Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Όταν ο θάνατος ανθίζει : σχόλιο στην ποίηση του Μάρκου Μέσκου


Ακόμα και μια βιαστική ματιά να έριχνε κανείς στους τίτλους των ποιητικών συλλογών του Μάρκου Μέσκου, αμέσως θα διαπίστωνε πως η φύση και ο θάνατος αποτελούν δύο σταθερές εμμονές του ποιητή, ενώ η σύζευξή τους, άμεσα ή υπαινικτικά, γίνεται συχνά βασικός νοηματικός ιστός των ποιημάτων του. Τίτλοι με διάχυτη την αίσθηση του θανάτου και του μαύρου χρώματος (Πριν από τον θάνατο, Μαυροβούνι, Ιδιωτικό νεκροταφείο, Τα ισόβια ποιήματα, Το μαύρο μαντίλι), σε μυστικό διάλογο με μια φύση που συν-θλίβεται από τη μελαγχολία (Άνθη στο καταραμένο φίδι, Στον ίσκιο της γης, Ψιλόβροχο) και θρηνεί  για το αναπόφευκτο (Χαιρετισμοί, Ελεγείες).
Κι όμως, η σύνθεση φύσης-θανάτου, όσο οξύμωρη κι αν φαίνεται, σηκώνει από την ποίηση του Μέσκου το μαύρο παραπέτασμα κι ανοίγει ένα παράθυρο στο φως και τον έξω κόσμο, σηματοδοτώντας όχι μια απλή κατάφαση στη ζωή αλλά και μια στωική αποδοχή της βεβαιότητας του θανάτου. Η φύση τροφοδοτεί την όραση του ποιητή μ’ όνειρα κι εικόνες ομορφιάς και δρα ως αντίδοτο στην ασχήμια, που σφίγγει το νου του σαν τανάλια: Όραση καθημερινή και όνειρα της νύχτας. Το κουβάρι στο μυαλό με τις προθέσεις συμμετοχής στον κόσμο της ομορφιάς ανατρέποντας την ασκήμια[1].
Γι’ αυτό και δεν είναι παράξενο που ο θάνατος μπορεί να ανθίζει στην ποίηση του Μέσκου: να πετάει φύλλα και κλαριά, να γίνεται δέντρο, να βγάζει λουλούδια. Γιατί μια ευαίσθητη ψυχή δεν μπορεί να αντέξει «πολύ μαύρο». Κι είναι φανερό πως ο ποιητής αγαπάει τη ζωή (και ποιος άλλωστε δεν την αγαπάει;) και χαίρεται που ανοίγει κάθε μέρα τα μάτια του στο φως: «Ευχαριστώ τη μάνα μου / που μ’ άνοιξεν ένα παράθυρο: να εκστασιάζομαι μπροστά στην αυγή, / να θλίβομαι μπροστά στη δύση…» [2].
Η ζωή αντιμετωπίζεται σαν δώρο, σαν μια μικρή ευτυχία, όταν κάποιος έχει βρεθεί πολύ κοντά στην οδυνηρή πραγματικότητα του θανάτου:
«Είναι μια μικρή ευτυχία που ζω ·
στα χέρια μου κρατάω το άσπρο ρίγος της ζωής
στα χέρια μου κρατάω το μαύρο ρίγος του θανάτου,
τα χρόνια μου περνούν κι ανθίζουνε όπως τριαντάφυλλα την άνοιξη
μαδιούνται το χινόπωρο
[…]
Είναι μια μικρή ευτυχία που ζω ·
και που πεθαίνω.»[3]
Σημειολογικά, η αντίθεση ζωής-θανάτου συνδέεται στο ποίημα με τον κύκλο της φύσης: τα χρόνια ανθίζουν σαν τα ανοιξιάτικα τριαντάφυλλα (αγαπημένο λουλούδι της ποίησης του Μέσκου) και μαδούν το φθινόπωρο: όσο διαρκούν ζει και χαίρεται ο ποιητής, έπειτα μαραίνονται, αλλά πάντα παραμένει ζώσα η ελπίδα της άνοιξης. Οι αντιθέσεις (άσπρο-μαύρο, ζωή-θάνατος, ζω-πεθαίνω, ανθίζω-μαδώ), συνήθεις στην ποίηση του Μέσκου, απεικονίζουν τις δύο όψεις της ζωής, τη θετική και την αρνητική. Μέσα από αυτές συνειδητοποιεί το θάνατο ως προέκταση της ζωής κι ισχυροποιεί τη δύναμη και τη θέλησή του («στα χέρια μου κρατάω») να συν-υπάρχει μ’ αυτόν και να τον αισθάνεται επίσης ως μια μικρή ευτυχία, όπως και τη ζωή.
Στο Μαύρο δάσος, τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του που γεννήθηκαν από τη βιωμένη εμφυλιακή και μετεμφυλιακή περίοδο, περισσεύει το αίμα κι ο θάνατος. Οι στίχοι του όμως δεν προκαλούν τρόμο, γιατί τους εξαγνίζει η φύση της μακεδονικής ενδοχώρας, της γενέθλιας γης του: τα δέντρα, τα πουλιά, τα χερσοχώραφα, τα σπαρτά, τα βόδια, ο ήλιος, τα ποτάμια, τα βουνά. Η φύση ωραιοποιεί την πραγματικότητα, γιατί αισθητοποιεί ό,τι ο ποιητής λαχταρά κι ονειρεύεται πιο πολύ. Κάθε φορά που μιλάει και γράφει για το θάνατο, κάτι ανθίζει παράλληλα, κάτι καινούριο γεννιέται. Σαν να λιπαίνεται η γη από το αίμα των νεκρών κι αμέσως ξεφυτρώνουν άνθη και δέντρα. Καμιά θυσία δεν πάει χαμένη:
[…]
«Πάνω στ’ ωραίο του όνειρο πετάχτηκε τρομερό
το μαύρο άνθος του θανάτου από το βόλι
που άναψε ο άλλος του πέρα λόφου.
Έγειρε και τον σκέπασε η λησμονιά.
Την άλλη μέρα
περνώντας δυο συντρόφοι του από
τη μαύρη πέτρα
τον σήκωσαν και τον παράχωσαν στη ρεματιά
πριν χυμήξουν αητοί και του βγάλουν τα μάτια
πριν πέσουν τσεκούρια κι ανθίσουν οι κρανιές με το κεφάλι του[4]
Ο θάνατος δεν αισθητοποιείται στην ποίηση του Μέσκου μόνο με τη «μαύρη πέτρα» ή την «κόκκινη κηλίδα»· είναι κι «ένα κατάψηλο δέντρο»[5] που προσπαθεί να φτάσει τον ήλιο. Στο ποίημα «Μεταμορφώσεις»[6] τα κυπαρίσσια, που σηματοδοτούν ένα τοπίο θανάτου, ανασταίνονται και ανεβαίνουν ψηλά στο λαμπερό ουρανό, έχοντας τις ρίζες τους κάτω από το χώμα μαζί με τους αρουραίους: «Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ουρανός/ (μαζί με τους αρουραίους)». Και μπορεί οι νεκροί να μη μιλάνε, γιατί η γλώσσα τους είναι «κομμένη»[7] , «κελαηδούν όμως τριανταφυλλιές το πρωί»:
«Να βγω από τον τάφο να μιλήσω
να κελαηδήσω τριανταφυλλιές πρωί» [8]
Είναι αυτό αισιοδοξία για τη ζωή ή ξορκισμός του θανάτου; Ό,τι κι αν είναι, η συνύπαρξη των νεκρών με το χώμα και τα άνθη, έστω και μαραμένα, τουλάχιστον απαλύνει την υπαρξιακή αγωνία του ποιητή και τον βοηθά να απαξιώσει το θάνατο:
«Η πικροδάφνη και η καμπάνα
περιφορά σφαγιασμένων λουλουδιών και μετά χώμα
γλώσσα των νεκρών χωρίς φωνήεντα κι ο θάνατος ποιος είναι;» [9]
Γι’ αυτό κι ο ποιητής δεν συνδέει το θάνατο πάντοτε με το μαύρο χρώμα αλλά και με το πράσινο, ίσως για να έχει την αίσθηση της ελπίδας: «-άγριος πράσινος θάνατος μας καρτερεί»[10]. Η φύση γίνεται όπλο στα χέρια του για να τον νικήσει, γιατί στη ζωή «το λίγο άσπρο το μαύρο πολύ»[11]. Κάνοντας το θάνατο ν’ ανθίζει, του αντιστέκεται, γιατί ό,τι ανθίζει είναι παρήγορο, χαρίζει ελπίδα, έστω και ακρωτηριασμένη. Δεν μπορεί να τον σκέφτεται ως κάτι τελεσίδικο, τον αντέχει καλύτερα αν νιώθει πως «στο τέλος πάντα κάτι μένει», κάτι ξεφυτρώνει έστω και λίγα «ξερά χορτάρια» ή καλύτερα μια «ρίζα χλωρή» που «θροΐζει … σαν τελευταία ελπίδα», προετοιμάζοντας την αναγέννηση («Ελπίδα ελπίδα ελπί»[12]):
«Kι όμως στο τέλος πάντα κάτι μένει
έστω ξερά χορτάρια στην αυλή των κρεμασμένων
(στο διάβολο κι εσύ και το σχοινί σου)
ρίζα χλωρή λοιπόν και φωνή από μακριά που θυμάται
και ξαναγεννιέται
ένα πουκάμισο λευκό
εκεί κάτω στους μεταλλικούς αιώνες
θροΐζει πάντα σαν τελευταία ελπίδα».
Στην ποίηση του Μέσκου, η διαπλοκή του φυσικού με το μεταφυσικό στοιχείο αποκαλύπτει ένα νέο τρόπο θέασης του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης. Στα ολιγόστιχα, επιγραμματικά ποιήματα της συλλογής Ψιλόβροχο είναι ιδιαίτερα αισθητό το «το πλην του ατέρμονου θανάτου»[13], που τον φαντάζεται ο ποιητής σαν «λιβάδια νερά / ανθισμένα δέντρα και πουλάρια»· κάτι δηλαδή σαν τη φύση της πατρίδας του, η οποία τον παρηγορεί, γιατί «εδώ τίποτε δεν προδόθηκε». Θέλει να πιστεύει πως οι πληγές του παρελθόντος έσβησαν και δεν άφησαν καθόλου ίχνη, όλα πέρασαν. Κατά βάθος όμως γνωρίζει πως τελικά «όλα μείναν»:
            «Φαντάζεται συχνά τον θάνατο-όχι λάσπες- λιβάδια νερά
ανθισμένα δέντρα και πουλάρια· στη ράχη τους εσύ περνώντας
το ποτάμι· (εδώ τίποτε δεν προδόθηκε, όλα περάσανε και όλα μείναν)»[14].
Στο ψιλόβροχο ο ποιητής νιώθει ότι συγκλίνει ο θάνατος κι εκμηδενίζεται η «σκοτεινή οδός» (LIII) που τον χωρίζει από αυτόν: «Του δειλινού η καμπή μας ενώνει· χρόνια πολλά πριν/ υπολόγιζα την απόσταση μέχρι τον θάνατο» (ΧΙΙ). Ήδη αισθάνεται πως «[…] στον μαύρο ορίζοντα και στα  γυμνά κλαριά / αράχνες και σκιές και κόρακες […] κρώζουνε λυπητερά / στην ομίχλη του ακατάλυτου Άδη» (LIII).  Ως αντίδραση, στρέφεται προς τη φύση που πάντα τον χαροποιούσε: «Με γνώριζε το πουλί· βερίκοκα ροδάκινα χνούδια της ανατολής!» (ΧΙΙΙ). Σ’ αυτήν και πάλι επιθυμεί να γυρίσει πεθαίνοντας: «[…] έζησα στα λουλούδια, εκεί θα τελειώσω» (XVI). Στρέφεται στη φύση, γιατί εκεί δεν υπάρχει «περιθώριο ψεύδους»[15] ή αδικίας· όλα τιμωρούνται, αντίθετα με την πραγματική ζωή: «Τα δέντρα που ψέλλισαν ψέματα ξεράθηκαν· / άλλα είναι τ’ άλαλα τα δύσπιστα και τα φαρμακωμένα» (ΧV). Για το λόγο αυτό αγαπάει κάθε τι από τη φύση, αλλά νιώθει πιο οικεία και τρυφερά με το μικρότερο φυλλαράκι της:
«Δεν μιλώ με το δάσος
δεν μιλώ με το δέντρο
με το κλωνάρι δεν μιλώ
Μικρό τρυφερό φυλλαράκι
με σένα μιλώ
μαζί σου λέω τα μυστικά μου»[16].
Το μικρό φυλλαράκι, αλλά και τα δέντρα και τα ποτάμια, ο αέρας, τα πουλιά, ιδίως τα χελιδόνια που επιστρέφουν κάθε άνοιξη, όλα έχουν ζωή, σαλεύουν και θροΐζουν, ζουν, αντίθετα με τη στασιμότητα και την άπνοια του θανάτου, του λιγότερο ευπρόσδεκτου επισκέπτη: «Ποιος κάλεσε τον Χάρο σήμερα; Κανείς!» (LXXV). Κι αλλού: «Σε ποιον θάνατο πήγες· περνούσε αεράκι από εκεί;» (ΙΙ).
Αντίβαρο σ’ αυτή τη θλίψη είναι ο έρωτας: ένα χέρι που φτερουγίζει κοντά στα χείλια και στα μαλλιά (VΙΙ), η ανάμνηση των φρυδιών και των ματιών της (XIV), το φιλί της (XVI). Η ομορφιά της φύσης μια νύχτα με αυγουστιάτικο φεγγάρι κάνει τα γαρίφαλα να μοσκοβολούν και να «πεθαίνουν» τον ποιητή με το άρωμά τους:
«Μεγαλώνει το φεγγάρι νύχτα φωτεινή του Αυγούστου
μυρίζουν τ’ άγρια γαρίφαλα μέχρι θανάτου
γιατί στα Βοδενά
η αγαπημένη μου κοιμάται»[17].
Στην ποίηση του Μέσκου, τα «άνθη» (γαρίφαλα, λουλούδια, τριαντάφυλλα, μπουμπούκια, χρυσάνθεμα, κρίνα, νούφαρα κ.ά.) δημιουργούν ένα κήπο θανάτου και συντροφεύουν τους απόντες, τους σιωπηλούς νεκρούς, καθώς το χώμα κι η βροχή τούς διαβρώνουν:
«Και με το μάλαμα που τρώει τα χέρια τέλος-τέλος
Μένει το χώμα βροχή ματωμένη και τα λουλούδια ανθίζουν»[18].
Το ψιλόβροχο, άλλοτε ποτίζει το πράσινο χορτάρι όσων «στο χώμα κλαίνε για πάντα» και στον τάφο τους φυτρώνει ένα λουλούδι, έστω και «ξένης χώρας» (XXXVII) κι άλλοτε σαπίζει τα πάντα:
 «Θα βραδιάσει σε λίγο
Και δάφνες στη βροχή σαπίζουν τους ανθρώπους»[19]
Η εικόνα της βροχής στο χώρο των νεκρών δημιουργούν ένα σκηνικό εφιαλτικό, που τρομάζει τον ποιητή: 
«Θεέ μου κρύα είναι τα δέντρα σου
Στάζουν βροχή και στα φυλλώματά σου
Κρώζουνε μαύρα πουλιά.
Κόκαλα και σκόνη τα παγερά σου κυπαρίσσια»[20].
Γιατί ο ποιητής φαντάζεται συχνά το σώμα του κάτω από το χώμα να δέχεται τη σιωπηλή βροχή και να το αφανίζει: «Ξεύρεις ουρανέ με ποια βροχή και ’συ χώμα πώς να με λιώσεις» (LIV).
Αυτό που συνειδητοποιεί όμως βαθύτερα είναι ότι με το δικό του τέλος, πεθαίνουν και όλα τα άλλα. Όσο ζει, ζουν κι οι αγαπημένοι του, πεθαίνοντας, δεν υπάρχει τίποτα:
«Εδώ με θάψανε όχι μονάχον.
Μαζί κι αυτοί που χάθηκαν προτού πεθάνω·
κι αυτοί που αγάπησα και ζωντανοί είναι ακόμα»[21].
Η ποίηση όμως του Μάρκου Μέσκου θα θάλλει για πάντα, παρηγορώντας μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου