Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Θρησκευτικότητα και Πίστη", του Δημήτρη Καραγιάννη



Θρησκευτικότητα και Πίστη1

Η θρησκευτικότητα αναφέρεται στην ανασφά­λεια των ανθρώπων. Αποτελεί μια αγωνιώδη προ­σπάθεια κάλυψης των φοβιών από τη συνειδητοποί­ηση του θανάτου. Γι' αυτό περικλείει αρχαϊκά συ­ναισθήματα, όπως φοβίες, ενοχές, οργή, αδυναμία. Η θρησκεία είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα και γι' αυτό έχει σωστά γραφεί ότι οι θεοί είναι πλασμένοι με τρόπο που να μοιάζουν στους ανθρώπους που τους έπλασαν. Η προβολή των ανθρώπινων χαρα­κτηριστικών στους θεούς οδηγεί τελικά τον άνθρω­πο σε μεγαλύτερη ανασφάλεια.
0 θρησκευτικός άνθρωπος ακολουθεί με ψυχαναγκαστικό τρόπο τις θρησκευτικές τελετουργίες, ώστε να εξιλεωθεί. Γι' αυτόν η θρησκεία αντιπρο­σωπεύει την πάλη με το κακό. Νιώθει την δύναμη του κακού κυρίαρχη στη ζωή του, την φοβάται, μα ταυτόχρονα έλκεται απ' αυτήν.
Θεωρεί τον διάβολο, τον εκφραστή και εξουσια­στή του κακού, ως παντοδύναμο που δύναται να ει­σχωρήσει οποιαδήποτε στιγμή στη ζωή του. Επο­μένως ασχολείται διαρκώς μ' αυτόν και του δίνει υ­πόσταση. Τις δικές του αδυναμίες, αστοχίες και σκέψεις-λογισμούς τις χρεώνει στο διάβολο και έτσι ο ίδιος αισθάνεται ως άβουλο πλάσμα που κάθε στιγμή κινδυνεύει να παρασυρθεί από το κακό. Προσφεύγει στο Θεό, όχι γιατί έχει νιώσει αφόρητη έλξη από το πρόσωπο Του, αλλά σαν κρυψώνα-καταφύγιο από τις δυνάμεις του κακού.
Πλησιάζει το Θεό όχι με εμπιστοσύνη στο άπει­ρο έλεος Του, αλλά με φόβο και ενοχές, γιατί νιώ­θει να έλκεται από το κακό. Γι' αυτό συμμετέχει α­νελλιπώς στις θρησκευτικές τελετουργίες και τηρεί αυστηρά τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ως τελε­τουργίες κάθαρσης από την ηθική βρωμιά.
Παρ' όλα αυτά όμως δεν νιώθει γαλήνη. Γιατί μεταφέροντας την αίσθηση της προσωπικής αδυνα­μίας του στην πάλη με το κακό, αισθάνεται ως κύ­ριο στοιχείο του Θεού τη δικαιοσύνη. Μια δικαιοσύ­νη αμείλικτη, τιμωρητική, σαδιστική, ισοπεδωτική. Ο Θεός γίνεται εξισορροπητικό στοιχείο της ύπαρ­ξης του κακού και το πολεμάει μ' αντίστοιχα όπλα.
Ο θρησκευτικός άνθρωπος, μη βιώνοντας το έλε­ος του Θεού, διαμορφώνει μια εσωτερική σκληρία. Γίνεται σκληρόκαρδος προς τους άλλους ανθρώ­πους, τους οποίους εξουθενώνει. Επικριτικός για την κάθε τους αδυναμία. Ανελέητος στη μη συμ­μόρφωση τους προς τα πρέποντα και καθήκοντα.
Η ανάγκη για πληροφόρηση όσον αφορά κάποια στοιχεία της παρουσίας του κακού είναι αφόρητη και καταναγκαστική. Αναζητά «δαιμονισμένους» που να αποδεικνύουν την πίστη του και θυμώνει α­περιόριστα αν αμφισβητηθεί η διάγνωση του. Συ­γκεντρώνει υλικό και στοιχεία για τη δράση κάποι­ων σατανολατρών, γιατί του δίνεται η ευκαιρία να φαντασιώσει τη μέθη της ζωής δίχως όρια, που την φαντάζεται ως απόλυτη ηδονή και όχι ως αφόρητη μιζέρια.
Ασχολείται με την καταστροφολογία, το τέλος του κόσμου, την εμφάνιση του Αντίχριστου. Περι­μένει την τιμωρία των κακών ως ανταμοιβή γι' αυ­τά που στερήθηκε. Θεωρώντας, δηλαδή, τους αν­θρώπους που δεν αντιστέκονται στο κακό ως «τυ­χερούς», που περνούν καλύτερη ζωή από αυτόν, α­ναμένει την τιμωρία τους για να δικαιωθεί ο ίδιος. Γι' αυτό αναζητά «σημεία» που να επιβεβαιώνουν τις αντιλήψεις του. Επομένως έλκεται από θρησκευτικές κοινότητες που διέπονται από αντίστοιχη ιδεολογία. Που ο υ­πεύθυνος της ομάδας καλλιεργεί κλίμα αμείλικτης τιμωρίας της κάθε παρακοής, και κηρύττει έναν α­ντίστοιχο Θεό - τιμωρό.
Το κλίμα σ' αυτές τις θρησκευτικές κοινότητες, που μοιάζουν με κλειστά club, είναι αρχικά υπο­στηρικτικό. Είναι ανοιχτοί στην προσέλευση νέων μελών που αυξάνουν το πλήθος και το κύρος της κοινότητας, με την προϋπόθεση βέβαια να αποποι­ηθούν το ανήθικο παρελθόν τους.
Τα νέα μέλη νιώθουν ότι βρίσκουν μια οικογένεια που θα τους περιβάλει με τη φροντίδα της. Δέχονται με ευγνωμοσύνη το ενδιαφέρον του πνευματικού υ­πεύθυνου της ομάδας, στο πρόσωπο του οποίου προ­βάλλουν τον ιδανικό γονιό. Φορτισμένοι με τα προ­βλήματα της καθημερινότητας που δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν, λαχταρούν μια προστατευτική αγκαλιά που θα τους περιβάλει και θα τους αναλά­βει. Επομένως όταν συναντούν ή θεωρούν ότι συνα­ντούν την ιδανική αυτή οικογένεια, παραδίδονται ά­νευ όρων.
Αποκηρύσσουν το παρελθόν τους σε σημείο που δεν μπορούν να ανακαλύψουν κάτι που να αξίζει να διαφυλαχθεί στη νέα τους ζωή. Υιοθετούν τις συ­μπεριφορές, τους τρόπους, ακόμη και την αισθητι­κή των άλλων μελών. Στα πλαίσια της ομάδας γί­νονται πολύ ευαίσθητοι και προσπαθούν να εκφρά­ζονται τρυφερά. Η συμπεριφορά τους όμως προς τους εκτός της ομάδας διαφέρει. Αρχικά προσπα­θούν να τους μυήσουν και τους πλησιάζουν ευγενι­κά. Αν όμως αυτοί αρνηθούν, τότε αλλάζουν στά­ση. Αγανακτούν, επιτίθενται φραστικά και τελικά κόβουν τις σχέσεις.
Οι συζητήσεις μέσα στην ομάδα είναι συναισθη­ματικά φορτισμένες και πάντα έντονα επικριτικές για τους ανθρώπους τους εκτός ομάδας. Ευνοείται η μεταφορά ειδήσεων που επιβεβαιώνουν ότι ο κό­σμος οδεύει στην καταστροφή, που οδηγεί μέσω των αναπτυσσόμενων φοβιών στη συσπείρωση της ομάδας, και στην προσήλωση στον αρχηγό, που θα προστατεύσει τα μέλη από όλους τους κινδύνους.
Στα πλαίσια αυτά, έχει χαθεί η προσωπική ε­λευθερία. Πολύ αργότερα, όταν θα έχει διαψευσθεί κατ' επανάληψη ο αρχηγός και θα έχουν βγει στην επιφάνεια μια σειρά από συμπεριφορές του, που α­πέχουν από το να χαρακτηρίζονται ως πνευματι­κές, τότε μόνο κάποια μέλη θα αρχίσουν να αναζη­τούν την ελευθερία τους.
Ο Θεός της Ορθοδοξίας δεν είναι μια ιδέα αλλά μια συγκεκριμένη οντότητα, με την οποία μπορεί να υφίσταται μια προσωπική σχέση. Μια οντότητα που δε θα κατανοηθεί ποτέ πλήρως. Η ανθρωπότη­τα όμως στο διάβα των αιώνων και με την αύξηση των επιστημονικών γνώσεων θα καταγράφει με έκπληξη την παρουσία της άπειρης σοφίας Του, ε­νώ μέσα από τις βιωμένες προσωπικές εμπειρίες θα γίνεται κοινωνός του ζωοποιού ενδιαφέροντος Του.
Ο άνθρωπος που πιστεύει, έλκεται από την ο­μορφιά και την αγάπη του Θεού. Νιώθει έκθαμβος με την παρουσία του Θεού που του αποκαλύπτεται είτε στην ομορφιά της φύσης, είτε στην ύπαρξη των άλλων ανθρώπων, είτε κάποιες στιγμές και στον ί­διο προσωπικά.
Ο άνθρωπος της πίστης ζει ουσιαστικά και γνή­σια την εμπιστοσύνη του προς την άπειρη και α­νέκφραστη μ' ανθρώπινους χαρακτηρισμούς αγάπη του Θεού. Βιώνει το ζωοποιό έλεος του Θεού, Δημι­ουργού των πάντων, που αναζωογονεί διαρκώς την πεπτωκυία φύση. Επιζητεί τη δικαιοσύνη και την κρίση του Θεού, αφού την ταυτίζει με το ασύλληπτο για τους ανθρώπους έλεος Του, που αναζητά λό­γους όχι για να τιμωρήσει, αλλά για να καταξιώσει - σώσει - αναδείξει το ανθρώπινο πρόσωπο.
Ο άνθρωπος που βιώνει την παρουσία του Θεού στη ζωή του, δεν περιμένει την μετά θάνατο ζωή για να δικαιωθεί. Δεν στερείται κάτι, ώστε να περι­μένει την ανταπόδοση. Αντίθετα νιώθει υπόχρεος για τη χάρη που του έχει προσφερθεί. Αυτή τη χά­ρη που εξαφανίζεται όποτε την θεωρεί ως ατομική του κατάκτηση και που πολλαπλασιάζεται όποτε την μοιράζεται με τους άλλους.
Ο άνθρωπος που πιστεύει και κοινωνεί με τον Θεό, γνωρίζει ότι το κακό δεν έχει οντότητα. Είναι το σκότος, δηλαδή η απουσία φωτός. Επομένως δεν έχει καμιά δύναμη και καμιά τύχη απέναντι σ' Αυ­τόν που είπε ότι «Έγώ είμι τό φως», γιατί η πα­ρουσία του φωτός «βγάζει έξω το σκότος». Δεν κα­τακρίνει τους άλλους ανθρώπους, γιατί ζει το «μνήσθητι των αμαρτωλών ών πρώτος ειμι εγώ».
Ο άνθρωπος της πίστης γνωρίζει την ανεπάρκεια του. Βιώνει την απιστία του ως στέρηση, ως αποσυντονισμό. Ως αποπροσανατολισμό. Προσπαθώ­ντας να είναι αυθεντικός καταγράφει την ανεπάρ­κεια του, αλλά χαίρεται γνήσια και πλήρως την κάθε στιγμή όταν, ξαναβρίσκοντας τον προσανατο­λισμό του, μπορεί να ξαναζεί την ομορφιά της ζω­ής. Ο Θεός για τον άνθρωπο της πίστης είναι η α­στείρευτη πηγή του ανεφοδιασμού του, «ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός» που είναι πάντα ε­κεί για όποιον Τον θελήσει.


1. Δημήτρης Καραγιάννης, « Ρωγμές και Αγγίγματα », εκδ. Αρμός, σ.163-169

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου