Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Μια αγκαλιά Χαμόμηλα από την κυρία Ακριβή ΑΠΟ ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗ


Μια αγκαλιά Χαμόμηλα από την κυρία Ακριβή
Η ιστορία, που ακολουθεί είναι πραγματική. Το είχα τάμα στον εαυτό μου, πως κάποια στιγμή θα την δημοσίευα. Είναι ένα ακατάληπτο και ανείπωτο γεγονός, που συνέβη σε μια αγαπημένη μας γιαγιά από την Μονή των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, την κυρία Ακριβή, που πλέον αναπαύεται στην Γειτονιά των Αγγέλων. Ό,τι είναι γραμμένο απηχεί την αλήθεια και μόνο, χωρίς να έχει προστεθεί έστω και κάτι, που θα μεγαλοποιούσε, το συμβάν αυτό, που έλαβε χώρα τέτοιες μέρες, Μ. Τεσσαρακοστή του 1997. Ένα μικρό αντίδωρο Αγάπης στην αγαπημένη μας κυρία Ακριβή, για όλα, όσα διδαχθήκαμε από την ευαγγελική ζωή της! Η κυρία Ακριβή ήταν μια κοντή, μεσόκοπη και καμπουριατή γριούλα, πάντα μαυροφορούσα και το μαντήλι της δεμένο υπερήφανα στον λεπτό λαιμό της. Την γνώριζα ήδη από το 1992, όταν για πρώτη φορά περνούσα το αγιασμένο κατώφλι της Μονής των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης στην Φυλή της Αττικής. Δεν έλιπε σχεδόν ποτέ από την Κυριακάτικη λειτουργία και τα Σάββατα πάντα περίμενε στην ουρά για εξομολόγηση, κοντά στον αγαπημένο της πνευματικό, τον π. Απόστολο. Ο π. Απόστολος, τότε εξομολογούσε στο ''Συνοδικό'', μια πολύ μικρή αίθουσα δίπλα από το μικρό και απέριττο εκκλησάκι με τους ρώσικους τρούλλους της Οσίας Ξένης, της διά Χριστόν σαλής, που τώρα πια δεν υπάρχει, ύστερα από τους σεισμούς του ΄99. Δεν είχε ποτέ πολλά - πολλά με κανέναν από τους αδελφούς της Μονής μας, είχε ένα πρόσωπο πάντα σοβαρό, ανήσυχο, ενίοτε και λυπημένο. Κάποτε, μια από τις πολλές φορές που την κατέβαζα με το αυτοκίνητο στο σπίτι της στο Ζεφύρι, μου είχε εκμυστηρευθεί τα προβλήματά της. Είχε δυο αγόρια μεγάλα, τα οποία, όπως έλεγε, υπέφεραν χρόνια πολλά από μαγεία. Ο μεγάλος ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, πηδώντας από τον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας. Κι ο δεύτερος με ψυχολογικά προβλήματα, που τον καθιστούσαν εντελώς ανίκανο να δουλέψει και ζούσε με κάποια γυναίκα ψηλά στο Περιστέρι. Ο άντρας της πέθανε από την στεναχώρια του, μη μπορώντας να αντέξει, υπό το βάρος των προβλημάτων. Έτσι, η κυρία Ακριβή ανέβαινε τον δικό της Γολγοθά, μένοντας σε ένα κρύο και άδειο σπίτι, μόνη της και έρημη. Το μόνο στήριγμά της ήταν ο Θεός μας και οι Άγιοι της Μονής μας! Τηρούσε απαρέγκλιτα όλες της νηστείες του χρόνου, Δευτέρα δεν κατέλυε ούτε λάδι, γιατι τό΄χε τάμα και ήταν πολύ φιλακόλουθη. Ξεκινούσε την ημέρα πάντα με τον Όρθρο, διάβαζε τις Ώρες, έκανε Εσπερινό και Απόδειπνο και κατά τις δώδεκα το βράδυ το Μεσονυκτικό. Ήταν μια τακτική, που την ανάπαυε και ποτέ δεν σταματούσε. Κοινωνούσε κάθε Κυριακή, σύμφωνα με την ευλογία του πνευματικού της, ενώ τις Τετάρτες και Παρασκευές έπινε μόνο νερό. Σε παρατήρησή μου κάποτε, μήπως ήταν ιδιαίτερα σκληρός ο αγώνας της, λόγω και του προχωρημένου της ηλικίας της, γύρω στα ογδόντα, ήταν κάθετη. ''Ευλογία έχω πάρει από τον π. Απόστολο, χωρίς ευλογία δεν κάνω τίποτα από μόνη μου''. Τις Κυριακές τα πρωινά, στεκόταν πάντα σε μια συγκεκριμένη στάση του δρόμου, που ανέβαινε για την Χασιά, μιας και το σπίτι της ήταν από το κάτω μέρος του δρόμου και, όταν περνούσα, σταματούσα και την έπαιρνα. Έτσι κυλούσε ο καιρός, φορτωμένη με τον δικό της σταυρό του μαρτυρίου. Κάποτε, Μ. Τεσσαρακοστή του 1997, Σάββατο βράδυ στον προαύλιο χώρο της Μονής, συζητούσαμε με την κατά σάρκα μητέρα μου, την κυρία Μ. και την κυρία Ν., γιατι είχαμε μέρες να δούμε την γιαγιά. Μία σκέφτηκε, μην πέθανε μόνη κι αβοήθητη... Ως και ο αγαπημένος μας γερο Νύφων την αναζητούσε, καταλαβαίνοντας το αισθητό της απουσίας της. Έτσι αποφασίσαμε την επομένη μέρα, Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία, να πάμε να την επισκεφθούμε στο Ζεφύρι. Όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι, οι γυναίκες φοβόντουσαν να μπουν,μήπως και την αντικρύσουν πεθαμένη. Άνοιξα την σκουριασμένη καγκελόπορτα της αυλής και χτύπησα το κουδούνι. Κανείς δεν απαντούσε. Πρόσεξα μόνο, πως η μπαλκονόπορτα του δωματίου της στην υπερυψωμένη βεράντα ήταν ανοιχτή και με τραβηγμένες από μέσα τις κουρτίνες. Σκαρφάλωσα στην βεράντα και βρέθηκα μπροστά στην μπαλκονόπορτα. Και τότε αυτό, που αντίκρυσα ήταν αναπάντεχα καθησυχαστικό και κάπως παράδοξο... Σ΄ένα κρεβάτι δίπλα στον τοίχο, η κυρία Ακριβή ξαπλωμένη, χωμένη μέσα στα σκεπάσματά της, μου έκανε χαμογελαστή νόημα να τραβήξω την πόρτα, γιατι ήταν ξεκλείδωτη. Κάτσαμε ελαφρώς αναπαυμένοι γύρω από το ξύλινο κρεβάτι της γιαγιάς και, τότε με δέος και με φόβο ακούσαμε πρώτη φορά, πρόσωπο με πρόσωπο, μια τέποια ανείπωτη κι ανέκφραστη πνευματική διήγηση...: ''Έχω δυο εβδομάδες στο κρεββάτι παιδί μου. Παρέλυσαν ξαφνικά τα πόδια μου, το σώμα μου έμεινε ένα κούτσουρο και μόνο το κεφάλι και τα χέρια μπορούσα, να κουνήσω. Τί πέρασα, μόνο εγώ κι ο Θεός, το ξέρουμε. Το πρώτο Σάββατο το βράδυ είχα ξαπλώσει από νωρίς, για να είμαι έτοιμη το πρωί. Είχα ετοιμάσει τα ρούχα μου απλωμένα στην καρέκλα, τα ονόματα υπέρ υγείας και αναπαύσεως, το κομποσκοίνι μου, είχα διαβάσει και την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, όλα. Ξαφνικά, όπως καθόμουν με ανοιχτό ακόμα το φως, βλέπω το δωμάτιο σαν να μαυρίζει από κάτι σαν πολλές