν. Κι εγώ τώρα είμαι ταλαίπωρος και έχω
υποκύψει τελείως.
Λύπησα
το Άγιο Πνεύμα σου, παράκουσα τις εντολές σου, διασκόρπισα τον πλούτο
των χαρισμάτων σου, μόλυνα την χάρη σου, τον αρραβώνα που μου έδωσες τον
σπατάλησα στις αμαρτίες μου, μόλυνα το πολύτιμο κατ’ εικόνα σου -την
ψυχή μου-, τον χρόνο που μου έδωσες να μετανοήσω, τον έζησα με τους
εχθρούς σου, καμιά εντολή σου δεν τήρησα, λέρωσα εντελώς τον χιτώνα της
ψυχής μου, που μου φόρεσες, έσβησα την λαμπάδα του λογικού, το πρόσωπό
μου, που το λάμπρυνες, το έκαμα αποκρουστικό με τις αμαρτίες μου, τα
μάτια μου, που τα φώτισες, με την θέλησή μου τα τύφλωσα, τα χείλη μου,
που πολλές φορές τα αγίασες με τα θεία σου Μυστήρια, με αναίδεια τα
μόλυνα.
Και
γνωρίζω ότι οπωσδήποτε θα παρασταθώ στο φοβερό σου Βήμα σαν κατάδικος ο
παμβέβηλος. Γνωρίζω ότι τότε όλα μου τα έργα θα ελεγχθούν και τίποτε
δεν θα κρυφθεί από σένα. Αλλά σε παρακαλώ, συμπαθέστατε, πολυέλεε,
φιλανθρωπότατε Κύριε, μη με ελέγξεις εξαιτίας του θυμού σου· δεν λέω, μη
με παιδεύσεις, διότι αυτό είναι αδύνατο, λόγω των έργων μου. «Μη τω
θυμώ σου ελέγξης με». Και θα κερδίσω αυτό από σένα, αν δεν με παιδεύσεις
με τον θυμό και την οργή σου, ούτε φανερώσεις αυτά ενώπιον αγγέλων και
ανθρώπων, ώστε να αισχυνθώ και να ντροπιασθώ.
Αν
κανείς δεν μπορεί να υποφέρει τον θυμό ενός θνητού βασιλιά, πόσο μάλλον
θα υποφέρω τον θυμό σου, Κύριε, εγώ ο άθλιος; Ξέρω τον ληστή που ζήτησε
συγγνώμη και παρευθύς την έλαβε· ξέρω την πόρνη που προσήλθε ολόψυχα
και συγχωρέθηκε· ξέρω τον τελώνη που στέναξε βαθιά και δικαιώθηκε. Όμως
εγώ ο πανάθλιος, ενώ τους υπερβαίνω όλους στις αμαρτίες, δεν θέλω να
τους μιμηθώ στην μετάνοια, διότι ούτε συνεχή δάκρυα μετάνοιας έχω, ούτε
καθαρή και αληθινή εξομολόγηση, ούτε στεναγμό από τα βάθη της καρδιάς
μου, ούτε καθαρή ψυχή, ούτε αγάπη Θεού, ούτε ταπείνωση, ούτε προσευχή
παντοτινή, ούτε σωφροσύνη, ούτε καθαρότητα σκέψεων, ούτε διάθεση που να
ευχαριστεί τον Θεό. Με ποιο πρόσωπο, λοιπόν, και με ποιο θάρρος να
ζητήσω συγχώρηση, Κύριε;
Πολλές
φορές, Δέσποτα, έδωσα υπόσχεση να μετανοήσω. Πολλές φορές στην εκκλησία
κατανύσσομαι και γονατίζω μπροστά σου· όταν όμως εξέρχομαι, αμέσως
ξαναπέφτω στις αμαρτίες. Πόσες φορές μ’ ελέησες, κι όμως εγώ σε πίκρανα!
Πόσες φορές μακροθύμησες, κι όμως εγώ δεν επέστρεψα κοντά σου! Πόσες
φορές με σήκωσες από την αμαρτία, κι όμως εγώ πάλι γλίστρησα κι έπεσα
κάτω! Πόσες φορές με άκουσες, κι όμως εγώ σε παράκουσα! Πόσες φορές με
τίμησες, κι όμως εγώ δεν σ’ ευχαρίστησα! Πόσες φορές, ενώ αμάρτησα, σαν
στοργικός πατέρας με παρηγόρησες και σαν παιδί σου με κατεφίλησες και
αφού μου άνοιξες τις αγκάλες σου, μου φώναξες: «Σήκω, παιδί μου, μη
φοβάσαι. Στάσου· έλα πάλι, δεν σε περιφρονώ, δεν σε αηδιάζω, δεν σε
απορρίπτω, ούτε γίνομαι σκληρός προς το πλάσμα μου, το δικό μου παιδί,
την εικόνα μου, τον άνθρωπο που με τα ίδια μου χέρια έπλασα και φόρεσα
και χάριν του οποίου και το αίμα μου έχυσα. Δεν αποστρέφομαι το χαμένο
λογικό πρόβατό μου, όταν έρχεται σε μένα, δεν μπορώ να μην του αποδώσω
την πρώτη δόξα και τιμή, δεν μπορώ να μην το συναριθμήσω με τ’ άλλα 99
πρόβατά μου. Διότι γι’ αυτό και μόνο κατέβηκα στην γη και άναψα τον
λύχνο, την δική μου σάρκα, και σάρωσα την οικία και κάλεσα τις φίλες
ουράνιες δυνάμεις για να εορτάσουμε μαζί την εύρεσή σου».
Όλα,
λοιπόν, αυτά ως αγαθός και φιλάνθρωπος μου χάρισες, Δέσποτα. Εγώ όμως ο
άθλιος, καταφρονώντας τα πάντα, έφυγα σε ξένη και μακρινή χώρα της
απώλειας. Αλλά εσύ, πανάγαθε, επανάφερέ με πάλι και μη οργισθείς με μένα
τον ταλαίπωρο, Κύριε. Μακροθύμησε ακόμη με μένα. Μη σπεύσεις να με
κόψεις σαν την άκαρπη συκιά, ούτε να διατάξεις να με θερίσουν πρόωρα από
την ζωή, αλλά δος μου ακόμη μία παράταση και οδήγησέ με, Κύριε, στην
μετάνοια.
Ελέησέ
με, Κύριε, διότι είμαι ασθενής στην ψυχή, ασθενής στον λογισμό, ασθενής
στην σκέψη, ασθενής στην διάθεση. Έχασα την δύναμή μου, έχασα τον χρόνο
μου, έχασα μάταια όλες τις ημέρες μου και το τέλος μου έφθασε. Αλλ’
άνοιξε, άνοιξε, άνοιξέ μου, Κύριε, αν και κτυπώ αναξίως, και μη μου
κλείσεις την θύρα της ευσπλαχνίας σου· διότι, αν εσύ κλείσεις, ποιος
μετά θα μου ανοίξει; Αν εσύ δεν μ’ ελεήσεις, ποιος θα με βοηθήσει;
Κανένας άλλος, κανένας, παρά μόνο εσύ, που είσαι από την φύση σου
ελεήμων και εύσπλαχνος. Ελέησέ με, Κύριε, διότι είμαι ασθενής, διότι με
αποδυνάμωσε ο εχθρός και μ’ έκανε εξουθενωμένο και άρρωστο. Όμως ο
άρρωστος και εξουθενωμένος δεν μπορεί να σηκωθεί μόνος του, δεν μπορεί
να θεραπευθεί· ο συντριμμένος δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του.
Λοιπόν, «ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί».
Θεράπευσέ
με, Κύριε, διότι ταράχθηκε το σώμα μου. Ταράχθηκε και συντρίφθηκε η
ψυχή μου. Ο συντριμμένος στο σώμα δεν μπορεί να σηκωθεί και να ζητήσει
τον γιατρό, δεν μπορεί να τρέξει και να γλυτώσει από τον εχθρό. Λοιπόν,
εσύ αναζήτησέ με, Δέσποτα, που ήλθες να βρεις το χαμένο πρόβατο. Σκέπασέ
με εσύ, που έπεσα στους ληστές και κατάντησα όχι μισοπεθαμένος, αλλά
τελείως νεκρός. Γιάτρεψέ με, Κύριε, διότι ο εχθρός μ’ έκανε ασθενή και
δυσώδη· κι ο ασθενής και δυσώδης βρίσκεται όλος κάτω, όλος έχει πέσει
πτώμα ελεεινό· μόνο καλεί τον Γιατρό και φωνάζει προς τον Λυτρωτή· μόνο
με τα μάτια παρατηρεί πότε θα έλθει και θα τον επισκεφθεί Αυτός που
θεραπεύει τούς θλιμμένους στην καρδιά και ανορθώνει τούς πεσμένους και
σώζει τους απελπισμένους.
Γιάτρεψέ
με, Κύριε, διότι ταράχθηκαν τα οστά μου και η ψυχή μου ταράχθηκε πολύ.
Με κυρίευσε σωματική και ψυχική οδύνη, Δέσποτα, διότι περιπλέχθηκα σε
σαρκικά πάθη, και το σώμα και την ψυχή μου τα έκαμα παιχνίδι στους
δαίμονες. «Ίασαί με, Κύριε, ότι εταράχθη τά οστά μου», τα οποία
συναρμολογούν τον εσωτερικό άνθρωπο. Και ποια είναι αυτά; Η πίστη, η
φρόνηση, η ελπίδα, η δικαιοσύνη, η εγκράτεια, η ευσέβεια, η πραότητα, η
ταπεινοφροσύνη και η ελεημοσύνη. Αυτά τα (πνευματικά) οστά συντρίφθηκαν,
Δέσποτα.
Βλέπω
να φθάνει το τέλος της ζωής μου και η ψυχή μου ταράζεται πολύ. Βλέπω
τον δρόμο δύσκολο και μακρινό, μετά τον θάνατό μου, κι εγώ δεν είμαι
έτοιμος να πάω προς τα εκεί. Βλέπω τον δανειστή μου να απαιτεί τα
δανεικά και δεν μπορώ να του τα αποδώσω και η ψυχή μου ταράζεται πολύ.
Βλέπω τον κάτοχο των αποδείξεων των χρεών μου να τις παρουσιάζει και
τους δημίους να κραυγάζουν εναντίον μου και η ψυχή μου ταράζεται πολύ.
Βλέπω να με κατηγορούν πολλοί και κανέναν υπερασπιστή δεν έχω και
ταράζεται η ψυχή μου πολύ. Είμαι όλος γεμάτος από ταραχή και σκοτοδίνη
και αγωνιώ και τρέμω και φρίττω και τα σπλάχνα μου ταράζονται και δεν
γνωρίζω τι να κάμω. Με τι πρόσωπο ν’ αντικρύσω τον Κριτή μου; Ζαλίζομαι,
τρέμω, φρίττω και είμαι σε αμηχανία, γι’ αυτό «η ψυχή μου εταράχθη
σφόδρα».
Ελέησέ
με, Κύριε, διότι ταράχθηκαν τα οστά μου και η ψυχή μου πάρα πολύ. Ο
πονηρός δεν παύει να μ’ ενοχλεί. Οι εχθροί μου δεν σταματούν να με
πολεμούν, ο εμφύλιος πόλεμος της σάρκας συχνά με καταφλέγει, οι πονηροί
λογισμοί δεν ησυχάζουν καθόλου. Γι’ αυτό έλα, Κύριε, λύτρωσε την ψυχή
μου και σώσε με χάριν του ελέους σου. Ως ελεήμων που είσαι, Κύριε,
ελέησέ με, ως συμπαθής συμπάθησέ με, ως φιλάνθρωπος σώσε με, χάριν του
ελέους σου και όχι χάριν των έργων μου, διότι είναι πονηρά, όχι από τούς
κόπους μου, διότι είμαι ασθενής. Όχι από τις σκέψεις και τα λόγια μου,
διότι είναι ακάθαρτα και μολυσμένα, αλλά χάριν του ελέους σου, πολυέλεε
Κύριε, σώσε με.
Αν
θέλεις να με δικάσεις, Δέσποτα, πρώτος εγώ καταδικάζω τον εαυτό μου.
Εγώ κατηγορώ τον εαυτό μου ότι είμαι άξιος θανάτου. Λοιπόν, σώσε με,
χάριν του ελέους σου. Στην φιλανθρωπία σου καταφεύγω, πανάγαθε. Δεν έχω
κάτι άξιο να σου προσφέρω. Ελεημοσύνη ζητώ. Μη ζητήσεις από μένα την
αξία της. Ενθυμήσου τα λόγια σου, Κύριε, ότι με επιμέλεια ασχολείται ο
νους του ανθρώπου στα πονηρά από την νεότητά του. Και ότι, ο άνθρωπος
προσκολλήθηκε σ’ αυτή την ματαιότητα και οι ημέρες του παρέρχονται σαν
την σκιά. Και ότι κανείς δεν είναι καθαρός από τον μολυσμό της αμαρτίας.
Και ότι μέσα στις ανομίες συνελήφθηκα και μέσα στις αμαρτίες με γέννησε
η μητέρα μου. Αν, Κύριε, θελήσεις και παρατηρήσεις τις ανομίες μας,
κανείς δεν θα υπομείνει την οργή σου. Γι’ αυτό σώσε με τον ανάξιο δούλο
σου χάριν του ελέους σου και όχι χάριν των έργων μου.
Αν
βέβαια ελεήσεις τον άξιο, δεν είναι τίποτε το παράδοξο. Αν σώσεις τον
δίκαιο, τίποτε και πάλι το παράξενο. Σώσε με, λοιπόν, χάριν της αγάπης
σου. Δείξε σε μένα την μεγάλη φιλανθρωπία σου, Άγιε. Δείξε σε μένα τα
αρχαία ελέη σου, Κύριε, που είχες δείξει στους εκλεκτούς σου, διότι
σώζεις τους δικαίους και ελεείς τους αμαρτωλούς. Μη νικήσει ποτέ η κακία
μου την αγαθότητά σου, Κύριε, μήτε να έλθεις και εξετάσεις με αυστηρή
κρίση και εξέταση τα έργα του δούλου σου. Αν θελήσεις να με δικάσεις, θα
φραχθεί το στόμα μου μη έχοντας τι να πει και τι ν’ απολογηθεί. Γι’
αυτό «μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου», ούτε να ισοζυγίσεις
με τις αμαρτίες μου την απειλή σου.
Απόστρεψε
το πρόσωπό σου από τις αμαρτίες μου και εξάλειψε όλες τις ανομίες μου
και σώσε με χάριν του ελέους σου, Κύριε. Το έλεός σου ας με συνοδεύει,
Κύριε, εμένα που φεύγω με κακία από σένα και καταλήγω πάντοτε στην
αμαρτία με κακό τρόπο.
Αυτό
μόνο σε παρακαλώ και σου δέομαι: «Σώσον με ένεκεν του ελέους σου». Σώσε
με προτού αναχωρήσω σε εκείνα τα δικαστήρια, ή καλύτερα να πώ
κολαστήρια, όπου δεν υπάρχει μετάνοια ούτε εξομολόγηση. Δεν υπάρχει
συγχώρηση γι’ αυτούς που δεν μετανοούν εδώ ούτε εξομολογούνται. Γι’ αυτό
σώσε με τον ανάξιο δούλο σου, που μετανοεί και εξομολογείται τώρα
ενώπιόν σου, Κύριε, χάριν του ελέους σου και όχι των έργων μου. Διότι
εσύ είπες, Κύριε: «Να ζητάτε, και θα βρείτε· να κτυπάτε την θύρα, και θα
σας ανοιχθεί· και όσα ζητήσετε με πίστη, θα τα λάβετε». Γι’ αυτό σώσε
με χάριν του ελέους σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, για να δοξασθεί και σε μένα
το πανάγιο και υπερδεδοξασμένο όνομά σου, Κύριε, Θεέ μου, που έγινες
για μένα όμοιος με μένα, χωρίς αμαρτία, ώστε να μπορώ κι εγώ, αφού
αξιωθώ και συγκαταριθμηθώ με όλους τούς Αγίους, να δοξάζω εσένα, τον
μόνο υπεράγαθο και φιλάνθρωπο Θεό μου Ιησού Χριστό μαζί με τον άναρχο
Πατέρα και το αγαθό και ζωοποιό σου Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους
αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Σημείωση: Την παρούσα προσευχή έλεγε καθημερινά με κατάνυξη ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός προ του ύπνου.
Λέγε
και συ, αδελφέ μου, καθημερινά αυτή την προσευχή με συντριβή και
κατάνυξη, για να λάβεις από τον Κύριό μας το χάρισμα των δακρύων, μέσω
των οποίων καθαρίζεται σταδιακά η ψυχή από τον βόρβορο των αμαρτιών της
και ανασταίνεται προ της κοινής των πάντων αναστάσεως.
Μον. Δ.Γ.
Περιοδικό ‘Οσιος Φιλόθεος της Πάρου 4, σελ. 203.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου