Του Ιωάννη Γ. Ζαχαράκη, Μ.Δ.Ε. Θεολογίας
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους θεολόγους του 8ου
αιώνα. Έλαβε τον τίτλο του Πατέρα και Διδασκάλου της Εκκλησίας, αφού
εκτός από ποιμένας, μοναχός και πρεσβύτερος στη Μονή του Αγίου Σάββα
στην Παλαιστίνη, περιοχή που ανήκε στο Αραβικό Χαλιφάτο, υπήρξε και
διδάσκαλος της Εκκλησίας. Έφερε, δηλαδή, το ειδικό χάρισμα, το ειδικό
προνόμιο και την ειδική ευθύνη να διδάσκει και να ερμηνεύει στους
πιστούς την αλήθεια του Θεού, καθώς και να αντιμετωπίζει σθεναρά τα
μεγάλα δογματικά προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικές κρίσεις στην
Εκκλησία. Και μια τέτοια, καίρια για τη σωτηρία των ανθρώπων, θεολογική
κρίση που συντάραξε την Εκκλησία για περισσότερα από 100 χρόνια ήταν η
αντιπαράθεση σχετικά με την προσκύνηση ή μη των ιερών εικόνων...
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γεννήθηκε στη Δαμασκό, πρωτεύουσα του Χαλιφάτου από το 661, και κατάγονταν από επιφανή ελληνοσυριακή οικογένεια της πόλεως. Από το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας του ονομάσθηκε «Δαμασκηνός». Ο παππούς του Μανσούρ, δηλαδή Νικηφόρος ήταν ο διοικητής της βυζαντινής φρουράς της Δαμασκού, όταν οι Άραβες εισήλθαν το 634 στην πόλη και την κατέλαβαν. Ο πατέρας του Σέργιος, κατά μεν το βιογράφο του, Ιωάννη τον Η΄, πατριάρχη Ιεροσολύμων (12ος αι.) ήταν «Πραγμάτων Επίτροπος», κατά δε το Θεοφάνη το χρονογράφο, κατείχε το αξίωμα του «Λογοθέτη» στην κυβέρνηση του Χαλίφη Αμπτ-ελ-Μαλέκ (Αβιμέλεχ 685-705), θέση αντίστοιχη με αυτή του Υπουργού για υποθέσεις σχετικές με τους υπόδουλους χριστιανούς και ειδικότερα με την κατανομή και καταβολή των φόρων. Ο Κων/νος ο Ε΄ (740-775), γιος και νόμιμος διάδοχος του Λέοντα του Γ΄ (714-740), του πρώτου εικονομάχου βυζαντινού αυτοκράτορα και ένας από τους σφοδρότερους πολέμιους των ιερών εικόνων, αποκαλούσε χλευαστικά τον Ιωάννη αντί Μανσούρ (Νικηφόρος), Μανζέρ (νόθος).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γεννήθηκε στη Δαμασκό, πρωτεύουσα του Χαλιφάτου από το 661, και κατάγονταν από επιφανή ελληνοσυριακή οικογένεια της πόλεως. Από το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας του ονομάσθηκε «Δαμασκηνός». Ο παππούς του Μανσούρ, δηλαδή Νικηφόρος ήταν ο διοικητής της βυζαντινής φρουράς της Δαμασκού, όταν οι Άραβες εισήλθαν το 634 στην πόλη και την κατέλαβαν. Ο πατέρας του Σέργιος, κατά μεν το βιογράφο του, Ιωάννη τον Η΄, πατριάρχη Ιεροσολύμων (12ος αι.) ήταν «Πραγμάτων Επίτροπος», κατά δε το Θεοφάνη το χρονογράφο, κατείχε το αξίωμα του «Λογοθέτη» στην κυβέρνηση του Χαλίφη Αμπτ-ελ-Μαλέκ (Αβιμέλεχ 685-705), θέση αντίστοιχη με αυτή του Υπουργού για υποθέσεις σχετικές με τους υπόδουλους χριστιανούς και ειδικότερα με την κατανομή και καταβολή των φόρων. Ο Κων/νος ο Ε΄ (740-775), γιος και νόμιμος διάδοχος του Λέοντα του Γ΄ (714-740), του πρώτου εικονομάχου βυζαντινού αυτοκράτορα και ένας από τους σφοδρότερους πολέμιους των ιερών εικόνων, αποκαλούσε χλευαστικά τον Ιωάννη αντί Μανσούρ (Νικηφόρος), Μανζέρ (νόθος).