σκιές, που σιγά-σιγά γινόντουσαν δαίμονες, δεκάδες δαίμονες παιδί μου, τρόμαζες μόνο, που τους έβλεπες. Είχαν κάτι τεράστιες σαν τσουγκράνες έμοιαζαν και ξίφη, φορούσαν κάτι δερμάτινους χιτώνες και ήταν ξυπόλυτοι, με τα νύχια να είναι προς τα έξω μεγάλα και κιτρινισμένα. Τα μάτια τους ήταν κατακόκκινα της φωτιάς και τα πρόσωπά τους ήταν γεμάτα μίσος και κακία. Είχαν κάτι αφρούς στο στόμα τους, που,όταν μιλούσε κάποιος απ΄αυτούς, τα σάλια πεταγόντουσαν ολούθε. Με φοβέριζαν, πως θα με σκοτώσουν, αφού πρώτα με βασανίσουν. ''Είσαι μόνη σου, κανείς δεν θα σε ακούσει, όσο κι αν φωνάζεις'', μου έλεγε ένας, που φαινόταν, πως ήταν σαν αξιωματικός τους. Έκλαιγα από φόβο, φοβόμουν πολύ και τότε σαν οι τοίχοι του σπιτιού να χάνονταν και μπορούσα να δω έξω από το σπίτι. Και βλέπω παιδί μου χιλιάδες Ταξιάρχες γύρω-γύρω από το σπίτι, να είναι όρθιοι, χαμογελαστοί με τα σπαθιά τους βασταγμένα στα χέρια. Ήταν όμορφοι, ένας κι ένας να τους βλέπεις, κάποιοι ήταν χαμογελαστοί. Φορούσαν αυτές τις στρατιωτικές στολές, που βλέπουμε στις εικόνες, με έντονα χρώματα και ακούνητοι, σαν να περίμεναν κάτι. Οι δαίμονες, που ήταν μέσα στο σπίτι, όταν τους είδαν αγρίεψαν και άρχιζαν να με χτυπάνε με τα χέρια τους σε όλο μου το σώμα. Πόναγα, έκλαιγα, αλλά από μέσα μου έλεγα ''Παναία μου, Παναία μου, Χριστέ μου''... Κάποτε σταματούσαν με άφηναν, από την εξάντληση χανόμουν, κοιμόμουν δεν ξέρω, πως συνέβαινε, και όταν ξυπνούσα γινόταν πάλι τα ίδια. Αυτά γινόντουσαν μέρες. Είχα χάσει τον χρόνο, δεν ήξερα ακόμα, αν είχαν περάσει μέρες ή μέρα. Κάποια στιγμή, είπα της Παναίας: Παναίτσα μου, πού είσαι, πώς μ΄αφήμεις μοναχή μου; Δεν αντέχω άλλο. Και τότε, ακούω μια υμνωδία γυναικεία, όχι από αυτές, που ακούμε στις κασέτες, αλλά μια απαλή, ψιθυριστή, γλυκιά υμνωδία, που έψελνε το ''Τον Νυμφώνα σου βλέπω Σωτήρ μου κεκοσμημένον''... Άρχιζα κι εγώ να τον ψέλνω κλαίγοντας κι έπαιρνα μεγάλη δύναμη. Όταν, όμως τέλειωσε άρχιζαν οι δαίμονες πάλι τα ίδια. Δεν μπορούσα να κουνηθώ από την μέση και κάτω. Ούτε πεινούσα όμως, ούτε διψούσα''. (Τότε έσκυψε κοντά μου και ψιθυριστά μου είπε: ''Οικονόμησε ο Θεός Γιώργο μου και όλες αυτές τις ημέρες δεν είχα καθόλου... φυσικές ανάγκες, καταλαβαίνεις...). Και πράγματι, τα σεντόνια κι οι κουβέρτες της κυρίας Ακριβής ήταν πεντακάθαρα και μύριζαν μια ακατάληπτη ευωδία, που, όταν μπήκαμε στο σπίτι, όλοι την αισθανθήκαμε στις μύτες μας πλουσιοπάροχα! Το πρόσωπό της ημέρεψε τώρα, ήταν γαλήνιο, λαμπερό, φωτισμένο. Συνέχισε: ''Την τελευταία μέρα γυρίζει ένας από δαύτους και κρατάει στα χέρια του έναν, σαν βούρδουλας ήταν και άρχιζε να με χτυπάει στην πλάτη. Φώναζα για βοήθεια, αλλά κανείς γείτονας δεν με άκουγε. Προσευχόμουν μέσα μου και δυνατά πολλές φορές. Κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα εξαντλημένη. Όταν ξύπνησα, ζαλισμένη από τις κακουχίες και τις βασάνους ήμουν σαν να ερχόμουν από άλλο κόσμο... Τότε βλέπω το σπίτι, όπως ήταν πρώτα. Είχαν φύγει αυτοί, τα πράγματα ήταν τακτοποιημένα, όπως εκείνο το Σαββατόβραδο, που ξάπλωσα στο κρεβάτι. Και δεν πόναγα, δεν πόναγα καθόλου... Τι παράξενο! Λίγο, πριν σε δω στο τζάμι παιδί μου, έπιανα την νυχτικιά μου και τα ρούχα, να δω, μήπως είναι λερωμένα.... Παράξενο, τα ρούχα μου είναι στεγνά και δεν έχουν τίποτα... Οικονόμησε ο Θεός και δεν είχα φυσικές ανάγκες...! Τότε απευθυνόμενη στις γυναίκες, τις ζήτησε να την βοηθήσουν και να ανασηκώσουν την νυχτικιά της, για να δουν την πλάτη της, αν είχε τίποτα. Ανέβασαν την νυχτικιά της γιαγιάς και, τότε αυτό το θέαμα δεν το είχαμε ξαναδεί ποτέ!... Η πλάτη της ήταν γεμάτη χαρακιές, ακανόνιστες μεταξύ τους, ψιλές και χοντρές τεθλασμένες γραμμές, η μία πάνω στην άλλη. Ήταν, όμως ξεραμένες και η νυχτικιά δεν είχε ίχνος από αίματα, που λογικά έπρεπε να υπάρχουν... Η πλάτη της ήταν σχεδόν, επιφανειακά πολτοποιημένη, η ίδια όμως δεν αισθανόταν κανένα πόνο... Την σηκώσαμε να κάτσει σε μια καρέκλα, οι γυναίκες έφτιαξαν καφέ, έφεραν και κάτι λουκούμια, που είχε στην κουζίνα και τα ακούμπησαν πάνω στο τραπέζι της σάλας. Έψαχνε την τσάντα της και ζήτησε, να την βρουν και να της την δώσουν. Μόλις την πήρε στα χέρια της, βγάζει και μου δίνει μια χαρτοπετσέτα, που κάτι είχε μέσα. ''Θυμάσαι Γιώργο μου -μου λέει. Κάθε φορά, που με πήγαινες στο Μοναστήρι μας, σου έδινα λίγα λουλουδάκια, που μάζευα από τα χωράφια εδώ γύρω, για να σε ευχαριστήσω. Είχα φυλαγμένα στην χαρτοπετσέτα αυτή μια χούφτα χαμομήλια, που τα μάζεψα στον κήπο της αυλής. Πάρτα. Δεν μοσχομυρίζουν; Δεν μυρίζουν Θεό παιδί μου; Ε;''. Επίλογος Στην κηδεία της δυστηχώς δεν ήμουν παρών. Έμαθα για τον χαμό της πολύ καιρό αργότερα. Είχαν πάει λίγοι άνθρωποι, τα παιδιά της, κάποιοι γείτονες και κάποιοι πνευματικοί αδελφοί μας. Όταν πήγα για πρώτη φορά στον τάφο της είδα την φωτογραφία της τυλιγμένη σε ένα πλαστικό ντίμα, μάλλον για να μην χαλάει απ΄την βροχή. Χωμάτινος ο τάφος μ΄έναν ξύλινο σταυρό κι ένα σιδερένιο κιβώτιο, που είχε κάρβουνα, φυτίλια και λιβάνι. Σκεφτόμουν τόσο έντονα το συμβάν εκείνο του ΄97, ώστε κάνοντας να φύγω πρόσεξα, πως σε μια άκρη αυτού του τάφου είχαν φυτρώσει λίγα χαμομήλια...! Μοσχομύριζαν! Δεν μύριζαν Θεό κυρία Ακριβή; Ε; Υ. Γ. Η φωτογραφία της ανάρτησης δεν είναι της κυρίας Ακριβής. Την βρήκα τυχαία στο Google. Θα μπορούσε όμως και να είναι. Εύχεσθε! Γιώργος Δημακόπουλος Δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου