tag:blogger.com,1999:blog-68842477118509842452024-03-13T23:24:08.725+02:00Ο Στρατιωτης ΤΗΣ Αγαπης & της συγχωρεσεωςΑΥΤΟ ΤΟ BLOG ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝO ΣΤΟΝ ΛΑΤΡΕΥΤΟ ΜΟΥ ΑΔΕΛΦΟ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟΣΟ ΝΩΡΙΣ & ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΤΗΝ ΖΩΗ - ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΝΤΡΙΚΟ ΜΟΥ ARETI MAUROGIANNIhttp://www.blogger.com/profile/08525792720789283845noreply@blogger.comBlogger3196125tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-64544647411824779372022-07-31T17:30:00.001+03:002022-07-31T17:30:07.518+03:00Ἕνας νηφάλιος νοῦς Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος γιά τό νέον Ἔτος 2020 τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEihedtDn0dpRd-4MVX9WPFC2d7iyZtmeZ9jav9CUvkAfWNsik0-nVNcpittQBLQ_VEjTGIt8XdoLIxhksiQEMRcr-IfsjTTpuuR-HQYN3BjPix5ka2q-AihMT3lZKMbhc6XPklZEfPISbu0PiA6gipLCjC_I7ZKtzaCPPQDbjMKrcp6JnzMKfStjQ/s640/00_15.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="360" data-original-width="640" height="180" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEihedtDn0dpRd-4MVX9WPFC2d7iyZtmeZ9jav9CUvkAfWNsik0-nVNcpittQBLQ_VEjTGIt8XdoLIxhksiQEMRcr-IfsjTTpuuR-HQYN3BjPix5ka2q-AihMT3lZKMbhc6XPklZEfPISbu0PiA6gipLCjC_I7ZKtzaCPPQDbjMKrcp6JnzMKfStjQ/s320/00_15.jpg" width="320" /></a></div><br /><br /><br />Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,<br /><br />Κατ’ ἀρχήν εὔχομαι σέ ὅλους σας νά εἶναι εὐλογημένο καί σωτήριο τό νέον ἔτος 2020, τό ὁποῖο ἀρχίζει ἀπό σήμερα.<br /><br />Τήν σημερινή ἡμέρα, ἐκτός ἀπό τήν Δεσποτική ἑορτή τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ, σηματοδοτεῖ καί ἡ ἑορτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναδείχθηκε μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας σέ μιά ἐποχή πού ἐπικρατοῦσε θεολογική σύγχυση μεταξύ πολλῶν Ἐπισκόπων καί Χρι-στιανῶν, ὡς πρός τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδή συγκρουόταν τό ρεῦμα τῆς φιλοσοφικῆς θεολογίας μέ τήν ἀποκαλυπτική θεολογία τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων. Ἔτσι ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν ἕνας νηφάλιος νοῦς, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε σέ μιά διαταραγμένη ἐποχή καί αὐτό ἔχει σημασία νά τονίζεται, ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας.<br /><br />Ἐκτός τοῦ ὅτι ἐργάσθηκε ποιμαντικά στήν Μητρόπολή του σέ ὅλους τούς τομεῖς, ἀνέλαβε τήν εὐθύνη νά εἰρηνεύση ὅλη τήν Ἐκκλησία. Εἶχε προηγηθῆ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τό 325 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἡ ὁποία ὁμολόγησε τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὅμως ὁ θόρυβος ὄχι μόνον δέν σταμάτησε, ἀλλά ἐπεκτάθηκε ἀκόμη περισσότερο. Δηλαδή, μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο πολλοί Ἐπίσκοποι δέν ἀποδέχθηκαν τίς ἀποφάσεις της, μέ ἀποτέλεσμα νά διασαλεύεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.<br /><br />Ὅσοι καταδικάσθηκαν ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἔκαναν ἀγώνα γιά νά ἐπικρατήσουν οἱ αἱρετικές ἀπόψεις τους. Ἔπειτα, ἐμφανίσθηκαν καί ἄλλοι αἱρετικοί, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι πού δέν δέχονταν τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἄλλοι αἱρετικοί, ἤτοι ὁ Εὐνόμιος, ὁ Ἀπολλινά-ριος Λαοδικείας, ὁ Σαβέλλιος, ὁ Μάρκελλος Ἀγκύρας κλπ., πού δίδασκαν διάφορες αἱρετικές διδασκαλίες. Μεγάλη ἀναταραχή δημιουργήθηκε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τίς ποικίλες αἱρέσεις.<br /><br />Ὁ Μέγας Βασίλειος παρομοιάζει τήν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς του μέ μιά ναυμαχία μέ τήν σύρραξη τῶν πλοίων, τήν τρικυμία τῆς θάλασσας, τό σκοτάδι τῆς νύκτας, τήν δύναμη τῶν ἀνέμων, τήν ἀλληλοεξόντωση τῶν πολεμιστῶν, τό βύθισμα τῶν πλοίων, τήν διαμάχη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Καί ἐνῶ ὁ ἴδιος θά προτιμοῦσε νά σιωπήση, γιατί δέν θά τόν ἄκουγε κανένας, ὅμως ἀπό ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία ἀνέλαβε μιά ἔντονη δραστηριότητα γιά νά ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν.<br /><br />Κυρίως, χρησιμοποίησε τέσσερεις τρόπους. Ὁ πρῶτος ἦταν ἡ ἀποστολή ἐπιστολῶν σέ διαφόρους Ἐπισκόπους, Κληρικούς, πολιτικούς ἄρχοντες, ρήτορες καί φιλοσόφους φίλους του γιά δογματικά θέματα, ἀλλά καί γιά ἄλλα θέματα πού ἀπασχολοῦσαν τούς Χριστιανούς. Ὁ δεύτερος τρόπος ἦταν ἡ προσωπική ἐπικοινωνία μέ διάφορες Ἐκκλησίες ἤ μέ ἀντιπροσώπους τους, προκειμένου νά εὑρεθοῦν λύσεις γιά τά δογματικά καί τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ τρίτος τρόπος ἦταν ἡ πρόταση γιά σύγκληση Συνόδων προκειμένου νά ληφθοῦν οἱ ἀπαραίτητες ἀποφάσεις. Καί ὁ τέταρτος τρόπος ἦταν ἡ προσευχή. Γι' αὐτό στήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς στήν θεία Λειτουργία πού συνέταξε, προσεύχεται: «Παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν... τάς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις ταχέως κατάλυσον τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος». Οἱ αἱρέσεις τελικά ἀντιμετωπίζονται κυρίως μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.<br /><br />Στόν ἀγώνα του αὐτόν εἶχε δύο σταθερά δεδομένα, πού ἦταν καί οἱ βασικοί στόχοι του, δηλαδή, δέν ἔκανε συζητήσεις διπλωματικές, ὥστε νά δεχθῆ συμβιβασμούς στήν πίστη. Ὁ πρῶτος ὅρος ἦταν ὅλοι νά ἀποδεχθοῦν τό Σύμβολο τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, τό ὁποῖο θέσπισαν οἱ Πατέρες τό 325 μ.Χ., καί ὁ δεύτερος ὅρος ἦταν νά ἀποδεχθοῦν ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἄκτιστον, δηλαδή Θεός. Μέ αὐτά τά δεδομένα ἐπικοινωνοῦσε συνεχῶς μέ τούς τότε κορυφαίους θρόνους, ἤτοι τῆς Ρώμης, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί προσπαθοῦσε νά βρῆ σημεῖα ἑνότητος μεταξύ τους.<br /><br />Ὅταν διαβάση κανείς τούς λόγους του, διαπιστώνει ὅτι διακρίνονται ἀπό σοβαρότητα, ὑπευθυνότητα, θεολογική ἐπάρκεια, εὐγένεια, ἐπιχειρηματολογία, στιβαρότητα, σεβασμό στήν Ἐκκλησία καί στούς ἀνθρώπους, μετριοπάθεια καί πολλά ἄλλα. Ἦταν πράγματι ἕνας πνευματικός ἡγέτης μεγάλων διαστάσεων, ἕνας οἰκουμενικός Πατέρας καί διδάσκαλος.<br /><br />Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐκοιμήθη τό 379 μ.Χ. σέ ἡλικία 49 ἐτῶν, ὅμως ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος πού συγκλήθηκε δύο χρόνια μετά τήν κοίμησή του, δηλαδή τό 381 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη, στηρίχθηκε σέ μεγάλο βαθμό στίς δικές του προσπάθειες, στούς δικούς του κόπους, στήν δική του θεολογία, πού ἦταν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Βεβαίως, στήν ἐπιτυχία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, δηλαδή ὁ φίλος του καί ὁ ἀδελφός του, ἀλλά κάτω ἀπό αὐτούς κρύβεται ὁ στιβαρός, ἰσορροπημένος θεολογικός λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅπως φαίνεται στίς ἐπιστολές πού ἀπέστειλε.<br /><br />Ὁ λόγος του καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνεργοῦσε εἶναι ὑπόδειγμα καί γιά ἐμᾶς σήμερα, τούς Ἐπισκόπους, τούς Κληρικούς, τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς Χριστιανούς, στόν χειρισμό τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων πού μᾶς ἀπασχολοῦν. Ὅταν ἐπικρατοῦν ἀπόψεις πού διαποτίζονται ἀπό τόν ἐμπαθῆ φανατισμό καί τήν ἐξωτερική διπλωματία, ὅταν ἐπικρατῆ μιά ἄνευρη θεολογία, πού θυμίζει αὐτό πού ἔγραφε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι δυστυχῶς οἱ Ἐπίσκοποι καί θεολόγοι «τεχνολογοῦσι καί οὐ θεολογοῦσι», ὅταν ἐπικρατοῦν σχισματικές τάσεις, τότε ἀπαιτοῦνται νηφάλιες, σοβαρές καί ὑπεύθυνες θεολογικές φωνές.<br /><br />Μέσα στήν πνευματική καί ἐκκλησιαστική τρικυμία χρειάζεται ψυχραιμία, ὑπευθυνότητα, ὀρθόδοξη θεολογία, πού εἶναι ἡ θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, κυρίως ἀπαιτεῖται εἰλικρινής ἀγάπη στόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Χρειαζόμαστε σήμερα Κληρικούς καί θεολόγους, πού νά προσεγγίζουν, ἔστω καί λίγο, τήν μεγάλη μορφή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Πρέπει νά προσευχόμαστε στόν Θεό γι' αὐτό. Δέν μᾶς λείπουν σήμερα τά ἐπιχειρήματα, ἀλλά ἅγιοι Ἐπίσκοποι, πού νά ἔχουν ζωντανή θεολογία καί νηφάλιο λόγο, γιατί ἐκεῖ πού ἀκούγονται ἐμπρηστικοί φανατικοί λόγοι, δέν ἐνεργεῖ τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος, πού διαιρεῖ ἀντί νά ἑνώνη.<br /><br />Καί πάλι εὔχομαι σέ ὅλους σας νά εἶναι εὐλογημένος ὁ νέος χρόνος μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Καί νά εὐχηθοῦμε νά εἰρηνεύη ἡ σύγχρονη Ἐκκλησία ἀπό τούς κλυδωνισμούς πού ὑφίσταται.<br /><br />Εὐχέτης πρός Κύριον<br /><br />Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ<br /><br />+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ<p></p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-63465177571044249882022-07-31T17:26:00.001+03:002022-07-31T17:26:22.110+03:00 «Τοῦτο ἐστίν ἄνθρωπος» κατά τόν Μέγα Βασίλειο Ὁ Μητροπολίτης + Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ<p> <br /><br />Εὐφρόσυνη καί ἡ σημερινή ἡμέρα μέ τήν ἑορτή τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἑορτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Μέ αὐτές τίς δύο ἑορτές, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ φίλου τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀρχίζει καί ὁ νέος χρόνος 2022 καί εὐχόμαστε νά εἶναι εὐλογημένος ἀπό τόν Τριαδικό Θεό.<br /><br />Μέ τήν νέα αὐτήν χρονιά ἀφήνουμε πίσω μας τά λυπηρά τῆς προηγούμενης χρονιᾶς καί ἀρχίζουμε μέ νέες καί χρηστές ἐλπίδες γιά τήν νέα χρονιά, τόσο γιά μᾶς, ὅσο καί γιά τήν Ἐκκλησία, τήν πατρίδα μας καί ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη.<br /><br />Αὐτήν τήν ἡμέρα θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ σέ ἕναν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πού ἑορτάζει σήμερα περί τοῦ ὅτι, παρά τήν ἀναγκαιότητα τῶν ὑλικῶν πραγμάτων γιά τήν ζωή μας, ἐν τούτοις δέν πρέπει νά προσκολλόμαστε σέ αὐτά, γιατί ἔχουμε δημιουργηθῆ μέ ἄλλες ὑψηλές προδιαγραφές, γιά τό αἰώνιο. Φυσικά, χρησιμοποιοῦμε ὅλα ὅσα μᾶς προσφέρονται γιά τήν συντήρησή μας στόν κόσμο αὐτόν, ἀλλά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἔχουμε ὑψηλό προορισμό.<br /><br />Μεταξύ τῶν ἄλλων στόν λόγο αὐτόν ὁ Μέγας Βασίλειος ὁρίζει τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ποιός εἶναι ὁ προορισμός του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι νοῦς πού ἐνδύθηκε μέ τήν κατάλληλη καί ταιριαστή σάρκα, διαπλάσσεται ἀπό τόν πάνσοφο τεχνίτη ἀπό τούς μητρικούς κόλπους, καί ὁ καιρός τοῦ τοκετοῦ τόν φέρει στό φῶς ἀπό τούς σκοτεινούς ἐκείνους θαλάμους. Δέν γίνεται τίποτε μόνο του, ἀλλά γίνεται μέ τήν δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.<br /><br />Στήν συνέχεια ὁ Μέγας Βασίλειος παρουσιάζει ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς του.<br /><br />Κατ’ ἀρχάς τονίζει γιά τό ποιά εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κτίση. Λέγει: «Τοῦτο ἄρχειν ἐτάχθη τῶν ἐπί γῆς. Τούτῳ γυμνάσιον ἀρετῆς ἡ κτίσις ὑφήπλωται». Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ταχθῆ ἀπό τόν Θεό νά κυβερνᾶ ὅλα ἐκεῖνα πού εἶναι στήν γῆ, καί μάλιστα ὅλη ἡ κτίση ἔχει ἁπλωθῆ μπροστά στόν ἄνθρωπο, ὥστε αὐτή νά εἶναι γυμναστήριο γιά τήν ἀρετή του.<br /><br />Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐξαρτημένος ἀπό τήν κτίση, δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος τῆς κτίσεως, ἀλλά πρέπει νά τήν θεωρῆ ὡς γυμναστήριο γιά νά αὐξάνεται στήν ἀρετή.<br /><br />Ἔπειτα, σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ἔχη σχέση μέ τόν Θεό, νά μή ζῆ αὐτόνομα. Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Τούτῳ κεῖται νόμος μιμεῖσθαι τόν πλάστην εἰς δύναμιν, καί τήν ἐν οὐρανοῖς εὐταξίαν σκιαγραφεῖν ἐπί γῆς». Δηλαδή δόθηκε νόμος στόν ἄνθρωπο νά μιμῆται ὅσον εἶναι δυνατόν τόν πλάστη του, καί νά σκιαγραφῆ ἐπάνω στήν γῆ τήν οὐράνια εὐταξία.<br /><br />Αὐτός εἶναι ἕνας ὑπέροχος λόγος πού δείχνει τό πῶς πρέπει νά ζῆ ὁ ἄνθρωπος. Ἔχει μέσα του τόν νόμο, πού εἶναι ἡ φυσική του κατάσταση γιά νά μιμῆται τόν Δημιουργό του καί νά ἰχνογραφῆ, νά ζωγραφίζη στήν γῆ τήν εὐταξία πού ἐπικρατεῖ στόν οὐρανό, δηλαδή νά μιμῆται τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους.<br /><br />Πέρα ἀπό αὐτά ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά σκέπτεται ὅτι θά δώση λόγο τῶν πράξεών του στόν Δημιουργό του στόν κατάλληλο καιρό. Λέγει: «Τοῦτο ἐντεῦθεν καλούμενον ἀπανίσταται. Τοῦτο τῷ τοῦ πέμψαντος Θεοῦ παρίσταται βήματι. Τοῦτο εὐθύνεται, τοῦτο δέχεται τήν τῶν ἐνταῦθα πεπολιτευμένων ἀντίδοσιν». Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος εἶναι προσωρινός ἐδῶ στήν γῆ καί θά κληθῆ νά ἀνέβη στόν οὐρανό καί θά παραστῆ στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ, καί φυσικά θά κριθῆ καί θά λάβη ἀνταπόδοση γι’ αὐτά πού ἔπραξε ὅσο ζοῦσε στήν γῆ.<br /><br />Πρόκειται γιά μιά μεγαλόπνοη θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο, πού εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως παρουσιάζεται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ὅλη παράδοσή της. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα μέρος τοῦ παρόντος κόσμου, δέν εἶναι ἐξάρτημα τῆς φύσεως, ἀλλά δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά εἶναι ἄρχοντας τῆς φύσεως καί νά πορεύεται σέ Αὐτόν. Ἡ ἀποστολή του ἐδῶ στόν κόσμο εἶναι νά σκιαγραφῆ στήν γῆ «τήν ἐν οὐρανοῖς εὐταξίαν».<br /><br />Εἶναι ἐπίκαιρος αὐτός ὁ λόγος τοῦ ἑορταζομένου σήμερα Μεγάλου Βασιλείου. Ἡ ἐπικαιρότητα αὐτοῦ τοῦ μηνύματος συνδέεται μέ τό ὅτι οἱ σύγχρονοι Χριστιανοί ἔχουμε κατεβάσει πολύ τό ἐπίπεδο τῆς ζωῆς μας. Ἀσχολούμαστε ὁλοκληρωτικά μέ τήν καθημερινότητα, ἡ ὁποία μᾶς καταβροχθίζει, ὁ νοῦς μας εἶναι σκοτισμένος, ἀφοῦ ταυτίζεται μέ τήν λογική, τά πάθη καί τό περιβάλλον, πράγμα πού συνιστᾶ τήν πτώση‧ εἴμαστε δοῦλοι τῆς κτίσεως ἀντί νά κυριαρχοῦμε ἐπάνω σέ αὐτήν‧ ξεχνᾶμε τόν νόμο πού μᾶς ἔχει δοθῆ γιά νά μιμούμαστε τόν δημιουργό μας καί κάνουμε δικούς μας νόμους γιά νά θέτουμε στό περιθώριο τῆς ζωῆς μας τόν Θεό‧ θέτουμε δικούς μας κανόνες ἀντί νά ζοῦμε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ‧ καί νομίζουμε ὅτι θά ζήσουμε πολλά χρόνια πάνω στήν γῆ, καί ὅταν θά ἔλθη ἡ ὥρα τοῦ κοινοῦ χρέους, μερικοί πιστεύουν ὅτι θά ὁδηγηθοῦν στό «ἀπόλυτο μηδέν», σέ μιά ζωή χωρίς Θεό, καί χωρίς λογοδοσία τῶν πράξεών μας.<br /><br />Μάλιστα, ὅλες οἱ συζητήσεις γιά τήν πανδημία καί τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεώς της, προσελκύουν ἀπόλυτα τό ἐνδιαφέρον μας, ὡσάν νά εἴμαστε αὐθύπαρκτα ὄντα, χωρίς νά δώσουμε ἀναφορά σέ κανέναν, καί χωρίς νά ἔχουμε μέλλον.<br /><br />Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,<br /><br />Ὁ νέος χρόνος μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά σκεφθοῦμε τί εἴμαστε καί πῶς πρέπει νά ζοῦμε. Εἴμαστε δημιουργημένοι ἀπό τόν Θεό γιά νά ζήσουμε αἰωνίως μαζί Του, πρέπει νά ζοῦμε κατά Θεόν καί θά δώσουμε λόγο σέ Αὐτόν γιά ὅσα κάνουμε ἐδῶ στήν γῆ στό σύντομο χρονικό διάστημα πού θά ζήσουμε.<br /><br />Γι’ αὐτό τήν ἡμέρα αὐτήν εὔχομαι καλή καί εὐλογημένη χρονιά, ὅπως τό ἔκανα στήν ἀρχή, καί νά ἐφαρμόσουμε τήν ἐντολή πού ἔδωσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν μαθητή του Τιμόθεο: «Ἀγωνίζου τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως‧ ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς» (Α΄Τιμ. στ΄, 12).<br /><br /> <br /><br />Μέ πατρικές εὐχές<br /><br />Ὁ Μητροπολίτης<br /><br />+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ</p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjUUyYTrAqmLzBJuREt5djF03LrRSrNq6bdUkL1KIoDzH38v2ZLKGxyhUiKSgHz4pm_rZoCZ1VKfemzKSscsx97lY4laTLyUjRmbNEZyKnAynA54S5rCIbQ00vqk9J-D8WueJYEFL30oXRRn0kynbEKQ5LP4XtmkyuqOD4xWe_vEAdHaJXFZ0GDJA/s640/00_15.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="360" data-original-width="640" height="180" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjUUyYTrAqmLzBJuREt5djF03LrRSrNq6bdUkL1KIoDzH38v2ZLKGxyhUiKSgHz4pm_rZoCZ1VKfemzKSscsx97lY4laTLyUjRmbNEZyKnAynA54S5rCIbQ00vqk9J-D8WueJYEFL30oXRRn0kynbEKQ5LP4XtmkyuqOD4xWe_vEAdHaJXFZ0GDJA/s320/00_15.jpg" width="320" /></a></div><br />Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-12027572807247343132022-07-31T17:23:00.002+03:002022-07-31T17:23:37.700+03:00 Ἡ βιολογική ζωή καί ὁ χρόνος Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9RyMSBz_rNN2chQ2bJg-yux1VxjB_vG3wEiKLh24QdqYL1h2L1IQMy3Dhg61H-SviOpc_7WhbpJvrnZXvtIaIdQROnhv99ly4FYUd8gVWHdtwVoa8MxKP0IbSy709Jf5xN9gKJqNRKpsH1vHShLjPk-iqPANHAe1IkOKWLp6kgUkj_FwMLE1EPQ/s567/11_01_18.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="384" data-original-width="567" height="217" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9RyMSBz_rNN2chQ2bJg-yux1VxjB_vG3wEiKLh24QdqYL1h2L1IQMy3Dhg61H-SviOpc_7WhbpJvrnZXvtIaIdQROnhv99ly4FYUd8gVWHdtwVoa8MxKP0IbSy709Jf5xN9gKJqNRKpsH1vHShLjPk-iqPANHAe1IkOKWLp6kgUkj_FwMLE1EPQ/s320/11_01_18.jpg" width="320" /></a></div><br /><p><br /><br />Συνδέεται στενά ἡ βιολογική ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν χρόνο. Ἀκόμη, ὅλα τά ὄργανα τοῦ σωματικοῦ ὀργανισμοῦ του ἔχουν τόν δικό τους χρόνο, πού κάποτε ἀρχίζει μέ τήν σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου, τήν διαφοροποίηση τῶν ἐμβρυικῶν κυττάρων καί τόν σχηματισμό τῶν ἱστῶν καί τῶν ὀργάνων, καί κάποτε θά πεθάνουν. Ζωή καί θάνατος συνδέονται στενά μέ τά κύτταρα, τά ὄργανα, τήν βιολογική ζωή. Καί αὐτό συμβαίνει γιατί ὑπάρχει ἔναρξη καί τέλος τοῦ χρόνου.<br /><br />Ἔτσι, ἡ βιολογική ζωή συνδέεται μέ τόν χρόνο καί ἔχει ἀρχή, συνέχεια καί τέλος. Ὁ χρόνος κινεῖται συνεχῶς, τό κάθε παρόν γίνεται παρελθόν καί μέλλον, στήν πραγματικότητα δέν ὑπάρχει παρόν, ἀφοῦ κάθε στιγμή γίνεται παρελθόν καί μέλλον. Ἔτσι ζοῦμε τό παρελθόν μέ τίς ἀναμνήσεις, χωρίς νά μποροῦμε νά ἐπανέλθουμε σέ αὐτό καί ζοῦμε τό μέλλον μέ τήν συνεχῆ κίνηση καί τήν ἐλπίδα. Εἶναι ἕνα ἐκπληκτικό μυστήριο ἡ σύνδεση τῆς βιολογικῆς ζωῆς μέ τόν χρόνο, ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου στόν χρόνο καί τόν χῶρο, μέ προοπτική τήν αἰωνιότητα.<br /><br />Ὁ Μέγας Βασίλειος, Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας ἔζησε μόνον 49 χρόνια στήν βιολογική του ζωή, ἀλλά δίδαξε τόσα πολλά πού ἄντεξαν στόν χρόνο, ἀφοῦ ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας στηρίχθηκε πάνω στήν διδασκαλία του, πού εἶναι σταθερή, ἀποκαλυπτική καί διαχρονική.<br /><br />Σέ μιά ὁμιλία του, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἀναφέρεται καί στό θέμα τῆς βιολογικῆς ζωῆς, σέ σχέση μέ τόν χρόνο. Κάνει λόγο γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή ὡς ὁδό, γι’ αὐτό ἀναφέρεται καί στήν «ὑποκειμένην ὁδόν τοῦ βίου», τήν ὁποία πρέπει νά βαδίσουμε μέ ἀσφάλεια. Ζητᾶ ἀπό τούς ἀκροατές του νά μή θεωρήσουν ὅτι πλάθει καινούργια ὀνόματα, ἐπειδή ἀπεκάλεσε τήν ἀνθρώπινη ζωή ὡς ὁδό, γιατί αὐτό τό γράφει ὁ Προφήτης Δαυΐδ, ὅταν λέγη: «Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου» (Ψαλμ. 118, 1).<br /><br />Ἑπομένως, ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι ὁδός, καί κάθε ἄνθρωπος καλεῖται νά βαδίση αὐτήν τήν ὁδό. Ἔτσι, ἡ παροῦσα ζωή ἁπλώνεται σέ κάθε ἄνθρωπο ὡς «συνεχής ὁδός» πού κατανέμεται σέ διαφόρους σταθμούς κατά τήν ἡλικία τους.<br /><br />Ἀρχή τῆς ὁδοιπορίας αὐτῆς εἶναι οἱ μητρικές ὠδῖνες, τέρμα δέ τῆς ὁδοιπορίας εἶναι ἡ διαμονή στούς τάφους. Γράφει: «Ἀρχήν μέν ἑκάστῳ τῆς ὁδοιπορίας παρέχουσα τάς τῶν μητρῶν ὠδῖνας, τέρμα δέ ὑποδεικνῦσα τοῦ δρόμου τάς τῶν τάφων σκηνάς». Σέ αὐτό τό τέρμα ὁδηγοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἄλλοι γρηγορότερα καί ἄλλοι βραδύτερα, ἄλλοι ἀφοῦ πέρασαν ὅλες τίς ἡλικίες τῆς ζωῆς τους καί ἄλλοι χωρίς κἄν νά αὐλιστοῦν στά πρῶτα στάδια τοῦ βίου.<br />Ὁδός, λοιπόν, εἶναι ἡ παροῦσα ζωή καί εἴμαστε ὁδοιπόροι, ἀφοῦ κάποτε ἀρχίσαμε νά βαδίζουμε καί κάποτε θά περατώσουμε αὐτήν τήν βιολογική ζωή μέ τόν θάνατό μας.<br />Λαμβάνοντας τό παράδειγμα τῆς ὁδοιπορίας ἀπό πόλεως σέ πόλη λέγει ὅτι αὐτή ἡ ὁδός δέν μπορεῖ νά εἶναι ὑποχρεωτική, ἀφοῦ κάποιος ἔχει τήν δυνατότητα, ἐάν δέν θέλη, νά ἀποφύγη τήν ὁδό καί νά μή βαδίση. Ὅμως, τήν ὁδό τῆς βιολογικῆς ζωῆς δέν μπορεῖ νά τήν ὁρίση κανείς μόνος του. Ἐάν ἐμεῖς θέλουμε νά ἀναβάλουμε τήν πορεία, δέν μποροῦμε νά τό κάνουμε, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ πορεία ἁρπάζει τούς ἀνθρώπους μέ τήν βία καί τούς ἑλκύει πρός τό τέλος, σύμφωνα μέ τήν ἐξουσία πού ἔχει λάβει ἀπό τόν Δεσπότη. Ἔτσι, αὐτός πού ἦλθε στήν ζωή καί ἄρχισε τήν πορεία τῆς ὁδοῦ, δέν μπορεῖ νά μήν φθάση στό τέλος της, πού εἶναι ὁ θάνατος καί ὁ τάφος.<br /><br />Στήν συνέχεια ἐξηγεῖ τήν σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς βιολογικῆς ζωῆς, τῆς πορείας στήν ὁδό τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, καί τοῦ χρόνου. Λέγει ὅτι ὁ καθένας μας, ἀμέσως μόλις φύγει ἀπό «τούς μητρικούς κόλπους», δηλαδή μόλις γεννηθῆ, «εὐθύς τοῖς τοῦ χρόνου ρεύμασιν ἐνδεθείς ὑποσύρεται», δηλαδή σύρεται ἀμέσως πρός τά κάτω, ἀφοῦ προσδέθηκε μέ τήν ροή τοῦ χρόνου. Καί τότε ἀφήνοντας τήν ἡμέρα πού ἔζησε, δέν μπορεῖ, ἀκόμη καί ἄν τό θέλη, νά ἐπανέλθη στήν χθεσινή ἡμέρα.<br /><br />Ὁ ἀνθρωπος βαδίζει τήν βιολογική ζωή, συρόμενος ἀπό τήν ροή τοῦ χρόνου, ἀφοῦ ἡ μιά ἡμέρα διαδέχεται τήν ἄλλη, καί δέν μπορεῖ νά ἐπανέλθη στήν προηγούμενη ἡμέρα.<br /><br />Συνεπῶς, ὁ χρόνος εἶναι πανδαμάτωρ. Κάθε ὁδοιπόρος, κάθε ταξιδιώτης ἔχει νά ἐπιλέξη τό νά συνεχίση τήν πορεία ἤ ὄχι, νά ἐπιστρέψη στήν ἀρχή ἀπό ὅπου ξεκίνησε. Ὅμως, ἐκεῖνος πού βαδίζει τόν δρόμο τῆς βιολογικῆς ζωῆς ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος, δέν μπορεῖ νά ἔχη τέτοιες ἐπιλογές, διότι ἑλκύεται, σύρεται μέ τήν βία ἀπό τήν ροή τοῦ χρόνου πρός τό τέλος.<br /><br />Ἀλλά ὁ Μέγας Βασίλειος, ὕστερα ἀπό αὐτές τίς διαπιστώσεις του, προχωρεῖ γιά νά ἑρμηνεύση καί τίς διαθέσεις τοῦ ἀνθρώπου πού βαδίζει αὐτήν τήν πορεία στόν δρόμο τοῦ βίου. Λέγει ὅτι, παρά τό ὅτι συρόμαστε πρός τό τέλος, ἐν τούτοις ἐμεῖς χαιρόμαστε πού ὁδηγούμαστε πρός τά ἐμπρός, ἀλλάζοντας τίς ἡλικίες. Δηλαδή, ὅταν κάποιος ἀπό παιδί γίνη ἄνδρας καί ἀπό ἄνδρας γίνη πρεσβύτης στήν ἡλικία, τό χαίρεται σάν νά ἀποκτᾶ κάτι καί τό θεωρεῖ μακάριο. Ἔρχεται νέος χρόνος καί χαιρόμαστε σάν κάτι νά προστίθεται στήν ζωή μας, ἐνῶ συρόμαστε καί ἑλκυόμαστε πρός τό τέλος.<br /><br />Στήν πραγματικότητα ἀγνοοῦμε ὅτι κάθε φορά χάνουμε τόσο χρόνο ἀπό τήν ζωή μας πού ζήσαμε, καί δέν αἰσθανόμαστε ὅτι χάνεται ὁ χρόνος, ἄν καί τόν μετροῦμε. Ἀκόμη, δέν σκεπτόμαστε πόσο χρόνο ἀκόμη θά θελήση νά μᾶς παραχωρήση αὐτός πού μᾶς ἀπέστειλε στόν κόσμο αὐτόν, καί πότε θά ἀνοίξη τίς πύλες τῆς εἰσόδου στόν καθένα ἀπό τούς δρομεῖς. Ἐδῶ ὁ Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει τόν κάθε ἄνθρωπο ὡς ὁδοιπόρο καί δρομέα πού τρέχει ἀπό τήν ἐκκίνηση πρός τό τέλος, καί φυσικά συνδέεται ὁ βίος μέ τόν χρόνο.<br /><br />Ἐπίσης, ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι, δυστυχῶς, δέν σκεπτόμαστε ὅτι πρέπει νά ἑτοιμαζόμαστε καθημερινά γιά τήν ἀποδημία μας ἀπό ἐδῶ καί πρέπει νά περιμένουμε μέ ἀνοικτά τά μάτια μας «τό τοῦ Δεσπότου νεῦμα». Πρέπει νά βρισκόμαστε σέ διαρκῆ ἑτοιμότητα γιά νά ἀκούσουμε τήν κλήση πρός συνάντηση μέ τόν Δεσπότη Χριστό, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη.<br /><br />Ἐκεῖνος πού βαδίζει τήν ὁδό πού εἶναι μεγάλη, καί ὁ δρομεύς, ὁ ἀθλητής πού πρέπει νά διατρέξη πολύ δρόμο, φροντίζει νά ἔχη ἐλάχιστα ὑλικά πράγματα ἐπάνω του, καί μάλιστα νά ἔχη τά πλέον ἀπαραίτητα. Ἔτσι, ἐμεῖς πού κληθήκαμε νά βαδίζουμε αὐτήν τήν πορεία πρέπει νά ἐξετάσουμε ἀκριβῶς ποιά φορτία εἶναι κατάλληλα νά ἔχουμε μαζί μας καί ποιά φορτία εἶναι βαρειά, δύσκολα καί ἀσήκωτα ἀπό τήν γῆ, γιά νά μή τά λάβουμε μαζί μας. Ἀντίθετα, ἐμεῖς αὐτά πού ἔπρεπε νά συλλέξουμε τά ἀφήσαμε, καί αὐτά πού ἔπρεπε νά περιφρονοῦμε, τά συγκεντρώνουμε. Δηλαδή, προσπαθοῦμε νά συγκεντρώνουμε αὐτά πού εἶναι αἰωνίως ξένα σέ μᾶς, πού εἶναι τά ὑλικά ἀγαθά, ὁ πλοῦτος, ὁ χρόνος.<br /><br />Γενικά, κατά τόν Μέγα Βασίλειο, ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι μιά πορεία, ἕνας δρόμος, καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁδοιπόρος καί δρομεύς πού ἔχει βιολογική ἀρχή καί βιολογικό τέλος. Ὁ βίος ἀρχίζει νά μετριέται, ἀφοῦ ὁ βίος συνδέεται μέ τόν χρόνο, καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι δεμένος μέ τόν χῶρο καί τόν χρόνο. Ἡ μία ὥρα διαδέχεται τήν ἄλλη, ἡ μία μέρα διαδέχεται τήν ἄλλη, τό ἕνα ἔτος διαδέχεται τό ἄλλο, πηγαίνουμε μπροστά καί δέν μποροῦμε νά ἐπιστρέψουμε πίσω. Ὁ χρόνος τοῦ βίου εἶναι ἄγνωστος, γι’ αὐτό πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά νά δεχθοῦμε τήν κλήση γιά τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς καί τήν συνάντησή μας μέ τόν Χριστό.<br /><br />Σ’ αὐτήν τήν πορεία πρέπει νά συμπεριφερόμαστε μέ σοβαρότητα, πού σημαίνει πρέπει νά φροντίζουμε τό τί ἀποσκευές θά ἔχουμε, δηλαδή νά ἔχουμε ἀποσκευές αὐτές πού εἶναι ἐλαφρές καί ἀντέχουν στήν αἰωνιότητα, οἱ ὁποῖες θά προστρέξουν μαζί μας στούς ἀγγέλους καί γενικά τόν οὐράνιο κόσμο.<br /><br />Εἴμαστε προσδεδεμένοι στόν βίο καί τόν χρόνο, πού μᾶς τυραννοῦν, καί πρέπει νά βαδίζουμε τήν ὁδό τοῦ βίου μέ ἐλευθερία καί προσευχή, ὑπερβαίνοντας τά δεσμά τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου, τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων καί τῶν ἀπαιτήσεων τῶν παθῶν. Αὐτό θά γίνη, ἄν ἔχουμε ὁδοιπόρο τόν Χριστό, ὅπως τόν εἶχαν οἱ Μαθητές πού πήγαιναν πρός Ἐμμαούς καί εἶχαν μαζί τους τόν ἀναστάντα Χριστό.</p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-28938545817342115402022-07-31T17:20:00.002+03:002022-07-31T17:20:38.876+03:00«Ὁ ὅλος ἄνθρωπος» Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj9C3epugDUfNK9yYPL0O5hCAFti_4Fhm6z17DnficJWaO21iexU_XU_DPXGwfnYhAOnAe5oRGsQXS5uF2YdCQT9ETUPS7bgXtmOytmjQq9LC4Mc4LHbptc3Rq4L3K08CC7GFkK_B9DLiQtf74wtHKAypkkv1qcP37NvdTtoax_ZcT6sbpCQ86g2A/s400/______~1.JPG" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="400" data-original-width="300" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj9C3epugDUfNK9yYPL0O5hCAFti_4Fhm6z17DnficJWaO21iexU_XU_DPXGwfnYhAOnAe5oRGsQXS5uF2YdCQT9ETUPS7bgXtmOytmjQq9LC4Mc4LHbptc3Rq4L3K08CC7GFkK_B9DLiQtf74wtHKAypkkv1qcP37NvdTtoax_ZcT6sbpCQ86g2A/s320/______~1.JPG" width="240" /></a></div><br /><p></p><br /><div><p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>«Θά ἤθελα
νά συγχαρῶ τήν Agrinio Media γιά τό Στρατηγικό Συνέδριο «Δυτικά
ἐπιχειρεῖν 2022 – Ἀπό τήν Σταθερότητα στήν Περιφερειακή Ἀνάπτυξη» πού
διοργάνωσε, καί θά δοθῆ ἡ δυνατότητα νά ἀναπτυχθοῦν θέματα σχετικά μέ
τίς ἐπιχειρήσεις, τόν τουρισμό καί τήν ἀνάπτυξη τοῦ τόπου μας.</span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Ἐπιπροσθέτως,
θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω γιά τήν πρόσκληση νά συμμετάσχω σέ αὐτό τό
σημαντικό Συνέδριο, καί μάλιστα μέ τό σκεπτικό, ὅπως μοῦ γράψατε, ὅτι
«ἔχουμε βαθειά πεποίθηση πώς ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἐπιρροές σέ ὅλες
τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς καί δέν περιορίζεται στά ποιμαντορικά ζητήματα.
Ἐκτιμοῦμε πώς ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἔχει τήν ἐπίδρασή της ἀκόμη καί
στό πῶς προσεγγίζει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τήν ἐπιχειρηματικότητα στόν
πρωτογενῆ τομέα καί ἄλλους τομεῖς».<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Πράγματι, ἡ
Ἐκκλησία δέν περιορίζεται σέ μερικούς τοίχους καί μόνον στήν λατρεία
της, ἀλλά ἀγκαλιάζει ὅλο τόν βίο καί τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, στήν
οἰκογένεια καί τήν κοινωνία, πάντοτε, ὅμως, μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς
θεολογίας της καί μέσα ἀπό τούς διακριτούς της ρόλους, χωρίς νά
ἀναμειγνύεται στήν πολιτική καί σέ ἄλλα ἀλλότρια θέματα, ἀλλά πάντοτε
νοηματοδοτεῖ τόν ἀνθρώπινο βίο. Ἄλλωστε, ὅλα τά θέματα ἀπό τήν φύση τους
εἶναι ἀνόητα, ἀλλά ἐμεῖς τούς δίνουμε τό ἰδιαίτερο νόημα, ἀνάλογα μέ
τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας.<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Ὅπως
γνωρίζετε εἶμαι στήν Περιφερειακή Ἑνότητα τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, καί
μάλιστα στήν ἱστορική Μητρόπολη Ναυπάκτου, εἴκοσι ἑπτά χρόνια καί
συμμετέχω σέ ὅλη τήν ζωή τῆς κοινωνίας καί αὐτήν τήν ἐποχή εἶμαι
Τοποτηρητής τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, καί χαίρομαι
πού εἶμαι μαζί σας.<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Μέ τήν
παρουσία μου θά ἤθελα νά πῶ ὅτι τό κέντρο τῆς κοινωνίας, τῆς Ἐκκλησίας,
τῆς ἐπιχειρήσεως, τοῦ τουρισμοῦ, τῆς ἀνάπτυξης εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Καί ὁ
ἄνθρωπος, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἔριχ Φρόμ δέν ἐξαντλεῖται στό «ἔχειν», ἀλλά
πρέπει νά ἐπεκτείνεται στό «εἶναι». Πρόκειται γιά κλασσικό ἐρώτημα πού
ἔθεσε σέ βιβλίο του μέ τίτλο: «Νά ἔχεις ἤ νά εἶσαι;», δηλαδή ἄν ὁ
ἄνθρωπος εἶναι μόνον αὐτό πού ἔχει, ὅταν χαθῆ αὐτό πού ἔχει, τότε ποιός
θά εἶναι;<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Φυσικά,
στήν ὀρθόδοξη θεολογία λέμε ὅτι δέν εἴμαστε ἰδεαλιστές καί μεταφυσικοί,
οὔτε ματεριαλιστές ἤ ὑλιστές, ἀλλά πιστεύουμε στόν «ὅλο» ἄνθρωπο καί
στήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τήν κοινωνία καί τό φυσικό
περιβάλλον.<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Στήν Δύση
ἀπό τόν 17ο αἰώνα καί μετά τέθηκε ὡς ἀρχή ἀπό τόν Ζάν Ζάκ Ρουσσώ τό
«ἐπάνοδος στήν φύση», δηλαδή ὅτι πρέπει νά ἀποβληθῆ τό μεταφυσικό
στοιχεῖο ἀπό τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί νά παραμείνουμε στό φυσικό.
Ἀμέσως, ὅμως, μετά ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται ὁ προσδιορισμός τοῦ ποιός
εἶναι ὁ φυσικός ἄνθρωπος, ποιό εἶναι τό βασικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου καί
ὅπως εἶναι ἑπόμενο δόθηκαν πολλές ἀπαντήσεις.<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Ὁ Ρενέ
Ντεκάρτ ταύτισε τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν λογική, καί ἀναπτύχθηκε ἡ
λεγόμενη λογικοκρατία μέ τό περιβόητο ἀπόφθεγμά του «σκέπτομαι ἄρα
ὑπάρχω», ὅτι κέντρο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ λογική.<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Οἱ Ἄγγλοι
ἐμπειριστές Τζών Λόκ καί Ντέιβιντ Χιούμ θεώρησαν τίς αἰσθήσεις ὡς βασικό
στοιχεῖο γνώσεως, οἱ ὁποῖες προσδιορίζουν καθοριστικά τόν ἄνθρωπο, καί
ἀνέπτυξαν τήν αἰσθησιοκρατία μέ ἀπόφθεγμα τό «οὐδέν ἐν τῇ νοήσει ὅ μή
πρότερον ἐν τῇ αἰσθήσει».<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Ὁ
Ἰμμανουέλ Κάντ, προσδιορίζοντας τόν ἄνθρωπο, στάθηκε στό μέσον μεταξύ
λογικοκρατίας καί ἐμπειριοκρατίας γιά νά τονίση τήν λεγόμενη
«ὑπερβατολογική ἀρχή», ὅτι σημασία ἔχει ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου,
ἀπηλλαγμένη ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσης.<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Ὁ Ἄρτουρ
Σοπενχάουερ ἔθεσε τήν βούληση ὡς μεταφυσική ἀρχή κατανόησης τοῦ κόσμου
καί τοῦ ἀνθρώπου στό περίφημο σύγγραμμά του «ὁ κόσμος ὡς βούληση καί
παράσταση», πού σημαίνει ὅτι ἡ βούληση χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο.<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Ὕστερα, ἡ
δυτική ἀνθρωπολογία μέσα ἀπό διάφορες διεργασίες ἔφθασε στόν ὑπεράνθρωπο
τοῦ Νίτσε, καί τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ ὑπερανθρώπου εἶναι
τέσσερα, ἤτοι ἡ ἀνάγκη νά φονευθῆ ὁ Θεός, τό νά μή λυπᾶται κανείς τόν
πλησίον, ὁ ἀνελέητος καί ἀνεύθυνος πόθος γιά τήν ἐξουσία, καί ὅλα
ἐπιτρέπονται, ἀφοῦ γιά τόν ὑπεράνθρωπο δέν ὑπάρχει οὔτε καλό οὔτε κακό.
Αὐτός ὁ ὑπεράνθρωπος τοῦ Νίτσε, μέ τόν ναζισμό αἱματοκύλισε τήν
ἀνθρωπότητα καί ἀκόμη σήμερα βιώνουμε τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς
νοοτροπίας.<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Στήν
συνέχεια ἀναπτύχθηκε ὁ ὑπαρξισμός, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τόν Ζάν-Πόλ
Σάρτρ, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο «ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι φορέας τῆς
ὀντολογικῆς ἀρχῆς τοῦ μηδενός, ἀρχίζει ἀπό τό μηδέν καί καταλήγει στό
μηδέν», ὁπότε ἰσχύει τό ἀπόφθεγμα «οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή μου».<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Ἑπομένως, ἡ
περί ἀνθρώπου διδασκαλία στήν δύση ξεκίνησε ὡς ἔμβρυο ἀπό τόν Ζάν Ζάκ
Ρουσσώ, μεγάλωσε μέ ἄλλα φιλοσοφικά συστήματα καί ἔφθασε στόν
ὑπεράνθρωπο τοῦ Νίτσε, ὁ ὁποῖος ὑπεράνθρωπος αὐτοκτόνησε μέ τίς θεωρίες
τοῦ Σάρτρ, γιατί δέν μπορεῖ κανείς νά θεωρήση ὡς ἀνθρωπισμό τό «μηδέν»,
καί ὅτι «οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή μας».<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Ἀντίθετα,
στήν Ὀρθόδοξη παράδοση ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση
Θεοῦ, καί κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο ὁ Θεός δημιούργησε τόν
ἄνθρωπο «οἷον τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν,
ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην
τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν, ἐπίγειον καί
οὐράνιον, πρόσκαιρον καί ἀθάνατον, ὁρατόν καί νοούμενον, μέσον μεγέθους
καί τελειότητος∙ τόν αὐτόν πνεῦμα καί σάρκα».<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Ὁ Ὀδυσσέας
Ἐλύτης ἐπηρεασμένος προφανῶς ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο θά γράψη
γιά τόν κόσμο «ὁ κόσμος, ὁ μικρός, ὁ μέγας», καί εἶναι ὁ μικρός, καί ὁ
μέγας, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ «κόσμος ὁ δεύτερος, ἐν μικρῷ ὁ μέγας».<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Καί
φυσικά, τό περί ἀνθρώπου ἐρώτημα συνδέεται σαφῶς μέ τό περί Θεοῦ
ἐρώτημα. Τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος συνδέεται μέ τό τί εἶναι ὁ Θεός. Σήμερα
ὅλοι θεολογοῦν μέ διαφορετικό τρόπο, καί οἱ λεγόμενοι ἄθεοι θεολογοῦν μέ
τόν τρόπο τους. Γιά παράδειγμα ὁ Νίκος Καζαντζάκης λίγο πρίν τόν θάνατό
του ἔγραφε: «Τρία τά θεολογικά στάδια τῆς ζωῆς μου πού πέρασα. 1. Θεέ
μου ἐσύ θά μέ σώσεις. 2. Θεέ μου ἐγώ θά σέ σώσω. 3. Θεέ μου μαζί θά
ἀγωνισθοῦμε, μαζί θά σωθοῦμε». Πρόκειται γιά τρεῖς ἐπηρεασμούς πού
δέχθηκε ὁ ἴδιος στήν ζωή του, πρῶτα ἀπό τόν Θεό τῆς Ἐκκλησίας, ἕπειτα
ἀπό τόν «θεό» τοῦ Νίτσε καί στήν συνέχεια ἀπό τόν «θεό» τοῦ Μπερξόν.<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Ὅμως, ὁ
Θεός τῆς παραδόσεώς μας δέν εἶναι ὁ Θεός τῆς μεταφυσικῆς οὔτε τοῦ
ὑπαρξισμοῦ, ἀλλά ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν, ὁ Θεός τῆς Ρωμηοσύνης, τοῦ
Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τοῦ Φώτη Κόντογλου καί ὅλων τῶν συγχρόνων ἁγίων
πού βρίσκονται στό κέντρο τοῦ κόσμου καί κυριαρχοῦνται ἀπό τήν ἀγάπη.
Καί ὁ ἄνθρωπος τῆς παραδόσεώς μας εἶναι γεμάτος ἀγάπη καί τρυφερότητα
γιά κάθε πλησίον.<br /></span></span></b></p>
<p style="text-align: justify;"><b><span style="color: red;"><span>Τελικά, οἱ
ἐπιχειρήσεις καί ἡ ἀνάπτυξη δέν πρέπει νά ἀναφέρονται στόν
«μονοδιάστατο ἄνθρωπο», γιά τόν ὁποῖον μιλοῦσε ὁ Μαρκοῦζε, ἀλλά πρέπει
νά ἀποβλέπουν στόν ὅλο ἄνθρωπο, τόν «κόσμον τόν δεύτερον, τόν ἐν μικρῷ
μέγαν», καί ἔτσι ἐκλαμβάνω τήν πρόσκλησή μου νά παρευρεθῶ στό Συνέδριο
αὐτό, γιά τό ὁποῖο σᾶς εὐχαριστῶ πού τιμᾶτε τήν Ἐκκλησία ὡς θεσμό καί ὡς
ζωή, καί εὔχομαι καλή εὐόδωση τῶν ἐργασιῶν του.</span></span></b></p>
<p style="text-align: right;"><b><span style="color: red;"><span><i>Ὁμιλία στὸ Συνέδριο «Δυτικά Ἐπιχειρεῖν 2022», Ἀγρίνιο 18 Ἰουνίου 2022</i></span></span></b></p> <div class="fastsocialshare_container fastsocialshare-align-left"><div class="fastsocialshare-subcontainer">
<div class="fastsocialshare-share-fbsh fb-shareme-core">
<div class="fb-share-button fb-shareme-core fb_iframe_widget" data-href="https://parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-311/7351-2022-06-19" data-layout="button" data-size="small"><b><span style="color: red;"><span style="height: 20px; vertical-align: bottom; width: 106px;"><br /></span></span></b></div></div></div></div></div><br />Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-6608937022920161022021-09-14T15:21:00.004+03:002021-09-14T15:21:46.685+03:00Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους<p> </p><div align="center">
<table border="0" cellpadding="8" id="table1">
<tbody><tr>
<td>
<img border="0" height="234" src="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/book_h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.jpg" width="132" /></td>
<td>
<ul><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#Πρόλογος">Πρόλογος</a></li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου">Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς τῆς
ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου</a></li><li>
<a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ αἰτία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου">Ἡ ἐνανθρώπησις
τοῦ Θεοῦ αἰτία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου</a></li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#Ἡ συμβολὴ τῆς Θεοτόκου στὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου">Ἡ συμβολὴ τῆς Θεοτόκου
στὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου</a></li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#Ἡ Ἐκκλησία, ὁ χῶρος τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου">Ἡ Ἐκκλησία, ὁ χῶρος τῆς
θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου</a></li><li>
<a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#Ἡ θέωσις δυνατὴ διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ">Ἡ θέωσις δυνατὴ
διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ</a></li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#Προϋποθέσεις γιὰ τὴν θέωσι">Προϋποθέσεις γιὰ τὴν θέωσι</a><ul><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#α) Ἡ ταπείνωσις">α) Ἡ ταπείνωσις</a></li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#β) Ἡ ἄσκησις">β) Ἡ ἄσκησις</a></li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#γ) Τὰ ἅγια Μυστήρια καὶ ἡ προσευχὴ">γ) Τὰ ἅγια Μυστήρια καὶ ἡ προσευχὴ</a></li></ul>
</li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#Ἐμπειρίες τῆς θεώσεως">Ἐμπειρίες τῆς θεώσεως</a></li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#Ἀποτυχία πολλῶν ἀνθρώπων νὰ φθάσουν στὴν θέωσι">Ἀποτυχία πολλῶν ἀνθρώπων
νὰ φθάσουν στὴν θέωσι</a><ul><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#α) Ἡ προσήλωσις στὶς βιοτικὲς μέριμνες">α) Ἡ προσήλωσις στὶς βιοτικὲς
μέριμνες</a></li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#β) Ὁ ἠθικισμὸς">β) Ὁ ἠθικισμός</a></li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#γ) Ὁ ἀνθρωποκεντρικὸς οὐμανισμός">γ) Ὁ ἀνθρωποκεντρικὸς οὐμανισμός</a></li></ul>
</li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς τῆς θεώσεως">Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς τῆς θεώσεως</a></li><li><a href="http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/h_8ewsis_ws_skopos_zwhs.htm#Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς ποὺ δὲν ὁδηγεῖ στὴν θέωσι">Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς
ποὺ δὲν ὁδηγεῖ στὴν θέωσι</a></li></ul>
</td>
</tr>
</tbody></table>
</div>
<hr />
<h2><a name="Πρόλογος"></a>Πρόλογος</h2>
<p>Εἶναι πολὺ τολμηρὸ νὰ ὁμιλεῖ κάποιος γιὰ τὴν θέωση, ὅταν δὲν τὴν ἔχει γευθεῖ.
Τολμήσαμε ὅμως τὰ ὑπὲρ δύναμιν θαρροῦντες εἰς τὰ ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.</p>
<p>Γιὰ νὰ μὴ κρύψουμε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἀδελφούς μας τὸν ὕψιστο καὶ
τελικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὸν ὁποῖο πλασθήκαμε.</p>
<p>Γιὰ νὰ γίνει σαφὲς ὅτι ἡ μόνη ὀρθόδοξος ποιμαντικὴ εἶναι ἡ ποιμαντική της θεώσεως
καὶ ὄχι τῆς κατὰ τὰ δυτικὰ πρότυπα ἠθικῆς τελειοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὴν
χάρη τοῦ Θεοῦ.</p>
<p>Γιὰ νὰ ποθήσουμε ὅλοι τὰ κρείττονα καὶ ἔτσι νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὰ ὑψηλὰ καὶ μόνα
δυνάμενα νὰ ἀναπαύσουν κατὰ βάθος τὴν δίψα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ Ἀπόλυτο, τὸν Τριαδικὸ
Θεό.</p>
<p>Γιὰ νὰ πλημμυρίσουμε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό μας γιὰ τὸ
μεγάλο δῶρο Του, τὴν κατὰ Χάριν θέωσή μας.</p>
<p>Γιὰ νὰ νοιώσουμε τὸ ἀναντικατάστατο τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὡς τῆς μόνης ἐπὶ
γῆς κοινωνίας θεώσεως.</p>
<p>Γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ποὺ μόνη αὐτὴ
διδάσκει καὶ παρέχει τὴν θέωση στὰ μέλη της.</p>
<p>Γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν οἱ ψυχές μας ποὺ ὅσο καὶ ἂν ἔχουν δηλητηριαστεῖ καὶ σκοτισθεῖ
ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, λαχταροῦν τὸ φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.</p>
<p>Ἐλεήμων Κύριε, εὐδόκησε, ἐν τῇ ἀπείρῳ ἀγάπῃ Σου, νὰ μᾶς ἀξιώσεις νὰ εἰσέλθουμε
στὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως, πρὶν νὰ ἀπέλθουμε ἀπὸ τὸν παρόντα πρόσκαιρο κόσμο.</p>
<p>Ἐλεήμων Κύριε, ὁδήγησε στὴν ἀναζήτηση τῆς θεώσεως τοὺς Ὀρθόδοξους ἀδελφούς μας,
ποὺ δὲν χαίρονται γιατὶ ἀγνοοῦν τὸ μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς των ὡς «κεκελευσμένων θεῶν».</p>
<p>Ἐλεήμων Κύριε, ὁδήγησε καὶ τὰ βήματα τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν στὴν ἐπίγνωση
τῆς Ἀλήθειάς Σου, γιὰ νὰ μὴν μείνουν ἔξω τοῦ Νυμφῶνος Σου, στερημένοι τῆς Χάριτος
τῆς θεώσεως.</p>
<p>Ἐλεήμων Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς καὶ τὸν κόσμον Σου! Ἀμήν.</p>
<p style="text-align: right;">Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀρχιμανδρίτης
Γεώργιος.</p>
<p><i>Σημείωσις</i>: Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐπεξεργασία ὁμιλιῶν μου ποὺ κατὰ καιροὺς
ἐξεφωνήθησαν σὲ διάφορες πόλεις τῆς Ἑλλάδος κατόπιν προσκλήσεως ὑπὸ τῶν οἰκείων
Σεβασμιότατων Μητροπολιτῶν.</p>
<p>Ἔτσι κατανοεῖται τὸ ὕφος τοῦ πονήματος ποὺ περιέχει ἀπομαγνητοφωνημένα ἀποσπάσματα
τῶν ὁμιλιῶν.</p>
<p>Σημειωτέον ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ ἀνέπτυξα, ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ ὁμιλοῦσα, θεωρώντας
αὐτὸ πρωταρχικὸ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή.</p>
<hr width="50%" />
<h2><a name="Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου"></a>Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς
τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου</h2>
<p>Τὸ θέμα τοῦ προορισμοῦ τῆς ζωῆς μας εἶναι πολὺ σοβαρό, διότι ἀφορᾶ τὸ σπουδαιότερο
ζήτημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο: Γιὰ ποιὸ σκοπὸ εὑρισκόμαστε πάνω στὴν γῆ. Ἂν ὁ ἄνθρωπος
τοποθετηθεῖ σωστὰ στὸ θέμα αὐτό, ἂν εὕρῃ τὸν πραγματικό του προορισμό, τότε μπορεῖ
νὰ τοποθετηθεῖ σωστὰ καὶ στὰ ἐπὶ μέρους καὶ καθημερινὰ ζητήματα τῆς ζωῆς του, ὅπως
εἶναι οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ σπουδές του, τὸ ἐπάγγελμα, ὁ γάμος,
ἡ ἀπόκτησις καὶ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν. Ἂν ὅμως δὲν τοποθετηθεῖ σωστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ βασικὸ
θέμα, τότε θὰ ἀποτύχει καὶ στοὺς ἐπὶ μέρους σκοποὺς τῆς ζωῆς. Διότι τί νόημα μποροῦν
νὰ ἔχουν οἱ ἐπὶ μέρους σκοποί, ὅταν στὸ σύνολό της ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν ἔχει νόημα;</p>
<p>Ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Ἁγίας Γραφῆς δηλώνεται ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὅταν
ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς μᾶς λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿
ὁμοίωσίν» Του. Διαπιστώνουμε ἔτσι τὴν μεγάλη ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ ἐν Τριάδι Θεὸς γιὰ
τὸν ἄνθρωπο. Δὲν τὸν θέλει ἁπλῶς ἕνα ὃν μὲ κάποια χαρίσματα, κάποια προσόντα, κάποια
ἀνωτερότητα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κτίση, ἀλλὰ τὸν θέλει Θεὸ κατὰ Χάριν.</p>
<p>Ὁ ἄνθρωπος φαίνεται ἐξωτερικὰ ὅτι εἶναι μία βιολογικὴ ἁπλῶς ὕπαρξη ὅπως τὰ ἄλλα
ἔμβια ὄντα, τὰ ζῶα. Εἶναι βέβαια ζῶον, ἀλλὰ «ζῶον... τὴ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον»,
ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Λόγος εἰς τὰ Θεοφάνια, MPG
36, 324, 13). Εἶναι τὸ μόνο ὃν ποὺ ξεχωρίζει ἀπ᾿ ὅλη τὴν δημιουργία, τὸ μόνο ποὺ
μπορεῖ νὰ γίνει θεός.</p>
<p>Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» σημαίνει τὰ χαρίσματα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς μόνο στὸν ἄνθρωπο, ξεχωριστὰ
ἀπ᾿ ὅλα τὰ πλάσματά Του, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ τὰ χαρίσματα εἶναι
: Ὁ λογικὸς νοῦς, ἡ συνείδηση, τὸ αὐτεξούσιο, δηλαδὴ ἡ ἐλευθερία, ἡ δημιουργικότητα,
ὁ ἔρως καὶ ὁ πόθος τοῦ ἀπολύτου καὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ προσωπικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ ὅ,τι
ἄλλο κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ὑπεράνω ὅλης τῆς λοιπῆς δημιουργίας τῶν ἐμβίων ὄντων
καὶ τὸν κάνει νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ προσωπικότης. Ὅ,τι δηλαδὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο
πρόσωπο αὐτὰ εἶναι τὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα».</p>
<p>Ἔχοντας τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήσει τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν»,
δηλαδὴ τὴν θέωση. Ὁ Δημιουργός, Θεὸς κατὰ φύσιν, καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνει θεὸς
κατὰ Χάριν.</p>
<p>Ἐδόθησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ
φθάσει πολὺ ὑψηλά, νὰ πετύχει μὲ αὐτὰ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πλάστη του,
νὰ ἔχει μία ὄχι ἐξωτερική, ἠθικὴ σχέση μαζί Του, ἀλλὰ μία προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸν
Δημιουργό του.</p>
<p>Εἶναι ἴσως πολὺ τολμηρὸ ἀκόμη καὶ νὰ λέμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε, ὅτι σκοπὸς τῆς
ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας δὲν μᾶς τὸ ἀπέκρυψαν.</p>
<p>Ὑπάρχει δυστυχῶς ἄγνοια στοὺς ἀνθρώπους ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς
μέσα στὴν Ἐκκλησία. Διότι νομίζουν ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι, στὴν καλύτερη
περίπτωση, ἁπλῶς ἡ ἠθικὴ βελτίωσή μας, τὸ νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι. Ἐνῶ τὸ
Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, μᾶς παραδίδεται
ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ νὰ γίνει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μόνο καλύτερος
ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι, ἠθικώτερος, δικαιότερος, ἐγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Ὅλα αὐτὰ
πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ μεγάλος σκοπός, ὁ τελικὸς σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο
ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός; Ἡ θέωσις.
Τὸ νὰ ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἢ συναισθηματικὸ τρόπο,
ἀλλὰ ὀντολογικά, πραγματικά.</p>
<p>Τόσο ὑψηλὰ τοποθετεῖ ἡ ὀρθόδοξος ἀνθρωπολογία τὸν ἄνθρωπο. Ἂν συγκρίνουμε τὶς
ἀνθρωπολογίες ὅλων τῶν φιλοσοφικῶν, κοινωνικῶν, ψυχολογικῶν συστημάτων μὲ τὴν ὀρθόδοξη
ἀνθρωπολογία, θὰ διαπιστώσουμε πολὺ εὔκολα πόσο πτωχὲς εἶναι, πόσο δὲν ἀνταποκρίνονται
στὸν μεγάλο πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιὰ κάτι πολὺ μεγάλο κι ἀληθινὸ στὴν ζωή του.</p>
<p>Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κεκελευσμένος θεός», ἔχει δηλαδὴ πλασθεῖ γιὰ νὰ γίνει
θεός, ἂν δὲν εὑρίσκεται στὴν πορεία τῆς θεώσεως, αἰσθάνεται ἕνα κενὸ μέσα του, ὅτι
κάτι δὲν πηγαίνει καλά. Δὲν χαίρεται, ἀκόμη κι ὅταν προσπαθεῖ νὰ καλύψει τὸ κενὸ
μὲ ἄλλες δραστηριότητες. Μπορεῖ νὰ ναρκώνει τὸν ἑαυτό του, νὰ κατασκευάζει ἕνα κόσμο
φανταχτερὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα πτωχό, μικρό, περιορισμένο, καὶ νὰ ἐγκλωβίζεται, νὰ φυλακίζεται
μέσα σ᾿ αὐτὸν κι ὁ ἴδιος. Μπορεῖ νὰ ὀργανώνει ἔτσι τὴν ζωή του, ὥστε νὰ μὴ μένει
ποτὲ σχεδὸν ἥσυχος, μόνος με τὸν ἑαυτό του. Μπορεῖ μὲ τοὺς θορύβους, τὴν ἔνταση,
τὴν τηλεόραση, τὸ ραδιόφωνο, τὴν συνεχῆ πληροφόρηση γιὰ ὁ,τιδήποτε, νὰ προσπαθεῖ
σὰν μὲ ναρκωτικὰ νὰ ξεχάσει, νὰ μὴν σκέφτεται, νὰ μὴν ἀνησυχεῖ, νὰ μὴ θυμᾶται ὅτι
δὲν πορεύεται σωστά, ὅτι ἔχει ξεστρατίσει ἀπὸ τὸν σκοπό του.</p>
<p>Τελικὰ ὅμως δὲν ἀναπαύεται ὁ ταλαίπωρος σύγχρονος ἄνθρωπος, ἕως ὅτου εὕρῃ αὐτὸ
τὸ κάτι ἄλλο, τὸ ἀνώτερο ποὺ ὑπάρχει πράγματι στὴν ζωή του, τὸ ἀληθινὰ ὄμορφο καὶ
δημιουργικό.</p>
<p>Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό; Μπορεῖ νὰ κοινωνήσει μαζί Του; Μπορεῖ
νὰ γίνει θεὸς κατὰ Χάριν.</p>
<h2><a name="Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ αἰτία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου"></a>Ἡ ἐνανθρώπησις
τοῦ Θεοῦ αἰτία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου</h2>
<p>Λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο
θεό. Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὴν θέωση ἂν ὁ θεὸς δὲν εἶχε σαρκωθεῖ.</p>
<p>Στοὺς πρὸ Χριστοῦ χρόνους ἀνεφάνησαν πολλοὶ σοφοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι. Γιὰ
παράδειγμα, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν φθάσει σὲ ἀρκετὰ ὑψηλὰ μέτρα φιλοσοφίας περὶ
τοῦ ἀγαθοῦ καὶ περὶ τοῦ Θεοῦ. Ἡ φιλοσοφία τους μάλιστα περιεῖχε σπέρματα ἀληθείας,
τὸν λεγόμενο «σπερματικὸ λόγο». Ἦσαν ἄλλωστε πολὺ θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι, δὲν ἦσαν
καθόλου ἄθεοι, ὅπως προσπαθοῦν νὰ τοὺς παρουσιάσουν μερικοὶ σύγχρονοι ποὺ δὲν γνωρίζουν
καλὰ τὰ πράγματα. Δὲν γνώριζαν βεβαίως τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἦσαν εἰδωλολάτρες, ὅμως
ἦσαν πολὺ εὐλαβεῖς, θεοφοβούμενοι. Γι᾿ αὐτὸ ὅσοι παιδαγωγοί, δάσκαλοι ἢ πολιτικοὶ
καὶ πολιτειακοὶ ἄρχοντες, ἀσυνεπεῖς πρὸς τὶς μνῆμες τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων ἐπιχειροῦν
νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ μας τὴν πίστη του πρὸς τὸν Θεό, χωρὶς
μάλιστα καὶ τὴν συγκατάθεσή του, αὐτοὶ ἀποτολμοῦν μίαν «ὕβριν», μὲ τὴν ἀρχαία σημασία
τῆς λέξεως. Ἀποτολμοῦν οὐσιαστικὰ τὸν ἀφελληνισμό του, ἀφοῦ ἡ Παράδοση τῶν Ἑλλήνων,
τῆς ἀρχαίας μεταγενέστερης καὶ νεωτέρας ἱστορίας μας, εἶναι Παράδοσις εὐλαβείας
καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸν Θεό, πάνω στὴν ὁποία βασίσθηκε καὶ βασίζεται ὅλη ἡ παγκόσμιος
πολιτιστικὴ προσφορὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ.</p>
<p>Στὴν φιλοσοφία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων διακρίνεται μία νοσταλγία γιὰ τὸν ἄγνωστο
Θεό, γιὰ τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ἦσαν πιστοί, εὐλαβεῖς, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴν σωστή,
ὁλοκληρωμένη γνώση τοῦ Θεοῦ, ἔλειπε ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν δυνατὴ ἡ θέωσις.</p>
<p>Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐπίσης ἔχουμε δίκαιους καὶ ἐναρέτους ἀνθρώπους. Ὅμως ἡ πλήρης
ἕνωση μὲ τὸν Θεό, ἡ θέωσις, γίνεται δυνατή, κατορθωτή, μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου.</p>
<p>Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἂν σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου
ἦταν νὰ γίνει ἁπλῶς ἠθικὰ καλύτερος, δὲν θὰ ἦταν ἀνάγκη νὰ ἔλθει στὸν κόσμο ὁ Χριστός,
νὰ γίνει ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς θείας Οἰκονομίας, τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ σταυρός,
ὁ θάνατος, ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, ὅλα ὅσα πιστεύουμε οἱ Χριστιανοὶ ὅτι ἔγιναν διὰ
τοῦ Χριστοῦ. Διότι καὶ μὲ τοὺς Προφῆτες, μὲ τοὺς φιλοσόφους, μὲ τοὺς δίκαιους ἀνθρώπους
καὶ διδασκάλους θὰ μποροῦσε νὰ διδαχθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ γίνεται ἠθικὰ καλύτερο.</p>
<p>Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα παρασύρθηκαν ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ θέλησαν νὰ γίνουν
θεοί, ὄχι ὅμως συνεργαζόμενοι μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ταπείνωση, μὲ ὑπακοή, μὲ ἀγάπη,
ἀλλὰ βασιζόμενοι στὴν δική τους δύναμη, στὸ δικό τους θέλημα, ἐγωιστικὰ καὶ αὐτόνομα.
Ἡ οὐσία δηλαδὴ τῆς πτώσεως εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ἔτσι υἱοθετώντας τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν
αὐτάρκεια χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἀντὶ νὰ πετύχουν τὴν θέωση, πέτυχαν ἀκριβῶς
τὸ ἀντίθετο: Τὸν πνευματικὸ θάνατο.</p>
<p>Ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεὸς εἶναι ζωή. Ὅποιος λοιπὸν χωρίζεται
ἀπὸ τὸν Θεό, χωρίζεται ἀπὸ τὴν ζωή. Ἄρα ὁ θάνατος καὶ ἡ πνευματικὴ νέκρωση, ὁ φυσικὸς
δηλαδὴ καὶ ὁ πνευματικὸς θάνατος, ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων.</p>
<p>Γνωρίζουμε ὅλοι τὶς συνέπειες τῆς πτώσεως. Ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔρριψε τὸν
ἄνθρωπο στὴν σαρκική, κτηνώδη καὶ δαιμονιώδη ζωή. Τὸ λαμπρὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ
ἔπεσε βαριὰ ἄρρωστο, σχεδὸν νεκρό. Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» ἀμαυρώθηκε. Ὁ ἄνθρωπος μετὰ
τὴν πτώση δὲν ἔχει τὶς προϋποθέσεις, ποὺ εἶχε πρὶν νὰ ἁμαρτήσει, γιὰ νὰ προχωρήσει
στὴ θέωση. Σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς βαριᾶς ἀσθένειας, σχεδὸν νεκρός, δὲν μπορεῖ
πλέον νὰ ἐπαναπροσανατολισθεῖ πρὸς τὸν Θεό. Χρειάζεται μία νέα ρίζα στὴν ἀνθρωπότητα.
Χρειάζεται ἕνας νέος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ὑγιὴς καὶ θὰ μπορεῖ νὰ προσανατολίσει
πάλι τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό.</p>
<p>Αὐτὴ ἡ νέα ρίζα, ὁ νέος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς
καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ σαρκώνεται γιὰ νὰ πολεμήσει τὴν νέα ρίζα, τὴν νέα ἀπαρχή,
τὸ νέο φύραμα τῆς ἀνθρωπότητας.</p>
<p>Μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου, ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πραγματοποιεῖται
μία δευτέρα κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἡ πρώτη κοινωνία ἦταν αὐτὴ στὸν Παράδεισο.
Αὐτὴ ὅμως διασπάσθηκε. Χωρίστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ πανάγαθος Θεὸς οἰκονόμησε
τώρα μιὰ ἄλλη, δευτέρα κοινωνία, ἕνωση δηλαδὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ
πλέον νὰ διασπαθῆ. Διότι αὐτὴ ἡ δευτέρα κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων γίνεται στὸ πρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ.</p>
<p>Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ἔχει δυὸ τέλειες
φύσεις: Τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Οἱ δυὸ αὐτὲς τέλειες φύσεις ἑνώνονται «ἀτρέπτως,
ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως», στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν περίφημο
ὅρο τῆς Ἁγίας Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ποὺ ἐν συνόψει ἀποτελεῖ τὴν
ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ θεολογικὴ πανοπλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας κατὰ τῶν παντὸς
εἴδους Χριστολογικῶν αἱρέσεων ὅλων τῶν αἰώνων. Ἔτσι ἔχουμε ἕνα Χριστὸ μὲ δυὸ φύσεις:
τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη.</p>
<p>Τώρα πλέον ἡ ἀνθρώπινη φύση διὰ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ φύσεων στὸ πρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ εἶναι τελεσίδικα ἑνωμένη μὲ τὴν θεία φύση. Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι αἰωνίως
Θεάνθρωπος. Ὡς Θεάνθρωπος ἀνελήφθη στὸν οὐρανό. Ὡς Θεάνθρωπος κάθεται στὰ δεξιὰ
τοῦ Πατρός. Ὡς Θεάνθρωπος θὰ ἔλθει νὰ κρίνει τὸν κόσμο στὴν δευτέρα Παρουσία. Ἄρα
λοιπὸν ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι τώρα ἐνθρονισμένη στοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Δὲν μπορεῖ πλέον τίποτε νὰ χωρίσει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ τώρα
μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, - ὅσο κι ἂν ὡς ἄνθρωποι ἁμαρτάνουμε, ὅσο καὶ ἂν
ἀποσπασθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ -, ἂν θέλουμε ἐν μετανοίᾳ νὰ ἑνωθοῦμε πάλι μὲ τὸν Θεό,
μποροῦμε νὰ τὸ πετύχουμε. Μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του, νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν.</p>
<h2><a name="Ἡ συμβολὴ τῆς Θεοτόκου στὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου"></a>Ἡ συμβολὴ τῆς Θεοτόκου
στὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου</h2>
<p>Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς δίδει αὐτὴν τὴν δυνατότητα, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ
καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν πρωταρχικὸ σκοπὸ ποὺ εἶχε τάξει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Γι᾿ αὐτὸ ἀναγγέλλεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ἡ ὁδός, ἡ θύρα, ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ἡ
ζωή, ἡ ἀνάσταση, τὸ φῶς. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διορθώνει τὸ λάθος τοῦ πρώτου
Ἀδάμ. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ μᾶς χώρισε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀνυπακοή του καὶ τὸν ἐγωισμό του.
Ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μᾶς ἐπαναφέρει πάλι στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν
ὑπακοή Του πρὸς τὸν Πατέρα, ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ σταυροῦ». Προσανατολίζει
πάλι τὴν ἐλευθερία μας πρὸς τὸν Θεό, ἔτσι ὥστε προσφέροντάς την σ᾿ Αὐτὸν νὰ ἑνωνόμαστε
μαζί Του.</p>
<p>Τὸ ἔργο ὅμως τοῦ νέου Ἀδὰμ προϋποθέτει τὸ ἔργο τῆς νέας Εὔας, τῆς Παναγίας, ἡ
ὁποία καὶ αὐτὴ διόρθωσε τὸ λάθος τῆς παλαιὰ Εὔας. Ἡ Εὔα ὤθησε τὸν Ἀδὰμ στὴν παρακοή.
Ἡ νέα Εὔα, ἡ Παναγία, συντελεῖ στὸ νὰ σαρκωθεῖ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος θὰ ὁδηγήσει
τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὡς καὶ τὸ πρῶτο
ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ ἐπέτυχε τὴν θέωση - κατ᾿ ἐξαίρετο καὶ ἀνεπανάληπτο μάλιστα
τρόπο, διαδραμάτισε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας ὄχι ἁπλῶς βασικὸ ρόλο, ἀλλὰ ἀναγκαῖο
καὶ ἀναντικατάστατο.</p>
<p>Ἐὰν ἡ Παναγία δὲν εἶχε προσφέρει μὲ τὴν ὑπακοή της τὴν Ἐλευθερία της στὸν Θεὸ
καί, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τὸν μεγάλο θεολόγο τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος, δὲν εἶχε
πεῖ τὸ "ναί" στὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε
τὴν ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν παραβιάσει. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ
σαρκωθεῖ, ἐὰν δὲν εὑρίσκετο μιὰ τέτοια ἁγνή, παναγία, ἀκηλίδωτη ψυχὴ σὰν τὴν Θεοτόκο,
ἡ ὁποία θὰ προσέφερε ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἐλευθερία της, τὴν θέλησή της, τὸν ἑαυτό της
ὅλο στὸν Θεό, ὥστε νὰ Τὸν ἑλκύσει πρὸς τὸν ἑαυτό της καὶ πρὸς ἡμᾶς.</p>
<p>Ὀφείλουμε πολλὰ στὴν Παναγία μας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ εὐλαβεῖται τόσο
πολὺ τὴν Θεοτόκο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συνοψίζοντας τὴν Πατερικὴ
θεολογία, λέγει ὅτι ἡ Παναγία μας ἔχει τὰ δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶναι
θεὸς μετὰ τὸν Θεόν, μεθόριο μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἄκτιστου. «Προΐσταται τῶν σωζομένων»,
κατ᾿ ἄλλη ὡραία ἔκφραση θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης,
ὁ νεώτερος αὐτὸς ἀπλανὴς φωστὴρ καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει ὅτι καὶ αὐτὰ
τὰ ἀγγελικὰ τάγματα φωτίζονται ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ λαμβάνουν ἀπὸ τὴν Παναγία.</p>
<p>Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἐγκωμιάζεται ὡς «τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ
ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».</p>
<p>Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου καὶ ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μέγα μυστήριο τῆς Πίστεως
καὶ Θεολογίας μας.</p>
<p>Αὐτὸ ζεῖ κάθε ἡμέρα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὰ μυστήριά της, τὴν ὑμνολογία
της, τὶς εἰκόνες της, μὲ ὅλη τὴν ζωή της. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἑνὸς Ὀρθόδοξου
Ναοῦ αὐτὸ μαρτυρεῖ. Ὁ τροῦλος τῶν ἐκκλησιῶν, πάνω στὸ ὁποῖο εἶναι ζωγραφισμένος
ὁ Παντοκράτωρ, συμβολίζει τὴν κάθοδο τοῦ Οὐρανοῦ στὴν γῆ. Ὅτι ὁ Κύριος «ἔκλινεν
οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος «καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ὅπως γράφει
ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἰω. α´ 14).</p>
<p>Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε ἄνθρωπος διὰ τῆς Θεοτόκου, εἰκονίζουμε τὴν Θεοτόκο τὴν κόγχη
τοῦ ἱεροῦ, γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι δι᾿ αὐτῆς ὁ Θεὸς ἔρχεται στὴν γῆ καὶ στοὺς ἀνθρώπους.
Αὐτὴ εἶναι «ἡ γέφυρα δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός» καὶ πάλι «ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς
οὐρανόν», ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ποὺ ἐχώρησε μέσα της τὸν
ἀχώρητο Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία μας.</p>
<p>Στὴν συνέχεια δείχνει ἡ Ἐκκλησία μας τοὺς θεωμένους ἀνθρώπους. Αὐτοὺς ποὺ ἔγιναν
θεοὶ κατὰ Χάριν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες
μας μποροῦμε καὶ εἰκονίζουμε ὄχι μόνο τὸν σαρκωθέντα Θεό, τὸν Χριστό, καὶ τὴν ἄχραντο
Μητέρα Του, τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἁγίους, γύρω καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα.
Σ᾿ ὅλους τοὺς τοίχους τοῦ Ναοῦ ζωγραφίζουμε τὰ ἀποτελέσματα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ:
Τοὺς ἁγίους καὶ θεωμένους ἀνθρώπους.</p>
<p>Ἄρα εἰσερχόμενοι μέσα σὲ ἕνα ὀρθόδοξο Ναὸ καὶ βλέποντας τὴν ὡραία ἁγιογράφηση,
ἀμέσως λαμβάνουμε μία ἐμπειρία: Μαθαίνουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο,
ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωή μας.</p>
<p>Ὅλα στὴν Ἐκκλησία ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.</p>
<h2><a name="Ἡ Ἐκκλησία, ὁ χῶρος τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου"></a>Ἡ Ἐκκλησία, ὁ χῶρος
τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου</h2>
<p>Ὅσοι θέλουν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα
γνωρίζουν ὅτι αὐτὴ ἡ ἕνωσις γίνεται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία. Ἕνωσις ὄχι βέβαια μὲ τὴν Θεία οὐσία, ἀλλὰ μὲ τὴν θεωμένη ἀνθρώπινη φύσι
τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἕνωσις ὅμως αὐτὴ μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι ἐξωτερική, οὔτε ἁπλῶς ἠθική.</p>
<p>Δὲν εἴμαστε ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἴσως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὀπαδοὶ ἑνὸς φιλόσοφου
ἢ ἑνὸς διδασκάλου. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὸ πραγματικὸ καὶ ὄχι τὸ
ἠθικό, ὅπως λανθασμένα ἔγραψαν μερικοὶ θεολόγοι μὴ ἐμβαθύνοντας στὸ πνεῦμα τῆς ἁγίας
Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς μᾶς παίρνει, τοὺς Χριστιανούς, παρὰ τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴν
ἁμαρτωλότητά μας, καὶ μᾶς ἐνσωματώνει στὸ σῶμα Του. Μᾶς κάνει μέλη Του. Καὶ γινόμαστε
πραγματικὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἠθικά. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος:
«μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφεσ.
ε´ 30).</p>
<p>Βεβαίως ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ἔχουν οἱ Χριστιανοί, ἄλλοτε εἶναι
ζωντανὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄλλοτε νεκρά. Ἀλλὰ καὶ νεκρὰ δὲν παύουν
νὰ εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας π.χ. ποῦ εἶναι βαπτισμένος, ἔχει γίνει
μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἂν δὲν ἐξομολογεῖται, δὲν κοινωνεῖ, δὲν ζεῖ πνευματικὴ
ζωή, εἶναι νεκρὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως μετανοήσει, ἀμέσως δέχεται
τὴν θεία ζωή. Αὐτὴ τὸν διαποτίζει καὶ γίνεται ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸς δὲν χρειάζεται νὰ ἀναβαπτιστεῖ. Ὁ ἀβάπτιστος ὅμως δὲν εἶναι μέλος τοῦ σώματος
τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καὶ ἂν ζεῖ ἠθικὴ κατ᾿ ἄνθρωπον ζωή. Χρειάζεται νὰ βαπτιστεῖ,
γιὰ νὰ γίνει μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐνσωματωθεῖ στὸν Χριστό.</p>
<p>Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴμεθα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, προσφέρεται ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ
καὶ γίνεται δική μας ζωή. Καὶ ἔτσι ζωοποιούμαστε καὶ σωζόμαστε καὶ θεωνόμαστε. Δὲν
θὰ μπορούσαμε νὰ θεωθοῦμε, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ἔκανε μέλη τοῦ ἁγίου σώματός Του.</p>
<p>Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν τὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας
μας, τὰ ὁποῖα μᾶς συσσωματώνουν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς κάνουν, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες,
σύσσωμους καὶ ὅμαιμους Χριστοῦ. Νὰ εἴμαστε δηλαδὴ ἕνα σῶμα καὶ ἕνα αἷμα μὲ τὸν Χριστό.</p>
<p>Τί μεγάλη εὐλογία, νὰ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα Μυστήρια! Ὁ Χριστὸς γίνεται δικός
μας, ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ γίνεται δική μας, τὸ αἷμα Του γίνεται αἷμα μας. Γι᾿ αὐτὸ
τὸ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει νὰ δώσει τίποτε περισσότερο
ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ τοῦ δίδει στὴν θεία Κοινωνία. Οὔτε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζητήσει ἀπὸ
τὸν Θεὸ τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν θεία Κοινωνία.</p>
<p>Ἔτσι λοιπὸν βαπτισμένοι, χρισμένοι, ἐξομολογούμενοι, κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα
τοῦ Κυρίου καὶ γινόμαστε καὶ ἐμεῖς θεοὶ κατὰ Χάριν, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, δὲν εἴμαστε
πλέον ξένοι, ἀλλὰ οἰκεῖοι Του.</p>
<p>Μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, ζοῦμε αὐτὴ τὴν νέα πραγματικότητα
ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο: τὴν καινὴ κτήση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας,
τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γίνεται καὶ δική μας ὡς δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.</p>
<p>Ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁδηγοῦν στὴν θέωση. Ἡ θεία Λειτουργία, τὰ Μυστήρια, ἡ
θεία Λατρεία, τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ νηστεία, ὅλα ἐκεῖ ὁδηγοῦν. Ἡ Ἐκκλησία
εἶναι ὁ μοναδικὸς χῶρος τῆς θεώσεως.</p>
<p>Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα κοινωνικό, πολιτιστικὸ ἢ ἱστορικὸ ἵδρυμα ποὺ μπορεῖ
νὰ ὁμοιάζει μὲ ἄλλα ἱδρύματα στὸν κόσμο. Δὲν εἶναι ὅπως οἱ διάφοροι θεσμοὶ τοῦ κόσμου.
Ὁ κόσμος ἴσως ἔχει ὡραίους θεσμούς, ὡραῖες ὀργανώσεις, ὡραῖα ἱδρύματα, καὶ ἄλλα
πράγματα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ὅμως εἶναι ὁ ἀνεπανάληπτος, μοναδικὸς χῶρος τῆς
κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία
ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει θεός, πουθενὰ ἀλλοῦ. Οὔτε στὰ Πανεπιστήμια, οὔτε στὰ
ἱδρύματα κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν, οὔτε σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο ὡραῖο καὶ καλὸ ἔχει ὁ κόσμος.
Ὅλα αὐτά, ὅσο καλὰ καὶ ἂν εἶναι, ὅμως δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν αὐτὸ ποὺ προσφέρει
ἡ Ἐκκλησία.</p>
<p>Γι᾿ αὐτὸ ὅσο καὶ ἂν προοδεύσουν οἱ κοσμικοὶ θεσμοὶ καὶ τὰ συστήματα, δὲν μποροῦν
ποτὲ νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν Ἐκκλησία.</p>
<p>Εἶναι δυνατόν, ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, νὰ περνοῦμε κρίσεις
καὶ δυσκολίες κατὰ καιρούς, μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνουν καὶ
σκάνδαλα μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὰ γίνονται, διότι στὴν Ἐκκλησία
εἴμαστε σὲ πορεία πρὸς τὴν θέωση καὶ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ὑπάρχουν οἱ ἀνθρώπινες
ἀδυναμίες. Γινόμαστε, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε θεοί. Ὅσο ὅμως καὶ νὰ συμβαίνουν αὐτά, ἐμεῖς
ποτὲ δὲν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε τὴν μοναδικὴ δυνατότητα
νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό.</p>
<p>Ὅταν π.χ. πηγαίνουμε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦμε, καὶ συναντοῦμε ἐκεῖ ἴσως
μερικοὺς ποὺ δὲν προσέχουν στὴ ἱερὰ ἀκολουθία καὶ συζητοῦν μάλιστα μεταξύ τους,
ἔτσι ὥστε καὶ νὰ ἀποσποῦν πρὸς στιγμὴν τὴν προσοχή μας ἀπ᾿ αὐτή, ἔρχεται ἕνας, εὔλογος
τάχα, λογισμὸς ποὺ μᾶς λέγει: - «Τί κερδίζεις τελικὰ ποὺ ἔρχεσαι στὴν Ἐκκλησία;
Δὲν κάθεσαι καλύτερα στὸ σπίτι σου, ὅπου θὰ ἔχεις καὶ περισσότερη ἡσυχία καὶ ἄνεση
γιὰ νὰ κάνεις προσευχή;».</p>
<p>Ἐμεῖς ὅμως πρέπει μὲ σύνεση νὰ ἀντιλέξουμε στὸν πονηρὸ αὐτὸν λογισμό:</p>
<p>- «Ναὶ μέν, θὰ ἔχω ἴσως περισσότερη ἐξωτερικὴ ἡσυχία στὸ σπίτι μου, ἀλλὰ δὲν
θὰ ἔχω τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ μὲ θεώνει καὶ νὰ μὲ ἁγιάζει. Δὲν θὰ ἔχω τὸν Χριστό,
ὁ Ὁποῖος εἶναι παρὼν στὴν Ἐκκλησία Του. Δὲν θὰ ἔχω τὸ ἅγιο Σῶμα Του καὶ τὸ τίμιο
Αἷμα Του, ποὺ εὑρίσκονται στὸν ἱερὸ Ναό Του, ἐπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα. Δὲν θὰ συμμετέχω
στὸν μυστικὸ Δεῖπνο τῆς θείας Λειτουργίας. Θὰ εἶμαι ἀποκομμένος ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ
ἀδελφούς μου, μὲ τοὺς ὁποίους μαζὶ συναποτελοῦμε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ».</p>
<p>Ἔτσι λοιπὸν ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ἐμεῖς δὲν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι σ᾿
αὐτὴν μόνο εὑρίσκουμε τὸν δρόμο τῆς θεώσεως.</p>
<h2><a name="Ἡ θέωσις δυνατὴ διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ"></a>Ἡ θέωσις δυνατὴ
διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ</h2>
<p>Στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὴν θέωση, ἐπειδὴ
ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας, εἶναι ἄκτιστος. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο οὐσία, ὅπως νομίζουν οἱ Δυτικοί,
ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐνέργεια. Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦταν μόνο οὐσία, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε,
νὰ κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι φοβερὴ καὶ ἀπρόσιτη στὸν
ἄνθρωπο, κατὰ τὸ «οὐ γὰρ μὴ ἰδῆ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Ἐξ. λγ´,
20).</p>
<p>Ἂς ἀναφέρουμε ἕνα κάπως σχετικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Ἂν πιάσουμε ἕνα
ἡλεκτρικὸ καλώδιο γυμνό, θὰ πεθάνουμε. Ὅταν ὅμως ἑνώσουμε μία λάμπα στὸ καλώδιο,
φωτιζόμαστε. Τὴν ἐνέργεια τοῦ ἡλεκτρικοῦ ρεύματος τὴν βλέπουμε, τὴν χαιρόμαστε,
μᾶς βοηθεῖ. Τὴν οὐσία του δὲν μποροῦμε νὰ τὴν πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ
νὰ ποῦμε, συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἄκτιστο ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.</p>
<p>Ἐὰν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, θὰ γινόμασταν καὶ ἐμεῖς
κατ᾿ οὐσίαν θεοί. Δηλαδή, ὅλα θὰ γινόντουσαν θεοί, θὰ ὑπῆρχε μία σύγχυσις, καὶ τίποτε
δὲν θὰ ἦταν οὐσιαστικὰ θεός. Ὅτι πιστεύουν μὲ λίγα λόγια στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες,
π.χ. στὸν Ἰνδουισμό, ὅπου ὁ θεὸς δὲν εἶναι προσωπικὴ ὕπαρξις, ἀλλὰ συγκεχυμένη δύναμις
σκορπισμένη σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ ζῶα καὶ στὰ πράγματα
(Πανθεϊσμός).</p>
<p>Ἐὰν πάλι ὁ Θεὸς εἶχε μόνο τὴν ἀμέθεκτη θεία οὐσία χωρὶς τὶς ἐνέργειές Του, θὰ
παρέμενε ἕνας θεὸς αὐτάρκης, κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀκοινώνητος στὰ πλάσματά
του.</p>
<p>Ὁ Θεός, κατὰ τὴν ὀρθόδοξο θεολογικὴ θεώρηση εἶναι Μονὰς ἐν Τριάδι καὶ Τριὰς ἐν
Μονάδι. Ὅπως λέγουν χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ ἅγιος Διονύσιος
ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες, ὁ Θεὸς ἐμφορεῖται ἀπὸ μία ἁγία ἀγάπη, ἕνα
ἅγιο ἔρωτα γιὰ τὰ πλάσματά Του. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄπειρη καὶ ἐκστατικὴ ἀγάπη Του ἐξέρχεται
ἀπὸ τὸν Ἑαυτό του καὶ ζητεῖ νὰ ἑνωθεῖ μαζί τους. Τοῦτο ἐκφράζεται καὶ πραγματοποιεῖται
μὲ τὴν ἐνέργειά του, ἢ καλύτερα μὲ τὶς ἐνέργειές Του.</p>
<p>Μὲ τὶς ἄκτιστες αὐτὲς ἐνέργειές Του ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ συνεχίζει
νὰ τὸν συντηρεῖ. Δίδει οὐσία καὶ ὑπόσταση στὸν κόσμο μας μὲ τὶς οὐσιοποιητικὲς ἐνέργειές
Του. Εἶναι παρὼν στὴν φύση καὶ συντηρεῖ τὸ σύμπαν με τὶς συντηρητικὲς ἐνέργειές
Του. Φωτίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὶς φωτιστικές του ἐνέργειες. Τὸν ἁγιάζει μὲ τὶς ἁγιαστικὲς
ἐνέργειες. Τὸν θεώνει, τέλος μὲ τὶς θεοτικὲς ἐνέργειές του. Ἄρα μὲ τὶς ἄκτιστες
ἐνέργειές Του ὁ ἅγιος Θεὸς μπαίνει στὴν φύση, στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία, στὴ ζωὴ
τῶν ἀνθρώπων.</p>
<p>Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι θεῖες ἐνέργειες. Εἶναι κι αὐτὲς Θεὸς χωρὶς νὰ εἶναι
ἡ οὐσία Του. Εἶναι Θεὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ θεώνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ
δὲν ἦσαν θεῖες, ἄκτιστες ἐνέργειες, τότε δὲν θὰ ἦσαν Θεός, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς
θεώσουν, νὰ μᾶς ἑνώσουν μὲ τὸν Θεό. Θὰ ὑπῆρχε μία ἀγεφύρωτη ἀπόσταση μεταξὺ Θεοῦ
καὶ ἀνθρώπων. Μὲ τὸ νὰ ἔχει ὅμως ὁ Θεὸς θεῖες ἐνέργειες καὶ μὲ τὶς ἐνέργειες αὐτὲς
νὰ ἑνώνεται μαζί μας, μποροῦμε νὰ κοινωνοῦμε μαζί του καὶ νὰ ἑνωνόμαστε μὲ τὴν Χάρι
του, χωρὶς νὰ ταυτιζόμαστε μὲ τὸν Θεό, ὅπως θὰ γινόταν ἂν ἑνωνόμασταν μὲ τὴν οὐσία
Του.</p>
<p>Ἑνωνόμαστε λοιπὸν μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν του κι ὄχι διὰ
τῆς φύσεώς Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς μας.</p>
<p>Αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸ δεχθοῦν οἱ Δυτικοὶ αἱρετικοί. Ἐπειδὴ εἶναι ὀρθολογιστές,
δὲν κάνουν διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, καὶ λέγουν ὅτι ὁ Θεὸς
εἶναι μόνο οὐσία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ ὁμιλοῦν περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Διότι πῶς θὰ θεωθεῖ κατ᾿ αὐτοὺς ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ δὲν δέχονται ἄκτιστες ἀλλὰ κτιστὲς
τὶς θεῖες ἐνέργειες; Καὶ πῶς μπορεῖ κάτι κτιστό, δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό,
νὰ θεώσει τὸν κτιστὸ ἄνθρωπο;</p>
<p>Γιὰ νὰ μὴ πέσουν στὸν πανθεϊσμὸ δὲν ὁμιλοῦν καθόλου γιὰ θέωση. Καὶ ποίος τότε
ἀπομένει κατ᾿ αὐτοὺς ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου; Ἁπλῶς μιὰ ἠθικὴ καλυτέρευσις.
Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θεωθεῖ μὲ τὴν θεία Χάρι, τὶς θεῖες ἐνέργειες,
τί σκοπὸ ἔχει ἡ ζωή του; Ἁπλῶς νὰ γίνῃ ἠθικὰ καλύτερος. Ἀλλὰ ἡ ἠθικὴ τελειοποίηση
εἶναι πολὺ λίγο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν μᾶς ἀρκεῖ νὰ γίνουμε ἁπλῶς καλύτεροι ἀπὸ πρίν,
νὰ κάνουμε ἠθικὲς πράξεις. Ἐμεῖς ὡς τελικὸ στόχο μας ἔχουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν ἅγιο
Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος. Αὐτὸ θέλουμε. Αὐτὴ εἶναι
ἡ χαρά μας, ἡ εὐτυχία μας, ἡ ὁλοκλήρωσή μας.</p>
<p>Ἡ ψυχὴ τοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου λαχταρᾶ τὸν
Θεό, ποθεῖ τὴν ἕνωση μαζί Του. Ὅσο ἠθικός, ὅσο καλὸς κι ἂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅσες
καλὲς πράξεις κι ἂν κάνει, ἂν δὲν εὕρῃ τὸν Θεό, ἂν δὲν ἑνωθῇ μαζί Του, δὲν ἀναπαύεται.
Διότι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Θεὸς ἔβαλε μέσα του αὐτὴν τὴν ἁγία δίψα, τὸν θεῖο ἔρωτα, τὸν
πόθο γιὰ τὴν ἕνωση μαζί Του, τὴν θέωση. Ἔχει τὴν ἐρωτικὴ δύναμη μέσα του, ποὺ λαμβάνει
ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, γιὰ νὰ ἀγαπᾶ ἀληθινά, δυνατὰ ἀνιδιοτελῶς, ὅπως ὁ ἅγιος Δημιουργός
του ἐρωτεύεται τὸν κόσμο Του, τὰ πλάσματά Του. Νὰ ἐρωτεύεται μὲ τὴν ἁγία αὐτὴ ἐρωτικὴ
φορὰ καὶ ἀγαπητικὴ δύναμη τὸν Θεό. Ἂν δὲν εἶχε ὁ ἄνθρωπος τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα
του, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναζητεῖ τὸ πρωτότυπό της. Ὁ καθένας μας εἴμαστε εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πρωτότυπο. Ἡ εἰκόνα ζητεῖ τὸ πρωτότυπο, καὶ μόνο ὅταν
τὸ βρεῖ ἀναπαύεται σ᾿ αὐτό.</p>
<p>Τὸν ΙΔ´ αἰώνα ἔγινε μία μεγάλη ἀναταραχὴ στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία προκάλεσε ἕνας
Δυτικὸς μοναχός, ὁ Βαρλαάμ. Ἄκουσε αὐτὸς ὅτι οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ὁμιλοῦσαν περὶ
θεώσεως. Πληροφορήθηκε ὅτι γίνονται ἄξιοι μετὰ ἀπὸ πολὺ ἀγώνα, κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη
καὶ πολλὴ προσευχή, νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεό, νὰ λάβουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, νὰ δοῦν
τὸν Θεό. Ἄκουσε ὅτι ἔβλεπαν τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ ὁποῖο εἶδαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατὰ
τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὸ ὄρος Θαβώρ.</p>
<p>Ἔχοντας ὅμως ὁ Βαρλαὰμ τὸ δυτικό, αἱρετικό, ὀρθολογιστικὸ πνεῦμα ἀδυνατοῦσε νὰ
ἀντιληφθεῖ τὴν γνησιότητα αὐτῶν τῶν θείων ἐμπειριῶν τῶν ταπεινῶν μοναχῶν, κι ἔτσι
ἄρχισε νὰ κατηγορεῖ τοὺς ἁγιορεῖτες ὡς τάχα πλανεμένους, αἱρετικοὺς καὶ εἰδωλολάτρες.
Ἔλεγε δηλαδὴ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ βλέπει κανεὶς τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν γνώριζε
τίποτε περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνέργειας στὸν Θεό.</p>
<p>Τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε ἕνα μεγάλο καὶ φωτισμένο διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας
μας, τὸν ἁγιορείτη Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αὐτὸς μὲ πολλὴ
σοφία καὶ φώτιση ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ προσωπική του ἐμπειρία, εἶπε καὶ ἔγραψε
πολλὰ καὶ δίδαξε, σύμφωνα καὶ μὲ τὶς ἅγιες Γραφὲς καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας,
ὅτι εἶναι ἄκτιστο τὸ φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι θεία ἐνέργεια. Ὅτι ὄντως βλέπουν
τὸ φῶς αὐτὸ οἱ θεωμένοι ἄνθρωποι ὡς ἀνώτατη, ὕψιστη ἐμπειρία τῆς θεώσεως, καὶ βλέπονται
μέσα στὸ φῶς αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ λαμπρότης Του, τὸ Θαβώρειο
φῶς, τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἡ φωτεινὴ νεφέλη
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πραγματικὸ ἄκτιστο φῶς Θεοῦ κι ὄχι συμβολικό, ὅπως πλανεμένα
νόμιζε ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὅμοιοί του.</p>
<p>Στὴ συνέχεια ὅλη ἡ Ἐκκλησία, μὲ τρεῖς μεγάλες Συνόδους στὴν Κωνσταντινούπολη,
δικαίωσε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ κήρυξε πὼς ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς
ἠθικοποίησις τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ θέωσις, ποὺ σημαίνει συμμετοχὴ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ,
θέα τοῦ Θεοῦ, τῆς Χάριτός Του, τοῦ ἀκτίστου φωτός Του.</p>
<p>Ὀφείλουμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, διότι μὲ τὴν φώτιση
ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἐμπειρία καὶ θεολογία του μᾶς παρέδωσε τὴν διδασκαλία
καὶ αἰώνιο πείρα τῆς Ἐκκλησίας σχετικὰ μὲ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.</p>
<p>Ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶναι Χριστιανὸς ἐπειδὴ μπορεῖ ἁπλῶς νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Θεό.
Εἶναι Χριστιανὸς διότι μπορεῖ νὰ ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Κι ὅπως ὅταν ἀγαπᾶς πραγματικὰ
ἕνα πρόσωπο καὶ συνομιλῆς μαζί του, τὸ αἰσθάνεσαι, τὸ χαίρεσαι, ἔτσι συμβαίνει καὶ
στὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει μία ἐξωτερικὴ ἁπλῶς σχέση, ἀλλὰ
μυστικὴ ἕνωσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.</p>
<p>Μέχρι σήμερα οἱ Δυτικοὶ θεωροῦν κτιστὴ τὴν θεία Χάρι, τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι δυστυχῶς καὶ τοῦτο μία ἀπὸ τὶς πολλὲς διαφορές μας, ποὺ πρέπει νὰ λαμβάνεται
σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν στὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Δὲν εἶναι μόνο
τὸ filioque, τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ "ἀλάθητο" τοῦ πάπα, ἀπὸ τὶς βασικὲς διαφορὲς
μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Παπικῶν. Εἶναι καὶ τὰ ἀνωτέρω. Ἂν δὲν δεχθοῦν
οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, δὲν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε
μαζί τους, ἔστω κι ἂν δεχθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα. Διότι ποιὸς θὰ ἐνεργήσει τὴν θέωση, ἂν
ἡ θεία Χάρις εἶναι κτίσμα κι ὄχι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος;</p>
<h2><a name="Προϋποθέσεις γιὰ τὴν θέωσι"></a>Προϋποθέσεις γιὰ τὴν θέωσι</h2>
<p>Λέγουν βέβαια οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε
τὴν θέωση. Ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐπιτυγχάνουμε ἐμεῖς
μόνοι μας. Φυσικὰ πρέπει νὰ θέλουμε, νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε, γιὰ
νὰ εἴμαστε ἄξιοι, ἱκανοὶ καὶ δεκτικοὶ νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ φυλάσσουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ
δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεὸς δὲν θέλει τίποτε νὰ κάνη σ᾿ ἐμᾶς χωρὶς τὴν ἐλευθερία
μας. Πλὴν ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι
ἐμεῖς μὲν πάσχουμε τὴν θέωση, ὁ Θεὸς δὲ ἐνεργεῖ τὴν θέωση.</p>
<p>Διακρίνουμε δὲ ὁρισμένες ἀπαραίτητες προϋποθέσεις στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς
τὴν θέωση.</p>
<h3><a name="α) Ἡ ταπείνωσις"></a>α) Ἡ ταπείνωσις</h3>
<p>Πρώτη κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας προϋπόθεση γιὰ τὴν θέωση εἶναι ἡ ταπείνωσις. Χωρὶς
τὴν εὐλογημένη ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τεθῆ στὴν τροχιὰ τῆς θεώσεως,
νὰ δεχθεῖ τὴν θεία Χάρι, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι σκοπὸς
τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ θέωσις, χρειάζεται ταπείνωσις. Γιατὶ πῶς χωρὶς ταπείνωση θὰ
ἀναγνωρίσεις ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς σου εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, εἶναι στὸ Θεό;</p>
<p>Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐγωκεντρικά, ἀνθρωποκεντρικά, αὐτόνομα, τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό
του ὡς κέντρο καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ αὐτοτελειωθῆ, νὰ αὐτοορισθῆ,
νὰ αὐτοθεωθῆ. Αὐτὸ εἶναι ἄλλωστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ, τῆς σύγχρονης
πολιτικῆς. Νὰ κάνουμε ἕνα κόσμο ἔστω καλύτερο, δικαιότερο, ἀλλὰ αὐτόνομα. Ἕνα κόσμο
ποὺ θὰ ἔχει κέντρο τὸν ἄνθρωπο χωρὶς ἀναφορὰ στὸν Θεό, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζει ὅτι
ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε καλοῦ. Αὐτὸ τὸ λάθος ἔκανε κι ὁ Ἀδάμ, ποὺ πίστεψε πὼς μόνο
μὲ τὶς δικές του δυνάμεις μποροῦσε νὰ γίνει Θεός, νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Τὸ λάθος τοῦ Ἀδὰμ
κάνουν ὅλοι οἱ οὐμανισμοὶ ὅλων τῶν αἰώνων. Δὲν θεωροῦν ἀπαραίτητη τὴν κοινωνία μὲ
τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου.</p>
<p>Ὅλα τὰ ὀρθόδοξα εἶναι θεανθρωποκεντρικά, ἔχουν κέντρο τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Ὅλα
τὰ μὴ ὀρθόδοξα, Προτεσταντισμός, Παπισμός, Μασονισμός, Χιλιασμός, ἀθεϊσμός, ὅ,τι
ἄλλο ἐκτὸς Ὀρθοδοξίας, αὐτὸν τὸν κοινὸ παρονομαστῆ ἔχουν: Κέντρο εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Σὲ μᾶς κέντρο εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι εὔκολο νὰ γίνει κανεὶς
αἱρετικός, χιλιαστής, μασόνος, ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ γίνει Χριστιανὸς
Ὀρθόδοξος. Γιὰ νὰ γίνεις Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος, πρέπει νὰ δεχθεῖς ὅτι κέντρο τοῦ
κόσμου δὲν εἶσαι ἐσὺ ἀλλὰ ὁ Χριστός.</p>
<p>Ἄρα ἡ ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν θέωση εἶναι ἡ ταπείνωσις, νὰ ἀναγνωρίσουμε δηλαδὴ
ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, εἶναι στὸν Πατέρα μας, τὸν
Πλάστη καὶ Δημιουργό μας.</p>
<p>Χρειάζεται ἀκόμη ταπείνωσις, γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε ἄρρωστοι, ὅτι εἴμαστε ἐμπαθεῖς,
γεμάτοι ἀδυναμίες καὶ πάθη.</p>
<p>Κι αὐτὸς πάλι ποὺ ἀρχίζει τὴν πορεία τῆς θεώσεως, πρέπει νὰ ἔχῃ διαρκῆ τὴν ταπείνωση,
γιὰ νὰ διατηρεῖται συνεχῶς στὴν πορεία αὐτή. Διότι ἂν δεχθεῖ τὸν λογισμὸ ὅτι μὲ
τὶς δικές του δυνάμεις τὰ καταφέρνει καλὰ καὶ προχωρεῖ, τότε εἰσέρχεται μέσα του
ἡ ὑπερηφάνεια. Χάνει ὅ,τι κέρδισε καὶ χρειάζεται νὰ ἀρχίσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ
ταπεινωθεῖ, νὰ δεῖ τὴν ἀδυναμία του, τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένειά του καὶ νὰ μὴ βασίζεται
στὸν ἑαυτό του. Χρειάζεται νὰ βασίζεται στὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βρίσκεται
συνεχῶς στὴν πορεία τῆς θεώσεως.</p>
<p>Γι᾿ αὐτὸ στοὺς βίους τῶν Ἁγίων μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ μεγάλη ταπείνωσή τους. Ἐνῶ
ἦταν κοντὰ στὸν Θεό, ἔλαμπαν μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, ἦταν θαυματουργοί, μυροβλύτες,
τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους ὅτι ἦταν πολὺ χαμηλά, πολὺ μακριὰ ἀπὸ
τὸν Θεό, ὅτι ἦταν οἱ χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ταπείνωσή τους ἦταν ποὺ
τοὺς ἔκανε θεοὺς κατὰ Χάριν.</p>
<h3><a name="β) Ἡ ἄσκησις"></a>β) Ἡ ἄσκησις</h3>
<p>Μᾶς λέγουν ἐπίσης οἱ Πατέρες ὅτι ἡ θέωσις ἔχει στάδια. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ χαμηλότερα
καὶ προχωρεῖ πρὸς τὰ ὑψηλότερα. Ἔχοντας τὴν ταπείνωση, ἀρχίζουμε μὲ μετάνοια καὶ
πολλὴ ὑπομονὴ τὸν καθημερινό μας ἐν Χριστῷ ἀγώνα, τὴν ἄσκηση τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἁγίων
ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη. Λέγουν δὲ οἱ ἅγιοι Πατέρες
ὅτι μέσα στὶς ἐντολές Του κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, κι ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀπὸ ἀγάπη
καὶ πίστη στὸν Χριστὸ τὶς τηρεῖ, τότε ἑνώνεται μαζί Του.</p>
<p>Αὐτὸ κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο τῆς θεώσεως, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται
καὶ "πράξις". Εἶναι ἡ πρακτικὴ ἀγωγή, ἡ ἀρχὴ τοῦ δρόμου πρὸς τὴν θέωση.</p>
<p>Φυσικὰ αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο, διότι ὁ ἀγώνας γιὰ νὰ ξεριζωθοῦν τὰ πάθη
ἀπὸ μέσα μας εἶναι μεγάλος. Χρειάζεται κόπος πολύς, ὥστε σιγὰ-σιγὰ ὁ χέρσος ἐσωτερικός
μας ἀγρὸς νὰ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ ἀγκάθια καὶ τὶς πέτρες τῶν παθῶν καὶ νὰ καλλιεργεῖται
πνευματικά, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ πέφτει ὁ σπόρος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καρποφορεῖ.
Ἀπαιτεῖται μεγάλη καὶ συνεχὴς βία στὸν ἑαυτό μας γιὰ ὅλα αὐτά. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος
εἶπε ὅτι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». (Ματθ.
ια´ 12). Καὶ πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν: «Δῶσε αἷμα καὶ λάβε Πνεῦμα», δηλαδὴ
δὲν μπορεῖς νὰ λάβεις τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἂν δὲν δώσεις τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς σου στὸν
ἀγώνα γιὰ νὰ καθαριστεῖς ἀπὸ τὰ πάθη, νὰ μετανοήσεις πραγματικὰ καὶ σὲ βάθος, καὶ
νὰ ἀποκτήσεις τὶς ἀρετές.</p>
<p>Ὅλες δὲ οἱ ἀρετὲς εἶναι ὄψεις τῆς μίας καὶ μεγάλης ἀρετῆς, τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης.
Ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη, ἔχει ὅλες τὶς ἀρετές. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη
ποὺ ἐκδιώκει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴν αἰτία ὅλων τῶν κακιῶν καὶ ὅλων τῶν παθῶν,
ἡ ὁποία κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ φιλαυτία. Ὅλα τὰ κακὰ μέσα μας πηγάζουν
ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ποὺ εἶναι ἡ ἀρρωστημένη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία
μας ἔχει τὴν ἄσκηση. Χωρὶς ἄσκηση δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή, οὔτε ἀγώνας, οὔτε
προκοπή. Ὑπακοῦμε, νηστεύουμε, ἀγρυπνοῦμε, κοπιάζουμε μὲ μετάνοιες, ὀρθοστασίες,
γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ καθαριζόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη μας. Ἂν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παύση
νὰ εἶναι ἀσκητική, παύει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος. Παύει νὰ βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπαλλάσσεται
ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ γίνεται θεὸς κατὰ Χάριν.</p>
<p>Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀναπτύσσουν μεγάλη καὶ βαθειὰ ἀνθρωπολογικὴ διδασκαλία
γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Κατ᾿ αὐτοὺς ἡ ψυχὴ διακρίνεται στὸ λογιστικὸ
καὶ παθητικὸ μέρος. Τὸ παθητικὸ πάλι περιέχει τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητικό. Στὸ
λογιστικὸ περιέχονται οἱ λογικὲς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ οἱ λογισμοί, οἱ σκέψεις.
Τὸ θυμοειδὲς εἶναι τὰ θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ συναισθήματα, ἡ ἀγάπη, τὸ μίσος. Τὸ ἐπιθυμητικὸ
εἶναι οἱ καλὲς ἐπιθυμίες τῶν ἀρετῶν καὶ οἱ κακὲς ἐπιθυμίες τῶν ἡδονῶν, τῶν ἀπολαύσεων,
ἡ φιλοχρηματία, ἡ κοιλιοδουλία, ἡ σαρκολατρεία, τὰ σαρκικὰ πάθη. Ἂν αὐτὰ τὰ τρία
μέρη τῆς ψυχῆς, τὸ λογιστικό, τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητικό, δὲν καθαρισθοῦν,
δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δεχθεῖ μέσα του τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ θεωθεῖ. Τὸ λογιστικὸ
καθαρίζεται μὲ τὴν νήψι, ποὺ εἶναι ἡ συνεχὴς τήρησις τοῦ νοὸς ἀπὸ τοὺς λογισμούς,
μὲ τὸ νὰ κρατεῖ δηλαδὴ τοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ ἀποδιώχνη τοὺς κακούς. Τὸ θυμοειδὲς
πάλι καθαρίζεται μὲ τὴν ἀγάπη. Καὶ τὸ ἐπιθυμητικό, τέλος, καθαρίζεται μὲ τὴν ἐγκράτεια.
Ὅλα αὐτὰ πάντως ἀπὸ κοινοῦ καθαρίζονται καὶ ἁγιάζονται μὲ τὴν προσευχή.</p>
<h3><a name="γ) Τὰ ἅγια Μυστήρια καὶ ἡ προσευχὴ"></a>γ) Τὰ ἅγια Μυστήρια καὶ ἡ
προσευχὴ</h3>
<p>Ὁ Χριστὸς ἐγκαθίσταται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια. Μὲ τὸ ἅγιο
Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα, τὴν ἱερὰ ἐξομολόγηση, τὴν Θεία Εὐχαριστία. Στοὺς Ὀρθόδοξους
Χριστιανοὺς ποὺ εἶναι ἐν κοινωνίᾳ Χριστοῦ, ὁ Θεός, ἡ Χάρις Του, εἶναι μέσα τους,
στὴν καρδιά τους, διότι εἶναι βαπτισμένοι, χρισμένοι, ἐξομολογημένοι, κοινωνημένοι.</p>
<p>Τὰ πάθη ὅμως καλύπτουν τὴν θεία Χάρι, ὅπως ἡ στάχτη τὴν σπίθα. Μὲ τὴν ἄσκηση
καὶ τὴν προσευχὴ ἡ καρδιὰ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη, ἡ σπίθα τῆς θείας Χάριτος ἀναζωπυροῦται
καὶ ὁ πιστὸς αἰσθάνεται τὸν Χριστὸ στὴν καρδιά του, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς
του.</p>
<p>Κάθε προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας βοηθεῖ στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Ἰδιαιτέρως ὅμως
βοηθεῖ ἡ λεγόμενη μονολόγιστος εὐχὴ ἢ νοερὰ προσευχὴ ἢ καρδιακὴ προσευχή, τὸ «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Αὐτὴ ἡ προσευχή, ποὺ ἀνέκαθεν παραδίδεται
στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔχει τὸ ἑξῆς πλεονέκτημα: ἐπειδὴ εἶναι μονολόγιστος, δηλαδὴ μόνο
μία πρότασις, μᾶς βοηθεῖ νὰ συγκεντρώνουμε εὔκολα τὸν νοῦ μας. Συγκεντρώνοντας τὸν
νοῦ μας τὸν βυθίζουμε στὴν καρδιὰ καὶ προσέχουμε ἐκεῖ νὰ μὴ ἀπασχολεῖται μὲ ἄλλα
πράγματα καὶ νοήματα, οὔτε καλά, οὔτε κακά, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸν Θεό.</p>
<p>Ἡ ἄσκησις στὴν καρδιακὴ αὐτὴ προσευχή, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ
σὺν τῷ χρόνῳ συνεχής, εἶναι ὁλόκληρη ἐπιστήμη, τέχνη ἱερά, ποὺ Ἅγιοι τῆς Πίστεώς
μας λεπτομερῶς περιγράφουν στὰ ἱερά τους συγγράμματα, ὅπως καὶ σὲ μία μεγάλη συλλογὴ
πατερικῶν κειμένων, τὴν "Φιλοκαλία".</p>
<p>Βοηθεῖ καὶ χαροποιεῖ λοιπὸν τὸν ἄνθρωπο ἡ προσευχὴ αὐτή. Κι ὅταν προχωρήσει ὁ
Χριστιανὸς στὴν προσευχὴ αὐτή, καὶ ταυτοχρόνως ἡ ζωή του εἶναι σύμφωνη μὲ τὶς ἅγιες
ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἀξιώνεται νὰ λάβει ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος.
Ἀρχίζει νὰ γεύεται τὴν γλυκύτητα τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, νὰ γνωρίζει ἐκ πείρας τὸ
«γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι Χρηστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. λγ´ 9). Γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους
ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἰδέα, κάτι ποὺ τὸ σκεπτόμαστε μόνο ἢ γιὰ τὸ ὁποῖο συζητοῦμε ἢ διαβάζουμε,
ἀλλὰ εἶναι Πρόσωπο, μὲ τὸ Ὁποῖο ἐρχόμαστε σὲ ζωντανὴ καὶ προσωπικὴ κοινωνία, κάτι
ποὺ τὸ ζοῦμε, τοῦ Ὁποίου λαμβάνουμε ἐμπειρία.</p>
<p>Τότε βλέπουμε τί μεγάλη καὶ ἄρρητη καὶ ἀνέκφραστη εὐτυχία εἶναι νὰ ἔχουμε τὸν
Χριστὸ μέσα μας καὶ νὰ εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.</p>
<p>Πολὺ βοηθεῖ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ εἶναι στὸν κόσμο, μέσα στὶς διάφορες μέριμνες
καὶ ἀπασχολήσεις τῆς κάθε ἡμέρας, νὰ βρίσκουν τουλάχιστον λίγα λεπτὰ ἡσυχίας γιὰ
νὰ ἀσκοῦνται σ᾿ αὐτὴν τὴν προσευχή.</p>
<p>Τοὺς ἁγιάζουν βέβαια κι ὅλες οἱ κατὰ Θεὸν ἐργασίες καὶ καθήκοντα, ὅταν γίνονται
ταπεινὰ καὶ μὲ ἀγάπη. Ὅμως χρειάζεται καὶ ἡ προσευχή. Σ᾿ ἕνα ἥσυχο δωμάτιο (εἶναι
καλὸ ἴσως μετὰ ἀπὸ κάποια μελέτη πνευματικὴ ἢ ἀφοῦ ἀνάψουν τὸ καντήλι ἐμπρὸς στὶς
εἰκόνες καὶ θυμιάσουν), ὅσο γίνεται μακρυὰ ἀπὸ θορύβους καὶ ἀπασχολήσεις, καὶ ἀφοῦ
ἡσυχάσουν ἀπὸ ἄλλες σκέψεις καὶ λογισμούς, νὰ βυθίζουν τὸν νοῦ τους στὴν καρδιὰ
λέγοντας τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν (ἢ τὴν ἁμαρτωλήν)».
Πόση εἰρήνη καὶ δύναμη ἀντλοῦν οἱ ψυχὲς μ᾿ αὐτὴν τὴν κατὰ Θεὸν ἡσυχία! Πόσο τὶς
ἐνισχύει καὶ στὶς ὑπόλοιπες ὧρες τῆς ἡμέρας νὰ διατηροῦνται εἰρηνικές, χωρὶς νεῦρα
καὶ ἔνταση καὶ ἄγχος, ἀλλὰ νὰ ἔχουν ὅλες τὶς δυνάμεις τους σὲ ἁρμονία καὶ ἑνότητα!</p>
<p>Μερικοὶ ἀναζητοῦν λίγη ψυχικὴ ἡσυχία μὲ τεχνητὰ μέσα σὲ ἄλλους χώρους, πλανεμένους
καὶ δαιμονικούς, ὅπως στὶς ἀνατολικὲς λεγόμενες θρησκεῖες. Προσπαθοῦν νὰ εὕρουν
κάποια ἡσυχία μὲ ἐξωτερικὲς ἀσκήσεις, διαλογισμό, κ.λπ., γιὰ νὰ ἐπιτύχουν κάποια
ἰσορροπία ψυχῆς καὶ σώματος. Τὸ λάθος εἶναι ὅτι σ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ προσπαθεῖ
νὰ λησμονήσει τὶς διάφορες σκέψεις καὶ τὸν ὑλικὸ κόσμο, οὔτε οὐσιαστικὰ δὲν κάνει
διάλογο μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ μονόλογο μὲ τὸν ἑαυτό του. Καταλήγει δηλαδὴ πάλι στὸν ἀνθρωποκεντρικὸ
καὶ ἀποτυγχάνει.</p>
<h2><a name="Ἐμπειρίες τῆς θεώσεως"></a>Ἐμπειρίες τῆς θεώσεως</h2>
<p>Οἱ ἐμπειρίες τῆς θεώσεως εἶναι ἀνάλογες μὲ τὴν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο περισσότερο
καθαρισθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πάθη, τόσο ἀνώτερη ἐμπειρία λαμβάνει τοῦ Θεοῦ, βλέπει
τὸν Θεό, κατὰ τὸ «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ.
ε´ 8).</p>
<p>Ὅταν ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοεῖ, νὰ ἐξομολογεῖται καὶ νὰ κλαίει γιὰ τὶς ἁμαρτίες
του, λαμβάνει τὶς πρῶτες ἐμπειρίες τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τέτοιες δὲ ἐμπειρίες εἶναι
πρῶτα τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας, ποὺ φέρουν χαρὰ ἀνεκλάλητη στὴν ψυχή, καὶ ἡ βαθειὰ
εἰρήνη ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ πένθος αὐτὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας λέγεται
"χαροποιὸν πένθος", ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στοὺς Μακαρισμούς Του: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες,
ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ε´ 4).</p>
<p>Μετὰ προχωρεῖ σὲ ἀνώτερα στάδια, ὅπως εἶναι ὁ θεῖος φωτισμός, μὲ τὸν ὁποῖο φωτίζεται
ὁ νοῦς καὶ βλέπει μὲ ἄλλη χάρι τὰ πράγματα, τὸν κόσμο, τοὺς ἀνθρώπους.</p>
<p>Ἀγαπᾶ τότε ὁ Χριστιανὸς τὸν Θεὸ περισσότερο καὶ ἔρχονται ἄλλα δάκρυα, ἀνώτερα,
ποὺ εἶναι δάκρυα ἀγάπης γιὰ τὸν Θεό, θείου ἔρωτος. Ὄχι πιὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του,
διότι ἔχει τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεὸς συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες του. Τὰ δάκρυα αὐτά,
ποὺ φέρουν μεγαλύτερη εὐτυχία, χαρὰ καὶ εἰρήνη στὴν ψυχή, εἶναι ἀνώτερη ἐμπειρία
θεώσεως.</p>
<p>Ἀποκτᾶ μετὰ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀπάθεια, τὴν ζωὴ χωρὶς τὰ διαβλητὰ πάθη, τὶς ἐφάμαρτες
ἀδυναμίες. Καὶ εἶναι τότε εἰρηνικὸς καὶ ἀτάραχος σὲ κάθε προσβολὴ ἐξωτερική, ἀπαλλαγμένος
ἀπὸ ὑπερηφάνεια, μίσος, μνησικακία, σαρκικὲς ὀρέξεις.</p>
<p>Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο στάδιο τῆς θεώσεως, τὸ καλούμενο "θεωρία", κατὰ τὸ ὁποῖο
ὁ ἄνθρωπος καθαρισμένος ἤδη ἀπὸ τὰ πάθη φωτίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐλλάμπεται
καὶ θεώνεται. Θεωρία σημαίνει θέα. Θεωρία τοῦ Θεοῦ σημαίνει θέα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ
μπορεῖ ὅμως κανεὶς νὰ βλέπει τὸν Θεό, πρέπει νὰ εἶναι θεωμένος ἄνθρωπος. Ἄρα θεωρία
τοῦ Θεοῦ σημαίνει θέωσις.</p>
<p>Ὅταν μάλιστα καθαρισθεῖ τελείως, προσφερθεῖ τελείως στὸν Θεό, τότε λαμβάνει καὶ
τὴν μεγαλύτερη στοὺς ἀνθρώπους ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος, ποὺ κατὰ τοὺς ἁγίους
Πατέρας εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ φῶς τὸ βλέπουν οἱ πολὺ
προχωρημένοι στὴν θέωση, ἐλάχιστοι σὲ κάθε γενεά. Τὸ βλέπουν οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ,
καὶ φαίνονται μέσα σ᾿ αὐτό, ὅπως ἄλλωστε εἰκονίζονται στὶς ἅγιες εἰκόνες τους μὲ
τὰ φωτοστέφανα.</p>
<p>Στὸν βίο π.χ. τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου ἀναφέρεται ὅτι ὅταν ὁ Μ. Βασίλειος
προσευχόταν στὸ κελί του, τὸν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι, ὅσοι βέβαια μποροῦσαν νὰ τὸν δοῦν
νὰ λάμπει ὅλος αὐτὸς καὶ τὸ κελί του μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς
τῆς θείας Χάριτος. Στοὺς βίους πολλῶν ἁγίων Νεομαρτύρων τῆς Πίστεώς μας, διαβάζουμε
πὼς ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια κρεμοῦσαν τὰ σώματά τους στὶς πλατεῖες
τῶν πόλεων πρὸς ἐκφοβισμὸ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, πολλὲς φορὲς τὶς νύχτες φαινόταν
ἕνα φῶς νὰ τοὺς περιλάμπη. Κι ἔλαμπε τόσο φανερὰ καὶ ἔντονα, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ κατακτητές,
ἐπειδὴ ἀποδεικνυόταν ἔτσι περίτρανα ἡ ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας, διέτασαν καὶ τὰ κατέβαζαν,
ὥστε νὰ μὴν ντροπιάζονται στοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν πῶς ὁ Θεὸς δόξαζε
τοὺς ἁγίους Μάρτυράς Του.</p>
<p>Ἡ Χάρις τῆς θεώσεως διατηρεῖ ἄφθαρτα καὶ τὰ σώματα τῶν Ἁγίων, τὰ ἅγια λείψανα,
μυροβλύζοντα καὶ θαυματουργοῦντα. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἡ Χάρις
τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ πρῶτα ἑνωθεῖ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν Ἁγίων, κατόπιν σκηνώνει καὶ στὰ ἅγια
σώματά τους, καὶ χαριτώνει κι αὐτά. Κι ὄχι μόνο στὰ σώματά τους, ἀλλὰ καὶ στοὺς
τάφους τους, στὶς εἰκόνες τους καὶ στοὺς Ναούς τους. Νά γιατὶ προσκυνοῦμε καὶ ἀσπαζόμαστε
τὶς εἰκόνες, τὰ ἅγια λείψανα, τοὺς τάφους, τοὺς Ναοὺς τῶν ἁγίων. Διότι ὅλα αὐτὰ
ἔχουν κάτι ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος στὴν ψυχή τους λόγῳ τῆς ἑνώσεώς
του μὲ τὸν Θεό, λόγῳ τῆς θεώσεώς του.</p>
<p>Γι᾿ αὐτὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπολαμβάνουμε τὴν Χάρι τῆς θεώσεως ὄχι μόνο μὲ τὴν
ψυχή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα μας, ἐπειδὴ καὶ τὸ σῶμα συγκοπιάζοντας μὲ τὴν ψυχή, ἀσφαλῶς
καὶ συνδοξάζεται, ὡς ναὸς τοῦ ἐνοικοῦντος σ᾿ αὐτὸ Ἁγίου Πνεύματος.</p>
<p>Αὐτὴ ἡ Χάρις πηγάζοντας ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριο, τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ἐκχύνεται στὴν
Παναγία μας, στοὺς Ἁγίους καὶ ἔρχεται καὶ σὲ μᾶς τοὺς ταπεινούς.</p>
<p>Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ βέβαια ὅτι ὅλες οἱ τυχὸν ἐμπειρίες τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι
ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς ἐμπειρίες θεώσεως καὶ πνευματικές. Πολλοὶ πλανήθηκαν ἀπὸ δαιμονικὲς
ἢ ψυχολογικὲς ἐμπειρίες. Γιὰ νὰ μὴ ὑπάρχει λοιπὸν κίνδυνος πλάνης καὶ δαιμονικῆς
ἐπήρειας, πρέπει νὰ ἀναφέρονται ὅλες ταπεινὰ στὸν Πνευματικό, ὁ ὁποῖος καὶ μὲ τὸν
παρὰ Θεοῦ φωτισμοῦ θὰ διακρίνει τὴν γνησιότητα ἢ μὴ αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν καὶ θὰ καθοδηγήσει
ἀναλόγως τὴν ἐξομογούμενη ψυχή. Γενικῶς δὲ ἡ ὑπακοή μας στὸν Πνευματικὸ εἶναι ἐκ
τῶν πλέον βασικῶν σημείων τῆς πνευματικῆς μας πορείας, διὰ τῆς ὁποίας ἀποκτοῦμε
ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα μαθητείας ἐν Χριστῷ καὶ ἐξασφαλίζεται ἡ νόμιμος ἄθλησίς μας
ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό.</p>
<p>Ἕνας ἰδιαίτερος χῶρος θεώσεως, ἐντὸς πάντοτε τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καὶ ὁ Μοναχισμός,
ὅπου οἱ μοναχοὶ ἁγιαζόμενοι λαμβάνουν ὑψηλὲς ἐμπειρίες ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό.</p>
<p>Ἔτσι, ὅσο μοναχοὶ μετέχουν στὴν θέωση καὶ τὸν ἁγιασμό, βοηθοῦν καὶ ὅλη τὴν Ἐκκλησία.
Διότι ὅπως πιστεύουμε οἱ Χριστιανοί, ἀκολουθώντας τὴν μακραίωνα Ἱερὰ Παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, ὁ ἀγώνας τῶν μοναχῶν ἔχει θετικὴ ἐπίδραση στὴν ζωὴ τοῦ κάθε ἀγωνιζόμενου
πιστοῦ μέσα στὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθοδοξία μας ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἔχει πολλὴ εὐλάβεια
στὸν Μοναχισμό.</p>
<p>Στὴν Ἐκκλησία μας ἐξ ἄλλου συμμετέχουμε στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων, ἔχουμε τὴν
ἐμπειρία καὶ χαρὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος. Μὲ αὐτὸ ἐννοοῦμε ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία
δὲν εἴμαστε ἄτομα μεμονωμένα, ἀλλὰ μία ἑνότης, μία ἀδελφότης, μία ἀδελφικὴ κοινωνία.
Κι ὄχι μόνο μεταξύ μας ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ ποὺ ζοῦν ἐπὶ γῆς σήμερα
ἢ ἔχουν κοιμηθεῖ. Ἀφοῦ καὶ μὲ τὸν θάνατον ἀκόμη δὲν χωρίζονται οἱ Χριστιανοί. Ὁ
θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ χωρίσει τοὺς Χριστιανοὺς διότι εἶναι ὅλοι τους ἑνωμένοι στὸ
ἀνεστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ.</p>
<p>Γι᾿ αὐτὸ κάθε Κυριακή, καὶ κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, εἴμαστε
σ᾿ αὐτὴν ὅλοι παρόντες, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων. Εἶναι
ἀκόμη καὶ οἱ συγγενεῖς μας ποὺ ἔχουν πεθάνει, ἂν βέβαια εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό.
Ὅλοι ἐκεῖ εἴμαστε καὶ κοινωνοῦμε μεταξύ μας μυστικά, ὄχι ἐξωτερικὰ ἀλλὰ ἐν Χριστῷ.</p>
<p>Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὴν Προσκομιδή, ὅπου στὸ ἅγιο Δισκάριο, γύρω ἀπὸ τὸν Ἀμνὸ
Χριστό, τοποθετοῦνται οἱ μερίδες τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων
Χριστιανῶν. Ὅλες αὐτὲς οἱ μερίδες ἐμβάπτονται, μετὰ τὸ καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων,
στὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.</p>
<p>Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὅτι εἴμαστε μέλη της καὶ μποροῦμε
νὰ κοινωνοῦμε ὄχι μόνο μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ μεταξύ μας ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.</p>
<p>Κεφαλὴ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ σώματος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἡ ζωὴ ἔρχεται ἀπὸ τὴν
κεφαλὴ στὸ σῶμα. Τὸ σῶμα βέβαια ἔχει ζωντανὰ μέλη, ἀλλὰ ἔχει καὶ μέλη ποὺ δὲν ἔχουν
τὴν ἴδια ζωντάνια, δὲν ἔχουν ὅλα τέλεια ὑγεία. Τέτοιοι εἴμαστε οἱ περισσότεροι ἀπὸ
ἐμᾶς. Ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ὅμως καὶ ἀπὸ τὰ ζωντανὰ μέλη του ἔρχεται ἡ ζωή, τὸ
αἷμα τὸ ὑγιές, καὶ στὰ ἄλλα μέλη τὰ λιγότερο ὑγιῆ, ὥστε σιγὰ-σιγὰ νὰ ὑγιαίνουν καὶ
δυναμώνουν κι αὐτά. Νά γιατὶ πρέπει νὰ εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία! Γιὰ νὰ λαμβάνουμε
ὑγεία καὶ ζωή, ἀφοῦ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότης νὰ
ἀναρρώσουμε καὶ νὰ ζωοποιηθοῦμε.</p>
<p>Αὐτὰ ὅλα φυσικὰ δὲν ἔρχονται ἀμέσως. Σ᾿ ὅλη του τὴν ζωὴ πρέπει νὰ ἀγωνίζεται
ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, γιὰ νὰ μπορεῖ σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, μέσα στὴν
Ἐκκλησία, μὲ τὴν ταπείνωση, τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὰ ἅγια Μυστήρια, νὰ ἁγιάζεται
καὶ νὰ θεώνεται.</p>
<p>Αὐτὸς ὅμως εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὁ στόχος ὁ μεγάλος. Δὲν ἔχει τόση σημασία
ποῦ ἀκριβῶς θὰ φτάσουμε. Ἀξία ἔχει ὁ ἀγώνας μας, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς εὐλογεῖ πλουσίως
καὶ στὸν παρόντα καὶ στὸν μέλλοντα αἰώνα.</p>
<h2><a name="Ἀποτυχία πολλῶν ἀνθρώπων νὰ φθάσουν στὴν θέωσι"></a>Ἀποτυχία πολλῶν
ἀνθρώπων νὰ φθάσουν στὴν θέωσι</h2>
<p>Ἐνῶ λοιπὸν ἔχουμε κληθεῖ γιὰ αὐτὸν τὸν μεγάλο σκοπό, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ νὰ
γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν καὶ νὰ ἀπολαύσουμε αὐτὴ τὴν μεγάλη εὐλογία, γιὰ τὴν ὁποία
μᾶς ἔπλασε ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας, ἐμεῖς πολλὲς φορὲς ζοῦμε σὰν νὰ μὴ ὑπάρχει
αὐτὸ ὁ μεγάλος, ὁ ὑψηλὸς στόχος. Κι ἔτσι γεμίζει ἀποτυχία ἡ ζωή μας.</p>
<p>Ὁ ἅγιος Θεός μας ἔπλασε γιὰ τὴν θέωση. Ἂν λοιπὸν δὲν θεωθοῦμε, ὅλη ἡ ζωή μας
εἶναι ἀποτυχία.</p>
<p>Ἂς ἀναφέρουμε μερικὲς αἰτίες γι᾿ αὐτό.</p>
<h3><a name="α) Ἡ προσήλωσις στὶς βιοτικὲς μέριμνες"></a>α) Ἡ προσήλωσις στὶς
βιοτικὲς μέριμνες</h3>
<p>Μπορεῖ νὰ κάνουμε καλὰ καὶ ὡραῖα πράγματα. Σπουδές, ἐπάγγελμα, οἰκογένεια, περιουσίες,
φιλανθρωπίες. Ὅταν βλέπουμε καὶ χρησιμοποιοῦμε τὸν κόσμο εὐχαριστισιακὰ ὡς δῶρο
τοῦ Θεοῦ, τότε ὅλα συνδέονται μαζί Του καὶ γίνονται δρόμοι ἑνώσεως μὲ τὸν ἅγιο Θεό.
Ἂν δὲν ἑνωθοῦμε ὡστόσο μὲ τὸν Θεό, ἀποτύχαμε, ὅλα εἶναι ἄχρηστα.</p>
<p>Συνήθως οἱ ἄνθρωποι ἀποτυγχάνουν, διότι παρασύρονται ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δευτερεύοντες
σκοποὺς στὴ ζωή τους. Δὲν βάζουν ὡς πρῶτο καὶ κύριο στὴν ζωή τους τὴν θέωση. Ἀπορροφοῦνται
ἀπὸ τὰ ὡραῖα τοῦ κόσμου τούτου καὶ χάνουν τὰ αἰώνια. Δίδονται ὁλοκληρωτικὰ στὰ δευτερεύοντα
καὶ ξεχνοῦν τὸ «ἓν οὗ ἐστι χρεία» (βλ. Λουκ. ι´ 42).</p>
<p>Ὑπάρχει σήμερα ἰδίως μία διαρκῆς ἀπασχόλησις, συνεχεῖς δραστηριότητες, - ἴσως
εἶναι καὶ τέχνασμα τοῦ διαβόλου γιὰ νὰ πλανᾶ καὶ τοὺς ἐκλεκτούς - ἕνεκα τῶν ὁποίων
παραμελοῦμε τὴν σωτηρία μας. Π.χ. τώρα ἔχουμε σπουδές, μελέτες, διάβασμα, δὲν εὐκαιροῦμε
νὰ προσευχόμαστε, νὰ ἐκκλησιαζόμαστε, νὰ ἐξομολογούμαστε, νὰ κοινωνοῦμε. Αὔριο θὰ
ἔχουμε συνέδρια, συμβούλια, κοινωνικὲς καὶ προσωπικὲς εὐθύνες, πῶς νὰ βροῦμε χρόνο
γιὰ τὸν Θεό! Μεθαύριο γάμο, οἰκογενειακὲς μέριμνες, ἀδύνατο νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ
πνευματικά. Συνεχῶς ἐπαναλαμβάνουμε καὶ ἐμεῖς στὸν Χριστό: «οὐ δύναμαι ἐλθεῖν...
Ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρητημένον» (βλ. Λουκ. ιδ´ 19-20).</p>
<p>Κι ἔτσι χάνουν καὶ τὴν ἀξία τους ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα καὶ νόμιμα. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν
πραγματική, οὐσιαστικὴ ἀξία, ὅταν γίνονται μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδὴ προσπαθοῦμε
νὰ τὰ κάνουμε ὅλα πρὸς δόξαν Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν παύουμε νὰ νοσταλγοῦμε, νὰ
ἐπιδιώκουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὶς σπουδές, πέρα ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα, πέρα ἀπὸ
τὴν οἰκογένεια, πέρα ἀπὸ τὶς ὅποιες καλὲς καὶ ἱερὲς εὐθύνες καὶ δραστηριότητες:
νὰ ποθοῦμε τὴν θέωση. Τότε βρίσκουν κι ὅλα αὐτὰ τὸ πραγματικό τους νόημα καὶ τὴν
αἰώνιο προοπτική τους καὶ μᾶς ὠφελοῦν.</p>
<p>Εἶπε ὁ Κύριος: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται
ὑμῖν» (Ματθ. στ´ 33). Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θέωσις, τὸ νὰ λάβουμε τὴν Χάρι
τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὅταν ἔλθει ἡ θεία Χάρις καὶ βασιλεύσει μέσα στὸν ἄνθρωπο,
ὁ ἄνθρωπος βασιλεύεται ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ διὰ τῶν θεωμένων ἀνθρώπων ἔρχεται ἡ Χάρις
τοῦ Θεοῦ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ στὴν κοινωνία. Ἀλλὰ κι ὅπως διδάσκουν οἱ
Πατέρες, στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ τὸ «ἐλθέτω ἡ βασιλεία» σημαίνει «ἐλθέτω ἡ Χάρις τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος», ποὺ ὅταν ἔλθει θεώνει τὸν ἄνθρωπο.</p>
<h3><a name="β) Ὁ ἠθικισμὸς"></a>β) Ὁ ἠθικισμός</h3>
<p>Τὸ πνεῦμα δυστυχῶς τοῦ ἠθικισμοῦ ποὺ προαναφέραμε, τὸ νὰ περιορίσουμε δηλαδὴ
τὴν χριστιανικὴ ζωὴ στὴν ἠθικὴ βελτίωση, ἔχει ἐπηρεάσει ἀρνητικά, ἀρκετὰ καὶ στὸν
τόπο μας, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πνευματικότητα τῶν Χριστιανῶν. Λόγω δυτικῆς θεολογικῆς
ἐπιδράσεως πολλὲς φορὲς παύουμε νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν θέωση.</p>
<p>Ἡ ἀγωγὴ ὅμως τῆς ἠθικῆς βελτιώσεως εἶναι ἀγωγὴ ἀνθρωποκεντρική, μὲ κέντρο τὸν
ἄνθρωπο. Σ᾿ αὐτὴν προέχει ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια κι ὄχι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται
ὅτι μᾶς σώζει ἡ ἠθική μας κι ὄχι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ μία τέτοια κατάσταση
καὶ ζωὴ δὲν ἔχουμε ἀληθινὲς ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ ψυχὴ δὲν ἀναπαύεται πραγματικά,
δὲν ξεδιψᾶ. Αὐτὴ ἡ ἀγωγή, ποὺ ἔδωσε ἐξετάσεις καὶ ἀπέτυχε, μὴ ἐκπροσωπώντας τὸ γνήσιο
πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐν πολλοῖς ὑπεύθυνη καὶ γιὰ τὴν ἀθεΐα καὶ
τὴν ἀδιαφορία πρὸς τὴν πνευματικὴ ζωὴ πολλῶν συνανθρώπων μας καὶ δὴ νέων.</p>
<p>Ἀντὶ νὰ μιλοῦμε οἱ γονεῖς, οἱ διδάσκαλοι, οἱ κληρικοί, καὶ ὅλοι οἱ ἐργάτες τῆς
Ἐκκλησίας, στὰ Κατηχητικά μας, στὰ κηρύγματα καὶ ἀλλοῦ, γιὰ μία στείρα βελτίωση
τοῦ ἀνθρώπου ἂς παιδαγωγοῦμε τοὺς Χριστιανούς μας πρὸς τὴν θέωση, ὅπως εἶναι τὸ
γνήσιο πνεῦμα καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀρετὲς ἄλλωστε, ὅσο μεγάλες κι ἂν
εἶναι, δὲν ἀποτελοῦν τὸν σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ μέσα καὶ τρόπους
ποὺ μᾶς προετοιμάζουν νὰ δεχθοῦμε τὴν θέωση, τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως
ἐπιγραμματικὰ διδάσκει ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ.</p>
<h3><a name="γ) Ὁ ἀνθρωποκεντρικὸς οὐμανισμός"></a>γ) Ὁ ἀνθρωποκεντρικὸς οὐμανισμός</h3>
<p>Ὁ αὐτόνομος οὐμανισμὸς πάλι ὡς φιλοσοφικοκοινωνικὸ σύστημα, χωρισμένο, αὐτονομημένο
ἀπὸ τὸν Θεό, ὁδηγεῖ σὲ ἕνα πολιτισμὸ φιλαυτίας καὶ ἀδιεξόδου τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο.
Θέλει νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Πίστη μας ἐν ὀνόματι τάχα τῆς ἀξιοποιήσεως
καὶ ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει ὅμως μεγαλύτερη ἀξιοποίησις γιὰ τὸν ἄνθρωπο
ἀπὸ τὴν θέωση;</p>
<h2><a name="Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς τῆς θεώσεως"></a>Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς τῆς θεώσεως</h2>
<p>Ἡ ἀγωγὴ ποὺ δίδει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὴν θεία Λατρεία, τὴν Πατερικὴ
θεολογία, τὸν Μοναχισμό, εἶναι ἀγωγὴ θεώσεως, ἀγωγὴ θεανθρωποκεντρική, μὲ κέντρο
τὸν Θεάνθρωπο Χριστό.</p>
<p>Αὐτὴ δίδει μεγάλη χαρὰ στὴν ζωή μας, ὅταν γνωρίζουμε τί μεγάλο προορισμὸ ἔχουμε,
τί μακαριότης μᾶς ἀναμένει.</p>
<p>Γλυκαίνει τὸν πόνο σὲ κάθε δοκιμασία καὶ στεναχώρια τῆς ζωῆς μὲ τὴν προοπτικὴ
τῆς θεώσεως.</p>
<p>Ὅταν ἀγωνιζόμαστε μὲ προοπτικὴ τὴν θέωση, ἀλλάζει πρὸς τὸ καλύτερο καὶ στάση
μας ἔναντι τῶν συνανθρώπων μας. Ὅταν δηλαδὴ βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὡς ὑποψήφιους
θεούς. Πόσο βαθαίνει καὶ οὐσιαστικοποιεῖται τότε καὶ ἡ ἀγωγὴ ποὺ δίδουμε στὰ παιδιά
μας! Πόσο θεάρεστα, ἀγαποῦν τότε καὶ σέβονται ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τὰ παιδιά τους,
αἰσθανόμενοι τὴν εὐθύνη καὶ ἱερὴ ἀποστολὴ ποὺ ἔχουν ἀπέναντί τους, νὰ τὰ βοηθήσουν
νὰ πετύχουν τὴν θέωση, τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ τὰ ἔφεραν στὸν
κόσμο! Καὶ φυσικὰ πῶς θὰ τὰ βοηθήσουν, ἂν οἱ ἴδιοι δὲν κατευθύνονται πρὸς αὐτὸν
τὸν σκοπό, τὴν θέωση; Ἀλλὰ καὶ πόση ἐκτίμηση θὰ ἔχουμε στὸν ἑαυτό μας, χωρὶς ἐγωισμὸ
καὶ ὑπερηφάνεια ἀντίθεη, ὅταν συναισθανόμαστε ὅτι εἴμαστε πλασμένοι γι᾿ αὐτὸν τὸν
μεγάλο σκοπό!</p>
<p>Λέγουν μάλιστα οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἔτσι, ξεπερνώντας
τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ φιλοσοφία τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς φιλαυτίας μας, γινόμαστε πραγματικὰ
πρόσωπα, ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Συναντοῦμε τὸν Θεὸ μὲ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τὸν
συνάνθρωπο μὲ ἐκτίμηση κι ἀληθινὴ ἀξιοπρέπεια, βλέποντάς τον ὄχι ὡς σκεῦος ἡδονῆς
καὶ ἐκμεταλλεύσεως ἀλλὰ ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ προορισμένο γιὰ τὴν θέωση.</p>
<p>Ὅσο εἴμαστε κλεισμένοι στὸν ἑαυτό μας, στὸ ἐγώ μας, εἴμαστε ἄτομα, ὄχι ὅμως πρόσωπα.
Μόλις ἐξέλθουμε ἀπὸ τὴν κλειστὴ ἀτομική μας ὕπαρξη κι ἀρχίσουμε, σύμφωνα μὲ τὴν
ἀγωγὴ τῆς θεώσεως - μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν δική μας συνέργεια - νὰ ἀγαποῦμε,
νὰ προσφερόμαστε ὅλο καὶ περισσότερο σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὸν πλησίον μας, γινόμαστε πρόσωπα
ἀληθινά. Ὅταν δηλαδὴ τὸ ἐγώ μας συναντήσει τὸ Σὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σὺ τοῦ ἀδελφοῦ,
τότε ἀρχίζουμε νὰ βρίσκουμε τὸν χαμένο ἑαυτό μας. Ἀφοῦ μέσα στὴν κοινωνία τῆς θεώσεως,
γιὰ τὴν ὁποία πλασθήκαμε, μποροῦμε νὰ ἀνοιγόμαστε, νὰ ἐπικοινωνοῦμε, νὰ χαιρόμαστε
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον πραγματικὰ κι ὄχι φίλαυτα.</p>
<p>Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ἦθος τῆς θείας Λειτουργίας, στὴν ὁποία μαθαίνουμε νὰ ξεπερνοῦμε
τὸ στενό, ἀτομικό μας συμφέρον, στὸ ὁποῖο μᾶς ἐξωθεῖ ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ τὰ
πάθη μας, καὶ νὰ ἀνοιγόμαστε σὲ κοινωνία θυσίας καὶ ἀγάπης ἐν Χριστῷ.</p>
<p>Ἀναπαύει καὶ ὁλοκληρώνει πραγματικὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ αἴσθηση αὐτὴ τῆς μεγάλης κλήσεώς
του, δηλαδὴ τῆς θεώσεως.</p>
<p>Ὁ ὀρθόδοξος ἀνθρωπισμὸς τῆς Ἐκκλησίας μας βασίζεται σ᾿ αὐτὴν τὴν μεγάλη κλήση
τοῦ ἀνθρώπου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀξιοποιεῖ στὸ ἔπακρο ὅλες τὶς δυνάμεις του.</p>
<p>Ποιὸς ἄλλος ἀνθρωπισμός, ὅσο προοδευτικὸς καὶ φιλελεύθερος κι ἂν φαίνεται, εἶναι
τόσο ἐπαναστατικὸς ὅσο ὁ ἀνθρωπισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο
Θεό; Τέτοιο ὄντως ὑψηλὸ ἀνθρωπισμὸ μόνο ἡ Ἐκκλησία ἔχει.</p>
<p>Γι᾿ αὐτὸ ἰδιαίτερα σήμερα, ποὺ πολλοὶ προσπαθοῦν νὰ ξεγελάσουν τοὺς ἀνθρώπους,
καὶ κυρίως τοὺς νέους, προβάλλοντας τοὺς ψευτοανθρωπισμούς τους, οἱ ὁποῖοι κατ᾿
οὐσίαν κολοβώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸ ὁλοκληρώνουν, ἔχει μεγάλη σημασία ὁ τονισμὸς
αὐτῆς τῆς ἀγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας.</p>
<h2><a name="Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς ποὺ δὲν ὁδηγεῖ στὴν θέωσι"></a>Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς
ποὺ δὲν ὁδηγεῖ στὴν θέωσι</h2>
<p>Σήμερα οἱ νέοι ἄνθρωποι ζητοῦν ἐμπειρίες. Δὲν ἀρκοῦνται σὲ μία ὑλιστικὴ ζωή,
σὲ μία ὀρθολογιστικὴ κοινωνία, ὅπως τοὺς τὴν παραδίδουμε οἱ μεγαλύτεροι. Τὰ παιδιά
μας, ποὺ εἶναι εἰκόνες Θεοῦ, "κεκελευσμένοι θεοί", ζητοῦν κάτι πέρα ἀπὸ τὰ λογικὰ
σχήματα μιᾶς ὑλιστικῆς φιλοσοφίας καὶ ἀθέου παιδείας ποὺ τοὺς προσφέρουμε. Ζητοῦν
ἐμπειρίες ἀληθινῆς ζωῆς. Δὲν τοὺς ἀρκεῖ μάλιστα νὰ ἀκοῦν γιὰ τὸν Θεό. Ἐπιθυμοῦν
τὴν ἐμπειρία Του, τὸ φῶς Του, τὴν Χάρι Του. Κι ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουν πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτούς,
ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ τοὺς ἀναπαύσει, ἔχει τὴν ἐμπειρία ποὺ διψοῦν,
μάταια ἀναζητοῦν καὶ καταφεύγουν σὲ διάφορα ἄλλα φθηνὰ ὑποκατάστατα, προκειμένου
νὰ εὕρουν κάτι τὸ ἐξωλογικό, τὸ ὑπέρλογο.</p>
<p>Καὶ ἄλλοι μὲν ὁδηγοῦνται σὲ ἀνατολικοὺς μυστικισμούς, τύπου γιόγκα. Ἄλλοι στὸν
ἀποκρυφισμὸ ἢ στὸν γνωστικισμό, τελευταία δὲ δυστυχῶς καὶ σὲ ἀπροκάλυπτο σατανισμό.</p>
<p>Ἀλλὰ καὶ στὴν ἠθικὴ δὲν γνωρίζουν κανένα φραγμό, ἀφοῦ αὐτὴ χωρισμένη καὶ στερημένη
ἀπὸ τὴν οὐσία καὶ τὸν σκοπό της, νὰ τοὺς ἑνώσει μὲ τὸν ἅγιο Θεό, καταντᾶ χωρὶς κανένα
ἀπολύτως νόημα.</p>
<p>Ἔτσι πλεονάζουν τραγικὰ φαινόμενα ὅπως ὁ ἀναρχισμὸς καὶ ἡ τρομοκρατία, μὲ τὰ
ὁποῖα πολλοὶ νέοι ἄνθρωποι ποὺ κατὰ βάθος θέλουν νὰ ἱκανοποιήσουν ἕνα δυναμισμὸ
ποὺ ἔχουν μέσα τους, - καὶ ποὺ δὲν ἐκπληρώνεται βαθειὰ αὐτὸς ὁ πόθος τους, γιατὶ
δὲν ἔτυχαν αὐτὴ τῆς ἀγωγῆς τῆς θεώσεως - καὶ βιαιότητες κατὰ τῶν συνανθρώπων τους.</p>
<p>Ἡ πλειονότης τῶν νέων, καὶ ὄχι μόνο, τὸν πολύτιμο χρόνο τῆς ζωῆς τους καὶ τὶς
δυνάμεις τους, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἐπιτυχία στὸν σκοπὸ τῆς θεώσεως, τὰ κατασπαταλοῦν
στὴν ἡδονοθηρία καὶ σαρκολατρεία, πού, μὲ τὴν ἀνοχὴ δυστυχῶς καὶ τῆς πολιτείας μερικὲς
φορές, γίνονται τὰ σύγχρονα εἴδωλα, οἱ σύγχρονοι "θεοί", προκαλώντας ἔτσι μεγάλη
φθορὰ στὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές τους.</p>
<p>Ἄλλοι ζώντας χωρὶς καθόλου ἰδανικὰ κατατρίβονται σὲ διάφορες ἄσκοπες, ἀνούσιες
καὶ βλαβερὲς ἀσχολίες, ἄλλοι αἰσθάνονται ἀπόλαυση τρέχοντας ὑπέρμετρα στοὺς δρόμους
- μὲ τραγικὲς πολλὲς φορὲς καταλήξεις τοὺς τραυματισμοὺς καὶ τὸν θάνατο -, κι ἄλλοι
πάλι μετὰ ἀπὸ περιπλανήσεις παραδίδονται ἄνευ ὅρων στὴν δαιμονικὴ ἐξάρτηση τῶν ναρκωτικῶν,
τὴν νέα αὐτὴ μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας.</p>
<p>Καὶ τέλος ἀρκετοί, μετὰ ἀπὸ μία σχετικὰ σύντομη ζωή, γεμάτη ἀπὸ ἀποτυχίες καὶ
ἀπογοητεύσεις, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα δίδουν τέλος στὸ μαρτύριο τῆς μάταιης ἀναζητήσεώς
τους καταφεύγοντας δυστυχῶς στὴν ἔσχατη μορφὴ ἀπελπισίας, τὴν αὐτοκτονία.</p>
<p>Δὲν εἶναι ἀλῆτες ὅλα αὐτὰ τὰ παιδιὰ ποὺ καταφεύγουν σ᾿ αὐτὰ τὰ παράλογα καὶ τραγικά.
Εἶναι νέοι, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιά μας, ποὺ ἀπογοητευμένα ἀπὸ τὴν ὑλιστική,
αὐτάρκη κοινωνία ποὺ τοὺς παραδίδουμε, δὲν βρίσκουν αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουν πλασθεῖ,
τὸ ἀληθινό, τὸ αἰώνιο, ποὺ δὲν τοὺς τὸ δώσαμε καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀγνοοῦν. Ἀγνοοῦν
τὸν μεγάλο σκοπὸ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τὴν θέωση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὴ βρίσκοντας ἀνάπαυση
σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο καταφεύγουν στὴν ἀπελπισία μὲ τὶς μορφὲς ποὺ ἀναφέρθηκαν.</p>
<p>Σήμερα ἀρκετοὶ Ποιμένες τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, πνευματικοί,
ἀλλὰ καὶ λαϊκοὶ ἀδελφοί, ἀπὸ ἀγάπη ἀνιδιοτελῆ ἀναλώνονται καθημερινῶς στὴν καθοδήγηση
τῶν νέων μας μὲ σκοπὸ τὴν θέωσή τους. Τοὺς εἴμαστε εὐγνώμονες γιὰ τὴν θυσία καὶ
προσφορά τους, γιὰ τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο τους, μὲ τὸ ὁποῖο διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ
σώζονται καὶ ἁγιάζονται ψυχὲς ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε.</p>
<p>Ταπεινὰ βοηθεῖ καὶ συμπαραστέκεται στὸν μεγάλο αὐτὸν πόνο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ
Ἅγιον Ὄρος. Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας μας ὄντας ἕνας ἰδιαίτερος χῶρος ἁγιασμοῦ καὶ
κατὰ Θεὸν ἡσυχίας, ἀπολαμβάνει τὴν εὐλογία τῆς θεώσεως, ζεῖ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ,
ἔχει ἔντονη καὶ ἐναργῆ τὴν ἐμπειρία τῆς Χάριτός Του, τοῦ Φωτός Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ
πολλοὶ συνάνθρωποί μας, στὴν πλειοψηφία τους νέοι, ὠφελοῦνται, ἐνισχύονται, ἀναγεννῶνται
ἐν Χριστῷ μὲ κάποιο προσκύνημά τους στὸν Ἄθωνα ἢ καὶ διατηρώντας πιὸ ἰδιαίτερους
δεσμοὺς μαζί του. Κι ἔτσι χαίρονται τὸν Θεὸ στὴν ζωή τους καὶ ἀρχίζουν νὰ καταλαβαίνουν
τί εἶναι Ὀρθοδοξία, Χριστιανικὴ ζωή, ἀγώνας πνευματικός, καὶ τί χαρὰ καὶ μεγάλο
νόημα δίδουν αὐτὰ στὴν ὕπαρξή τους. Γεύονται δηλαδὴ κάτι ἀπὸ τὸ μεγάλο δῶρο αὐτὸ
τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τὴν θέωση.</p>
<p>Ἂς μὴ ξεχνοῦμε λοιπὸν ὅλοι οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ θεολόγοι, οἱ κατηχηταί,
τὴν ἀγωγὴ τῆς θεώσεως διὰ τῆς ὁποίας οἱ νέοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί,
μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα στὸν καθημερινό μας ἀγώνα, τὸν ἀγώνα τῆς μετανοίας
καὶ τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του, ἀποκτοῦμε τὴν δυνατότητα νὰ ἀπολαύσουμε
αὐτὴ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἕνωση μαζί Του, νὰ χαροῦμε πολὺ δυνατὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν
ζωή, ἀλλὰ καὶ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνιο εὐτυχία καὶ μακαριότητα.</p>
<p>Ἂς εὐχαριστήσουμε συνεχῶς τὸν ἅγιο Κύριο γιὰ τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης Του. Στὴν δική
Του ἀγάπη ἂς ἀνταποκριθοῦμε μὲ τὴν δική μας ἀγάπη. Ὁ Κύριος θέλει καὶ ποθεῖ νὰ θεωθοῦμε.
Γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἄλλωστε ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Γιὰ νὰ λάμπει
ὡς ἥλιος ἐν μέσῳ ἡλίων, ὡς Θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν.</p>
<p>(Τὸ βιβλίον «Ἡ θέωσις ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου» τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου,
Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, τυπώθηκε τὸν Μάιο τοῦ 2005 σὲ 5.000 ἀντίτυπα
ἀπὸ τὶς γραφικὲς τέχνες - ἐκδόσεις «Μυγδονία» (Δαβάκη 18 ΤΚ 570 09 Καλοχώρι Θεσσαλονίκης,
τηλ: 2310 754 254) ὡς ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους - Ἄθω.)</p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-65051298318577296712021-01-25T17:40:00.003+02:002021-01-25T17:40:31.332+02:00Μέ τίποτε ἄλλο δέν χαίρεται τόσον πολύ ὁ Θεός, ὅσο …. <p><br /></p><div>
<div class="separator"><a href="https://www.ixnk.gr/image/cache/catalog/products/agiosgrigoriostheologos-2452x3255.jpg"><img border="0" class="aligncenter" data-original-height="800" data-original-width="603" height="320" src="https://www.ixnk.gr/image/cache/catalog/products/agiosgrigoriostheologos-2452x3255.jpg" width="241" /></a></div>
</div>
<div><span style="font-size: large;">…Δεν ημπορώ να συγκρατήσω την χαράν
μου. Νιώθω να γεμίζω από Θεόν. Λίγο ακόμη και θα αρχίσω να κηρύσσω την
ευχάριστον αγγελίαν, όπως ο Ιωάννης, έστω και αν δεν είμαι πρόδρομος,
πάντως θα το κάμω από την ερημίαν. </span></div>
<div>Ο Χριστός φωτίζεται, ας φωτισθώμεν μαζί του.</div>
<div><span style="font-size: large;">Ο Χριστός βαπτίζεται, ας κατέβωμεν μαζί του εις τον ποταμόν δια να ανεβώμεν και μαζί του…..</span></div>
<div>Αλλά και ανεβαίνει από το ύδωρ ο Ιησούς. Ανεβάζει μαζί του και τον
κόσμο και βλέπει να σχίζωνται οι ουρανοί, τους οποίους ο Αδάμ είχε
κλείσει δια τον εαυτό του και δια τους απογόνους του, όπως είχε κλείσει
και με την μάχαιραν του πυρός τον παράδεισον.</div>
<p><span id="more-92249"></span></p>
<div>Και το Πνεύμα μαρτυρεί την Θεότητα (διότι το όμοιον σπεύδει προς το
όμοιον) και η φωνή από τους ουρανούς (διότι απ’ εκεί προέρχονταν
εκείνος δια τον οποίον εδίδετο η μαρτυρία)…..</div>
<div>Πάντως καθαρισθήτε και φροντίζετε να καθαρίζεστε, επειδή με τίποτε
άλλο δεν χαίρεται τόσον πολύ ο Θεός, όσο με την διόρθωσιν και την
σωτηρίαν του ανθρώπου,….</div>
<span style="font-size: large;">Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.</span>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-46334400937864433082021-01-25T17:38:00.004+02:002021-01-25T17:38:40.244+02:00«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς» . Μνήμη Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου <p><br /></p><div>
<div class="separator"><a href="https://tyrnavosotoposmas.gr/wp-content/uploads/2021/01/%CE%86%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%93%CF%81%CE%B7%CE%B3%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82.jpg"><img border="0" class="alignleft" data-original-height="492" data-original-width="800" height="197" src="https://tyrnavosotoposmas.gr/wp-content/uploads/2021/01/%CE%86%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%93%CF%81%CE%B7%CE%B3%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82.jpg" width="320" /></a></div>
</div>
<div>Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου</div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">με θέμα: </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς» </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">[εκφωνήθηκε στις 25-1-1998] </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία
μας τιμά την μνήμην του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Πρόκειται για μια
μεγάλη μορφή της Εκκλησίας μας. Εγεννήθη περί το 328 έτος, είτε εις την
Ναζιανζό είτε εις την Αριανζό της Καππαδοκίας. Παρηκολούθησε σπουδές
στις σχολές της Καισαρείας της Καππαδοκίας, της Καισαρείας της
Παλαιστίνης και της Αλεξανδρείας. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Γνωρίστηκε στην Αλεξάνδρεια με τον
Μέγαν Αθανάσιον και τον Μέγαν Αντώνιον. Με τον Μέγαν Βασίλειον υπήρξε
συμμαθητής εις τας Αθήνας και μαζί του συνεδέθη με στενοτάτη φιλία.
Εχρημάτισε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και προήδρευσε της
Β΄Οικουμενικής Συνόδου. Όμως σύντομα παρητήθη, διαρκούσης της Συνόδου,
γιατί του δημιούργησαν πράγματα(:εμπόδια), οι φθονούντες αυτόν- βλέπετε
πόσο εισχωρεί ο φθόνος… Του αμφισβήτησαν την κανονικότητα ως
αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Και όμως, δεν ήτο αντικανονικός και
απελογήθη. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι παρητήθηκε, έφυγε. Φεύγοντας
είπε ότι αν αυτός είναι ο αίτιος της διαιρέσεως, τότε ας ερρίπτετο εις
την θάλασσαν, όπως ο Ιωνάς για να παύσει η τρικυμία. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Απέθανε πιθανώς το 391, σε ηλικία
εξήκοντα τριών ετών. Η Εκκλησία τον ετίμησε απονέμοντας σ’ αυτόν, τον
τίτλον, το επίθετον «Θεολόγος». Σημείωσατε ότι η Εκκλησία είναι πολύ
φειδωλή στις απονομές χαρακτηρισμών και ονομάτων κ.λπ.- πολύ φειδωλή.
Αρκεί να σκεφθούμε ότι ενώ υπήρξαν τόσοι και τόσοι παρθένοι, όμως
αναγνωρίζει μόνο τρεις παρθένους. Έτσι και εδώ. Ενώ υπήρξαν τόσοι και
τόσοι θεολόγοι- δεν εθεολόγησε ο Μέγας Αθανάσιος; Δεν εθεολόγησε ο Μέγας
Βασίλειος; Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες εθεολόγησαν. Όμως, κατεξοχήν
θεολόγους αναγνωρίζει: τον άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον, τον άγιον
Γρηγόριον τον Θεολόγον και τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγον. Βλέπετε
λοιπόν ότι έχει αυτόν τον επίζηλο τίτλο του Θεολόγου. </span></div>
<p><span id="more-92452"></span></p>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Αγαπητοί μου, η Εκκλησία, με την
ευκαιρία της αγίας μνήμης του, καταχωρεί ως αποστολικό ανάγνωσμα από την
προς Εβραίους επιστολήν του αποστόλου Παύλου, που αναφέρεται η περικοπή
αυτή εις τα προσόντα του Ιησού Χριστού ως Μεγάλου Αρχιερέως και
συγκρίνει την αρχιερωσύνη του Χριστού ο απόστολος Παύλος με την
αρχιερωσύνη των αρχιερέων της Παλαιάς Διαθήκης. Και επειδή ακριβώς η
μνήμη είναι αρχιερέως, γι’ αυτόν τον λόγο μάς καταθέτει αυτήν την
περικοπήν, για να δείξει ποιος πρέπει να είναι και ο αρχιερεύς. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Και γράφει ο απόστολος Παύλος:
«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς(:τέτοιος έπρεπε σε μας αρχιερεύς),
ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος
τῶν οὐρανῶν γενόμενος. Τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα(:τέτοιον αρχιερέα
έχουμε), ὃς(:ο οποίος)ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης- η
«μεγαλωσύνη» είναι ο Πατήρ, ο Θεός και εκάθισε στα δεξιά ως άνθρωπος- ἐν
τοῖς οὐρανοῖς». Αυτά καταθέτει ο απόστολος Παύλος εις την προς Εβραίους
επιστολή του. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Έτσι, ο αρχιερεύς Ιησούς Χριστός
γίνεται τύπος και υπόδειγμα των κληρικών της Εκκλησίας, ιδιαίτατα των
αρχιερέων. Όχι ολιγότερο και των κληρικών και των διακόνων, αλλά
ιδιαίτατα όμως των αρχιερέων. Γι΄αυτό ο αρχιερεύς είναι, όπως λέγεται
«εἰς τύπον καί τόπον τοῦ ᾿Αρχιερέως Χριστοῦ». Δηλαδή είναι τύπος του
Χριστού και είναι εις τον τόπον εκείνον που θα ήτο ο Χριστός -αυτό
πρέπει να είναι δεδομένον, προκειμένου να εκλεγεί, πρέπει να είναι
δεδομένον. Αλλά μέσα στην εκκλησιαστική μας ιστορία είναι το ζητούμενον.
Άλλο δεδομένον και άλλο ζητούμενον. Έτσι, πολλοί σύγχρονοι αρχιερείς,
μόνο γιατί εχειροτονήθησαν, προβάλλουν αυτή τη θέση για να απολαμβάνουν
την τιμήν των πιστών. «Ω!», λέει, «είμαι εις τύπον και τόπον Χριστού!
Οφείλεις να με σεβαστείς, οφείλεις να με τιμήσεις». Πρέπει όμως να τους
ειπωθεί ότι αυτό δεν είναι αυτόματα δεδομένον από την χειροτονία, ότι
δηλαδή εχειροτονήθης και αυτομάτως, αυτονοήτως, είσαι εις τύπον και
τόπον Χριστού, αλλά είναι ζητούμενον. Δηλαδή, ο εκάστοτε αρχιερεύς είναι
εις τύπον και τόπον Χριστού; Ζητούμενον! Γι΄αυτό η Εκκλησία μας σήμερα
καταχωρεί αυτήν την αποστολική περικοπή, για να προβάλει τον άγιο
Γρηγόριο τον Θεολόγον, ο οποίος όντως εστάθη εις τύπον και τόπον
Χριστού. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Αλλά ας έρθουμε εις την αποστολική
περικοπή να τη δούμε από πιο κοντά. Ένα πρώτο γνώρισμα του Μεγάλου
Αρχιερέως Χριστού είναι «ὅσιος». Βέβαια, περιττό να σας πω, το
κατανοείτε ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί αναφέρονται εις την ανθρωπίνην
φύσιν του Χριστού, όχι στην θείαν. Προφανώς. Και όταν λέγει ότι ο Υιός
εκάθισε εις τα δεξιά του Θεού Πατρός δεν σημαίνει ότι εκάθισε ως Θεός,
εκάθισε ως άνθρωπος· διότι ο Πατήρ, ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα
και δεν υπάρχει τίποτα εις τον Θεόν, ως προς τον Υιόν, αριστερά και
δεξιά, αφού είναι ομοούσιος. Ως άνθρωπος, λοιπόν. Και πάντα να ΄χουμε
υπόψη μας αυτό το «ως άνθρωπος» για να μπορούμε να καταλαβαίνουμε και να
κατανοούμε όλες αυτές τις θέσεις που έχει η Αγία Γραφή. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Έτσι λοιπόν, ὅσιος, που αναφέρεται
στην ανθρωπίνη φύση του Χριστού και ο οποίος είναι αρχιερεύς κατά την
ανθρωπίνη φύση του Χριστού- διότι εις το διηνεκές είναι αρχιερεύς ο
Χριστός τα προς ημάς. Μάλιστα με μια ευχή που λέμε στη Θεία Λειτουργία
το δείχνομε ολοκάθαρα αυτό. Η ευχή λέγει ότι είναι ο Ίδιος «ὁ προσφέρων
καὶ προσφερόμενος καὶ διαδιδόμενος». Ο Ίδιος προσφέρει, ο Ίδιος
προσφέρεται και ο Ίδιος διαδίδεται. Τι είναι τότε ο ιερεύς; Απλώς γιατί η
αγάπη Του το θέλει, έτσι να είναι. Δίνει ο ιερεύς ή ο αρχιερεύς, δίνει
τα χέρια του· και το «θέλω», το θέλημά του. Γιατί εάν εγώ δεν θέλω,
μπορεί να έχω ιεροσύνη, αν εγώ δεν θέλω να τελέσω τη Θεία Λειτουργία ή
μου το επιβάλλουν δια περιστρόφου, είναι άκυρο. Πρέπει να υπάρχει το
θέλω του ιερουργού. Δίνουμε λοιπόν τα χέρια μας εις τον Χριστόν, διότι
Εκείνος είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος και διαδιδόμενος. Έτσι
λοιπόν, αγαπητοί μου, θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος μετέχει τόσο λίγο και
λέγει, λέγει εκεί η ευχή: «Ποιος μπορεί να Σε υπηρετήσει, Κύριε; Ποιος
μπορεί να Σε προσεγγίσει; Κανείς δεν είναι άξιος…». Ωστόσο, η αγάπη του
Θεού μας αξιώνει ούτως ειπείν, έστω κι αν βάλουμε τη λέξη «αξιώνω» εντός
εισαγωγικών. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Και «ὅσιος» προκειμένου εδώ του
ιερού κειμένου σημαίνει: ευσεβής προς τον Θεόν. Σημαίνει «ευσεβής του
Θεού λάτρης». «Ὃσιος» σημαίνει ότι είναι η συνισταμένη ιδιότης όλων των
αρετών που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος και εν προκειμένω ο αρχιερεύς.
Δηλαδή της ευλαβείας, της υπακοής, της πιστότητος, της εξ ολοκλήρου
αφοσιώσεως εις τον Θεόν, της ολοκληρωτικής αφιερώσεως εις τον Θεόν- δεν
έχει σημασία εάν είναι έγγαμος, παλαιότερα οι ιερείς ήσαν έγγαμοι. Και ο
ιερεύς δύναται να είναι έγγαμος- αυτή η αφιέρωσις δεν αφαιρεί τίποτε
από την…, θα λέγαμε την τοποθέτηση του αρχιερέως παλιότερα, του ιερέως
σήμερα που είναι έγγαμος, το ένα δεν αφαιρεί τίποτε από το άλλο. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Και σημαίνει ακόμα ελεύθερος από
διάφορες κλίσεις της ψυχής προς την ποικίλη αμαρτία. Έχω, ας πούμε, την
κλίση σ’ αυτήν την αμαρτία ή σε εκείνη την αμαρτία. Να είμαι ανήθικος· ή
να είμαι πλεονέκτης· να ‘μαι φιλάργυρος, να είμαι εγωιστής· να είμαι
οτιδήποτε απ’ όλ΄αυτά. Όχι, θα πει ελεύθερος απ’ όλες αυτές τις κλίσεις
προς την ποικίλη, όπως σας είπα, αμαρτία. Όλα αυτά βέβαια λέγονται,
είναι κάτω από τον όρο, τη λέξη «ὅσιος». </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Τραγική αντίθεση ήταν οι αρχιερείς
της εποχής του Χριστού. Τραγική αντίθεσις. Ο Άννας επί παραδείγματι ήταν
ένας πονηρότατος αρχιερεύς. Δεν ήτο, όταν ο Χριστός κατεδικάσθη από το
Συνέδριο, δεν ήτο εν ενεργεία, ήταν όμως η ψυχή του συνεδρίου. Ήταν στα
παρασκήνια και επιδρούσε επί όλων των αποφάσεων του συνεδρίου- ήταν, σας
ξαναλέγω, ένας πονηρότατος αρχιερεύς. Κι ο γαμπρός του, ο Καϊάφας, «ἐπί
θυγατρί, γαμβρός»· ήσαν και οι δυο φιλορωμαίοι, δηλαδή άνθρωποι που δεν
κοιτούσαν το συμφέρον του λαού, αλλά το συμφέρον της τσέπης των και του
γοήτρου των, και τα είχαν καλά με τους Ρωμαίους- γιατί οι Ρωμαίοι
επενέβαιναν στη θέση του αρχιερέως, δηλαδή άλλαζαν τους αρχιερείς πάρα
πολύ εύκολα και συχνά, κάτι που απηγορεύετο από τον νόμο. Αν είχαν
βέβαια, συνείδηση αυτοί οι αρχιερείς, θα λέγανε: «Με καταργείς, δεν
επανέρχομαι». Τίποτε, γιατί ήτανε ισόβιος ο αρχιερεύς. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Ήταν ακόμη οι δύο αυτοί,
Σαδδουκαίοι. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Δεν είχαν σωστή πίστη. Δεν
πίστευαν σε ύπαρξη αγγέλων, δεν πίστευαν εις την αθανασίαν της ψυχής,
δεν πίστευαν σε ανάσταση νεκρών, δεν πίστευαν σε αιώνιες απολαβές-
Παράδεισον, Βασιλεία Θεού, Κόλασιν- δεν πίστευαν τίποτε… Πίστευαν μόνο
σκέτα-νέτα στον Θεό, κατά τρόπον δεϊστικόν: «Ο Θεός είναι εκεί, και
εμείς είμαστε εδώ στη γη· ο Θεός είναι στον ουρανό, ας κοιτάξει τα κατ’
Αυτόν και εμείς εδώ στη γη να κοιτάξουμε τα δικά μας». Αυτοί ήταν οι
Σαδδουκαίοι… Και όμως κατελάμβαναν, παρακαλώ, και το αξίωμα του
αρχιερέως… </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Και τώρα η αγάπη του Χριστού είναι,
είναι…, το βάθος της ταπεινώσεως είναι καταπληκτικόν. Αφήνει τον εαυτό
Του ως άνθρωπο να Τον καταδικάσουν, τέτοιας φύσεως, τέτοιας μορφής,
τέτοια… -τι να πω, τι να πω; Τι χαρακτηρισμό να δώσω;- άνθρωποι… Τέτοιοι
αρχιερείς… Ούτε καν δε οι άνθρωποι αυτοί, σαν Σαδδουκαίοι που ήσαν-
ούτε καν αντελήφθησαν την θεία καταγωγή του Χριστού· που ήσαν εκ του
αξιώματός των, φύσει-θέσει εντεταλμένοι προς τούτο. Έπρεπε να
αναγνωρίσουν· για να φυλάξουν τον λαό από Ψευδομεσσίες και να υποδείξουν
τον αληθινό Μεσσία. Γι΄αυτό- υποκριτικά, βέβαια, πάντοτε- είπε ο
Καϊάφας που ήταν εν ενεργεία αρχιερεύς: «Πες μας», λέει, «σε ορκίζω εις
τον Θεό τον ζώντα, εσύ είσαι ο Μεσσίας;». Και ο Χριστός είπε εκείνο το
«Σύ εἶπας», που σημαίνει «Είναι όπως το λες, είμαι ο Μεσσίας». </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Και προσθέτει ο Χριστός το όραμα
και την προφητεία του Δανιήλ: «Και θα δείτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου
ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων» κλπ.
«Ναι, εγώ είμαι ο Μεσσίας». Υποκριτικά λοιπόν ο Καϊάφας σχίζει τα ιμάτιά
του: «Ακούσατε», λέγει, «εβλασφήμησε…». Μα δεν ζήτησες να σου πει ο
κατηγορούμενός σου ποιος είναι; Σου το είπε… Τον όρκισες; Με όρκον; Σου
το είπε! Αληθεύει. Γιατί δεν εξετάζεις αλλά σχίζεις τα ρούχα σου
υποκριτικότατα; Και ο Καϊάφας και το συνέδριον –εκτός εξαιρέσεων-
κατεδίκασαν τον Χριστόν εις θάνατον ως ψευδόχριστον, ως ψευδομεσσίαν..
Έτσι λοιπόν, βλέπει κανείς ότι ήταν εκ της θέσεώς του υποχρεωμένος για
να φυλάξει, επαναλαμβάνω, τον λαό από πλάνη, να δώσει εκείνος τη
μαρτυρία- αλλά η μαρτυρία του Καϊάφα ήταν να θανατωθεί ο Ιησούς. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Ας δούμε ακόμη αυτό το «ἄκακος»,
που λέγει ο απόστολος Παύλος στους χαρακτηρισμούς του Μεγάλου Αρχιερέως,
του Χριστού. Τι θα πει «ἄκακος»; Όπως λέει ο Ιερός Χρυσόστομος:
«ἀπόνηρος, οὐχ ὓπουλος», χωρίς πονηρία, χωρίς υπουλότητα· «κακίας
ἐλεύθερος», λέγει ένας άλλος, ο Ζιγαβηνός, «ἄδολος»· «δόλος γάρ φησί οὐχ
εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ», λέει ο Οικουμένιος. Και ο άγιος
Ιάκωβος ο αδελφόθεος: «ἀπείραστος κακῶν». </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">«καί ἀμίαντος»: ένας τρίτος
χαρακτηρισμός. «Τι είναι ἀμίαντος;», λέγει ο Ζιγαβηνός, «ἐπίτασις τοῦ
ἀκάκου, τό ἀμίαντον». Δηλαδή, για να τονιστεί περισσότερον αυτό που λέμε
«άκακος»- βάζει τον χαρακτηρισμό: «αμίαντος», δεν έχει μίασμα, δεν έχει
τίποτα, δεν έχει κηλίδα, δεν έχει «μῶμον», δεν έχει τίποτε…
Απηλλαγμένος, λοιπόν, παντός μολυσμού. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Όταν όμως σήμερα ακούμε, αγαπητοί
μου, ανήκουστα πράγματα μολυσμού εις τους κληρικούς μας, και διακόνους,
και πρεσβυτέρους, και αρχιερείς- αλήθεια, μας καταλαμβάνει ίλιγγος… το
τι ακούμε… </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Και ακόμα ένας χαρακτηρισμός:
«Κεχωρισμένος», λέγει, «ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν». Σώζει τους αμαρτωλούς, αλλά
είναι χωρισμένος από τους αμαρτωλούς. Και επειδή πάντα τύπος είναι ο
Χριστός-δηλαδή το αρχέτυπον- θα λέγαμε ότι ο κληρικός, ιδιαίτατα ο
αρχιερεύς, οφείλουν να μην είναι εκκοσμικευμένοι. Αυτό θα πει
«κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν», να είναι χωρισμένος από την
εκκοσμίκευσιν. Να μη χρησιμοποιούν τις μεθόδους του κόσμου τούτου, όπως
είναι η διπλωματία, όπως είναι οι συμβιβασμοί. Σήμερα, ο Οικουμενισμός,
αυτή η παναίρεσις – και δεν παύω να σας υπενθυμίζω την παρουσία του, η
οποία γίνεται εντονοτέρα και εντονοτέρα- καταβροχθίζει ο Οικουμενισμός
με όλη του την ευκολία και τη μεγαλοπρέπεια πολλούς εκ των συγχρόνων
αρχιερέων, αρχιεπισκόπων και πατριαρχών. Έτσι λοιπόν ένας σύγχρονος
αρχιερεύς δεν είναι «κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν», διότι όλα αυτά
είναι του διαβόλου κατασκευάσματα. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
αγνοούσε αυτούς τους ελιγμούς. Μάλιστα ένας σύγχρονος βιογράφος του
λέει: «Ήτανε το αδύνατό του σημείο»-εγώ θα έλεγα «το δυνατό του σημείο».
Δεν ήξερε να ελίσσεται, δεν ήξερε τους συμβιβασμούς της διπλωματίας,
γι΄αυτό μόλις του ειπώθηκε ότι είναι αντικανονικός, αμέσως παρητήθη από
την προεδρίαν της Β΄Οικουμενικής Συνόδου. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Και η Εκκλησία, αγαπητοί μου,
πάντοτε αναζήτησε ιερείς και αρχιερείς που να ανταποκρίνονται στο
αρχέτυπον Ιησούς Χριστός. Για παράδειγμα, στο βιβλίο της «Διδαχῆς»
αναφέρονται τα εξής. Προσέξατε και θα σας δείξω μετά ότι δεν μας είναι
θέματα που δεν μας ενδιαφέρουν. Εννοείται τον λαό του Θεού. Λέγει στην
ιε΄ παράγραφο το βιβλίον «Διδαχή»- είναι πολύ παλιό βιβλίο:
«Χειροτονήσατε οὖν ἑαυτοῖς-να χειροτονήσετε για τους εαυτούς σας, δηλαδή
για την τοπική σας εκκλησία- ἐπισκόπους καὶ διακόνους ἀξίους τοῦ Κυρίου
-να΄ναι άξιοι του Κυρίου, για να Τον αντιπροσωπεύουν- ἄνδρας πραεῖς-που
να είναι αυτοί άντρες πραείς, με πραΰτητα- καὶ ἀφιλαργύρους –να μην
είναι φιλάργυροι- καὶ ἀληθεῖς –να’ναι ήσυχοι, αληθινοί άνθρωποι, εκείνο
που είπε ο Χριστός για τον Ναθαναήλ· ήρθε ο Φίλιππος και του είπε, λέει
στον Ναθαναήλ «το και το» και όταν ο Χριστός είδε τον Ναθαναήλ είπε: «Να
ένας αληθινός Ισραηλίτης, που δεν υπάρχει δόλος εις το στόμα του…». Ο
ίσιος άνθρωπος, ο άδολος άνθρωπος. Αυτός είναι ο αληθινός. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">«Καὶ δεδοκιμασμένους», να έχουν
δοκιμαστεί, πρώτα θα δοκιμαστούν και κατόπιν θα χειροτονηθούν. Ποια ήταν
η βιοτή του; Πώς έζησε ανάμεσά μας αυτός ο άνθρωπος, για να τον
χειροτονήσουμε τώρα και να τον έχουμε κληρικό μας; Ο δε άγιος Ιγνάτιος ο
Θεοφόρος γράφει εις τον άγιο Πολύκαρπο, επίσκοπο Σμύρνης, μάλιστα
φεύγει από την Αντιόχεια, την επισκοπή του και πηγαίνει δια ξηράς στη
Ρώμη για να μαρτυρήσει. Έτσι περπατώντας πέρασε από την Σμύρνη, την
επισκοπή του αγίου Πολυκάρπου. Και γράφει εκεί. Προχώρησαν προς τα πάνω,
ψηλά, βόρεια δηλαδή, στους Φιλίππους κλπ. κλπ. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Γράφει λοιπόν από τους Φιλίππους,
γράφει στον άγιο Πολύκαρπο τα εξής: «Πρέπει, Πολύκαρπε θεομακάριστε,
συμβούλιον ἀγαγεῖν θεοπρεπέστατον-Ποιο είναι το «θεοπρεπέστατον
συμβούλιον»; Είναι η Σύνοδος. Και το λέει «θεοπρεπέστατον». Ναι…Έτσι
πρέπει να είναι η Σύνοδος- «καὶ χειροτονῆσαί τινα-και να χειροτονήσετε
κάποιον-, ὃν ἀγαπητὸν λίαν ἔχετε -από ανάμεσά σας που να είναι, λέγει,
αγαπητός, προσεκτικός άνθρωπος- καὶ ἄοκνον – άοκνος, όχι τεμπέλης,
προκομμένος θα τον λέγαμε με έναν γενικό χαρακτηρισμό, προκομμένος
άνθρωπος που αγαπάει τον Θεό, αγαπάει τα του Θεού-, ὃς δυνήσεται –ο
οποίος θα μπορέσει- θεοδρόμος καλεῖσθαι –να αποκληθεί θεοδρόμος, ότι
είναι στον δρόμο του Θεού, δηλαδή του Θεού άνθρωπος- τοῦτον καταξιῶσαι,
ἵνα πορευθεὶς εἰς Συρίαν –να πάει στη Συρία, στην Αντιόχεια- δοξάσῃ ὑμῶν
τὴν ἄοκνον ἀγάπην εἰς δόξαν Θεοῦ». Βλέπετε τι γράφει ο άγιος Ιγνάτιος
στον άγιο Πολύκαρπο; Ποιος θα αντικαταστήσει τον άγιο Ιγνάτιο που
πηγαίνει για το μαρτύριο; Είναι στην έβδομη παράγραφο αυτά που σας λέγω,
«Πρός ἃγιον Πολύκαρπον». </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Αγαπητοί. Αυτά όλα λέγονται και
προβάλλονται για να γνωρίζει ο λαός ποιους πρέπει να έχει ως ποιμένας
και διδασκάλους στην εκκλησία του. Δεν επιτρέπεται άγνοια· γιατί τότε
λύκοι θα κυβερνούν και θα κατασπαράσσουν την ψυχή σας. Ο Κύριος μας
δίδαξε ότι «ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν
ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ -τον ακολουθούν τα
πρόβατα, τα λογικά πρόβατα-, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ-γιατί γνωρίζουν
την φωνή του-· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν –ξένον, αλλότριον στα του
Θεού δεν τον ακολουθούν-, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ -φεύγουν μακριά
του-, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν- γιατί δεν αναγνωρίζουν των
ξένων την φωνήν». </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Αλλά και ο Θεός δια του προφήτου
Ιερεμίου διαμαρτύρεται και λέγει: «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν
ἀμπελῶνά μου –Πολλοί ποιμένες, λέει, διέφθειραν τον αμπελώνα του· ο
αμπελώνας του είναι ο λαός του Θεού-, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου -ήτανε ο
περιούσιος λαός η μερίδα του Θεού, ήταν ο Ισραήλ· ἐμόλυναν, βρώμισαν τη
μερίδα μου, τον λαό μου- ἔδωκαν τὴν μερίδα τὴν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον
ἄβατον, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνὴρ τιθέμενος ἐν καρδίᾳ- και την επισκοπή μου,
λέει ο Θεός, τον λαό μου, τον έκαναν έρημο-πώς λέμε: «έρημος τόπος»- τον
ερήμαξαν και προσέξτε μια φρασούλα που λέει ο προφήτης Ιερεμίας και που
είναι στο δωδέκατο κεφάλαιο ανάμεσα στους στίχους 10ον και 11ον,
ακούστε: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνὴρ τιθέμενος ἐν καρδίᾳ», δηλαδή: «και όμως,
κανείς δεν θέτει αυτό στην καρδιά του και δεν το συναισθάνεται ότι
μπορεί να έχει κληρικούς, οι οποίοι κατεσθίουν την ποίμνη του λαού του
Θεού». Κανείς δεν το ΄βαλε στο μυαλό του, λέει, να αντιδράσει. Και
συμπληρώνει ο προφήτης: «Ὦ οἱ ποιμένες, οἱ διασκορπίζοντες καὶ
ἀπολλύοντες τὰ πρόβατα τῆς νομῆς μου. διὰ τοῦτο ὑμεῖς διεσκορπίσατε τά
πρόβατά μου καὶ ἐξώσατε αὐτὰ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθε αὐτά, ἰδοὺ ἐγὼ ἐκδικῶ
ἐφ᾿ ὑμᾶς κατὰ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν· ὅτι ἱερεὺς καὶ προφήτης
ἐμολύνθησαν καὶ ἐν τῷ οἴκῳ μου εἶδον πονηρίας αὐτῶν-μέσα στον οίκο μου,
εις τον ναό, είδα τις βρωμιές τους», λέει ο Θεός. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Αγαπητοί. Γι΄αυτό η Εκκλησία μας
προβάλλει αγίους άνδρας, όπως τον σήμερον εορταζόμενον άγιον Γρηγόριον
τον Θεολόγον, για να καθρεπτιζόμαστε στην εκείνων βιοτήν με αρχέτυπον
τον Ιησούν Χριστόν, για να δοξάζεται ο Χριστός και να οικοδομείται η
Εκκλησία Του, αμήν. </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο, </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">απομαγνητοφώνηση και ηλεκτρονική επιμέλεια κειμένου: </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<div><span style="font-size: large;">ΠΗΓΗ: </span></div>
<div><span style="font-size: large;"> </span></div>
<span style="font-size: large;">http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/mnhmh_agivn/mnhmh_agivn_002.mp3 <br /></span>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-26668742429261363962021-01-25T17:36:00.001+02:002021-01-25T17:36:24.535+02:00 Δύο κείμενα του Αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-wHRmOTj4ecQ/YA7lb9_wSDI/AAAAAAAAn3o/Aq1sfTXFcaUrd8grj9jePWpqFhazKmEmgCLcBGAsYHQ/s720/10357197_481712458633698_4688768291623017359_n.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="540" data-original-width="720" src="https://1.bp.blogspot.com/-wHRmOTj4ecQ/YA7lb9_wSDI/AAAAAAAAn3o/Aq1sfTXFcaUrd8grj9jePWpqFhazKmEmgCLcBGAsYHQ/s320/10357197_481712458633698_4688768291623017359_n.jpg" width="320" /></a></div><br /><p><br /><br />Σήμερα που λόγια μας για τους μεγάλους Πατέρες πολύ δύσκολα γίνονται πράξεις χριστιανικές, χρειάζεται πιο συχνά να ακούγεται η ίδια η φωνή των μεγάλων Δασκάλων και Προστατών τής Παιδείας μας. Οι σεπτές μορφές τους αναπόφευκτα στέκονται μέτρο για τη σύγκρισή μας με την πλατιά αρετή, το βαθύ στοχασμό και τη δυνατή χριστιανική σκέψη.<br /><br />Στο σημερινό σημείωμα παραθέτουμε σε μετάφρασή μας αποσπάσματα από το λόγο τού Γρηγορίου του Θεολόγου «Για την αγάπη των φτωχών», στα μέτρα πάντα του φιλόξενου χώρου της εφημερίδας.<br /><br />Μετέφρασα το Αρχαίο κείμενο της “Patrologia Gzaesa” τού Migne, έχοντας υπόψη μου και την αντίστοιχη λατινική μετάφραση. Στο πρώτο κείμενο ο Γρηγόριος φιλοσοφεί χριστιανικά πάνω στη διφυή και αντινομική φύση τού ανθρώπου· στο δεύτερο εξετάζει την αρρώστια μέσα από τη χριστιανική σκέψη και φιλανθρωπία. Η αγάπη, και ιδιαίτερα των φτωχών και των αδυνάτων, είναι η πιο βασική αρχή τού Χριστιανισμού και δεν πρέπει ούτε στιγμή να την ξεχνούν οι σημερινοί κήρυκες και μαθητές τού Ναζωραίου.<br />ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ<br /><br /> <br />ΤΟ ΣΩΜΑ<br />«Εχθρός εστίν ευμενής και φίλος επίβουλος».<br /><br />«Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς ενώθηκα με το σώμα και πώς είμαι εικόνα Θεού, και σύγκαιρα ζυμώνομαι με τη λάσπη. Αυτό, όταν υγιαίνει, με πολεμάει, κι όταν το πολεμώ, με γεμίζει ανία. Αυτό και ως ομόδουλο το αγαπώ και ως εχθρό το σιχαίνομαι· είναι το μισητό πεδούκλι, αλλά κι ο σεβαστός συγκληρονόμος μου. Προσπαθώ να το αδυνατίσω, αλλά τότε δεν έχω βοηθό για τα λαμπρά έργα· ξέρω βέβαια για ποιον σκοπό γεννήθηκα κι ότι πρέπει με τις πράξεις μου να ανεβώ στο Θεό.<br /><br />»Όταν ως σύντροφό μου το λυπάμαι και του φέρομαι με λεπτότητα, δεν έχω πώς να αποφύγω την επανάστασή του· πώς να μην εκπέσω από το Θεό, καθώς με βαρύνουν τα δεσμά του σώματος, που είτε με παρασύρουν στη γη είτε με κρατούν σε αυτή. Είναι ο ευνοϊκός εχθρός κι ο κακόβουλος φίλος μου. Ώ θαυμαστή σύζευξη κι αποξένωση! Ακολουθώ αυτό που φοβάμαι, και φοβούμαι αυτό που αγαπώ. Προτού πολεμήσω, συμφιλιώνομαι και προτού ειρηνεύσω, διαφωνώ. Ποια η σοφία μου; Τί μυστήριο είναι αυτό που μου συμβαίνει;<br /><br />Μήπως άραγε θέλει ο Θεός (για να μην περιφρονούμε τον Δημιουργό από παρ’ αξίαν περηφάνια και έπαρση), μια που είμαστε τμήμα του και προήλθαμε άνωθεν, στην πάλη και τον αγώνα με το σώμα να μην παίρνουμε ποτέ το βλέμμα μας από το Θεό, και να αποτελεί η σύμφυτη αδυναμία μας τρόπο, για να συγκρατούμε την ιδιότητά μας. Για να ξέρουμε ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε ταυτόχρονα μέγιστοι κι ασημότατοι, επίγειοι κι ουράνιοι, προσωρινοί κι αθάνατοι, κληρονόμοι φωτός και πυρός, ή κληρονόμοι σκότους ανάλογα με τη δική μας συναίνεση. Αυτή είναι η ιδιοσυστασία μας· κι αυτό συμβαίνει, όπως εγώ τουλάχιστο καταλαβαίνω, για τον εξής σκοπό, για να μας βαρύνει και να μας ταπεινώνει η γήϊνη ιδιότητά μας, κάθε φορά που περηφανευόμαστε για τη θεία μας συγγένεια».<br /><br /> <br />Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ<br />«Ούκουν περιοπτέον ουδέ αμελητέον τών προεμπεσόντων εις την κοινήν ασθένειαν».<br /><br />«Όλοι είμαστε ένα μπροστά στον Κύριο, και πλούσιοι και φτωχοί, και δούλοι και ελεύθεροι, και γέροι και άρρωστοι· μια κεφαλή όλων υπάρχει, απ’ όπου προέρχονται τα πάντα, ο Χριστός· κι όποια σχέση έχουν μεταξύ τους τα μέλη τού σώματος, αυτή τη σχέση έχει καθένας χωριστά με τον άλλο, κι όλοι μαζί με όλους. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ούτε να παραμελούμε αυτούς που πρώτοι έπεσαν στην κοινή για όλους ασθένεια. Και περισσότερο πρέπει να λυπούμαστε που οι αδελφοί μας είναι άρρωστοι, παρά να είμαστε ικανοποιημένοι που εμείς οι ίδιοι υγιαίνουμε. Ασφαλώς πρέπει να θεωρούμε ότι η σωτηρία τών σωμάτων και των ψυχών μας βρίσκεται στο εξής, στο να δείχνουμε φιλανθρωπία και συμπάθεια σε εκείνους.<br /><br />»Οι άρρωστοι έχουν μεγαλύτερο το φόβο τής αρρώστιας παρά την ελπίδα τής υγείας. Έτσι, ασήμαντη είναι και η βοήθειά τους από την ελπίδα, που είναι το μοναδικό φάρμακο για τους δυστυχισμένους… Εκτός λοιπόν από τη φτώχεια, ένα άλλο κακό είναι και η αρρώστια, το πιο ανεπιθύμητο από τα κακά και το πιο βαρύ… Εγώ τουλάχιστον πολλά δάκρυα χύνω για τη δυστυχία τους· [τών ασθενών συνανθρώπων μας]· και μόνο που θυμάμαι, ταράσσομαι».</p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-14866810458422800542021-01-25T17:30:00.001+02:002021-01-25T17:30:07.495+02:00Οι πρωτοποριακοί λόγοι του αγ. Γρηγορίου Θεολόγου για τη γυναίκα Ευαγόρας Μαχαιρά<p><br /><span class="pdate"></span>
</p><div class="text_content" id="pagination-88295">
<div class="pagination__item">
<p style="text-align: justify;"><em>Ο σήμερα τιμώμενος άγ. Γρηγόριος ο
Ναζιανζηνός, στον οποίο η Εκκλησία απέδωσε τον ιδιαίτερο τίτλο
«Θεολόγος», υπήρξε εκτός των άλλων ένας φλογερός υπέρμαχος της
κοινωνικής δικαιοσύνης, ειδικά στο ζήτημα της αδικίας που υφίστανται οι
γυναίκες, αλλά και στο πρόβλημα της δουλείας. Για το δεύτερο, λ.χ.,
θεωρούσε πως η δουλεία είναι μία εξοργιστική παρά φύση κατάσταση, όπου
οι άνθρωποι βάζουν πάνω από τον Θεό τη δική τους εξουσία, και ταιριάζει
μόνο στα χωρίς λογική ζώα.</em></p>
<p style="text-align: justify;"><em>Στο ζήτημα ειδικά της κοινωνικής
καταπίεσης των γυναικών, η διδασκαλία του είναι πολύπλευρη και
εντυπωσιακή. Τουλάχιστον δεκαπέντε αιώνες (!) πριν από τα κηρύγματα του
19ου αιώνα για τα γυναικεία δικαιώματα, ο μεγάλος Καππαδόκης ιεράρχης
κατήγγειλε ευθέως και ευθαρσώς τη συστηματική αδικία που προέβλεπαν οι
κοινωνικοί νόμοι για το μισό του πληθυσμού. Με τους λόγους του, μάλιστα,
ανατρέπει την κρατούσα άποψη, που θεωρεί την άδικη νομοθεσία σαν προϊόν
της θείας βούλησης και επισημαίνει πως η Δικαιοσύνη του Θεού απαιτεί
την ισότητα όλων των πλασμάτων Του.</em></p>
<p style="text-align: justify;"><em>Ας δούμε όμως τους πιο αντιπροσωπευτικούς από αυτούς τους λόγους του:</em></p>
<p style="text-align: justify;"> <a href="https://www.pemptousia.gr/wp-content/uploads/2015/01/gr8eolgyn2.jpg"><img alt="gr8eolgyn2" class="aligncenter size-full wp-image-88314" height="740" src="https://www.pemptousia.gr/wp-content/uploads/2015/01/gr8eolgyn2.jpg" width="517" /></a></p>
<p style="text-align: justify;">Δεν δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, δεν
επαινώ την κοινωνική συνήθεια. Οι νομοθέτες ήταν άνδρες, γι’ αυτό η
νομοθεσία είναι κατά των γυναικών. Γι’ αυτό και δώσανε τα παιδιά στην
εξουσία του πατέρα, αφήνοντας χωρίς φροντίδα το ασθενέστερο.</p>
<p style="text-align: justify;">Ο Θεός όμως δε φέρθηκε έτσι, αλλά έδωσε
την εντολή: “τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, για να ζήσεις
καλά”, που είναι η πρώτη εντολή στην παλαιά διαθήκη.</p>
<p style="text-align: justify;"> Βλέπετε την ισότητα της νομοθεσίας.
Ένας είναι ο δημιουργός του άντρα και της γυναίκας, και από μια σάρκα
είναι και οι δύο, προέρχονται από μία εικόνα του Θεού, και υπάρχει γι’
αυτούς ένας νόμος, ένας θάνατος, μία ανάσταση. Έχουμε γίνει και από
άντρα και από γυναίκα. Ένα χρέος οφείλεται από τα παιδιά στους γονείς.
Πώς λοιπόν εσύ απαιτείς συζυγική πίστη από τη γυναίκα σου, ενώ ο ίδιος
δεν την προσφέρεις; Πώς ζητάς εκείνο το οποίο δεν δίνεις; Πως βγάζεις
διαφορετικούς νόμους για σώμα όμοιο και ισάξιο με το δικό σου;</p>
<p style="text-align: justify;">Αν μάλιστα εξετάζεις τα χειρότερα,
πρόσεξε το εξής: Αμάρτησε η Εύα; Το ίδιο έκανε και ο Αδάμ. Και τους δύο
τους εξαπάτησε ο όφις. Δε βρέθηκε ο ένας πιο αδύναμος και ο άλλος πιο
δυνατός. Αλλά εξετάζεις τα καλύτερα; Και τους δύο τους σώζει ο Χριστός
με το πάθος του. Έγινε άνθρωπος για τον άνδρα; Το ίδιο έγινε και για τη
γυναίκα. Πέθανε για χάρη του άνδρα; Σώζεται όμως και η γυναίκα με το
θάνατό Του.</p>
<p style="text-align: justify;">Λέγεται ότι ο Χριστός προέρχεται από το
σπέρμα Δαβίδ. Νομίζεις ενδεχομένως ότι με αυτό τιμάται ο άντρας;
Γεννιέται όμως από την Παρθένο και αυτό είναι υπέρ των γυναικών. «Θα
γίνουν», μεν λοιπόν, λέγει, «οι δύο, μία σάρκα» (Γέν. 2, 24). Και αυτή η
μία σάρκα ας έχει την ίδια τιμή.</p>
</div>
</div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-9825349557701641452021-01-25T17:28:00.003+02:002021-01-25T17:28:25.977+02:00“Ο Βίος του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου”.(π. Γεώργιος Φλορόφσκυ) Συγγραφέας: kantonopou <p><br /></p><div class="entry">
<div>
<div style="text-align: center;"><a href="http://fdathanasiou.files.wordpress.com/2012/01/eikones.jpg" rel="prettyPhoto[12170]"><img alt="" border="0" height="200" src="http://fdathanasiou.files.wordpress.com/2012/01/eikones.jpg?w=112&h=200" width="112" /></a></div>
<p style="text-align: justify;"><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Ο
Γρηγόριος άφησε πολλά αυτοβιογραφικά κείμενα, και οι περιγραφές που μας
δίνει για τη ζωή του είναι γεμάτες από λυρισμό και δραματικότητα. Εκ
φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την
απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Όμως εκλήθη από το
θέλημα του Θεού και τις επιθυμίες των άλλων προς λόγους, έργα, και
ποιμαντική διακονία σε μια περίοδο υπερβολικής συγχύσεως και αναταραχής.
Σε όλη του τη ζωή, που ήταν γεμάτη από θλίψεις και επιτεύγματα,
υποχρεώνονταν συνεχώς να καταπνίγει τις φυσικές του επιθυμίες και τους
φυσικούς του πόθους.</strong></span></span><strong>Ο Γρηγόριος γεννήθηκε
περί το 330 στην Αριανζό, στο υποστατικό του πατέρα του κοντά στη
Ναζιανζό, «στη μικρότερη από τις πόλεις» της νοτιοδυτικής Καππαδοκίας. Ο
πατέρας του, που στη νεότητά του ανήκε στην αίρεση των Υψισταρίων, ήταν
επίσκοπος Ναζιανζού. Η μητέρα τού Γρηγορίου ήταν η κυριαρχούσα μορφή
στην οικογένεια. Υπήρξε ο «δάσκαλος της ευσέβειας» για τον άνδρα της και
«επέβαλε αυτή τη χρυσή αλυσίδα» στα παιδιά της. Και η κληρονομικότητα
και η εκπαίδευσή του ενίσχυσαν τον συναισθηματισμό, την ικανότητα
διεγέρσεως αισθημάτων, και την ικανότητα άμεσου εντυπωσιασμού του
Γρηγορίου, καθώς και την αποφασιστικότητά του και τη δύναμη της θελήσεώς
του. Διατηρούσε πάντα θερμές και στενές σχέσεις με τους συγγενείς του
και συχνά τους θυμότανε.</strong></p>
</div>
<div style="text-align: justify;"><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Από
τα παιδικά του χρόνια ο Γρηγόριος διακρίνονταν από μιά «φλογερή αγάπη
για τη μελέτη». «Προσπαθούσα να κάνω τις ανήθικες επιστήμες να
υπηρετήσουν τις καλές», έλεγε. Σύμφωνα με τη συνήθεια των χρόνων
εκείνων, τα χρόνια σπουδής τού Γρηγορίου ήταν χρόνια περιπλανήσεως.</strong></span></span></div>
<div style="text-align: justify;"><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Έλαβε
πλήρη μόρφωση στη ρητορική και τη φιλοσοφία στην πατρίδα του Ναζιανζό,
στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην
Αλεξάνδρεια, και τέλος στην Αθήνα. Ανέβαλλε το βάπτισμά του ως ότου
έγινε ώριμος άνδρας.Στην Αλεξάνδρεια ο Γρηγόριος είχε πιθανώς δάσκαλο
τον Δίδυμο. Στην Αθήνα συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Βασίλειο, τον
οποίον είχε νωρίτερα συναντήσει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, και ο
οποίος ήταν ακριβώς στα χρόνια του. Ο Γρηγόριος θυμόταν πάντα τα χρόνια
εκείνα στην Αθήνα με ευχαρίστηση: «Αθήναι και παίδευσις». Όπως έγραψε
αργότερα, ήταν στην Αθήνα που αυτός, όπως ο Σαούλ, «ζήτησε τη γνώση και
βρήκε την ευτυχία». Αυτή η ευτυχία ήταν η φιλία του με τον Βασίλειο, που
του έδωσε περισσότερη χαρά και περισσότερο πόνο από οποιονδήποτε άλλον.
«Γίναμε τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Είμαστε ομόστεγοι, ομοδίαιτοι,
αδέλφια· η αγάπη μας για τη μάθηση ήταν ο μοναδικός σκοπός μας. Και η
αγάπη του ενός για τον άλλον συνέχεια μεγάλωνε. Τα είχαμε όλα κοινά, και
είχαμε μια ψυχή που ήταν σε δυό χωριστά σώματα». Η ενότητά τους ήταν
ενότητα εμπιστοσύνης και φιλίας. Οι πειρασμοί των «βλαβερών Αθηνών» δεν
τους απέσπασαν Ήξεραν μόνο δυο δρόμους. Εναν που οδηγούσε στην εκκλησία
και τους θρησκευτικούς διδασκάλους τους. Και έναν άλλον που οδηγούσε
στους διδασκάλους των κοσμικών επιστημών. Θεωρούσαν ως το σπουδαιότερο
πράγμα το να είναι και να ονομάζονται Χριστιανοί. «Είχαμε και οι δυο μια
μόνη επιδίωξη, την αρετή, και ένα μόνο σκοπό, που ήταν να απαρνηθούμε
τον κόσμο όσο θα έπρεπε να ζήσουμε μέσα σ’ αυτόν, και να ζούμε για τη
μέλλουσα ζωή». Κατά την περίοδο αυτήν της ασκητικής ζωής σπούδασαν τη
φιλοσοφία και τη θρησκεία.</strong></span></span><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong> </strong></span></span>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Ο
Γρηγόριος παρέμεινε πάντα ένας «εραστής της παιδεύσεως». «Είμαι ο
πρώτος των εραστών της σοφίας», έλεγε. «Τίποτε δεν προτιμώ περισσότερο
από τις σπουδές μου, και δεν θέλω η Σοφία να με ονομάσει φτωχό δάσκαλο».
Ονομάζει τη φιλοσοφία ως τον «αγώνα να κερδίσει κανείς ό,τι είναι πιο
πολύτιμο από όλα». Σ’ αυτήν περιλάμβανε και την «θύραθεν» παίδευση:</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>«παίρνουμε
κάτι χρήσιμο για την ορθοδοξία μας ακόμα και από τις κοσμικές
Επιστήμες. ‘Από εκείνο που είναι κατώτερο μαθαίνουμε για κείνο που είναι
ανώτερο, και μετατρέπουμε αυτήν την αδυναμία σε δύναμη της διδασκαλίας
μας. Ο Γρηγόριος εξακολούθησε να υπερασπίζεται την πολυμάθεια και
αργότερα στη ζωή του. «Καθένας που έχει μυαλό θα αναγνωρίζει ότι η
“παίδευσις” είναι για μας “το πρώτον των αγαθών”. Και δεν εννοώ μόνον
την ευγενέστερη και δική μας (χριστιανική) παίδευση, η οποία περιφρονεί
τον εξωραϊσμό και το μακρόσυρτο του λόγου και ενδιαφέρεται μόνο για τη
σωτηρία και τη θεωρία του κάλλους, αλλά και την κοσμική (την «έξωθεν»)
παίδευση, την οποία πολλοί Χριστιανοί κακώς απεχθάνονται ως ψεύτικη,
επικίνδυνη, και απέχουσα από του Θεού. Αλλά δεν θα προτάξουμε τη
δημιουργία έναντι του Δημιουργού της. Η παίδευση δεν πρέπει να
περιφρονείται, όπως νομίζουν μερικοί. Αντίθετα, θα έπρεπε να
αναγνωρίζουμε ότι εκείνοι που έχουν τέτοια γνώμη είναι ανόητοι και
αμαθείς. Θέλουν καθένας να είναι σαν κι αυτούς, ώστε μέσα στη γενική
αμάθεια να μη φαίνεται η δική τους άγνοια». Αυτά ειπώθηκαν από τον
Γρηγόριο στην κηδεία του Βασιλείου. Δεν ήθελε να ξεχάσει ποτέ τα
μαθήματα των Αθηνών, και αργότερα κατήγγειλε τον Ιουλιανό τον Αποστάτη
γιατί απαγόρευε στους Χριστιανούς να διδάσκουν ρητορική και κοσμικές
Επιστήμες.</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Στην
Αθήνα ο Γρηγόριος είχε διδασκάλους τον Ιμέριον και τον Προαιρέσιον, ο
οποίος ήταν πιθανώς Χριστιανός. Πιθανότατα δεν υπήρξε μαθητής του
Λιβανίου. Σπούδασε αρχαία φιλολογία, ρητορική, ιστορία, και ιδιαίτερα
φιλοσοφία. Το 358 ή 359 επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο Βασίλειος είχε ήδη
φύγει από την Αθήνα, και η πόλη είχε αδειάσει και είχε περιπέσει σε
κατάπτωση. Ο Γρηγόριος βαφτίστηκε, και αποφάσισε να απαρνηθεί τη
σταδιοδρομία του ρήτορος. Τον προσήλκυσε το ιδεώδες της σιωπής και
ονειρευόταν την καταφυγή του στα βουνα ή την έρημο. Ήθελε να «έλθει σε
στενή κοινωνία με τον Θεό και να φωτιστεί πλήρως από τις ακτίνες του
Πνεύματος, χωρίς τίποτε το γήινο να σκιάζει ή να εμποδίζει το Θείο φως,
και να προσεγγίσει την Πηγή της εξαίσιας λάμψεως και να σταματήσει όλες
τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες. Με αυτόν τον τρόπο οι φαντασιώσεις μας
αντικαθίστανται από την αλήθεια». Oι μορφές του Ηλία και του Ιωάννη του
Βαπτιστή προκαλούσαν τον θαυμασμό του. Αλλά ταυτόχρονα νικήθηκε από
«την αγάπη του για τα Θεία βιβλία και το φως του Πνεύματος, που
αποκτάται με τη μελέτη του λόγου του Θεού. Τέτοιες μελέτες είναι
αδύνατες στη σιωπή της ερήμου». Εκτός, όμως, από αυτό, εκείνο που
κράτησε τον Γρηγόριο μέσα στον κόσμο ήταν ότι αγαπούσε τους γονείς του
και θεωρούσε καθήκον του να τους βοηθήσει. «Αυτή η αγάπη ήταν βαρύ
φορτίο που με κρατούσε στη γη».</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Ο
Γρηγόριος εξακολουθούσε να ζει μια αυστηρή ασκητική ζωή ακόμα και μέσα
στις κοσμικές διασπάσεις του πατρικού του σπιτιού. Προσπαθούσε να
συνδυάσει μια ζωή αδέσμευτης (καθαρής) θεωρίας με μια ζωή προσφοράς στην
κοινωνία, και περνούσε τον καιρό του με νηστεία, μελέτη του Λόγου του
Θεού, προσευχή, μετάνοια, και αγρυπνία. Όλο και πιο πολύ τον τραβούσε η
έρημος του Πόντου, όπου ο Βασίλειος ζούσε μια αυστηρή ασκητική ζωή.
Καθώς πλησίαζε τον Θεό, ο Βασίλειος του φαίνονταν να «καλύπτεται με
σύννεφα, όπως οι σοφοί άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης». Ο Βασίλειος κάλεσε
τον Γρηγόριο να συμμεριστεί τους σιωπηλούς αγώνες του, αλλά ο Γρηγόριος
δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει αμέσως την επιθυμία του. Ακόμα και ύστερα η
αναχώρησή του ήταν μόνο προσωρινή. Αργότερα αναλογίζονταν με χαρά και
ανέμελη διάθεση το χρόνο που πέρασε στον Πόντο, μια χρονική περίοδο
στερήσεων, αγρυπνίας, ψαλμωδίας, και μελέτης. Οι δυο φίλοι διάβασαν την
Αγία Γραφή και τα έργα τού Ωριγένη καθώς τα χρόνια της μαθήσεώς τους
συνεχίζονταν.</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Οι
σπουδές του Γρηγορίου τέλειωσαν όταν γύρισε από τον Πόντο. Ο πατέρας
του, ο Γρηγόριος ο Πρεσβύτερος, μόλις και με δυσκολία κατάφερνε να ασκεί
τα καθήκοντά του ως επίσκοπος. Δεν είχε ούτε τα πνευματικά εφόδια ούτε
τη δύναμη θελήσεως που χρειάζονταν για να αντιμετωπίσει τις λογομαχίες
και αντιθέσεις που οργίαζαν ολόγυρά του. Χρειάζονταν κάποιον να τον
βοηθήσει, και διάλεξε το γυιό του. Αυτό ήταν μια «τρομερή καταιγίδα» για
τον νεώτερο Γρηγόριο. Ο Γρηγόριος ο Πρεσβύτερος είχε εξουσία επάνω του
και ως πατέρας του και ως επίσκοπός του. Και τώρα έδεσε το γυό του μαζί
του με ακόμα πιο γερά πνευματικά δεσμά. Ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε βίαια
και «παρά την θέλησή του» από τον πατέρα του. «Πικράθηκα τόσο πολύ από
αυτή τη βίαιη ενέργεια», έγραψε ο Γρηγάριος, «ώστε ξέχασα τα πάντα:
φίλους, γονείς, την πατρίδα μου και τους συμπατριώτες μου. Σαν βόδι που
το τσίμησε αλογόμυγα, γύρισα στον Πόντο, ελπίζοντας να βρω θεραπεία της
λύπης μου στον αφοσιωμένο φίλο μου». Τα αισθήματα πικρίας που είχε
καταπραύνθηκαν με τον χρόνο.</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Η
χειροτονία του Γρηγορίου έγινε τα Χριστούγεννα του 361, αλλά γύρισε στη
Ναζιανζό μόνο κατά το Πάσχα του 362. Ανέλαβε τα καθήκοντά του ως
πρεσβύτερος διαβάζοντας το περίφημο κήρυγμά του που αρχίζει με τις
λέξεις: «Αυτή είναι η ημέρα της αναστάσεως… Ας φωτιστούμε από αυτήν την
εορτή». Σ΄ αυτό το κήρυγμα περιέγραψε το υψηλό ιδανικό που είχε για την
ιερωσύνη. Ο Γρηγόριος είχε την αίσθηση ότι οι σύγχρονοί του ιεράρχες
απείχαν πολύ από αυτό το ιδεώδες, αφού οι περισσότεροί τους έβλεπαν τή
θέση τους ως «μέσον συντηρήσεως. Φαίνονταν ότι αναμένονταν λιγότερα από
τους ποιμένες των ψυχών παρά από τους ποιμένες ζώων. Ήταν αυτή η
συνείδηση των υψηλών απαιτήσεων από τους κληρικούς, που έκανε τον
Γρηγόριο να επιχειρήσει να αποφύγει τα καθήκοντα που θεωρούσε ότι ήταν
ανάξιος και ανίκανος να εκπληρώσει.</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Ο
Γρηγόριος παρέμεινε στη Ναζιανζό ως βοηθός του πατέρα του σχεδόν δέκα
χρόνια, ελπίζοντας ότι θα τα κατάφερνε να αποφύγει να κληθεί να γίνει
επίσκοπος. Οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Το 372, για μια ακόμα φορά χωρίς
τη θέλησή του, ο Γρηγόριος εκλέχθηκε επίσκοπος Σασίμων, «ενός μέρους
χωρίς νερό ή βλάστηση, χωρίς καμιά ευκολία, ενός πληκτικού και
στενόχωρου μικρού χωριού. Υπάρχει σκόνη παντού, θόρυβοι αρμάτων, θρήνοι,
στεναγμοί, πράκτορες, όργανα βασανισμού, και αλυσίδες. Οι κάτοικοι
είναι περαστικοί ξένοι και πλάνητες».</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Η
πικρία που ο Γρηγόριος δοκίμασε με τη νέα αυτή τυραννική ενέργεια, που
ήταν αντίθετη με την επιθυμία του να ζήσει σε απομόνωση, μεγάλωσε από το
γεγονός ότι αυτή επικυρώθηκε από τον στενότερο φίλο του, τον Βασίλειο. Ο
Γρηγόριος αγανάκτησε γιατί ο Βασίλειος δεν έδειξε καμιά κατανόηση για
τη λαχτάρα που είχε να ζήσει με σιωπή και ειρήνη, και γιατί τον
υποχρέωσε να εμπλακεί στον αγώνα του να διατηρήσει υπό τον έλεγχό του
την περιοχή της επισκοπικής δικαιοδοσίας του. Ο Βασίλειος είχε συστήσει
την επισκοπή Σασίμων για να ισχυροποίησει τη θέση του έναντι του Ανθίμου
Τυανέων. «Με κατηγορείς για νωθρότητα και αδράνεια», έγραφε ο Γρηγόριος
ενοχλημένος στον Βασίλειο, «γιατί δεν κατέλαβα τη θέση των Σασίμων,
γιατί δεν δρω ως επίσκοπος, και γιατί δεν οπλίζομαι να πολεμήσω στο
πλευρό σου κατά τον τρόπον που τα σκυλιά, όταν τους ρίξουν ένα κόκκαλο,
μάχονται μεταξύ τους». Ο Γρηγόριος δέχτηκε την εκλογή του με λύπη και
χωρίς να το θέλει. Υποχώρησα στη βία, όχι στις πεποιθήσεις μου». «Για
μια ακόμη φορά καθαγιάστηκα και το Πνεύμα εκχύθηκε επάνω μου, και κλαίω
πάλι και θρηνώ».</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Η
χαρά του Γρηγορίου γι’ αυτήν τη φιλία ποτέ δεν αποκαταστάθηκε. Πολύ
αργότερα στην κηδεία του Πατέρα του παραπονιόταν, παρόντος του
Βασιλείου, ότι «κάνοντάς με ιερέα με παραδώσατε στην ταραχώδη και
επίβουλο αγορά των ψυχών, για να υποστώ τις δυστυχίες της ζωής».
Επέπληξε τον Βασίλειο εντονότερα, λέγοντας: «Αυτό είναι το αποτέλεσμα
των Αθηνών, η κοινή μελέτη μας, η ζωή μας κάτω από την ίδια στέγη, η
συντροφιά μας στο ίδιο τραπέζι, η ομοψυχία των δυο μας, τα θαυμάσια της
Ελλάδος, και οι κοινοί όρκοι μας να αρνηθούμε τον κόσμο. Όλα
καταστράφηκαν! Όλα γκρεμίστηκαν! Ας χαθεί από τον κόσμο ο νόμος της
φιλίας, αφού τόσο λίγο σέβεται τη φιλία». Ο Γρηγόριος τελικά πήγε στα
Σάσιμα. αλλά. όπως παραδέχεται ο ίδιος, «δεν επισκέφτηκα την εκκλησία
που μου δόθηκε, δεν λειτούργησα εκεί, δεν προσευχήθηκα με τον λαό, και
δεν χειροτόνησα ούτε έναν κληρικό».</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Ο
Γρηγόριος επέστρεψε στη γενέτειρά του ύστερα από παράκληση του πατέρα
του για να τον βοηθήσει στα επισκοπικά του καθήκοντα. Μετά τον θάνατο
του πατέρα του ο Γρηγόριος ανέλαβε προσωρινά τη διαποίμανση της
ορφανεμένης εκκλησίας. Όταν τελικά μπόρεσε να ξεφύγει από το ποιμαντικό
έργο του, «πήγε σαν ένας φυγάς» στη Σελεύκεια της Ισαυρίας. Έμεινε στο
ναό της Αγίας Θέκλας και αφιερώθηκε στην προσευχή και την πνευματική
ενατένιση. Αλλά για μία ακόμα φορά η αναχώρησή του ήταν μόνο προσωρινή.
Στη Σελεύκεια έμαθε τα νέα για το θάνατο του Βασιλείου, και αυτό το
ειρηντκό διάλειμμα τέλειωσε όταν κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να
μετάσχει στον αγώνα κατά των Αρειανών.</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Όταν
ο Γρηγόριος πήγε στην Κωνσταντινούπολη ως υπερασπιστής του Λόγου, ήταν
για μια ακόμη φορά «χωρίς τη θέλησή του, αλλά με την πίεση των άλλων».
Το έργο του στην Κωνσταντινούπολη ήταν δύσκολο. «Η Εκκλησία είναι χωρίς
ποιμένες, το καλό χάθηκε και το κακό είναι παντού. Είναι ανάγκη να πλέω
τη νύχτα και δεν υπάρχουν φωτιές που να δείχνουν το δρόμο. Ο Χριστός
κοιμάται. Η επισκοπική έδρα της Κωνσταντινουπόλεως βρίσκονταν για αρκετό
καιρό στα χέρια των Αρειανών. Ο Γρηγόριος έγραψε ότι εκείνο που βρήκε
εκεί «δεν ήταν ένα ποίμνιο, αλλά μόνο μικρά ίχνη και μικρά τμήματα ενός
ποιμνίου, χωρίς τάξη και επίβλεψη».</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Ο
Γρηγόριος άρχισε το έργο του σ΄ ένα ιδιωτικό σπίτι, το οποίο αργότερα
έκανε Εκκλησία και του έδωσε το όνομα “Ανάστασις» για να συμβολίζει την
«Ανάσταση της ορθοδοξίας». Εδώ εξεφώνησε τους περίφημους «Πέντε
θεολογικούς Λόγους» του. Ο αγώνας του με τους Αρειανούς ήταν συχνά
βίαιος. Του επετέθηκαν κακούργοι να τον σκοτώσουν, η εκκλησία του υπέστη
επιθέσεις από τους όχλους, πετροβολήθηκε ο ίδιος, και οι αντίπαλοί του
τον κατηγόρησαν ότι προκαλεί φιλονικείες και διαταράσσει την ειρήνη. Το
κήρυγμά του, όμως. δεν έμεινε χωρίς αποτέλεσμα. «Στην αρχή η πόλη
επαναστάτησε», έγραφε. «Ξεσηκώθηκαν εναντίον μου και ισχυρίζονταν ότι
κήρυττα πολλούς θεούς και όχι έναν Θεό, γιατί δεν γνώριζαν την ορθόδοξη
διδασκαλία κατά την οποία η Μονάδα θεωρείται ως τρία, και η Τριάδα ως
ένα». Ο Γρηγόριος νίκησε με τη δύναμη της ρητορικής του, και προς τα
τέλη του 380 ο νέος αυτοκράτορας Θεοδόσιος μπήκε στην πόλη και απέδωσε
όλες τις εκκλησίες στους ορθοδόξους.</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Ο
Γρηγόριος αναγκάστηκε να αγωνιστεί όχι μόνο κατά των Αρειανών, αλλά και
κατά των υπερασπιστών του Απολλιναρίου. Αντιμετώπισε επίσης την
αντίθεση ορθοδόξων ιεραρχών. Ιδιαίτερα του Πέτρου Αλεξανδρείας και των
επισκόπων της Αιγύπτου. Αυτοί στην αρχή τον δέχτηκαν, αλλά υστέρα
χειροτόνησαν παράνομα τον Μάξιμο τον Κυνικό ως επίσκοπο
Κωνσταντινουπόλεως. Αργότερα ο Γρηγόριος θυμόταν με πικρία την
«Αιγυπτιακήν πληγήν» και την διπλοπροσωπία του Πέτρου. Ο Μάξιμος
απομακρύνθηκε αλλά βρήκε για λίγο καταφύγιο στη Ρώμη από τον Πάπα
Δάμασον. που είχε ελάχιστη γνώση για τα πράγματα της Ανατολής.
Υπακούοντας σε απαίτηση του λαού, ο Γρηγόριος ανέλαβε προσωρινά τη
διεύθυνση της διοικήσεως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ως ότου
συγκληθεί μια Εκκλησιαστική σύνοδος. Θέλησε να αποτραβηχθεί, αλλά ο λαός
τον έφερε πίσω: «Θα πάρεις μαζί σου την Αγία Τριάδα», του είπαν.</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Στη
Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο, που άρχισε τον Μάϊο του 381 υπό την
προεδρία του Μελετίου Αντιοχείας, ο Γρηγόριος εξελέγη επίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως. Και χάρηκε και λυπήθηκε για την τοποθέτησή του στην
επισκοπική έδρα της Κωνσταντινουπόλεως, «η οποία δεν ήταν τελείως
νόμιμη». Ο Μελέτιος πέθανε ενώ ακόμα η Σύνοδος συνέχιζε τις εργασίες
της. Και ο Γρηγόριος τον αντικατέστησε ως πρόεδρος. Ο Γρηγόριος
διαφώνησε με την πλειονότητα των Ιεραρχών πάνω στο θέμα του λεγόμενου
«Αντιοχειανού Σχίσματος», και πήρε το μέρος του Παυλίνου. Η δυσαρέσκεια,
που από καιρό αναπτύσσονταν εναντίον του, ξαφνικά ξέσπασε. Μερικοί
κληρικοί ήταν δυσαρεστημένοι με την ηπιότητά του, επειδή δεν είχε
ζητήσει τη βοήθεια των πολιτικών Αρχών κατά των Αρειανών. Ο Γρηγόριος
καθοδηγείτο πάντοτε από την αρχή ότι «το μυστήριο της σωτηρίας είναι για
κείνους που το επιθυμούν, και όχι για κείνους που πιέζονται να το
δεχτούν». Άλλοι ιεράρχες ενοχλήθηκαν από την έλλειψη ευελιξίας στις
δογματικές πεποιθήσεις του, και ιδιαίτερα από την αδιάλλακτη ομολογία
του για την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Άλλοι ακόμα θεωρούσαν ότι η
διαγωγή του ήταν ανάρμοστη στην αξιοπρέπεια του βαθμού του. «Δεν ήξερα»,
έλεγε ο Γρηγόριος ειρωνικά, «ότι θα έπρεπε να ιππεύω ευγενή άλογα, ή να
κάνω λαμπρή εμφάνιση καθισμένος πάνω σε άμαξα, ή ότι αυτοί που με
συναντούν θα όφειλαν να μου φέρονται με δουλοπρέπεια, ή ότι όλοι θα
έπρεπε να παραμερίζουν για μένα σαν να ήμουνα άγριο θηρίο». Ετέθη επίσης
στη Σύνοδο το θέμα της νομιμότητος της μεταθέσεως του Γρηγορίου από τα
Σάσιμα στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν ολοφάνερο ότι αυτό ήταν μια πρόφαση
για ραδιουργία εναντίον του. Με πολλή θλίψη και απογοήτευση ο Γρηγόριος
αποφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση του και να εγκαταλείψει τη Σύνοδο.
Ήταν πικραμένος γιατί άφηνε τον «τόπον της νίκης μας» και το ποίμνιό
του, που το κέρδισε στην αλήθεια με τα έργα του και τους λόγους του.
Αυτή η πικρία δεν τον άφησε ποτέ.</strong></span></span></p>
<p><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Εγκαταλείποντας
την Κωνσταντινούπολη ο Γρηγόριος έγραψε στον Βοσπόριο, επίσκοπο
Καισαρείας, «θα αποσυρθώ στο Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός και χωρίς
δολιότητα. Θα αποσυρθώ στον εαυτό μου. Η παροιμία λέγει ότι μόνον οι
ανόητοι σκοντάφτουν δυο φορές στην ίδια πέτρα». Επέστρεψε στην πατρίδα
εξαντλημένος σωματικά και ψυχικά και γεμάτος με πικρές αναμνήσεις. «Δυο
φορές έπεσα στις παγίδες σας και δυο φορές εξαπατήθηκα». Ο Γρηγόριος
αναζήτησε ανάπαυση και απομόνωση, αλλά ακόμα μια φορά αναγκάστηκε να
αναλάβει τη διαποίμανση της χειρεύουσας εκκλησίας της Ναζιανζού,
«πιεζόμενος από τις περιστάσεις και φοβούμενος την επίθεση των εχθρών».
Έπρεπε να πολεμήσει κατά των Απολλιναριστών οι οποίοι είχαν παράνομα
ιδρύσει επισκοπή δική τους στη Ναζιανζό, και έτσι άρχισαν πάλι τις
ραδιουργίες και τις διαμάχες.</strong></span></span></p>
<p style="text-align: justify;"><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong>Απεγνωσμένα
ο Γρηγόριος ζήτησε από τον Θεόδωρο, μητροπολίτη Τυάνων, να τον
αντικαταστήσει με έναν νέον επίσκοπο, και να πάρει από πάνω του αυτό το
φορτίο που ήταν ανώτερο από τις δυνάμεις του. Αρνήθηκε να μετάσχει σε
οποιαδήποτε πια σύνοδο. «Πρόθεσή μου είναι να αποφύγω όλες τις συνόδους
Επίσκοπων, γιατί δεν έχω μέχρι τώρα δει ένα παραγωγικό αποτέλεσμα καμιάς
συνόδου, ή καμιά σύνοδο που να μην έχει αυξήσει τα κακά αντί να τα
μειώσει». Έγραφε στον Θεόδωρο, «χαιρετώ τις συνόδους και τις
συνελεύσεις, αλλά μόνο εξ αποστάσεως γιατί έχω δοκιμάσει πολύ κακό απ΄
αυτές». Ο Γρηγόριος δεν απέκτησε αμέσως την ελευθερία του. Χάρηκε πάρα
πολύ όταν ο εξάδελφός του Ευλάλιος εκλέχτηκε τελικά επίσκοπος Ναζιανζού,
και αποσύρθηκε από τον κόσμο για να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του
στη συγγραφή. Ταξίδεψε στα μοναστήρια της ερήμου στη Λαμίδα και σ’ άλλα
μέρη. Εξασθένησε και πολλές φορές ζήτησε ανακούφιση σε λουτροθεραπείες.
Τα λυρικά έπη που έγραψε στά γεράματά του είναι γεμάτα θλίψη. Ο
Γρηγόριος πέθανε το 389 ή το 390.</strong></span></span></p>
<p style="text-align: justify;"><span style="font-size: small;"><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;"><strong><span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;">————————————————————-</span><br />
<span style="font-family: tahoma, arial, helvetica, sans-serif;">πηγή: π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, “Οι Ανατολικοί Πατέρες του 4ου αιώνα”, μετάφρ. Παναγιώτου Πάλλη, εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη.</span><span style="color: black;"> <a href="http://fdathanasiou.wordpress.com/"><span style="color: black;">Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας</span></a></span></strong></span></span></p>
</div>
</div>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-72199030115764215532021-01-25T17:19:00.002+02:002021-01-25T17:19:24.607+02:00 Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Μια σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα Η μνήμη του γιορτάζεται σε Ανατολή και Δύση στις 25 Ιανουαρίου<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-2o7YLPDDp9Q/YA7hcyqq87I/AAAAAAAAn3Q/WoXgFqOK-kw3X1Lvw6_Erk7swniPa4JIACLcBGAsYHQ/s620/Agios_Grigorios_Theologos-620x399-1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="399" data-original-width="620" src="https://1.bp.blogspot.com/-2o7YLPDDp9Q/YA7hcyqq87I/AAAAAAAAn3Q/WoXgFqOK-kw3X1Lvw6_Erk7swniPa4JIACLcBGAsYHQ/s320/Agios_Grigorios_Theologos-620x399-1.jpg" width="320" /></a></div><br /><br />Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Μια σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα | tovima.gr<br /><br />Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος υπήρξε μια σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες.<br /><br />Η μνήμη του γιορτάζεται σε Ανατολή και Δύση στις 25 Ιανουαρίου. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσες και όσοι φέρουν το όνομα Γρηγόριος και Γρηγορία.<br />Διερευνητικές επαφές : Το ευρω-ορόσημο του Μαρτίου και ο ελληνοτουρκικός διάλογος<br /><br />Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, γι’ αυτό λέγεται και Ναζιανζηνός.<br /><br />Έλαβε χριστιανική αγωγή από τον πατέρα του Γρηγόριο, που ήταν επίσκοπος στη Ναζιανζό, αν και αρχικά ανήκε στην ιουδαΐζουσα αίρεση των Υψισταρίων, και τη μητέρα του Νόννα.<br /><br />Σπούδασε στα πιο ονομαστά πνευματικά κέντρα της εποχής του, στην Καισάρεια, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, όπου είχε συμμαθητή τον Μέγα Βασίλειο.<br /><br />Μετά τις σπουδές του γύρισε στη Ναζιανζό, σε ηλικία 30 ετών. Αφού βαπτίστηκε, έφυγε για την έρημο, όπου έγινε μοναχός. Από την έρημο τον κάλεσε ο γέρος πατέρας του για να τον βοηθήσει στο ποιμαντικό του έργο και κατ’ απαίτηση των χριστιανών και παρά τη θέλησή του χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.<br /><br />Αργότερα, ο Μέγας Βασίλειος, που ήταν αρχιεπίσκοπος στην Καισάρεια, τον χειροτόνησε επίσκοπο, παρά τη θέλησή του και πάλι.<br /><br />Ο Γρηγόριος δεν έμεινε για πολύ στη θέση αυτή. Μετά το θάνατο του πατέρα του προτίμησε να φύγει και πάλι στην έρημο.<br /><br />Ήταν, όμως, γνωστός για την αρετή, τη σοφία και την ορθή πίστη του, ώστε οι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης τον κάλεσαν να αναλάβει τον αγώνα εναντίον των Αρειανών, οι οποίοι με τις αιρετικές διδασκαλίες τους είχαν διχάσει το ποίμνιο της Εκκλησίας.<br /><br />Ο Γρηγόριος δέχτηκε, μετέβη στην πρωτεύουσα και έστησε το πνευματικό στρατηγείο του στο μικρό ναό της Αγίας Αναστασίας.<br /><br />Εκεί εκφώνησε τους περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους του ενάντια στους αρειανόφρονες, για τους οποίους ονομάστηκε Θεολόγος.<br /><br />Το 381 συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, για να καταδικάσει τους οπαδούς του Μακεδονίου, οι οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, για ακόμη μία φορά τον Άρειο και να συμπληρώσει το Σύμβολο της Πίστεως.<br /><br />Τα μέλη της συνόδου τον ανακήρυξαν πρόεδρό της και ταυτόχρονα τον εξέλεξαν αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.<br /><br />Όμως, ορισμένα μέλη της Συνόδου, που εμφανίστηκαν καθυστερημένα στις εργασίες της, αμφισβήτησαν την εκλογή του και ο Γρηγόριος δε δίστασε να παραιτηθεί και να επιστρέψει στην έρημο, αφού προηγουμένως εκφώνησε τον περίφημο «Συντακτήριο Λόγο» του.<br /><br />Εκεί πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του, με προσευχή, μελέτη και συγγραφή.<br /><br />Το πλούσιο συγγραφικό του έργο χωρίζεται σε λόγους (αντιαιρετικούς, εόρτιους, εγκωμιαστικούς κ.ά.), επιστολές και ποιήματα (θεολογικά και ιστορικά).<br /><br />Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κοιμήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 390, σε ηλικία 61 ετών.<br /><br />(Πηγή πληροφοριών: sansimera.gr)<p></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-AL5vS9SGERw/YA7hY9lMTqI/AAAAAAAAn3M/S5p34t5dPKsjjSZbnYJruLahqW_u-z45ACLcBGAsYHQ/s620/Agios_Grigorios_Theologos-620x399-1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="399" data-original-width="620" src="https://1.bp.blogspot.com/-AL5vS9SGERw/YA7hY9lMTqI/AAAAAAAAn3M/S5p34t5dPKsjjSZbnYJruLahqW_u-z45ACLcBGAsYHQ/s320/Agios_Grigorios_Theologos-620x399-1.jpg" width="320" /></a></div><br />Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-67834910781179996042021-01-25T17:15:00.001+02:002021-01-25T17:15:20.707+02:00Ο σπουδαιότερος λόγος του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου Newsroom <p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-oxnVwifqeDQ/YA7gfrX6gxI/AAAAAAAAn3A/lLpPc3n4gFcX3CJ5s4PGsRHuEOZqSQ_dgCLcBGAsYHQ/s420/be558df57ee1bb0ff5368c31d4836afc_L.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="308" data-original-width="420" src="https://1.bp.blogspot.com/-oxnVwifqeDQ/YA7gfrX6gxI/AAAAAAAAn3A/lLpPc3n4gFcX3CJ5s4PGsRHuEOZqSQ_dgCLcBGAsYHQ/s320/be558df57ee1bb0ff5368c31d4836afc_L.jpg" width="320" /></a></div><br /><br /><br />Λόγος λα’ περί του Αγίου Πνεύματος<br />Από: Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος (επιμ.), Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991.<br />Ο ΛΑ ‘ Λόγος είναι ο σπουδαιότερος από τους Θεολογικούς Λόγους του αγ. Γρηγορίου. Εκφωνήθηκε στο ναό της αγ. Αναστασiας στην Κωνσταντινούπολη, το 380, πιθανόν κατά το διάστημα μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου.<br /><br /><br />Είναι η πρώτη φορά που σε ειδική πραγματεία, αφιερωμένη στο άγιο Πνεύμα, ομολογείται και καταδεικνύεται η θεότητα και το ομοούσιο του αγ. Πνεύματος. Ο Γρηγόριος διακηρύσσει την ορθή πίστη της Εκκλησίας ότι «εκ φωτός του Πατρός φως καταλαμβάνοντες τον Υιόν εν φωτί τω Πνεύματι» (§ 3). Καταρρίπτει, στη συνέχεια, τους συλλογισμούς των αιρετικών Πνευματομάχων με θεολογικά επιχειρήματα (§ 4-21) και τέλος, απαντώντας στο επιχείρημα ότι στην αγία Γραφή δεν δηλώνεται ρητά η θεότητα του Πνεύματος, παραθέτει πλήθος χωρίων, όπου υποδεικνύεται η θεότητα του Πνεύματος (§ 29-30). Αλλά και το ίδιο το Πνεύμα τώρα, σύμφωνα με το Γρηγόριο, φανερώνει στούς αξίους βαθύτερα και σαφέστερα οτι είναι Θεός, ένα από τα τρία πρόσωπα της μιας θεότητας (§ 26).<br /><br />3. Εκείνοι, λοιπόν, oι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι και με σφοδρότητα υπερασπίζονται το «γράμμα», επειδή εμείς τάχα εισάγουμε κάποιον ξένο και παρείσακτο Θεό, να ξέρουν καλά ότι φοβούνται εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Και ας γνωρίζουν σαφώς, ότι κάλυμμα της ασέβειάς τους είναι η φιλία του «γράμματος», όπως θα φανεί εντός ολίγου, όταν, όσο είναι δυνατόν, θα ανατρέψουμε τα επιχειρήματά τους. Εμείς βέβαια έχουμε τόση πίστη στη θεότητα του Πνεύματος, το οποίο λατρεύουμε, ώστε από Αυτό θ’ αρχίσουμε το λόγο για το Θεό, αναφέροντας τις ίδιες εκφράσεις για την Τριάδα, έστω κι αν φανεί σε μερικούς πολύ τολμηρό. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Πατέρας. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Υιός. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο άλλος Παράκλητος· «ήταν» και «ήταν» και «ήταν»· όμως ένα «ήταν» υπάρχει. «Φως» και «φως» και «φώς», αλλά ένα φως, ένας Θεός. Αυτό είναι εκείνο που ο Δαβίδ παλαιότερα κατανόησε, όταν έλεγε· «στο φως σου θα δούμε το φως». Και τώρα εμείς και έχουμε ιδεί και διακηρύσσουμε ότι κατανοούμε τον Υιό ως φως που προέρχεται από φως, τον Πατέρα, μέσα στο φως, του Πνεύματος. Έτσι έχουμε μια σύντομη και απλή θεολογία για την Τριάδα. Όποιος θέλει να περιφρονήσει όσα λέμε, ας τα περιφρονήσει. Κι όποιος θέλει ν’ αμαρτάνει, ας αμαρτάνει· εμείς κηρύσσουμε αυτό που έχουμε καταλάβει καλά. Και αν από εδώ κάτω δεν ακουγόμαστε, σε υψηλό βουνό θ’ ανεβούμε και θα φωνάξουμε. Θα «υψώσουμε» το Πνεύμα, δεν θα φοβηθούμε. Και αν φοβηθούμε, (αυτό θα γίνει) όχι την ώρα που κηρύσσουμε, αλλά όταν σιωπούμε (ησυχάζουμε).<br /><br />4. Αν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε ο Πατήρ, αλλο τόσο υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός. Και αν υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός, τότε υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ούτε το άγιο Πνεύμα. Αν το ένα υπήρχε από την αρχή, τότε και τα τρία υπήρξαν το ίδιο. Τολμώ να πω, πως αν το ένα υποβιβάσεις, ούτε τα άλλα δύο να εξυψώσεις. Ποια άραγε ωφέλεια υπάρχει από μία ατελή θεότητα; Ακόμη περισσότερο, τι είδους θεότητα είναι αυτή, αν δεν είναι τέλεια; Κατά κάποιον τρόπο δεν υπάρχει, εάν δεν έχει την αγιότητα· και πώς θα την έχει, αν δεν έχει το Πνεύμα; Εκτός εάν υπάρχει άλλη αγιότητα εκτός από το Πνεύμα· ας μας πει κάποιος πως αυτή κατανοείται αλλιώς. Αν όμως η αγιότητα είναι το Πνεύμα, πώς τότε δεν υπήρχε από την αρχή; Σαν να ήταν καλλίτερο για τον Θεό να υπήρξε ποτέ ατελής και χωρίς το Πνεύμα. Αν δεν υπήρξε από την αρχή το Πνεύμα, τότε τοποθετείται στην ίδια κατηγορία με μένα(1), ακόμη κι αν δημιουργήθηκε λίγο πριν από μένα. Διότι ως προς το χρόνο εμείς αντιδιαστελλόμαστε από τον Θεό. Εάν τοποθετείται το Πνεύμα στην ίδια κατηγορία με μένα, πώς εμένα με θεοποιεί ή πώς με ενώνει με τη θεότητα;<br /><br />5. Όμως θ’ ασχοληθώ για χάρη σου λίγο περισσότερο με το θέμα αυτό. Όσα έχουν σχέση βέβαια με την αγία Τριάδα επεξηγήσαμε και προηγουμένως. Oι Σαδδουκαίοι κατ’ αρχήν, νόμισαν ότι δεν υπάρχει καθόλου το άγιο Πνεύμα, ούτε βέβαια άγγελοι, ούτε ανάσταση· δεν ξέρω γιατί περιφρόνησαν εντελώς τις τόσες μαρτυρίες της Παλαιάς Διαθήκης. Από τους Έλληνες πάλι, oι περισσότεροι θεολόγοι και όσοι βρίσκονται πιο κοντά στη δική μας αλήθεια, το συνέλαβαν με τη φαντασία τους, όπως μου φαίνεται· σχετικά όμως με την ονομασία του διαφοροποιήθηκαν, καλώντας το «νου του παντός» και «θύραθεν νου» και άλλες σχετικές ονομασίες(2). Από τους δικούς μας σοφούς τώρα, άλλοι το εξέλαβαν ως ενέργεια, άλλοι ως κτίσμα, αλλοι ως Θεό και άλλοι δεν ξέρουν πιο από τα δύο αυτά, σεβόμενοι τη Γραφή, διότι, όπως ισχυρίζονται, δεν φανέρωσε καθαρά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και γι’ αυτό ούτε το σέβονται, ούτε το περιφρονούν, κρατώντας κάπως μία μέση στάση γι’ αυτό, μάλλον όμως πολύ άθλια. Απ’ όσους πάλι το θεώρησαν Θεό, άλλοι είναι ευσεβείς μόνο μέχρι τη σκέψη, ενώ άλλοι τολμούν να εκφράζουν την ευσέβεια και με τα χείλη. Άκουσα ακόμη άλλους σοφότερους ν’ αξιολογούν τη θεότητα. Αυτοί λοιπόν, όπως και μεις, τρία ομολογούν με ττ νου τους ότι υπάρχουν, τόσο όμως διαχωρίζονται μεταξύ τους, ώστε το μεν ένα (δηλ. τον Πατέρα) και ως προς την ουσία και ως προς τη δύναμη να παρουσιάζουν αόριστο· το άλλο (τον Υιό), ως προς τη δύναμη, όχι όμως ως προς την ουσία· το τρίτο (το Πνεύμα) και ως προς τα δύο περιγραπτό· με άλλον τρόπο μιμούνται αυτούς που ονομάζουν «δημιουργό» και «συνεργό» και «λειτουργό» τα πρόσωπα, εκλαμβάνοντας τη σειρά των ονομάτων και διαβάθμιση των προσώπων που αντιπροσωπεύουν.<br /><br />7. Εδώ ο δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ας μπουν σε δράση, oι συλλογισμοί ας γίνουν περίπλοκοι. Οπωσδήποτε, ή αγέννητο είναι το Πνεύμα ή γεννητό. Και αν είναι αγέννητο, τότε δύο είναι τα άναρχα. Εάν πάλι είναι γεννητό, πάλι θα υποδιαιρέσεις· ή από τον Πατέρα προέρχεται τούτο, ή από τον Υιό. Και αν βέβαια γεννιέται από τον Πατέρα, τότε υπάρχουν δύο γιοι και αδελφοί. Αν<br /><br />θέλεις, φτιάξε τους και διδύμους, ή τον ένα μεγαλύτερο και τον άλλο νεώτερο, αφού είσαι τόσο φιλοσώματος. Εάν πάλι έχει φανεί από τον Υιό, λέγει, μας φανερώνεται και Θεός-εγγονός! Τι πιο παράξενο από αυτό θα μπορούσε να υπάρξει; Αυτή είναι η γλώσσα όσων είναι σοφοί στο να πράττουν το κακό, μη θέλοντας να γράφουν τα καλά. Όμως εγώ, αν έβλεπα ότι είναι αναγκαία η διαίρεση, θα δεχόμουν τις πραγματικότητες που εκφράζει, χωρίς να φοβάμαι να τις κατονομάσω. Ούτε όμως, επειδή ο Υιός είναι Υιός σύμφωνα με κάποια ανώτερη σχέση που έχουν μεταξύ τους, εξαιτίας του ότι δεν θα μπορούσαμε με άλλο τρόπο παρά μόνο έτσι να δείξουμε ότι προέρχεται από τον Θεό και είναι ομοούσιος, πρέπει να νομισθεί ότι είναι απαραίτητο όλες τις επίγειες ονομασίες και μάλιστα αυτές που δηλώνουν συγγένεια, να τις μεταφέρουμε στο Θεό. Ή μήπως θα εκλάβεις και αρσενικού γένους τον Θεό σύμφωνα με τον λόγο αυτό, επειδή ονομάζεται Θεός και Πατήρ; και ως κάποιο θηλυκό τη θεότητα, σύμφωνα με το γένος των λέξεων και ουδέτερο το Πνεύμα, επειδή δεν γεννάει; Κι αν μας πεις και αυτό το κωμικό, ότι δηλαδή ο Θεός γέννησε τον Υιό αφού συνενώθηκε με τη θέλησή του, σύμφωνα με κάποιες παλιές ανοησίες και μυθοπλασίες, τότε μας εισήχθη κάποιος αρσενικοθήλυκος Θεός του Μαρκίωνα και του Ουαλεντίνου, ο οποίος εφεύρε με το νού του τους νέους αιώνες(3).<br /><br />8. Αφού λοιπόν δεν δεχόμαστε την πρώτη σου διαίρεση σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ αγέννητου και γεννητού, αμέσως χάνονται μαζί με την περίφημη διαίρεσή σου oι αδελφοί και oι εγγονοί, oι οποίοι χάθηκαν, όπως ακριβώς ενός πολυπλόκου δεσμού του οποίου, αφού λύθηκε ο πρώτος κόμπος και υποχώρησαν μαζί, μη έχοντας θέση πλέον στη θεολογία. Πού τάχα θα τοποθετήσεις το εκπορευτό, πες μου, το οποίο διαφαίνεται στο μέσον της δικής σου διαιρέσεως και το οποίο εισάγεται από κάποιον καλύτερο από σένα θεολόγο, το Σωτήρα μας; Εκτός εάν τη φράση εκείνη που λέγει: «Το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα», την έβγαλες απο τα δικά σου ευαγγέλια για να φτιάξεις μια τρίτη δική σου Διαθήκη· το οποίο, εφόσον εκπορεύεται από εκεί, δεν είναι κτίσμα· εφόσον πάλι δεν είναι γεννητό, δεν είναι Υιός· εφόσον, τέλος, βρίσκεται στο μέσον μεταξύ αγεννήτου καί γεννητοϋ, είναι ο Θεός. Και έτσι, πιο ισχυρός από τις διαιρέσεις σου. Τι είναι αυτή η εκπόρευση; Πες μου εσύ τι είναι η αγεννησία του Πατρός, κι εγώ θα σου εξηγήσω τη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Πνεύματος και θα παραφρονήσουμε και oι δύο καθώς θα ζητάμε να εξερευνήσουμε τα μυστήρια του Θεού. Και αυτά ποιοί θα τα κάνουν; Εμείς, oι οποίοι δεν μπορούμε ούτε αυτά που βρίσκονται στα πόδια μας να εννοήσουμε, ούτε την άμμο των θαλασσών και τις σταγόνες της βροχής και τις ημέρες της αιωνιότητας να υπολογίσουμε, ακόμη περισσότερο δε, να εισέλθουμε στα βάθη του Θεού και να κάνουμε λόγο για την άρρητη και πέρα από κάθε λογική κατανόηση φύση του Θεού.<br /><br />9. Τι λοιπόν είναι αυτό, λέγει, το οποίο λείπει από το Πνεύμα για να είναι αυτό Υιός; Διότι αν δεν έλειπε κάτι, θα ήταν Υιός. Εμείς ισχυριζόμαστε ότι δεν του λείπει τίποτε· διότι δεν είναι ελλειπής ο Θεός. Ο τρόπος της φανερώσεως, για να το πω έτσι, ή η διαφορά της σχέσεως που έχουν μεταξύ τους, δημιουργεί και τη διαφορά που έχουν στην ονομασία τους. Διότι τίποτε δεν λείπει από τον Υιό για να είναι Πατέρας -εφόσον δεν είναι έλλειψη η υιότητα-, αλλά παρά ταύτα δεν είναι Πατέρας. Ή δεν λείπει κάτι από τον Πατέρα για να είναι Υιός· δεν είναι όμως Υιός ο Πατέρας. Αλλά oι όροι αυτοί δεν εκφράζουν κάποια έλλειψη, ούτε ελάττωση κατά την ουσία. Αυτό το ότι «δεν έχει γεννηθεί» Τον μεν Πατέρα, το ότι «έχει γεννηθεί» Τον δε Υιό και το ότι «εκπορεύεται» αυτό το οποίο ακριβώς λέγεται άγιο Πνεύμα ονόμασε, για να διασώζεται το ασύγχυτο των τριών υποστάσεων μέσα και στη μία φύση και το ένα μεγαλείο της θεότητας. Ούτε πράγματι ο Υιός είναι Πατέρας, διότι ένας είναι ο Πατέρας, αλλά είναι ότι είναι ο Πατέρας. Ούτε το Πνεύμα είναι Υιός, αν και προέρχεται από τον Θεό, διότι ένας είναι ο Μονογενής, αλλά είναι ό,τι ο Υιός. Ένα είναι και τα τρία, ως προς τη θεότητα, και το ένα είναι τρία ως προς τις ιδιότητες· έτσι ώστε, ούτε το ένα είναι όπως το κατανοούσε ο Σαβέλλιος, ούτε τα τρία να είναι της τωρινής πονηρής διαιρέσεως.<br /><br />10. Τι λοιπόν; Είναι Θεός το Πνεύμα; Βεβαιότατα. Και τι άλλο, είναι ομοούσιο; Ασφαλώς, εφόσον είναι Θεός.<br /><br />12. Αλλά ποιος προσκύνησε ποτέ το Πνεύμα; ίσχυρίζεται (ο αιρετικός). Ποιος (από τους αγίους) της Παλαιάς ή της Καινής Διαθήκης; Ποιος προσευχήθηκε σ’ αυτό; Πού είναι γραμμένο ότι πρέπει να το προσκυνούμε ή να προσευχόμαστε σ’ αυτό; Και από πού το έχεις πάρει; Την πιο πλήρη αιτιολόγηση θα τη δώσουμε αργότερα, όταν συζητήσουμε για τις αλήθειες της πίστεως που δεν απαντουν στην Γραφή. Τώρα θα είναι αρκετό να πούμε μόνο αυτό: Το Πνεύμα είναι αυτό, μέσα από το οποίο προσκυνούμε τον Θεό και με τη βοήθεια του οποίου προσευχόμαστε. Διότι Πνεύμα λέγει η Γραφή πως είναι ο Θεός και αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια. Και αλλού λέγει πάλι η Γραφή: Εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πώς να προσευχηθούμε. Το Πνεύμα όμως μεσιτεύει το ίδιο στο Θεό για μας με στεναγμούς που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις.<br /><br />Και αλλού: Θα προσευχηθώ με το Πνεύμα, θα προσευχηθώ και με το νου, δηλαδή με το νου και το Πνεύμα. Το να προσκυνώ λοιπόν το Πνεύμα ή να προσεύχομαι, δεν μου φαίνεται ότι είναι τίποτε άλλο παρα το ότι το ίδιο το Πνεύμα προσφέρει στον εαυτό του την προσευχή και την προσκύνηση, Ποιος από τους ένθεους και από αυτούς, που γνωρίζουν πολύ καλό, δεν θα επαινούσε αυτό το πράγμα, ότι δηλαδή η προσκύνηση του ενός, και των τριών είναι προσκύνηση, αφού είναι ομότιμη και στα τρία πρόσωπα η αξία και η θεότητα; Και βέβαια ούτε εκείνο που λέγεται στη Γραφή θα φοβηθώ, ότι δηλαδή τα πάντα έχουν γίνει μέσω του Υιού, σαν να ήταν ένα από τα πάντα και το άγιο Πνεύμα. Διότι, τα πάντα όσα έχουν γίνει λέγει η Γραφή, όχι απλώς τα πάντα χωρίς περιορισμό. Ούτε βέβαια περιλαμβάνεται ο Πατέρας, ούτε όσα δεν έχουν γίνει. Απόδειξε πρώτα ότι έχει γίνει μέσα στο χρόνο, και τότε απόδοσέ το στον Υιό και συναρίθμησέ το με τα κτίσματα. Όσο εσύ δεν το αποδεικνύεις, αυτή η περιεκτική φράση δεν θα σε βοηθήσει στην ασέβειά σου. Διότι αν έχει γίνει, οπωσδήποτε δια του Χριστού έχει γίνει. Ούτε εγώ ο ίδιος θα το αρνηθώ. Εάν όμως δεν έχει γίνει, πώς είναι ένα από τα πάντα ή έχει γίνει μέσω του Χριστού; Σταμάτα λοιπόν ν’ ατιμάζεις και τον Πατέρα περιφρονώντας το Μονογενή Υιό του – διότι είναι ατιμία για τον Πατέρα, θεωρώντας κτίσμα το ύψιστο (τον Υιό), να τον στερείς από τον Υιό Του -και τον Υιό περιφρονώντας το Πνεύμα.<br /><br />Διότι (ο Υιός) δεν είναι δημιουργός κάποιου δούλου όμοιου μ’ αυτόν, αλλ’ αυτός που συνδοξάζεται με τον ομότιμό του, το Πνεύμα. Τίποτε από την αγία Τριάδα να μη βάλλεις στην ίδια κατηγορία με σένα, για να μην πέσεις εσύ από την Τριάδα. Και με κανένα τρόπο να μην περικόψεις τη μία φύση και εξίσου άξια σεβασμού, διότι αν κάτι καθαιρέσεις από τα τρία πρόσωπα, θα έχεις καθαιρέσει μαζί του το σύνολο, ή μάλλον θα έχεις ξεπέσει εσύ απ’ όλα. Καλύτερα να σχηματίσεις μία ατελή ιδέα για τον τρόπο της ενώσεως, παρά ν’ αποτολμήσεις μια τόσο μεγάλη ασέβεια.<br /><br />13. Έφτασε όμως ο λόγος μας και σε αυτό το ουσιαστικό κεφάλαιο· και στενάζω βέβαια, διότι ζήτημα το οποίο είχε σβήσει από παλιά και είχε υποχωρήσει μπροστά στην αλήθεια, τώρα αναζωπυρώνεται. Είναι ανάγκη όμως ν’αντιταχθοϋμε στους φλύαρους και να μη νικηθούμε λόγω της απουσίας μας, με το να έχουμε λόγο και να συνηγορούμε υπέρ του Πνεύματος. Εάν, λέγει, υπάρχει Θεός και Θεός καί Θεός, πώς δεν υπάρχουν τρεις Θεοί; Και πώς αυτό που δοξολογείται, δεν είναι πολυαρχία; Ποιοί είναι αυτοί που λένε τέτοια πράγματα; Εκείνοι, oι οποίοι είναι τελειότεροι στην ασέβεια, ή και εκείνοι που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, εννοώ δηλαδή αυτούς που είναι κάπως σώφρονες σχετικά με τον Υιό; Η μία μου απάντηση θα είναι κοινή και για τους δύο, η άλλη μου απάντηση θα είναι ιδιαίτερη για τους δεύτερους. Η απάντησή μου λοιπόν προς τους τελευταίους είναι αυτή: Τι λέτε σε μας τους τριθεΐτες εσείς που σέβεστε τον Υιό, αλλά επαναστατήσατε κατα του Πνεύματος; Εσείς δεν είσαστε διθεΐτες; Εάν επιπλέον αρνείσθε και την προσκύνηση του Μονογενούς, έχετε σαφώς ταχθεί με το μέρος των αντιπάλων. Και τότε γιατί να σας φερόμαστε φιλάνθρωπα σαν τάχα να μην είσαστε εντελώς νεκρωμένοι; Αν όμως σέβεσθε τον Υιό και πιστεύετε ορθα και σωτήρια μέχρι αυτό το σημείο, τότε θα σας ρωτήσουμε: Ποιος είναι ο λόγος της διθεΐας σας, αν κατηγορηθείτε γι’ αυτό; Εαν υπάρχει κάποια απάντηση συνετή, αποκριθείτε και δείξτε και σε μας τον τρόπο ν’ απαντάμε. Διότι με όποια επιχειρήματα θ’ αποκρούσετε εσείς την διθεΐα, αυτά θ’ αρκέσουν και σε μας για ν’ αποκρούσουμε τήν τριθεΐα. Κι έτσι θα νικάμε χρησιμοποιώντας εσάς τους κατήγορους ως συνήγορους. Τι πιο γενναίο απ’ αυτό;<br /><br />14. Αλλά πώς θ’ αγωνιστούμε και θ’ αποκριθούμε ενάντια και στους δύο; Για μας ένας Θεός υπάρχει, διότι μία είναι η θεότητα. Και στο ένα αναφέρονται τα προερχόμενα από αυτό, ακόμη κι αν θεωρούνται τρία. Διότι δεν είναι άλλο από τα πρόσωπα περισσότερο Θεός και άλλο λιγότερο Θεός ούτε υπάρχει άλλο προγενέστερο και άλλο μεταγενέστερο· ούτε χωρίζονται ως προς το θέλημα, ούτε διαιρούνται ως προς τη δύναμη. Ούτε είναι δυνατόν να βρίσκει κανένας σ’ αυτά, κάτι απ’ αυτά που ύπάρχουν στα κτιστά όντα, που μπορούν να διαχωριστούν. Αλλά εάν πρέπει να εκφραστούμε με συντομία, η θεότητα είναι αδιαίρετη, αν και διακρίνεται σε πρόσωπα. Και όπως συμβαίνει με τρεις ήλιους oι οποίοι είναι ενωμένοι μεταξύ τους: μία είναι η έκχυση του φωτός. Οταν λοιπόν αναβλέψουμε προς τη θεότητα και την πρώτη αιτία και τη μοναρχία, ένα είναι αυτό που μας εμφανίζεται. Όταν πάλι αναβλέψουμε σ’αυτά, στα οποία ενυπάρχει η θεότητα και τα οποία προέρχονται αχρόνως από την πρώτη αιτία έχοντας την ίδια δόξα, τότε τρία είναι τα προσκυνούμενα.<br /><br />15. Όμως, τι θα ισχυρίζονταν, δεν υπάρχει και στους Έλληνες μία θεότητα, όπως διδάσκουν όσοι από εκείνους φιλοσοφούν βαθύτερα, και για μας δεν υπάρχει μία ανθρωπότητα, όλο δηλαδή το ανθρώπινο γένος; Αλλά όμως υπάρχουν γι’ αυτούς πολλοί θεοί και όχι ένας, όπως και άνθρωποι πολλοί; Εκεί όμως το ένα μπορεί η κοινωνία να το φανταστεί μόνο με τη σκέψη· τα δε επιμέρους άτομα είναι διαχωρισμένα στον ύψιστο βαθμό μεταξύ τους και ως προς το χρόνο και ως προς τα πάθη και ως προς τη δύναμη. Διότι εμείς oι άνθρωποι δεν είμαστε μόνο σύνθετοι, αλλά και αντίθετοι και μεταξύ μας αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό, μη παραμένοντας απόλυτα οι ίδιοι ούτε και για μια μέρα, αλλά όχι όλη τη ζωή μας, αλλά και σωματικά και ψυχικά συνεχώς αλλάζουμε και μεταβαλλόμαστε. Δεν ξέρω μάλιστα, μήπως και oι άγγελοι (μεταβάλλονται) και όλη η ανώτερη φύση μετά την Τριάδα, έστω κι αν μερικοί είναι απλοί και περισσότερο παγιωμένοι προς το καλό, επειδή είναι πλησίον του ύψιστου Αγαθού.<br /><br />21. Πολλές φορές και πάλι επανέρχεσαι και μας κατηγορείς ότι δεν στηριζόμαστε στην αγία Γραφή (για να καταδείξουμε τη θεότητα του Πνεύματος). Ότι βέβαια δεν είναι ξένο το Πνεύμα, ούτε παρείσακτο, αλλά και στους αγίους της Παλαιάς Διαθήκης και στους σημερινούς φανερώνεται και αποκαλύπτεται, έχει ήδη αποδειχθεί από πολλούς, oι οποίοι ασχολήθηκαν μ’ αυτό, όσοι βέβαια αφού μελέτησαν όχι με ραθυμία ή έπιπολαιδτητα τις θείες γραφές, αλλά διέσχισαν το «γράμμα» και έσκυψαν να δουν μέσα από αυτό, αξιώθηκαν να δουν την κρυμμένη ομορφιά και καταυγάσθηκαν από το φωτισμό της γνώσεως(4).<br /><br />25. Δύο λαμπρές αλλαγές του τρόπου της ζωής μας έχουν γίνει στο διάβα όλου του χρόνου, oι οποίες και δύο Διαθήκες καλούνται, και σεισμοί της γης, διότι αποτελούν μία περιβόητη πραγματικότητα. Η πρώτη είναι η μετάβαση από τα είδωλα στο νόμο και η δεύτερη από το νόμο στο Ευαγγέλιο. Όμως και τρίτος σεισμός μας έχει αναγγελθεί, η μετάσταση δηλαδή από το εδώ στα εκεί, τα μη πλέον κινούμενα και σαλευόμενα. Αυτό έχουν πάθει και oι δύο Διαθήκες. Τι είναι αυτό; Δεν μετακινήθηκαν ξαφνικά, ούτε με την πρώτη κίνηση για πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Για ποιο λόγο; Διότι είναι αναγκαίο να ξέρουμε. Για να μην πιεσθούμε αλλά να πεισθούμε. Διότι αυτό που γίνεται παρα τη θέλησή μας, δεν είναι μόνιμο, όπως ακριβώς όσα συγκρατούνται βίαια από τα ρεύματα και τα φυτά. Όμως αυτό που γίνεται με τη θέλησή μας, και μονιμότερο είναι και ασφαλέστερο. Το ένα είναι έργο αυτού που μας εξαναγκάζει, το άλλο είναι δικό μας· και το ένα πάλι είναι έργο της επιείκειας του Θεού, το άλλο της τυραννικής εξουσίας. Δεν ενόμισε λοιπόν ότι πρέπει χωρίς να θέλουμε να μας κάνει καλό, αλλά να μας ευεργετεί, όταν εμείς το θέλουμε. Γι’ αυτό, για παιδαγωγικούς και ιατρικούς λόγους, άλλα αφαιρεί από τα πατροπαράδοτα έθιμα και άλλα επιτρέπει, υποχωρώντας λίγο σε αυτά που δίνουν χαρά. Έτσι, όπως ακριβώς κάνουν και oι γιατροί στους αρρώστους, δηλαδή για να γίνει αποδεκτή η θεραπεία με φάρμακα, αλλάζουν επιτήδεια τη γεύση τους με προϊόντα περισσότερο ευχάριστα. Διότι δεν είναι εύκολη η αλλαγή σ’ αυτά που είχαν γίνει συνήθεια και τιμούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα.<br /><br />Τι εννοώ δηλαδή; Η πρώτη αλλαγή περιέκοψε βέβαια τα είδωλα, αλλά επέτρεψε τις θυσίες· η δεύτερη αλλαγή κατάργησε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή. Επειτα, όταν οριστικά συμβιβάστηκαν με αυτή την αφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν και την παραχώρηση που είχε γίνει σ’ αυτούς, δηλαδή oι Ιουδαίοι τίς θυσίες και oι χριστιανοί την περιτομή. Και έγιναν από εθνικοί ιουδαίοι και από ιουδαίοι χριστιανοί, αφού οδηγήθηκαν ανεπαίσθητα προς το Ευαγγέλιο με αυτές τις επιμέρους αλλαγές. Θα σε πείσει γι’ αυτό ο Παύλος, ο οποίος προερχόμενος από περιτομές και αγνισμούς έλεγε: «Όσο για μένα αδελφοί μου, γιατί με καταδιώκουν, εάν κηρύττω την αναγκαιότητα της περιτομής;». Εκείνο ήταν σημείο οικονομίας αυτό είναι δείγμα της τελειότητας.<br /><br />26. Με αυτόν τον τρόπο μπορώ να εικάζω ό,τι αφορα στην θεολογία, όσο όμως είναι δυνατόν, από τ’ αντίθετα. Διότι, πράγματι εκεί, από τις αφαιρέσεις γίνεται η αλλαγή· εδώ όμως με τις προσθήκες επιτυγχάνεται η τελειότητα. Βέβαια, έτσι είναι. Εκήρυττε φανερό η Παλαιά Διαθήκη τον Πατέρα και αμυδρότερα τον Υιό. Φανέρωσε η Καινή Διαθήκη τον Υιό, υπέδειξε τη θεότητα του Πνεύματος. Δρα τώρα το Πνεύμα, κάνοντάς μας σαφέστερη τη φανέρωσή του. Διότι δεν θα ήταν ασφαλές, χωρίς πρωτύτερα να ομολογηθεί η θεότητα του Πατρός, να κηρύσσεται φανερό ο Υιός ούτε προτού να γίνει παραδεκτή η θεότητα του Υιού, να «επιφορτισθούμε» με το Πνεύμα το άγιο, για να χρησιμοποιήσω μία έκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν και στο κατά δύναμη, όπως ακριβώς με όσους, oι οποίοι αφού φάνε πάνω από την αντοχή τους βαραίνουν και αφού προσβάλουν την δράση πάνω από τη δύναμη κοιτάζοντας το φως του ήλιου την καθιστούν ασθενέστερη. Αντιθέτως, με τις βαθμιαίες προσθήκες και όπως είπε ο Δαβίδ, με τις αναβάσεις και με τις από δόξα σε δόξα προόδους και προκοπές, το φως της Τριάδας θα λάμψει στους πιο φωτισμένους. Και νομίζω, ότι γι’ αυτό τον λόγο και στους μαθητές επιδημεί σταδιακά, ανάλογα με την ικανότητα εκείνων που το δέχονται, δηλαδή στην αρχή του Ευαγγελίου, μετά το πάθος, μετά την Ανάληψη, όταν επιτελεί τα θαύματα, όταν εμφυσείται και όταν εμφανίζεται ως πύρινες γλώσσες. Και από τον Ιησού φανερώνεται σταδιακά, όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ ο ίδιος, αν μελετήσεις με περισσότερο επιμέλεια: Θα παρακαλέσω, λέγει η Γραφή, τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας, για να μη νομίσει κανένας ότι είναι αντίθετος από το Θεό και πως μιλάει από κάποια άλλη εξουσία. Έπειτα «θα στείλει» ο Πατέρας, αλλά «στο όνομά μου» αφού άφησε στην άκρη το «θα ρωτήσω», το «θα στείλει» διατήρησε. Στην συνέχεια με το «θα στείλω» διακήρυξε το δικό του αξίωμα· κατόπιν με το «θα έλθει» διακηρύσσεται η εξουσία του Πνεύματος.<br /><br />27. Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακούς φωτισμούς που μας φωτίζουν και την τάξη της θεολογίας, την οποία καλύτερα να τηρούμε και εμείς, και ούτε να τη φανερώνουμε μια και καλή, ούτε να την αποκρύπτουμε τελείως. Διότι το ένα δείχνει έλλειψη διακρίσεως, το άλλο αθεΐα. Και το ένα πάλι μπορεί να βλάψει τους άπιστους, ενώ το άλλο ν’ αποδιώξει τους δικούς μας. Όμως, αυτό το οποίο ίσως ήλθε και στο μυαλό άλλων, αλλά εγώ θεωρώ καρπό της δικής μου διανοίας, θα το προσθέσω σ’ αυτά, που έχουν ήδη ειπωθεί. Κατά τον Σωτήρα ήσαν μερικά, για τα οποία έλεγε στους μαθητές ότι δεν μπορούσαν τότε να τα βαστάσουν, αν και είχαν χορτάσει με διδασκαλίες, ίσως για τους λόγους που ανέφερα, και γι’ αυτό δεν τα αποκάλυψε. Έλεγε πάλι, ότι όλα αυτά θα μας τα διδάξει το άγιο Πνεύμα, όταν θα κατέλθει. Ένα από αυτά (που θα μας διδάξει) είναι, νομίζω, και ή ίδια η θεότητα του Πνεύματος, η οποία αποσαφηνίζεται αργότερα, αφού μετά την αποκατάσταση του Σωτήρα, τυχαίνει να είναι ώριμη και καταληπτή η γνώση, αφού κανένας πλέον δεν απιστεί στο θαύμα. Τι λοιπόν θα ήταν πιο μεγάλο, αυτό που εκείνος υποσχέθηκε ή αυτό που το Πνεύμα δίδαξε; Εάν βέβαια πρέπει σαν κάτι μεγάλο να νομίζουμε καί άξιο της μεγαλοπρέπειας του Θεού, αυτό το οποίο υπόσχεται, ή αυτό το οποίο διδάσκεται.<br /><br />28. Ετσι λοιπόν πιστεύω γι’ αυτά και μακάρι έτσι να πιστεύω εγώ, και όποιος μου είναι αγαπητός. Να τιμάμε δηλαδή ως Θεό τον Πατέρα, Θεό τον Υιό, Θεό το Πνεύμα το άγιο, τρεις oι ιδιότητες, αλλά μία η θεότητα, χωρίς να διαιρείται ως προς τη δόξα, την τιμή και τη βασιλεία, όπως θεολόγησε κάποιος από τους θεοφόρους άνδρες λίγο προγενέστερα. Και όποιος δεν πιστεύει έτσι ή προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλάζοντας συνεχώς την πίστη του και σκέπτεται με επιπολαιότητα, γι’ αυτά που είναι τόσο σπουδαία, ας μη δει τον ήλιο ν’ ανατέλλει, όπως λέγει η Γραφή, ούτε τη δόξα της ουράνιας λαμπρότητας. Διότι αν το Πνεύμα δεν είναι προσκυνητόν, πώς με θεώνει με το βάπτισμα;<br /><br />Αν πάλι προσκυνείται, πώς να μη λατρεύεται; Και αν λατρεύεται, πώς δεν είναι Θεός; Το ένα εξαρτάται από το άλλο, κι έτσι έχουμε πράγματι μία χρυσή και σωτήρια αλυσίδα. Από το Πνεύμα συμβαίνει η αναγέννηση σε μας από την αναγέννηση ακολουθεί η ανάπλαση και από την ανάπλαση η επίγνωση της αξίας εκείνου που μας ανέπλασε.<br /><br />29. Αυτά λοιπόν θα μπορούσε να πει κανένας, αν προϋπέθετε ότι δεν υπάρχει στην Γραφή. Ήδη όμως θα έλθει σε σένα το πλήθος των μαρτυριών, με τις οποίες θ’ αποδειχθεί ότι αναφέρεται και με το παραπάνω μέσα στην αγία Γραφή η θεότητα του Πνεύματος, σε όσους βέβαια δεν είναι πολύ ανόητοι, ούτε αποξενωμένοι από το Πνεύμα. Σκέψου λοιπόν τα εξής: Γεννιέται ο Χριστός; Το Πνεύμα προηγείται· βαπτίζεται; Αυτό δίνει μαρτυρία· δέχεται πειρασμούς; Τον οδηγεί. Επιτελεί θαύματα; Τον συνοδεύει. Ανέρχεται; Τον διαδέχεται. Ποιο άραγε από τα μεγάλα και απ’ όσα κάνει ο Θεός, δεν μπορεί το Πνεύμα; Ποια πάλι ονομασία δεν έχει απ’ όσες έχει ο Θεός εκτός από την αγεννησία και τη γέννηση; Διότι έπρεπε να μείνουν oι ιδιότητες στον Πατέρα και στον Υιό, για να μην υπάρχει σύγχυση στη θεότητα, η οποία και τ’ άλλα οδηγεί σε τάξη και κοσμιότητα. Εγώ φρίττω αναλογιζόμενος τον πλούτο των ονομασιών του Πνεύματος και σε πόσες από αυτές δείχνουν την ασέβειά τους αυτοί που επιτίθενται στο Πνεύμα. Λέγεται λοιπόν Πνεύμα Θεού, Πνεύμα Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, το ίδιο επίσης Κύριος, Πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας· Πνεύμα σοφίας, συνέσεως, θελήσεως, δυνάμεως, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού. Διότι αυτό είναι το οποίο προκαλεί όλα αυτά. Όλα τα γεμίζει με το είναι του, όλα τα συγκρατεί. Με την ύπαρξή του γεμίζει όλο τον κόσμο, δεν περιορίζεται όμως η δύναμή του στον κόσμο. Είναι αγαθό, ευθές, ηγεμονικό, αγιάζει από τη φύση του και όχι λόγω θέσεως, δεν αγιάζεται, είναι το μέτρο, δεν μετριέται, μετέχεται δεν μετέχει, πληροί, δεν πληρούται, συγκρατεί δεν συγκρατείται, κληρονομείται, δοξάζεται, συναριθμείται, απειλείται, λέγεται δάκτυλος Θεού και φωτιά όπως ο Θεός, για να δοθεί νομίζω, έμφαση στο ομοούσιο. Το Πνεύμα είναι αυτό που δημιούργησε, που μας ανακαινίζει με το βάπτισμα και την ανάσταση. Το Πνεύμα είναι αυτό που γνωρίζει τα πάντα, που διδάσκει, που πνέει όπου και όσο θέλει, που οδηγεί, λαλεί, αποστέλλει, αφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, αποκαλύπτει, φωτίζει, δίνει ζωή, μάλλον είναι το ίδιο φως και ζωή. Είναι αυτό που μας κάνει ναούς, μας θεώνει, μας τελειοποιεί, ώστε και να προηγείται του βαπτίσματος, αλλά και να επιζητείται μετά το βάπτισμα. Ενεργεί επίσης όσα κι ο Θεός, διαμοιράζεται σε γλώσσες πύρινες , μοιράζει χαρίσματα, καθιστά αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και διδασκάλους. Είναι νοερό, πολυμερές, σαφές, τρανό, ανεμπόδιστο, αμόλυντο. Αυτό σημαίνει μέ ισοδύναμες λέξεις, πως είναι η ύψιστη σοφία και μπορεί να ενεργεί με πολλούς τρόπους και αποσαφηνίζει τα πάντα και τα διατρανώνει. Και είναι αυτεξούσιο και αναλλοίωτο, παντοδύναμο, επιβλέπει τα πάντα και διεισδύει σε όλα τα νοερά πνεύματα, τα καθαρά και λεπτότατα, δηλαδή εννοώ τις αγγελικές δυνάμεις, όπως και στα πνεύματα των προφητών και των αποστόλων, την ίδια στιγμή αλλά όχι στους ίδιους τόπους, αφού είναι διασκορπισμένα εδώ κι εκεί. Με το να έχουν απονεμηθεί άλλα σε άλλο μέρος φανερώνεται το απερίγραπτο (αυτού).<br /><br />30. Αυτοί που λένε και διδάσκουν αυτά και επιπλέον το ονομάζουν «άλλον Παράκλητον», δηλαδή άλλον Θεό, αυτοί oι οποίοι γνωρίζουν ότι η μόνη ασυγχώρητη αμαρτία είναι η βλασφημία σ’αυτό, αυτοί που τόσο φοβερά στηλίτευσαν τον Ανανία και τη Σαπφείρα, επειδή είπαν ψέματα στο Πνεύμα το άγιο, σαν να είπαν ψέματα στον Θεό και όχι σε άνθρωπο, αυτοί λοιπόν τι σου φαίνεται από τα δύο, ότι κηρύττουν πως το άγιο Πνεύμα είναι Θεός ή κάτι αλλο; Πόσο στ’ αλήθεια ανόητος είσαι και μακριά από το Πνεύμα, εάν απορείς γι’ αυτό και χρειάζεσαι κάποιον να σε διδάξει. Oι ονομασίες λοιπόν του Πνεύματος είναι τόσες πολλές και τόσο ζωντανές. Γιατί λοιπόν πρέπει να σου παραθέσω τις μαρτυρίες γι’ αυτές τις λέξεις; Και όσα εδώ λέγονται με τρόπο ταπεινό, ότι δηλαδή δίδεται, ότι αποστέλλεται, ότι μερίζεται, ότι είναι χάρισμα, δώρημα, εμφύσημα, επαγγελία, μεσιτεία, είτε κάτι άλλο σαν αυτά, για να μην απαριθμώ το καθένα ξεχωριστά, πρέπει να το αναγάγουμε στην πρώτη αιτία, για να καταδειχθεί από πού προέρχεται και να μην γίνουν παραδεκτές από κάποιους, τρεις αρχές διαχωρισμένες μεταξύ τους, σαν να υπάρχει πολυθεΐα. Διότι είναι εξίσου ασέβεια να ταυτίσει κανένας τα πρόσωπα, όπως ο Σαβέλλιος(5) και να διαχωρίσει τις φύσεις όπως ο Άρειος(6).<br /><br />ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ<br /><br />1. Δηλαδή δεν είναι Θεός, αλλά κτίσμα, όπως ο άνθρωπος.<br /><br />2. Βλ. Πλάτωνα, Φαίδων 97 c-d και Αριστοτέλη, Περί ζώων γενέσεως ΙΙ, 3. Ο «νους» όμως των φιλοσόφων αυτών δεν μπορεί να συνδεθεί με το άγιο Πνεύμα (βλ. Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόριος ο Θεολόγος και aι προϋποθέσεις πνευματολογίας αυτού, Αθήναι 1980, σσ. 99-101 ).<br /><br />3. Ο Μαρκίωνας ήταν ένας γνωστικός συγγραφέας του β’ αιώνος. Η θεολογία του διέφερε όμως σε πολλά σημεία από αυτή των γνωστικών. Παραδεχόταν δύο θεούς, τον αγαθό και τον κακό. Απέρριπτε την Παλαιά Διαθήκη και πολλά βιβλία της Καινής. Μερικοί κώδικες περιέχουν τη γραφή «Μαρκίωνος και Ουαλεντίνου», καθώς το σύστημα των «νέων αιώνων» έχει τη σφραγίδα του δεύτερου. Σχετικά βλ. Ρ. GALLAY-Μ. JOURJON, Grégoire de Nazianze, Discours Théologiques εν Sources Chrétiennes, τ. 250, Cerf, Paris 1978, σ. 288, υποσημ. 2.<br /><br />4. Υπάρχουν κάποιες αλήθειες, λέγει ο άγ. Γρηγόριος, μέσα στην Αγία Γραφή, οι οποίες δεν αναφέρονται ρητά. Ο φωτισμένος από το άγιο Πνεύμα πιστός νομιμοποιείται να υπερκεράσει (ξεπεράσει) το γράμμα για να βρει τα κρυμμένα νοήματα, τα οποία θα χρησιμοποιήσει στον αγώνα του εναντίον των αιρετικών.<br /><br />5. Ο αιρετικός Σαβέλλιος (γ’ αι.) δίδασκε ότι τα πρόσωπα της αγίας Τριάδας δεν συνιστούν τρεις διακεκριμένες υποστάσεις, αλλά μία ουσία, που εμφανίσθηκε με τρία πρόσωπα, δηλ. ως Πατέρας την εποχή της Παλ.Διαθήκης, ως Υιός στην Καινή Διαθήκη και ως άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία.<br /><br />6. Ο Άρειος (δ’ αι.) επέφερε μεγάλη κρίση στην Εκκλησία. Δίδασκε ότι ο Υιός είναι κτίσμα. Καταδικάστηκε από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.).<p></p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-36117559215831530092021-01-25T17:11:00.004+02:002021-01-25T17:11:37.263+02:00 Δώσε κάτι, έστω και ελάχιστο, σ’ εκείνον που έχει ανάγκη! Newsroom Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-pEMVnG8Ej0Y/YA7foMdVpdI/AAAAAAAAn24/Mkfy1Wzuu7cdudR3fbTxqIeltvW1mRktgCLcBGAsYHQ/s620/Agios_Grigorios_Theologos-620x399-1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="399" data-original-width="620" src="https://1.bp.blogspot.com/-pEMVnG8Ej0Y/YA7foMdVpdI/AAAAAAAAn24/Mkfy1Wzuu7cdudR3fbTxqIeltvW1mRktgCLcBGAsYHQ/s320/Agios_Grigorios_Theologos-620x399-1.jpg" width="320" /></a></div><br /><br /><br />Μετά την παράβαση, λοιπόν, εμφανίστηκαν οι φθόνοι και οι φιλονικίες και η δολερή τυραννία του διαβόλου, που παρασύρει πάντα με τη λαιμαργία της ηδονής και ξεσηκώνει τους πιο τολμηρούς ενάντια στους πιο αδύνατους. Μετά την παράβαση, το ανθρώπινο γένος χωρίστηκε σε διάφορες φυλές με διάφορα ονόματα και η πλεονεξία κατακερμάτισε την ευγένεια της φύσεως, αφού πήρε και το νόμο βοηθό της.<br /><br /><br />Εσύ, όμως, να κοιτάς την αρχική ενότητα και ισότητα, όχι την τελική διαίρεση· όχι το νόμο που επικράτησε, αλλά το νόμο του Δημιουργού. Βοήθησε, όσο μπορείς, τη φύση, τίμησε την πρότερη ελευθερία, δείξε σεβασμό στον εαυτό σου, συγκάλυψε την ατιμία του γένους σου, παραστάσου στην αρρώστια, σύντρεξε στην ανάγκη.<br />Παρηγόρησε ο γερός τον άρρωστο, ο πλούσιος τον φτωχό, ο όρθιος τον πεσμένο, ο χαρούμενος τον λυπημένο, ο ευτυχισμένος τον δυστυχισμένο.<br /><br />Δώσε κάτι στο Θεό ως δώρο ευχαριστήριο, για το ότι είσαι ένας απ’ αυτούς που μπορούν να ευεργετούν και όχι απ’ αυτούς που έχουν ανάγκη να ευεργετούνται, για το ότι δεν περιμένεις εσύ βοήθεια από τα χέρια άλλων, αλλ’ από τα δικά σου χέρια περιμένουν άλλοι βοήθεια.<br />Πλούτισε όχι μόνο σε περιουσία, μα και σε ευσέβεια, όχι μόνο σε χρυσάφι, μα και σε αρετή, ή καλύτερα μόνο σε αρετή.<br /><br />Γίνε πιο τίμιος από τον πλησίον με την επίδειξη περισσότερης καλοσύνης. Γίνε θεός για τον δυστυχισμένο με τη μίμηση της ευσπλαχνίας του Θεού.<br /><br />Δώσε κάτι, έστω και ελάχιστο, σ’ εκείνον που έχει ανάγκη. Γιατί και το ελάχιστο δεν είναι ασήμαντο για τον άνθρωπο που όλα τα στερείται, μα ούτε και για το Θεό, εφόσον είναι ανάλογο με τις δυνατότητές σου. Αντί για μεγάλη προσφορά, δώσε την προθυμία σου. Κι αν δεν έχεις τίποτα, δάκρυσε. Η ολόψυχη συμπάθεια είναι μεγάλο φάρμακο γι’ αυτόν που δυστυχεί. Η αληθινή συμπόνια ανακουφίζει πολύ από τη συμφορά.<br /><br />Δεν έχει μικρότερη αξία, αδελφέ μου, ο άνθρωπος από το ζώο, που, αν χαθεί ή πέσει σε χαντάκι, σε προστάζει ο νόμος να το σηκώσεις και να το περιμαζέψεις (Δευτ. 22:1-4). Πόση ευσπλαχνία, επομένως, οφείλουμε να δείχνουμε στους συνανθρώπους μας, όταν ακόμα και με τ’ άλογα ζώα έχουμε χρέος να είμαστε πονετικοί;<br /><br />«Δανείζει το Θεό όποιος ελεεί φτωχό», λέει η Γραφή (Παροιμ. 19:17). Ποιος δεν δέχεται τέτοιον οφειλέτη, που, εκτός από το δάνειο, θα δώσει και τόκους, όταν έρθει ο καιρός; Και αλλού πάλι λέει: «Με τις ελεημοσύνες και με την τιμιότητα καθαρίζονται οι αμαρτίες» (Παροιμ. 15:27α).<br /><br />Ας καθαριστούμε, λοιπόν, με την ελεημοσύνη, ας πλύνουμε με το καλό βοτάνι τις βρωμιές και τους λεκέδες μας, ας γίνουμε άσπροι, άλλοι σαν το μαλλί και άλλοι σαν το χιόνι, ανάλογα με την ευσπλαχνία του ο καθένας.<br /><br />«Μακάριοι», λέει, «όσοι δείχνουν έλεος στους άλλους, γιατί σ’ αυτούς θα δείξει ο Θεός το έλεός Του» (Ματθ. 5:7). Το έλεος υπογραμμίζεται στους μακαρισμούς. Και αλλού: «Μακάριος είν’ εκείνος που σπλαχνίζεται τον φτωχό και τον στερημένο» (Ψαλμ. 40:2).<br /><br />Και: «Αγαθός άνθρωπος είν’ εκείνος που συμπονάει τους άλλους και τους δανείζει» (Ψαλμ. 111:5).<br />Και: «Παντοτινά ελεεί και δανείζει ο δίκαιος» (Ψαλμ. 36:26). Ας αρπάξουμε το μακαρισμό, ας τον κατανοήσουμε, ας ανταποκριθούμε στην κλήση του, ας γίνουμε αγαθοί άνθρωποι. Ούτε η νύχτα να μη διακόψει τη ελεημοσύνη σου.<br />«Μην πεις. »Φύγε τώρα και έλα πάλι αύριο να σου δώσω βοήθεια»» (Παροιμ. 3:28), γιατί μπορεί από σήμερα ως αύριο να συμβεί κάτι, που θα ματαιώσει την ευεργεσία.<br /><br />Η φιλανθρωπία είναι το μόνο πράγμα που δεν παίρνει αναβολή. «Μοίραζε το ψωμί σου σ’ εκείνους που δεν έχουν στέγη» (Ησ. 58:7). Και αυτά να τα κάνεις με προθυμία. «Όποιος ελεεί», λέει ο απόστολος, «ας το κάνει με ευχαρίστηση και γλυκύτητα» (Ρωμ. 12:8).<br /><br />Με την προθυμία, το καλό σου λογαριάζεται σαν διπλό. Η ελεημοσύνη που γίνεται με στενοχώρια ή εξαναγκασμό, είναι άχαρη και άνοστη. Να πανηγυρίζουμε πρέπει, όχι να θρηνούμε, όταν κάνουμε καλοσύνες.<br /><br />Μήπως νομίζεις πως η φιλανθρωπία δεν είναι αναγκαία, αλλά προαιρετική; Μήπως νομίζεις πως δεν αποτελεί νόμο, αλλά συμβουλή και προτροπή; Πολύ θα το ‘θελα κι εγώ έτσι να είναι. Και έτσι το νόμιζα. Μα με φοβίζουν όσα λέει η Γραφή για εκείνους που, την ημέρα της Κρίσεως, ο Δίκαιος Κριτής βάζει στ’ αριστερά Του, σαν κατσίκια, και τους καταδικάζει (Ματθ. 25:31-46). Αυτοί δεν καταδικάζονται γιατί έκλεψαν ή λήστεψαν ή ασέλγησαν ή έκαναν οτιδήποτε άλλο απ’ όσα απαγορεύει ο Θεός, αλλά γιατί δεν έδειξαν φροντίδα για το Χριστό μέσω των δυστυχισμένων ανθρώπων.<br /><br />Όσο είναι καιρός, λοιπόν, ας επισκεφθούμε το Χριστό, ας Τον περιποιηθούμε, ας Τον θρέψουμε, ας Τον ντύσουμε, ας Τον περιμαζέψουμε, ας Τον τιμήσουμε.<br /><br />Όχι μόνο με τραπέζι, όπως μερικοί, όχι μόνο με μύρα, όπως η Μαρία, όχι μόνο με τάφο, όπως ο Αριμαθαίος Ιωσήφ, όχι μόνο με ενταφιασμό, όπως ο φιλόχριστος Νικόδημος, όχι μόνο με χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, όπως οι μάγοι πρωτύτερα.<br /><br />Μα επειδή ο Κύριος των όλων θέλει έλεος και όχι θυσία και επειδή η ευσπλαχνία είναι καλύτερη από τη θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων αρνιών, ας Του την προσφέρουμε μέσου εκείνων που έχουν ανάγκη, μέσω εκείνων που βρίσκονται σήμερα σε δεινή θέση, για να μας υποδεχθούν στην ουράνια βασιλεία, όταν φύγουμε από τον κόσμο τούτο και πάμε κοντά στον Κύριο μας, το Χριστό, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.<p></p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-91336632210975448962021-01-25T17:09:00.002+02:002021-01-25T17:09:24.731+02:00Αλφαβητάρι της αρετής του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/--UVr_mkoQ1U/YA7fHCvC2TI/AAAAAAAAn2s/7mGEWQhvf1QDnymUI76NYyXt6MTDFFGigCLcBGAsYHQ/s420/be558df57ee1bb0ff5368c31d4836afc_L.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="308" data-original-width="420" src="https://1.bp.blogspot.com/--UVr_mkoQ1U/YA7fHCvC2TI/AAAAAAAAn2s/7mGEWQhvf1QDnymUI76NYyXt6MTDFFGigCLcBGAsYHQ/s320/be558df57ee1bb0ff5368c31d4836afc_L.jpg" width="320" /></a></div><br /><p></p><div class="entry-header"><br /></div><br /><div class="jnews_inline_related_post_wrapper right half"><div class="jnews_inline_related_post"><div class="jeg_postblock_21 jeg_postblock jeg_module_hook jeg_pagination_nextprev jeg_col_1o3 jnews_module_488656_0_600eded767060 " data-unique="jnews_module_488656_0_600eded767060"><div class="jeg_block_container">
</div>
<div class="jeg_block_navigation">
<div class="jeg_block_nav ">
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
<p>Γ νώριζε όλα τα καλά έργα των δικαίων<br />
<strong>Δ εινόν το να πεινάει κανείς, μα φοβερότερος ο πλούτος ο παράνομος<br />
Ε υεργετείς; Μάθε λοιπόν πως το Θεό μιμείσαι.</strong></p>
<p>Ζ ήτα απ’ το Θεό να σου είναι σπλαχνικός, σαν όμως εύσπλαχνος είσαι και εσύ<br />
Η σάρκα η ανθρώπινη να συγκρατείται πρέπει και να δαμάζεται γερά<br />
Θ υμό χαλίνωνε, μη πέσεις έξω από τη λογική<br />
Ί σια ψηλά το βλέμμα σου, στη γλώσσα να ‘χεις μέτρο<br />
Κ λειδί στ’ αυτιά να βρίσκεται, το γέλιο σου να ‘ναι σεμνό<br />
Λ υχνάρι να πορεύεται η λογική μπροστά από κάθε σου έργο<br />
<strong>Μ η σου γλυστράει κάτω απ’ ότι φαίνεται, εκείνο που υπάρχει<br />
Ν α ερευνάς τα πάντα με το νου, όμως να πράττεις όσα επιτρέπονται</strong></p>
<p>Ξ ένος πως είσαι, μάθε το καλά. Γι’ αυτό τίμα τους ξένους<br />
Ό ταν στη γαλήνη ταξιδεύεις, τότε να θυμάσαι τη φουρτούνα<br />
Π άντα να δέχεσαι ευχάριστα, όσα από το Θεό προέρχονται<br />
Ρ αβδί να σε χτυπά του δίκαιου καλύτερα, παρά ο κακός να σε τιμά<br />
<strong>Σ τις θύρες των σοφών να πηγαινοέρχεσαι, μακρυά απ’ τις θύρες των πλουσίων<br />
Τ ο μικρό, μικρό δεν είναι όταν σε κάτι μέγα οδηγεί</strong></p>
<p>Ύ βριν χαλίνωνε, μακρυά απ’ την έπαρση μέγας σοφός να γίνεις<br />
Φ υλάξου συ απ’ το πέσιμο, σαν όμως άλλος πέσει, μη γελάς<br />
Χ άρισμα το να σε φθονούν, αίσχος και μέγα, να φθονείς εσύ<br />
Ψ υχή που στο Θεό προσφέρεται, είναι η καλύτερη θυσία<br />
Ω, ποιος θα τα φυλάξει όλα αυτά; Αυτός και θα σωθεί!</p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-16472954928089850682021-01-25T17:07:00.003+02:002021-01-25T17:07:28.469+02:00Ο πιστός φίλος είναι πολυτιμότερος από χρυσάφι Newsroom Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος <p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-MIvZUEO5yss/YA7em9LI59I/AAAAAAAAn2k/YD3rdmxRmjgjepjYDjACKwrHya7QmMLTACLcBGAsYHQ/s600/AgiosGrigoriosTheologos07.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="450" data-original-width="600" src="https://1.bp.blogspot.com/-MIvZUEO5yss/YA7em9LI59I/AAAAAAAAn2k/YD3rdmxRmjgjepjYDjACKwrHya7QmMLTACLcBGAsYHQ/s320/AgiosGrigoriosTheologos07.jpg" width="320" /></a></div><br /><br /><br /><span style="font-size: x-large;"><b>Φίλος: Με τίποτε από ο, τι υπάρχει εις τον κόσμον δεν ημπορεί κανείς να συγκρίνη έναν πιστόν φίλον.<br /><br /><br />Ο πιστός φίλος είναι ισχυρά προστασία.<br /><br />Ο πιστός φίλος είναι έμψυχος θησαυρός.<br /><br />Ο πιστός φίλος είναι πολυτιμότερος από χρυσάφι.<br /><br />Ο πιστός φίλος είναι λιμάνι αναψυχής.</b></span><p></p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-9991854001861864402021-01-25T17:04:00.002+02:002021-01-25T17:04:44.254+02:00Ο Θεός παραμένει μυστήριο ακόμη και όταν Τον βλέπουμε από Newsroom<p> </p><div class="entry-header"><br /><br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-GXjSlbWvW78/YA7eAh_U9QI/AAAAAAAAn2c/1YZrkgZNgqwJX4Ir--2h3_tULfsLp2_JwCLcBGAsYHQ/s666/26d5c33fa5367f82799e57d24c3b4ca3_XL-666x399-1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="399" data-original-width="666" src="https://1.bp.blogspot.com/-GXjSlbWvW78/YA7eAh_U9QI/AAAAAAAAn2c/1YZrkgZNgqwJX4Ir--2h3_tULfsLp2_JwCLcBGAsYHQ/s320/26d5c33fa5367f82799e57d24c3b4ca3_XL-666x399-1.jpg" width="320" /></a></div><br /><div class="jeg_block_navigation">
<div class="jeg_block_nav ">
</div>
</div>
<div class="jnews_inline_related_post_wrapper right half"><div class="jnews_inline_related_post">
</div>
</div>
<p>Ο Άγιος Γρηγόριος διαφωνεί τονίζων ότι “Θεόν φράσαι μεν αδύνατον,
νοήσαι δε αδυνατώτερον, το μεν γαρ νοηθέν, τάχα αν λόγος δηλώσειεν, ει
και μη μετρίως, αλλ’ αμυδρώς γε…” [22]. Αυτό σημαίνει ότι να εννοήση τις
και να εκφράση τον Θεόν δεν είναι μόνον αδύνατον εις τους απίστους,
αλλά ακόμη και εις τους φίλους του Θεού, οι οποίοι έχουν φθάσει είτε εις
τον φωτισμόν είτε εις τον δοξασμόν. Ο Θεός παραμένει μυστήριον ακόμη
και όταν οράται.</p>
<p>Εν τούτοις, εκείνοι οι οποίοι φθάνουν εις τον φωτισμόν και τον
δοξασμόν, χρησιμοποιούν νοήματα και ρήματα εις την ομιλίαν περί Θεού.
Βεβαίως, αυτά τα νοήματα και ρήματα είναι εμπνευσμένα από την εμπειρίαν
του δοξασμού. Οι πνευματικοί πατέρες χρησιμοποιούν ρήματα και νοήματα να
οδηγήσουν τους άλλους μέσω της καθάρσεως εις τον φωτισμόν, ως έκαναν οι
προφήται, οι απόστολοι και ο Ίδιος ο Χριστός.</p>
<p>Επομένως, να χρησιμοποιή τις τα νοήματα αυτά και τα ρήματα ως μέσον
φιλοσοφικής θεωρίας περί Θεού, είναι εις κακήν χρήσιν αμφοτέρων, δηλαδή
και αυτομάτως οδηγεί τινα εις πλάνην, η οποία τον αποκόπτει από την
δυνατότητα να είναι κεκαθαρμένος εις την καρδίαν και από το να φθάση εις
τον φωτισμόν. Αυτή η κακή χρήσις των περί Θεού νοημάτων και ρημάτων
είναι η πηγή όλων των αιρέσεων.</p>
<p>Ο ευσεβιστικός και φιλοσοφικός στοχασμός περί της Βίβλου και η
βιβλική κριτική μέσα εις αυτά τα πλαίσια της σχέσεως, είναι αδιέξοδοι
δρόμοι, οι οποίοι δεν οδηγούν εις την πραγματικότητα, την οποίαν
δεικνύει ο Χριστός και εις την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην.</p>
<p>Η Βίβλος δεν είναι αποκάλυψις ή Λόγος του Θεού, αλλά σχετική προς
αυτά. Η αποκάλυψις και ο Λόγος του Θεού κοινωνούνται εις τους ανθρώπους
μόνον μέσω της καθάρσεως εις τα στάδια του φωτισμού και ειδικώς του
δοξασμού ή της θεώσεως, εις τα οποία η Πεντηκοστή μεταδίδεται από γενεάς
εις γενεάν ως η βάσις και το κεντρικόν σημείον της αποστολικής
παραδόσεως και διαδοχής.</p>
<p>Εις την Παλαιάν Διαθήκην έχομεν τας εμφανίσεις του Θεού εις τους
προφήτας δια του Αγγέλου – Λόγου, ο Οποίος συνεχίζει εις την Ενσάρκωσίν
Του να εμφανίζηται εν δόξη είς τινας των Αποστόλων, π.χ. κατά την
Μεταμόρφωσίν Του. Ούτος εξηγεί εις τους μαθητάς Του ότι εντός ολίγου δεν
θα τον ίδουν πλέον, διότι πρέπει να πάη προς τον Πατέρα Του, αλλά πάλιν
εντός ολίγου αυτοί θα τον ίδουν. [ 23 ]</p>
<p>Τούτο επραγματώθη προκαταρκτικώς εις τας μετά την Ανάστασιν
εμφανίσεις του Χριστού εις τους μαθητάς Του, εμφανίσεις, εις τας οποίας ο
κόσμος δεν ημπορούσε ελευθέρως να συμμετάσχη. Εν συνεχεία έχομεν την
τελικήν εξαφάνισίν Του από τα μάτια του κόσμου εις την Ανάληψίν Του και
την επανεμφάνισίν Του κατά την Πεντηκοστήν εν Αγίω Πνεύματι, το Οποίον
έκτοτε μορφώνει ολόκληρον τον Χριστόν εις ένα έκαστον των μαθητών και
πιστών, οι οποίοι κατηλλαγμένοι με τον Χριστόν και φίλοι του Θεού [ 24 ]
ξεπέρασαν το στάδιον του δούλου. [ 25 ]</p>
<p><em>[ 21 ] Θεολογικός Λόγος, 2, 3.</em><br />
<em>[ 22 ] Θεολογικός Λόγος, 2, 4.</em><br />
<em>[ 23 ] Ιω. 16, 11, 16-33.</em><br />
<em>[ 24 ] Ιω. 16, 27.</em><br />
<em>[ 25 ] Ιω. 15, 14-15.</em></p>
<p><em><strong>του π.Ιωάννη Ρωμανίδη</strong></em></p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-51248530320794065802021-01-25T17:01:00.004+02:002021-01-25T17:01:49.423+02:00Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Πλούτισε σε ευσέβεια… Newsroom<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-cIjG7aoStD4/YA7dSCagGiI/AAAAAAAAn2U/uO6rb9CQ0n0r4jJdXhN24Of42f9NfXlrwCLcBGAsYHQ/s800/grigorios_theologos3.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="600" data-original-width="800" src="https://1.bp.blogspot.com/-cIjG7aoStD4/YA7dSCagGiI/AAAAAAAAn2U/uO6rb9CQ0n0r4jJdXhN24Of42f9NfXlrwCLcBGAsYHQ/s320/grigorios_theologos3.jpg" width="320" /></a></div><br /><br /><br />ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Ας μη γίνουμε, αγαπητοί μου φίλοι και αδελφοί, κακοί διαχειριστές των αγαθών που μας δόθηκαν. Ας μην κοπιάζουμε για να θησαυρίζουμε και ν’ αποταμιεύουμε, ενώ άλλοι υποφέρουν από την πείνα.<br /><br />Ας μιμηθούμε τον ανώτατο και κορυφαίο νόμο του Θεού, που στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους και ανατέλλει τον ήλιο επίσης για όλους.<br /><br />Αυτός έκανε τη γη ευρύχωρη για όλα τα χερσαία ζώα, δημιούργησε πηγές, ποτάμια, δάση, αέρα για τα φτερωτά και νερά για τα υδρόβια, και έδωσε σ’ όλα τα όντα άφθονα τα απαραίτητα για τη ζωή τους στοιχεία, χωρίς να τα περιορίζει καμιά εξουσία, χωρίς να τα καθορίζει κανένας γραπτός νόμος, χωρίς να τα εμποδίζουν σύνορα. Και αυτά τα στοιχεία τα παρέδωσε κοινά και πλούσια, χωρίς διάκριση ή περικοπή, τιμώντας την ομοιότητα της φύσεως με την ισότητα της δωρεάς και δείχνοντας τον πλούτο της αγαθότητός Του.<br /><br />Οι άνθρωποι, όμως, αφότου έβγαλαν από τη γη το χρυσάφι, το ασήμι και τα πολύτιμα πετράδια, αφότου έφτιαξαν ρούχα μαλακά και περιττά και αφότου απέκτησαν άλλα παρόμοια πράγματα, που αποτελούν αιτίες πολέμων και επαναστάσεων και τυραννικών καθεστώτων, κυριεύθηκαν από παράλογη υπεροψία.<br /><br />Έτσι, δεν δείχνουν ευσπλαχνία στους δυστυχισμένους συνανθρώπους τους και δεν θέλουν ούτε με τα περίσσια τους να δώσουν στους άλλους τα αναγκαία.<br />Τι βαναυσότητα! Τι σκληρότητα!<br /><br />Δεν σκέφτονται, αν όχι τίποτ’ άλλο, πως η φτώχεια και ο πλούτος, η ελευθερία και η δουλεία και τ’ άλλα παρόμοια, εμφανίστηκαν στο ανθρώπινο γένος μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, σαν αρρώστιες που εκδηλώνονται μαζί με την κακία και που είναι δικές της επινοήσεις.<br /><br />Αρχικά, όμως, δεν έγιναν έτσι τα πράγματα, λέει η Γραφή (Ματθ. 19:8), αλλά Εκείνος που έπλασε εξαρχής τον άνθρωπο, τον άφησε ελεύθερο, αυτεξούσιο – συγκρατημένο μόνο από το νόμο της εντολής – και πλούσιο μέσα στον παράδεισο της τρυφής. Αυτή την ελευθερία κι αυτόν τον πλούτο θέλησε να χαρίσει – και χάρισε – ο Θεός, μέσω του πρώτου ανθρώπου, και στο υπόλοιπο ανθρώπινο γένος.<br />Ελευθερία και πλούτος ήταν μόνο η τήρηση της εντολής. Φτώχεια αληθινή και δουλεία ήταν η παράβασή της.<br /><br />Μετά την παράβαση, λοιπόν, εμφανίστηκαν οι φθόνοι και οι φιλονικίες και η δολερή τυραννία του διαβόλου, που παρασύρει πάντα με τη λαιμαργία της ηδονής και ξεσηκώνει τους πιο τολμηρούς ενάντια στους πιο αδύνατους.<br /><br />Μετά την παράβαση, το ανθρώπινο γένος χωρίστηκε σε διάφορες φυλές με διάφορα ονόματα και η πλεονεξία κατακερμάτισε την ευγένεια της φύσεως, αφού πήρε και το νόμο βοηθό της.<br /><br />Εσύ, όμως, να κοιτάς την αρχική ενότητα και ισότητα, όχι την τελική διαίρεση• όχι το νόμο που επικράτησε, αλλά το νόμο του Δημιουργού. Βοήθησε, όσο μπορείς, τη φύση, τίμησε την πρότερη ελευθερία, δείξε σεβασμό στον εαυτό σου, συγκάλυψε την ατιμία του γένους σου, παραστάσου στην αρρώστια, σύντρεξε στην ανάγκη.<br />Παρηγόρησε ο γερός τον άρρωστο, ο πλούσιος τον φτωχό, ο όρθιος τον πεσμένο, ο χαρούμενος τον λυπημένο, ο ευτυχισμένος τον δυστυχισμένο.<br /><br />Δώσε κάτι στο Θεό ως δώρο ευχαριστήριο, για το ότι είσαι ένας απ’ αυτούς που μπορούν να ευεργετούν και όχι απ’ αυτούς που έχουν ανάγκη να ευεργετούνται, για το ότι δεν περιμένεις εσύ βοήθεια από τα χέρια άλλων, αλλ’ από τα δικά σου χέρια περιμένουν άλλοι βοήθεια.<br /><br />Πλούτισε όχι μόνο σε περιουσία, μα και σε ευσέβεια, όχι μόνο σε χρυσάφι, μα και σε αρετή, ή καλύτερα μόνο σε αρετή. Γίνε πιο τίμιος από τον πλησίον με την επίδειξη περισσότερης καλοσύνης. Γίνε θεός για τον δυστυχισμένο με τη μίμηση της ευσπλαχνίας του Θεού.<br /><br />Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Περί φιλοπτωχείας λόγος (απόσπασμα)<p></p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-56385548653955042442021-01-25T16:59:00.003+02:002021-01-25T16:59:39.205+02:00Άγιος Γρηγόριος: Μη δικαιολογούμαστε όταν λένε τα ελαττώματά μας από Newsroom<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-RhFTT0NTjH8/YA7cz8lC1qI/AAAAAAAAn2I/lF4S42cpQt4aqoMvrdiU0CnPnxJTKEdCACLcBGAsYHQ/s420/be558df57ee1bb0ff5368c31d4836afc_L.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="308" data-original-width="420" src="https://1.bp.blogspot.com/-RhFTT0NTjH8/YA7cz8lC1qI/AAAAAAAAn2I/lF4S42cpQt4aqoMvrdiU0CnPnxJTKEdCACLcBGAsYHQ/s320/be558df57ee1bb0ff5368c31d4836afc_L.jpg" width="320" /></a></div><br /><br /><br />Στα κείμενα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου μαζί με τα βαθιά θεολογικά νοήματα περιέχονται συχνά και διδακτικά παραδείγματα από φανταστικά, υποτιθέμενα περιστατικά.<br /><br /><br />Αναφέρει, λοιπόν, ο Άγιος Γρηγόριος: Κάποιος χλεύαζε μια κουκουβάγια για μερικά από τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της, που τη διαφοροποιούν από τα άλλα πουλιά. Απαριθμούσε ένα – ένα από αυτά. Η κουκουβάγια, αντί να τα παραδεχθεί, προσπαθούσε να τα δικαιολογήσει και να τα αντικρούσει με εύστοχο λόγο και λογικοφανή επιχειρήματα.<br /><br />-Τι μεγάλο κεφάλι που έχεις! Είσαι κεφάλα!<br /><br />-Του Δία το κεφάλι να δεις τι μεγάλο που είναι, απαντά η κουκουβάγια.<br /><br />-Τι γαλαζωπά μάτια που έχεις!<br /><br />-Αυτά τα μάτια μου είναι όπως της γαλαζομάτας Αθηνάς.<br /><br />-Και η φωνή σου είναι λυπητερή, θλιβερή και στριγγιά, όχι ευχάριστη.<br /><br />-Η φωνή όμως της καρακάξας είναι πιο άσχημη, ανταπαντά πάλι η κουκουβάγια.<br /><br />-Πω πω και κάτι ψιλοπόδαρα που έχεις!<br /><br />-Ναι, έτσι είναι τα δικά μου πόδια, αλλά του ψαρονιού πώς σου φαίνονται;<br /><br />-Πρόσεξε, σοφή μου, της λέει στο τέλος ο συνομιλητής της, ότι από αυτά ένα μόνο ελάττωμα έχει το καθένα τους. Εσύ όμως τα έχεις όλα μαζί και σε μεγάλο βαθμό, κουκουβάγια μεγαλοκέφαλη, με τα γαλαζωπά σου μάτια και τη στριγγόφωνη, λυπητερή φωνή σου, κουκουβάγια μου ψιλοπόδαρη.<br /><br />Σκόνταψε η ταλαίπωρη κουκουβάγια και δεν ήξερε τι να απαντήσει. (Γρηγορίου Θεολόγου, Ποίημα ΚΗ΄, Κατά πλουτούντων, στιχ. 235-262, ΕΠΕ, τόμος 9ος, σελ. 362)<br /><br />Ας μη δικαιολογούμαστε, όπως η κουκουβάγια, με λογικοφανή επιχειρήματα ή με διάφορα ευφυολογήματα, όταν μας υποδεικνύονται τα ελαττώματά μας. Ούτε να αντιδρούμε με λόγους αποστομωτικούς και γλώσσα γεμάτη από αντιρρήσεις.<br /><br />«Το μάτι βλέπει τα άλλα, τα ξένα, δε βλέπει τον εαυτό του, ούτε όμως και τα άλλα βλέπει σωστά, εάν αρρωστήσει υπερβολικά. Το χέρι έχει ανάγκη από άλλο χέρι, και το πόδι από το άλλο πόδι» (Γρηγόριος Θεολόγος).<br /><br />Και ο καθένας μας έχει ανάγκη από κάποιο σύμβουλο για να αποκτήσει την αληθινή γνώση του εαυτού του και προχωρήσει κατόπιν και στη διόρθωση των ελαττωμάτων του. Διότι θα δώσουμε λόγο για τον εαυτό μας και όχι για τους άλλους.<br /><br />πηγή: ΧΦΔ<p></p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-11395154552280526612021-01-25T16:57:00.000+02:002021-01-25T16:57:01.007+02:00Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος: Ποίοι, πότε και πόσο να θεολογούν<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-gVE5E_1w-Sw/YA7cMzhvhVI/AAAAAAAAn2A/25zin7wVoHQ1eZkx7m-GkXtXsrCfO3QdQCLcBGAsYHQ/s420/be558df57ee1bb0ff5368c31d4836afc_L.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="308" data-original-width="420" src="https://1.bp.blogspot.com/-gVE5E_1w-Sw/YA7cMzhvhVI/AAAAAAAAn2A/25zin7wVoHQ1eZkx7m-GkXtXsrCfO3QdQCLcBGAsYHQ/s320/be558df57ee1bb0ff5368c31d4836afc_L.jpg" width="320" /></a></div><br /><p><br /><br /><br />Ποίοι, πότε και πόσο να θεολογούν<br /><br />Τις πρωινές ώρες βγήκε από το κελλί του. Φώναξε δύο διάκους και τους μίλησε. Έπρεπε να ειδοποιήσουνε παντού. Το απόγευμα εκείνο θα κήρυττε, φυσικά στην Αναστασία. Οι διάκοι φύγανε αμέσως. Από στόμα σε στόμα η Πόλη έμαθε. Το απόγευμα οι ορθόδοξοι μαζεύτηκαν. Μαζί και μερικοί κακόδοξοι, αρειανοί, πνευματομάχοι και απολιναριστές.<br /><br />Γέμισε η Αναστασία, πλημμύρισε ο γυναικωνίτης, έξω από το ναό κι άλλος κόσμος.<br /><br />Καμμιά φορά ήρθε και ο Γρηγόριος. Μικρόσωμος σκελετωμένος, λίγο κυρτός, με τα μάτια χαιρετούσε τους πιστούς, του κάνανε διάδρομο να περάσει. Μπήκε στο ιερό Βήμα. Γονάτισε στην άγια Τράπεζα κι έμεινε ακίνητος για λίγα λεπτά. Σηκώθηκε, τράβηξε το βήλο της Ωραίας Πύλης και βγήκε. Στάθηκε στο μεγάλο σκαλοπάτι, κοίταξε με αγάπη το εκκλησίασμα, έδωσε τόνο αυστηρό στη φωνή και άρχισε:<br /><br />— Αρκετά, το κακό έχει πολύ προχωρήσει. Πολλοί μιλάνε για τα θεία χωρίς περίσκεψη. Ενδιαφέρονται μόνο για ωραίες φράσεις, να εντυπωσιάζουν οι λόγοι τους... και να χειροκροτούνται. Ηδονίζονται με τις λογομαχίες, είναι χειρότεροι κι από τους αρχαίους σοφιστές.<br /><br />Πιο κάτω έγινε πιο αυστηρός και, κοιτάζοντας όλους στα μάτια, συνέχισε:<br /><br />— Μάθατε όλοι να μιλάτε για όλα κι ας έχετε βουνό την αμάθεια. Το θράσος είναι μεγάλο. Διδάσκετε χωρίς να γνωρίζετε και το μυστήριο της αλήθειας πέφτει χαμηλά, πέφτει στα μάτια του κόσμου...<br /><br />Οι πιο τολμηροί κινήθηκαν να τον διακόψουν. Συνηθιζόταν στην εποχή εκείνη να διακόπτουνε τον ομιλητή, να του φέρνουν αντιρρήσεις ή να του ζητούν εξηγήσεις. Ήσαν εκεί και «κατάσκοποι», να παίρνουν λόγια κι επιχειρήματα, να τα πηγαίνουν στους αντιπάλους του Γρηγορίου και μάλιστα στον Ευνόμιο, που ζούσε τότε στη Χαλκηδόνα απέναντι από την Πόλη.<br /><br />—Kάντε υπομονή και μη με διακόπτετε, είπε αποφασιστικά. Θα σάς το πω μια και καλή. Δεν είναι του καθενός να θεολογεί, να φιλοσοφεί για το Θεό. Το έργο τούτο ανήκει μόνο σ’ αυτούς που είναι είναι δοκιμασμένοι, που έχουνε ζήσει τα θεία πράγματα, που έχουνε καθαρίσει την ψυχή τους από την αμαρτία ή τουλάχιστον αγωνίζονται συνεχώς για την ψυχική τους καθαρότητα. Είναι φοβερά επικίνδυνο να πλησιάζει κανείς τον καθαρό Θεό, χωρίς κι ο ίδιος να είναι καθαρός. Όπως όταν πέσουνε οι καυτερές ακτίνες του ήλιου σε μάτι άρρωστο το μάτι τότε θ’ αρρωστήσει περισσότερο. Προσοχή, λοιπόν, μην επιχειρείτε να θεολογείτε χωρίς προϋποθέσεις. Και η κάθαρση πρώτη προϋπόθεση.<br /><br />Το ενδιαφέρον των ακροατών άναψε. Πολλοί θυμώσανε. Και ο Γρηγόριος συνέχισε με τη δεύτερη προϋπόθεση.<br /><br />— Να θεολογούν εκείνοι που απαλλαχτήκανε από τις καθημερινές επίμοχθες εργασίες. Όσο κανείς αφιερώνεται αποκλειστικά στο έργο της θεολογίας, τόσο περισσότερο πετυχαίνει ως θεολόγος. Είναι να λυπάται κανείς, όταν βλέπει κάποιους από τη μια μέρα στην άλλη να γίνονται θεολόγοι... πέφτουνε το βράδυ να κοιμηθούνε τεχνίτες και ξυπνούνε σοφοί, αυτοχειροτόνητοι θεολόγοι.<br /><br />Με τα λόγια τούτα, όλοι κατάλαβαν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πιστών δεν πρέπει να θεολογούν. Και προχώρησε ο κήρυκας στην τρίτη προϋπόθεση:<br /><br />— Και να μη γίνεται η θεολογία σε οποιουσδήποτε και σε οποιαδήποτε ώρα. Όχι μετά τις διασκεδάσεις και τα θέατρα, τα φαγοπότια και τον ιππόδρομο. Για ν ακούσει κανείς για την αλήθεια χρειάζεται πνευματική προετοιμασία και μάλιστα πολλή.<br /><br />Έχει κι άλλη μια προϋπόθεση να τους τονίσει:<br /><br />— Ακόμα, πρέπει να προσέχουμε και τα θέματα της θεολογίας και το βάθος της. Ούτε για όλα πρέπει να θεολογούμε, ούτε να προχωράμε αδιάκριτα σ’ όλο το βάθος.<br /><br />Μόνο ανάλογα με τις πνευματικές μας δυνάμεις και ανάλογα με τη δεκτικότητα των ακροατών, με την δύναμή τους να μας καταλάβουν.<br /><br />Μικροψίθυροι γίνανε στο ακροατήριο, και ένα σωρό ερωτήσεις έβλεπε στα μάτια τους ο Γρηγόριος.<br /><br />— Δηλαδή, πάτερ, δε θ’ ασχολούμαστε με το Θεό;<br /><br />— Αντίθετα, φίλε μου, του απαντά ο Γρηγόοιος, ν’ ασχολείσαι και με το παραπάνω. Αν μπορείς, έχε το Θεό στο νου σου πιο συχνά κι απ’ όσο αναπνέεις. Μπορείς; Δε σε συμβουλεύω όμως να θεολογείς χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις.<br /><br />Βαριές οι απαιτήσεις του Γρηγορίου. Αλλιώς είχανε μάθει οι πιστοί. Νιώθανε τανάλια να σφίγγει το λαιμό τους. Και τους έδωσε μια διέξοδο, ν’ αναπνεύσουν, γιατί τους ήρθε απότομα:<br /><br />— Ακούστε, αδελφοί. Καταλαβαίνω. Πολλοί έχετε μεγάλη φιλοτιμία να θεολογείτε, μα δεν έχετε όσο πρέπει τις προϋποθέσεις. Γι’ αυτό σάς λέω και τούτο: Μπορείτε, αν θέλετε, να φιλοσοφείτε και να θεολογείτε για πολλά, όπως για τον κόσμο και τη φύση, για την ψυχή, για την ανάσταση, για την κρίση, για τα πάθη του Χριστού. Γι' αυτά, εάν πείτε κάτι σωστό, θα’ ναι χρήσιμο. Αν πάλι κάνετε λάθος, δε θα’ ναι επικίνδυνο για τη σωτηρία. Ο λόγος όμως ο απευθείας για τον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα και τη θεία οικονομία είναι η καθαυτό θεολογία, γι’ αυτήν χρειάζονται οι δύσκολες προϋποθέσεις. Και θα τα πω τώρα πιο καθαρά: χρειάζεται να’ χει κανείς τη θεία έλλαμψη, οποίος την έχει ας προχωρήσει...<br /><br />Καμμιά φορά τελείωσε η ομιλία. Και οι συζητήσεις αρχίσανε αμέσως. Πώς, γιατί, με τι τρόπο...; Έλεγε ο καθένας το δικό του. Ο Γρηγόριος από το Ιερό Βήμα τα έβλεπε, τα καταλάβαινε, αλλά δεν έκρινε ότι το βράδυ εκείνο έπρεπε να συνεχίσει. Άλλωστε ήτανε φοβερά κουρασμένος.<br /><br />Πριν αποσυρθεί στο κελλί του, όρισε την ώρα και την ημέρα που θα συνέχιζε για το ίδιο θέμα.<br /><br />Ήτανε πάλι εν' απόγευμα, πριν δύσει ο ήλιος. Μελιχρή ατμόσφαιρα, όλο θαλπωρή, ο Βόσπορος έστελνε λίγη υγρασία. Περνούσε από την ακρόπολη του Βύζα, των αρχαίων μεγαρέων, προχωρούσε στ' ανάκτορα και τον ιππόδρομο, τρύπωνε στις κιονοστοιχίες του φόρου (αγοράς) του Μεγάλου Κωνσταντίνου κι ελεύθερος έμπαινε στη φυτεμένη αυλή του Αβλαβίου. Εκεί και η Αναστασία, πάλι γεμάτη, μέσα κι έξω. Τώρα έπρεπε ο Γρηγόριος να δώσει ένα σωρό εξηγήσεις για τα προηγούμενα. Έπρεπε να συνεχίσει το λόγο του περί θεολογίας. Έπειτα να προχωρήσει στην Τριαδολογία, ποία είναι η σχέση των προσώπων της αγίας Τριάδας, δηλαδή του Πατέρα, του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Είχε προετοιμαστεί, τα είχε σχεδιάσει καλά.<br /><br />Έκανε το σημείο του σταυρού, γονάτισε δίπλα στην αγία Τράπεζα, προσευχήθηκε λίγη ώρα. Σηκώθηκε αργά και βγήκε στην Ωραία πύλη. Για να υπενθυμίσει —αν και δε χρειαζότανε— συνόψισε με λίγα λόγια την προηγούμενη ομιλία και τόνισε το ρόλο της αγίας Τριάδας. Τους είπε ότι στη θεολογία ο Πατέρας ευδοκεί, ο Υιός συνεργεί και το Πνεύμα εμπνέει. Όλα τελικά είναι θεία έλλαμψη. Τα τελευταία τούτα λόγια του φέρανε σύγχυση. Έχασε τον ειρμό, το σχέδιο που είχε ετοιμάσει. Χωρίς να καταλάβει πώς, καρδιά και νους γατζώθηκαν σε ό,τι ο ίδιος τις μέρες εκείνες είχε ζήσει. Τις νύχτες που προσευχότανε και ζητούσε να του δείξει ο Θεός την αλήθεια και πώς να μιλάει γι' αυτήν. Ήσανε βιώματα συγκλονιστικά. Εμπειρίες που δεν τις αντέχει ο νους του ανθρώπου, έπαθε ό,τι και ο Παύλος, που «ηρπάγει εις τρίτον ουρανόν» και είδε αλήθειες άρρητες.<br /><br />Πίεσε ο Γρηγόριος τον εαυτό του ν’ αφήσει τις εμπειρίες του και να προχωρήσει. Μάταια. Τρόμαξε, όταν ένιωσε ότι δεν το μπορεί. Στο ξάστερο μέτωπό του γυάλισαν σταγόνες ιδρώτα. Ούτε μπρος μπορούσε ούτε πίσω. Παραδόθηκε στο βάθος του. Έσκυψε το κεφάλι αριστερά, στην εικόνα του Χριστού, και άφησε το ποτάμι που τον πλημμύριζε να κυλήσει έτσι όπως ερχόταν, άτακτα, αλλά με νερό καθαρό και άγιο:<br /><br />- Αγωνιζόμουν, αδελφοί. Ασκήτευα και προσευχόμουν. Έκλαιγα και ζητούσα τη χάρη του Θεού να ζήσω την αλήθεια, να γνωρίσω βαθύτερα τη θεότητα για να διδάσκω τα ορθά. Βίαζα τον εαυτό μου ν' ανέβω ψηλά στο βουνό της θεολογίας, να εισχωρήσω στο πυκνό σύννεφο της αλήθειας. Το ποθούσα αφάνταστα... μα βουνό η αλήθεια!<br /><br />Όμως εγώ ήλπιζα, γιατί αγαπούσα. Έτρεμα κι αγωνιούσα, γιατί γνώριζα τη μικρότητά μου κι ένιωθα τη μεγαλωσύνη του Θεού. Κι έξαφνα έγινε, αδελφοί μου, έπαθα το γλυκύ και φοβερό. Ενώ ζητούσα κι αγωνιούσα, βρέθηκα μέσα στο σύννεφο, ναι, στο πνεύμα του Θεού... υπήρχα εκεί με το Θεό, ζούσα μ' αυτόν, δεν ένιωθα ύλη και πράματα κοσμικά, μέσα μου έβλεπα και ζούσα, με νου και καρδιά, ό,τι μπορεί κανείς να ζήσει από τη θεότητα. Δε λέω πως είδα τη θεία φύση, που μένει απρόσιτη και άγνωστη. Όχι... αυτήν μόνο ο Πατέρας, ο Υιός και το άγιο Πνεύμα την βλέπουνε. Είδα τη «δεύτερη φύση», τη μεγαλειότητα του Θεού, τη θεία δηλαδή ενέργεια, τη λάμψη της θείας φύσης, την ακτινοβολία της, που φτάνει στον άνθρωπο, εάν αυτός αγαπά, εάν αγωνίζεται να ελευθερωθεί από τα πάθη. Κι όλα την ώρα τούτη είναι άφατη μακαριότητα... χωρίς όρια η απόλαυση. Βρίσκεσαι, αδελφέ, σε ύψος δυσθεώρητο εκεί πάνω... η θεωρία του Θεού ατέλειωτη και το κάλλος της ατέλειωτο. Κι όλ' αυτά, φίλοι μου, είναι λίγα. Μηδαμινά σε σύγκριση με όσα δε βλέπει ο άνθρωπος στην κατάσταση τούτη, θα’ λεγα ότι βλέπει μόνο μικρό απαύγασμα, ενός παμμέγιστου φωτός. Όμως αλλοίμονο σε κείνον που θέλησε ν’ ανέβει εκεί χωρίς κάθαρση, χωρίς προετοιμασία. Πέφτει, κατρακυλά κάτω και χάνεται. Για ν' αντικρύσει κανείς εκεί την περίλαμπρη θεότητα, πρέπει να’ χει καλά καθαρίσει τα πνευματικά του μάτια, διαφορετικά τυφλώνεται, χάνει κι αυτό που έχει, το φυσικό του φως, Έτσι αλλιώς, εκεί δε φτάνει ο ανέτοιμος. Μόνο οι πολύ αγωνιστές. Κι αυτοί πάλι όχι μόνοι τους, αλλά με τη χάρη του ίδιου του Θεού, που έρχεται σε μας από τότε που ενανθρώπησε ο θείος Λόγος. Μόνο έτσι απολαμβάνουμε τη θεία μακαριότητα, μετά την ενανθρώπηση ζούμε σε άλλο βαθμό τις θείες ενέργειες...<br /><br />Σε λίγο ανέκοψε το λόγο του. Το ακροατήριο του είχε παραδοθεί. Δεν περίμενε τέτοιο ποταμό προσωπικών εμπειριών, θεοπτικών βιωμάτων. Ακόμα και οι κακόδοξοι, που ήσανε παρόντες, νιώθανε κάτι από τις θείες εμπειρίες του ιερού άνδρα να τους αγγίζει. Δεν έπρεπε όμως να προχωρήσει άλλο. Θα ήτανε ασύνετο. Και προσπάθησε με τρόπο να περάσει στο σχέδιο που αρχικά ετοίμασε: Τι γνωρίζουμε, τι δε γνωρίζουμε από το Θεό, πώς εκφράζεται η γνώση αυτή και τα σχετικά. Η ανακοπή του λόγου έκανε να συνέλθουνε λίγο από την έκπληξη και οι ακροατές. Οι πιο ζωηροί, όσων η καρδιά δεν είχε κατανυγεί πολύ, θυμηθήκανε απορίες κι ενστάσεις. Βρήκανε το κουράγιο την ώρα κείνη να τις ειπούν με συντομία, με δυο λέξεις:<br /><br />— Μπορούμε, πάτερ, να εκφράσουμε το Θεό; γιατί κάποιοι σοφοί λένε πως όχι...<br /><br />— Ο Πλάτωνας, τους απαντάει αμέσως, ένας άπ’ όσους Έλληνες θεολογήσανε, λέει πως είναι δύσκολο να καταλάβουμε το Θεό κι αδύνατο να τον εκφράσουμε. Αλλά, εάν καταλάβεις κάτι, σίγουρα θα βρεις κάποιο τρόπο να το εκφράσεις, έστω και αμυδρά. Το θέμα είναι, λοιπόν, πώς θα καταλάβεις το Θεό! Από μόνος του ο άνθρωπος δεν μπορεί. Επεμβαίνει όμως ο Θεός και μας φωτίζει, φανερώνει δηλαδή τον εαυτό του με πολλούς τρόπους. Δε φανερώνει όμως ποτέ την ουσία του, αυτή μένει απρόσιτη, γι’ αυτήν ποτέ δε μιλάμε στη θεολογία.<br /><br />Ένας από το ακροατήριο, με φιλοσοφική παιδεία, επεμβαίνει και υπενθυμίζει τους νεοπλατωνικούς:<br /><br />— Η μέθοδος του αποφατισμού, πάτερ, μ’ αυτή μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό;<br /><br />— Όχι, όχι φίλοι μου. Εμείς θέλουμε να ζήσουμε αληθινά το Θεό μας, να τον γνωρίσουμε για να ζήσουμε! Δεν είναι θέμα ζήτησης φιλοσοφικής. Μέθοδο αποφατική έχουν οι νεοπλατωνικοί, αλλ’ αυτοί δε ζούνε κείνο που επιδιώκουνε να γνωρίσουν, γιατί τελικά δε φτάνουνε σε αυτό. Με το να λες τι δεν είναι ο Θεός, δε σημαίνει ότι φτάνεις στο Θεό. Εμείς θέλουμε την αλήθεια που δίνει ζωή, άρα πρέπει να ενωθούμε με την αλήθεια. Δεν μας ικανοποιεί να επισημάνουμε τι δεν είναι αλήθεια. Γιατί αυτό μόνο κάνει ο αποφατισμός. Σου λέει μόνο μερικά πράγματα που δεν είναι ο Θεός. Κάτι βέβαια είναι κι αυτό μα όχι εκείνο που ζητάμε. Αν σε ρωτήσει κάποιος, πόσο κάνουνε πέντε και πέντε και συ του απαντήσεις ότι δεν κάνουνε τρία, δεν κάνουνε επτά, δεν κάνουνε οκτώ ή δεκαπέντε κλπ., δεν ικανοποιείς αυτόν που ερωτά. Έτσι και με τον αποφατισμό, το να λέμε ότι ο Θεός δεν είναι ύλη, δεν έχει αρχή, δεν έχει τέλος, είναι άρρητος κ.λπ., δεν απαντάμε στη ζήτηση τον Θεού. Κι εμείς πασχίζουμε και πεθαίνουμε για να έχουμε μέσα μας το Θεό, για να τον ζούμε. Με τη δική του χάρη, βέβαια, αλλά ζούμε κι έχουμε την εμπειρία της χάρης του, της ενέργειάς του, όχι της ουσίας του. Γι’ αυτό και όλη μας η θεολογία μιλάει κυρίως για το πώς αποκτάμε αυτή την εμπειρία του Θεού, όχι για το τι δεν είναι Θεός. Για να δείτε και μόνοι σας πόσο μικρής σημασίας είναι ο αποφατισμός, αναλογιστείτε και τούτο:<br /><br />Για να μπορείς με σιγουριά να πεις ότι ο Θεός δεν είναι ύλη, δεν έχει αρχή κλπ., πρέπει πρώτα να τον έχεις γνωρίσει Επομένως οι αποφατικές εκφράσεις είναι αποτέλεσμα της αποκτημένης πλέον βίωσης και γνώσης του Θεού, δεν οδηγούν οι εκφράσεις αυτές στη γνώση του Θεού. Χρησιμεύουν μόνο για τους αρχάριους και συχνά με αυτές δηλώνουμε το δέος μας ενώπιον του Θεού. Ακόμα τις χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι δεν γνωρίζουμε την ουσία του Θεού την οποία όμως ουδέποτε αναζητάμε… Τελείωσε και το λόγο του αυτό. Είχε ξεκαθαρίσει δύο βασικά στοιχεία. Ποιος είναι ο θεολόγος και τι ακριβώς είναι η θεολογία. Τι οφείλει να προϋποθέτει ο θεολόγος και ποια η εσωτερική δομή της θεολογίας. Είναι αλήθεια ότι απ’ όσα υψηλά έλεγε ο Γρηγόριος οι πολλοί καταλάβαιναν λίγα. Μα δεν γινόταν διαφορετικά. Θα’ δινε ο Θεός, οι πολλοί να ακολουθήσουν τους λίγους. Πάντα έτσι γινότανε και έτσι γίνεται.<br /><br />Ο Θεός αποκαλύπτει σταδιακά<br /><br />Το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα των μορφωμένων, έγινε πιο έντονο. Μαθημένοι γενικά στην προσκόλληση στο γράμμα της γραφής είχαν καταντήσει σαν τους ιουδαίους. Αυτοί λατρεύανε το γράμμα και ούτε καν υποπτεύονταν το πνεύμα της Γραφής. Τώρα ο Γρηγόριος δοκιμάζει να τους ανοίξει τα μάτια, να δούμε καθαρά την πορεία της θείας οικονομίας και ιδιαίτερα τη δράση του Αγίου Πνεύματος:<br /><br />-Δύο ριζικές αλλαγές γίνονται στον κόσμο. Έπειτα ήρθε και Τρίτη. Όλες μοιάζουν με σεισμούς και ταρακούνησαν και μεταμόρφωσαν τον κόσμο. Φυσικά, του Θεού και οι τρεις. Ποιες είναι; Οι δύο διαθήκες και η δράση του Αγίου Πνεύματος από την πεντηκοστή και μετά. Γιατί τις λέω αλλαγές, «μεταθέσεις» και «σεισμούς»; Διότι στην πρώτη διδάχτηκε ο κόσμος για τον ένα Θεό και έτσι άφησε τα είδωλα. Δηλαδή με την Παλαιά Διαθήκη αφαιρούνται τα είδωλα, ειδωλολάτρες γίνανε Ιουδαίοι, λατρέψανε τον αληθινό Θεό. Κρατήσανε όμως στις θυσίες ζώων. Στη δεύτερη ενανθρώπησε ο Κύριος, δίδαξε για τον εαυτό του και υποσχέθηκε να στείλει το Άγιο Πνεύμα. Αυτά γίνανε στην Καινή Διαθήκη, που με τη σειρά της αφαίρεσε κάτι, κατάργησε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης. Τώρα πια το στάδιο της θείας οικονομίας είναι τέλειο. Ό,τι έδωσε ο Κύριος με την Καινή Διαθήκη είναι οριστικό και αμετάβλητο. Αυτό που θα’ ρθει μετά, με τη δράση του Αγίου Πνεύματος δεν θα έχει αφαίρεση κάποιου στοιχείου από την Καινή Διαθήκη, ούτε θα είναι αλήθεια νέα, άγνωστη και αντίθετη στην αποκάλυψη του Κυρίου. Στους δύο, λοιπόν σεισμούς είχαμε και αφαιρέσεις, καταργήσεις. Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή κατάργησε τα είδωλα και η Καινή Διαθήκη κατάργησε τις θυσίες ζώων.<br /><br />Οι πιο θερμόαιμοι δεν είχαν υπομονή και είπανε φωναχτά τις απορίες τους:<br /><br />— Γιατί ο Θεός δεν έκανε την αλλαγή μία και καλή; Και αφού με την πεντηκοστή δεν έχουμε αφαιρέσεις και καταργήσεις τι έχουμε;<br /><br />Από το σημείο τούτο γινόταν ακόμα πιο δύσκολη η θεολογία. Ο Γρηγόριος, παρά τους δισταγμούς του, προχώρησε. Άλλοι θα καταλάβαιναν και άλλοι όχι. Αυτός έπρεπε να δώσει λόγο, να κοινοποιήσει τη γνώση που έλαβε από το Άγιο Πνεύμα:<br /><br />— Έχουμε από το Θεό την τακτική αυτή, δηλαδή τη σταδιακή αποκάλυψη και φανέρωση της αλήθειας, γιατί ο άνθρωπος είναι και αδύνατος και ελεύθερος. Με μιας δεν μπορούσε να τα καταλάβει και να τα αφομοιώσει όλα. Θα πάθαινε πνευματικό κορεσμό, θα βαρυστομάχιαζε. Δεν θα αφομοιώνε, δηλαδή δεν θα συνειδητοποιούσε την αποκαλυμμένη αλήθεια. Και ως ελεύθερος πάλι, χρειαζότανε χρόνο, προετοιμασία για να δεχτεί ελεύθερα, με τη θέλησή του, όσα του αποκαλύπτονταν σταδιακά. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει.<br /><br />Έπρεπε όμως να τους εξηγήσει και τη διαδικασία που ακολουθείται από την Πεντηκοστή και μετά. Προσπάθησε όσο γίνεται να απλουστεύσει:<br /><br />— Είπαμε, ότι στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη έχουμε αφαιρέσεις, καταργήσεις. Εδώ αντίθετα, έχουμε «προσθήκες». Από την Πεντηκοστή και μετά η σταδιακή πορεία της θείας οικονομίας προχωρεί με προσθήκες, όχι πλέον αφαιρέσεις. Διότι όσα έχουμε στην Καινή είναι γνήσια και οριστικά. Και για να καταλάβετε την τακτική των προσθηκών σας επισημαίνω τούτο: Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός Πατέρας αποκαλύφτηκε με σαφήνεια, «φανερώς» ενώ ο Υιός αμυδρά, ελάχιστα. Η Καινή φανέρωσε τον Υιό και μόνο «υπέδειξε» τη θεότητα του Πνεύματος. Τώρα όμως το Πνεύμα, που πλέον ενεργεί σε μας, δηλαδή στην Εκκλησία, φανερώνει σαφέστατα ό,τι για το ίδιο το Πνεύμα λέχθηκε στην Καινή, χωρίς να αλλάζει κάτι από αυτά που λέχθηκαν εκεί. Βλέπετε πώς το φως της Αγίας Τριάδας καταυγάζει την ανθρωπότητα σταδιακά; Με τις προσθήκες έχουμε «προόδους» και «προκοπή» στη θεία δόξα. Αυτό ισχύει και για τους μαθητές του Κυρίου. Σταδιακά δεχτήκανε τον φωτισμό και προοδευτικά καταλάβανε την αλήθεια.<br /><br />Σε άλλους τα λόγια τούτα φάνηκαν λογικά και σε όλους περίεργα. Δεν είχε και ο Γρηγόριος αυταπάτες. Ανάγκη πάσα να στηρίξει όλα αυτά στη Γραφή. Και το έκανε με σαφήνεια μοναδική, που δεν είχε ξαναγίνει στην Εκκλησία:<br /><br />— Μην αμφιβάλλετε αγαπητοί μου. Τις προσθήκες, για τις οποίες μίλησα, τις υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος. Θυμηθείτε μόνο τι έλεγε στους Αποστόλους όταν πια έφτανε η ώρα των Αγίων παθών του. Και τι ακριβώς τους υποσχέθηκε; Ότι όταν φύγει από τη γη, θα τους στείλει τον Παράκλητο, το Άγιο Πνεύμα. Γιατί; Για να τους ενισχύει, να τους παρηγορεί. Μα και για έναν ακόμη λόγο, πολύ σπουδαίο.<br /><br />Ο Κύριος τους είπε, ότι έχω κι άλλα πολλά να σας διδάξω αλλά τώρα δεν μπορείτε να τα καταλάβετε. Το Άγιο Πνεύμα που θα στείλω, αυτό θα σας διδάξει και θα σας φωτίσει. Και θα σας εξηγήσει όλα όσα εγώ σας είπα. Αυτό θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια (βλέπε Ιωάννου 14, 25-26 και 12-14). Προσέξτε καλά τους λόγους του Κυρίου. Άφησε τους Αποστόλους να καταλάβουν ότι το Άγιο Πνεύμα θα συνεχίσει το έργο του Κυρίου. Δεν θα παρουσιάσει όμως διδασκαλία αντίθετη από του Κυρίου. Θα συνεχίσει στην ίδια γραμμή θα διαφωτίσει εκείνα που λέγονται και αποκαλύπτονται στην Καινή Διαθήκη.<br /><br />Μία λοιπόν από τις διδασκαλίες – αλήθειες, που ο Κύριος δεν είπε -επεξήγησε στους Αποστόλους, είναι η περί της θεότητας του Αγίου Πνεύματος. Αυτήν μας τη δίνει τώρα με το φωτισμό του το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Μπορεί πρόσφατα και άλλοι να φωτίστηκαν για τη θεότητα του Πνεύματος, μα εγώ θα την ομολογώ πάντα και είμαι έτοιμος να θυσιαστώ για αυτήν, διότι την έχω κυριολεκτικά με «έλλαμψιν» του Αγίου Πνεύματος. Αυτό με οδήγησε κι αυτό μου φανέρωσε τη θεότητά του. Γι’ αυτό αδελφοί μου κρατώ τη διδασκαλία τούτη ως δώρο θείο. Μ’ αυτήν ζω και μ’ αυτήν θα πεθάνω δοξάζοντας και προσκυνώντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα που έχουν μία κοινή θεότητα.<br /><br />Τελείωσε την ομιλία του για το Άγιο Πνεύμα. Έκανε με το παραπάνω το καθήκον του ως διδάσκαλος. Ηρέμησε. Δύο-τρεις ημέρες περάσανε γαλήνιες. Κάτι συνέβη, όμως που δεν το γνωρίζουμε. Κάποιες συζητήσεις, κάτι αντιρρήσεις… και την επόμενη Κυριακή έκρινε ότι πρέπει να επανέλθει στο θέμα της θεολογίας. Ποιος πρέπει να θεολογεί και πότε να θεολογεί (Λόγος Κ’).<br /><br />Έτσι ξανατόνισε στο Ναό της Αναστασίας:<br /><br />— Αλίμονο σε όποιον θεολογεί χωρίς καθαρότητα και άσκηση. Προσπαθώ, και επιθυμία μου είναι να γίνω μέσα μου πεντακάθαρος καθρέφτης, για να καθρεφτιστεί εκεί ο Θεός, η αλήθεια.<br /><br />Κι επειδή έβλεπε στο ακροατήριο κάποιον ιδιώτη που χωρίς φόβο μίλαγε για οποιοδήποτε σημείο της αλήθειας, σταμάτησε το λόγο και του είπε:<br /><br />— Θες κάποτε και εσύ να γίνεις θεολόγος, φύλαγε τις θείες εντολές, πορέψου εφαρμόζοντας τα προστάγματα του Κυρίου. Και μην ξεχνάς ποτέ, για να ζήσεις τη θεωρία, θα περάσεις από την πράξη. Πρώτα η άσκηση και έπειτα έρχεται η θεοπτία .<br /><br />Απόσπασμα από το βιβλίο:<br /><br />Ο ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΑΕΤΟΣ (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ)<br />Του Στυλιανού Παπαδοπούλου</p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-46591972408062766682021-01-25T16:54:00.002+02:002021-01-25T16:54:17.866+02:00 Γρηγόριος ο Θεολόγος.Βίος & Διδασκαλία (Πατρολογία Στυλιανού Παπαδόπουλου)<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-JnIKnSZI-K8/YA7bhz7c-SI/AAAAAAAAn10/vglHKri09DQv4x3hc3WpMgJK4NYKEhoPwCLcBGAsYHQ/s420/be558df57ee1bb0ff5368c31d4836afc_L.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="308" data-original-width="420" src="https://1.bp.blogspot.com/-JnIKnSZI-K8/YA7bhz7c-SI/AAAAAAAAn10/vglHKri09DQv4x3hc3WpMgJK4NYKEhoPwCLcBGAsYHQ/s320/be558df57ee1bb0ff5368c31d4836afc_L.jpg" width="320" /></a></div><br /><br /><br />ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ( + 390)(Πατρολογία τόμος Β, εκδ. Γρηγόρη,Αθήνα 2012,σελ.495-518). <br />ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ.<br />Ο Γρηγόριος Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως. Ο Γρηγόριος υπήρξε ο ποιητής που έγινε μεγάλος θεολόγος. H ευαισθησία χαρακτήριζε το είναι του με τρόπο καθολικό και τον οδηγούσε σε αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, σ’ ένα είδος συνεχούς φυγής από καταστάσεις, στις οποίες εμπλεκόταν με πιέσεις τρίτων αλλά πάντως θεληματικά. Η «φυγή» του ήταν συνάρτηση της αναπτυγμένης ευαισθησίας του και της κλίσεως για τον μονήρη νηπτικό βίο. Πίστευε ότι «μεγίστη πράξις εστίν η απραξία» (Επιστ. 49), ο θεωρητικός ή θεοπτικός βίος.<br />Απέφευγε συστηματικά την δραστηριοποίησή του στο έργο της Εκκλησίας, αλλά τελικά και ποιμαντική φροντίδα ανέλαβε και τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα αντιμετώπισε. Η συνύπαρξη των αντιθέσεων στο είναι του επιτεύχτηκε, διότι ο Γρηγόριος δεν ήταν μόνο ποιητής και νηπτικός, αλλά και μέγας θεολόγος, που φρονούσε ότι όφειλε να «καρποφορεί», να «ωφελεί» την Εκκλησία και μάλιστα να «δημοσιεύη την έλλαμψιν» του (Λόγος ΙΒ' 4. PG 35, 848ΑΒ). Στην περίπτωση του Γρηγορίου συνέβη το εξής θαυμαστό: ενώθηκαν ασύγχυτα ο ποιητής, ο νηπτικός και ο θεολόγος. Η τριπολικότητα του προσώπου του αποτελεί το μεγαλείο του, αλλά και την πρώτη δυσχέρεια ερμηνείας του.<br />Προϋποθέσεις της θεολογίας του<br />Οι σπουδές του Γρηγορίου, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, επωμίστηκαν δυναμικά την έκφραση της θεολογίας του. Η φιλία του με τον Βασίλειο, σταθερή στην διάρκεια του βίου τους και παροιμιώδης έκτοτε, δρα και ανασταλτικά και δημιουργικά. Ανασταλτικά, διότι μέχρι το 378 ο Γρηγόριος ανέμενε συνήθως την αντιμετώπιση των σύγχρονων θεολογικών προβλημάτων από τον μεγάλο του φίλο. Και μολονότι γράφει και θεολογεί δεν κορυφώνεται. Δημιουργικά, διότι το έργο του Βασιλείου χρησίμευε στον Γρηγόριο ως θεμέλιο και έναυσμα συγχρόνως. Το κύρος και η θεληματικότητα του Βασιλείου ανέκοπταν ως ένα βαθμό την ισχυρή ροπή του Γρηγορίου για θεολογία. Τελικά όμως ο Γρηγόριος διηύρυνε τον ορίζοντα του Βασιλείου.<br />Η παράδοση του Γρηγορίου ήταν δύσκολη συνάρτηση της αλεξανδρινής ή ωριγενιστικής σχολής και της θεολογίας των Ιγνατίου, Ειρηναίου και Μ. Αθανασίου. Η εμπειρία του πατέρα του, που θήτευσε πολλά χρόνια στην αίρεση των Υψισταρίων και υπέγραψε το 360 ημιαρειανικό Σύμβολο (ομοιουσιανών), τον βοήθησε και αρνητικά να σχηματίσει κριτήριο παραδόσεως και ορθοδοξίας. Το κριτήριο του αυτό, αποτέλεσμα πρώτιστα φωτισμού του αγ. Πνεύματος, αναδείχτηκε το τελειότερο στην αρχαία Εκκλησία. «Επί των ημετέρων όρων ιστάμενοι» (Λόγος ΚΘ' 23'• ΚΖ' 5). Με τους λόγους αυτούς, που επαναλαμβάνει συχνά, εκφράζει την πεποίθηση ότι η θεολογία της Εκκλησίας ασκείται με προϋποθέσεις και προοπτικές, που δημιουργεί η ίδια η Εκκλησία. Γι’ αυτό και, μολονότι μεταξύ των μεγάλων Πατέρων είναι ο βαθύτερος γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, διακρίνει σαφέστατα το έργο του θεολογείν από το έργο του φιλοσοφείν.<br />Η σχέση του με το θύραθεν πνευματικό κλίμα της εποχής υπήρξε φυσική και διακριτική. Φυσική, διότι και ο ίδιος αποτελούσε πνευματικό κλίμα της εποχής, στο μέτρο που σκεπτόταν μέσω των δομών της εποχής και έγραφε στα μέτρα της. Διακριτική, διότι συνειδητοποίησε το όλως άλλο της θείας αληθείας, την οποία όμως κατανοούσε κι εξέφραζε με τις δομές της εποχής. Όπως στην περίπτωση του Βασιλείου, έτσι και στον Γρηγόριο παρεξηγείται το εγχείρημα του να μιλήσει ως πλατωνικός, στωικός ή νεοπλατωνικός, για την αλήθεια της Εκκλησίας. Στην εποχή του ο Γρηγόριος όφειλε να είναι όλα αυτά με τρόπο εκλεκτικό. Αλλού βρίσκεται το πρόβλημα: Στο εάν η αλήθεια του μένει αλήθεια του Θεού ή εάν μέσω των φιλοσοφικών δομών μεταστοιχειώνεται λίγο ή πολύ σε πλατωνική, στωική κ.λπ. φιλοσοφία. Ο Γρηγόριος διέκρινε τον κίνδυνο αυτό και - σε κρίσιμες στιγμές εκφράσεως της αλήθειας κατ’ ανάγκην με δομές της εποχής - υπογραμμίζει ότι άλλο το φιλοσοφικό περιεχόμενο του όρου-δομής και άλλο η αλήθεια που με αυτά δηλώνεται (βλ. Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Γρηγόριος ο Θεολόγος..., Αθήνα 1980, σσ. 89-98). Και μολονότι έναντι της θύραθεν φιλοσοφίας είναι κριτικότερος και από τον Βασίλειο, δίνει σαφώς την εντύπωση ότι χωρίς αυτήν η θεολογία είναι αδύνατη (βλ. Λόγο 43• PG 36, 508Β/509Α).<br />Η θεολογική θεοπτία τον «αρίστου θεολόγου»<br />Πρώτος μεταξύ των μεγάλων Πατέρων ο Γρηγόριος κάνει λόγο ειδικό περί θεολογίας με αφορμή την πληθώρα των αυτοσχέδιων θεολόγων, τους οποίους γενικά ενθάρρυνε ο αρειανισμός. Είναι κι εδώ χαρακτηριστικό ότι ο λόγος του αποβαίνει αυτοβιογραφικός. Μιλώντας για την θεολογία, περιγράφει τελικά την διαδικασία που συνέβη εντός του, όταν ο ίδιος προσπαθούσε να λύσει προβλήματα θεολογικά:<br /> «Τι τούτο έπαθον, ω φίλοι και μύσται και της αληθείας συνερασταί; Έ τ ρ ε χ ο ν μεν ως Θεόν καταληψόμενος και ούτως α ν ή λ θ ο ν επί το όρος ( = θεολογία) και την νεφέλην διέσχ ον, είσω γενόμενος... επεί δε προσέβλεψα, μόλις ε ί δ ο ν Θεού τα οπίσθια... και μικρόν δ ι α κ ύ ψ α ς...» (Λόγος ΚΗ' 3).<br /> «Ανιόντι δε μοι προθύμως επί το όρος, η, το γε αληθέστερον ειπείν, προθυμουμένω τε άμα και αγωνιώντι, το μεν δια την ελπίδα, το δε δια την ασθένειαν, ίνα της νεφέλης είσω γένωμαι και Θεώ συγγένωμαι• τούτο γαρ Θεός κελεύει» (Λόχος ΚΗ' 2).<br /> «...έ δ ο ξ έ μοι κράτιστον είναι τας μεν εικόνας χαίρειν εάσαι..., οδηγώ τω Πνεύματι χρώμενον, ην εντεύθεν έλλαμψιν εδεξάμην, ταύτην εις τέλος διαφυλάσσονται...» (Λόγος ΛΑ' 3).<br />Σκοπός του Γρηγορίου είναι να διασχίσει το παραπέτασμα του κόσμου και να «συγγίνει» με τον Θεό, δηλαδή με την αλήθεια, κάτι που μόνο θα εξασφαλίζει άμεση και ασφαλή γνώση. Πρόκειται για την θεοπτία, για την οποία ο Γρηγόριος μιλάει κυρίως σε συνδυασμό προς την θεολογική αναζήτηση. Δεν είναι κυρίως θεολόγος της θεοπτίας, αλλά θεολόγος της θεολογίας, η οποία όμως είναι αδιανόητη χωρίς θεοπτία. Η θεοπτία, η προσωπική δηλαδή εμπειρία της αλήθειας, αποτελεί συνάρτηση της καθάρσεως:<br /> «Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ και της θεότητος άξιος; τας εντολάς φύλασσε, δια των προσταγμάτων όδευσον• π ρ ά ξ ι ς γαρ επίβασις θεωρίας» (Λόγος Κ' 12. Βλ. και ΚΖ' 3).<br />Την πραγματικότητα και τον τρόπο της ασκήσεως-καθάρσεως εκφράζει κατά προτίμηση με στωική ορολογία, που ήταν τότε διάχυτη και κατανοητή στον μέσο μορφωμένο πιστό.<br />Η σύγχυση, την οποία ιδιαίτερα είχε δημιουργήσει ο Ευνόμιος με την διδασκαλία του περί δήθεν ασφαλούς γνώσεως της θείας ουσίας, αναγκάζει τον Γρηγόριο σε πολυσήμαντη διευκρίνιση, που αργότερα θα ευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αλλά που τώρα γίνεται ακριβέστερη από την ανάλογη του Μ. Βασιλείου. Οι χρονικές κατηγορίες, που χρησιμοποιούμε για τον Θεό («ην, αεί, εστί και έσται»), στην πραγματικότητα ισχύουν μόνο για την κτιστή φύση και όχι για την άκτιστη θεία φύση, η οποία μένει άπειρη και άγνωστη. Η ελπίδα όμως για τον Θεό δεν συνδέεται με την ίδια την θεία του φύση, («τα κατ’ αυτόν»), αλλά με «τα περί αυτόν». Και η γνώση μας δεν αφορά «την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν» του Θεού, την οποία γνωρίζει μόνο η αγία Τριάδα, αλλά αφορά στην «τελευταίαν», την «εις ημάς φθάνουσαν». Με τον τρόπο αυτό διακρίνει στον Θεό την φύση του, που μένει άγνωστη, και την φυσική του ακτινοβολία, την οποία μόνο γνωρίζουμε:<br /> «Θεόν, ότι ποτέ μεν εστί την φύσιν και την ουσίαν, ούτε τις εύρεν ανθρώπων πώποτε ούτε μην εύρη» (Λόγος ΚΗ' 17).<br />«Επεί δε προσέβλεψα μόλις είδον Θεού τα οπίσθια (Εξ. 33, 43) και τούτο τη πέτρα σκεπασθείς, τω σαρκωθέντι δι’ ημάς Θεώ Λόγω. Και μικρόν διακύψας, ου την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν και εαυτή, λέγω δη τη Τριάδι, γινωσκομένην και όση του πρώτου καταπετάσματος είσω μένει..., αλλ’ όση τελευταία και εις ημάς φθάνουσα. Η δε εστίν... η εν τοις κτίσμασι και τοις υπ’ αυτού προβεβλημένοις και διοικουμένοις μεγαλειότης η... μεγαλοπρέπεια» (Λόγος ΚΗ' 3).<br /> «Θεός ην μεν αεί και εστί και έσται• μάλλον δε εστίν αεί. Το γαρ ην και έσται, του καθ’ ημάς χρόνου τμήματα και της ρευστής φύσεως... Όλον γαρ εν εαυτώ συλλαβών έχει το είναι, μήτε αρξάμενον μήτε παυσάμενον, οιόν τι πέλαγος ουσίας άπειρον και αόριστον, πάσαν υπερεκπίπτον έννοιαν, και χρόνου και φύσεως• νω μόνω σκιαγραφούμενος και τούτο λίαν αμυδρώς και μετρίως, ουκ εκ των κατ’ αυτόν, αλλ’ εκ των περί αυτόν... Εμοί δοκείν, ίνα τω ληπτώ μεν έλκη προς εαυτό (το γαρ τελέως άληπτον, ανέλπιστον και ανεπιχείρητον), τω δε αλήπτω θαυμάζηται, θαυμαζόμενον δε ποθείται πλέον, ποθούμενον δε καθαίρη, καθαίρον δε θεοειδές απεργάζηται, τοιούτοις δε γενομένοις, ως οικείοις, ήδη προσομιλή, τολμά τι νεανικόν ο λόγος• Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος και τοσούτον ίσως, όσον ήδη γινώσκει τους γινωσκομένους. Άπειρον ουν το θείον και δυσθεώρητον και τούτο πάντη καταληπτόν αυτού μόνον, η απειρία» (Λόγος ΛΗ' 7).<br />Η θεοπτία γίνεται στον Γρηγόριο απολύτως θεολογική• αποτελεί δηλαδή την διαδικασία της θέας-εμπειρίας της αλήθειας και μάλιστα την διαδικασία για μεγαλύτερο βαθμό εμπειρίας της θείας αλήθειας, που όμως περιλαμβάνει και βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια προς την ήδη εκφρασμένη στην Εκκλησία διδασκαλία - αλήθεια και ιδιαίτερα προς την αγία Γραφή. Ότι δηλαδή παρέχεται μέσω της εμπειρίας δεν είναι για την Εκκλησία ούτε «ξένον» ούτε «παρείσακτον», αλλά το «πλέον» ως προς την ήδη διατυπωμένη διδασκαλία. Το «πλέον» χαρίζεται από τον Θεό μόνο στον «άριστον θεολόγον», όπως χαρακτηρίζει ο Γρηγόριος το εξαιρετικά προικισμένο και διακρινόμενο πρόσωπο της Εκκλησίας, τον ήρωα της, τον θεόπτη που δεν φτάνει στην θέα του Θεού μόνο χάριν της πνευματικής του απολαύσεως, αλλά κυρίως χάριν της βαθύτερης γνώσεως της αλήθειας εκείνης, την οποία έχουν οι πιστοί ανάγκη για να σωθούν. Το έργο του «άριστου» θεολόγου διακρίνει αποκαλυπτικά:<br /> «και ούτος ά ρ ι σ τ ο ς ημίν θεολόγος, ουχ ος εύρε το παν (= της αληθείας), ουδέ γαρ δέχεται το παν ο δεσμός, αλλ’ ος ε ά ν άλλου φαντασθή πλέον και πλείον εν εαυτώ συναγάγη το της αληθείας ίνδαλμα ή αποσκίασμα, ή ότι και ονομάσομεν» (Λόγος Λ' 17).<br />Μεγάλος λοιπόν θεολόγος είναι μόνο αυτός που θ’ αποκτήσει εμπειρία της αλήθειας βαθύτερη κι ευρύτερη από εκείνην που είχαν οι άλλοι θεολόγοι μέχρι την εποχή του. Εκείνος που θα πετύχει το «πλέον» και «πλείον» της αλήθειας σε σχέση όχι προς την ίδια την αλήθεια (που δεν αυξομειώνεται), αλλά σε σχέση με τους λοιπούς θεολόγους που έζησαν στην Εκκλησία, αυτός θα είναι και θα θεωρείται «άριστος θεολόγος». Αυτός «διασκέπτεται» με το ίδιο το άγιο Πνεύμα περί της αληθείας και κατέρχεται στο βάθος της για να προσθέσει στο μέχρι τότε «ελλιπώς ειρημένον» (Επιστ. 102, 2) εκείνο που κέρδισε ή μάλλον εκείνο που του χαρίστηκε από το ίδιο το άγιο Πνεύμα (Λόγος ΚΑ' 33-34• ΛΑ' 26-27• ΜΓ' 65 κ.ά.). Η συγκλονιστική αυτή θεολογία της βαθύτερης εμπειρίας στην αλήθεια προϋποθέτει «ελλάμπουσαν» αγ. Τριάδα, που «μίγνυται» «όλως όλω νοι» (του ανθρώπου). Οι νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου όχι μόνο είναι κατά την διαδικασία αυτή σε εγρήγορση, αλλά και μέσω αυτών εκφράζεται η αυξημένη εμπειρία της αλήθειας, ώστε να έχουμε λόγο περί Θεού, δηλαδή θεολογία. Η έκφραση της εμπειρίας είναι δυσχερής, αλλά κατορθώνεται. Βέβαια το εκφραζόμενο συνιστά μόνο αμυδρή εικόνιση εκείνου, που είναι η εμπειρία (Λόγος ΚΗ' 4), αλλά παραταύτα είναι γνήσιο και επαρκές για την σωτηρία.<br />Τα στάδια φανερώσεως της Θείας αλήθειας<br />Ο Γρηγόριος, έχοντας βαθιά παραδοσιακότητα, αίσθηση της ριζοσπαστικότητας της σκέψεώς του και προπαντός υποχρέωση να δικαιολογήσει την θεολογική του προσφορά σ’ εχθρούς και φίλους, αναγκάστηκε να μιλήσει για την θεολογία του σε σχέση προς την θεία οικονομία γενικά και προς την αγία Γραφή ειδικά. Έτσι θεολόγησε για τα στάδια της φανερώσεως της θείας αλήθειας , τα οποία χαρακτήρισε «σεισμούς» και τα οποία συνιστούν οι εποχές της ΠΔ, της ΚΔ και της Εκκλησίας (από την Πεντηκοστή δηλαδή και μετά).<br />Οι δύο πρώτοι «σεισμοί» ή «μεταθέσεις βίων», που είναι οι δύο Διαθήκες, έχουν ως συνέχεια «τρίτον σεισμόν», την εποχή δηλ. της Εκκλησίας, που σημαίνει «την εντεύθεν επί τα εκείσε μετάστασιν» (Λόγος ΛΑ' 25) και που επαναλαμβάνοντας άλλους ονομάζει ο Γρηγόριος καταχρηστικά «τρίτην διαθήκην». Μεταξύ των δύο πρώτων σεισμών - σταδίων της θείας οικονομίας και του τρίτου υπάρχει ουσιώδης διαφορά. Οι δύο πρώτοι χαρακτηρίζονται από «αφαιρέσεις», διότι κατά τις δύο Διαθήκες ο Θεός αφαιρούσε κάτι από τα ήθη και τις αντιλήψεις των ανθρώπων, οδηγώντας τους προς την τελειότητα βαθμιαία. Έτσι η ΠΔ «περιέκοψε» τα είδωλα και «συνεχώρησεν» (επέτρεψε) τις θυσίες. Η ΚΔ περιέκοψε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή κι έγιναν οι εθνικοί ιουδαίοι και οι ιουδαίοι χριστιανοί. Η τρίτη εποχή, από την Πεντηκοστή και μετά, εφόσον όλα στην ΚΔ είναι αυθεντικά ως λόγοι και έργα του Υιού του Θεού, πραγματοποιείται «δια των προσθηκών» (Λόγος ΛΑ’ 26). Εννοεί με τον όρο «προσθήκαι» την διεύρυνση της γνώσεως της αλήθειας με τον φωτισμό του αγ. Πνεύματος, που οδηγεί όχι σε νέες αλήθειες, αλλά στην πληρέστερη γνώση των ήδη στην Γραφή δηλωμένων, ώστε να πρόκειται όχι για βελτίωση της γνώσεως της αλήθειας , αλλά για αύξηση της. Την διαδικασία αυτή είχαν στον Β' αιώνα υπογραμμίσει ο Θεοφόρος Ιγνάτιος και ο Ειρηναίος της Λυών (Έλεγχος Δ' 11, 2• Ε' 2, 2 κ.ά.).<br />Η ενέργεια του αγ. Πνεύματος πριν από την Πεντηκοστή<br />Το τρίτο στάδιο της θείας οικονομίας, η δράση του αγ. Πνεύματος από την Πεντηκοστή και μετά, διακρίνεται, χωρίς να χωρίζεται, από τα δύο πρώτα, δηλ. την Π και την ΚΔ, των οποίων αποτελεί συνέχεια και συνέπεια. Για να εξηγήσει την συνέπεια αυτή ο Γρηγόριος, αλλά και το είδος δράσεως του αγ. Πνεύματος στα δύο πρώτα στάδια, τονίζει ότι, όταν έλαβε «πέρας» η «σωματική» παρουσία του Χριστού στην γη, άρχισε το έργο του Πνεύματος, που συνιστά «ελπίδος συμπλήρωσιν», κάτι που έγινε πλέον με την κάθοδο κι «επιδημία» του Πνεύματος στην γη (Λόγος ΜΑ' 5). Για να δείξει το κατεξοχήν έργο του Πνεύματος μετά την ανάσταση του Κυρίου, αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει εκφράσεις, που δυνατόν να παρεξηγηθούν. Τώρα, λοιπόν, το Πνεύμα είναι «ουσιωδώς» παρόν και όχι «ενεργεία». Όπως ο Υιός επικοινώνησε με τους ανθρώπους «σωματικώς», «έπρεπε» να φανεί και το Πνεύμα «σωματικώς». Όταν ο Υιός επανήλθε στον Πατέρα, ήλθε το Πνεύμα «ως Κύριον», αλλά φυσικά, το Πνεύμα δρούσε από την αρχή της θείας οικονομίας με τα δύο άλλα θεία πρόσωπα.<br />Έτσι ενεργούσε στις αγγελικές και θείες δυνάμεις, στους πατέρες και τους προφήτες της ΠΔ και στους μαθητές του Κυρίου. Προς τους τελευταίους ενήργησε «τρισσώς», κατά τρία στάδια, διότι δεν ήσαν οι Απόστολοι από την αρχή σε θέση να κατανοήσουν τα πάντα: πριν δοξαστεί με το πάθος ο Χριστός, μετά την Ανάσταση και μετά την Ανάληψη. Στο πρώτο στάδιο δρούσε «αμυδρώς» και στο δεύτερο «εκτυπώτερον» (σαφέστερα), ενώ στο τρίτο «τελεότερον», διότι τώρα δρα ως παρόν «ουσιωδώς», δηλαδή τώρα είναι ο κατεξοχήν καιρός της δράσεώς του, ο «καιρός του Πνεύματος» (Λόγος ΜΑ' 11), όπως χαρακτηριστικά λέγει:<br /> Το άγιο Πνεύμα «ενήργει, πρότερον μεν εν ταις αγγελικαίς και ουρανίοις δυνάμεσιν... Έπειτα εν τοις πατράσι και τοις προφήταις... Έπειτα εν τοις Χριστού μαθηταίς... και τούτοις τρισσώς, καθ’ όσον οιοί τε ήσαν χωρείν και κατά καιρούς τρεις• το πριν δοξασθήναι Χριστόν τω πάθει• μετά το δοξασθήναι τη αναστάσει• μετά την εις ουρανούς ανάβασιν ή αποκατάστασιν. Δηλοί δε η πρώτη των νόσων και η των πνευμάτων κάθαρσις, ουκ άνευ Πνεύματος δηλαδή γενομένη και το μετά την οικονομίαν εμφύσημα, σαφώς ον έμπνευσις θειοτέρα• και ο νυν μερισμός των πύρινων γλωσσών, ο και πανηγυρίζομεν. Αλλά το μεν πρώτον, αμυδρώς• το δε δεύτερον, εκτυπώτερον• το δε νυν, τελεότερον, ουκ έτι ενεργεία παρόν, ως πρότερον, ουσιωδώς δε, ως αν είποι τις, συγγινόμενόν τε και συμπολιτευόμενον. Έπρεπε γαρ Υιού σωματικώς ημίν ομιλήσαντος και αυτό φανήναι σωματικώς. Και Χριστού προς εαυτόν επανελθόντος, εκείνο προς ημάς κατελθείν• ερχόμενον μεν ως Κύριον, πεμπόμενον δε ως ουκ αντίθεον» (Λόγος ΜΑ' 11).<br />Στο παραπάνω κείμενο του λόγου Εις την Πεντηκοστήν, που εκφωνήθηκε το 379 στην Κωνσταντινούπολη, έχουμε και την φράση: το άγιο Πνεύμα «ερχόμενον ως Κύριον», από την οποία προφανώς προέρχεται ο όρος «Κύριον» του άρθρου περί αγ. Πνεύματος στο Σύμβολο της Β' Οίκουμ. Συνόδου (381).<br />Η αναζήτηση «αποθέτον κάλλους» ως τελική ερμηνευτική<br />«Τάξις θεολογίας», όπως είδαμε, είναι η σταδιακή αύξηση της διδασκαλίας, όσο αυτό είναι αναγκαίο και όσο φωτίζει το Πνεύμα, χωρίς να πρόκειται για εξέλιξη του δόγματος, που προϋποθέτει βελτίωσή του και ανεπάρκεια προς σωτηρία στην προ της εκάστοτε αυξήσεως του εποχή. Βάσει της «τάξεως» αυτής ο Γρηγόριος θεολόγησε περί των τριών υποστάσεων και της μιας φύσεως στον Θεό, περί της θεότητας του αγίου Πνεύματος και των δύο φύσεων του Χριστού.<br />Η αυξημένη εμπειρία της αλήθειας , την οποία μπορεί με τις παραπάνω προϋποθέσεις να πετύχει ο «άριστος» θεολόγος είναι πέρα του γράμματος της Γραφής, συνιστά απόθετον κάλλος της αλήθειας . Οι φράσεις αυτές αποβαίνουν στον Γρηγόριο πολυσήμαντοι όροι, με τους οποίους προσπαθεί να εκφράσει το γεγονός ότι ο θεολόγος χωρεί πέρα από το γράμμα της Γραφής, σκύβει κάτω και μέσα από αυτό («είσω παρακύψαντες»), το ξεπερνά, δεν περιορίζεται από αυτό, προχωρεί από βάθος σε βάθος, με το φως του Πνεύματος βρίσκει περισσότερο φως. Οι όψεις της αλήθειας , τις οποίες έτσι βρίσκει, μολονότι δεν είναι σαφώς δηλωμένες από το γράμμα της Γραφής, ανήκουν στο απόθετον κάλλος, είναι όψεις της άπειρης θείας αληθείας. Ο όρος κάλλος, σχετιζόμενος με το θείο και την αλήθεια, απαντά στο Συμπόσιον του Πλάτωνα. Ο Γρηγόριος εδώ ότι αναζητά και βρίσκει κάτω από το γράμμα της Γραφής δεν είναι «ξένον» προς αυτήν. Αντίθετα, πρέπει να είναι σύμφωνο και ομόλογο με ότι αυτή περιέχει:<br /> «Πάλιν και πολλάκις ανακύκλεις ημίν το άγραφον. Ότι μεν ουν ου ξένον τούτο... δέδεικται μεν ήδη πολλοίς των περί τούτου διειληφότων, όσοι μη ραθύμως μηδέ παρέργως ταις θείαις Γραφαίς εντυχόντες, αλλά, διασχόντες το γράμμα και είσω παρακύψαντες, το απόθετον κάλλος ιδείν ηξιώθησαν και τω φωτισμώ της γνώσεως κατηυγάσθησαν» (Λόγος ΛΑ' 21. Βλ. και ΜΓ' 63 κ.ά.).<br />Τα παραπάνω δεδομένα τονίζουν εμφαντικά ότι ο Γρηγόριος ασκεί θεολογία εμπειρική, αναλύει την διαδικασία της θεοπτίας, ξεπερνώντας και περιφρονώντας μάλιστα (Λόγος ΚΗ' 9) την νεοπλατωνική μέθοδο του αποφατισμού, όπως με την ίδια θεολογία ξεπερνά το δίλημμα: αλληγορική ή ιστορικογραμματική ερμηνεία; Και αυτό, γιατί με την θεολογία του δεν επιδιώκει φιλοσοφικά την αρχική γνώση του Θεού, ώστε, αποφάσκοντας ότι δεν μπορεί να είναι θεός, να φθάνει δήθεν στον Θεό. Ως πιστός και δη ως θεολόγος ο Γρηγόριος ήδη ζει την θεία αλήθεια και προσπαθεί να προχωρήσει περισσότερο, ν’ αποκτήσει εμπειρία και άλλης όψεως της αλήθειας . Στο περισσότερο (στο «πλέον») τούτο, στον μεγάλο του στόχο, ανάγεται με τον φωτισμό του αγ. Πνεύματος και όχι με τον αποφατισμό, με άρνηση ιδιοτήτων που δεν ανήκουν στον Θεό. Πέρα του γράμματος της Γραφής, στο «απόθετον κάλλος» της αλήθειας, φτάνει πάλι με φωτισμό. Αντίθετα, η αυστηρή αλληγορική ερμηνεία θα τον ανάγκαζε να επινοεί στις βιβλικές λέξεις έννοιες δικές του και η ιστορικογραμματική ερμηνεία θα τον περιόριζε μόνο σε ότι ρητά (expresses verbis) δηλώνουν οι βιβλικές λέξεις.<br />Τέλος, η εμφανής αγωνία του Γρηγορίου κάθε φορά που μιλάει περί θεολογίας και η εφαρμογή των σχετικών αναλύσεων στο δικό του έργο, υπογραμμίζουν την επιθυμία του να γίνει και να είναι ο ίδιος «άριστος θεολόγος», όπως πράγματι έγινε. Και η Εκκλησία του το αναγνώρισε, αποκαλώντας τον «Θεολόγον». Αυτή είναι η μόνη εξήγηση της πολυσήμαντης επωνυμίας του.<br />Η σχέση των θείων προσώπων και η Θεότητα τον αγίου Πνεύματος<br />Η Εκκλησία μετά το 350 συγκλονιζόταν από το πρόβλημα του πώς της σχέσεως των προσώπων της αγίας Τριάδας. Ήδη το 364 ο Μ. Βασίλειος θεμελίωσε και εισήγαγε θεολογικά πλέον την διάκριση των τριών θείων υποστάσεων και την ενότητα της φύσεώς τους. Επειδή όμως ο τελευταίος θεολόγησε με αφορμή τις απόψεις του Ευνομίου κατά της θεότητας του Υιού, η τριαδολογία του κέντρο είχε τον Υιό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βασίλειος δεν ονομάζει ρητά το άγιο Πνεύμα ομοούσιο ούτε στο πλέον τέλειο έργο του «Περί του αγ. Πνεύματος», γραμμένο το 375.<br />Ο Γρηγόριος υιοθέτησε απόλυτα την τριαδολογική βάση του Βασιλείου και συνέχισε το οικοδόμημα, εξηγώντας και διασαφηνίζοντας οριστικά σχεδόν την διάκριση ιδιότητας και φύσεως των θείων προσώπων, για να φτάσει στην ομοουσιότητα Πατέρα, Υιού και Πνεύματος. Θεολόγησε όμως με αφορμή και τις κακοδοξίες περί αγίου Πνεύματος. Έτσι, κάνοντας τολμηρά βήματα, έφτασε κι εξέφρασε πρώτος (μεταξύ των θεολόγων της Εκκλησίας ήδη πριν το 372: Λόγος ΙΓ' 4. PG 35, 856Β) την αλήθεια ότι το Πνεύμα είναι Θεός, όπως ακριβώς ο Πατέρας και ο Υιός. Το 372 (Επιστ. 58) διαμαρτύρεται, γιατί ο Βασίλειος δεν ήταν σαφής στο θέμα της θεότητας και ομοουσιότητας του Πνεύματος• και το 379/80 με τον πέμπτο θεολογικό Λόγο (ΛΑ') αποβαίνει ο κορυφαίος Πνευματολόγος της Εκκλησίας:<br /><br /> «Τι ουν, Θεός το Πνεύμα; πάνυ γε• τι ουν, ομοούσιον; είπερ Θεός» (Λόγος ΛΑ' 10).<br /><br /> «...σέβειν Θεόν τον Πατέρα, Θεόν τον Υιόν, Θεόν το Πνεύμα το άγιον, τρεις ιδιότητας, θεότητα μίαν, δόξη και τιμή και ουσία και βασιλεία μη χωριζομένη» (Λόγος ΛΑ' 28).<br />«Hv το φως το αληθινόν... ο Πατήρ. Ην το φως το αληθινόν... ο Υιός. Ην το φως το αληθινόν... ο άλλος Παράκλητος. Ην και ην και ην, αλλ’ εν ην. Φως και φως και φως, αλλ’ εν φως, εις Θεός» ( Λόγος ΛΑ' 3).<br /> «Θεού δε όταν είπω, ενί φωτί περιαστράφθητε και τρισί• τρισί μεν κατά τας ιδιότητας, είτουν υποστάσεις, ει τινι φίλον καλείν, είτε πρόσωπα - ουδέν γαρ περί ονομάτων ζυγομαχήσομεν, έως αν προς την αυτήν έννοιαν αι συλλαβαί φέρωσιν• ενί δε κατά τον της ουσίας λόγον, είτουν θεότητος. Διαιρείται γαρ αδιαιρέτως, ιν’ ούτως είπω, και συνάπτεται διηρημένως» (Λόγος ΛΘ' 11).<br />«Όνομα δε, τω μεν ανάρχω, Πατήρ• τη δε αρχή, Υιός• τω δε μετά της αρχής, Πνεύμα άγιον. Φύσις δε τοις τρισί μία, Θεός» (Λόχος MB' 15).<br /> Ο Θεός αποτελεί «μοναρχία», αλλ’ «ουχ ην εν περιγράφει πρόσωπον• εστί γαρ και το εν στασιάζον προς εαυτό πολλά καθίστασθαι, αλλ’ ην φύσεως ομοτιμία συνίστησι και γνώμης σύμπνοια και ταυτότης κινήσεως και προς το εν των εξ αυτού σύννευσις, όπερ αμήχανον επί της γεννητής φύσεως, ώστε καν αριθμώ διαφέρη, τη γε ουσία μη τέμνεσθαι. Δια τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα κινηθείσα, μέχρι Τριάδος έστη. Και τούτο εστίν ημίν ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα» (Λόχος ΚΘ' 2).<br />Ο τρόπος υπάρξεως των θείων προσώπων<br />Ο Βασίλειος εξήγησε κυρίως την αγεννησία του Πατέρα και την γέννηση του Υιού, αφήνοντας την κατανόηση του τρόπου υπάρξεως του αγ. Πνεύματος για τον μέλλοντα αιώνα (Κατά Ευνομίου Γ' 7). Ο Γρηγόριος εξήγησε τον όρο εκπόρευσις (ή έκπεμψις) για το άγιο Πνεύμα, έχοντας συνείδηση ότι αυτός πρώτος εισάγει θεολογικά τον όρο, αυτός άρα θεολογεί πρώτος για τον τρόπο υπάρξεως του Πνεύματος:<br /> «Πνεύμα άγιον... προϊόν εκ του Πατρός, ουχ υιικώς δε, ουδέ γαρ γεννητώς, αλλ’ εκπορευτώς, ει δει τι και καινοτομήσαι περί τα ονόματα σαφήνειας ένεκεν. Ούτε του Πατρός εκστάντος της αγεννησίας, διότι γεγέννηκεν• ούτε του Υιού της γεννήσεως, ότι εκ του αγεννήτου. Πώς γαρ; Ούτε του Πνεύματος, ή εις Πατέρα μεταπίπτοντος ή εις Υιόν, ότι εκπορεύεται και ότι Θεός, καν μη δοκή τοις αθέοις• η γαρ ιδιότης ακίνητος» (Λόγος ΛΘ' 12).<br /> «Ο μεν γεννήτωρ και προβολεύς (= ο Πατήρ), λέγων δε απαθώς και αχρόνως και ασωμάτως• των δε, το μεν γέννημα (= ο Υιός), το δε πρόβλημα» (= το Πνεύμα) (Λόχος ΚΘ' 2).<br />«Κοινόν γαρ, Πατρί μεν και Υιό και αγίω Πνεύματι το μη γεγονέναι και η θεότης• Υιώ δε και αγίω Πνεύματι το εκ του Πατρός. Ίδιον δε, Πατρός μεν η αγεννησία, Υιού δε η γέννησις, Πνεύματος δε η έκπεμψις» (Λόγος ΚΕ' 16).<br />Επέμενε λοιπόν ο Γρηγόριος στην επισήμανση του τρόπου υπάρξεως του αγίου Πνεύματος και στην υπογράμμιση ότι ο τρόπος υπάρξεως του κάθε προσώπου της άγιας Τριάδας είναι αποκλειστικός για κάθε πρόσωπο. Κάθε προσβολή της αποκλειστικότητας του τρόπου υπάρξεως των θείων προσώπων οδηγεί στην σύγχυση και την αναίρεση της Τριάδας. Ο Πατέρας υπάρχει ως αγέννητος και είναι γεννήτορας του Υιού και προβολέας - εκπορευτής του αγ. Πνεύματος. Ο Υιός υπάρχει ως γέννημα του Πατέρα και το Πνεύμα ως εκπορευόμενο, «προϊόν», από τον Πατέρα. Η εκπόρευση - έκπεμψη του Πνεύματος ανήκει πάντα στον Πατέρα και ουδέποτε συνδέεται με τον Υιό. Παρά την θεολογική τομή, που κάνει ο Γρηγόριος εδώ, εκφράζει την παραδοσιακή διάθεση αποφυγής ασκήσεως θεολογίας πέραν του απολύτως αναγκαίου. Δηλώνει ότι περαιτέρω ανάλυση- εξήγηση της εκπορεύσεως καθ’ αυτήν του Πνεύματος, ως τρόπου υπάρξεως, δεν είναι δυνατή, όπως δεν είναι δυνατή και περαιτέρω ανάλυση της αγεννησίας του Πατέρα:<br /> «Τις ουν η εκπόρευσις; Ειπέ συ την αγεννησίαν του Πατρός, καγώ την γέννησιν του Υιού φυσιολογήσω και την εκπόρευσιν του Πνεύματος» (Λόγος ΛΑ' 8. Βλ. και ΚΕ' 16). «Ακούεις γέννησιν ( = την εκ του Πατρός); Το πώς μη περιεργάζου. Ακούεις ότι το Πνεύμα προϊόν εκ του Πατρός; Το όπως μη πολυπραγμόνει» (Λόγος Κ' 11).<br />Πραγματοποίησε όμως ακόμα ένα σημαντικό βήμα στην τριαδολογία με την εξήγηση του τρόπου υπάρξεως των θείων προσώπων ως σ χ έ σ ε ω ς. Ο Βασίλειος μίλησε για τις ιδιότητες, για το ίδιον των υποστάσεων (Επιστ. 214, 4). Ο Γρηγόριος εμβαθύνει στο αυτό θέμα και ορίζει το ίδιον ως σχέση μεταξύ των προσώπων. Το ίδιον, ο τρόπος υπάρξεως των θείων προσώπων, αποτελεί σχέση και όχι ουσία στην θεότητα. Έτσι, τα ιδιαίτερα ονόματα των προσώπων, δηλαδή Πατέρας-Υιός-αγ. Πνεύμα, δηλώνουν την μεταξύ τους σχέση και όχι την ουσία. Εάν, βέβαια, δήλωναν την ουσία κάθε προσώπου, τότε κάθε πρόσωπο θα είχε και διαφορετική ουσία. Και προχωρεί ακόμη. Τα ονόματα (Πατέρας, Υιός, Πνεύμα) δεν δηλώνουν ούτε ενέργεια, εφόσον οι ενέργειες είναι κοινές των προσώπων κι εφόσον για τον Γρηγόριο αυτό θα σήμαινε ότι ο Υιός είναι ενέργημα, επομένως κτίσμα, του Πατέρα:<br /> «Ο Πατήρ, φησίν, ουσίας ή ενεργείας όνομα;... ει μεν ουσίας φήσομεν, συνθησομένους ετερούσιον είναι τον Υιόν, επειδή μία μεν ουσία Θεού, ταύτην δε, ως ούτοι, προκατείληφεν ο Πατήρ• ει δε ενεργείας, ποίημα σαφώς ομολογήσοντας, αλλ’ ου γέννημα. Ου γαρ ο ενεργών, εκεί πάντως και το ενεργούμενον... Ούτε ουσίας όνομα ο Πατήρ, ω σοφώτατοι, ούτε ενεργείας• σχέσεως δε και του πώς έχει προς τον Υιόν ο Πατήρ ή ο Υιός προς τον Πατέρα» (Λόγος ΚΘ' 16).<br /> «Τι ουν εστί, φησίν, ο λείπει τω Πνεύματι, προς το είναι Υιόν; ει γαρ μη λειπόν τι ην, Υιός αν ην. Ου λείπειν φαμέν, ουδέ γαρ ελλιπής Θεός• το δε της εκφάνσεως... η της προς άλληλα σχέσεως διάφορον, διάφορον αυτών και την κλήσιν πεποίηκε» (Λόγος ΛΑ' 9).<br />Κεφαλή της Εκκλησίας<br />Η κοίμηση του Μ. Βασιλείου και η κήδευσή του την 1.1.379 απέβη ορόσημο στην πορεία του Γρηγορίου. Το πρωτείο του κύρους, που στην οικουμενική γενικά Εκκλησία κατείχε ο Βασίλειος, μετατέθηκε στον Γρηγόριο. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος της «φυγής» και της «απραξίας» δέχτηκε το 379 να δράσει στην Κωνσταντινούπολη, σημαίνει ότι αισθανόταν αυξημένη ευθύνη. Μετά τον θάνατο του Βασιλείου εκτίμησε ορθά ότι μόνο σ’ αύτόν εμπιστεύτηκαν και δη συνολικά οι ορθόδοξοι να δώσει την μεγάλη μάχη στην κακόδοξη πρωτεύουσα του ανατολικού κράτους. Οι ορθόδοξοι τον τοποθετούσαν στην κεφαλή, τρόπον τινά, της Εκκλησίας και της θεολογίας της και ο Γρηγόριος ανταποκρίθηκε• τόσο που την πιο προχωρημένη θεολογία του, ως περιεχόμενο και μορφή, την διατύπωσε από το 379 έως το 381. Τώρα η Καθολική Εκκλησία είχε το βλέμμα στραμμένο στην Κωνσταντινούπολη, και ένεκα του Γρηγορίου, όπως πριν στην Καισάρεια, ένεκα του Βασιλείου, και παλαιότερα στην Αλεξάνδρεια, ένεκα του Αθανασίου. Αλλά και στην Β' Οικουμενική Σύνοδο (Μάιος - Ιούλιος 381) το Πνεύμα και η θεολογία του Γρηγορίου κυκλοφορούσαν, μολονότι ο ίδιος εγκατέλειψε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της Συνόδου, κάτι όμως που έγινε όταν είχε πλέον εξασφαλιστεί η ορθοδοξία. Και αν στην σύνταξη του Συμβόλου της συνόδου υιοθετήθηκε κυρίως η μετριοπαθής ορολογία του Βασιλείου, στην Επιστολή, που οι ίδιοι συνοδικοί επίσκοποι έγραψαν το επόμενο έτος, η ορολογία του Γρηγορίου περί «ομοουσιότητος» του αγ. Πνεύματος και «τελειότητος» των δύο φύσεων του Κυρίου επικράτησε απόλυτα.<br />Οι δύο φύσεις του Κυρίου. «Το απρόσληπτον αθεράπευτον»<br />Στην επίγνωση της αυξημένης θεολογικής του ευθύνης και στο ότι έστω και σιωπηρά οι ορθόδοξοι τον εκτιμούσαν ως την θεολογική κεφαλή της όλης Εκκλησίας, αποδίδουμε και την απόφασή του ν’ αντιμετωπίσει το θεολογικό πρόβλημα που προκάλεσαν οι χριστολογικές κακοδοξίες του Απολιναρίου. Βέβαια, αντίθεση στις κακοδοξίες αυτές διατύπωσε και ο Μ. Αθανάσιος (π.χ. το 362: Τόμος προς Αντιοχείς), τον οποίο επανέλαβε ο Επιφάνιος το 374/7. Επρόκειτο όμως για μία πρώτη αντίδραση• ορθή, αλλά όχι αρκετή για να λύσει ικανοποιητικά το πρόβλημα, επειδή έλλειπε η αναγκαία θεολογική εμβάθυνση και επιχειρηματολογία. Την προσπάθειά του ο Γρηγόριος ανέλαβε το 381, όταν ο απολιναρισμός έδειχνε να μην κάμπτεται και να οργανώνεται σε ομάδα με οργάνωση εκκλησιαστική στην Λαοδίκεια, την Αντιόχεια και την ίδια την Ναζιανζό. Είναι αλήθεια ότι όσο ζούσε ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος περίμενε εκείνον να αντιμετωπίσει το δύσκολο πρόβλημα. Τώρα όμως θεολογική κεφαλή ήταν ο ίδιος και όφειλε να αναλάβει τον αγώνα. Το πρόβλημα δεν του ήταν άγνωστο και ήδη, σποραδικά μέχρι το 380, είχε διατυπώσει ορθά και αριστοτεχνικά την αλήθεια της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό.<br />Δεν γνωρίζουμε πόσο παρακολουθούσε τις χριστολογικές δυσκολίες της Εκκλησίας από το 360/2, όταν και ο Μ. Αθανάσιος αντιμετώπισε θέματα σχετικά. Βέβαιο είναι ότι ο Γρηγόριος από το 362, όταν έγραψε τον Β' Λόγον του, μιλούσε για ανάκραση θεότητας και ανθρωπότητας σε ένα, τον Χριστό, και για ψυχή ανθρώπινη, που προσλαμβάνεται και αυτή με την σάρκα:<br /> «Τούτο (= είναι το μυστήριο της ενανθρωπήσεως και θεοποιήσεως) η κενωθείσα θεότης, τούτο η προσληφθείσα σαρξ, τούτο η καινή μίξις, Θεός και άνθρωπος, εν εξ αμφοίν και δι’ ενός αμφότερα. Δια τούτο Θεός σαρκί δια μέσης ψυχής ανεκράθη και συνεδέθη τα διεστώτα, τη προς άμφω του μεσιτεύοντος οικειότητι...» (Λόγος Β' 23).<br /> «Επί την ιδίαν εικόνα χωρεί (= ο θείος Λόγος) και σάρκα φορεί δια την σάρκα και ψυχή νοερά δια την εμήν ψυχήν μείγνυται, τω ομοίω το όμοιον ανακαθαίρων. Και πάντα γίνεται, πλήν της αμαρτίας, άνθρωπος• κυηθείς μεν εκ της Παρθένου, και ψυχήν και σάρκα προκαθαρθείσης τω Πνεύματι (έδει γαρ και γέννησιν τιμηθήναι και παρθενίαν προτιμηθήναι)• προελθών δε Θεός μετά της προσλήψεως, εν εκ δύο των εναντίων, σαρκός και Πνεύματος• ων το μεν εθέωσε το δε εθεώθη... ο ων γίνεται και ο άκτιστος κτίζεται και ο αχώρητος χωρείται, δια μέσης ψυχής νοεράς μεσιτευούσης θεότητι και σαρκός παχύτητι» (Λόγος ΛΗ' 13).<br /> «δύο φύσεις (= στον Χριστό) εις εν συνδραμούσαι, ουχ υιοί δύο• μη καταψευδέσθω η σύγκρασις» (Λόχος ΛΖ' 2).<br />«Τούτον (= τον Υιόν του Θεού) επ’ εσχάτων των ημερών γεγενήσθαι δια σε και Υιόν ανθρώπου, εκ της Παρθένου προελθόντα Μαρίας αρρήτως και αρυπάρως (ουδέν γαρ ρυπαρόν ου Θεός και δι’ ου σωτηρία), όλον άνθρωπον, τον αυτόν και Θεόν, υπέρ όλου του πεπονθότος, ίνα όλω σοι την σωτηρίαν χαρίσηται, όλον το κατάκριμα λύσας της αμαρτίας• απαθή θεότητι, παθητόν τω προσλήμματι• τοσούτον άνθρωπον δια σε, όσον συ γίνη δι’ εκείνον Θεός» (Λόγος Μ' 45).<br />Η θεολογική εμφάνιση του Απολιναρίου Λαοδικείας πριν από την δεκαετία του 360 σήμαινε την σπορά των χριστολογικών αιρέσεων. Ο Γρηγόριος διαπίστωσε στην διδασκαλία του Απολιναρίου μεγάλη διαστροφή της πίστεως της Νίκαιας με συνέπειες χριστολογικές, ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές. Πράγματι ο Απολινάριος στην «Έκθεση πίστεως» προς τον Ιοβιανό (363), παραθέτοντας μ’ επεξηγήσεις το Σύμβολο Νικαίας, παραλείπει τον όρο «ενανθρωπήσαντα» (που προϋποθέτει πρόσληψη ολόκληρου του ανθρώπου) και χρησιμοποιεί την περιβόητη φράση «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», για να τονίσει ότι ο Λόγος προσέλαβε μόνο σάρκα (και άλογη ψυχή).<br />Η θέση αυτή, όπως ορθά διέκρινε ο Γρηγόριος, αμφισβητούσε την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσεως στον Χριστό, κατέστρεφε την ενότητα του ανθρώπου (νους ή ψυχή και σάρκα) και έκανε προβληματική την σωτηρία του, εφόσον ο Λόγος δεν προσλάμβανε και τον ανθρώπινο νου. Παρατηρούμε ότι, ενώ ο Απολινάριος εκκινούσε από την αριστοτελική αρχή ότι δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν «δύο τέλεια» (θείος Λόγος και άνθρωπος), ο Γρηγόριος εκκινούσε από την εμπειρική θεολογική αλήθεια, ότι «το απρόσληπτον αθεράπευτον• ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται» (Επιστ. 101, 32, όπου και αναπτύσσει την πρώτη εκτεταμένη αντιαπολιναριστική του θεολογία). Για το ότι ο άνθρωπος σώζεται από κανέναν δεν στασιάζεται. Για να σωθεί όμως ολόκληρος, πρέπει και να προσληφθεί ολόκληρος (και ο νους) από τον θείο Λόγο. Έτσι έφθανε στην συνάφεια των δύο τελείων φύσεων (Επιστ. 101, 37 και 41). Γι αυτό έχουμε δύο τέλειες και ολόκληρες φύσεις στον Χριστό, κάτι που κατορθώνεται με την θέωση της ανθρώπινης φύσεως μέσω της θείας φύσεως:<br /> «Τήρει ουν τον άνθρωπον όλον και μίξον την θεότητα, ίνα τελέως ευεργετής» (Επιστ. 101, 36).<br />Εντούτοις οι δύο φύσεις του Χριστού, μολονότι «άλλο» καθεαυτήν η θεία και «άλλο» η ανθρώπινη, δεν προϋποθέτουν και «δύο Υιούς» (101, 19), όπως δίδασκε ο Διόδωρος Ταρσού, δεν οδηγούν σε είδος δυοφυσιτισμού (νεστοριανισμού), επειδή οι δύο φύσεις «συνάπτονται κατ’ ουσίαν». Μάταια τον κατηγορούσαν ότι διαχωρίζει τις δύο φύσεις, τις οποίες δήθεν αντιπαραθέτει (Επιστ. 102).<br /> «Εν τη συγκράσει, Θεού μεν ενανθρωπήσαντος, ανθρώπου δε θεωθέντος... Λέγω δε άλλο και άλλο, έμπαλιν η επί της Τριάδος έχει. Εκεί μεν γαρ άλλος και άλλος, ίνα μη τας υποστάσεις συγχέωμεν• ουκ άλλο δε και άλλο, εν γαρ τα τρία και ταυτόν τη θεότητι» (Επιστ. 101, 21).<br />Αν ο θείος Λόγος δεν προσελάμβανε και τον νουν, τότε δεν θα προσλαμβανόταν ολόκληρος ο άνθρωπος. Ο Γρηγόριος εστίαζε την προσπάθεια του στο να δείξει ότι ο Λόγος προσέλαβε ολόκληρο τον άνθρωπο και γι’ αυτό στον Χριστό έχουμε δύο πραγματικές φύσεις, την θεία, που είναι αληθινή, και την ανθρώπινη, που είναι ακέραιη. Η ένωση στον Χριστό είναι τόσο αληθινή και σαφής, όσο είναι η ενότητα ψυχής και σώματος στον άνθρωπο. Όπως έχουμε έναν άνθρωπο, που όμως αποτελείται από δύο, ψυχή και σάρκα, έτσι έχουμε και έναν Χριστό. Η ένωση των δύο φύσεων έγινε με την επέμβαση του αγίου Πνεύματος («θεϊκώς μεν ότι χωρίς ανδρός»), αλλά η Παρθένος Μαρία εκύησε σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους, φυσιολογικά και πραγματικά, δηλαδή αναπτύχτηκε στους κόλπους της ο Θεάνθρωπος, ώστε ορθά να θεωρείται και να ονομάζεται Θεοτόκος η Παρθένος Μαρία. Παρά ταύτα ο Γρηγόριος δεν ταυτίζει την αόρατη θεία φύση με την ορατή κτιστή:<br /> «ει τις ου Θεοτόκον την αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστί της θεότητος. Ει τις ως δια σωλήνος της Παρθένου διαδραμείν, αλλά μη εν αυτή διαπεπλάσθαι λέγει θεικώς άμα και ανθρωπικώς (θεικώς μεν χωρίς ανδρός, ανθρωπικώς δε ότι νόμω κυήσεως), ομοίως άθεος. Ει τις διαπεπλάσθαι τον άνθρωπον, είθ’ υποδεδυκέναι λέγοι Θεόν, κατάκριτος. Ου γέννησις γαρ Θεού τούτο εστίν, αλλά φυγή γεννήσεως. Ει τις εισάγει δύο υιούς, ένα μεν τον εκ του Θεού και Πατρός, δεύτερον δε τον εκ της μητρός, αλλ’ ουχί ένα και τον αυτόν, και της υιοθεσίας εκπέσοι της επηγγελμένης τοις ορθώς πιστεύουσι. Φύσεις μεν γαρ δύο, Θεός και άνθρωπος, επεί και ψυχή και σώμα• υιοί δε ου δύο, ουδέ θεοί. Ουδέ γαρ ενταύθα δύο άνθρωποι, ει και ούτως ο Παύλος το εντός του ανθρώπου και το έκτος προσηγόρευσε. Και ει δει συντόμως ειπείν, άλλο μεν και άλλο τα εξ ων ο Σωτήρ (είπερ μη ταυτόν το αόρατον τω ορατώ και το άχρονον τω υπό χρόνον), ουκ άλλος δε και άλλος• μη γένοιτο. Τα αμφότερα εν τη συγκράσει, Θεού μεν ενανθρωπήσαντος, ανθρώπου δε θεωθέντος, ή όπως αν τις ονομάσειε. Λέγω δε άλλο και άλλο, έμπαλιν η επί της Τριάδος έχει. Εκεί μεν γαρ άλλος και άλλος (= Πατήρ, Υιός, Πνεύμα), ίνα μη τας υποστάσεις συγχέωμεν... Ει τις ως εν προφήτη λέγοι κατά χάριν ενηργηκέναι (= ο θείος Λόγος), αλλά μη κατ’ ουσίαν συνηφθαί τε και συνάπτεσθαι, είη κενός της κρείττονος ενεργείας» (= θείας χάριτος) (Επιστ. 101, 16-22).<br />Την θεολογία ο Γρηγόριος, ότι ο θείος Λόγος προσέλαβε σάρκα και νουν συγχρόνως, ενισχύει και με την εξής παρατήρηση: στο νου εστιάζεται το κατ’ εικόνα του ανθρώπου και το κατ’ εικόνα τούτο αμαυρώθηκε με το προπατορικό αμάρτημα. Η αναστήλωση του κατ’ εικόνα, την οποία ήρθε στην γη να πραγματώσει ο Θεός Λόγος, θα ήταν αδύνατο να επιτευχτεί χωρίς την πρόσληψη του νου, στον οποίο βρίσκεται το κατ’ εικόνα. Ακόμη, εάν προσελάμβανε μόνο σάρκα, τα «πάθη» του Χριστού θα οφείλονταν στην ίδια την θεότητά του, εφόσον αυτά συνδέονται με τον νουν και την ψυχή του ανθρώπου.<br />Για το πώς έγινε δυνατόν να ενωθεί η ανθρώπινη φύση με την θεία, χωρίς ν’ αφομοιωθεί ως κατώτερη, δίνει, πλην άλλων, μία χαρακτηριστική εικόνα. Η ανθρώπινη, γράφει, φύση ενώνεται στην θεία, όπως το φως των αστέρων στο φως του ήλιου και η λαμπάδα σε μια πυρκαϊά. Στην διάρκεια της ημέρας τ’ αστέρια δεν φαίνονται, αλλά υπάρχουν ολόκληρα. Και η λαμπάδα δεν φαίνεται στις δυνατές φλόγες της πυρκαϊάς, αλλά υπάρχει (Επιστ. 101, 44-45).<br /> «Ει τις εις άνουν άνθρωπον ήλπικεν, ανόητος όντως εστί και ουκ άξιος όλως σώζεσθαι. Το γαρ απρόσληπτον αθεράπευτον• δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται. Ει ήμισυς έπταισεν ο Αδάμ, ήμισυ και το προσειλημμένον και το σωζόμενον... Ει μεν γαρ άψυχος ο άνθρωπος, τούτο και αρειανοί λέγουσιν, ιν’ επί την θεότητα το πάθος ενέγκωσιν, ως του κινούντος το σώμα, τούτου και πάσχοντος. Ει δε άψυχος, ει μεν ου νοερός, πώς και άνθρωπος; ου γαρ άνουν ζώον ο άνθρωπος... Αλλ’ ήρκει, φησίν, η θεότης αντί του νου. Τι ουν προς εμέ τούτο; Θεότης γαρ μετά σαρκός μόνης ουκ άνθρωπος, αλλ’ ουδέ ψυχής μόνης, ουδέ αμφοτέρων χωρίς του νου, η και μάλλον άνθρωπος. Τήρει ουν τον άνθρωπον όλον και μίξον την θεότητα, ίνα με τελέως ευεργετής... ει το χείρον (= το σώμα) προσείληπται, ιν’ αγιασθή δια της σαρκώσεως, το κρείττον (ο νους) ου προσληφθήσεται, ιν’ αγιασθή δια της ενανθρωπήσεως; Ει ο πηλός (= το σώμα) εζυμώθη και νέον φύραμα γέγονεν, ω σοφοί, η εικών (= ο νους) ου ζυμωθήσεται και προς Θεόν ανακραθήσεται, θεωθείσα δια της θεότητος;... Ο γαρ την εντολήν εδέξατο (= δηλ. ο νους), τούτο και την εντολήν ουκ εφύλαξεν• ο δε ουκ εφύλαξε, τούτο και την παράβασιν ετόλμησεν• ο δε της σωτηρίας εδείτο, τούτο και προσελήφθη• ο νους άρα προσείληπται» (Επιστ. 101, 32-52).<br />Διακεκριμένες υποστάσεις-ενωμένες φύσεις<br />Την ενότητα των υποστάσεων της Αγίας Τριάδας χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος για πρώτη φορά ως πρότυπο της ενότητας των δύο φύσεων στον Χριστό, γιατί έβλεπε καθαρά και τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι απορροφάται η ανθρώπινη φύση από την θεία (μονοφυσιτισμός, στον οποίο σαφώς οδηγούσε ο Απολινάριος) και τον κίνδυνο να θεωρηθεί η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως από την θεία ως επιφανειακή, επίπλαστη, εξωτερική, άρα μη πραγματική. Τούτο θ’ αφαιρούσε την δυνατότητα της σωτηρίας, αφού η επίπλαστη πρόσληψη δεν εξασφαλίζει την θέωση ή μεταστοιχείωση του ανθρώπου, και θα κατέλυε την ενότητα του προσώπου του Χριστού. Στην παρομοίωση όμως Τριάδας και φύσεων στον Χριστό επισημαίνει ότι οι φύσεις υπάρχουν κεκραμένες, ενώ οι υποστάσεις διακεκριμένες. Με την παραπάνω θεολογία του ο Γρηγόριος έθεσε τις βάσεις της χριστολογίας, μολονότι χρειαζόταν ακόμα επίπονη θεολογική προσπάθεια, για να δειχτεί ο τρόπος της ενότητας των τελείων φύσεων του Χριστού, κάτι που έγινε κυρίως από τον Γρηγόριο Νύσσης, τον Κύριλλο Αλεξανδρείας και τον Θεοδώρητο Κύρου.<br />Η θεήλατη και γενναία θεολογία του περί των δύο τελείων φύσεων του Χριστού, καθώς και η επιμονή του στην πρόσληψη ολόκληρου του ανθρώπου, εξηγούν και φωτίζουν την ανθρωπολογία του. Τονίζει με τρόπο μοναδικό το μεγαλείο και τις προοπτικές του ανθρώπου, ο οποίος είναι κράμα δύο κόσμων, του υλικού και του πνευματικού (χους, νους, πνεύμα), συνιστά «κόσμον δεύτερον ( = μετά τον υλικόν), εν μικρώ μέγαν…. τον αυτόν πνεύμα και σάρκα» (Λόγος ΛΗ' 11). Ο «μικρός» άνθρωπος είναι «μέγας» κατά το πνεύμα, αφού γίνεται «επόπτης της ορατής φύσεως», «μύστης των νοουμένων» και προορίζεται να θεωθεί, να ενωθεί πραγματικά με τον Θεό (βλ. Λόγος ΜΕ' 7). Η πτώση του ανθρώπου είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του από τον παράδεισο και την πικρή περιπλάνηση, την οποία ταυτίζει με τους «δερμάτινους χιτώνας», την σάρκα και τα πάθη. Η πραγματικότητα αυτή έχει κάτι το θετικό: του προκάλεσε την αισχύνη ενώπιον του Θεού και του δημιούργησε τον θάνατο, τουλάχιστον «ίνα μη αθάνατον η το κακόν» (Λόγος ΜΕ' 8), και την αμαρτία. Στον Χριστό όμως επανακοινωνεί με τον Θεό και μάλιστα με τρόπο ανώτερο από τον πρώτο και θεοειδέστερο:<br /> «ζώον εν εξ αμφοτέρων, αοράτου τε λέγω και ορατής φύσεως, δημιουργεί τον άνθρωπον. Και παρά μεν της ύλης λαβών το σώμα ήδη προϋποστάσης, παρ’ εαυτού δε πνοήν ενθείς (ο δη νοεράν ψυχήν και εικόνα Θεού οίδεν ο λόγος), οιόν τινά κόσμον έτερον ( = μετά τον υλικόν), εν μικρώ μέγαν, επί της γης έστησεν, άγγελον άλλον, προσκυνητήν μικτόν, επόπτην της ορατής κτίσεως, μύστην της νοούμενης, βασιλέα των επί γης, βασιλευόμενον άνωθεν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αθάνατον, ορατόν και νοούμενον, μέσον μεγέθους και ταπεινότητος, τον αυτόν πνεύμα και σάρκα... ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και — πέρας του μυστηρίου — τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον» (Λόγος ΜΕ' 7). «Μετέλαβον (= ως άνθρωπος) της εικόνος και ουκ εφύλαξα• μεταλαμβάνει της εμής σαρκός, ίνα και την εικόνα σώση και την σάρκα αθανατίση. Δευτέραν κοινωνεί κοινωνίαν, πολύ της προτέρας παραδοξοτέραν. Όσω τότε μεν κρείττονος μετέδωκε, νυν δε μεταλαμβάνει του χείρονος. Τούτο του προτέρου θεοειδέστερον• τούτο τοις νουν έχουσιν υψηλότερον» (Λόγος ΜΕ' 9).<br />Ο ποιητής<br />Ο Γρηγόριος υπήρξε σπουδαίος ποιητής με εξαιρετική αίσθηση του λόγου. Το περίεργο είναι όμως ότι, μολονότι γνώριζε και σποραδικά, μη οργανωμένα, χρησιμοποίησε την τονική ρυθμοποιία (δύο πάντως οργανωμένα ποιήματα σε τονικό μέτρο αποδόθηκαν εσφαλμένα στον Γρηγόριο), έγραψε 19.000 περίπου προσωδιακούς στίχους, από το 371 και μετά. Φυσικά είχε μικρές πιθανότητες να διαβαστεί ευρέως η ποίησή του και καμιά ελπίδα να γίνει υμνωδία της Εκκλησίας. Η εξήγηση του φαινομένου σχετίζεται όχι τόσο με την ανάγκη ν’ απαντήσει στον νόμο του Ιουλιανού (362), που απαγόρευε στους χριστιανούς καθηγητές να διδάσκουν στις εθνικές σχολές, αλλά με προσωπικές παρορμήσεις, ενώ παράλληλα έδρασε ως αφορμή και η πλούσια προσωδιακή ποίηση του μη ορθόδοξου Απολιναρίου. Ο ίδιος ο Γρηγόριος, στο ποίημά του Έμμετρα (έπη ΛΘ') δίνει μία εξήγηση στα ερωτηματικά, που φίλοι κι εχθροί διατύπωναν, βλέποντας τον να γράφει ποιήματα και δη προσωδιακά. Εξηγεί λοιπόν ότι αποφάσισε να γράφει σε στίχους τις σκέψεις του, για να περιορίσει την αμετρία ή την πολυλογία του, για να ωφελεί τους νέους, που ευχαριστούνται περισσότερο διαβάζοντας ποιήματα, για να μην εμφανίζονται οι χριστιανοί ως απαίδευτοι ενώπιον των εθνικών και για να παρηγορείται στην διάρκεια της μακρόχρονης αρρώστιας του. Αυτά όμως δικαιολογούν μόνο περιστασιακή ενασχόληση με την ποίηση, όχι την πληθωρική και ρωμαλέα και καλοοργανωμένη ποίηση του Γρηγορίου. Ο Γρηγόριος, άρα, ήταν ταλαντούχος ποιητής που με ποικίλες αφορμές έγραψε ποιήματα.<br />Τα ποιήματα (έπη) του Γρηγορίου είναι δογματικά, στα οποία εκτίθεται η τριαδολογία και η χριστολογία του, επιτάφια επιγράμματα, ηθικά και διδακτικά και ιστορικά, δηλαδή αυτοβιογραφικά. Σε πάρα πολλά από αυτά συναντά ο αναγνώστης αληθινή έμπνευση, ρωμαλέα σκέψη, νευρώδη λόγο, έντονο λυρισμό διάθεση εξομολογητική, βαθιά μελαγχολία, απογοήτευση και μεγαληγορία. Αλλά και η πεζότητα, που κακώς γενικεύτηκε από μερικούς ερευνητές, χαρακτηρίζει πολλούς από τις τόσες χιλιάδες των στίχων του. Πάντως, παρά την μεγάλη ποιητική άξια των Επών, ο Γρηγόριος είναι μεγάλος ποιητής πρώτα για την ποιητικότητα των «πεζών» κειμένων του κι έπειτα για τις πολλές χιλιάδες των στίχων του. Αυτοί δεν είχαν ανταπόκριση στο αισθητήριο της εποχής και οι μιμητές τους υπήρξαν ελάχιστοι και περιθωριακοί. Αντίθετα, ποιητικά τμήματα Λόγων του, αυτούσια ή με επεμβάσεις, έγιναν ύμνοι της Εκκλησίας από μεταγενέστερους ποιητές-υμνωδούς Κανόνων ήδη από τον ΣΤ' αιώνα, εάν μη κι ενωρίτερα.<br />Ενδεικτικά παραθέτουμε εδώ μικρά τμήματα Λόγων του Γρηγορίου και ανάλογα τμήματα των Κανόνων, που ψάλλονται και σήμερα στους Όρθρους των σχετικών εορτών του εκκλησιαστικού έτους. Έτσι διαπιστώνεται και η αξιόλογη ποιητικότητα του Γρηγορίου και η επίδρασή του στους μεταγενέστερους υμνογράφους της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων οι κορυφαίοι ποιητές Ιωάννης Δαμασκηνός και Κοσμάς ο Μελωδός. Το γεγονός μάλιστα, ότι εκκλησιαστικοί ύμνοι ποιήθηκαν βάσει ομιλητικών κειμένων του Γρηγορίου, γνώριζε και ο αββάς Δωρόθεος τον ΣΤ' αιώνα, που παραθέτει τον σχετικό ύμνο, αναφερόμενος και στον αντίστοιχο Λόγο του Γρηγορίου. Χαρακτηριστικό του αναπτυγμένου ποιητικού αισθητηρίου του Γρηγορίου είναι και ότι ο ιερός άνδρας, γράφοντας και εκφωνώντας τον Λόγο του ΜΕ' στο Άγιο Πάσχα, χρησιμοποίησε κάποια στοιχεία από παλαιότερο ύμνο (νομίζουμε του Γ' αι.: Βλ. Πατρολογία μας, τόμος Α', σ. 473) στο Πάσχα, κείμενο σαφώς ποιητικό.<br />Γρηγορίου, Λόγος ΛΓ΄14:<br /><br />«...ιερεία έμψυχα,<br />ολοκαυτώματα λογικά,<br />θύματα τέλεια,<br />θεοί δια Τριάδος προσκυνουμένης»<br />(PG 36,232).<br /><br />Δωροθέου, Διδασκαλία 23:<br /><br />«Ιερεία έμψυχα,<br />ολοκαυτώματα λογικά,<br />μάρτυρες Κυρίου,<br />θύματα τέλεια Θεού»<br />(PG 88, 1829-1836).<br /><br />Λόγος (ΛΗ΄) εις τα Χριστούγεννα:<br /><br />«Χριστός γεννάται, δοξάσατε•<br />Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε•<br />Χριστός επί γης, υψώθητε.<br />Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη•<br /><br />και, ιν’ αμφότερα συνελών είπω,<br />ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί<br />και αγαλλιάσθω η γη•<br />δια τον επουράνιον, είτα επίγειον.<br />Χριστός εν σαρκί,<br />τρόμω και χαρά αγαλλιάσθε•<br />τρόμω, δια την αμαρτίαν•<br />χαρά, δια την ελπίδα.<br /><br />Ο άσαρκος σαρκούται,<br />ο Λόγος παχύνεται,<br />ο αόρατος οράται,<br />ο αναφής ψηλαφάται,<br />ο άχρονος άρχεται,<br />ο Υιός του Θεού, υιός ανθρώπου γίνεται.<br /><br />Έλληνες διαγελάτωσαν,<br />αιρετικοί γλωσσαλγείτωσαν.<br />Τότε πιστεύσουσιν,<br />όταν ίδωσιν εις ουρανόν ανερχόμενον»<br />(ΒΕΠ 60,64• PG 36, 312Α-313Β).<br /><br />Κοσμά Μελωδού, Κανών εις τα Χριστούγεννα:<br /><br />«Χριστός γεννάται, δοξάσατε•<br />Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε•<br />Χριστός επί γης, υψώθητε.<br />Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη<br />Και εν ευφροσύνη<br />Ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται»<br />(Ωδή α΄. Ειρμός).<br /><br />Λόγος (ΚΑ΄) εις Μ. Αθανάσιον:<br /><br />«Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι.<br />Ταυτόν γαρ εκείνον τε ειπείν<br />και αρετήν επαινέσαι.<br />………………………………………………………………….<br />Αρετήν δε επαινών, Θεόν επαινέσομαι»<br />(ΒΕΠ 59, 148• PG 35, 1081-1084).<br /><br />Θεοφάνους Γραπτού, Κανών εις Αθανάσιον:<br /><br />«Αθανασίω προσκομίζω τον έπαινον<br />ως αρετήν ευφημών<br />προς τον Θεόν φέρω μάλλον το εγκώμιον»<br />(Π. Τρεμπέλα, Εκλογή ελλην. ορθοδόξου υμνογραφίας, σ. 324)<br /><br />Λόγος (Α΄) εις το Πάσχα:<br /><br />«Αναστάσεως ημέρα και αρχή δεξιά<br />και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει<br />και αλλήλους περιπτυξόμεθα<br /><br />………………………………………………………………..<br />Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ,<br />σήμερον συνδοξάζομαι•<br />χθες συνενεκρούμην,<br />συζωποιούμαι σήμερον•<br />χθες συνεθαπτόμην,<br />σήμερον συνεγείρομαι»<br />(ΒΕΠ 58, 243 και 244• PG 35, 396-397).<br /><br />Λόγος (ΜΕ΄) εις το αγ. Πάσχα:<br /><br />«Πάσχα Κυρίου, Πάσχα,<br />και πάλιν ερώ Πάσχα, τιμή της Τριάδος.<br />Αύτη εορτών ημίν εορτή<br />και πανήγυρις πανηγύρεων.<br />…………………………………………………………………<br />Αλλ’ ω Πάσχα, το μέγα και ιερόν<br />και παντός του κόσμου καθάρσιον!<br />ως γαρ εμψύχω σοι διαλέξομαι.<br />Ω Λόγε Θεού<br />και φως και ζωή και σοφία και δύναμις»<br />(ΒΕΠ 60, 187 και 202• PG 36, 664).<br /><br />Ιωάννου Δαμασκηνού, Κανών εις την Ανάστασιν:<br /><br />«Αναστάσεως ημέρα<br />Λαμπρυνθώμεν λαοί,<br />Πάσχα Κυρίου Πάσχα.<br />Εκ γαρ θανάτου προς ζωή…»<br />(Ωδή α΄, Ειρμός: Π. Τρεμπέλα, σ. 302).<br /><br />«Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ,<br />συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι•<br />συνεσταυρούμην σοι χθες,<br />αυτός με συνδόξασον Σωτήρ<br />εν τη βασιλεία σου» (Ωδή γ΄).<br /><br />«Αύτη η κλητή και αγία ημέρα<br />η μία των Σαββάτων,<br />η βασιλίς και κυρία,<br />εορτή εορτών<br />και πανήγυρις εστί πανηγύρεων<br />εις τους αιώνας» (Ωδή η΄, Ειρμός).<br /><br />«Ω Πάσχα το μέγα<br />και ιερώτατον, Χριστέ•<br />ω σοφία και Λόγε<br />του Θεού και δύναμις,<br />δίδου ημίν εκτυπώτερον<br />σου μετασχείν<br />εν τη ανεσπέρω<br />ημέρα της βασιλείας σου» (Ωδή θ΄).<br /><br />Πολλά διευθετημένα σε στίχους πεζά κείμενα του Γρηγορίου αποδεικνύονται ρυθμικός λόγος, χαρακτηριστικά του οποίου είναι η τάση για προπαροξυτονισμό, ομοτονία, ισοσυλλαβία και ομοιοκαταληξία. Συνήθη είναι τα δίστιχα παραλληλισμού ή αντιθέσεως και η τομή. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται για τα ομοιοκατάληκτα και συχνά ισοσύλλαβα βραχέα κώλα, που ως στιχουργική ήταν συστηματοποιημένη από τον σύρο Εφραίμ. Το φαινόμενο όμως απαντά πολύ πριν από τον Εφραίμ στην ασιανική ρητορεία και μάλιστα σε πολλές προγρηγοριανές πατερικές ομιλίες, όπως φάνηκε από την παράθεση τμήματος του Λόγου ΛΗ' του Γρηγορίου.<br />Ιδιαίτερος λόγος γίνεται συνήθως για δύο κείμενα, διευθετημένα σε στίχους με ορισμένα σταθερά ποιητικά μέτρα, δηλ. την ισοσυλλαβία και τον δυναμικό τονισμό. Πρόκειται για τον «Ύμνον εσπερινόν» από 25 στίχους (PG 37, 511-514)<br />«Σε και νυν ευλογούμεν / Χριστέ μου, Λόγε Θεού, φως εκ φωτός ανάρχου / και πνεύματος ταμίαν, τριττού φωτός εις μίαν / δόξαν αθροιζόμενου• ος έλυσας το σκότος, / ος υπέστησας το φως»<br />και τον «Προς παρθένους παραινετικόν» από 100 στίχους (PG 37, 632-640)<br />Παρθένε νύμφη του Χριστού / δόξαζε σου τον νυμφίον<br />……………………………………………………………………………………<br />Μόνον όλως σεαυτήν / αγνήν τήρει, Παρθένε.<br />Μήπως σπιλώσης Χριστού / τον άσπιλον χιτώνα.<br />Όμμα σοι σωφρονείτω / γλώσσα παρθενεύτω».<br /><br />Για τα ποιήματα αυτά, που δεν είναι και σπουδαίας εμπνεύσεως, διατυπώθηκαν αμφιβολίες μέχρι βεβαιότητα περί του ότι δεν προέρχονται από την γραφίδα του Γρηγορίου. Από γνήσια όμως ποιήματα του ίδιου (π.χ. «Υποθήκαι παρθένοις»: έπη Ηθικά 2) λαμβάνουν ιδέες και εικόνες. Άρα τα δύο ποιήματα οφείλονται σε κάποιον συμπιλητή του τέλους του Δ' ή των αρχών του Ε΄αι. Αυτά, είναι σαφές, αποτελούν δείγμα της υποχωρήσεως της προσωδίας, που στηρίζεται στην διάκριση μακρών και βραχειών συλλαβών, και εισβολής της τονικής ρυθμοποιίας, που όμως δεν ρυθμίζει ακόμη απόλυτα το μέτρο και που στηρίζεται στον δυναμικό τονισμό. Πάντως και τα δύο παραπάνω ποιήματα είναι δεκατετρασύλλαβοι, που χωρίζονται σε δύο ημιστίχια των επτά συλλαβών. Στο δεύτερο ημιστίχιο του «Προς παρθένους παραινετικού» έχουμε πάντοτε παροξυτονισμό -τόνο στην παραλήγουσα - δηλαδή πόδα τονικό τροχαίο (- υ), ά- διάφορο αν η τονιζόμενη παραλήγουσα είναι μακρά ή βραχεία. Ακόμη έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι στο τελευταίο ποίημα, του οποίου τουλάχιστον μερικοί στίχοι είναι παραλλαγμένοι προσωδιακοί στίχοι του Γρηγορίου, παρατηρείται ισχυρή παύση, στο τέλος κάθε δύο στίχων, κάτι που προϋποθέτει συνείδηση στροφής ποιητικής, έχουμε δηλ. στροφική στιχουργική, που θα οδηγήσει στις στροφικές συνθέσεις των Κοντακίων μετά από έναν αιώνα και περισσότερο.<br />Τους περίπου 19.000 αρχαιοπρεπείς στίχους του ο Γρηγόριος έγραψε βάσει των μέτρων του Ομήρου, του Ησιόδου, των τραγικών, των λυρικών και άλλων ποιητών. Έτσι π.χ. γράφει σε ιαμβικό τρίμετρο, σε ηρωικό εξάμετρο και σε ανακρεόντεια μέτρα, τα οποία μάλιστα ενίοτε παραλλάσσει.<br />Ενδεικτικά παραθέτουμε οκτασύλλαβους ανακρεόντειους στίχους με παροξυτονισμό από τον «Ύμνον προς Θεόν»:<br />«Σε τον άφθιτον μονάρχην,<br />δος ανυμνείν, δος αείδειν•<br />Τον άνακτα τον δεσπότην,<br />δι’ ον ύμνος, δι’ ον αίνος<br />δι’ ον αγγέλων χορεία,<br />δι’ ον αιώνες άπαυστοι,<br />δι’ ον ήλιος προλάμπει,<br />δι’ ον ο δρόμος σελήνης,<br />δι’ ον άστρων μέγα κάλλος,<br />δι’ ον άνθρωπος ο σεμνός<br />έλαχε νοείν το θείον,<br />λογικόν ζώον υπάρχων»<br />(PG 37, 508-509)<br /><br />Και ο επίλογος του αυτοβιογραφικού ποιήματος «Προς τον εαυτού βίον», που έγραψε σε ιαμβικό τρίμετρο για να εκφράσει πλην άλλων την απογοήτευσή του για ότι συνέβη κατά την Β' Οίκουμ. Σύνοδο (381) και την από εκεί φυγή του:<br />«Πέρας λόγου• πάρειμι νεκρός έμπνοος.<br />Ηττημένος (του θαύματος) στεφηφόρος,<br />έχων Θεόν τε και φίλους τους ενθέους<br />αντί θρόνου τε και κενού φρυάγματος.<br />Υβρίζετ’, ευθυμείτε, πάλλεσθ’, ω σοφοί•<br />ωδήν τίθεσθε τας εμάς δυσπραξίας<br />εν συλλόγοις τε και πότοις και βήμασι.<br />………………………………………………………………<br />Χθες ενθρονισταί και διώκται σήμερον.<br />………………………………………………………………..<br />Ζητώ τιν’ οικείν εκ κακών ερημίαν,<br />ου μοι το θείον νω μόνω ζητούμενον,<br />ελπίς τε κούφη των άνω, γηροτρόφος.<br />Εκκλησίαις δε τι δώσομεν; το δάκρυον.<br />Εις τούτο γαρ με και συνήγαγε Θεός,<br />πολλαίς ελίσσων την εμήν ζωήν στροφαίς.<br />"Η ποί προβήσετ’; Ειπέ μοι, Θεού Λόγε•<br />Εις την άσειστον εύχομαι κατοικίαν,<br />ένθα Τριάς μου και το σύγκρατον σέλας,<br />ης νυν αμυδραίς ταις σκιαίς υψούμεθα» (PG 37, 1163-1166).<br /><br />ΒΙΟΣ<br />Ο Γρηγόριος γεννήθηκε περί το 329/30 στην Ναζιανζό. Ο πατέρας του, Γρηγόριος επίσης, ήταν επίσκοπος της πόλεως, πλούσιος γαιοκτήμονας και ίσως εβραϊκής καταγωγής, δεδομένου ότι ανήκε για πολύ στην ιουδαιο- ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβέστατης συζύγου του Νόννας. Ο υιός Γρηγόριος σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον Βασίλειο (341/343), στην Καισαρεία της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα (350/357), όπου δίδασκαν σπουδαίοι ρητοροδιδάσκαλοι, όπως ο Ιμέριος και ο Προαιρέσιος και όπου στερέωσε την φιλία του με τον Βασίλειο. Το τελευταίο έτος της παραμονής του στην Αθήνα (356/7) δίδαξε και ο ίδιος ρητορική (εγκυκλοπαιδική φιλοσοφία), όπως έκανε και μόλις επέστρεψε στην Ναζιανζό, με την παράκληση φίλων του. Ήδη από το 358/9, εποχή που δέχτηκε το βάπτισμα, βρίσκεται σε συχνή επικοινωνία με τον φίλο του Βασίλειο, τον οποίο ακολούθησε στο ασκητήριο του στον Πόντο (κοντά στον Ίρι ποταμό), τέλος του 360. Εκεί συνασκήτεψαν και συνεργάστηκαν για την τελική σύνταξη έργων, για τα οποία ο καθένας είχε ήδη εργαστεί (ο Γρηγόριος για την «Φιλοκαλία»), Στο τέλος του 361 ή λίγο πριν από το Πάσχα του 362, υποκύπτοντας στις πιέσεις του πατέρα του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Μετά από σύντομη φυγή στο ασκητήριο του Βασιλείου επανήλθε και βοηθούσε τον γέροντα πατέρα του στο ποιμαντικό έργο, εγκαινιάζοντας και την θεολογική του προσφορά.<br /> Περί το τέλος του 363 και τις αρχές του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας προσκάλεσε στην Καισάρεια ως βοηθό του τον Γρηγόριο, ο οποίος αντιπρότεινε για την θέση τον Βασίλειο, που τελικά δέχτηκε. Το 368/9 δοκιμάστηκε πολύ από τον θάνατο των αδελφών του, Καισαρίου, ανώτερου αυλικού υπαλλήλου, και Γοργονίας. Το 370 βοήθησε αθέλητα και έμμεσα τον Βασίλειο να εκλεγεί μητροπολίτης Καισαρείας. Στις επανειλημμένες προσκλήσεις του τελευταίου, που μάλιστα του ανέθετε την ευθύνη της κατηχήσεως και της καταπολεμήσεως των αρειανών, απαντούσε αρνητικά, διότι προτιμούσε την ησυχία και διότι είχε την ευθύνη της επισκοπής Ναζιανζού (ο επίσκοπος πατέρας του ήταν πλέον υπέργηρος και κοιμήθηκε το 374, λίγο πριν από την σύζυγό του Νόννα).<br /> Το 372 ο Βασίλειος, προκειμένου να ενισχύσει την επιρροή του στην Καππαδοκία, χειροτόνησε άκοντα τον Γρηγόριο επίσκοπο για την άσημη κωμόπολη Σάσιμα. Αντί όμως να μεταβεί εκεί, κατέφυγε σε ορεινό μέρος και γύρισε μόνο όταν ο πατέρας του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον πιέσει να πάει στα Σάσιμα, τα οποία και απλώς επισκέφτηκε. Για την πρωτοβουλία αυτή του Βασιλείου ο Γρηγόριος θα παραπονείται σε όλη του την ζωή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δύο άνδρες δεν συνεργάζονταν ή ότι έπαυσαν να συνδέονται με φιλία. Αντίθετα, ο Γρηγόριος επισκεπτόταν τον Βασίλειο, συζητούσε μαζί του κρίσιμα εκκλησιαστικοθεολογικά θέματα, όπως το περί της θεότητας του αγ. Πνεύματος, και κήρυττε στην Καισάρεια.<br /> Μετά τον θάνατο του πατέρα του (374) επωμίστηκε προσωρινά όλη την ευθύνη της επισκοπής. Όταν όμως διαπίστωσε ότι επίτηδες οι συμπολίτες του δεν φρόντιζαν να εκλεγεί νέος επίσκοπος (για να κρατήσουν εκεί τον ίδιο τον Γρηγόριο), έφυγε για την Σελεύκεια (Ισαυρία) κι εγκαταστάθηκε για τέσσερα περίπου χρόνια στον εκεί ναό της άγιας Θέκλας, πραγματοποιώντας το παλαιό του όνειρο για μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ησυχία και θεωρία. Στο τέλος του 378 αρρώστησε τόσο, που δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στην Καισάρεια, όπου ο Βασίλειος κοιμήθηκε και κηδεύτηκε την 1.1.379. Το γεγονός συγκλόνισε την ευαίσθητη ψυχή του. Τέλος του 378 υπέκυψε στις παρακλήσεις ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως και μετέβη εκεί, όπου οι ναοί όλοι ανήκαν στους αρειανούς, που κυριαρχούσαν απόλυτα. Με κέντρο τον ναΐσκο της Αναστάσεως (ή Αναστασίας) κατήχησε, δίδαξε, εξεφώνησε τους περίφημους Θεολογικούς Λόγους, στήριξε τους ορθοδόξους και με τον θεόπνευστο λόγο του ανέστησε την ορθοδοξία στην Κωνσταντινούπολη. Η θεολογική του διδασκαλία είχε τόση απήχηση, ώστε να έρχονται να τον ακούσουν πεπαιδευμένοι θεολόγοι ακόμα και από μακρινές περιοχές της αυτοκρατορίας (Ιερώνυμος, Ευάγριος Ποντικός κ.α.). Οι αρειανοί αντέδρασαν βίαια. Του επιτέθηκαν βάναυσα και δεν δίστασαν να επιχειρήσουν την δολοφονία του. Ευτυχώς ο δολοφόνος, μόλις βρέθηκε μπροστά στον ασκητή και θεολόγο επίσκοπο, μετανόησε. Μεγαλύτερη οδύνη του προξένησε ο κυνικός φιλόσοφος Μάξιμος, τον οποίο προστάτεψε και ο οποίος με την βοήθεια του Πέτρου Αλεξανδρείας πέτυχε να γίνει επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, παραγκωνίζοντας τον Γρηγόριο. Απογοητευμένος ο Γρηγόριος αποφάσισε να φύγει, αλλά οι παρακλήσεις των ορθοδόξων τον έπεισαν να μείνει για να στερεώσει το μέγα έργο του. Στις 27 Νοεμβρίου του 380 ο φιλορθόδοξος νέος αυτοκράτορας Θεοδόσιος του παρέδωσε τον ναό των άγιων Αποστόλων, αφού διέταξε τον αρειανόφιλο επίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλο να εγκαταλείψει την πόλη.<br /> Η Β' Οικουμενική Σύνοδος, που συνήλθε τον Μάιο του 381, του επιφύλαξε τιμές αλλά και πικρίες. Οι συνοδικοί με επικεφαλής τον ομολογητή Μελέτιο Αντιοχείας αναγνώρισαν τον Γρηγόριο ως αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Με τον επισυμβάντα θάνατο του Μελετίου ανατέθηκε η προεδρία της Συνόδου στον Γρηγόριο που αφελώς πρότεινε τον Παυλίνο ως κανονικό διάδοχο του Μελετίου. Η πρόταση δυσαρέστησε πολύ τους ανατολικούς επισκόπους. Αλλά και οι επίσκοποι Μακεδονίας και Αιγύπτου, που κλήθηκαν κι έφτασαν καθυστερημένα, αμφισβήτησαν την κανονικότητα του Γρηγορίου ως επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, με την πρόφαση ότι είχε μετατεθεί από τα Σάσιμα. Βέβαια, ο 15ος κανόνας της Νίκαιας απαγόρευε την μετάθεση, αλλά ο Γρηγόριος δεν ανέλαβε ποτέ την διαποίμανση της επισκοπής Σασίμων. Η δυσκολία μπορούσε να ξεπεραστεί, αλλά η ευαισθησία του Γρηγορίου είχε τρωθεί. Γι αυτό στα μέσα Ιουνίου παραιτήθηκε, αφού εκφώνησε τον συγκλονιστικό Συντακτήριο Λόγο του ενώπιον των επισκόπων. Έφυγε αμέσως για την πατρίδα κι εγκαταστάθηκε στην Αριανζό. Φρόντισε την υγεία του, ήρθε στην Ναζιανζό, βοήθησε για λίγο την Εκκλησία της, καταπολέμησε (382) τους απολιναριστές της περιοχής, έσωσε την πόλη από την καταστροφική οργή του επάρχου Ολυμπίου, συνέβαλε στην τοποθέτηση (383) ως επισκόπου Ναζιανζού του ανεψιού του Ευλαλίου και αποσύρθηκε οριστικά στην Αριανζό. Εκεί έζησε με άσκηση και συγγραφή (ποιημάτων) τα τελευταία χρόνια του. Κοιμήθηκε το 390 (όχι το 389). Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 25 Ιανουάριου (και στις 30, με τον Μ. Βασίλειο και τον ιερό Χρυσόστομο).<br />ΕΡΓΑ<br />Ο Γρηγόριος ήταν συγγραφέας μεγάλης δυνάμεως και απαράμιλλου κάλλους. Είχε βαθιά αίσθηση του αττικού λόγου και χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά την ασιανική ρητορεία. Τα ποικίλα και κάποτε πληθωρικά σχήματα (υπερβατά, ελλειπτικά, μεταφορές, αποστροφές) με τις εικόνες και τις λεπτές γλωσσικές αποχρώσεις ανέδειξαν τα κείμενά του σαγηνευτικό ανάγνωσμα των μεταγενεστέρων. Και αυτό παρά την νοηματική τους βαθύτητα και την όχι σπάνια σκοτεινότητά τους, που οφείλεται κυρίως στον μεγάλο φορτισμό με προσωπικές εμπειρίες, τις οποίες επιχειρούσε να ενδύσει με λόγο. Η ρητορικότητα του λόγου αποβαίνει ποιητικότητα τόσο συχνά, ώστε μεταγενέστεροι ποιητές Κανόνων να παρουσιάσουν αυτούσια ή με προσαρμογές ολόκληρα κείμενά του ως ύμνους εκκλησιαστικούς (βλ. αββά Δωρόθεο, Ιωάννη Δαμασκηνό, Κοσμά Μαϊουμά, Νικηφόρο Βλεμμύδη κ.ά.).<br />Τα κείμενά του διακρίνονται σε Επιστολές, Λόγους και Έπη (δηλαδή προσωδιακά ποιήματα). Οι Επιστολές του είναι περιστασιακές και πολύ προσωπικές. Λίγες μόνο από αυτές έχουν θεολογικό ενδιαφέρον, ενώ σχεδόν όλες αποδεικνύουν την ρητορική του δεινότητα. Οι Λόγοι είναι το ύψιστο δημιούργημά του, γλωσσικά και θεολογικά. Γράφηκαν με σκοπό πολεμικοαπολογητικό, προς εγκωμιασμό προσώπων, με την ευκαιρία εκκλησιαστικών εορτών και προς επίλυση θεολογικών προβλημάτων. Έχουμε λοιπόν Λόγους απολογητικούς, εγκωμιαστικούς, εόρτιους και δογματικούς. Φυσικά η διάκριση είναι συμβατική, όπως είναι συμβατικός και ο χαρακτηρισμός ως Λόγων των Λόγων Β' (Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής), Γ'-Δ' (Κατά Ιουλιανού στηλιτεντικοί) και ΛΓ' (Προς αρειανούς), οι οποίοι αποτελούν διατριβές ή πραγματείες, γραμμένες μετά από σύντομη προφορική ομιλία. Ως πραγματεία επίσης θέλησε ο Γρηγόριος να παρουσιάσει, εκδίδοντας τους, τους πέντε θεολογικούς Λόγους (ΚΖ'-ΛΑ'), τους οποίους βελτίωσε λίγο ή πολύ μετά την εκφώνηση τους.<br />Η άποψη των πολλών πατρολόγων ότι ο Γρηγόριος άρχισε να γράφει ποίηση από το 381 και μετά είναι εσφαλμένη, διότι όχι μόνο έγραψε στίχους στην δεκαετία του 370, αλλά και στον πρώτο Λόγο του, χρονολογημένον στο έτος 362 και αφιερωμένον στο άγιο Πάσχα, αρχίζει με τρόπο σαφώς ποιητικό. Η αρχή μάλιστα του Λόγου αυτού και η αρχή του Λόγου ΛΗ' «Εις τα Θεοφάνεια» χρησιμοποιήθηκαν, όπως είδαμε, σχεδόν κατά λέξη από τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Κοσμά Μαϊουμά στους περίφημους Κανόνες τους της Αναστάσεως και των Χριστουγέννων.<br /><br /><p></p><br />Unknownnoreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-67417395127255524342020-12-21T19:13:00.004+02:002020-12-21T19:13:31.762+02:00Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κατατροπώνει τον πλανεμένο Βαρλαάμ<p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"> </span></b></span></p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><br /></span></b></span><p class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;"><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><span style="font-size: small;"><strong><span style="font-family: Tahoma;"><a href="https://blogs.sch.gr/kantonopou/2009/03/14/%ce%b2%ce%84-%ce%ba%cf%85%cf%81%ce%b9%ce%b1%ce%ba%ce%ae-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bd%ce%b7%cf%83%cf%84%ce%b5%ce%b9%cf%8e%ce%bd%ce%b3%cf%81%ce%b7%ce%b3%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%bf%cf%85-%cf%84%ce%bf%cf%85/3833/" rel="attachment wp-att-3833" title="lmn1.jpg"><img alt="lmn1.jpg" src="https://blogs.sch.gr/kantonopou/files/2009/03/lmn1.jpg" /></a> Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κατατροπώνει τον πλανεμένο Βαρλαάμ</span></strong></span></span></b></span></p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;">
</span></b></span><p class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;"><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><span style="font-size: small;"><strong><span style="font-family: Tahoma;"></span></strong><strong><span style="font-family: Tahoma;">Επιμέλεια: Στρατής Ανδριώτης</span></strong></span></span></b></span></p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;">
</span></b></span><p class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;"><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><span style="font-size: small;"><strong><span style="font-family: Tahoma;"></span></strong></span><strong><span style="font-family: Tahoma; font-size: 11pt;">Περί
του 14ου μ.Χ. αιώνος, ήρθε από την Καλαβρία ο Βαρλαάμ, κατηγορώντας
τους Λατίνους, προσποιούμενος ότι συμφωνεί με τους Ορθοδόξους. Αρχικά, ο
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απέδειξε ότι ήταν δόλια η συμπεριφορά του,
αναγκάζοντας τον υποκριτή Βαρλαάμ να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη,
μετέπειτα και στην Θεσσαλονίκη, όπου βρήκε μερικούς απλοϊκούς μοναχούς
και προσπαθούσε να τους διαβάλλει προφορικώς και γραπτώς, συκοφαντώντας
και κατηγορώντας τους θεοσόφους Ορθοδόξους Πατέρες και Διδασκάλους ότι
ήταν πλάνη η νοερά προσευχή, η νήψη και η μυστική θεωρία των Ορθοδόξων
μοναχών με την οποία δύναται, σύμφωνα με τον Μέγα Αντώνιο, η μετά
ησυχίας του νοός προσευχή, να καθαρίζει το νοερό όμμα της ψυχής και να
καταξιώνει τον άνθρωπο να φθάσει στη θεία αποκάλυψη των απορρήτων!</span></strong></span></b></span></p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;">
</span></b></span><p class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;"><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><strong><span style="font-family: Tahoma; font-size: 11pt;"></span></strong><strong><span style="font-family: Tahoma; font-size: 11pt;">Ο
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, επιχείρησε τότε να διορθώσει τον πλανεμένο
Βαρλαάμ. Χωρίς να κατορθώσει να τον πείσει. Άρχισε έτσι ο Άγιος να
γράφει επί τρία χρόνια θαυμάσιους λόγους κατά των συκοφαντιών και των
ψευδολογιών του Βαρλαάμ, ο οποίος πήγε εκ νέου στην Κωνσταντινούπολη
καταφέρνοντας να τους μεταστρέψει όλους στις κακοδοξίες του, ακόμα και
τον Πατριάρχη, που παραλίγο να αρνιόντουσαν και την Ορθοδοξία. Ο
Πατριάρχης τότε κάλεσε να προσέλθουν σε απολογία ως υπεύθυνοι οι
Ορθόδοξοι κήρυκες, δηλ. ο Άγιος Γρηγόριος και οι ομόφρονές του.</span></strong></span></b></span></p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;">
</span></b></span><p class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;"><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><strong><span style="font-family: Tahoma; font-size: 11pt;">Από
το βιβλίο της Ζωής Καναβά «Με την προσευχή και τον κοντύλι» (εκδ.
Αστέρος) επιλέγουμε αποσπασματικά την απολογία και τον θρίαμβο του Αγίου
Γρηγορίου και της Ορθοδοξίας. «Ίσως, αν δεν ερχόταν στο Βυζάντιο ο
Βαρλαάμ, ν’ αναστατώσει την Εκκλησία με τις κακοδοξίες του, κανείς να
μην είχε ασχοληθεί μαζί του και τ’ όνομά του να το γνώριζε μόνο ο Θεός.
Μα ίσως ο Θεός να τα επέτρεψε όλα αυτά να γίνουν έτσι, για να
επανευαγγελίσει τους ανθρώπους χρησιμοποιώντας τον Γρηγόριο, να
ξανασκεφτούνε το σκοπό και το πραγματικό νόημα της ζωής και τι σημαίνει,
εντέλει, να ζει κανείς με το Θεό.</span></strong></span></b></span></p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;">
</span></b></span><p class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;"><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><strong><span style="font-family: Tahoma; font-size: 11pt;">Στην
Παναγιά τη Βλαχερνιώτισσα, που ο Γρηγόριος θα εξηγήσει ενώπιον του
Πατριάρχη και της Ι. Συνόδου τους λόγους που τον οδήγησαν στην
αντιπαράθεση με το Βαρλαάμ και βέβαια θα παρουσιάσει και θα υποστηρίξει
και τις δικές του θέσεις, έχουν κιόλας συγκεντρωθεί αρκετοί απ’ τους
προσκεκλημένους. Είναι Επίσκοποι και μοναχοί και πρόσωπα με κοσμική
εξουσία».</span></strong></span></b></span></p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;">
</span></b></span><p class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;"><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><strong><span style="font-family: Tahoma; font-size: 11pt;">«Κατόπιν
ο Πατριάρχης καλεί το Βαρλαάμ να επαναλάβει και δημόσια τις καταγγελίες
του εναντίον του Παλαμά και των ησυχαστών που τον υποστηρίζουν.
Σηκώνεται όρθιος ο Λατίνος κι έπειτα από τις τυπικές προσφωνήσεις
επαναλαμβάνει τις γνωστές θέσεις του, ότι οι μοναχοί αλλοιώνουν τα
δόγματα της Εκκλησίας, θεωρούν ανωφελή την Αγία Γραφή και απορρίπτουν
την επιστήμη ως βλαβερή, ενώ υποστηρίζουν ότι φτάνουν στη γνώση του Θεού
χρησιμοποιώντας μια πολύ συγκεκριμένη τεχνική: την ομφαλοσκοπία.</span></strong></span></b></span></p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;">
</span></b></span><p class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;"><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><strong><span style="font-family: Tahoma; font-size: 11pt;">Το
ακροατήριο πείθεται από την ρητορική δεινότητα του λαοπλάνου Βαρλαάμ
και δεν περιμένει καμία αντιλογία. Όμως, «ξαφνιάζονται, όταν, κάποια
στιγμή, ο Πατριάρχης καλεί το Γρηγόριο ν’ απαντήσει σε όσα του
καταμαρτυρεί ο Βαρλαάμ. Κι οι πιο πολλοί, εκτός από κάποιους μοναχούς,
δεν περιμένουν κάτι σημαντικό να πει. Μα και η ίδια η παρουσία του
Γρηγορίου φαίνεται ότι ενισχύει τούτη την προκατάληψη, θαρρείς και είναι
το αρνητικό του Βαρλαάμ. Ο ένας με τον αέρα της αλαζονείας, της έπαρσης
και της απόλυτης εμπιστοσύνης στον εαυτό του. Ο άλλος με το χαμηλό μπόι
της ταπείνωσης και της τέλειας παραίτησης μπροστά στην παντοδυναμία του
Θεού. Μήτε τα μάτια του δεν τολμά να σηκώσει για να κοιτάξει τους
συνέδρους. Κι όταν αρχίζει να μιλά, μετά τις τυπικές προσφωνήσεις,
θαρρείς και τους έχει λησμονήσει ολότελα κι απολογιέται μπρος στον
αφέντη Χριστό και την Κυρία των Αγγέλων, που τον κοιτά με ιλαρότητα από
την κόγχη του ιερού. Δε συνοδεύει με χειρονομίες μεγαλοπρεπείς τα λόγια
του. Μιλά απλά. Και γι’ αντιστύλια, σε αυτά που λέει, χρησιμοποιεί μόνο
σκέψεις των Πατέρων της Εκκλησίας. Κι είναι σα να έχουν κατεβεί από την
θριαμβεύουσα Εκκλησία όλοι οι Πατέρες και τον συμπαραστέκονται. Το
ακροατήριο ξαφνιάζεται. Δεν ακούει αυτά που περίμενε. Κι είναι,
τουλάχιστον οι περισσότεροι, άνθρωποι με γερή θεολογική παιδεία, μπορούν
να κρίνουν. Μάλιστα, ο επίσκοπος Κυζίκου ο κυρ Αθανάσιος, φανερά
ενοχλημένος, διακόπτει τον Παλαμά για να δηλώσει ότι τον παραπλάνησαν.
Αυτό που του έδωσαν και διάβασε, ως δήθεν παλαμικές θέσεις δεν έχει
καμιά σχέση με όσα ακούει. Φαίνεται κάποιοι, για λόγους άγνωστους,
νόθεψαν τα γραπτά του και δημιούργησαν αυτή τη σύγχυση. Ανάλογη υποψία
εκφράσανε και άλλοι αδελφοί και τα αισθήματα τους για τους δυο
αντίδικους αρχίζουν ν’ αλλάζουν. Μεγαλώνει το ενδιαφέρον τους για όσα
λέει ο Γρηγόριος και στο τέλος όλοι παραδέχονται ότι με την ομιλία του
Παλαμά ένιωσαν επιτέλους ότι αποτελούν Εκκλησία, δηλαδή σώμα Χριστού και
όχι Εκκλησία του Δήμου. Όταν ολοκλήρωσε την απολογία του ο Γρηγόριος, ο
επίσκοπος Φιλαδέλφειας σχολίασε συγκινημένος ότι κατ’ οικονομία Θεού
έγιναν όλα έτσι, για να δοξαστεί στην Εκκλησία το όνομα Του και ν’
αντιδοξάσει το Γρηγόριο, που προσφέρθηκε να Τον υπηρετήσει με τόσην
αυταπάρνηση. Μετά από αυτή την ολοφάνερη επιτυχία του Γρηγορίου, θα
περίμενε κανείς το ζήτημα πια να λήξει. Εκείνοι όμως που το ξεκινήσανε,
φαίνεται δεν ήταν ικανοποιημένοι με την τροπή που πήρε. Άλλα περίμεναν.
Και πρώτος ο Πατριάρχης υποστήριξε ότι χρειάζεται, το δίχως άλλο, να
συγκληθεί Συνοδικό Δικαστήριο και αυτό ν’ αποφασίσει για το άδικο ή το
δίκιο των δυο διαδίκων».</span></strong></span></b></span></p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;">
</span></b></span><p class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;"><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><strong><span style="font-family: Tahoma; font-size: 11pt;">«Η
Σύνοδος αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί στο ναό της Αγίας Σοφίας. Το
γεγονός αυτό δείχνει και τη σημασία που δίνουν στο ζήτημα. Για τούτο,
από τα χαράματα της δεκάτης Ιουνίου, αρχίζει να μαζεύεται ο κόσμος,
γέμισε όλος ο γύρω χώρος. Ο καθένας φιλοδοξεί να εξασφαλίσει μια θέση
της προκοπής, για να δει τον αυτοκράτορα, ντυμένο, κατά πως η περίσταση
το απαιτεί, μεγαλόπρεπα, να καταφτάνει με την ακολουθία του. Να δει και
τον Πατριάρχη, με τους συνοδικούς επισκόπους και φυσικά το Βαρλαάμ και
το Γρηγόριο, κι όλοι, Παλαμιστές και Βαρλαμίτες να επιδοκιμάσουν ή ν’
αποδοκιμάσουν τη συνοδική απόφαση, ανάλογα με το ποιον θα δικαίωνε. Ό,τι
εκλεκτότερο έχει να επιδείξει η Βασιλεύουσα στο χώρο του πνεύματος και
της εξουσίας βρίσκεται μέσα στο ναό. Επίσκοποι κι ανώτεροι κληρικοί,
ηγούμενοι των μεγαλύτερων μοναστηριών και γνωστοί γεροντάδες, που δεν
έβγαιναν ποτέ από την ησυχία της ερήμου τους, είναι εκεί, και
αξιωματούχοι της διοίκησης και του στρατού, συγκλητικοί και στρατηγοί,
φιλόσοφοι γεμίζουν τη μεγάλη εκκλησία. Και καλόγεροι, που ίσως για πρώτη
φορά άφησαν τη σκήτη και την αγαπημένη τους ησυχία, μέρες οδοιπόρησαν,
για να συμπροσευχηθούν με τους συνοδικούς, να τους φωτίσει το Άγιο
Πνεύμα και να μπορέσουν, με καθαρά μάτια να δούνε την αλήθεια.</span></strong></span></b></span></p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;">
</span></b></span><p class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;"><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><strong><span style="font-family: Tahoma; font-size: 11pt;">Η
έναρξη των εργασιών γίνεται από τον ίδιο τον αυτοκράτορα κι αυτός θέτει
το πλαίσιο των θεμάτων, που θα τους απασχολήσουν. Ο Βαρλαάμ, με
πονηριά, δοκιμάζει να το αγνοήσει και να στρέψει τη συζήτηση σε καθαρά
δογματικά ζητήματα, ο Πατριάρχης αναγκάζεται να τον διακόψει. Οι
εργασίες της Συνόδου συνεχίστηκαν, μα τελικά η εμφάνιση του Βαρλαάμ ήταν
απογοητευτική, ακόμη και για τους φανατικότερους υποστηρικτές του.
Αντίθετα, ο Γρηγόριος όλους τους συνεπήρε. Χωρίς φωνές και άπρεπους
χαρακτηρισμούς, πολιτισμένα, περνά από τη θέση του κατηγορούμενου στη
θέση του κατήγορου. Ο προσεγμένος λόγος του, που δεν αφήνει σημείο
ατεκμηρίωτο, ο ήπιος τόνος της φωνής του και προπάντων οι συνεχείς
αναφορές του στους Πατέρες, κάνουν τον αυτοκράτορα να κουνά, κάθε τόσο,
επιδοκιμαστικά το κεφάλι του και τους ηγούμενους, όλους τους γεροντάδες,
που τον παρακολουθούν συνεπαρμένοι, να μην μπορούν να συγκρατήσουν
κάποια μικρά επιφωνήματα μεγάλου θαυμασμού και ανάγκης να δοξολογήσουν
το Θεό για την παρουσία αυτού του αδελφού ανάμεσα τους. Τον θεωρούν δώρο
θεόσταλτο. Για τούτο κι επικυρώνουν με την υπογραφή τους τον
αγιορείτικο τόμο, όπου καταχωρήθηκαν όσα ειπώθηκαν σε τούτη τη Σύνοδο. Η
καταδίκη των θέσεων του Βαρλαάμ φαίνεται βέβαιη. Αυτό θορυβεί τον
Καλαβρό Βαρλαάμ, καθώς και ότι, σε ολονών τα μάτια, διαβάζει την
αποδοκιμασία και την επιθυμία να τον ξεφορτωθούν το γρηγορότερο, για να
βρει η Εκκλησία, επιτέλους, τη γαλήνη της».</span></strong></span></b></span></p><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;">
</span></b></span><p class="MsoNormal" style="margin: 0cm 0cm 0pt; text-align: justify;"><span style="background-color: black;"><b><span style="color: red;"><strong><span style="font-family: Tahoma; font-size: 11pt;">«Εκείνο
όμως που περισσότερο φοβάται ο Βαρλαάμ είναι ο λαός. Τον πιάνει
πανικός. Πραγματικά, πριν του απαγγελθεί η καταδίκη, ίσως και για να την
προλάβει, γυρεύει το λόγο και δημόσια ομολογεί την πλάνη του, ενώ
αναγνωρίζει ότι τα βιβλία του Παλαμά εκφράζουν όλη την αλήθεια της
Εκκλησίας. Ύστερα κι απ’ αυτή την ομολογία, η Ιερά Σύνοδος καταδικάζει
ως αιρετικές τις θέσεις του, μα δέχεται το αίτημα της συγνώμης του, με
την προϋπόθεση, βέβαια, ότι μετάνιωσε ειλικρινά για την αναστάτωση που
προκάλεσαν στην Εκκλησία οι ιδέες του και ότι δε θα προβεί ξανά σε
παρόμοιες ενέργειες».</span></strong></span></b></span></p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-91862255562569384212020-12-21T19:11:00.001+02:002020-12-21T19:11:05.998+02:00<p> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-SV18pvpI4CY/X-DXHyFP4_I/AAAAAAAAnTE/nGQXpPtEYhkc5deU3g5NR26cP5bk8zoywCLcBGAsYHQ/s750/1379b5de7cb668c186ab48a9361eabd7_L.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="450" data-original-width="750" src="https://1.bp.blogspot.com/-SV18pvpI4CY/X-DXHyFP4_I/AAAAAAAAnTE/nGQXpPtEYhkc5deU3g5NR26cP5bk8zoywCLcBGAsYHQ/s320/1379b5de7cb668c186ab48a9361eabd7_L.jpg" width="320" /></a></div><br /><p></p><p>Η Παρουσία του Θωμά Ακινάτη στο Βυζάντιο.</p>
<p>Η νεώτερη έρευνα για τους οπαδούς και τους αντιπάλους της σχολαστικής στην Ελληνική Ανατολή </p>
<p>Λινός Γ. Μπενάκης<br />Επιστ. Συνεργάτης της Ακαδημίας Αθηνών <br />τ. Διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας</p>
<p>Μία πρώτη διαπίστωση στα πλαίσια ενός ερευνητικού άρθρου για τό
σοβαρό θέμα της παρουσίας τού Θωμισμού στο Βυζάντιο στον 14ο και 15ο
αιώνα αφορά την πλούσια σχετική βιβλιογραφία, που καλύπτει στα τριάντα
τουλάχιστον τελευταία χρόνια σημαντικές εκδόσεις κειμένων και
μονογραφίες.</p>
<p>Ένα δεύτερο σημείο, που μπορεί να αποτελέσει και αφετηρία ανάπτυξης
τού προβλήματος, είναι τό θέμα των μεταφράσεων έργων τού Θωμά Ακινάτη
στο Βυζάντιο. Από την συμβολή μου στον Τιμητικό Τόμο Robert Browning
(1996) : “Lateinische Literatur in Byzanz. Die Ubersetzungen
philosophischer Texte”[1] μεταφέρω ελληνικά τις σχετικές με τις
μεταφράσεις έργων τού Ακινάτη παραγράφους :</p>
<p> «Στον 14ο και 15ο αιώνα τό ενδιαφέρον των Βυζαντινών για τα έργα τού
Θωμά Ακινάτη παίρνει τον χαρακτήρα μιας πραγματικής στροφής στις
σχέσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης και της Σχολαστικής-Θωμιστικης
Θεολογίας. με αυστηρά ιστορικοφιλοσοφικα κριτήρια πρέπει να επισημανθεί
μια ειδική πλευρά αυτής της συνάντησης και των συγκρούσεων, που
προκάλεσε σε Βυζαντινό έδαφος. Πρόκειται για την διαμάχη περί της
θεολογικής μεθόδου, δηλ. της χρήσης τού αποδεικτικού ή τού διαλεκτικού
συλλογισμού, διαμάχη που δεσπόζει στην υστεροβυζαντινή πνευματική
ιστορία και αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό και σε φιλοσοφικό επίπεδο. Τα
σχετικά ιστορικά δεδομένα είναι γνωστά, και περιορίζομαι εδώ στην μνεία
μόνον των σημαντικότερων δημοσιευμάτων στα νεώτερα χρόνια. Πρόκειται για
τις τρεις μελέτες τού Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου : <i>Ελληνικαι μεταφράσεις θωμιστικων έργων. Φιλοθωμισται και αντιθωμισται εν Βυζαντίω, </i>Αθήναι 1967, 200 σελ. - <i>Συνάντησις Ορθοδόξου και Σχολαστικής Θεολογίας εν τω προσώπω Καλλίστου Αγγελικούδη και Θωμά Ακινάτου</i>, Θεσσαλονίκη 1970, 198 σελ. - “Thomas in Byzanz. Thomas-Rezeption und Thomas-Kritik in Byzanz zwischen 1354 und 1453” στο <i>Theologie</i><i> </i><i>und</i><i> </i><i>Philosophie</i>
49 (1974) 274-304. τρεις είναι και οι σημαντικές μελέτες τού Gerhard
Podskalsky, S.J. (Φραγκφούρτη) : “Die Rezeption der thomistischen
Theologie bei Gennadios II. Scholarios“ στο <i>Theologie und</i> <i>Philosophie </i>49 (1974) 305-323 - <i>Theologie und Philosophie in Byzanz. Der Streit um die theologische Methodik in der spatbyzantinischen Geistesgeschichte</i>, <i>seine systematischen Grundlagen und seine historische Entwicklung</i>, Munchen (By-zant. Archiv 15) 1977, 268 σελ. - “Die griechisch-byzantinische Theologie und ihre Methodik” στο <i>Theologie und Philosophie </i>58 (1983) 71-87.</p>
<p>»Σχετικά με τό θέμα των Βυζαντινών μεταφράσεων έργων τού Θωμά Ακινάτη
πρέπει να εξαρθεί τό εντυπωσιακό σε έκταση και ποιότητα εγχείρημα τού
Δημητρίου Κυδώνη (περ. 1324-περ. 1397) να μεταφράσει τα δύο πρώτα Μέρη
της <i>Summa</i><i> </i><i>Theologiae</i><i>[2]</i><i> </i>(τό 3ο Μέρος τό μετέφρασε ο αδελφός του Πρόχορος)<i>. </i>Η
σύγχρονη έκδοση τού μεταφραστικού αυτού άθλου τού 14ου αιώνα άρχισε
μόλις τό 1976 με τον Α΄ τόμο στην Σειρά τού Corpus Philosophorum
Graecorum Recentiorum, που ίδρυσε και διευθύνει ο ακαδημαϊκός Ε.
Μουτσόπουλος, ο οποίος και προλογίζει διαφωτιστικά την πολύ φροντισμένη
έκδοση των άρθρων 1-16 (De fide) τού Μέρους 2a–2ae της <i>Summa</i> από
τον Γ. και την Α. Λεοντσίνη. Ο τόμος Β΄ (1979) καλύπτει τα άρθρα 17-22
(De spe) με εκδότη τον Φ. Δημητρακόπουλο και ο Γ΄ (1980) τα άρθρα 23-33
από τον ίδιο σε συνεργασία με την Μ. Μπρεντάνου. Τό 1982 εκδόθηκε και ο
τόμος Δ΄ (άρθρα 34-56) από τις Σ. Σιδέρη και Π. Φωτοπούλου. Και οι
τέσσερις τόμοι περιλαμβάνουν εισαγωγικά άρθρα τού κ. Μουτσόπουλου με
ειδική θεματολογία, όπως οι αριστοτελικές επιδράσεις στο μεταφραστικό
έργο τού Κυδώνη[3]. Από τό μεγάλο συστηματικό έργο τού Θωμά ο Κυδώνης
μετέφρασε και τα Μέρη Prima και Prima Secundae. Προηγουμένως, τό 1354,
μετέφρασε την <i>Summa</i><i> </i><i>contra</i><i> </i><i>gentiles</i><i>, </i>ένα
πολύ διαδεδομένο έργο τού Θωμά με απολογητικό και φιλοσοφικό χαρακτήρα.
Η μετάφραση αυτή είχε μεγάλη διάδοση και στην ελληνική Ανατολή, όπως
δείχνουν τα 40 τουλάχιστον σωζόμενα χειρόγραφα που την περιέχουν.</p>
<p>» Άλλα μικρότερα έργα τού Ακινάτη μετέφρασε ο Δημήτριος (π.χ. τό <i>De</i><i> </i><i>rationibus</i><i> </i><i>fidei</i><i> </i><i>contra</i><i> </i><i>Saracenos</i><i>, </i><i>Graecos</i><i> </i><i>et</i><i> </i><i>Armenos</i>) και ο Πρόχορος (τις <i>Quaestiones</i><i> </i><i>disputatae</i><i> </i>De potentia και De spiritualibus creaturis,<i> </i>και κυρίως τό γνωστό μικρό έργο <i>De</i><i> </i><i>aeternitate</i><i> </i><i>mundi</i><i> </i><i>contra</i><i> </i><i>murmurantes</i><i>, </i>που σώζει ο αυτόγραφος τού Κυδώνη κώδ. Vaticanus Gr. 1102, καθώς και τό «Προοίμιον των Σχολίων τού Θωμά εις τα <i>Μετά τα Φυσικά</i>
τού Αριστοτέλους», στον ίδιο κώδικα). Έργα τού Θωμά είχε μεταφράσει
πιθανώς και ο Μάξιμος Πλανούδης (1255-1305), ενώ κείμενα τού Ακινάτη
έχουν μεταφράσει αποσπασματικά και άλλοι ανώνυμοι Βυζαντινοί λόγιοι.</p>
<p>»Ένα αιώνα περίπου Μετά την μεταφραστική δραστηριότητα των αδελφών
Κυδώνη, δηλαδή λίγο πριν από την πτώση της αυτοκρατορίας, ο Γεώργιος
Σχολάριος Γεννάδιος Β΄ (περ. 1400-1472), ο μεγάλος ιδεολογικά αντίπαλος
τού Πλήθωνος και πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μετά την άλωση,
μετέφρασε φιλοσοφικά κυρίως κείμενα τού Θωμά Ακινάτη. Όλες αυτές οι
μεταφράσεις του φέρουν την επιγραφή «Εκ των τού Θωμά» και είναι : τα <i>Προλεγόμενα εις την Φυσικην Αριστοτέλους</i>, τα εισαγωγικά σχόλια τού Θωμά στα βιβλία Α και Β της <i>Φυσικής</i> και στους <i>Σοφιστικούς Ελέγχους</i>, καθώς και ολόκληρο τό Υπόμνημα τού Θωμά στο <i>περί ψυχής</i> τού Αριστοτέλους. Από τον κάλαμο τού Σχολαρίου έχουμε ακόμη την μετάφραση τού φιλοσοφικού έργου τού Θωμά <i>De</i><i> </i><i>ente</i><i> </i><i>et</i><i> </i><i>essentia</i><i>[4]</i> καθώς και Επιτομές των μεγάλων έργων <i>Summa</i><i> </i><i>contra</i><i> </i><i>gentiles</i><i> </i>και<i> </i><i>Summa</i><i> </i><i>Theologiae</i> (Pars prima)».</p>
<p>Με τις εργασίες των Παπαδοπούλου και Podskalsky η επιρροή τού
Θωμισμού στο Βυζάντιο καταδεικνύεται πολύ μεγαλύτερη από ό,τι αρχικά
επιστεύετο (Jugie, Beck κ.ά.), με κορύφωση την προσέγγιση τού Βυζαντίου
(κράτος και εκκλησία) προς την Παπική εξουσία στο μεγάλο θέμα «ένωση των
Εκκλησιών» (αυτοκράτωρ Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος, 1369 – πάπας Ουρβανός Ε΄
και Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας, 1438-39). Σήμερα, Μετά από ενδελεχή
και σχεδόν εξαντλητική συγκέντρωση και μελέτη τού σχετικού υλικού,
βλέπουμε πολύ καλύτερα (ο Podskalsky βοήθησε έμμεσα πολύ σ’ αυτό), ότι
(α) οι αντιθωμιστές στο Βυζάντιο ήσαν πολύ περισσότεροι από τους
φιλοθωμιστές θεολόγους και φιλοσόφους, όπως ήτο και η επιρροή των πρώτων
πολύ μεγαλύτερη και διαρκέστερη, (β) η προσέγγιση των δύο πλευρών είχε
σαφώς κίνητρα πολιτικά και στρατηγικά (υποστήριξη της απειλούμενης από
τό Ισλάμ αυτοκρατορίας) παρά πνευματικά και καθαρά θεολογικά.</p>
<p>Πολύ σημαντικό παραμένει ωστόσο τό γεγονός, ότι τό ενδιαφέρον για τις
διδασκαλίες τού Θωμά και η γνώση τους, που προκάλεσαν οι ελληνικές
μεταφράσεις των έργων του, άσκησαν μεγάλη επίδραση σε δύο κυρίως
κεντρικά θέματα αντιπαράθεσης της Ανατολικής Ορθόδοξης και της Δυτικής
Σχολαστικής Θεολογίας : στην προβληματική περί εκπορεύσεως τού Αγίου
Πνεύματος, ένα πολύ παλαιότερο θεολογικό πρόβλημα με πλούσια γραμματεία
(εκδεδομένα και ανέκδοτα κείμενα. Βλ. π.χ. Podskalsky 1974, σελ. 316-18)
και στην προβληματική περί διακρίσεως ουσίας και ενεργειών τού Θεού (
ό.π., σελ. 318-19). Ας σημειωθεί όμως εδώ, ότι υπήρξαν και άλλα, κυρίως
θεολογικά, προβλήματα, όπως τό πρόβλημα της θείας απλότητος (<i>simplicitas</i>),
της θέασης ή της γνώσης τού Θεού, των σχέσεων μεταξύ των προσώπων της
Αγίας Τριάδος, στα οποία οι απαντήσεις ακολουθούσαν τόσο την βυζαντινή
θεολογική παράδοση (π.χ της <i>θεοπτίας</i>) όσο και της Σχολαστικής Θεολογίας.</p>
<p>Στην παρούσα επισκόπηση περιοριζόμαστε κατ’ ανάγκην στο δεύτερο από
τα πιο πάνω κεντρικά θέματα θεολογικού προβληματισμού στην αντιπαράθεση
Ανατολής – Δύσης, καθώς αυτό συνδέεται αμεσότερα με φιλοσοφικές
προϋποθέσεις και συναρτήσεις. Και πρέπει ακόμη να τονισθεί, ότι για την
σύγχρονη έρευνα τό σχετικό πλέγμα προβλημάτων παρουσιάζει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον καθώς καταλήγουμε εδώ τελικά στο κρίσιμο θέμα <i>της θεολογικής μεθόδου</i>,
όπως αυτό εμφανίζεται με τρόπο εντυπωσιακό στην πνευματική ιστορία τού
Ύστερου Βυζαντίου (14ος –15ος αι.). Από την σκοπιά αυτή τό όλο πρόβλημα
της επιρροής της Σχολαστικής Θεολογίας, αλλά και Φιλοσοφίας, μπορεί να
αναχθεί στην κρίσιμη αναμέτρηση μεταξύ Ησυχασμού (Γρηγόριος Παλαμάς,
1296-1359) και των θεωρουμένων «δυτικοφρόνων» θεολόγων και λογίων τού
Βυζαντίου (Βαρλααμ ο Καλαβρός, Γρηγόριος Ακίνδυνος, Νικηφόρος Γρηγοράς
και άλλοι, οι οποίοι ωστόσο υπήρξαν σφόδρα αντιδυτικοι στην όλη πολιτεία
τους). Κι ακόμη βλέπουμε σήμερα πολύ πιο σωστά την σχέση και εξάρτηση
των εκπροσώπων των δύο κατευθύνσεων από την «πλατωνική» και την
«αριστοτελική» φιλοσοφία. Γι’ αυτό και η οξύτατη αντιπαράθεση τού
Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος με τον Γεώργιο Σχολάριο Γεννάδιο, που
σηματοδοτεί την εξαιρετικά φορτισμένη πολιτικά και πνευματικά εποχή
αυτή, πρέπει να εξετασθεί σήμερα σε συνάρτηση με την διπλή προβληματική
της διαφοροποιημένης θεολογικής μεθόδου και των παρεπομένων των
καταβολών της εθνικής φιλοσοφίας.</p>
<p>Με την μνεία τού ονόματος τού Γεωργίου Σχολαρίου φθάνουμε στον πυρήνα
αυτού τού μελετήματος, γιατί ο Σχολάριος δεν είναι μόνον ο κύριος
εκπρόσωπος της πρόσληψης της Θωμιστικης Θεολογίας στο Βυζάντιο,
μεταφραστής έργων τού Ακινάτη σε εντυπωσιακή έκταση και βαθύς μελετητής
και αλλά και κριτικός επεξεργαστής της διδασκαλίας τού Θωμά. με βάση τό
πολύπλευρο έργο τού Σχολαρίου και την όλη πολιτεία του στα κρίσιμα
χρόνια των παραμονών της πτώσης αλλά και στην επόμενη σκοτεινή περίοδο
των απαρχών της οθωμανικής κυριαρχίας, είμαστε σήμερα σε θέση να
μελετήσουμε και να εκτιμήσουμε πιο σωστά την πορεία, τις συστηματικές
προϋποθέσεις και την ιστορική εξέλιξη τού συνολικού προβλήματος, που
δημιούργησε η παρουσία της Σχολαστικής στο εκπνέον Βυζάντιο.</p>
<p>Υπό τό πρίσμα αυτό οι μελέτες τού G. Podskalsky, που κατεγράφησαν
παραπάνω, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εργασίες βασικής αναφοράς για την
προβληματική μας. Οι τίτλοι τους είναι χαρακτηριστικοί : τό 1974
δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό <i>Theologie</i><i> </i><i>und</i><i> </i><i>Philosophie</i><i> </i>(χαρακτηριστική
και η επιλογή τού επιστημονικού οργάνου) τό πυκνό σε πρωτογενές υλικό
άρθρο «Η πρόσληψη της Θωμιστικης Θεολογίας από τον Γεννάδιο Β΄
Σχολάριο». Ο συγγραφέας προτάσσει εδώ την εξής Σημείωση : «Η έρευνα αυτή
είναι μέρος μιας μεγαλύτερης εργασίας <που κυκλοφόρησε, όπως
δηλώθηκε, τρία χρόνια αργότερα> για τις αντιπαραθέσεις, που
σημειώθηκαν στο Ύστερο Βυζάντιο σχετικά με την μεθοδολογία της Θεολογίας
υπό την επίδραση της Δυτικής Σχολαστικής».</p>
<p>Πολύ χαρακτηριστικά για την σημασία, την οποία ο Ρodskalsky αποδίδει
στο έργο και την πολιτική τού Σχολαρίου για την ειδική και την
γενικότερη προβληματική μας, είναι και τα εξής. Ως “Motto” στο άρθρο του
μεταφέρεται στο πρωτότυπο «Σημείωση στο περιθώριο» τού Σχολαρίου στο
χειρόγραφο της «Σύνοψης τού Μέρους Ia και IIae της <i>Summa</i><i> </i><i>Theologiae</i>»<i> </i>τού Θωμά Ακινάτη :</p>
<p>Είθε, ω βέλτιστε Θωμά, μη εγένου εν Εσπέρα , ίνα και είχες ανάγκην
των εκτροπων της εκκλησίας εκείνης υπερδικείν, των τε άλλων και ην επί
τη τού Πνεύματος εκπορεύσει και τη διαφορά της θείας ουσίας και
ενεργείας πεπόνθει· ή γαρ αν και εν τοίς θεολογικοίς σου αδιάπτωτος
ήσθα, ως και εν τοίς ηθικοίς τούτοις εί. <i>(?</i>uvres completes de Gennade Scholarios<i>, ed. L. Petit. X.A. Siderides, M. Jugie, vol. VI</i><i>,1, </i><i>Paris 1936).</i></p>
<p>Θεωρώ εξ άλλου ότι έχει ιδιαίτερη σημασία η πρώτη παράγραφος τού
άρθρου αυτού τού Podskalsky : «Κανείς άλλος βυζαντινός θεολόγος δεν
εμβάθυνε όσο ο Σχολάριος στην ουσία, στο περιεχόμενο και στην μέθοδο τού
Θωμισμού και Κανείς δεν προσπάθησε όσο εκείνος να μεταφέρει στην
βυζαντινή παράδοση τα επωφελή στοιχεία της. αλλά και Κανείς άλλος δεν
βρέθηκε στο στόχαστρο τόσο των Βυζαντινών όσο και των Δυτικών, με
αποτέλεσμα να σημειώσει τελικά τό εγχείρημά του τόση αποτυχία και τόσο
μικρή επιρροή στους μεταγενέστερους, δυσανάλογη προς τό εύρος και την
ποιότητα τού έργου του».</p>
<p>Όπως υποδηλώθηκε, η πλευρά αυτή της θεματικής μας απασχόλησε
ιδιαίτερα την σύγχρονη έρευνα και όλοι είναι σύμφωνοι σε ένα τουλάχιστον
σημείο, ότι η εποχή του ήταν για τον Σχολάριο εξαιρετικά δυσμενής. Ο
Στ. Παπαδόπουλος πιστεύει, ότι «αν τό Βυζάντιο συνέχιζε αδιατάρακτα την
ιστορική πορεία του, ο αποφασιστικός διάλογος Ανατολικής και Δυτικής
Εκκλησίας, τον οποίο κατέστησαν δυνατό οι ελληνικές μεταφράσεις έργων
κυρίως τού Θωμά, θα είχε προωθηθεί, και -γιατί όχι - με επιτυχία». Άλλοι
ερευνητές αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στο πολιτικό υπόβαθρο της
προσέγγισης των Εκκλησιών και πιστεύουν, ότι η Πατερική-Ησυχαστική
παράδοση στο Βυζάντιο δεν θα μπορούσε ποτέ να χάσει την επικυριαρχία
της, έτσι που η πρόσληψη της Σχολαστικής να μη μπορούσε να έχει καμια
προοπτική επιτυχίας. σχετικά πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και τό
γεγονός, ότι ο ίδιος ο Σχολάριος είχε επίγνωση των μεγάλων διαφορών στην
περιοχή τού δόγματος μεταξύ των δύο Εκκλησιών, και η τελική στάση του
προσδιορίζεται εδώ από τον αυστηρό προειδοποιητικό λόγο του: «<i>Σπουδαστέος ο ανήρ</i> <ο Θωμάς>, <i>όπου ούτος συμφωνεί προς την ημετέραν εκκλησίαν</i>»
(Γι’ αυτό και πρέπει να μιλούμε για μια «ειδική περίπτωση» τού
Σχολαρίου στην κατάταξη των Βυζαντινών σε Φιλο- και Αντιθωμιστές).</p>
<p>Σε κάθε περίπτωση η αξιοθαύμαστη μεταφραστική δραστηριότητα τού
Σχολαρίου και τό πλουσιότατο συγγραφικό έργο του, από τό οποίο ιδιαίτερη
σημασία έχει τό σχετιζόμενο με την γνωστή αντιδικία του προς τον
φιλόσοφο τού Μυστρά Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, αποτελούν σημαντικά και
παραδειγματικά δεδομένα για την ορθή αποτίμηση των επιδράσεων της
Δυτικής Σχολαστικής και γενικότερα για την κατανόηση τού πνευματικού
κλίματος της τελευταίας περιόδου τού Βυζαντίου, οπωσδήποτε όμως και σε
στενή σχέση προς τις προεκτάσεις της Ησυχαστικής έριδας και στην εποχή
αυτή. Και δεν πρέπει να παραβλέπουμε τό ότι κεντρική θέση στην
Φιλο-Παλαμική και Αντι-Παλαμική θεολογία έχει η αποδοχή ή απόρριψη τού
διαλεκτικού συλλογισμού, δηλαδή η διαμόρφωση και χρήση των ορθών
μεθοδολογικών κανόνων της χριστιανικής θεολογίας. Όπως υποδηλώθηκε, μία
ειδικότερη αλλά κρίσιμη προβληματική αναπτύχθηκε την εποχή αυτή
εντονότερα με επίκεντρο την αξιοπιστία και την αναγκαιότητα χρήσης <i>αριστοτελικών φιλοσοφικών αρχών</i>,
προβληματική και αντιπαράθεση μεταξύ «’αριστοτελικών» και «Πλατωνικών»
Βυζαντινών λογίων, που γρήγορα μεταφέρθηκε και στην Δύση τού 15ου και
16ου αιώνα. εδώ πρόκειται όμως, όπως σήμερα μπορούμε να διαγνώσουμε
καλύτερα, για ένα «αντιδάνειο» της Ανατολής, που σε συνάρτηση με τό
πρόβλημα της θεολογικής μεθόδου έχει τις ρίζες του στην Δύση[5].</p>
<p>Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθούμε στο κύριο έργο τού
Gerhard Podskalsky, την πυκνή μονογραφία του «Θεολογία και Φιλοσοφία στο
Βυζάντιο» (Μόναχο 1977). Υπότιτλος : «Η έριδα για την θεολογική μέθοδο
στην ύστερη πνευματική ιστορία τού Βυζαντίου (14ος-15ος αι.), οι
συστηματικές προϋποθέσεις της και η ιστορική εξέλιξή της»[6]. Ο
Hans-Georg Beck, κορυφαίος Βυζαντινολόγος της σχολής τού Μονάχου,
προλογίζοντας τό έργο, τονίζει με πρόδηλα θετική εκτίμηση τό γεγονός,
ότι «από εκατοντάδες επί μέρους στοιχεία προέκυψε εδώ μία νέα γενική
εικόνα τού θέματος, που βασίζεται σε προσεκτική μελέτη κάθε δυνατής
πηγής». Η συμπερασματική κρίση του είναι, ότι «τώρα πλέον δεν θα είναι
δυνατόν να αντιμετωπίζουμε τό πρόβλημα της διαμάχης για τον Θωμισμό στο
Βυζάντιο τόσο επιπόλαια, όπως συνέβαινε συνήθως στις τελευταίες
δεκαετίες». Ιδιαίτερη σημασία έχει όμως η παρατήρηση τού Βeck, ότι «η
κριτική θα επισημάνει ίσως ότι στο έργο τού Podskalsky η αξιολόγηση των
πηγών γίνεται από μια αυστηρά προσδιορισμένη αφετηρία <ας
υπενθυμίσουμε εμείς, ότι ο Ρodskalsky ανήκει στο τάγμα των
Ιησουϊτών>. Ωστόσο ο συγγραφέας αφ’ ενός δεν προσπερνά ποτέ αδιάφορα ή
υποτιμητικά τις επιδόσεις των Βυζαντινών, που τον κάνουν μάλιστα κάποτε
να τις θαυμάζει, αφ’ ετέρου μέσα από τις σελίδες τού βιβλίου του
προκύπτουν τώρα πολύ πιο καθαρά οι διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης,
ενώ η ίδια η βυζαντινή μεθοδολογία διαρθρώνεται πολύ σαφέστερα ακριβώς
μέσα από την αντιπαράθεσή της με την Δύση».</p>
<p>Από τα περιεχόμενα τού έργου μάς ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα κεφάλαια
τού 3ου Μέρους «ιστορική εξέλιξη» (σελ. 88-230) : 1. Τό θέμα της
θεολογικής μεθόδου στην ελληνική πατερικη παράδοση. 2. Τα ρεύματα της
Πλατωνικής και Αριστοτελικής αναγέννησης στον Μεσαίωνα και η επίδρασή
τους στην βυζαντινή Θεολογία. 3. Η έριδα για την μέθοδο στον Ανθρωπισμό
και στον Ησυχασμό. 4. Η επιρροή της Σχολαστικής. Πρόσληψη και απόρριψή
της. Τό τελευταίο αυτό κεφάλαιο (σελ. 180-230) αποτελεί τον πυρήνα τού
έργου και συμπληρώνεται από ένα σύντομο Παράρτημα για τις ελληνικές
μεταφράσεις έργων της Δυτικής (Λατινικής) θεολογικής και φιλοσοφικής
γραμματείας.</p>
<p>Στις τελευταίες επτά σελίδες τού έργου (πριν από τους πολύ πλούσιους
πίνακες ονομάτων συγγραφέων, τίτλων έργων, εννοιών και νεώτερων
ερευνητών) ο Ρodskalsky επιχειρεί να συνοψίσει πολύ πυκνά τα πορίσματα
τού ερευνητικού έργου του και να προβεί σε ορισμένες αξιολογήσεις. Την
εξέλιξη στην Δύση αξιολογεί ως μία τάση, ήδη πολύ πριν από την
Σχολαστική, προς μία λογική κριτική επανεξέταση των πηγών της παράδοσης,
ιδίως των κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας, η οποία - μαζί με την
«επανανακάλυψη» τού Αριστοτέλους και των αυθεντικών Σχολιαστών του -
οδήγησε στην Σχολαστική με τις φιλοσοφικοθεολογικές Summae των μεγάλων
λατίνων θεολόγων. Τό Βυζάντιο αντίθετα, πιστεύει ο Podskalsky, έμεινε
πιστό στις συχνά αναθεωρούμενες «Πανοπλίες», δηλ. ερμηνευτικές συλλογές
πατρικών κειμένων, οι οποίες εξασφάλιζαν τον ασφαλή προσανατολισμό της
ορθόδοξης πίστης, έτσι ώστε - κατά τον συγγραφέα πάντα - η πραγματικά
αυθεντική και μόνιμης διάρκειας (αν εξαιρέσουμε την ξεχωριστή περίπτωση
τού Βαρλααμ τού Καλαβρού και των επηρεασμένων από την Σχολαστική
ορθόδοξων θεολόγων τού 14ου-15ου αι.) επίδοση της βυζαντινής θεολογικής
μεθόδου να έγκειται μόνον στην ερμηνευτική των Πατέρων.</p>
<p>Συνεπής προς τα ανωτέρω ο Podskalsky κρίνει και την στάση των σοφών
τού Βυζαντίου απέναντι στις μεταφράσεις από την λατινική θεολογία και
Σχολαστική - υπολογίζοντας ορθά και ορισμένες σοβαρές προϋποθέσεις, που
προσδιόριζαν την ηγετική ομάδα στην βυζαντινή Εκκλησία και κοινωνία - ως
κατανεμημένης μεταξύ απεριόριστου θαυμασμού και απόλυτης απόρριψης. Ό,
τι ωστόσο πραγματοποιήθηκε μεταξύ τού 1335 και 1453 σε πρωτότυπη
πνευματική εργασία για την προσέγγιση και αφομοίωση νέων διαφορετικών
διδασκαλιών παραμένει μια «κληρονομία», η οποία βέβαια δεν αναβίωσε ποτέ
αργότερα, θα μπορούσε όμως να γίνει πρότυπο για μίμηση. Υπογραμμίζω την
τελευταία αυτή πολύ προσωπική δήλωση τού συγγραφέα μας, για να
συμφωνήσω όμως μαζί του απόλυτα μόνο με την ακροτελεύτια πρότασή του :
«Ασφαλώς οφείλει η ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία <και τό ελληνικό έθνος,
προσθέτουμε εμείς> την επιβίωσή του στην μακρόχρονη Τουρκοκρατία όχι
στην "επιστήμη της Θεολογίας", αλλά σε ό,τι αποτελεί την επίδοση της
εκκλησιαστικής και μοναστικής ηγεσίας της (θεία λειτουργία, αγιογραφία, <i>λόγος και εικόνα</i>). με μια λέξη <i>η βυζαντινή πνευματικότητα</i>
είχε εδώ την επικυριαρχία και αυτή προσδιόρισε τις τύχες τού ορθόδοξου
κόσμου ευρύτερα». στο πνεύμα αυτό είναι γραμμένο, πιστεύω, τό παλαιότερο
κείμενό μου : «Δυτικοευρωπαϊκό πνεύμα και ελληνική Ορθοδοξία. Η
μετάβαση από τό Βυζάντιο στο Νέο Ελληνισμό και η σύγχρονη προβληματική»,
<i>Σύναξη</i>, τεύχος 34 (1990) 31-42[7].</p>
<p>Πριν επανέλθουμε στον Γεώργιο Σχολάριο, τον κύριο εκπρόσωπο των
μεταφραστών και θαυμαστών τού Θωμά Ακινάτη στο Βυζάντιο, ο οποίος όμως,
όπως δηλώθηκε, αντιμετωπίζει και κριτικά τον Θωμισμό, είναι χρήσιμο να
καταγράψουμε με επιγραμματική συντομία τις δύο πλευρές της διαμάχης για
την Σχολαστική Θεολογία.</p>
<p>Μεταφραστές και θιασώτες τού Θωμά Ακινάτη υπήρξαν οι : <i>Δημήτριος Κυδώνης</i> (περ. 1324-περ. 1397) και ο αδελφός του <i>Πρόχορος</i>
(1330-1368). Μετά τις μελέτες τού Στυλιανού Παπαδοπούλου και τους
τέσσερις τόμους της έκδοσης της μετάφρασης μερικών μόνον άρθρων της <i>Summa</i><i> </i><i>Theologiae</i>
τού Θωμά από τον Δημήτριο Κυδώνη, έχουμε στα νεώτερα χρόνια δέκα
τουλάχιστον μελέτες για τους αδελφούς Κυδώνη, από τις οποίες ξεχωρίζω
τις : F. Kianka, „Demetrios Kydones and Thomas Aquinas“, <i>Byzantion</i>
52 (1982) 264-286 και Fr. Tinnefeld, „Ein Text des Prochoros Kydones im
Vatic. Gr. 609 uber die Bedeutung der Syllogismen fur die theologische
Erkenntnis”, <i>Orientalia Lovaniensia </i>60 (1994) 512-527. Ο <i>Μανουήλ Καλέκας </i>(†1410)
ήταν στενά συνδεδεμένος με τον Δημήτριο Κυδώνη. Τό 1396 προσεχώρησε
στην Καθολική Εκκλησία και από τό 1403 έζησε ως Δομινικανός μοναχός στην
Μυτιλήνη, όπου μελέτησε και μετέφρασε αποσπασματικά έργα τού Ανσέλμου
Κανταβρυγίας και τού Βοηθίου. Τό κύριο έργο του έχει τον τίτλο ?Περί
πίστεως και περί των αρχών της καθολικής πίστεως κατά την παράδοσιν των
Θείων Γραφών και των καθολικών διδασκάλων της Εκκλησίας?. (PG 152,
429-661).</p>
<p>Τού <i>Ανδρέα Χρυσοβέργη </i>(† 1451), αρχιεπισκόπου Ρόδου κύριος
μελετητής υπήρξε ο E. Candal, ο οποίος εξέδωσε ελληνικά και λατινικά τό
αφιερωμένο στον καρδινάλιο Βησσαρίωνα έργο του <i>De </i><i>divina </i><i>essentia </i><i>et </i><i>operatione </i><i>ad </i><i>sanctissimum </i><i>Dominum </i><i>Bessarionem, </i><i>Metropolitam </i><i>Nicaeae, </i><i>ex </i><i>commentario </i><i>beatissimi </i><i>Thomae </i><i>apodictica </i><i>explicatio</i> (Orientalia Christiana Periodica 4/1938, 329-371). Ο <i>καρδινάλιος Βησσαρίων</i>
(1403-1472), επίσκοπος Νικαίας και κύρια μορφή στην Σύνοδο της
Φερράρας-Φλωρεντίας (ως αντιπρόσωπος τού Πατριαρχείου Αντιοχείας)
αντέδρασε αυστηρά στα «Συλλογιστικά κεφάλαια προς τους Λατίνους» τού
Μάρκου Ευγενικού με ένα κείμενο υπερασπιστικό τού Θωμά Ακινάτη : <i>Sapientissimi </i><i>Cardinalis </i><i>Bessarionis </i><i>Responsio </i><i>ad </i><i>Ephesii </i><i>Capita </i><i>petente </i><i>Patriarcha </i><i>D. </i><i>Gregorio </i><i>concinnata</i>
(PG 161, 137-224). Αναφερόμενος με εκτίμηση στους προγενέστερους
πολέμιους τού Θωμά, τον Βαρλααμ και τον Νείλο Καβάσιλα, επιχειρεί ο
Βησσαρίων να υποβαθμίσει την πρωτοτυπία και την ευστοχία των απόψεων τού
Μάρκου Ευγενικού. Τό έργο τού Ευγενικού επιχειρεί να αντικρούσει και
ένας ανώνυμος συγγραφέας των μέσων τού 15ου αι. (έκδοση και των δύο
έργων στην PG 161, 12-137 : <i>Marci </i><i>Ephesini </i><i>Metropolitae </i><i>Eugenici </i><i>Capita </i><i>Syllogistica </i><i>adversos </i><i>Latinos </i><i>e </i><i>t </i><i>Responsio </i><i>Sapientissimi </i><i>Domini </i><i>Georgii </i><i>Scholarii . . . </i><i>elaborata</i>).
Τό κατά Ευγενικού κείμενο δεν προέρχεται Ασφαλώς από την γραφίδα τού
Γεωργίου Σχολαρίου, όπως εσφαλμένα δηλώνει ο τίτλος, η αξία του έγκειται
ωστόσο στο γεγονός, ότι παρά την γενικά θετική εκτίμηση της διδασκαλίας
τού Θωμά δέχεται και σοβαρές αδυναμίες σ’ αυτήν, τις οποίες και
επισημαίνει. Αυτό χαρακτηρίζει και άλλους φιλο-Θωμιστές ορθόδοξους
θεολόγους και πρέπει να καταγραφεί ως ένα από τα χαρακτηριστικά της
διαμάχης για τον Θωμισμό στο Βυζάντιο.</p>
<p>Μετριοπαθείς φιλο-Θωμιστές θεολόγοι στο Βυζάντιο, που αποδεδειγμένα
μελέτησαν και χρησιμοποίησαν έργα τού Ακινάτη, όχι όμως για να ασκήσουν
πολεμική κατά αντιπάλων τους αλλά για να συγκροτήσουν κυρίως την μέθοδο
της δικής τους θεολογικής σκέψης, πρέπει να θεωρηθούν οι Νικόλαος
Καβάσιλας και Θεοφάνης Νικαίας. Ο <i>Νικόλαος Καβάσιλας (Χαμαετός), </i>1320-1391,
ανιψιός τού Νείλου Καβάσιλα, παιδικός και ισόβιος φίλος τού μεταφραστή
τού Θωμά Δημητρίου Κυδώνη, ήταν ένας από τους πρώτους Βυζαντινούς, που
γνώρισαν τις μεταφράσεις τού Θωμά. σε τρία έργα του (<i>κατά Πύρρωνος,
Λόγοι των βουλομένων αποδεικνύειν, ότι η περί τον λόγον σοφία μάταιον –
Λύσεις των τοιούτων επιχειρημάτων, Εις την θείαν Λειτουργίαν</i>) χρησιμοποιεί την δομή των “articula” της <i>Summa</i><i> </i><i>Theologiae</i> και των “capitula“ της <i>Summa</i><i> </i><i>contra</i><i> </i><i>gentiles</i><i>. </i>Ιδιαίτερα στο δεύτερο από τα παραπάνω έργα του ο Καβάσιλας αντλεί ανθρωπολογικά και ηθικά στοιχεία από την <i>Summa</i><i> </i><i>Theologiae</i><i> </i>και τα ενσωματώνει στο δικό του έργο[8]. Ο <i>Θεοφάνης Νικαίας</i>
(† περ. 1381) άντλησε, χωρίς να τό δηλώνει, πολλά στοιχεία για τον
βαθμό, τό είδος και τις βαθμίδες της γνώσης τού ανθρώπου για τον Θεό από
τις <i>Summae</i> τού Θωμά[9].</p>
<p>Για τους βυζαντινούς θεολόγους και λογίους, οι οποίοι με τό
συγγραφικό τους έργο απέρριψαν την διδασκαλία τού Θωμισμού και της
Δυτικής Σχολαστικής και υπερασπίσθηκαν την ορθόδοξη πατερικη παράδοση
και ειδικότερα τό κίνημα τού Ησυχασμού μπορούν να καταγραφούν με μεγάλη
συντομία τα εξής. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο δεινός θεολόγος,
φιλόσοφος και μαθηματικός <i>Βαρλααμ ο Καλαβρός</i>(1290-1350)[10], ο
οποίος πριν από την ένταξή του στην Καθολική Εκκλησία (1342) και πριν
από την εμφάνιση των πρώτων ελληνικών μεταφράσεων ολοκληρωμένων έργων
τού Θωμά (1354) – με οπλισμό του την μελέτη τού Θωμισμού από τό
πρωτότυπο στην πατρίδα του Seminara της Καλαβρίας πριν από την άφιξή του
στο Βυζάντιο – έγραψε δύο βιβλία, στα οποία κρίνει αυστηρά και
απορρίπτει συγκεκριμένες διδασκαλίες τού Ακινάτη, κυρίως σχετικά με τό
πρόβλημα της εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος, αρνούμενος κατηγορηματικά
την χρήση λογικών αποδείξεων στον χώρο της Θεολογίας.</p>
<p>Ο <i>Νείλος Καβάσιλας</i> († 1363), αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
(1361-63), υπήρξε ο πρώτος Συνεπής πολέμιος της Θεολογίας τού Ακινάτη με
μεγάλη επιρροή στους συγχρόνους του και στους μεταγενέστερους
(Συρόπουλος, Καλέκας, Χρυσoλωράς, Σχολάριος), αντιμετώπισε όμως και
σφοδρή κριτική : Ματθαίος Καρυοφύλης (PG 149, 729-878). Γνωστότερα είναι
τα έργα του περί εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος[11] και περί τού
πρωτείου τού πάπα (PG 149, 684-730). Μόνιμος στόχος τού Καβάσιλα είναι η
απόρριψη της χρήσης των αποδεικτικών συλλογισμών στην θεολογική
συζήτηση τού πρώτου προβλήματος, καθώς και της ταύτισης ουσίας και
ενεργειών τού Θεού, όπως ήθελαν οι Δυτικοί. Η αντίκρουση τού Θωμά δεν
είναι ο κύριος στόχος του, αφού κατά περίπτωση αναγνωρίζει και ορθές
θέσεις τού Ακινάτη. Ο <i>Ματθαίος Άγγελος Πανάρετος</i>, Κοιαίστωρ στην
αυτοκρατορική αυλή, έγραψε μεταξύ τού 1350 και 1369 περισσότερα μικρά
αντιθωμιστικα κείμενα, από τα οποία τό μόνο εκδεδομένο έχει στόχο την
διδασκαλία τού Θωμά περί εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος (έκδ. C. Buda,
1958).</p>
<p>Γεγονός με ιδιαίτερη σημασία για την θεματική μας υπήρξε η <i>Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως τού 1368</i>
υπό τον πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο. Για την οριστική καταξίωση και
επιβολή της διδασκαλίας τού Γρηγορίου Παλαμά, που είχε ήδη ανακηρυχθεί
σε επίσημη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τις Συνόδους τού 1341
και 1351, η Σύνοδος τού 1368 καταδίκα σε τις συγγραφές τού Προχόρου
Κυδώνη, στις οποίες μεταφέρονται αυτολεξεί θεολογικές και φιλοσοφικές
θέσεις τού Θωμά Ακινάτη από την <i>Summa</i><i> </i><i>contra</i><i> </i><i>gentiles</i>. Στους Αντι-Θωμιστές τού τέλους τού 14ου και των αρχών τού 15ου αι. ανήκουν ακόμη ο Μητροπολίτης Αγκύρας <i>Μακάριος</i>, συνδεδεμένος στενά με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, ο μοναχός <i>Ιωσήφ Βρυέννιος</i>
(1350-1432), που γνωρίζει καλά και χρησιμοποιεί ευρύτατα την λατινική
γραμματεία από τις φιλοτεχνημένες στο Βυζάντιο ελληνικές μεταφράσεις
(παραδίδεται μία δημόσια συζήτηση για επίμαχα θέματα διαφορών μεταξύ των
δύο Εκκλησιών, που έγινε στην Κρήτη μεταξύ Βρυεννίου και τού Ιησουΐτη
μοναχού Μαξίμου Χρυσοβέργη), ο <i>Δημήτριος Χρυσολωράς</i>, αδελφός τού
Μανουήλ και έμπιστος και αυτός τού Μανουήλ Β΄, συγγραφέας ενός
(ανέκδοτου) αντιθωμιστικού κειμένου (κώδ. Vatic. gr. 1109, f. 84-87) σε
διαλογική μορφή, με πρόσωπα τού διαλόγου τους Θωμά Ακινάτη, Δημήτριο
Κυδώνη, Νείλο Καβάσιλα και τον ίδιο. Τό κείμενο αυτό χαρακτηρίζει
προσπάθεια αντικειμενικής αντιμετώπισης των αντιπάλων θέσεων και ήπιος
τόνος, όπως φανερώνει ο πολύ χαρακτηριστικός επίλογος, από τον οποίο
παραθέτω εδώ την καταληκτήρια παράγραφο (σε νεοελληνικη απόδοση του
κειμένου, που περιέλαβε ο Στ. Παπαδόπουλος στο γερμανικό άρθρο του,
1974, σελ. 295) : "Καθώς είπα μόνον τα αναγκαία για τό θέμα μας, είναι
καλύτερα να μη συνεχίσω με άλλα. Όλοι μαζί εσείς, θαυμάσιε φιλόσοφε
Κυδώνη και Θωμά και Νείλε, υπηρετείτε τώρα τον Θεό με άλλο τρόπο, και
καθένας από σάς ευρηκε την αλήθεια που αρμόζει στον Θεό. Μαζί σας, όταν ο
Θεός τό θελήσει, θα βρεθούμε σύντομα κι εμείς, και θα αντικρύσουμε την
πραγματική αλήθεια κοντά Του. Εσένα όμως Κυδώνη, για όσα ηθελημένα ή
άθελά σου έχεις πει πέρα από όσα ήταν αναγκαία, ας σε συγχωρήσει ο Θεός,
όπως και όλους εμάς μαζί με σένα".</p>
<p>Στο πρωτόφυλλο τού κώδ. Vatic. Urbinatus gr. 155 (έτους 1436) αναφέρονται τέσσερις αντι-Θωμιστές συγγραφείς (<i>Γεώργιος Βόϊλος</i> με ένα βιβλίο κατά Λατίνων, <i>Ματθαίος Φιλάρετος</i> με 34 βιβλία κατά Θωμά<i>, Άγγελος Αείδαρος </i>με 40 βιβλία κατά Θωμά και <i>Κάλλιστος Αγγελικούδης</i>
με 40 βιβλία κατά Θωμά), των οποίων όμως τα έργα δεν περιέχονται στον
κώδικα ούτε διασώθηκαν από άλλη πηγή, πλην τού έργου τού Αγγελικούδη.
Τού τελευταίου αυτού, γνωστού και ως Καλλίστου Μελενικιώτη, διέσωσε ο
κώδ. Αγίου Όρους/Ιβήρων 337 τό έργο <i>κατά τού καθ΄ Ελλήνων δήθεν λεγομένου βιβλίου Θωμά λατίνου</i>
(σύγχρονη έκδοση με εκτενή Εισαγωγή και αναλυτικά σχόλια από τον
Στυλιανό Παπαδόπουλο, Θεσσαλονίκη, Ανάλεκτα Βλατάδων 4, 1970, 198 σελ.).
Η μέθοδος τού ησυχαστού μοναχού Αγγελικούδη, που έγραψε περί τό 1380,
είναι η σταχυολόγηση 2000 (!) περίπου χωρίων τού Θωμά από την <i>Summa </i><i>contra </i><i>gentiles </i>αποκλειστικά,
στην μετάφραση τού Δημητρίου Κυδώνη, τα οποία κρίνονται και
αναιρούνται. Κύριοι στόχοι της κριτικής τού Αγγελικούδη είναι η καταδίκη
της υπερβολικής και ανεπιφύλακτης χρήσης αριστοτελικών θέσεων από τον
Θωμά και η υπεράσπιση τού Ησυχασμού απέναντι στην λατινόφρονα διανόηση
της Βασιλεύουσας και της αυτονομίας της θεολογικής (πατερικης) παράδοσης
απέναντι σε νεωτερικές τάσεις.</p>
<p>Σημαντικός πολέμιος τού Θωμισμού στο Βυζάντιο είναι ο μητροπολίτης Εφέσου <i>Μάρκος ο Ευγενικός</i>
(1392-1444). Ο Ευγενικός είχε μελετήσει τα έργα τού Ακινάτη σε τέτοιο
βαθμό, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί και να αντικρούει τις θέσεις
των Δυτικών θεολόγων στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Κυριώτερα έργα
του είναι τα «Συλλογιστικά κεφάλαια κατά της αιρέσεως των Ακινδυνιστων
(οπαδών τού αντιπάλου τού Παλαμά Γρηγορίου Ακινδύνου) σχετικά με την
διάκριση της θείας ουσίας από τις θείες ενέργειες», τα «Συλλογιστικά
κεφάλαια προς Λατίνους» (γραμμένα στην Φλωρεντία) και η «απολογία προς
Λατίνους».</p>
<p>Τον <i>Γεώργιο Σχολάριο Γεννάδιο</i> είναι δύσκολο να χαρακτηρίσουμε Φιλο- ή Αντιθωμιστή. Την προσοχή και τον θαυμασμό του για την θεολογική και<i> κυρίως την φιλοσοφική</i>
σκέψη τού Θωμά Ακινάτη προκάλεσε η πολύ πρώιμη γνωριμία του με τό έργο
του μέσω Βυζαντινών και Λατίνων διδασκάλων στην Κωνσταντινούπολη. Ήτο
άλλωστε, λέγει κάπου ο ίδιος, πολύ καλός γνώστης της Λατινικής γλώσσας.
Για να αποκλείσει κάθε εσφαλμένη ερμηνεία των φιλοθωμιστικων εκδηλώσεών
του και να εξηγήσει συγχρόνως την μεταβολή της μεταγενέστερης στάσης του
εναντίον της ενώσεως των Εκκλησιών (είναι γνωστό ότι πριν από τό 1443
είχε υποστηρίξει, για πολιτικούς λόγους, την ένωση και είχε στενοχωρήσει
τον δάσκαλό του Μάρκο Ευγενικό), ο Σχολάριος τονίζει εμφατικά, ότι «σε
όσα σημεία ο Θωμάς διαφοροποιείται από την Αγία μας Εκκλησία, εκεί
βρισκόμαστε κι εμείς μακρυά του, όπου όμως συμφωνεί με την ορθόδοξη
διδασκαλία, εκεί πρέπει να τον μελετούμε και να αναγνωρίζουμε ότι είναι <i>άριστος της χριστιανικής θεολογίας εξηγητής και συνόπτης</i>».
σε επιστολή προς τον μαθητή του Ματθαίο Καμαριώτη δηλώνει ότι
«χρειαζόμαστε την γνώση τού έργου τού Θωμά και πρέπει να τού εκδηλώνουμε
τιμή, την ώρα μάλιστα που πολλοί Ιταλοί, ειδικά τού τάγματος των
Φραγκισκανων, δεν δείχνουν τον οφειλόμενο σ’ αυτόν σεβασμό». Είναι
γνωστό ότι σε δύο τουλάχιστον καίρια για της σχέσεις Ανατολής - Δύσης
προβλήματα ο Σχολάριος διαφοροποιείται απόλυτα από την διδασκαλία τού
Θωμισμού, στο πρόβλημα της εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος και από τον
Υιό (Filioque) και στο πρόβλημα της ταύτισης της ουσίας και των
ενεργειών τού Θεού, ενώ βλέπει διαφορές και σε επί μέρους θέματα, όπως
στην σχέση τού νου με την Αποκάλυψη, τις προϋποθέσεις υποδοχής της Θείας
Χάριτος από τον άνθρωπο, τό προπατορικό αμάρτημα και άλλα. στο θέμα της
κριτικής, που άσκησε ο Σχολάριος στον Θωμά, αφιερώνει ο Podskalsky μία
πολύ περιεκτική παράγραφο (σελ. 316-19). Στις βάσεις όμως της δογματικής
διδασκαλίας των δύο Εκκλησιών ο Σχολάριος δεν βλέπει διαφορές, ενώ σε
κρίσιμα θέματα, όπως π.χ. της Προνοίας και τού Προορισμού τού ανθρώπου,
αντλεί στοιχεία από την Δυτική διδασκαλία. Την στάση σεβασμού και
αξιοποίησης της Θωμιστικης θεολογίας μετέδωσε ο Σχολάριος και στους
μαθητές του, εκείνοι όμως - όπως παραδίδεται – τού ζητούσαν να
μεταφράσει και να σχολιάσει <i>φιλοσοφικά κυρίως έργα</i> τού Ακινάτη.
Και πραγματικά, όπως τονίσθηκε ήδη, η επίδοση τού Σχολαρίου στον χώρο
αυτόν είναι αξιοθαύμαστη, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για μια έντονη
παρουσία της αριστοτελικό-Σχολαστικής φιλοσοφίας στο Βυζάντιο χάρις σ’
εκείνον, πράγμα περισσότερο φανερό στην επεξεργασία ορισμένων
προβλημάτων, όπως η χρήση τού συλλογισμού στην θεωρία και την πράξη, η
σχέση νου - αισθήσεων, η αθανασία της ψυχής, η ενεργητική και παθητική
κίνηση, η εξατομίκευση κλπ.[12].</p>
<p>Πολύ πρόσφατα υποστηρίχθηκε βάσιμα, ότι ένα “Florilegium
Thomisticum”, που διασώζει ο κώδ. Paris. gr. 1868 (15ου αι.) και είχε
εκδοθεί παλαιότερα ως ανώνυμο[13], προέρχεται από την γραφίδα τού
Σχολαρίου[14]. Τό ιδιαίτερο ενδιαφέρον της συλλογής αυτής εκτενών χωρίων
από τις <i>Summae</i> τού Ακινάτη (16 κεφάλαια από την <i>Summa</i><i> </i><i>contra</i><i> </i><i>gentiles</i> και την<i> </i><i>Summa</i><i> </i><i>Theologiae</i><i> </i>είτε
αντλημένα αυτολεξεί από τις μεταφράσεις των αδελφών Κυδώνη είτε
συντετμημένα) έγκειται στην πρόθεση τού Σχολαρίου – και αυτό περί τό
1444, δηλ. Μετά την Σύνοδο της Φλωρεντίας και πολύ πριν συντάξει τις
μεγάλες <i>Συνόψεις</i> των <i>Summae</i> – να επιλέξει και να συγκεντρώσει σε ένα προσωπικό εγχειρίδιο-βοήθημά του, από τις τεράστιες σε έκταση <i>Summae</i> τού Θωμά, υλικό χρήσιμο για την ανασκευή των <i>Νόμων</i> τού Πλήθωνος, που σχεδίαζε αλλά δεν μπόρεσε τελικά να πραγματοποιήσει.</p>
<p>Τό θέμα της μακράς και πολυκύμαντης αντιπαράθεσης Σχολαρίου –
Πλήθωνος, στο οποίο μένουν ακόμη να διερευνηθούν και να αποσαφηνισθούν
τα βαθύτερα κίνητρα και τό ακριβές περιεχόμενο της φιλοσοφικής κυρίως
διαφοροποίησης των δύο ανδρών, σε συνεχή αναφορά τους προς τον
Αριστοτέλη κυρίως και την Σχολαστική (Θωμάς Ακινάτης αλλά και Duns
Scotus και Φραγκισκανοί), τον Αβερρόη κ.ά., απαιτεί ειδική ανάπτυξη, που
πρέπει να λάβει υπ΄ όψη της τα πολλά νεώτερα ερευνητικά στοιχεία,
ιδιαίτερα σημαντικά - αλλά και σε εξέλιξη πολλά - για την πλευρά κυρίως
τού Πλήθωνος. Βλέπε π.χ. τον χαρακτηριστικό τίτλο τού άρθρου τού Ι. Α.
Δημητρακόπουλου (Σημείωση 13).</p>
<p>Τέλος και τό πρόβλημα της μεθόδου στην Ορθόδοξη και την Σχολαστική
Θεολογία με τις σαφείς φιλοσοφικές διασυνδέσεις του (σημασία της χρήσης
των «συλλογισμών», αποδεικτικού ή διαλεκτικού κλπ.) απαιτεί και νέα
επεξεργασία, η οποία να λάβει υπ΄ όψη της και τό νέο πρωτογενές υλικό
(σύγχρονες κριτικές εκδόσεις και μονογραφίες).</p>
<br />
<hr />
<p>[1] <i>Φιλέλλην</i><i>. Studies in Honour of Robert Browning</i>, Venice, Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Postbizantini di Venezia (Bibliotheke N. 17), 1996, 35-42.</p>
<p>[2] Βλέπε την Διδακτορικη Διατριβη τού Fr. Kianka, <i>Demetrius</i><i> </i><i>Cydones</i><i>. </i><i>Intellectual and Diplomatic Relations between Byzantium and the West</i>, Fordham Univ. 1981. Τού ιδίου “D. Cydones and Thomas Aquinas”, <i>Byzantion</i> 52 (1982) 264-286 και “A Late Byzantine Defence of the Latin Church Fathers” , <i>Orientalia Christiana Periodica</i> 49 (1983) 419-425. </p>
<p>[3] Δημοσιεύθηκε και στό <i>Jahrbuch der Osterreichischen Byzantinistik</i>
32/4 (1982) 307- 310 : “Thomisme et aristotelisme a Byzance: Demetrius
Cydones“. Βλέπε και Ph.A. Demetracopoulos , “Demetrios Kydones’
Translation of the <i>Summa Theologiae</i>”, ό.π. 311-320.</p>
<p>[4] Βλ. τώρα Chr.B. Hung, <i>The Byzantine Thomism of Gennadios
Scholarios and His Translation of the Commentary of Armadur de Bellovisu
on the “De ente et essentia” of Thomas Aquinas</i>, Citta del Vaticano (Studi Tomistici 53) 1993.</p>
<p>[5] Βλέπε τώρα την μελέτη τού Ι.’Α. Δημητρακόπουλου, Σημ. 12 (Β΄ μέρος).</p>
<p>[6] <i>Theologie und Philosophie in Byzanz</i>. Der Streit um die
theologische Methodik in der spatbyzantinischen Geistesgeschichte
(14./15. Jh.), seine systematischen Grundlagen und seine historische
Entwicklung, Munchen (Byzantinisches Archiv 15) 1977, 268 σελ.</p>
<p>[7] Πρώτη δημοσίευση γερμανικα ως Ανακοίνωση στό «Οικουμενικό
Συμπόσιο» της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης (Κολυμπάρι 20-25.9.1988) στόν
τόμο <i>Verant</i><i> </i><i>wortung</i><i> </i><i>der</i><i> </i><i>Kirche</i><i> </i><i>f</i><i>u</i><i>r</i><i> </i><i>Europa</i><i>. </i><i>Interdisziplinare Gesprache zwischen Orthodoxen und Katholiken</i>, Wien 1989, 55-65.</p>
<p>[8] Βλέπε σχετικα τις μελέτες τού Ι. Α. Δημητρακόπουλου, “Nicholas Cabasilas’ <i>Quaestio de rationis valore </i>: An anti-Palamite Defense of Secular Wisdom”, <i>Βυζαντινα</i> 19 (1998) 77-83 και <i>Νικολάου</i><i> </i><i>Καβάσιλα</i><i> </i><i>Κατα</i><i> </i><i>Πύρρωνος</i><i>. </i><i>Πλατωνικός φιλοσκεπτικισμός και αριστοτελικός αντισκεπτικισμός στη βυζαντινη διανόηση τού 14ου αιών, </i>Αθήνα, Παρουσία 1999, 25-29.</p>
<p>[9] Βλέπε I.D. Polemis, <i>Theophanes of Nicaea. His Life and Works</i>
[Diss.], Wien (Wiener Byzantinistischen Studien XX), 1996, 68-70,
87-109, 122-126. Επίσης τό πρόσφατα εκδεδομένο από τόν ίδιο έργο τού
Θεοφάνους <i>Απόδειξις ότι αδύνατο εξ αιδίου γεγενησθαι τα όντα και ανατροπη ταύτης</i>,
Αθήνα, Ακαδημία Αθηνων (CPhMA - Philosophi Byzantini 10) 2000, ο
εκδότης εντοπίζει ως βασικη πηγη τού συγγραφέα τόν Ακινάτη (Εισαγωγή,
σελ. 42* - 46*). Η εξάρτηση είναι συχνα και φραστική.</p>
<p>[10] Βλέπε τώρα την έγκυρη έκδοση μέ χρήσιμα Προλογικα (βιογραφικα, εργογραφικά, βιβλιογραφία) : <i>Βαρλααμ τού Καλαβρού Λογιστική - </i><i>Barlaam</i><i> </i><i>von</i><i> </i><i>Seminara</i><i>, </i><i>Logistik</i><i>e</i>.
Kritische Edition mit Ubersetzung und Kommentar von Pantelis Carelos,
Αθηναι, Ακαδημία Αθηνων (CPhMA - Βυζαντινοι Φιλόσοφοι 8) 1996, XCII+284
σελ.</p>
<p>[11] Έκδ. E. Candal, <i>Nilus</i><i> </i><i>Cabasilas</i><i> </i><i>et</i><i> </i><i>theologia</i><i> </i><i>S</i><i>. </i><i>Thomae</i><i> </i><i>de</i><i> </i><i>processione</i><i> </i><i>Spiritus</i><i> </i><i>Sancti</i><i>, </i>Citta del Vaticano (ST 116) 1945.</p>
<p>[12] Για τα παραπάνω θέματα παραμένει ιδιαίτερα χρήσιμο τό πλούσιο σέ
στοιχεία και βιβλιογραφία άρθρο τού Gerhard Podskalsky, "Die Rezeption
der thomistischen Theologie bei Gennadios II. Scholarios (ca.
1403-1472)", <i>Theologie und Philosophie </i>49 (1974) 305-323.</p>
<p>[13] B.D. Larsen, “Les traites de l΄ame de Saint Maxime et de Michel Psellos dans le Parisinus gr. 1868, <i>Cahiers de l</i><i>΄Ι</i><i>nstitut du Moyen-Age grec et latin</i> 30 (1979) 1-32. Βλ. τόν Appendix.</p>
<p>[14] Ι.Α. Δημητρακόπουλος, «Ο αντιπληθωνισμός τού Γεωργίου Γενναδίου
Σχολαρίου ως ρίζα τού φιλο-θωμισμού του και ο αντιχριστιανισμός τού
Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού ως ρίζα τού αντιαριστοτελισμού του», <i>Λακωνικά</i>,
Αθήνα 37 (Οκτ.–Δεκ. 2000) 5-8 (Α΄ μέρος) και 38 (Ιαν.-Μάρτ. 2001) 3-5
(Β΄ μέρος). Συντετμημένη μορφή της μελέτης : «George
Gennadios-Scholarios’ <i>Florilegium</i><i> </i><i>Thomisticum</i>. His Early Abridgment of Various Chapters and <i>Quaestiones</i> of Thomas Aquinas <i>Summae</i> and His anti-Plethonism» (όπου επανέκδοση τού αυτογράφου τού Σχολαρίου), υπό δημοσίευση στό <i>Recherches</i><i> </i><i>de</i><i> </i><i>Th</i><i>e</i><i>ologie</i><i> </i><i>et</i><i> </i><i>Philosophie</i><i> </i><i>M</i><i>e</i><i>di</i><i>e</i><i>vales</i></p>
Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-21241145470328303252020-12-21T19:08:00.003+02:002020-12-21T19:08:38.534+02:00Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς γίνεται δείκτης πορείας γιὰ τὴν θέση καὶ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν σύγχρονο κόσμο Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού<p> </p><br /><p style="text-align: justify;"><strong>Τὸ μήνυμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ</strong><br />1.
Ὁ Ἠσυχασμός(1) εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως,
ταυτιζόμενος μὲ αὐτὸ ποὺ περικλείει καὶ ἐκφράζει ὁ ὅρος ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Ἔξω
ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀνύπαρκτη καὶ ἀδιανόητη.</p>
<p style="text-align: justify;">Ἡ ἡσυχαστικὴ πράξη, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἡ
«λυδία λίθος» γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικότητας.
«Νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ» -μὲ τὶς ἡσυχαστικὲς πρακτικὲς- ἀποκτῶνται
τὰ οὐράνια χαρίσματα στὴν ὀρθοδοξοπατερικὴ παράδοση. Πρέπει δὲ νὰ
ἀποσαφηνισθεῖ ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ὡς ἡσυχασμὸς νοεῖται κυρίως ἡ πορεία προς
τὴν θέωση καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως καὶ δευτερευόντως ἡ διερεύνηση καὶ
καταγραφὴ αὐτῆς τῆς πορείας καὶ ἐμπειρίας, ἡ ἀκαδημαϊκὴ δηλαδὴ
νοηματοδότηση τοῦ ὄρου «θεολογία».</p>
<p style="text-align: justify;">Ὁ Ἡσυχασμὸς εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο
τῶν δογματικοθεολογικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς ἡ
ἁγιοπνευματικὴ πορεία τῆς «καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως» καὶ
ὄχι κάποια διανοητικὴ-στοχαστικὴ-ἐπιστημονικὴ διαδικασία. Γι’ αὐτὸ ἡ
γνώση τοῦ Θεοῦ ὡς θέωση εἶναι ὑπόθεση ὅλων, ἐγγραμμάτων καὶ ἀγραμμάτων,
σοφῶν καὶ ἀσόφων καὶ ὄχι μόνο τῶν φιλοσοφούντων, ὅπως διετείνετο ὁ
οὐνιτίζων Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς (1290-1359), τὸν 14ο αἰώνα. Αὐτόν κυρίως
ἀντέκρουσε, ὡς κύριος ἐκπρόσωπος καὶ πρόμαχος τῆς Ἡσυχαστικῆς παραδόσεως
ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359)(2), ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος
θεολόγος τῆς ἐποχῆς του καὶ μέγας Πατὴρ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.</p>
<p style="text-align: justify;">Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σπούδασε Θεολογία στὴν
ἀληθινὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, κατὰ τὰ κεφάλαια 12-14 τῆς Α’
Πρὸς Κορινθίους (δόμηση τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῶν χαρισμάτων), δηλαδὴ στὸν
χῶρο τῆς ἀσκήσεως καὶ μετανοίας. Μέσα στὸ (κοινοβιακὸ) Μοναστήρι ὁ
Παλαμᾶς ἔγινε Θεολόγος. Πηγὴ τῆς Θεολογίας του δὲν ἦταν ἡ σχολική,
ἀκαδημαϊκή, ἔστω καὶ ἂν κατεῖχε καὶ αὐτὴν στὸ ἔπακρον, γνώση, ἀλλὰ ἡ
ἁγιοπνευματικὴ ζωή. Μὲ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση ἀναδείχθηκε συνεχιστὴς τῶν
Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων καὶ γνήσιος Θεολόγος τῆς
παραδόσεως. Μὲ βάση δὲ τὰ θαύματά του -βεβαίωση τῆς ἀναδείξεώς του σὲ
«ναὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6, 19)- διακηρύχθηκε τὸ 1368 Ἅγιος
τῆς Ὀρθοδοξίας, σύμφωνα μὲ τὰ ἁγιολογικὰ κριτήρια της, καὶ ὄχι λόγω τῶν
ὑπέροχων συγγραμμάτων του, ὅπως θὰ ἤθελε τὸ κοσμικὸ πνεύμα(3).<br />Οἱ
ἐκδοτικὲς καὶ ἐρευνητικὲς συμβολὲς τῶν γνωστῶν ἀκαδημαϊκῶν Θεολόγων μας
Παναγιώτου Χρήστου, π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. John
Meyendorf, π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, π. Δημητρίου Στανιλοάε, Γεωργίου
Μαντζαρίδου, Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἰεροθέου κ.α. ἔκαμαν εὐρύτερα
γνωστὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά, τὸν 20ο αἰώνα.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Ἡ πατερικότης ἔναντι τῆς αἱρετικῆς πλάνης</strong><br />2.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀναδείχθηκε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ κατ’
ἐξοχὴν ἡσυχαστὴ Θεολόγο, ποὺ ὁριοθέτησε σὲ κρίσιμους καιροὺς τὴν
πατερικότητα ἀπέναντι στὴν αἱρετικὴ πλάνη, αὐθαιρεσία καὶ ἀλλοτρίωση τῆς
Δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ πρώτη σπουδαία ἐπισήμανση ἔγινε ἀπὸ τὸν Μέγα
Φώτιο (±820-±891) στὸ πλαίσιο τῆς Θεολογίας (Filioque) καὶ
Ἐκκλησιολογίας (κανονικὴ τάξη), ἀλλὰ προσδιορίσθηκε σαφέστερα καὶ
βαθύτερα ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Παλαμά. Φώτιος καὶ Παλαμᾶς ἐχάραξαν τὴν στάση
ἔναντι τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, ποὺ ἔγινε παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας,
στὴν ὁποία ἐβάδισε, ἐπίσης σὲ κρίσιμους καιρούς, ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ
Εὐγενικός (1394-1445). Καμιὰ παρέκκλιση στὴν στάση αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὴ
-ὅσο ἡ Λατινικὴ Ἐκκλησία ἐμμένει στὶς πλάνες της- χωρὶς συνέπειες γιὰ
τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν σωτηριολογικὴ δυναμική της.</p>
<p style="text-align: justify;">Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνέχισε τὴν
πνευματικὴ σκυταλοδρομία, ποὺ ἄρχισε μὲ τὸν Μέγα Φώτιο στὴν
ἀντιμετώπιση τῆς δυτικῆς πλάνης. Ὁ Μέγας Φώτιος συνέλαβε τὴν προϊούσα
ἀλλοτρίωση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως φαίνεται στὸ σπουδαῖο
θεολογικὸ ἔργο του «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας»(4), ποὺ
συνιστᾶ ἔκτοτε τὴν βασικὴ πηγὴ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ βάρους τῆς
αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque. Ἀναδείχθηκε δὲ πατέρας τῆς Η’
Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Κωνσταντινούπολις, 879/880)(5), ποὺ κατεδίκασε τὸ
Filioque καὶ τὴν προσθήκη του στὸ ἱερὸ σύμβολο. Ὁ Παλαμᾶς μὲ τὴν
διεύρυνση τῶν δυτικῶν προκλήσεων στὴν ἐποχή του, μετὰ μάλιστα τὸ τραγικὸ
1204[6], συνειδητοποίησε πλέον καθαρὰ ὅτι εἶχε προκύψει στὴ Δύση ἕνας
χριστιανισμὸς ἄλλου εἴδους, ἐντελῶς ξένος πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς πατερικῆς
παραδόσεως. Ὁ Παλαμᾶς ἀναδείχθηκε σέ πατέρα τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
δηλαδὴ τῶν ἡσυχαστικῶν συνόδων τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καὶ 1351, ἰδιαίτερα
δὲ τῆς τελευταίας(7), ποὺ διεκήρυξαν τό ἂκτιστο τῆς θείας Χάριτος,
ὁριοθετώντας τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας ἐν ἀναφορὰ πρὸς τὴν αἱρετικὴ
σχολαστικὴ διδασκαλία περὶ κτιστῆς Χάριτος (gratia creata) (Θωμὰς
Ἀκινάτης). Εἶναι ψευδοεπιχείρημα, συνεπῶς, ὅτι δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος, ποὺ ἔχει καταδικάσει ὡς αἱρετικὴ τὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία. Αὐτὸ
ἀναμένεται νὰ τὸ δεχθεῖ καὶ διακηρύξει ἡ προετοιμαζόμενη Πανορθοδοξος
Συνοδος -γιὰ μᾶς οἰκουμενικὴ- ἀναγνωρίζοντας ὡς οἰκουμενικὲς τὴν Η’ καὶ
Θ’ Σύνοδο ἐπὶ Φωτίου καὶ Παλαμά. Ἂν δὲν πράξει αὐτό, θὰ συγκαταριθμηθεῖ
-ὁ μὴ γένοιτο- μὲ τὶς ψευδοσυνόδους τῆς Ἐφέσου (449) καὶ τῆς
Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39).</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Ὁ ἀγών διὰ τὴν διάσωση τῆς διδασκαλίας περὶ διακρίσεως οὐσίας – ἐνεργείας</strong><br />3.
Σέ τί ὅμως συνίσταται συγκεκριμένα ἡ προσφορὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
Παλαμᾶ στὸν χῶρο τῆς Θεολογίας; Ἡ συμβολή του, ποὺ ἔχει ἰδιαίτερη
σημασία καὶ σήμερα λόγω τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ
στὰ ἀκόλουθα βασικὰ σημεῖα:</p>
<p style="text-align: justify;">3.1. Πρωταρχικό χαρακτήρα ἔχει ὁ ἀγώνας
του νὰ σωθεῖ, στὸ πλαίσιο τῆς πατερικῆς Θεολογίας (π.χ. Μέγας
Βασίλειος), ἡ διδασκαλία περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεὸ
καὶ τὸ ἄκτιστο τῆς θείας Χάριτος (ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ). Κατὰ
τὸν λόγο του ὁ Θεὸς ἔχει οὐσία καὶ ἐνέργεια. Ὁ ἐνεργῶν εἶναι τὸ πρόσωπον
καὶ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς θείας φύσεως. Τὴν διάκριση
αὐτὴ ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει «θεοπρεπῆ καὶ ἀπόρρητον», ὡς βασικὴ
προϋπόθεση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ἡ ἐκπεμπόμενη ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς
τὸν κόσμο (τὴν κτίση) Χάρη δὲν εἶναι ἄκτιστη, δὲν ὑπάρχει δυνατότητα
θεώσεως (σωτηρίας) τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἁγιασμοῦ τῆς κτίσεως. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ
τῆς ἀκτίστου Χάριτος σώζεται ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν
ἱστορία. Ἡ μετοχὴ στὴν θεία Χάρη ὑπερβαίνει τὶς λογικὲς ἀναβάσεις τῆς
σχολαστικῆς θεολογήσεως πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ἐμμένει στὴν περὶ «actus
purus» διδασκαλία, τὴν ταύτιση δηλαδὴ οὐσίας καὶ ἐνεργείας. Θὰ μοῦ
ἐπιτραπεῖ στὴν συνάφεια αὐτὴ ἕνα ἡσυχαστικὸ παράδειγμα. Ἡ δυτικὴ
Θεολογία βλέπει τὸν Θεὸ ὡς ἕνα ἡλιακὸ δίσκο, ποὺ εἶναι μὲν φωτεινὸς εἰς
τὸν οὐρανό, ἀλλὰ οἱ ἀκτίνες του δὲν φθάνουν στὴν γῆ, γιὰ νὰ θερμάνουν
καὶ ζωογονήσουν τὸν κόσμο. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἢ ὑπάρχει ἢ δὲν
ὑπάρχει ὁ ἥλιος, δὲν ἔχει πρακτικὴ σημασία. Ἀντίθετα ὁ Θεὸς τῆς
Ὀρθοδοξίας (ὅλων τῶν Ἁγίων της) εἶναι ἕνας Ἥλιος, τοῦ ὁποίου οἱ ἀκτίνες
φθάνουν στὴν γῆ καὶ τὴν ζωογονοῦν. Γι’ αὐτὸ καὶ σπεύδουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ
τὰ ὁποιαδήποτε «ὑπόγεια» τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀσωτείας τους νὰ ἀνεβοῦν
(=μετάνοια) στὴν ἐπιφάνεια, γιὰ νὰ δεχθοῦν τὴν σωστικὴ ἐνέργεια τοῦ
Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης καὶ νὰ σωθοῦν δι’ Αὐτοῦ.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Τὸ φιλιόκβε</strong><br />3.1.1.
Ἀπὸ τὴν δυτικὴ σχολαστικὴ διδασκαλία περὶ ταυτίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας
στὸν Θεὸ ἀπορρέουν ὅλες οἱ ἄλλες αἱρέσεις καὶ πλάνες τῆς δυτικῆς
χριστιανοσύνης. Λ.χ. τὸ Filioque, ποὺ συνιστᾶ βλασφημία κατὰ τῆς Ἁγίας
Τριάδος: Ὁ Πατήρ, μεταδίδοντας (ἀναρχως καὶ ἀτελευτήτως) τὴν οὐσία του
στὸν Υἱό, Τοῦ μεταδίδει (δῆθεν) καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔτσι ὅμως καταργοῦνται τὰ προσωπικὰ καὶ ἀκοινώνητα ἰδιώματα τῶν θείων
Προσώπων, ἡ ἀγεννησία τοῦ Πατρός, τὸ γεννητὸν τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸν
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θὰ μποροῦσε, βέβαια, κάποιος στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ
διερωτηθεῖ: Μήπως ὃλ’ αὐτὰ εἶναι σχολαστικὰ ζητήματα χωρὶς σωτηριολογικὴ
σημασία; Ὅπως, ὅμως, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (680-πρὶν ἀπὸ
τὸ 754): «Ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψεν ἠμὶν ὅ,τι ἢν δυνατὸν ἠμὶν γνῶναι καὶ
ἐδυνάμεθα φέρειν». Γιὰ τὸν Θεὸ γνωρίζουμε ὅ,τι Αὐτὸς ἀπεκάλυψε. Ἀν,
λοιπόν, ἀναφέρουμε στὸν Τριαδικὸ Θεὸ τὶς δικές μας προλήψεις, τότε
πέφτουμε σὲ εἰδωλολατρία, διότι «κατασκευάζεται» Θεός, ποὺ δὲν ὑπάρχει.</p>
<p style="text-align: justify;">Ἄλλη σχετικὴ πλάνη εἶναι ἡ ὑποτίμηση τοῦ
ὑλικοῦ κόσμου, ἀφοῦ δὲν ἁγιάζεται μὲ τὴν ἄκτιστη Χάρη, ἡ ὑποχρεωτικὴ
ἀγαμία τοῦ Κλήρου, ἡ ὑποτίμηση τοῦ ὕδατος, ὅπως ἐκφράζεται μὲ τὸν
ραντισμὸ ἢ τὴν ἐπίχυση στὸ μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος, μέχρι τὴν θεώρηση
τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ὡς ἐξιλεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ὡς θεώσεως, ἢ
τῆς Σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ὡς ἱκανοποίησης τῆς θείας
δικαιοσύνης(8). Ἡ παραδοχή, ἐξ ἄλλου, τοῦ Πάπα ὡς Vicarius Christi in
terra εἶναι τὸ εὔρημα γιὰ τὴν κάλυψη τοῦ κενοῦ μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου. Ἡ
Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας οὐδέποτε χρειάσθηκε ἕναν ἄνθρωπο ὡς μεσάζοντα.
Μόνος «μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων» (Α’ Τιμ. 2, 5), ὁ ὧν μεθ’ ἠμῶν «ἕως
τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20), μένει ὁ «Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ
Χριστὸς» (Ἰω. 4, 42). Οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι «μεσίτες» μας πρὸς τὸν Θεό,
ὅπως ὁ Χριστός, ἀλλὰ προσεύχονται γιὰ μᾶς στὸν Χριστό.<br />Ἐπὶ πλέον ἡ
πίστη στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο, διὰ κτιστῆς ἐνεργείας, δὲν
ὁδηγεῖ μόνο σὲ αἱρέσεις, ὅπως οἱ παραπάνω, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκκοσμίκευση.
Μὲ βάση αὐτὴ τὴν διδασκαλία δὲν ὑπάρχουν πραγματικὰ μυστήρια. Ἡ Θεία
Εὐχαριστία δὲν εἶναι ἀληθινὴ καὶ σωτήρια, ἀφοῦ δὲν ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ
τὸν ἄκτιστο Θεό, ἀλλὰ μὲ τὴν δῆθεν κτιστὴ χάρη Του, ποὺ δὲν εἶναι
αἰώνια, ἀφοῦ ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἀπόληξη αὐτῆς τῆς εἰδωλολατρικῆς, ὅπως
ἐλέχθη, ἀναφορᾶς στὸν Θεὸ εἶναι ὁ δυτικὸς νομικισμὸς καὶ ὁ
φεουδαρχισμός, μὲ κύρια ἔκφραση τὸ Παπικὸ Κράτος (ἀπὸ τὸ 754). Ὁ παπικὸς
θεσμὸς (πρωτεῖο, ἀλάθητο, ὁ Πάπας φορεὺς πολιτικῆς ἐξουσίας),
διαμορφώθηκε μὲ βάση φεουδαλιστική. Ὁ Πάπας ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς ἐξουσίας
(plenituto potestatis) καὶ ἀσκεῖ διπλὴ ἐξουσία, πνευματικὴ καὶ
κοσμική(9).</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Ὀντολογικὴ ἡ σχέση Θεοῦ καὶ κόσμου εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν</strong><br />3.1.2.
Ἡ περὶ κτιστῆς θείας χάριτος διδασκαλία, ὅπως καὶ ὁ νομιναλισμός, εἶχαν
θλιβερὲς γιὰ τὸν χριστιανισμὸ τῆς Δύσης συνέπειες, διότι ὁδήγησαν (τέλη
τοῦ 16ου αἰ.) στὸν γνωστὸν Deismus: Deus creator, sed non gubernator,
ὡς προϋπόθεση τῆς «Θεολογίας τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ» (μέσα τοῦ 20ού αἰ.).
Εἴτε ὑπάρχει, δηλαδή, ὁ Θεός, εἴτε δὲν ὑπάρχει καθ’ ἑαυτόν, εἶναι ἄνευ
πρακτικῆς σωτηριολογικῆς σημασίας, διότι ἡ ὕπαρξή του οὐδεμία ἔχει
συνέπεια στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν πορεία τοῦ κόσμου. Ἡ ἐμμονὴ τῆς
δυτικῆς χριστιανοσύνης στὰ ἠθικοκοινωνικὰ προβλήματα εἶναι καρπὸς αὐτῆς
τῆς ἀντιλήψεως. Ὁ ἀγώνας γιὰ θέωση ὑποκαθίσταται ἀπὸ τὴν προσπάθεια γιὰ
ἠθικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Σωτηρία ὅμως εἶναι ἡ διὰ τῆς ἀκτίστου
ἐνεργείας (Χάριτος) τοῦ Θεοῦ μεταμόρφωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ
ἔλλαμψη δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ ἄκτιστο, ἁγιοτριαδικό, Φῶς, ὅπως
πυρακτώνεται καὶ ὁ σίδηρος ἀπὸ τὸ ὑλικὸ πῦρ καὶ ἀποκτᾶ τὶς ἰδιότητές
του. Ἡ πορεία πρὸς τὴν θέωση διαμορφώνει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος (Γαλ. 5, 22).</p>
<p style="text-align: justify;">Ἡ ὀρθόδοξη περὶ ἀκτίστου Χάριτος
διδασκαλία ἐμπνέει αἰσιοδοξία. Ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς
κοινωνεῖ μὲ τὸν κόσμο μεταδίδοντας σ’ αὐτὸν τὴν ζωή του. Ἡ σχέση Θεοῦ
καὶ κόσμου στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ὀντολογική, ἄμεση, ἐνεργειακὴ καὶ ὄχι
ἔμμεση καὶ ἠθική. Ὁ κόσμος ὀρθόδοξα μεταμορφοῦται σὲ «καινὴν κτίσιν» (Β’
Κορ. 5, 47) καὶ ὅ,τι ὁ ὅρος αὐτὸς ἐκφράζει. Ἡ κοινωνία Θεοῦ-κόσμου, ἐξ
ἄλλου, εἶναι γεγονὸς ἐκκλησιαστικό, ταυτιζόμενη μὲ τὴν μετοχὴ στὸ
μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Οἱ θεούμενοι Ἅγιοι οἱ αὐθεντίες εἰς τὴν Ἐκκλησία</strong><br />3.2.
Μετά ἀπὸ αὐτά, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπαναβεβαιώνει τὴν οὐσία καὶ
τὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Ἡ θεολογία καὶ τὸ θεολογεῖν δὲν
εἶναι καρπὸς μίας εὐσεβοῦς, ἔστω, ἀλλὰ διανοητικῆς ἐνασχολήσεως μὲ τὰ
θεία. εἶναι μαρτυρία τῆς ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀλλοιώσεως τοῦ «πάσχοντος τὰ
θεία». Ὁ λόγος περὶ Θεοῦ προϋποθέτει γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεογνωσία ὅμως
προϋποθέτει τὴν ἐμπειρικὴ προσέγγιση καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἅγιο
Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ καὶ ἀναπαράγει ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμάς(10). Ὁ Θεὸς γνωρίζεται στὰ ὅρια τῆς θεοπτίας ἢ
θεώσεως. Θεολόγος εἶναι ὁ κοινωνῶν τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ Ἅγιος. Ὁ ὀρθόδοξος
Θεολόγος, πορευόμενος «σὺν πάσι τοῖς Ἁγίοις», καὶ πρὶν ἀκόμη φθάσει
στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως -ὅπως ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι-
θεολογεῖ μὲ βάση τὴν ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ τῶν Ἁγίων καὶ ὄχι κάποιες
στοχαστικὲς-μεταφυσικὲς ἀτομικὲς ἀναζητήσεις. Θεολόγος κυριολεκτικὰ
εἶναι ὁ «προφήτης», ὁ διὰ τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας, τόσον στὴν Παλαιά,
ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, καθιστάμενος «στόμα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν
κόσμον» «ὁ κατ’ ἐνώπιον Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλῶν» (Β’ Κορ. 2, 17).</p>
<p style="text-align: justify;">Ἤδη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη «Ναμποὺ»
(προφήτης) γινόταν ὁ «Ροέ», ὁ βλέπων τὸν Θεὸ μέσα στὸ ἄκτιστο
φῶς-ἐνέργειά Του. Ἡ ἀποσύνδεση τῆς ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας καὶ στὴν
Ἀνατολὴ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία παραμόρφωσε τὸν Χριστιανισμό, ὁδηγώντας στὴν
ἐκκοσμίκευση καὶ τὴν ἐκφιλοσόφηση τῆς Πίστεως. Αὐτὸ ἐπιχειρήθηκε καὶ
στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν μαθητὴ
του Ἀκίνδυνο, ὡς καὶ τοὺς βυζαντινοὺς σχολαστικούς. Ἡ «βαβυλώνια αὐτὴ
αἰχμαλωσία» τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, τὴν ὁποία περιέγραψε ἐναργέστατα ὁ
ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ(11), ξεπεράστηκε ἐν πολλοῖς τὸν 20ο
αἰώνα μὲ τὴν ἐπανασύνδεση τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας μας μὲ τὴν ἄσκηση
καὶ ἁγιοπνευματικὴ ζωή, μὲ πρωτοπόρους τούς ἀείμνηστους συναδέλφους
πατέρες Πόποβιτς, Στανιλοάε καὶ Ρωμανίδη.</p>
<p style="text-align: justify;">3.3. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς
ἐπεβεβαίωσε τὴν διαπίστωση τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου (β’ αἰ.), ὅτι αὐθεντίες
στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι τὰ κείμενα, ἀλλὰ οἱ θεούμενοι, οἱ Ἅγιοι(12). Ἐξ
ἄλλου, ἡ θεολογία καὶ κυρίως ἡ δογματικὴ διδασκαλία, ἀνήκει στὸν χῶρο
τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς. Αὐτὸ τὸν χαρακτήρα ἔχουν τὰ ἔργα τῶν
Ἁγίων Πατέρων. Δὲν πρόκειται γιὰ «lavoro da tavolino», ἐργασία τοῦ
γραφείου ἢ τοῦ σπουδαστηρίου. Ἡ διακρίβωση τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ προφύλαξη
ἀπὸ τὶς αἱρέσεις συμπορεύονται μὲ τὴν θεραπεία τῆς καρδίας ἀπὸ τὰ πάθη,
τὴν παράκληση, τὴν παραμυθία καὶ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομή. Ἡ πατερικὴ
ἀντιρρητικὴ δὲν εἶναι κοσμικὴ πολεμική, ἀλλὰ ποιμαντικὴ-θεραπευτικὴ
ἀγωγὴ γιὰ τὰ νοσοῦντα μέλη τοῦ σώματος, τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἐν πλάνη
εὐρισκομένους. Ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας εἶναι ἔργο ἀγάπης καὶ
φιλανθρωπίας, διὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν νόσο τῆς αἱρέσεως, ἀφοῦ ἡ
αἵρεση δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ ἡ
ἀπόκρουση, μὲ κάθε ποιμαντικὸ μέσο, τῆς αἱρετικῆς πλάνης εἶναι
φιλανθρωπία καὶ εὐεργεσία. Αὐτὸ τὸν χαρακτήρα ἔχει ἡ ἀντιδυτικὴ στάση
Πατέρων, ὅπως ὁ Μ. Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος
Εὐγενικός, τοὺς ὁποίους μποροῦμε ἄφοβα νὰ χαρακτηρίζουμε «εὐεργέτες τῆς
Εὐρώπης» καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ της(13).</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Ἡ θεία ἄνωθεν σοφία σώζει</strong><br />3.4.
Ἐξ ἄλλου, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀνανέωσε τὴν ἁγιοπατερικὴ στάση
ἔναντι τῆς παιδείας. Ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔτσι καὶ αὐτός,
ἄριστος μάλιστα γνώστης τοῦ Ἀριστοτέλους, δὲν ἀπέρριπτε τὴν χρησιμότητα
τῆς θύραθεν σοφίας («τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων»), ἀλλὰ μόνον «πρὸς
παίδευσιν». Ἀπεδοκίμαζε ὅμως, ὡς πατερικός, τὴν τάση ὑποβαθμίσεως ἢ
ὑποκαταστάσεως μὲ αὐτὴν τῆς πληρότητας καὶ αὐτάρκειας τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ
θέμα τῆς σωτηρίας. Αὐτὴν τὴν φιλοσοφία ἀπέρριπτε, ποὺ ἐκφιλοσοφεῖ
τελικὰ τὴν «ἅπαξ τοῖς Ἁγίοις παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰουδ. 3), τὴν ἐν
Χριστῷ ἀποκάλυψη. «Προσδοκᾶν δὲ τί τῶν θείων ἀκριβῶς παρ’ αὐτῆς (=τῆς
ἑλληνικῆς σοφίας) εἴσεσθαι καὶ τελείως ἀπαγορεύομεν», παρατηρεί(14)
(Περὶ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1.1.12). Ἀπορρίπτει, δηλαδή, τὸν
προβαλλόμενο ἀπὸ τὸν Βαρλαὰμ λυτρωτικὸ χαρακτήρα τῆς θύραθεν σοφίας,
κάνοντας καὶ αὐτὸς (πρβλ. Ἰακ. 3, 13 ἐ.) διάκριση σαφῆ δύο γνώσεων καὶ
σοφιῶν, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης. Ἡ θεία («ἄνωθεν») σοφία σώζει, ἡ
«ἐπίγειος» ἁπλῶς παιδεύει καὶ φωτίζει τὴν διάνοια, ἂν δὲν ὁδηγεῖ στὴν
δαιμονοποίηση τὸν ἄνθρωπο.</p>
<p style="text-align: justify;">3.5. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
ἐπίσης, προσφέρει πρότυπο ἀγωνιστοῦ Θεολόγου ὑπὲρ τῆς σωζούσης πίστεως
καὶ ὑπόδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς καὶ θεολόγου διαλεγομένου μὲ τὴν
αἵρεση καὶ τὴν μὴ Ὀρθοδοξία. Ἡ μεγαλωσύνη δὲ καὶ ἐγκυρότητά του ἔγκειται
στὸ ὅτι δὲν θέτει ποτὲ τὴν γνήσια ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ὑπὸ
διαπραγμάτευση. Ἀντίθετα, τὴν θεωρεῖ πάντοτε ἀμετακίνητο θεμέλιο καὶ
ἀφετηρία στὴν συνάντηση μὲ τὴν αἵρεση. Σώζοντας δὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ
πατερικὴ παράδοση ὁλόκληρη, ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση
ἀποτελεῖ τὸν πολυτιμότερο καταλύτη γιὰ τὴν σύγχρονη θεολογία Ἀνατολῆς
καὶ Δύσεως, γιὰ νὰ ἐπανεύρει τὸν πραγματικὸ δυναμισμὸ της μέσα στὴν δίνη
τῶν σημερινῶν προκλήσεων. Μὲ τοὺς διαλόγους του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς ἀπέδειξε, ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ ὀρθὸ πλαίσιο κινήσεως τοῦ θεολογικοῦ
διαλόγου. Ἔξω ἀπὸ κάθε κοσμικὴ σκοπιμότητα, ἀλλὰ μὲ μόνο στόχο τὴν
σωτηρία ὡς θέωση. Ὁ διάλογος πρέπει νὰ ἀποβλέπει στὴν μετάνοια, γιὰ νὰ
εἶναι δυνατὴ καὶ ἡ σωτηρία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος φωτίζει ἐξ ἄλλου,
μεθοδολογικὲς δυσλειτουργίες τοῦ σημερινοῦ θεολογικοῦ διαλόγου. Ὅπως ὁ
καθηγ. Γεώργιος Γαλίτης ἔχει ὑποστηρίξει: «Ἂν ἡ διάκριση αὐτὴ (οὐσίας
καὶ ἐνεργείας) ἐτίθετο ὡς βάση τῶν συζητήσεων, ἂν οἱ διαλεγόμενοι μὲ μᾶς
μποροῦσαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν διάκριση αὐτή, πολλὰ ἐμπόδια θὰ εἶχαν ἀρθεῖ
καὶ ὁ δρόμος τῆς συνεννοήσεως θὰ ἦταν πολὺ εὔκολος»15. Αὐτὸ ὅμως θὰ
καθιστοῦσε πιὸ ἐμφανεῖς πλάνες, ὅπως τὸ Παπικὸ πρωτεῖο, σ’ ἀντίθεση μὲ
ἐκείνους, ποὺ ἀγωνίζονται στὴν ἐποχή μας, νὰ τὸ καταξιώσουν ὡς
ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Ἤλεγξε τοὺς Ἄρχοντες ἀλλὰ καὶ τοὺς Ζηλωτὲς</strong><br />3.6.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γίνεται, ἐξ ἄλλου, δείκτης πορείας γιὰ τὴν θέση καὶ
εὐθύνη τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν σύγχρονο κόσμο, σ’ ὅλο τὸ φάσμα μάλιστα τῆς
κοινωνικῆς πραγματικότητας. Ὁ ἡσυχασμὸς δὲν εἶναι πολιτικὴ ἀπραξία. (Ὁ
ὅρος «πολιτικὴ» βέβαια χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἀριστοτελική της σημασία,
ποὺ ἐξεχριστιάνισε ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, τὸν 8ο αἰώνα). Αὐτὸ
ἐπιβεβαιώνει ἡ πολιτικὴ παρέμβαση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὰ
δρώμενα τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Παλαμᾶς ἄσκησε κριτικὴ στὶς πολιτικὲς
ἴντριγκες τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, ὅταν συνήργησε στὸ πραξικόπημα
κατὰ τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ (1295-1383), ἔλεγξε ὅμως καὶ τοὺς Ζηλωτὲς
τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ τὶς ἐγκληματικὲς ἐνέργειές τους στὴν Θεσσαλονίκη,
ἀλλ’ ἐξίσου καὶ ὅσους μὲ τὴν ἀφιλάνθρωπη στάση τους ἐξέτρεφαν καὶ
προωθοῦσαν τὴν βία. Ἡ παρέμβαση τῶν Ποιμένων καὶ μάλιστα τῶν Ἐπισκόπων
εἶναι ἀναγκαία καὶ ἀπαρέγκλιτη σὲ μία κοινωνία μάλιστα, ποὺ θέλει νὰ
λέγεται χριστιανική. Ἡ θεολογία του γίνεται «ἅλας τῆς γῆς» καὶ «φῶς τοῦ
κόσμου». Ὁ διάλογος μὲ τὸν κόσμο, στὴν πράξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ἔχει
τὸν χαρακτήρα τῆς Ἱεραποστολῆς. Δὲν τίθεται ποτὲ ἐν ἀμφιβόλω ἡ
ἀποκλειστικότητα καὶ μοναδικότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας (πρβλ. Πράξ. 4,
12), ὅπως βιώνεται στὴν παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων.<br />Οὔτε στὴν
ἀντιμετώπιση τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ κύκλου του, οὔτε στὴν ἀντιπαράθεσή του
μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, παρὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπιζε, προχώρησε
σὲ κάποια σχετικοποίηση τῆς πίστεως καὶ συμβιβαστικὴ διάθεση, γιὰ τὴν
ἐπίτευξη μάλιστα προσωπικοῦ ὀφέλους. Καὶ σήμερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος θὰ
καλοῦσε, χωρὶς κανένα συμβιβασμό, στὴν πορεία τῆς θεώσεως, ἔστω καὶ ἂν ὁ
κόσμος μᾶς ἀποκρούει μία τέτοια πρόσκληση, ζώντας στὸ πάθος τῆς
αὐτοθεώσεως.</p>
<p style="text-align: justify;">Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τιμᾶ καὶ
δοξάζει τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ Ἀθωνικὴ Πολιτεία μένει
ὀρθόδοξη, ἐφ’ ὅσον μένει πιστὴ στὴν παράδοση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου,
διασώζοντας τὴν πίστη καὶ θεολογία του, καὶ τὴν ἀγωνιστικότητά του,
καρπὸ τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Χριστό. Εἶναι δὲ ἰδιαίτερα ἐλπιδοφόρο, ὅτι ἡ
δυτικὴ Θεολογία, ποὺ παλαιότερα (M. Jugie) ἀποστρεφόταν τὸν Ἅγιο
Γρηγόριο Παλαμὰ ὡς «αἱρετικό», σήμερα ἔχει σημειώσει θετικὴ στροφὴ
ἀπέναντί του. Ἴσως ἔλθει ἡ ἐποχή, ποὺ ἡ θεολογία του θὰ ὁδηγήσει τὸν
διαχριστιανικὸ διάλογο στὴν αὐθεντική του πορεία.</p>
<p style="text-align: justify;"><span style="text-decoration: underline;"><strong>ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ</strong></span><br />1.
Βλ. τὸ πολὺ κατατοπιστικὸ ἄρθρο τοῦ π. Ἰωάννου Meyendorf στὴν
«Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια», τ. 6 (Ἀθήνα 1965) στ. 83-87, μὲ
βιβλιογραφία. Ἡ ἐκτενέστερη συλλογὴ σχετικῶν κειμένων εἶναι ἡ
«Φιλοκαλία». Τὰ κείμενα ὅμως εἶναι ἐγκατεσπαρμένα στὴν PG τοῦ Migne. Ἡ
βιβλιογραφία εἶναι πλουσιότατη σ’ ὅλες τὶς βαλκανικὲς χῶρες. Βλ.
ἐνδεικτικὰ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
τ. Ά’, Θεσσαλονίκη 1984. Γ. Ι. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεοῦ, Θεσσαλονίκη
1979. Τοῦ Ἰδίου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1983. Ἀρχιμ. Ἰεροθέου Βλάχου, Ὁ
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης, Λεβαδειὰ 1992. Τοῦ Ἰδίου (ὡς
Μητροπολίτου), Παλαιὰ καὶ Νέα Ρώμη - ὀρθόδοξη καὶ δυτικὴ παράδοση,
Λεβαδειὰ 2009. Μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς, ὁ βίος καὶ ἡ θεολογία του, Θεσσαλονίκη 1976. Πλούσιο καὶ
σπουδαῖο ὑλικὸ γιὰ τὸν Ἡσυχασμό, τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ
περιέχει ὁ συλλογικὸς τόμος: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ἱστορία
καὶ τὸ παρὸν (Πρακτικὰ Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν καὶ
Λεμεσού), Ἅγιον Ὅρος 2000. Γιὰ τὸν Ἡσυχασμὸ στὴν Ρουμανία βλ. τὴν
σπουδαία ἀνακοίνωση τοῦ πρώην Ἀντιπροέδρου τῆς Ρουμανικῆς Ἀκαδημίας
μακαριστοῦ Virgil Candea, στὶς σέλ. 727-736 (βιβλιογραφία).<br />2. Βλ. τὸ
ἐκτενὲς ἄρθρο τοῦ Παναγιώτου Κ. Χρήστου στὴν ΘΗΕ, τ. 4 (1964) στ.
775-794 (βιβλιογραφία). Πλουσιότατη εἶναι ἡ μεταγενέστερη βιβλιογραφία.<br />3.
Ὅπως ἐδήλωσε ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου τοῦ 1368, Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης
Φιλόθεος Κόκκινος (1345-55 - 1364-76): «-Καὶ στέργω καὶ τιμῶ τοῦτον ὡς
Ἅγιον ἀπὸ τῶν θαυμάτων αὐτοῦ, ἃ μετὰ τὴν ἐνθένδε πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν του
εἰργάσατο, ἰαμάτων πηγὴν τὸν ἴδιον ἀναδείξας τάφον...», («Τόμος
Συνοδικὸς» ἀνακηρύξεως τῆς ἁγιότητος Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, PG 151, 711.
Πρβλ. Φιλοθέου (Κοκκίνου), Λόγος ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὸν ἐν Ἁγίοις Πατέρα
ἠμῶν Γρηγόριον, Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶν, PG 151, 648/9.<br />4. PG 102, 263-391.<br />5.
Ἀπὸ μεγάλους Θεολόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γίνεται ἀνεπιφύλακτα
δεκτὴ ὡς ἡ τελευταία πρὸ τοῦ σχίσματος Γενικὴ Σύνοδος τῆς ἀρχαίας
Ἐκκλησίας, μὲ τὴν συμμετοχὴ καὶ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως (Παλαιᾶς
Ρώμης). Ἔχει ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Βλ. Φιλίππου
Ζυμάρη, πρεσβυτέρου, Ἱστορική, δογματικὴ καὶ κανονικὴ σπουδαιότης τῆς
Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), φωτοτυπημένη διατριβή, Θεσσαλονίκη
2000. Πρβλ. Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι I9602, σ. 261-2.<br />6. Α’ Ἅλωση τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους τῆς Δ’ Σταυροφορίας.<br />7.
Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰεροθέου, Παλαιὰ καὶ Νέα
Ρώμη..., σ. 207-210. Πρβλ. π. Δημητρίου Κουτσούρη, Σύνοδοι καὶ Θεολογία
γιὰ τὸν Ἡσυχασμό, (διδακτορικὴ διατριβή), Ἀθήνα 1997.<br />8. Εἶναι ἡ
περιβόητος διδασκαλία Ἀνσέλμου τοῦ Κανταβρυγίας (1033-1109). Βλ. π. Γ.Δ.
Μεταλληνοῦ, Ἡ «περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία καὶ
ἡ νεοελληνικὴ κατηχητικὴ καὶ κηρυκτικὴ πράξη, στὸ: Λόγος ὡς Ἀντίλογος,
Ἀθήνα 1992, σ. 85-98: Πρβλ. π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη, Ἡ διδασκαλία
περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στὴ νεοελληνικὴ θεολογία, στὸ
περιοδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», τ. 71 (τεύχ. 723), 1988, σ. 529-537.
(Πρβλ. τὸν τόμο: Simposio Christiano, Milano 1989, σ. 103-109).<br />9. Ὁ
πάπας Γρηγόριος Ζ’ ὁ Ἰλδεβράνδης (1073-1085) μὲ τὸ κείμενο τοῦ «Dictatus
Papae» (PL 148, 107ε.) διετύπωσε τὴν περὶ ἀπόλυτης ἐξουσίας τοῦ πάπα,
ἀκλόνητη ἔκτοτε, θεωρία σὲ 27 θέσεις. Ἡ ταύτιση μὲ τὶς ψευδοϊσιδώρειες
διατάξεις εἶναι πλήρης. «Ὁ πάπας εἶναι ἀπόλυτος κύριος της Ἐκκλησίας καὶ
τῆς Πολιτείας».<br />10. Ἡ θεολόγηση εἶναι κατ’ αὐτὸν ὑπόθεση «τῶν
ἐξητασμένων καὶ διαβεβηκότων ἐν θεωρία (δηλαδὴ στὴν θεοπτία) καὶ πρὸ
τούτων καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα κεκαθαρμένων, ἢ καθαιρομένων, τὸ μετριώτατον.
(Λόγος Θεολογικὸς Α’, 3-4. PG 36, 13 ε.). Ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση
αὐτή, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου: «Θεολόγος δὲ πᾶς, καὶ ὁ μυρίαις
κηλίσι τὴν ψυχὴν στιγματίσας» (PG 32, 213D).<br />11. Βλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Σταθμοὶ τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1986 (μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά).<br />12. Βλ. Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Α’, Ἀθήνα 1977, σ. 300.<br />13.
Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, «Ἀντιδυτικοὶ» Πατέρες εὐεργέτες τῆς Εὐρώπης,
στὸ Τοῦ Ἰδίου, Ἰχνηλασία πνευματικῆς σχοινοβασίας. Κατερίνη 1999, σ.
45-54. Καὶ στὰ Ρουμανικά.<br />14. Λόγος ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 1,
12: («Ἀποκλείομεν τελείως νὰ περιμένει ὅτι θὰ μάθει κάποιος ἀπὸ αὐτὴν
κάτι σχετικὸ μὲ τὰ θεία»).<br />15. Γεωργίου Α. Γαλίτη, Θεολογία καὶ
ἐμπειρία. Τὸ μήνυμα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ στὴν ἐποχή μας, στὸν
παραπάνω τόμο: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς..., σ. 481-488 (ἐδῶ: 484).<br />(Μάιος 2010)</p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://1.bp.blogspot.com/-RhbVTR4qjy8/X-DWiA8EvoI/AAAAAAAAnS8/Ypt3fMiRoVoWBigl4SABGaYy9qDi_M_YACLcBGAsYHQ/s400/AgiosGrigoriosPalamas%25C2%25ABS.Drekou%25C2%25BBaenai.epAnastasi.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="400" data-original-width="286" height="320" src="https://1.bp.blogspot.com/-RhbVTR4qjy8/X-DWiA8EvoI/AAAAAAAAnS8/Ypt3fMiRoVoWBigl4SABGaYy9qDi_M_YACLcBGAsYHQ/s320/AgiosGrigoriosPalamas%25C2%25ABS.Drekou%25C2%25BBaenai.epAnastasi.jpg" /></a></div><br />Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-58153578252722984482020-12-21T19:05:00.004+02:002020-12-21T19:05:18.985+02:00Οι οικοδόμοι της Θεολογίας της Θεοπτίας Στυλιανού Παπαδόπουλου, Συνάντησις ορθοδόξου και σχολαστικής θεολογίας (εν τω προσώπω Καλλίστου Αγγελικούδη και Θωμά Ακινάτου),<p> </p><p align="right">
Θεσσαλονίκη 1970, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα <br />
Πατερικών Μελετών, σελ. 53-64</p>
<p align="justify"> </p> <p align="justify"><img align="left" height="342" hspace="10" src="http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/images/theoptia.jpg" width="250" />Θα
εξέβαινεν εις μήκος ανεπίτρεπτον η έστω και εν αδραίς γραμμαίς ανάλυσις
των θεμελιωδών θέσεων της θεολογίας και της προσωπικής προσφοράς ενός
εκάστου εκ των βυζαντινών εκείνων θεολόγων, οι οποίοι δικαιούνται του
τίτλου του οικοδόμου της θεολογίας της θεοπτίας. Συγχρόνως όμως θα
απετέλει σημαντικόν μειονέκτημα εις την σύνθεσιν της εικόνος του
πνευματικού βίου του ιδ' αιώνος η παντελής αποσιώπησις των θεολόγων
τούτων. Προς αποφυγήν της τοιαύτης παραλείψεως μνημονεύομεν κατωτέρω
τους σημαντικωτέρους και γνωστότερους εκπροσώπους της θεολογίας της
θεοπτίας, σημειούντες επιγραμματικώς και εν άκρα συντομία δείγμα της
προσφοράς εκάστου. </p>
<p align="justify">Εις την ιστορίαν της περί την θεοπτίαν
θεολογίας αποτελούν εισαγωγήν τέσσαρες ευρείας επιδράσεως πνευματικοί
άνδρες, ασκηταί αναχωρητικής ή μοναστηριακής μορφής οι δύο, ασκηταί
εντός της κοινωνίας οι άλλοι. Πρόκειται αφ' ενός μεν περί των μοναχών
Νικηφόρου (τέλος ιγ' και αρχάς ιδ' αιώνος) και Γρηγορίου του Σιναίτου
(††1346), αφ' ετέρου δε περί του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αθανασίου
Α' (1289-93 και 1303-09) και του μητροπολίτου Φιλαδέλφειας Θεόληπτου. </p>
<p align="justify">Ο μοναχός Νικηφόρος (1) κατήγετο εκ της
Νοτίου Ιταλίας και ανήκεν εις την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, την οποίαν
εγκατέλειψε χάριν της Ορθοδόξου (2).. Μετά το γεγονός τούτο, επισυμβάν
κατά το β' ήμισυ του ιγ' αιώνος, ήλθεν ο Νικηφόρος εις 'Αγιον Όρος, ένθα
επεδόθη εις την αυστηράν άσκησιν (3) και την νοεράν ή αδιάλειπτον
προσευχήν, της οποίας είτα εγένετο ονομαστός διδάσκαλος. Εξεμέτρησε το
ζην μάλλον δύοντος του ιγ' αιώνος, καταλιπών ευσύνοπτον εγχειρίδιον περί
προσευχής. </p>
<p align="justify">Δια του εγχειριδιακού αυτού λόγου Περί
νήψεως και φυλακής καρδίας (4) εν εκαινιάσθη η νέα θεολογική γραμματεία
περί θεοπτίας. Εν τούτοις το έργον είναι άκρως πρακτικόν, γεγραμμένον
άνευ ουδεμιάς επιστημονικής απαιτήσεως. Ο Νικηφόρος εν τη ατμόσφαιρα της
παραδόσεως Μακαρίου του Αιγυπτίου ζων, ανεγνώρισεν εις την καρδίαν τον
ηγεμονικόν αυτής ρόλον δια την πνευματικήν ενότητα του ανθρώπου <strong>. </strong>
Χάριν της ενότητος ταύτης, της απολεσθείσης μετά το προπατορικόν
αμάρτημα και υ ποκατασταθείσης δια της εν τω ανθρώπω αντινομίας και της
μεταξύ σώματος και πνεύματος δυσαρμονίας, συνιστά άσκησιν δια της
αδιάλειπτου προσευχής, καθ' ην ο νους εισέρχεται θεία χάριτι εις τον
οικείον αυτού τόπον, τουτέστιν εις την καρδίαν, μεθ ' ης ούτος
συνδιαλλάσσεται, οπότε επιτυγχάνεται η εν Χριστώ άρσις της εν τω ανθρώπω
αντινομίας. </p>
<p align="justify">Παραλλήλως προς την μέσω της ρινός
καρδιακήν προσευχήν συνιστά ο Νικηφόρος και έτερον είδος προσευχής ή
προσοχής, καθ' ο καταβάλλεται προσπάθεια ίνα το « λογιστικόν » συναχθή
εις το στήθος, όπου ευρίσκεται εν τω οικείω αυτού τόπω. Ο νους δηλαδή
οφείλει να συναχθή εις το στήθος, απηλλαγμένος των ποικίλων νοημάτων και
προσκεκολλημένος εις την μνήμην του θεού δια της μονολογίστου ευχής
«Κύριε Ἰησού Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με» (5).</p>
<p align="justify">Της αυτής τάσεως, αλλά διαφόρου
παραδόσεως εκείνης του μονάχου Νικηφόρου, υπήρξε και ο Γρηγόριος
Σιναΐτης († 1346) (6). Ο μικρασιατικής καταγωγής ούτος πατήρ εμόναζεν
εις την μονήν της Αγίας Αικατερίνης εν τω όρει Σινά, αλλά, κατά
πληροφορίαν του βιογράφου αυτού πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Καλλίστου
Α' (1350-1353 και 1355-1363), τον θεωρητικόν βίον και την νοεράν
προσευχήν εδιδάχθη εν Κρήτη υπό τίνος αναχωρητού, Αρσενίου ονόματι. Μετά
σύντομον παρά τω Αρσενίω μαθητείαν, αρχομένου του ιδ' αιώνος, ήλθε και
εγκατεστάθη εις 'Αγιον 'Ορος. Εδώ, ενδιατρίψας εις την άσκησιν της
νοεράς προσευχής, απέκτησε πολλούς μαθητάς, μεταξύ των οποίων διεκρίνετο
ο Κάλλιστος (έπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως), ο όσιος Μάρκος και ο
Δαβίδ Δισύπατος (έπειτα ιστορικός της θεολογικής διαμάχης περί της θέας
του Θεού και συγγραφεύς αντιβαρλααμικών έργων) (7), οίτινες ου μόνον
ανεμίχθησαν εις την θεολογικήν κίνησιν του ιγ' αιώνος, αλλά και
διεδραμάτισαν σπουδαίον ρόλον παρά το πλευρόν του Γρηγορίου Παλαμά,
καίτοι ο διδάσκαλος αυτών Γρηγόριος Σιναΐτης, της αυστηροτέρας περί
ησυχίας παραδόσεως Ευαγρίου του Ποντικού εχόμενος, δεν φαίνεται
αναμιχθείς εις τας θεολογικάς της εποχής αυτού έριδας. </p>
<p align="justify">Ο βιογραφήσας τον Σιναΐτην Κάλλιστος
θεωρεί αυτόν εισηγητήν της νοεράς προσευχής εν Αγίω Όρει, όπερ όμως δεν
δύναται να ερμηνευθή ει μη ως ευσεβής υπερβολή. Η άποψις αύτη του
Καλλίστου, ισχύουσα γενικώς μέχρι σήμερον, τίθεται εν αμφιβόλω μετά την
προ τίνων ετών (1963) γενομένην επισήμανσιν αξιολογωτάτου αποσπάσματος
εκ ρωσικού έργου. Το έργον τούτο συνετάγη υπό του αρχιμανδρίτου της
Λαύρας του Κιέβου Δοσιθέου, όστις, επισκεφθείς εν έτει 1219 το 'Αγιον
Όρος και περιηγηθείς αυτό, περιέγραψεν εν συντομία, απαντών εις
ερωτήσεις ρώσων μοναχών, το τυπικόν των αγιορειτών ασκητών. </p>
<p align="justify">Μικρόν μέρος εκ της διασωθείσης αυτής
περιγραφής, εξελληνισθέν υπό Αιμ. Ταχιάου (8) αναφέρεται εις τον τρόπον
ασκήσεως και προσευχής των αγιορειτών ασκητών. Ούτοι, κατά την
περιγραφήν πάντοτε του ρώσου αρχιμανδρίτου Δοσιθέου, ησκούντο δια της
νοεράς προσευχής ήδη κατά τας αρχάς του ιγ' αιώνος, ως βεβαιοί το
ακόλουθον χωρίον: « Ὅσοι δέ ἀδελφοί ζῶσιν ἐν ἰδίοις κελλίοις τηροῦσι τόν
ἴδιον κανόνα ἀπ ' ἀρχῆς μέχρι τέλους τοῦ βίου αυτών, ήτοι (
ἀναγινώσκοντες ) τάς προσευχάς τοῦ ἡμίσεως Ψαλτηρίου καθ' ἑκάστην καί
(λέγοντες) ἑξακοσίας προσευχάς 'Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ'. Ἐάν δέ τις ἐπιθυμῇ
ὑπερβῆναι ( τόν κανόνα), ἀπόκειται τῷ θελήματι αὐτοῦ. ( Ποιοῦσι ) δέ ἀνά
τριακοσίας μετανοίας και ἀνά πεντακόσιας. Πρός δέ τούτοις ἀνά πᾶσαν
στιγμήν καθήμενοι ἤ βαδίζοντες, κατακεκλιμένοι ἤ ἐργόχειρον ποιοῦντες,
ἀδιακόπως λέγουσι γλώττῃ τε καί ἀναπνοή καρδίας 'Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ'.
Τοῖς δέ μή εἰδόσιν ἀνάγνωσιν ὥρισται ποιεῖν ἀνά ἑπτά χιλιάδας εὐχῶν τοῦ
Ἰησοῦ, παρεκτός τῶν κατά τό ἐ κκλησιαστικόν τυπικόν μετανοιῶν. Τοῖς δέ
πρεσβυτέροις ( ὥρισται ἐνδιατρίβειν ) ἐπί πλέον τῇ τοῦ Ἰησοῦ εὐχή καί
μετανοίας ποιεῖν τό κατά δύναμιν» (9). </p>
<p align="justify">Εν τούτοις τυγχάνει πλέον ή βέβαιον ότι ο
Γρηγόριος Σιναΐτης έδωσε γενναίαν ώθησιν εις τον θεωρητικόν βίον του
'Αθω, εκείθεν δε κατά κυριολεξίαν εισήγαγεν αυτόν μέσω Βουλγαρίας εις
τας σλαβικάς χώρας. </p>
<p align="justify">Κατά τον ευαγρινιάζοντα Σιναΐτην, ο το
πρώτον κατά των παθών στάδιον διελθών « ζῇ εἰς κατάστασιν θείου φωτός,
πλημμυρίζοντος αὐτόν καί δημιουργοῦντος παραδεισιακήν ἀγαλλίασιν ἄφατον.
Ὁ κεκαθαρμένος καί κεχαριτωμένος θεωρεῖ ἀπροσκόπτως τά πράγματα καθῶς
ταῦτα εἶναι, δηλαδή θεωρεῖ πᾶσαν τήν ἀλήθειαν καί τήν νοεράν αὐτοῦ ψυχήν
» (10). Έτι δε « ὑπό τοῦ ἀπείρου ἐκείνου καταληφθεῖσα (η ψυχή) φωτός,
οὐδαμῶς ἐπαισθάνεται τοῦ ταπεινοῦ καί ψεύδους καί ὑλικοῦ τοῦδε σώματος»
(11).. Αι τελευταίαι φράσεις απηχούν πως την νηπτικήν ή, ας είπωμεν
ούτω, την εκστασιακήν νηπτικήν θεολογίαν του Ευαγρίου. Το τρίτον στάδιον
του θεωρητικού βίου «αποτελεί την συναρπαγήν του νοός και του όλου
ανθρώπου προς τον θεόν. Περί της 'καταστάσεως' ταύτης δεν είπε και δεν
έγραψε πολλά ο όσιος. Ήτο απολύτως αδύνατον να παραστήση την θείαν '
κατάστασιν ', την μετά του Θεού ένωσιν, δι ' ανθρωπίνων μέσων» (12). </p>
<p align="justify">Ο πατριάρχης Αθανάσιος Α' (1289-1293 και
1303-1309) (13) και ο μητροπολίτης Φιλαδέλφειας Θεόληπτος (1324-1326)
(14) δεν έζησαν τόσον εντόνως τον αναχωρητικόν βίον όσον τον κοινωνικόν
της δράσεως, της καθοδηγήσεως ψυχών και της διοικήσεως της Εκκλησίας. Εν
τούτοις αμφότεροι απέβησαν αι πνευματικότεραι φυσιογνωμίαι, του τέλους
του ιγ' αιώνος, καθ' α μαρτυρεί και αυτός ο Γρηγόριος Παλαμάς (15).
Ένεκα τούτου επέδρασαν βαθύτατα επί τε των κοσμικών Χριστιανών και επί
των κοινοβιατών και αναχωρητών μοναχών. Μάλιστα ο Θεόληπτος, καίτοι
έγγαμος κατ' αρχάς ων, εμαθήτευσε παρά τω προμνησθέντι μοναχώ Νικηφόρω
και ανεδείχθη είτα εις μεγάλου κύρους πνευματικόν εν Κωνσταντινουπόλει.
Ως τοιούτος δ' εγένετο πιθανώς διδάσκαλος Γρηγορίου του Παλαμά, ασφαλώς
δε «γέρων», ήτοι πνευματικός πατήρ και εξομολόγος, της μοναστρίας
Ειρήνης (16) Ευλογίας Χουμναίνης Παλαιολογίνας, συζύγου του δεσπότου
Ιωάννου του Παλαιολόγου († 1307), όστις ήτο υιός Ανδρόνικου του Β'
(1282-1328). </p>
<p align="justify">Η επιβλητική πνευματική παρουσία και η
ευρεία επίδρασις και απήχησις των δύο τούτων ανδρών μαρτυρούν περί του
ότι, τελευτώντος του ιγ' και ανατέλλοντος του ιδ' αιώνος, η προς νήψιν
και άσκησιν ροπή ήτο λίαν διαδεδομένη, ανεπτύσσετο δε παραλλήλως προς το
ρεύμα της αναγεννήσεως ως ρεύμα θρησκευτικού πνευματικού βίου, εκ των
διαφόρων μορφών του οποίου προετιμάτο η θεωρητική. Ούτω ο θεωρητικός
βίος εύρισκεν εν Βυζαντίω θιασώτας τόσον εν ταις τάξεσι των μοναχών και
αναχωρητών, όσον και μεταξύ των εν τω κόσμω δρώντων εκκλησιαστικών
κύκλων, ήτοι μεταξύ του εφημεριακού κλήρου και αυτών έτι των ευσεβών
λαϊκών. Τυγχάνει δε λίαν αξιοπρόσεκτον ότι ο θρησκευτικός θεωρητικός
ούτος βίος ήτο ακραιφνώς εκκλησιαστικός και δη και μυστηριακός, ως θ'
αποδείξη βραδύτερον δια του έργου αυτού ο Νικόλαος Καβάσιλας. </p>
<p align="justify">Τον βίον της θεωρίας, την μέθοδον της
καρδιακής ή νοεράς προσευχής, τας περί θείων ελλάμψεων διηγήσεις
Γρηγορίου του Σιναΐτου και τους αγώνας προς επιτυχίαν της μακάριας
θεοπτίας των εμπειρικών τούτων νηπτικών πατέρων ανήγαγε και διετύπωσεν
εις σχήματα και υψηλήν θεολογίαν μία άλλη χορεία ορθοδόξων νηπτικών
πατέρων με επί κεφαλής τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν πρώτον και
Νικόλαον τον Καβάσιλαν ύστερον. </p>
<p align="justify">Ο χαρακτηρισμός των Νικηφόρου του
μοναχού, Γρηγορίου του Σιναΐτου, Αθανασίου Α' και Θεόληπτου Φιλαδέλφειας
ως «εμπειρικών» ουδαμώς στερεί αυτούς της εννοίας και της προσηγορίας
του θεολόγου. Οι εμπειρικοί ούτοι νηπτικοί ήσαν όντως θεολόγοι, καθ'
όσον διηγούντο ή εποίουν λόγον περί του πως δύναται τις ν' αναχθή εις
θεωρίαν της δόξης του Θεού και περί αυτού τούτου του γεγονότος της
θεοπτίας, τούθ ' όπερ συνιστά αληθή θεολογίαν δι ' άπασαν την ορθόδοξον
πνευματικήν παράδοσιν. </p>
<p align="justify">Εν τούτοις διακρίνομεν την θεολογίαν των
εμπειρικών από την θεολογίαν των συστηματικών ούτως ειπείν νηπτικών
Γρηγορίου του Παλαμά, Νικολάου του Καβάσιλα κ.α., ένεκα της
συστηματικότητος και της επαγωγικότητος, ήτις ελλείπει μεν παρά τοις
πρώτοις, χαρακτηρίζει δε τους δευτέρους. Ωσαύτως την διάκρισιν των δύο
θεολογιών επιβάλλει και το αδιαμφισβήτητον γεγονός ότι η θεολογία των
πρώτων είναι περιωρισμένου πως χαρακτήρος, ενώ των δευτέρων γενικωτέρου
και ευρύτερου από πάσης πλευράς. Οι μεν δηλαδή ασχολούνται αποκλειστικώς
και μόνον μετά του συγκεκριμένου θέματος της καθάρσεως και της
θεοπτίας, περί των οποίων αφηγούνται, οι δε, ενώ πράττουν και τούτο,
εμβαθύνουν έτι μάλλον εις το αυτό θέμα, το οποίον διευρύνουν, εξηγούν
και μάλιστα ερμηνεύουν εν συσχετισμού προς άλλα θεολογικά προβλήματα,
άτινα συνδέονται μετ' αυτού ή, όπερ και σπουδαιότερον, ανακύπτουν εξ
αυτού. 'Απασα η διεργασία αύτη απεκλήθη υφ' ημών θεολογία της θεοπτίας. </p>
<p align="justify">Ο κορυφαίος θεολόγος (17) της θεοπτίας,
ήτοι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς († 1359), κατήγετο μεν εκ Μικράς Ασίας,
εγεννήθη όμως εν Κωνσταντινουπόλει, ένθα έτυχεν επιμεμελημένης
παιδείας, εις ην περιελαμβάνετο η σπουδή του Αριστοτέλους, του οποίου
την διαλεκτικήν (18) εξετίμα ως τεχνικόν αγαθόν, και του Πλάτωνος, του
οποίου την μεταφυσικήν απέρριπτεν ως απάδουσαν προς την χριστιανικήν
θρησκείαν. Την τοιαύτην στάσιν του Γρηγορίου Παλαμά έναντι του Πλάτωνος,
σημειωθήτω, συνεμερίζοντο σχεδόν πάντες οι θεολογούντες, έτι δε και
αυτοί οι φιλοσοφούντες, της εποχής. Ενωρίς ο Παλαμάς ενεδύθη το
μοναχικόν ένδυμα και επεδόθη εις αυστηράν άσκησιν, αποκτήσας εις μικρού
χρόνου διάστημα φήμην ανδρός εληλακότος εις άκρον αρετής. Ως γνήσιος
εκπρόσωπος του θεωρητικού βίου και κάτοχος ευρείας παιδείας, εστάλη εις
την Κωνσταντινούπολη υπό των αγιορειτών μοναστών, επί τω σκοπώ όπως
απαντήση εις τας κατά των ησυχαστών κατηγορίας του εκ Καλαβρίας
φιλοσόφου Βαρλαάμ. Το έργον του ο Παλαμάς ανέλαβε μεθ ' ιερού ζήλου, εκ
της ενασκήσεως δε αυτού προήλθε το συστηματικόν μέρος των συγγραφών
αυτού. </p>
<p align="justify">Η σπουδαιότης της θεολογικής προσφοράς
του Παλαμά έγκειται εις το ότι ούτος επέτυχεν όχι απλώς να αναζωπυρήση
την θεολογίαν ή να εκφράση το περιεχόμενον αυτής δια νέων μορφών, αλλ '
εις το ότι ως σκεύος εκλεκτόν του Θεού εδέχθη την έλλαμψιν του θείου
φωτός -καθ' όσον αφορά εις την θέωσιν του ανθρώπου- και εξέφρασεν αυτήν
ελλόγως. Το γεγονός τούτο δεν πρέπει να θεωρηθή ως «νέα» Αποκάλυψις, αλλ
' ως συνέχεια του έργου της θείας Οικονομίας, ως «συνέχεια» της
αποκαλύψεως. </p>
<p align="justify">Το μέγα πρόβλημα εις το οποίον απαντά ο
Παλαμάς είναι το της γνώσεως του Θεού, ή μάλλον το της θεοπτίας. Δια να
ερμηνευθή θεολογικώς η θεοπτία εχρειάσθη να επιφέρη ο όσιος Γρηγόριος
βαθείαν τομήν εις την θεολογίαν, ειπών ότι της ουσίας του Θεού
προηγείται η ύπαρξις αυτού. Εν τω Θεώ διακρίνονται σαφώς ουσία και
ενέργειαι. </p>
<p align="justify">Εις το ανθρωπολογικόν πρόβλημα ο Παλαμάς
έλαβεν εμφαντικώς θετικήν και ρεαλιστικήν θέσιν. Ο άνθρωπος ολόκληρος
είναι καλός λίαν το σώμα του δεν είναι η αρχή του κακού (19) ως παρά
Πλάτωνι γίνεται δεκτόν. Ο Παλαμάς εδίδασκεν ότι σώμα και ψυχή αποτελούν
άρρηκτον ενότητα (20), ήτις δύναται, χάριτι θεία, να τύχη της
μακαριότητος. Ο νους ίνα καθαρθή οφείλει όπως εισέλθη εν τω οικείω αυτού
τόπω, ήτοι εν τη καρδία, μεθ ' ης, ως και μετά του σώματος ολοκλήρου,
καταξιούται της θέας της δόξης του Θεού, της θείας ενεργείας. Ταύτα
σημαίνουν ότι η πλατωνική κατά βάσιν έννοια της εκστάσεως απεκλείετο
οριστικώς εκ της ασκητικής παραδόσεως της Ανατολής. Επομένως ουδεμία
έξοδος, <strong></strong>ουδεμία έ κστασις, ει μη μόνον κάθαρσις εκ των
παθών, απελευθέρωσις εκ της δουλείας εις τας δυνάμεις του Σατανά,
πάντοτε δε δι ' ασκητικών αγώνων, νοεράς προσευχής και δη και χάριτος
θείας. </p>
<p align="justify">Η ύπαρξις δε του Θεού σύγκειται εκ της
ουσίας και των ενεργειών αυτού. Και η μεν θεία ουσία, την οποίαν
χαρακτηρίζει ως κυρίως θεότητα ή ως « υπερκειμένην » θεότητα, είναι
ακατάληπτος και άρρητος. Αι δε θείαι ενέργειαι, ούσαι ενυπόστατοι και
«παρά» την ουσίαν, είναι προσιταί (21).. Ο άνθρωπος κατά συνέπειαν
θεωρεί μόνον τας θείας ενεργείας, θεούται δε καθ' όσον μετέχει τούτων.
Δεν θεωρεί την θείαν ουσίαν, διότι τότε θα εταυτίζετο μετά του Θεού,
όπερ βλάσφημον. Η διάκρισις ουσίας και ενεργείας εν τω Θεώ, γνωστή ούσα
σποραδικώς και παρά τοις αρχαίοις πατράσιν, εκαλλιεργήθη, ηρευνήθη
συστηματικώς, ηξιολογήθη ως προς τας συνεπείας αυτής εφ' ολοκλήρου της
θεολογίας και διετυπώθη υπό του Παλαμά εις διδασκαλίαν, επικυρωθείσαν
υπό της Εκκλησίας (22). </p>
<p align="justify">Ο έτερος των επιφανών εκπροσώπων και
πρωταγωνιστών της θεολογίας της θέας του Θεού, ο Νικόλαος Καβάσιλας
(23), έζησεν ικανά έτη μετά τον θάνατον του οσίου Γρηγορίου Παλαμά,
δημιουργήσας νέαν δια την εποχήν του αναλαμπήν της μυστηριακής νηπτικής
θεολογίας. Ούτος, καίτοι υπέρμαχος κατ' ουσίαν της παλαμικής θεολογίας,
ηκολούθησεν οδόν διάφορον εκείνης του Παλαμά, προϋποθέσας μόνον τας
θεωρητικάς αρχάς, ουχί δε και την νηπτικήν αυτού μέθοδον. Τοιουτοτρόπως η
εγκόσμιος, ούτως ειπείν, μυστηριακή πνευματικότης, ούσα διάχυτος καθ'
όλην την βυζαντινήν περίοδον, εύρεν εν τω προσώπω του Νικολάου Καβάσιλα
τον κορυφαίον αυτής θεωρητικόν. Κατ' αυτόν, επειδή ο Θεός είναι πανταχού
παρών, δεν παρίσταται ανάγκη αναχωρήσεως (24) εις τας ερήμους και τας
οπάς της γης, προκειμένου τις να επιδοθή εις την νήψιν της καρδίας και
του νοός. Το 'Αγιον Πνεύμα, όπερ ουδέποτε έλειψεν από την Έκκλησίαν,
αναπληροί τα ασθενή και ο άνθρωπος εν τω συνόλω αυτού αγιάζεται δια των
μυστηρίων, καταυγαζόμενος υπό τη ς θείας χάριτος, θεούμενος. Συγχρόνως
όμως δεν παραλείπει να τονίση ο Καβάσιλας ότι, ίνα ενωθή τις μετά του
Ιησού Χριστού, οφείλει να υποφέρη ό,τι Εκείνος υπέφερε και να ζήση όπως
Εκείνος έζησε κατά τον επίγειον αυτού βίον (25). Ούτω δια των τελευταίων
φράσεων προσεγγίζει την νηπτικήν προσπάθειαν του Παλαμά και της όλης
ασκητικής παραδόσεως. Χαρακτηριστικόν μάλιστα παράδειγμα -παρά τας
υφισταμένας διαφοράς- συμπτώσεως της νηπτικής πορείας παρά Παλαμά και
Καβάσιλα τυγχάνει χωρίον τι εκ του έργου του τελευταίου Περί της εν
Χριστώ ζωής, ένθα συνιστάται εις τους πιστούς η αδιάλειπτος προσευχή
(26) και η συνεχής νοερά μελέτη του Ιησού Χριστού (27).. Προς τούτοις,
ενώ τονίζεται η υπό του Κυρίου κατάκτησις της καρδίας, οπότε αυτή
δοκιμάζει χαρμονήν και γλυκύτητα, υπομιμνήσκεται συγχρόνως ότι προς
επιτυχίαν πνευματικού βίου απαιτείται μέθοδος και σύστημα (28). Έτι δε,
όσα διδάσκει ο Καβάσιλας περί μη αγωνιώσης ψυχής και καρδίας (29)
ουδόλως απέχουν εκ της εννοίας της απάθειας των ησυχαστών πάντων των
αιώνων του βίου της Εκκλησίας. Η μεγίστη συμβολή του Ν. Καβάσιλα εις την
θεωρίαν του πνευματικού βίου έγκειται τούτο μεν εν τω χριστοκεντρισμώ
αυτού, τον οποίον υπέλαβεν ως θεμέλιον πάσης προσπάθειας δι' ένωσιν μετά
του Θεού, τούτο δε εν τω τονισμώ της ευχαριστιακής ζωής ως αρχής και
τέλους του χριστιανικού βίου. </p>
<p align="justify">Όσα εξετέθησαν περί της θεολογίας της
θεοπτίας και των στυλοβατών αυτής επέχουν θέσιν περιγράμματος, εντός του
οποίου εκινήθη πνευματικώς και δημιουργικώς πλειάς όλη δοκίμων
θεολόγων, εν οις διακρίνονται ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Νείλος
Καβάσιλας († 1363) (30), θείος του προμνημονευθέντος Νικολάου Καβάσιλα, ο
Κάλλιστος Καταφυγιώτης (τέλη ιδ' αιώνος) (31), ο Δαβίδ Δισύπατος (μέσα
του ιδ' αιώνος) (32), ο Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός (1347-1354) (33), οι
πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος Α΄ (1350-1353 και 1355-1363)
(34) και Φιλόθεος Κόκκινος (1353-1354 και 1364-1376) (35), ο Κάλλιστος
Αγγελικούδης ο Μελενικιώτης (36) και τινες ολιγώτερον γνωστοί, ων τα
έργα ή είναι πλημμελώς γνωστά και ανέκδοτα ή απωλέσθησαν παντελώς.</p>
<hr align="JUSTIFY" size="1" />
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
<p align="justify">(1) Περί του ησυχαστού Νικηφόρου γνωρίζομεν
ελάχιστα, περί ων βλ. Martin Jugie, " Note sur le moine hésychaste
Nicéphore et sa méthode d'oraison", <em>Echoes d'Orient </em> 35 (1936) 409-412, J. Meyendorff, <em>Introduction à l'étude de Grégoire Palamas</em>, Paris 1959, 31, 70, 201- 202, 210- 211 και αλλαχού συμφώνως τω πινάκι των κυρίων ονομάτων του έργου, εν <em>Κληρονομία </em>1 (1969), 325-335. J. Patinot, <em>ΘΗΕ </em> 9, 483-484. Π. Χρήστου, <em>Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα</em>, Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, 328-330. </p>
<p align="justify">(2) Εν αντιθέσει προς τον συμπατριώτην
αυτού Βαρλαάμ τον Καλαβρόν, όστις ορθόδξος ον κατ' αρχάς, μετεστράφη
εῖτα εις τον Ρωμαιοκαθολικισμόν (βλ. σ. 44 παρούσης εργασίας). </p>
<p align="justify">(3) Ό,τι περί της ασκήσεως του Νικηφόρου
γνωρίζομεν αρυόμεθα κυρίως εκ του ακολούθου χωρίου του Γρηγορίου Παλαμά:
«Νικηφόρον δέ τόν ὅσιον ἐκεῖνον ὅς, πολυετῆ χρόνον ἐν ἡρεμίᾳ καί ἡσυχίᾳ
διενεγκών, ἔπειτα τοῖς ἐρημικωτέροις μέρεσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους
ἐμφιλοχωρήσας καί ἀπασχολήσας ἑαυτόν ἐκ παςῶν τῶν πατερικῶν φωνῶν
συνειλοχώς, τήν ηπτικήν ἡμῖν αὐτῶν παραδέδωκε πρᾶξιν» ( <em>Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων</em>, Α΄ 2, εν Π. Χρήστου, <em>Γρηγορίου του Παλαμά συγγράμματα</em>, Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, 404-405). </p>
<p align="justify">(4) Εξεδόθη το πρώτον υπό του Νικοδήμου του Αγιορείτου εν <em>Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών</em>, Ενετίησι 1782, σ. 869-876, ανετυπώθη δε υπό J. P. Migne, PG 147, 945-966. Πρβλ. I. Hausherr, <em>La méthodologie d'oraison hésyhaste</em>, Orientalia Christiana IX 2 (1927) 129-134, όπου εξετάζονται σχετικά προς το κείμενον και τον συγγραφέα αυτού προβλήματα. </p>
<p align="justify">(5) PG 147, 966. </p>
<p align="justify">(6) Κλασσική πηγή δια τα κατά τον όσιον
Γρηγόριον Σιναΐτην παραμένει ο βίος αυτού, συντεθείς υπό του
μνημονευθέντος μαθητού του Καλλίστου Α΄ και εκδοθείς υπό Ι. Πομιαλόφσκυ,
<em>Ζίτιε ίζε βο σβιατούχ οτσά νασεβό Γκριγκόρια Σιναΐτα</em>,
Πετρούπολις 1894, σ. 1-16. Επειδή η έκδοσις αύτη τυγχάνει άκρως
δυσπρόσιτος, μνημονεύομεν και της παραφράσεως του κειμένου τούτου, της
εκδοθείσης υπό Β. Ματθαίου, εν <em>Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, </em> Δ΄ (2), Αθήναι 1960, σ. 114-136. προς τούτοις πρβλ. και J. Meyendorff, <em>Introduction à l'étude de Grégoire Palamas</em>, Paris 1959, 52- 53, 63-64 και αλλαχού κατά τον πίνακα των κυρίων ονομάτων του έργου. Του αυτού, <em>St Grégoire Palamas et la mystique orthodoxe</em>, Borges 1959, 67-71. Στ. παδοπουλου, «Γρηγόριος Σιναΐτης», εν <em> ΘΗΕ</em>, 4, ένθα και βιβλιογραφία. </p>
<p align="justify">(7) Πρβλ. Στ. Παπαδόπουλου, εν <em>ΘΗΕ</em>, 5, 117-118. </p>
<p align="justify">(8) «Αι μετά του Αγίου Όρους σχέσεις της Ρωσίας μέχρι του 14 ου αιώνος» εν Π. Χρήστου, <em>Αθωνική Πολιτεία</em>, Θεσσαλονίκη 1963, σ. 505-506. </p>
<p align="justify">(9) ἔνθ' ἀν., σ. 505. </p>
<p align="justify">(10) <em>ΘΗΕ</em>, 4, 706. </p>
<p align="justify">(11) Ι. Πομιαλόφσκυ, <em>Ζίτιε ίζε βο σβιατούχ οτσά νασεβό Γκριγκόρια Σιναΐτα</em>, Πετρούπολις 1894, σ. 14. </p>
<p align="justify">(12) <em>ΘΗΕ </em> 4, 707. </p>
<p align="justify">(13) Περί του βίου της δράσεως και του έργου του Αθανασίου βλ. <em>Introduction à l'étude de Grégoire Palamas</em>, Paris 1959, σ. 34 και αλλαχού κατά τον πίνακα των κυρίων ονομάτων του έργου. Beck, σ. 692 και αλλαχού. Ν. Τωμαδάκη, <em>Σύλλαβος βυζαντινών μελετών και κειμένων</em>,
Αθήναι 1961, σ. 485 κεξ. Ένθα δαψιλής βιβλιογραφία. M. Banescu, "Le
patriarche Athanase I et Andronic II Paléologue, état religieux,
politique et social de l'Empire ", <em>Bulletin de la section historique ( </em>της Ρουμανικής Ακαδημίας ) 23 (1942) 1-28. </p>
<p align="justify">(14) Περί τον Θεόληπτον ησχολήθη ικανώς
κατά τας τελευταίας δεκαετίας η επιστημονική έρευνα, ετοιμάζεται δε υπό
των βυζαντινολόγων G. Novak και J. Patinot η κριτική έκδοσις του
σημαντικωτέρου μέρους του συγγραφικού έργου του Θεολήπτου. Ενδεικτικώς
σημειούμεν τας ακολούθους ειδικάς μελετάς: V. Laurent, « Les crises
religieuses à Byzance. Le schisme antiarsénite du Métropolite de
Philadelphie Théolept », εν <em> REB </em>18 (1960) 45 - 54. Του αυτού, άρθρον «Θεόληπτος», εν ΘΗΕ, 6, 249- 250, ένθα και σχετικώς πλήρης βιβλιογραφία. J. Verpeaux, <em>Nicéphore Choumnos. Homme d'état byzantin et humanist chrétien</em>, Paris 1959, συμφώνως τω πινάκι κυρίων ονομάτων του έργου. J. Meyendorff, <em>Introduction à l'étude de Grégoire Palamas</em>, Paris 1959, 30-33 και 49-50. </p>
<p align="justify">(15) «Ἄνδρες γάρ μικρῷ πρό ἡμῶν
μεμαρτυρημένοι καί ἀποδεδειγμένοι ἐν δυνάμει πνεύματος ἁγίου τοῦθ ' ἡμῖν
διά στόματος οἰκείου παρέδωκε τόν τε θεολόγον τοῦτον ὡς ἀληθῶς θεολόγον
καί τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ μυστηρίων ἐπόπτην ἀσφαλέστατον ἐφ ' ἡμῶν
ἀνεκήρυττον· τόν φερωνύμως Θεόληπτον ἐκεῖνον ἀκούεις, τόν Φιλαδελφείας
πρόεδρον, μᾶλλον δ ' ἀπό ταύτης ὡς ἀπό λυχνίας τόν κόσμον φωτίσαντα, τόν
Ἀθανάσιον ἐκεῖνον, ὅς ἐπί ἑνιαυτούς οὐκ ὀλίγους τόν πατριαρχικόν
ἐκόσμησεν θρόνον, οὗ καί τήν σορόν ὁ Θεός ἐτιμήσεν...»( <em>Ὑπέρ τῶν ἱερῶν ἡσυχαζόντων</em>, Α 2, εν <em>Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα</em>, Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 405). </p>
<p align="justify">(16) V. Laurent, " Une princesse
byzantine au cloître : Irène- Eulogie Choumnos Paléologine, fondatrice
du couvent des femmes του Φιλανθρώπου Σωτήρος ", Echoes d'Orient 29
(1930) 29-30. Το σημαντικώτερον έργον του Θεολήπτου σύγκειται εκ
κηρυγμάτων λεχθέντων ενώπιον των μοναστριών της μονής, την οποίαν
συνέστησεν η Ειρήνη Παλαιολογίνα και εις την οποίαν εν συνεχεία αύτη
εγκατεβίωσε. </p>
<p align="justify">(17) Προς κατατόπισιν καί ενημέρωσιν του
αναγνώστου καταχωρίζομεν ενταύθα τινας μόνον εκ των σημαντικωτέρων
μελετών, εξ όσων αναφέρονται εις τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, όστις κατά
τας τελευταίας δεκαετίας συνεκέντρωσε το ενδιαφέρον ημεδαπών και
αλλοδαπών, ορθοδόξων και μη ερευνητών. Γ. Παπαμιχαήλ, <em>Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης</em>, Πετρούπολις-Αλεξάνδρεια 1911. Α. Μ. Ammann, <em>Die Gotteschau im palamitischen Hesychasmu </em>s, Würzburg 1938. Κυπριανού Kern, « Les éléments de la théologie de Grégoire Palamas », <em>Irénikon </em>20 (1947), 6- 33. J. Meyendorff, <em>Introduction à l'étude de Grégoire Palamas</em>, Paris 1959. Π. Χρήστου, <em>Γρηγόριος ο Παλαμάς και η θεολογία εις την Θεσσαλονίκην κατά τον ιδ΄ αιώ </em>να, Θεσσαλονίκη 1957. Του αυτού «Γρηγόριος ο Παλαμάς», εν <em> ΘΗΕ</em>, 4, 775-794, ένθα και πλουσία βιβλιογραφία. Του αυτού, <em>Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, </em> Α΄, Β΄, Θεσσαλονίκη 1962, 1966. V. Lossky, <em>Vision de Dieu</em>, Nauchâtel, 1962, 127-140. Γ. Μαντζαρίδου, <em>Προϋποθέσεις και παράγοντες θεώσεως του ανθρώπου κατά την διδασκαλίαν του Γρηγορίου Παλαμά</em>, Θεσσαλονίκη 1963. </p>
<p align="justify">(18) Β. Τατάκη, «Γρηγόριος ο Παλαμάς. Μεθοδολογικά», εν Π. Χρήστου, <em>Αθωνική Πολιτεία </em> (συλλογικόν έργον), Θεσσαλονίκη 1963, σ. 349-357. </p>
<p align="justify">(19) Β. Τατάκη, <em>Θέματα χριστιανικής και βυζαντινής φιλοσοφίας, </em> Αθήναι 1952, σ. 111. </p>
<p align="justify">(20) <em>Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων</em>, Α΄ 3, 46 (Π. Χρήστου, <em>Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα</em>, Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 457-458). </p>
<p align="justify">(21) Π. Χρήστου, εν <em>ΘΗΕ</em>, 4, 791. </p>
<p align="justify">(22) Την τοιαύτη επικύρωσιν εκφράζουν οι
Τόμοι των συνόδων, αι οποίαι συνεκλήθησαν εν Κπόλει κατά τα έτη 1341,
1347 και 1351. Περί των κειμένων των Τόμων τούτων και αυτά τα κείμενα
βλ. εν Ι. Καρμίρη, <em>Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας</em>, Α΄, Αθήναι 1960, σ. 348-416, ένθα και δαψιλής βιβλιογραφία. </p>
<p align="justify">(23) Εκ των σχετικών προς τον επιφανή
βυζαντινόν θεολόγον άρθρων και αυτοτελών εργασιών μνημονεύομεν μόνον των
εξής: S. Salaville, <em>Nicolaos Cabasilas, explication de la divine liturgie. Introduction et traduction française, </em> Paris- Lyon 1943. Του αυτού, «Cabasilas N.», <em>Dictionnaire de Spiritualit é</em>, II, 1- 9. M. Lot- Borodine, <em>Un maître de spiritualité byzantine au XIVe siècle : Nicolas Cabasilas</em>, Paris 1958. Α. Αγγελόπουλου, <em>Η περί της εν Χριστώ ζωής του Νικολάου Καβάσιλα </em>(σερβιστί), Βελιγράδιον 1966. Bobrinskoy Boris «Nicolas Cabasilas et la spiritualité hésychaste», La pensé orthodoxe, ( <em>Revue de l'Institut de Théologie Orthodoxe) </em> 1 (1966) 21- 24. Π. Νέλλα, <em>Προλεγόμενα εις την μελέτην του Νικολάου Καβάσιλα</em>, Αθήναι 1968. </p>
<p align="justify">(24) Νικολάου Καβάσιλα, <em>Περί της εν Χριστώ ζωής Σ </em>Τ΄, PG 150, 657 D - 660 A. </p>
<p align="justify">(25) Ἔνθ' ἀν. Β΄, PG 150, 657 D - 660 C. </p>
<p align="justify">(26) " Χριστιανούς δε τῇ τοῦ Θεοῦ
συνουσίᾳ προσκεῖσθαι τόν ἀεί χρόνον ἀδιαλείπτως προσευχομένους " ( Ἔνθ.
ἀν., Ζ΄, PG 150, 696 B). </p>
<p align="justify">(27) Ἔνθ. ἀν., ΣT΄, PG 150, 657, 661 και 667. </p>
<p align="justify">(28) Ἔνθ. ἀν., ΣT΄, PG 150, 656 D. </p>
<p align="justify">(29) Ἔνθ. ἀν., Ζ΄, PG 150, 696- 700. </p>
<p align="justify">(30) E. Candal, <em>Nilus Cabasilas et theologia S. Thomae de prosessione Spiritus Sancti </em>(Studi e Testi 166), Città del Vaticano 945. Στ. Παπαδοπούλου, <em>Ελληνικαί μεταφράσεις θωμιστικών έργων. Φιλοθωμισταί και αντιθωμισταί εν Βυζαντίω</em>, Αθήναι 1967, σ. 121-128. </p>
<p align="justify">(31) Τα «περί θείας ενώσεως και βίου
θεωρητικού» κεφάλαια αυτού εύρηνται ανατετυπωμένα εκ της Φιλοκαλίας
(πρβλ. γ΄ έκδοσιν, γενομένην υπό υπό Α. και Ε. Παπαδημητρίου, Ε΄, Αθήναι
1963, σ. 4-59) εν PG 147, 836- 941. </p>
<p align="justify">(32) Π. Χρήστου, <em>Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, </em> Α, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 319. Στ. Παπαδόπουλου, «Δισύπατος Δαυίδ» εν <em>ΘΗΕ, </em> 5, 117- 118. M. Candal, «Origen idelogico del palamismo en un documento de David Disipato", OCHP 15 (1949) 116- 124. </p>
<p align="justify">(33) Δια την θέσιν την οποίαν ο Ιωάννης Κατακουζηνός κατέχει εν τω θεολογικώ χώρω βλ. Beck, 731- 732 και Σ. Κουρούση, εν <em>ΘΗΕ, </em> 7, 29-35, ένθα και πλουσία βιβλιογραφία. </p>
<p align="justify">(34) Περί Καλλίστου Α΄ βλ. J. Meyendorff, <em>Introduction à l'étude de Grégoire Palamas, </em>Paris 1959 (πολλαχού κατά τον πίνακα κυρίων ονομάτων) και M. Jugie, <em>Catholicisme</em>, II, 391- 392. </p>
<p align="justify">(35) Δια μεν το συγγραφικόν έργον του
Φιλοθέου βλ. Beck, σ. 723-725, δια δε το μέρος το οποίον ούτος
διεδραμάτισε κατά τας θεολογικάς διαμάχας ως υπεύθυνος εκκλησιαστικό
ςάρχων και ως θεολόγος βλ. J. Meyendorff, μν. έργ., κατά τόν πόινακα
αυτού. </p>
<p align="justify">και Ιωάννου του Ιταλού, κατά τον ια΄, Ευστρατίου Νικαίας, κατά τον ιβ΄, και Γεωργίου Πλήθωνος ή Γεμιστού κατά τον ιε΄ αιώνα. </p>
<p align="justify">(36) Στ. Παπαδόπουλου, <em>Ελληνικαί μεταφράσεις θωμιστικών έργων. Θωμισταί και αντιθωμισταί εν Βυζαντίω</em>, Αθήναι, 1967, σ. 156-172. </p>Unknownnoreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-6884247711850984245.post-27096154493676668922020-12-21T19:02:00.004+02:002020-12-21T19:03:18.237+02:00ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗΝ ΜΑΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ<p>
<img align="left" alt="Το μήνυμα της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά" border="0" src="https://www.stamoulis.gr/Articles/Images/grigorios-palamas.jpg" style="padding-right: 10px; padding-top: 15px;" title="Το μήνυμα της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά" /></p>
<p><br />
1. Ο Ησυχασμός1 είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου παραδόσεως,
ταυτιζόμενος με αυτό που περικλείει και εκφράζει ο όρος ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Έξω
από την ησυχαστική παράδοση η Ορθοδοξία είναι ανύπαρκτη και αδιανόητη. Η
ησυχαστική πράξη, εξ άλλου, είναι η «λυδία λίθος» για την αναγνώριση
της αυθεντικής χριστιανικότητας. «Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή» -με τις
ησυχαστικές πρακτικές- αποκτώνται τα ουράνια χαρίσματα στην
ορθοδοξοπατερική παράδοση. Πρέπει δε να αποσαφηνισθεί εξ αρχής, ότι ως
ησυχασμός νοείται κυρίως η πορεία προς την θέωση και η εμπειρία της
θεώσεως και δευτερευόντως η διερεύνηση και καταγραφή αυτής της πορείας
και εμπειρίας, η ακαδημαϊκή δηλαδή νοηματοδότηση του όρου «θεολογία».</p>
<p><br />
Ο Ησυχασμός είναι η βάση και το θεμέλιο των δογματικοθεολογικών
αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ως η αγιοπνευματική πορεία της
«καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως» και όχι κάποια
διανοητική-στοχαστική-επιστημονική διαδικασία. Γι’ αυτό η γνώση του Θεού
ως θέωση είναι υπόθεση όλων, εγγραμμάτων και αγραμμάτων, σοφών και
ασόφων και όχι μόνο των φιλοσοφούντων, όπως διετείνετο ο ουνιτίζων
Βαρλαάμ ο Καλαβρός (1290-1359), τον 14ο αιώνα. Αυτόν κυρίως αντέκρουσε,
ως κύριος εκπρόσωπος και πρόμαχος της Ησυχαστικής παραδόσεως ο Άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359)2, ο μεγαλύτερος ορθόδοξος θεολόγος της
εποχής του και μέγας Πατήρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.</p>
<p><br />
Ο Άγιος Γρηγόριος σπούδασε Θεολογία στην αληθινή Θεολογική Σχολή της
Ορθοδοξίας, κατά τα κεφάλαια 12-14 της Α’ Προς Κορινθίους (δόμηση της
Εκκλησίας διά των χαρισμάτων), δηλαδή στον χώρο της ασκήσεως και
μετανοίας. Μέσα στο (κοινοβιακό) Μοναστήρι ο Παλαμάς έγινε Θεολόγος.
Πηγή της Θεολογίας του δεν ήταν η σχολική, ακαδημαϊκή, έστω και αν
κατείχε και αυτήν στο έπακρον, γνώση, αλλά η αγιοπνευματική ζωή. Με αυτή
την προϋπόθεση αναδείχθηκε συνεχιστής των Προφητών, των Αποστόλων και
των Πατέρων και γνήσιος Θεολόγος της παραδόσεως. Με βάση δε τα θαύματά
του -βεβαίωση της αναδείξεώς του σε «ναόν του Αγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ.
6, 19)- διακηρύχθηκε το 1368 Άγιος της Ορθοδοξίας, σύμφωνα με τα
αγιολογικά κριτήρια της, και όχι λόγω των υπέροχων συγγραμμάτων του,
όπως θα ήθελε το κοσμικό πνεύμα3.<br />
Οι εκδοτικές και ερευνητικές συμβολές των γνωστών ακαδημαϊκών Θεολόγων
μας Παναγιώτου Χρήστου, π. Ιωάννου Ρωμανίδου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π.
John Meyendorf, π. Ιουστίνου Πόποβιτς, π. Δημητρίου Στανιλοάε, Γεωργίου
Μαντζαρίδου, Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου κ.ά. έκαμαν ευρύτερα
γνωστό τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τον 20ό αιώνα.</p>
<p><br />
Η πατερικότης έναντι της αιρετικής πλάνης<br />
2. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναδείχθηκε από την Χάρη του Θεού σε κατ’
εξοχήν ησυχαστή Θεολόγο, που οριοθέτησε σε κρίσιμους καιρούς την
πατερικότητα απέναντι στην αιρετική πλάνη, αυθαιρεσία και αλλοτρίωση της
Δυτικής Χριστιανοσύνης. Η πρώτη σπουδαία επισήμανση έγινε από τον Μέγα
Φώτιο (±820-±891) στο πλαίσιο της Θεολογίας (Filioque) και
Εκκλησιολογίας (κανονική τάξη), αλλά προσδιορίσθηκε σαφέστερα και
βαθύτερα από τον Γρηγόριο Παλαμά. Φώτιος και Παλαμάς εχάραξαν την στάση
έναντι της Δυτικής Χριστιανοσύνης, που έγινε παράδοση της Ορθοδοξίας,
στην οποία εβάδισε, επίσης σε κρίσιμους καιρούς, ο Άγιος Μάρκος ο
Ευγενικός (1394-1445). Καμιά παρέκκλιση στην στάση αυτή δεν είναι δυνατή
-όσο η Λατινική Εκκλησία εμμένει στις πλάνες της- χωρίς συνέπειες για
την ορθόδοξη πίστη και την σωτηριολογική δυναμική της.<br />
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνέχισε την πνευματική σκυταλοδρομία, που
άρχισε με τον Μέγα Φώτιο στην αντιμετώπιση της δυτικής πλάνης. Ο Μέγας
Φώτιος συνέλαβε την προϊούσα αλλοτρίωση του Δυτικού Χριστιανισμού, όπως
φαίνεται στο σπουδαίο θεολογικό έργο του «Περί της του Αγίου Πνεύματος
Μυσταγωγίας»4, που συνιστά έκτοτε την βασική πηγή για την κατανόηση του
βάρους της αιρετικής διδασκαλίας του Filioque. Αναδείχθηκε δε πατέρας
της Η’ Οικουμενικής Συνόδου (Κωνσταντινούπολις, 879/880)5, που
κατεδίκασε το Filioque και την προσθήκη του στο ιερό σύμβολο. Ο Παλαμάς
με την διεύρυνση των δυτικών προκλήσεων στην εποχή του, μετά μάλιστα το
τραγικό 1204[6], συνειδητοποίησε πλέον καθαρά ότι είχε προκύψει στη Δύση
ένας χριστιανισμός άλλου είδους, εντελώς ξένος προς το πνεύμα της
πατερικής παραδόσεως. Ο Παλαμάς αναδείχθηκε σε πατέρα της Θ’
Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή των ησυχαστικών συνόδων των ετών 1341, 1347
και 1351, ιδιαίτερα δε της τελευταίας7, που διεκήρυξαν το άκτιστο της
θείας Χάριτος, οριοθετώντας την πίστη της Εκκλησίας μας εν αναφορά προς
την αιρετική σχολαστική διδασκαλία περί κτιστής Χάριτος (gratia creata)
(Θωμάς Ακινάτης). Είναι ψευδοεπιχείρημα, συνεπώς, ότι δεν υπάρχει
Οικουμενική Σύνοδος, που έχει καταδικάσει ως αιρετική την Λατινική
Εκκλησία. Αυτό αναμένεται να το δεχθεί και διακηρύξει η προετοιμαζόμενη
Πανορθόδοξος Σύνοδος -για μας οικουμενική- αναγνωρίζοντας ως
οικουμενικές την Η’ και Θ’ Σύνοδο επί Φωτίου και Παλαμά. Αν δεν πράξει
αυτό, θα συγκαταριθμηθεί -ο μη γένοιτο- με τις ψευδοσυνόδους της Εφέσου
(449) και της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39).</p>
<p><br />
Ο αγών διά την διάσωση της διδασκαλίας περί διακρίσεως ουσίας – ενεργείας<br />
3. Σε τί όμως συνίσταται συγκεκριμένα η προσφορά του Αγίου Γρηγορίου
Παλαμά στον χώρο της Θεολογίας; Η συμβολή του, που έχει ιδιαίτερη
σημασία και σήμερα λόγω του οικουμενικού διαλόγου, μπορεί να συνοψισθεί
στα ακόλουθα βασικά σημεία:<br />
3.1. Πρωταρχικό χαρακτήρα έχει ο αγώνας του να σωθεί, στο πλαίσιο της
πατερικής Θεολογίας (π.χ. Μέγας Βασίλειος), η διδασκαλία περί διακρίσεως
ουσίας και ενεργείας στον Θεό και το άκτιστο της θείας Χάριτος
(ενεργείας του Τριαδικού Θεού). Κατά τον λόγο του ο Θεός έχει ουσία και
ενέργεια. Ο ενεργών είναι το πρόσωπον και η ενέργεια είναι η ουσιώδης
κίνηση της θείας φύσεως. Την διάκριση αυτή ο Παλαμάς χαρακτηρίζει
«θεοπρεπή και απόρρητον», ως βασική προϋπόθεση της θεώσεως του ανθρώπου.
Αν η εκπεμπόμενη από τον Θεό προς τον κόσμο (την κτίση) Χάρη δεν είναι
άκτιστη, δεν υπάρχει δυνατότητα θεώσεως (σωτηρίας) του ανθρώπου και
αγιασμού της κτίσεως. Με την αποδοχή της ακτίστου Χάριτος σώζεται η
εμπειρία της παρουσίας του Θεού στην ιστορία. Η μετοχή στην θεία Χάρη
υπερβαίνει τις λογικές αναβάσεις της σχολαστικής θεολογήσεως προς τον
Θεό, που εμμένει στην περί «actus purus» διδασκαλία, την ταύτιση δηλαδή
ουσίας και ενεργείας. Θα μου επιτραπεί στην συνάφεια αυτή ένα ησυχαστικό
παράδειγμα. Η δυτική Θεολογία βλέπει τον Θεό ως ένα ηλιακό δίσκο, που
είναι μεν φωτεινός εις τον ουρανό, αλλά οι ακτίνες του δεν φθάνουν στην
γη, για να θερμάνουν και ζωογονήσουν τον κόσμο. Σ’ αυτή την περίπτωση, ή
υπάρχει ή δεν υπάρχει ο ήλιος, δεν έχει πρακτική σημασία. Αντίθετα ο
Θεός της Ορθοδοξίας (όλων των Αγίων της) είναι ένας Ήλιος, του οποίου οι
ακτίνες φθάνουν στην γη και την ζωογονούν. Γι’ αυτό και σπεύδουν οι
άνθρωποι από τα οποιαδήποτε «υπόγεια» της αμαρτίας και ασωτείας τους να
ανεβούν (=μετάνοια) στην επιφάνεια, για να δεχθούν την σωστική ενέργεια
του Ηλίου της δικαιοσύνης και να σωθούν δι’ Αυτού.</p>
<p><br />
Το φιλιόκβε<br />
3.1.1. Από την δυτική σχολαστική διδασκαλία περί ταυτίσεως ουσίας και
ενεργείας στον Θεό απορρέουν όλες οι άλλες αιρέσεις και πλάνες της
δυτικής χριστιανοσύνης. Λ.χ. το Filioque, που συνιστά βλασφημία κατά της
Αγίας Τριάδος: Ο Πατήρ, μεταδίδοντας (ανάρχως και ατελευτήτως) την
ουσία του στον Υιό, Του μεταδίδει (δήθεν) και την εκπόρευση του Αγίου
Πνεύματος. Έτσι όμως καταργούνται τα προσωπικά και ακοινώνητα ιδιώματα
των θείων Προσώπων, η αγεννησία του Πατρός, το γεννητόν του Υιού και το
εκπορευτόν του Αγίου Πνεύματος. Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος στο σημείο
αυτό να διερωτηθεί: Μήπως όλ’ αυτά είναι σχολαστικά ζητήματα χωρίς
σωτηριολογική σημασία; Όπως, όμως, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
(680-πριν από το 754): «Ο Θεός απεκάλυψεν ημίν ό,τι ην δυνατόν ημίν
γνώναι και εδυνάμεθα φέρειν». Για τον Θεό γνωρίζουμε ό,τι Αυτός
απεκάλυψε. Αν, λοιπόν, αναφέρουμε στον Τριαδικό Θεό τις δικές μας
προλήψεις, τότε πέφτουμε σε ειδωλολατρία, διότι «κατασκευάζεται» Θεός,
που δεν υπάρχει.</p>
<p><br />
Άλλη σχετική πλάνη είναι η υποτίμηση του υλικού κόσμου, αφού δεν
αγιάζεται με την άκτιστη Χάρη, η υποχρεωτική αγαμία του Κλήρου, η
υποτίμηση του ύδατος, όπως εκφράζεται με τον ραντισμό ή την επίχυση στο
μυστήριον του Βαπτίσματος, μέχρι την θεώρηση της θείας ενανθρωπήσεως ως
εξιλεώσεως του ανθρώπου και όχι ως θεώσεως, ή της Σταυρικής θυσίας του
Χριστού ως ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης8. Η παραδοχή, εξ άλλου,
του Πάπα ως Vicarius Christi in terra είναι το εύρημα για την κάλυψη του
κενού μεταξύ Θεού και κόσμου. Η Ορθοδοξία των Αγίων μας ουδέποτε
χρειάσθηκε έναν άνθρωπο ως μεσάζοντα. Μόνος «μεσίτης Θεού και ανθρώπων»
(Α’ Τιμ. 2, 5), ο ων μεθ’ ημών «έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.
28, 20), μένει ο «Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός» (Ιω. 4, 42). Οι Άγιοι δεν
είναι «μεσίτες» μας προς τον Θεό, όπως ο Χριστός, αλλά προσεύχονται για
μας στον Χριστό.<br />
Επί πλέον η πίστη στην κοινωνία του Θεού με τον κόσμο, διά κτιστής
ενεργείας, δεν οδηγεί μόνο σε αιρέσεις, όπως οι παραπάνω, αλλά και στην
εκκοσμίκευση. Με βάση αυτή την διδασκαλία δεν υπάρχουν πραγματικά
μυστήρια. Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι αληθινή και σωτήρια, αφού δεν
ενώνει τον άνθρωπο με τον άκτιστο Θεό, αλλά με την δήθεν κτιστή χάρη
Του, που δεν είναι αιώνια, αφού έχει αρχή και τέλος. Απόληξη αυτής της
ειδωλολατρικής, όπως ελέχθη, αναφοράς στον Θεό είναι ο δυτικός
νομικισμός και ο φεουδαρχισμός, με κύρια έκφραση το Παπικό Κράτος (από
το 754). Ο παπικός θεσμός (πρωτείο, αλάθητο, ο Πάπας φορεύς πολιτικής
εξουσίας), διαμορφώθηκε με βάση φεουδαλιστική. Ο Πάπας έχει το πλήρωμα
της εξουσίας (plenituto potestatis) και ασκεί διπλή εξουσία, πνευματική
και κοσμική9.</p>
<p><br />
Οντολογική η σχέση Θεού και κόσμου εις την Ορθοδοξίαν<br />
3.1.2. Η περί κτιστής θείας χάριτος διδασκαλία, όπως και ο νομιναλισμός,
είχαν θλιβερές για τον χριστιανισμό της Δύσης συνέπειες, διότι οδήγησαν
(τέλη του 16ου αι.) στον γνωστόν Deismus: Deus creator, sed non
gubernator, ως προϋπόθεση της «Θεολογίας του θανάτου του Θεού» (μέσα του
20ού αι.). Είτε υπάρχει, δηλαδή, ο Θεός, είτε δεν υπάρχει καθ’ εαυτόν,
είναι άνευ πρακτικής σωτηριολογικής σημασίας, διότι η ύπαρξή του ουδεμία
έχει συνέπεια στην ζωή του ανθρώπου και στην πορεία του κόσμου. Η
εμμονή της δυτικής χριστιανοσύνης στα ηθικοκοινωνικά προβλήματα είναι
καρπός αυτής της αντιλήψεως. Ο αγώνας για θέωση υποκαθίσταται από την
προσπάθεια για ηθικοποίηση του ανθρώπου. Σωτηρία όμως είναι η διά της
ακτίστου ενεργείας (Χάριτος) του Θεού μεταμόρφωση της φύσεως του
ανθρώπου. Η έλλαμψη δηλαδή του ανθρώπου από το άκτιστο, αγιοτριαδικό,
Φως, όπως πυρακτώνεται και ο σίδηρος από το υλικό πυρ και αποκτά τις
ιδιότητές του. Η πορεία προς την θέωση διαμορφώνει το ορθόδοξο ήθος
(Γαλ. 5, 22). Η ορθόδοξη περί ακτίστου Χάριτος διδασκαλία εμπνέει
αισιοδοξία. Ο ορθόδοξος πιστός γνωρίζει ότι ο Θεός κοινωνεί με τον κόσμο
μεταδίδοντας σ’ αυτόν την ζωή του. Η σχέση Θεού και κόσμου στην
Ορθοδοξία είναι οντολογική, άμεση, ενεργειακή και όχι έμμεση και ηθική. Ο
κόσμος ορθόδοξα μεταμορφούται σε «καινήν κτίσιν» (Β’ Κορ. 5, 47) και
ό,τι ο όρος αυτός εκφράζει. Η κοινωνία Θεού-κόσμου, εξ άλλου, είναι
γεγονός εκκλησιαστικό, ταυτιζόμενη με την μετοχή στο μυστήριο της
Εκκλησίας.</p>
<p><br />
Οι θεούμενοι Άγιοι οι αυθεντίες εις την Εκκλησία<br />
3.2. Μετά από αυτά, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επαναβεβαιώνει την ουσία
και τον χαρακτήρα της Ορθοδόξου Θεολογίας. Η θεολογία και το θεολογείν
δεν είναι καρπός μιας ευσεβούς, έστω, αλλά διανοητικής ενασχολήσεως με
τα θεία. είναι μαρτυρία της εν Αγίω Πνεύματι αλλοιώσεως του «πάσχοντος
τα θεία». Ο λόγος περί Θεού προϋποθέτει γνώση του Θεού. Η θεογνωσία όμως
προϋποθέτει την εμπειρική προσέγγιση και γνώση του Θεού κατά τον άγιο
Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον οποίο ακολουθεί και αναπαράγει ο Άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς10. Ο Θεός γνωρίζεται στα όρια της θεοπτίας ή
θεώσεως. Θεολόγος είναι ο κοινωνών του Θεού, δηλαδή ο Άγιος. Ο ορθόδοξος
Θεολόγος, πορευόμενος «συν πάσι τοις Αγίοις», και πριν ακόμη φθάσει
στην εμπειρία της θεώσεως -όπως εμείς οι ορθόδοξοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι-
θεολογεί με βάση την εμπειρία του δοξασμού των Αγίων και όχι κάποιες
στοχαστικές-μεταφυσικές ατομικές αναζητήσεις. Θεολόγος κυριολεκτικά
είναι ο «προφήτης», ο διά της θεοπτικής εμπειρίας, τόσον στην Παλαιά,
όσο και στην Καινή Διαθήκη, καθιστάμενος «στόμα του Θεού προς τον
κόσμον» «ο κατ’ ενώπιον Θεού εν Χριστώ λαλών» (Β’ Κορ. 2, 17).</p>
<p><br />
Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη «Ναμπού» (προφήτης) γινόταν ο «Ροέ», ο βλέπων
τον Θεό μέσα στο άκτιστο φως-ενέργειά Του. Η αποσύνδεση της ακαδημαϊκής
Θεολογίας και στην Ανατολή από την εμπειρία παραμόρφωσε τον
Χριστιανισμό, οδηγώντας στην εκκοσμίκευση και την εκφιλοσόφηση της
Πίστεως. Αυτό επιχειρήθηκε και στην εποχή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
με τον Βαρλαάμ και τον μαθητή του Ακίνδυνο, ως και τους βυζαντινούς
σχολαστικούς. Η «βαβυλώνια αυτή αιχμαλωσία» της ορθόδοξης θεολογίας, την
οποία περιέγραψε εναργέστατα ο αείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ11,
ξεπεράστηκε εν πολλοίς τον 20ό αιώνα με την επανασύνδεση της ακαδημαϊκής
θεολογίας μας με την άσκηση και αγιοπνευματική ζωή, με πρωτοπόρους τους
αείμνηστους συναδέλφους πατέρες Πόποβιτς, Στανιλοάε και Ρωμανίδη.</p>
<p><br />
3.3. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς επεβεβαίωσε την διαπίστωση του αγίου
Ειρηναίου (β’ αι.), ότι αυθεντίες στην Εκκλησία δεν είναι τα κείμενα,
αλλά οι θεούμενοι, οι Άγιοι12. Εξ άλλου, η θεολογία και κυρίως η
δογματική διδασκαλία, ανήκει στον χώρο της εκκλησιαστικής ποιμαντικής.
Αυτό τον χαρακτήρα έχουν τα έργα των Αγίων Πατέρων. Δεν πρόκειται για
«lavoro da tavolino», εργασία του γραφείου ή του σπουδαστηρίου. Η
διακρίβωση της αλήθειας και η προφύλαξη από τις αιρέσεις συμπορεύονται
με την θεραπεία της καρδίας από τα πάθη, την παράκληση, την παραμυθία
και την πνευματική οικοδομή. Η πατερική αντιρρητική δεν είναι κοσμική
πολεμική, αλλά ποιμαντική-θεραπευτική αγωγή για τα νοσούντα μέλη του
σώματος, τους αιρετικούς και εν πλάνη ευρισκομένους. Ο αντιαιρετικός
αγώνας είναι έργο αγάπης και φιλανθρωπίας, διά την απελευθέρωση από την
νόσο της αιρέσεως, αφού η αίρεση δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο και τον
κόσμο. Γι’ αυτό η απόκρουση, με κάθε ποιμαντικό μέσο, της αιρετικής
πλάνης είναι φιλανθρωπία και ευεργεσία. Αυτό τον χαρακτήρα έχει η
αντιδυτική στάση Πατέρων, όπως ο Μ. Φώτιος, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
και ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός, τους οποίους μπορούμε άφοβα να
χαρακτηρίζουμε «ευεργέτες της Ευρώπης» και του χριστιανισμού της13.</p>
<p><br />
Η θεία άνωθεν σοφία σώζει<br />
3.4. Εξ άλλου, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ανανέωσε την αγιοπατερική στάση
έναντι της παιδείας. Όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, έτσι και αυτός,
άριστος μάλιστα γνώστης του Αριστοτέλους, δεν απέρριπτε την χρησιμότητα
της θύραθεν σοφίας («των ελληνικών μαθημάτων»), αλλά μόνον «προς
παίδευσιν». Απεδοκίμαζε όμως, ως πατερικός, την τάση υποβαθμίσεως ή
υποκαταστάσεως με αυτήν της πληρότητας και αυτάρκειας της Ορθοδοξίας στο
θέμα της σωτηρίας. Αυτήν την φιλοσοφία απέρριπτε, που εκφιλοσοφεί
τελικά την «άπαξ τοις Αγίοις παραδοθείσαν πίστιν» (Ιουδ. 3), την εν
Χριστώ αποκάλυψη. «Προσδοκάν δε τι των θείων ακριβώς παρ’ αυτής (=της
ελληνικής σοφίας) είσεσθαι και τελείως απαγορεύομεν», παρατηρεί14 (Περί
των ιερώς ησυχαζόντων 1.1.12). Απορρίπτει, δηλαδή, τον προβαλλόμενο από
τον Βαρλαάμ λυτρωτικό χαρακτήρα της θύραθεν σοφίας, κάνοντας και αυτός
(πρβλ. Ιακ. 3, 13 ε.) διάκριση σαφή δύο γνώσεων και σοφιών, της θείας
και της ανθρωπίνης. Η θεία («άνωθεν») σοφία σώζει, η «επίγειος» απλώς
παιδεύει και φωτίζει την διάνοια, αν δεν οδηγεί στην δαιμονοποίηση τον
άνθρωπο.<br />
<br />
3.5. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, επίσης, προσφέρει πρότυπο αγωνιστού
Θεολόγου υπέρ της σωζούσης πίστεως και υπόδειγμα εκκλησιαστικού ανδρός
και θεολόγου διαλεγομένου με την αίρεση και την μη Ορθοδοξία. Η
μεγαλωσύνη δε και εγκυρότητά του έγκειται στο ότι δεν θέτει ποτέ την
γνήσια εκκλησιαστική παράδοση υπό διαπραγμάτευση. Αντίθετα, την θεωρεί
πάντοτε αμετακίνητο θεμέλιο και αφετηρία στην συνάντηση με την αίρεση.
Σώζοντας δε την εκκλησιαστική και πατερική παράδοση ολόκληρη,
υπενθυμίζει ότι η ησυχαστική παράδοση αποτελεί τον πολυτιμότερο καταλύτη
για την σύγχρονη θεολογία Ανατολής και Δύσεως, για να επανεύρει τον
πραγματικό δυναμισμό της μέσα στην δίνη των σημερινών προκλήσεων. Με
τους διαλόγους του ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απέδειξε, ότι αυτό είναι
το ορθό πλαίσιο κινήσεως του θεολογικού διαλόγου. Έξω από κάθε κοσμική
σκοπιμότητα, αλλά με μόνο στόχο την σωτηρία ως θέωση. Ο διάλογος πρέπει
να αποβλέπει στην μετάνοια, για να είναι δυνατή και η σωτηρία. Ο Άγιος
Γρηγόριος φωτίζει εξ άλλου, μεθοδολογικές δυσλειτουργίες του σημερινού
θεολογικού διαλόγου. Όπως ο καθηγ. Γεώργιος Γαλίτης έχει υποστηρίξει:
«Αν η διάκριση αυτή (ουσίας και ενεργείας) ετίθετο ως βάση των
συζητήσεων, αν οι διαλεγόμενοι με μας μπορούσαν να αποδεχθούν την
διάκριση αυτή, πολλά εμπόδια θα είχαν αρθεί και ο δρόμος της
συνεννοήσεως θα ήταν πολύ εύκολος»15. Αυτό όμως θα καθιστούσε πιο
εμφανείς πλάνες, όπως το Παπικό πρωτείο, σ’ αντίθεση με εκείνους, που
αγωνίζονται στην εποχή μας, να το καταξιώσουν ως εκκλησιαστική
διδασκαλία.</p>
<p><br />
Ήλεγξε τους Άρχοντες αλλά και τους Ζηλωτές<br />
3.6. Ο Άγιος Γρηγόριος γίνεται, εξ άλλου, δείκτης πορείας για την θέση
και ευθύνη της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο, σ’ όλο το φάσμα μάλιστα
της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο ησυχασμός δεν είναι πολιτική απραξία.
(Ο όρος «πολιτική» βέβαια χρησιμοποιείται με την αριστοτελική της
σημασία, που εξεχριστιάνισε ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, τον 8ο αιώνα).
Αυτό επιβεβαιώνει η πολιτική παρέμβαση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
στα δρώμενα της εποχής του. Ο Παλαμάς άσκησε κριτική στις πολιτικές
ίντριγκες του Πατριάρχου Ιωάννου Καλέκα, όταν συνήργησε στο πραξικόπημα
κατά του Ιωάννου Καντακουζηνού (1295-1383), έλεγξε όμως και τους Ζηλωτές
της Θεσσαλονίκης για τις εγκληματικές ενέργειές τους στην Θεσσαλονίκη,
αλλ’ εξίσου και όσους με την αφιλάνθρωπη στάση τους εξέτρεφαν και
προωθούσαν την βία. Η παρέμβαση των Ποιμένων και μάλιστα των Επισκόπων
είναι αναγκαία και απαρέγκλιτη σε μία κοινωνία μάλιστα, που θέλει να
λέγεται χριστιανική. Η θεολογία του γίνεται «άλας της γης» και «φως του
κόσμου». Ο διάλογος με τον κόσμο, στην πράξη του Αγίου Γρηγορίου, έχει
τον χαρακτήρα της Ιεραποστολής. Δεν τίθεται ποτέ εν αμφιβόλω η
αποκλειστικότητα και μοναδικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας (πρβλ. Πράξ. 4,
12), όπως βιώνεται στην παράδοση των Αγίων Πατέρων.</p>
<p><br />
Ούτε στην αντιμετώπιση του Βαρλαάμ και του κύκλου του, ούτε στην
αντιπαράθεσή του με τους Μουσουλμάνους, παρά τους κινδύνους που
αντιμετώπιζε, προχώρησε σε κάποια σχετικοποίηση της πίστεως και
συμβιβαστική διάθεση, για την επίτευξη μάλιστα προσωπικού οφέλους. Και
σήμερα ο Άγιος Γρηγόριος θα καλούσε, χωρίς κανένα συμβιβασμό, στην
πορεία της θεώσεως, έστω και αν ο κόσμος μας αποκρούει μία τέτοια
πρόσκληση, ζώντας στο πάθος της αυτοθεώσεως.<br />
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τιμά και δοξάζει το Άγιον Όρος,
αποδεικνύοντας ότι η Αθωνική Πολιτεία μένει ορθόδοξη, εφ’ όσον μένει
πιστή στην παράδοση του Αγίου Γρηγορίου, διασώζοντας την πίστη και
θεολογία του, και την αγωνιστικότητά του, καρπό της αγάπης του για τον
Χριστό. Είναι δε ιδιαίτερα ελπιδοφόρο, ότι η δυτική Θεολογία, που
παλαιότερα (M. Jugie) αποστρεφόταν τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά ως
«αιρετικό», σήμερα έχει σημειώσει θετική στροφή απέναντί του. Ίσως έλθει
η εποχή, που η θεολογία του θα οδηγήσει τον διαχριστιανικό διάλογο στην
αυθεντική του πορεία.</p>
<p><br />
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ<br />
<br />
1. Βλ. το πολύ κατατοπιστικό άρθρο του π. Ιωάννου Meyendorf στην
«Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια», τ. 6 (Αθήνα 1965) στ. 83-87, με
βιβλιογραφία. Η εκτενέστερη συλλογή σχετικών κειμένων είναι η
«Φιλοκαλία». Τα κείμενα όμως είναι εγκατεσπαρμένα στην PG του Migne. Η
βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη σ’ όλες τις βαλκανικές χώρες. Βλ.
ενδεικτικά π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας,
τ. Α’, Θεσσαλονίκη 1984. Γ. Ι. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεού, Θεσσαλονίκη
1979. Του Ιδίου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1983. Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου, Ο
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης, Λεβαδειά 1992. Του Ιδίου (ως
Μητροπολίτου), Παλαιά και Νέα Ρώμη - ορθόδοξη και δυτική παράδοση,
Λεβαδειά 2009. Μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο
Παλαμάς, ο βίος και η θεολογία του, Θεσσαλονίκη 1976. Πλούσιο και
σπουδαίο υλικό για τον Ησυχασμό, την εποχή και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά
περιέχει ο συλλογικός τόμος: Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία
και το παρόν (Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και
Λεμεσού), Άγιον Όρος 2000. Για τον Ησυχασμό στην Ρουμανία βλ. την
σπουδαία ανακοίνωση του πρώην Αντιπροέδρου της Ρουμανικής Ακαδημίας
μακαριστού Virgil Candea, στις σελ. 727-736 (βιβλιογραφία).<br />
2. Βλ. το εκτενές άρθρο του Παναγιώτου Κ. Χρήστου στην ΘΗΕ, τ. 4 (1964)
στ. 775-794 (βιβλιογραφία). Πλουσιότατη είναι η μεταγενέστερη
βιβλιογραφία.<br />
3. Όπως εδήλωσε ο Πρόεδρος της Συνόδου του 1368, Οικουμενικός Πατριάρχης
Φιλόθεος Κόκκινος (1345-55 - 1364-76): «-Και στέργω και τιμώ τούτον ως
Άγιον από των θαυμάτων αυτού, α μετά την ενθένδε προς Θεόν εκδημίαν του
ειργάσατο, ιαμάτων πηγήν τον ίδιον αναδείξας τάφον...», («Τόμος
Συνοδικός» ανακηρύξεως της αγιότητος Γρηγορίου του Παλαμά, PG 151, 711.
Πρβλ. Φιλοθέου (Κοκκίνου), Λόγος εγκωμιαστικός εις τον εν Αγίοις Πατέρα
ημών Γρηγόριον, Αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τον Παλαμάν, PG 151, 648/9.<br />
4. PG 102, 263-391.<br />
5. Από μεγάλους Θεολόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνεται ανεπιφύλακτα
δεκτή ως η τελευταία προ του σχίσματος Γενική Σύνοδος της αρχαίας
Εκκλησίας, με την συμμετοχή και του Πατριαρχείου της Δύσεως (Παλαιάς
Ρώμης). Έχει όλα τα γνωρίσματα της Οικουμενικής Συνόδου. Βλ. Φιλίππου
Ζυμάρη, πρεσβυτέρου, Ιστορική, δογματική και κανονική σπουδαιότης της
Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), φωτοτυπημένη διατριβή, Θεσσαλονίκη
2000. Πρβλ. Ιωάννου Ν. Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της
Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι I9602, σ. 261-2.<br />
6. Α’ Άλωση της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους της Δ’ Σταυροφορίας.<br />
7. Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Παλαιά και Νέα
Ρώμη..., σ. 207-210. Πρβλ. π. Δημητρίου Κουτσούρη, Σύνοδοι και Θεολογία
για τον Ησυχασμό, (διδακτορική διατριβή), Αθήνα 1997.<br />
8. Είναι η περιβόητος διδασκαλία Ανσέλμου του Κανταβρυγίας (1033-1109).
Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Η «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης»
διδασκαλία και η νεοελληνική κατηχητική και κηρυκτική πράξη, στο: Λόγος
ως Αντίλογος, Αθήνα 1992, σ. 85-98: Πρβλ. π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη, Η
διδασκαλία περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης στη νεοελληνική
θεολογία, στο περιοδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 71 (τεύχ. 723), 1988, σ.
529-537. (Πρβλ. τον τόμο: Simposio Christiano, Milano 1989, σ.
103-109).<br />
9. Ο πάπας Γρηγόριος Ζ’ ο Ιλδεβράνδης (1073-1085) με το κείμενο του
«Dictatus Papae» (PL 148, 107ε.) διετύπωσε την περί απόλυτης εξουσίας
του πάπα, ακλόνητη έκτοτε, θεωρία σε 27 θέσεις. Η ταύτιση με τις
ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις είναι πλήρης. «Ο πάπας είναι απόλυτος κύριος
της Εκκλησίας και της Πολιτείας».<br />
10. Η θεολόγηση είναι κατ’ αυτόν υπόθεση «των εξητασμένων και
διαβεβηκότων εν θεωρία (δηλαδή στην θεοπτία) και προ τούτων και ψυχήν
και σώμα κεκαθαρμένων, ή καθαιρομένων, το μετριώτατον. (Λόγος Θεολογικός
Α’, 3-4. PG 36, 13 ε.). Αν δεν υπάρχει η προϋπόθεση αυτή, ισχύει ο
λόγος του Μ. Βασιλείου: «Θεολόγος δε πας, και ο μυρίαις κηλίσι την ψυχήν
στιγματίσας» (PG 32, 213D).<br />
11. Βλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1986 (μετάφραση από τα ρωσικά).<br />
12. Βλ. Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Α’, Αθήνα 1977, σ. 300.<br />
13. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Αντιδυτικοί» Πατέρες ευεργέτες της Ευρώπης,
στο Του Ιδίου, Ιχνηλασία πνευματικής σχοινοβασίας. Κατερίνη 1999, σ.
45-54. Και στα Ρουμανικά.<br />
14. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 1, 1, 12: («Αποκλείομεν τελείως να
περιμένει ότι θα μάθει κάποιος από αυτήν κάτι σχετικό με τα θεία»).<br />
15. Γεωργίου Α. Γαλίτη, Θεολογία και εμπειρία. Το μήνυμα του Αγίου
Γρηγορίου Παλαμά στην εποχή μας, στον παραπάνω τόμο: Ο Άγιος Γρηγόριος ο
Παλαμάς..., σ. 481-488 (εδώ: 484).<br />
(Μάιος 2010)<br />
</p>
<p>ΠΗΓΗ:<a href="http://www.impantokratoros.gr/grigorios-palamas-metallhnos.el.aspx"> http://www.impantokratoros.gr/grigorios-palamas-metallhnos.el.aspx</a></p><table border="0" cellpadding="0" cellspacing="0" style="width: 100%px;"><tbody><tr><td height="25"><br /></td></tr><tr>
<td height="25"><br /></td>
</tr><tr>
<td>
<table style="width: 100%px;">
<tbody><tr>
<td width="120"><br /></td>
<td width="30"><br /></td>
<td width="30"><br /></td>
<td class="epiloghGlwssas2" width="100"><br /></td>
<td> </td>
</tr>
</tbody></table>
</td>
</tr></tbody></table>Unknownnoreply@blogger.com0