Η
χρονολογία γέννησης του Ιωάννη δύναται να τοποθετηθεί, όπως αρκετοί
υποστηρίζουν, γύρω στο 680. Από μικρή ηλικία είχε την ευκαιρία να
παρακολουθήσει τις εγκύκλιες, δηλαδή τις βασικές σπουδές του, κοντά στον
ικανό διδάσκαλο και λόγιο μοναχό Κοσμά τον Ξένο ή Ικέτη εκ Καλαβρίας, ο
οποίος όντας δούλος είχε εξαγορασθεί από τον πατέρα του. Σύμφωνα,
μάλιστα, με ανεκδοτολογικές πηγές του βίου του ο πατέρας του βρήκε τον
Κοσμά ενώ διερχόταν την αγορά της πόλης, όπου και τον συνάντησε.
Βρισκόταν ανάμεσα σε άλλους δυστυχισμένους αιχμαλώτους των Σαρακηνών, οι
οποίοι επρόκειτο άλλοι μεν να πωληθούν, άλλοι δε να φονευθούν.
Επιδρομές Αράβων στη Σικελία και την Κάτω Σικελία μαρτυρούνται γύρω στο
700. Ο Σέργιος παρατήρησε ότι μεταξύ των δούλων υπήρχε και ένας μοναχός,
ο οποίος ήταν ιδιαίτερα λυπημένος. Τότε τον ρώτησε, γιατί είναι τόσο
στεναχωρημένος, αφού ο ίδιος είχε επιλέξει, πριν ακόμα συλληφθεί, να
εγκαταλείψει τον κόσμο και να ακολουθήσει το μοναχικό βίο, γνωρίζοντας
άλλωστε ότι οι δοκιμασίες της ζωής είναι συμβατές με τη μοναχική ζωή.
Επέμενε μάλιστα να τον ρωτά, γιατί φοβάται τόσο πολύ θάνατο, εφόσον
πεθαίνοντας εγκαταλείπει τον παρόντα κόσμο της φθοράς και της
ματαιότητας. Η απάντησή του ήταν συγκλονιστική, αφού όπως υποστήριξε δεν
έκλαιε για τα δεινά του, αλλά για το γεγονός ότι ενώ ήταν μορφωμένος
και ικανός δάσκαλος, δεν είχε τη δυνατότητα να προσφέρει τις γνώσεις του
και να αφήσει αντάξιους συνεχιστές του.
Ο
Σέργιος, αντιλαμβανόμενος ότι ο μοναχός Κοσμάς ήταν το κατάλληλο
πρόσωπο για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του, πλήρωσε τα
απαιτούμενα λύτρα και απελευθέρωσε το μοναχό. Κοντά στον Κοσμά ο άγιος
Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αλλά και ο έτερος αδελφός του Κοσμάς, ο μετέπειτα
επίσκοπος Μαϊουμά και υμνογράφος της Εκκλησίας, διδάχθηκε αριθμητική,
γεωμετρία, μουσική, αστρονομία, ρητορική, ηθική κατά Πλάτωνα και
Αριστοτέλη και φυσικά θεολογία. Είναι συγκινητικά τα λόγια με τα οποία ο
Σέργιος απευθύνεται προς το μοναχό Κοσμά: «Γνώριζε,
σοφότατε και λογιότατε, ότι όχι μόνο από την αιχμαλωσία σε λύτρωσα,
αλλά σε κάνω και δεσπότη του σπιτιού μου, μέτοχο στις χαρές και στις
λύπες μου. Άλλη χάρη δεν ζητώ από την αγιοσύνη σου, παρά μόνο να
καταβάλεις κάθε προσπάθεια να διδάξεις σ΄ αυτά τα δύο παιδιά, όλη την
σοφία και τη μάθηση που γνωρίζεις. Είναι δε ο Ιωάννης γνήσιο παιδί μου,
ενώ ο Κοσμάς κατάγεται από τα Ιεροσόλυμα και τον πήρα από μικρό κοντά
μου, γιατί ήταν ορφανός και τον αγαπώ όχι λιγότερο από τον Ιωάννη». Ο
λόγιος μοναχός Κοσμάς, αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευση των παιδιών του
Σεργίου, αποσύρθηκε στη Μονή Αγίου Σάββα Ιεροσολύμων, όπου και εμόνασε
μέχρι το θάνατό του.
Ο
Ιωάννης, μετά το θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε καθήκοντα
πρωτοσυμβούλου στο χαλιφάτο κατά την περίοδο του χαλίφη Ουαλίδ
(705-715), αξίωμα πιθανότατα υψηλότερο από εκείνο του πατέρα του. Στη
συνέχεια, άγνωστο πότε και κάτω από ποιες συνθήκες, αναχώρησε για τη
Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου προηγουμένως είχε εγκαταβιώσει
ο διδάσκαλός του, μοναχός Κοσμάς. Η αναχώρησή του, σύμφωνα με σχετική
παράδοση, έγινε ύστερα από σύγκρουση με τον εικονομάχο βυζαντινό
αυτοκράτορα Λέοντα τον Γ΄. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο αυτοκράτορας
προκειμένου να εκδικηθεί τον Ιωάννη, εικονόφιλο και δεινό υπερασπιστή
των ιερών εικόνων, διέδωσε ψευδώς ότι ο Ιωάννης με επιστολή του ζητούσε
επέμβασή του, προκειμένου να λυτρωθούν τόσο ο ίδιος όσο και οι
χριστιανοί της περιοχής του από την εξουσία του χαλίφη. Ο χαλίφης,
θεωρώντας το Σύμβουλό του προδότη, διέταξε την αποκοπή της δεξιάς χείρας
του Ιωάννη. Ωστόσο, μετά από θερμή και επίμονη προσευχή μπροστά στην
εικόνα της Παναγίας το χέρι του θεραπεύθηκε. Το θαυμαστό αυτό γεγονός
αναγράφεται επάνω στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της επονομαζομένης
Τριχερούσας, η οποία φυλάσσεται στη Ιερά Μονή Χελανδαρίου Αγίου Όρους.
Τότε λέγεται ότι έγραψε τον Α΄ ειρμό του Κανόνος του Α΄ ήχου «Σου η τροπαιούχος δεξιά, θεοπρεπώς εν ισχύϊ δεδόξασται».
Ωστόσο, όπως μας λέγει ο αείμνηστος Ρώσος Θεολόγος π. Γεώργιος
Φλορόφσκι και όπως συνάγεται από τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής
Συνόδου, η αναχώρηση του Ιωάννη για τη Μονή του Αγίου Σάββα στα
Ιεροσόλυμα έγινε πριν την έκρηξη της εικονομαχικής έριδας. Μετά τη δική
του αναχώρηση τον ακολούθησαν στο μοναστήρι τόσο ο αδελφός του Κοσμάς
όσο και ο ανιψιός του Στέφανος.
Με
την εγκαταβίωσή του στη Μονή του Αγίου Σάββα ο γέροντάς του,
επιδιώκοντας να καταπολεμήσει το εγωισμό του Ιωάννη, αφού προερχόταν από
αρχοντική οικογένεια και ήταν κάτοχος υψηλού αξιώματος, του επέβαλε την
απαγόρευση για μεγάλο χρονικό διάστημα αφενός μεν να συγγράφει,
αφετέρου δε να ομιλεί. Ο Ιωάννης σεβάστηκε επί μακρόν την απαγόρευση του
γέροντά του, ωστόσο, ύστερα από παράκληση κάποιου μοναχού, συνέθεσε το
τροπάριο «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα». Ο γέροντάς του τότε
επέβαλε στον Ιωάννη το επιτίμιο να φροντίζει ολόκληρο το χώρο της ιεράς
μονής. Πράγματι ο Ιωάννης ανταποκρίθηκε στο επιτίμιο του γέροντα και
εκείνος τότε του επέτρεψε να ασχολείται με την αγαπημένη του συνήθεια,
δηλαδή τη συγγραφή θεολογικών ύμνων και κειμένων. Αργότερα ο Ιωάννης
χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη τον Ε΄
(706-735), συνεχίζοντας με περισσότερο ζήλο και αυταπάρνηση τη σκληρή
άσκηση και συγγραφή. Μέχρι την κοίμησή του, νωρίτερα ασφαλώς από τη
σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787), στα πρακτικά της οποίας ρητά
αναφέρεται ως αποθανών, συνέχισε να υπερασπίζεται την προσκύνηση και
την τιμή των ιερών εικόνων.
Ο
Ιωάννης έχοντας λάβει πλούσια μόρφωση, αλλά και αφιερωμένος όπως ήταν
στη συνεχή μελέτη της πατερικής παράδοσης και της ελληνικής φιλοσοφίας,
μας άφησε πλουσιότατο συγγραφικό έργο σε πάρα πολλούς θεολογικούς
τομείς. Τα έργα του διακρίνονται κυρίως σε ερμηνευτικά, δογματικά,
αντιρρητικά, ηθικά, ομιλίες, αγιολογικά και ποιητικά, τα οποία τον
ανέδειξαν σε έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές της Ανατολικής
Εκκλησίας. Θεωρείται ως ο διαπρεπέστερος ποιητής κανόνων και ως ο
περιφημότερος υμνογράφος αυτής της περιόδου.
Ο κανόνας ήταν ένα καινούριο είδος εκκλησιαστικής ποίησης, το οποίο εμφανίζεται κατά τους 6ο και 7ο αιώνα και οι πιο φημισμένοι ποιητές κανόνων είναι ο Ανδρέας Κρήτης, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Κοσμάς, επίσκοπος Μαϊουμά (7ος – 8ος αι.)
κ.ά.. Ονομάστηκε το είδος αυτό έτσι, διότι ο μελωδός χρησιμοποιούσε ως
κανόνα – χάρακα στη σύνθεση του ύμνου κάποια συγκεκριμένα γεγονότα
τόσο από την Παλαιά όσο και από την Καινή Διαθήκη, όπως για παράδειγμα
το θαύμα της σωτηρίας του Ιωνά μέσα στην κοιλιά του θαλάσσιου κήτους
κ.ά.. Τα τροπάρια αυτά συνέβαλαν τα μέγιστα στην κατανόηση των μεγάλων
αληθειών της ορθοδόξου πίστεως, αφού περιείχαν κατεξοχήν δογματικές και
άλλες σπουδαίες θεολογικές αλήθειες. Ο Ιωάννης έγραψε πλήθος κανόνων
μεταξύ των οποίων και κανόνες για τις κυριότερες δεσποτικές και
θεομητορικές εορτές. Στα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας περιέχονται 14
κανόνες, νεκρώσιμα και άλλα ποιήματά του, ενώ θεωρείται συντάκτης
τουλάχιστον 90 κανόνων. Ο κανόνας του Πάσχα είναι ένας από τα
περισσότερο γνωστά υμνολογικά έργα του. Θεωρείται δε ως ο βασικός
συντάκτης της Οκτωήχου, δηλαδή του υμνογραφικού μέρους της Παρακλητικής,
το οποίο ψάλλεται στους εσπερινούς και τους όρθρους των Κυριακών.
Ο
Ιωάννης με την θεολογική παρουσία του, αν και, όπως ο ίδιος
επανειλημμένως υποστηρίζει, δεν συνθέτει δικό του θεολογικό σύστημα,
συνέβαλε αποφασιστικά στην οριοθέτηση της κανονικής Παράδοσης της
Ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας. Ειδικότερα, στο ζήτημα των αυθεντικών
πηγών αυτής της Παράδοσης, επισημαίνει ότι θεμέλιο είναι τα κανονικά
βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όπως τα απαρίθμησαν οι άγιοι
Πατέρες στις Οικουμενικές Συνόδους. Αποδίδει δε μεγάλη σημασία στην
επίμονη μελέτη των Γραφών, αφού αυτές παρέχουν σταθερά στηρίγματα στον
κατ΄ Θεόν καταρτισμό των χριστιανών. «Κρούσωμεν τοίνυν εις τον κάλλιστον
παράδεισον των Γραφών, τον ευώδη, τον γλυκύτατον, τον ωραιότατον, τον
εν παντοίοις των νοερών θεοφόρων ορνέων κελαδήμασι περιηχούντα ημών τα
ώτα, τον απτόμενον ημών της καρδίας … αλλά μη παρέργως κρούσωμεν,
προθύμως δε και επιμόνως». Ωστόσο, επισημαίνει ότι η διατύπωση της
αληθείας δεν ολοκληρώνεται αποκλειστικά και μόνο στην Αγία Γραφή, αφού
πολλά έχουν παραδοθεί προφορικά: «Ου μόνον γράμμασιν τον εκκλησιαστικόν
θεσμόν παρέδωκαν οι αυτόπται του λόγου, αλλά και αγράφοις τισί
παραδόσεσιν». Φυσικά ο,τιδήποτε στρέφεται εναντίον της Αγίας Γραφής δεν
μπορεί να αποτελεί Παράδοση, αλλά κάτι το οποίο δεν περιέχεται σε αυτή
δεν είναι καταρχήν απορριπτέο.
Ως
προς την κατανόηση του Θεού ο Ιωάννης επισημαίνει ότι ο Θεός ενώ είναι
ακατάληπτος λόγω της υπερβατικότητάς Του, γίνεται καταληπτός μέσω των
ενεργειών Του, δηλαδή της χάριτός Του. Ο Θεός δεν άφησε ποτέ τους
ανθρώπους σε πλήρη άγνοια, αλλά έδωσε σ΄ αυτούς τα μέσα για να
πληροφορηθούν την ύπαρξή Του. Από τη δημιουργία και την τελειότητα της
κτίσης λαμβάνουμε την πρώτη αμυδρά γνώση περί του Θεού, η οποία μας
επιτρέπει να αναζητήσουμε τον κτίστη και δημιουργό της. Η παρουσία των
Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη και κατεξοχήν η ενανθρώπηση του Ιησού
Χριστού επιτρέπει να αποκτήσουμε την απαραίτητη γνώση περί του Θεού μας.
Όσον
αφορά τον κόσμο, αισθητό και νοητό, επισημαίνει ότι προήλθε από την
αγάπη του Τριαδικού Θεού, αφού ο Θεός επιθυμούσε να διευρύνει την
Κοινωνία Του, ώστε να λάβουν και άλλα όντα ζωή και να απολαύσουν τις
ευεργεσίες Του. Οι άγγελοι δεν είναι αθάνατοι κατά φύση, αλλά κατά χάρη.
Ως κύριο έργο έχουν τη δοξολογία του Θεού και δευτερευόντως τη βοήθεια
προς τους ανθρώπους. Το κακό δεν υφίσταται από μόνο του, αλλά είναι η
απουσία του αγαθού: «Ουδέν γαρ έτερον εστί το κακόν, ει μη του αγαθού
στέρησις, ώσπερ και το σκότος φωτός εστί στέρησις».
Σχετικά
με την ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού, αναφέρει ότι αποτελεί το οριστικό
μέσο απαλλαγής της ανθρωπότητας από την αμαρτία. Κατά τον Ιερό
Δαμασκηνό βάση της σωτηρίας του ανθρώπου είναι το μυστήριο της
ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, με το οποίο ο άνθρωπος ανέλαβε τις
αρχαίες δυνάμεις του. Εξαίρει ακόμη την επίδοση στα ηθικά έργα και στον
αγώνα κατά των πειρασμών, τονίζοντας επίσης την αξία της συμμετοχής στη
λατρεία της εκκλησίας. Ωστόσο, επισημαίνει ότι πίστη και έργα
ολοκληρώνονται μέσα από τη συμμετοχή των πιστών στη μυστηριακή ζωή της
Εκκλησίας. Ιδιαίτερα, επικεντρώνεται στα μυστήρια του βαπτίσματος και
της θείας ευχαριστίας, τα οποία είναι πρωταρχικά για τη σωτηρία του
ανθρώπου.
Η
Θεοτόκος, για τον ιερό Δαμασκηνό, καταλαμβάνει την πρώτη θέση μεταξύ
των Αγίων της Εκκλησίας και σε πανηγυρικούς λόγους του εξυμνείται ως
πηγή μεγάλης ευλογίας για τους χριστιανούς. Η αρμόζουσα σ΄ αυτή τιμή
είναι της προσκύνησης και όχι της λατρείας, η οποία ανήκει αποκλειστικά
και μόνο στον Τριαδικό Θεό. Παρόμοια τιμή ανήκει και στους αγίους της
Εκκλησίας, οι οποίοι είναι «φίλοι του Χριστού» και «τέκνα του Θεού». Με
αφορμή, μάλιστα, την πρώτη φάση της εικονομαχικής έριδας (726-787)
συνέγραψε μεταξύ των ετών 726 και 730 τρεις λόγους περί των ιερών
εικόνων. Η πρώτη φάση αυτής της διένεξης ξεκίνησε, όταν ο αυτοκράτορας
Λέων ο Γ΄ ο Ίσαυρος εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν η
γονυκλισία των πιστών μπροστά στις εικόνες και δινόταν εντολή να
αναρτηθούν ψηλότερα, ώστε να μην είναι δυνατή η προσκύνησή τους. Το
πραγματικό πρόσωπο των εικονομάχων δεν άργησε να φανεί, αφού λίγο
αργότερα στράφηκαν και εναντίον των πρεσβειών της Θεοτόκου και των
λειψάνων των αγίων. Η κατάσταση πήρε εκρηκτικές διαστάσεις και οι
εικονομάχοι πλέον θεωρούσαν ειδωλολατρική κάθε μορφή τέχνης που
αναπαριστούσε τον Θεό και γι΄ αυτό απαιτούσαν την καταστροφή των ιερών
εικόνων.
Ο
Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όπως ο ίδιος αναφέρει, βλέποντας την Εκκλησία να
διώκεται παντοιοτρόπως και το πρόσωπο του Ιησού Χριστού να
αμφισβητείται, δεν μπορούσε να μείνει στη σιγή. Στράφηκε εναντίον των
εικονομάχων, οι οποίοι έλεγαν ότι δεν επιτρέπεται να εικονίζουμε το
πρόσωπο του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, λέγοντας ότι αυτό
αποτελεί έμπνευση και έργο του αρχηγού της κακίας («αρχεκάκου»)
διαβόλου, όπως φυσικά και όλες οι προηγούμενες αιρέσεις και η αθεΐα. Ο
διάβολος φθονεί τον άνθρωπο, διότι γνωρίζει ότι με την ύπαρξη των
εικόνων και την τιμή προς τα εικονιζόμενα πρόσωπα, μπορεί να επικοινωνεί
τόσο με το πρόσωπο του ίδιο του Ιησού Χριστού όσο και με τα πρόσωπα της
Θεοτόκου και των αγίων της Εκκλησίας μας και μέσω αυτών να αγιάζεται.
Απέναντι
μάλιστα στο επιχείρημα των εικονομάχων ότι στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός
απαγορεύει στους Ισραηλίτες να κατασκευάζουν αγάλματα ή οποιαδήποτε άλλα
κτιστά ομοιώματα του Θεού, απαντά ότι ο Θεός μέσα στην ιστορία ενεργεί
ως άριστος ιατρός των ανθρώπων. Και αυτό γιατί σε κάθε εποχή
χρησιμοποιεί τα κατάλληλα μέσα, ώστε να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα
και δεν χορηγεί το ίδιο φάρμακο για όλους τους ανθρώπους και όλες τις
ασθένειες. Και συνεχίζει, λέγοντας ότι οι απαγορεύσεις προς τους
Ισραηλίτες δόθηκαν, διότι ακόμη βρίσκονταν σε «νηπιακή» ηλικία και
υπήρχε κίνδυνος να οδηγηθούν στην ειδωλολατρία, όπως στην περίπτωση της
κατασκευής του χρυσού μοσχαριού, ενώ ακόμη ο Μωϋσής βρισκόταν στο όρος
Σινά για να παραλάβει τις δέκα εντολές. Άλλωστε, όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά, οι Ισραηλίτες δεν είχαν ακόμη δει το πρόσωπο του
Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, όπως εμείς οι χριστιανοί, για να μπορούν να το
ζωγραφίσουν.
Ο
Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει, επίσης, ότι οι εικόνες στην Ορθόδοξη
Εκκλησία έχουν και παιδαγωγική σημασία, αφού είναι για τους αγραμμάτους
υπόμνημα αντίστοιχο με ό,τι είναι τα βιβλία για τους εγγράμματους. Ο
πιστός μέσω των εικόνων θυμάται και ενατενίζει τη θεοφιλή ζωή των αγίων
της Εκκλησίας και φυσικά του ίδιου του Ιησού Χριστού. Ολοκληρώνει δε την
επιχειρηματολογία, λέγοντας με έμφαση ότι προσκυνούμε και λατρεύουμε
μόνο τον κτίστη και δημιουργό, ο οποίος από τη φύση του είναι Θεός.
Τιμούμε, όμως, και τη Θεοτόκο ως μητέρα του Ιησού Χριστού, καθώς και
τους αγίους ως εκλεκτούς φίλους του Θεού. Τιμώντας, ωστόσο, τις άγιες
εικόνες, λέγει χαρακτηριστικά, ότι δεν προσκυνούμε την ύλη με την οποία
είναι φτιαγμένες αυτές, αλλά το εικονιζόμενο πρόσωπο, διότι «η της
εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει».
Κλείνοντας,
την αναφορά μας στο πρόσωπο του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, αξίζει να
επισημάνουμε ότι υπήρξε είναι ένας από τους πλέον δυναμικούς και
πολυμαθείς θεολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Η μόρφωσή του ήταν
τόσο μεγάλη που σύμφωνα με τον Σουΐδα δεν μπορεί να συγκριθεί με καμιά
άλλη εκκλησιαστική προσωπικότητα της εποχής του: «ανήρ ελλογιμώτατος και
ουδενός δεύτερος». Ωστόσο, παρά τη μεγάλη σοφία του δεν υπερηφανευόταν
καθόλου, αλλά όσο περισσότερο προόδευε πνευματικά τόσο «έγερνε» από
ταπείνωση. Υπήρξε ακόμα και κορυφαίος υμνογράφος και μελωδός της
Εκκλησίας μας. Χάρη στην ευγλωττία του απεκλήθη από τον χρονογράφο
Θεοφάνη «χρυσορρόας» και «όσιος πατήρ», ενώ για το πλούσιο μουσικό του
έργο ονομάσθηκε «Μαΐστωρ της μουσικής». Ο Ιωάννης Ευχαΐτων γράφει
σχετικά:
«χελιδόνα λιγυράν
και αηδόνα μελιχράν και ηδύλαλον,
των ασμάτων λύραν παναρμόνιον,
πηγήν νέκταρ βλύζουσαν άϋλον,
κρατήρα χρυσόρρειθρον και
μουσικόν του πνεύματος όργανον.»
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του μεγάλου αυτού Πατέρα και Διδάσκαλου της στις 4 Δεκεμβρίου και
όπως μας παρακινεί το κοντάκιο της εορτής, «τον υμνογράφον και σεπτόν
Ιωάννην, της Εκκλησίας, παιδευτήν και φωστήρα, και των εχθρών αντίπαλον
υμνήσωμεν πιστοί∙ όπλον γαρ οράμενος, τον Σταυρόν του Κυρίου, πάσαν
απεκρούσατο, των αιρέσεων πλάνην∙ και ως θερμός προστάτης εις Θεόν, πάσι
παρέχει, πταισμάτων συγχώρησιν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου