Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

«Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία» Πατερική Θεολογία, 14ο Μέρος Ὁμιλία,Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτες


Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία»
Πατερική Θεολογία, 14ο Μέρος
Ὁμιλία στίς 08-11-2014

Εἴθε οἱ Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι καί Ἄγγελοι νά εἶναι βοηθοί καί σκεπασταί ἡμῶν καί νά ἔχουμε τή Χάρη τους καί τήν εὐλογία τους, ὅπως καί ὁ αὐριανός Ἅγιος, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, νά χαρίζει τήν εὐλογία του καί τήν χάρη του στούς ἑορτάζοντες καί σέ ὅλους μας.
Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά γιά τήν θεοπνευστία στήν Ἁγία Γραφή καί γιά νά κάνουμε μιά σύνδεση, μιλάει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γιά τήν θεοπνευστία ὡς ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι βεβαίως ἀπροϋπόθετα σέ ὅλους, ἀλλά σ’ αὐτούς τούς ὁποίους ἔχουν προχωρήσει στήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί στήν θέωση. Κι ὅταν λέμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη, ἐννοοῦμε ὅτι ἔχει, ὄχι τήν κατά γράμμα θεοπνευστία, δηλαδή ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ὑπαγόρευε στούς Εὐαγγελιστές, στούς Ἀποστόλους λέξη-λέξη, ἀλλά εἶναι θεόπνευστη κατά πνεῦμα. Δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς φώτιζε καί ὁ καθένας μέ τό λεξιλόγιο καί τίς γνώσεις πού διέθετε, ἀποτύπωνε στό χαρτί, κατέγραφε αὐτά πού τόν ἐνέπνεε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτό ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη.
Ἐπίσης, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πού χαρίζει τήν ἑνότητα στήν Ἐκκλησία. Τά τρία Πρόσωπα, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἑνωμένα εἰς ἕν κατά τήν δόξα, κατά τήν ἐνέργεια δηλαδή, καί κατά τήν οὐσία, ἀλλά εἶναι διαφορετικά Πρόσωπα. Καί οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας ἑνωνόμαστε πραγματικά ὅταν ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργό μέσα μας. Ἀλλά αὐτή ἡ ἕνωση γίνεται μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ κανείς δηλαδή νά ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα, χωρίς νά εἶναι μέλος ζωντανό τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, χωρίς νά ἔχει πρῶτα βαφτιστεῖ καί χωρίς μετά νά κάνει ὅλα αὐτά πού λέει ὁ Χριστός μας, μέ ἕναν λόγο, ὅταν δέν τηρεῖ τίς ἐντολές.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἀποτυγχάνουν ὅλες οἱ προσπάθειες γιά ἑνότητα, εἴτε λέγεται ἑνότητα οἰκογενειακή, εἴτε λέγεται μοναχική, μέσα σ’ ἕνα μοναστήρι δηλαδή, εἴτε μέσα σέ μιά ἐνορία, εἴτε σ’ ἕνα προσκύνημα, πού πᾶνε οἱ ἄνθρωποι ὑποτίθεται νά προσκυνήσουν καί μπορεῖ νά τσακωθοῦν μέσα στό λεωφορεῖο, γιατί δέν ὑπάρχει τό ἕνα Πνεῦμα. Ἄλλο λέει ὁ ἕνας, ἄλλο λέει ὁ ἄλλος… ἄλλος ἐπιθυμεῖ νά ἀκούσει λαϊκά τραγούδια, ἄλλος ψαλμωδίες… δέν ὑπάρχει δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐνεργό σέ ὅλους καί ὑπάρχει αὐτή ἡ διαφωνία, πού εἶναι ἀπόδειξη τῆς παρουσίας τοῦ πονηροῦ πνεύματος. Γιατί τό πονηρό πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο χωρίζει καί ἄν ἔχουμε σήμερα τόσα διαζύγια δέν εἶναι τυχαῖο, ὀφείλεται ἀκριβῶς στήν παρουσία τοῦ πονηροῦ πνεύματος μέσα στίς οἰκογένειες καί γιά αὐτό ἔχουμε τόσους τσακωμούς καί τόσες διαμάχες μέσα στίς οἰκογένειες, ὅσο ὑπάρχουν ἀκόμα οἰκογένειες…

«Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἕνα κατά τήν δόξαν», δηλαδή ἔχουν τήν ἴδια ἐνέργεια, τήν κοινή ἐνέργεια τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία λέγεται καί Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν πρέπει νά κάνουμε σύγχυση μέ τό Πρόσωπο. Ἄλλο εἶναι τό Πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι μία ἀπό τίς τρεῖς Ὑποστάσεις τῆς μιᾶς Θεότητος καί ἄλλο εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι καί ἐνέργεια τοῦ Πατρός καί ἐνέργεια τοῦ Υἱοῦ. Εἶναι ἡ κοινή ἐνέργεια ,ἡ ὁποία ἑνώνει τά τρία πρόσωπα, ὅπως καί ἡ κοινή οὐσία καί γι’ αὐτό εἶναι ἕνας Θεός. Αὐτή ἡ ἐνέργεια -εἶναι ἡ μεγάλη δωρεά αὐτή τοῦ Θεοῦ- δίνεται καί σέ μᾶς, εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα πού παίρνουμε μέ τό Ἅγιο Βάφτισμα καί τό Ἅγιο Χρῖσμα. Αὐτή ἡ κοινή ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν εἶναι ἐνεργή μέσα μας, μᾶς ἑνοποιεῖ, μᾶς κάνει ἕνα καί μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀνθρώπους, μέ τόν πλησίον μας, ὅταν βέβαια κι ὁ ἄλλος ἔχει ἐνεργό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα του.
Ὅπως, λοιπόν, «ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἕνα κατά τήν δόξαν,   διότι ἔχουν κοινή τήν δόξαν», κοινό τό Πνεῦμα, τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ἐνέργεια  αὐτή δηλαδή τήν κοινή, «ἔτσι καί ἐμεῖς θά γίνουμε ἕνα, ὅταν ὅλοι μας μετάσχωμε στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδή ὅλοι μας ἤ ὅσοι ἀπό ἐμᾶς γίνουν ἄξιοι, γίνουν μέτοχοι τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Διότι, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δοξάζεται, τότε γίνεται κοινωνός τῆς ἀκτίστου δόξης τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁπότε ἑνώνεται καί μέ τήν Ἁγία Τριάδα, ἀλλά καί μέ ὅσους συνανθρώπους του εἶναι ἐκείνη τήν στιγμή ἑνωμένοι καί ἐκεῖνοι μέ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Γι΄ αὐτό ὑπάρχει ἀληθινή ἑνότητα καί συμφωνία ἀνθρώπων πού ἐνδεχομένως δέν ἔχουν συναντηθεῖ ποτέ, ἀνθρωπίνως δηλαδή δέν ἔχουν γνωριστεῖ, δέν ἔχουν ξαναδεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί ὅμως νιώθουν ἕνα μεταξύ τους, γιατί ὅλοι ἔχουν ἐνεργό μέσα τους τό ἴδιο πνεῦμα, τό Ἅγιο Πνεῦμα.
«Ὁπότε ἐκεῖνο, γιά τό ὁποῖο προσεύχεται ὁ Χριστός στόν Μυστικό Δεῖπνο εἶναι, πρῶτα-πρῶτα γιά τήν κάθαρσή τους», γιά τήν κάθαρση τῶν Ἀποστόλων, «μετά γιά τήν φώτισή τους καί τέλος γιά τήν θέωσή τους. Ἑπομένως τό ’’ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν’’», πού λέει ὁ Χριστός μας, ὅτι θά ἔρθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί θά σᾶς ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν, σέ ὅλη τήν ἀλήθεια, αὐτό «ἀναφέρεται, ὄχι γενικά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά εἰδικά σέ ὅσους θά λάβουν μέρος στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως», στήν Πεντηκοστή. «Δηλαδή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στήν θέωση, τότε μόνον ὁδηγεῖται εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν».
Ἐμεῖς ἔχουμε φτάσει στήν θέωση; Ἔχουμε δυνάμει πάρει τήν θέωση μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα, ἔχουμε πάρει τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά δέν τήν ἔχουμε ἐνεργοποιήσει, γιατί τήν ἔχουμε, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος, ‘μπαζώσει’ αὐτή τήν δωρεά μέ πάρα πολλές ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες συνεχῶς ἐπαναλαμβάνονται κι ἔχουν γίνει πάθη, δηλαδή κατεστημένα μέσα μας, τά ὁποῖα μᾶς δεσμεύουν, μᾶς δένουν μέ τήν ὕλη, μέ τόν κόσμο καί μέ τόν διάβολο. Αὐτό εἶναι πού ἡ Ἁγία Γραφή ὀνομάζει παλαιός ἄνθρωπος, τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες πού ἐμποδίζουν νά φανερωθεῖ αὐτή ἡ Χάρη τῆς θεώσεως πού ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο ἀπό τή στιγμή πού βαφτίζεται καί χρίεται.
Οἱ Ἀπόστολοι ἔφτασαν στή θέωση κατά τήν Πεντηκοστή καί τότε πῆραν τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί ἔλαβαν δύναμη ἐξ ὕψους καί κήρυξαν Χριστόν Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστάντα. «Ἡ πᾶσα ἀλήθειαν (ὄχι περί τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἀλλά περί τοῦ Θεοῦ) γίνεται γνωστή μόνο στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ἐπειδή ὅλοι οἱ Πατέρες εἶχαν αὐτήν τήν ἐμπειρία ἤ παρόμοια, διότι, εἴτε ἦσαν σέ κατάσταση φωτισμοῦ, εἴτε ἦσαν σέ κατάσταση θεώσεως, γι’ αὐτό καί ὅλοι τους ἔχουν τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀντίληψη γιά τήν Ἁγία Γραφή καί κάνουν ὅλοι τους τήν ἴδια ἑρμηνεία στήν Ἁγία Γραφή στά βασικά της σημεῖα καί τήν ἴδια ἑρμηνεία στά κείμενα τῶν ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας». Ὑπάρχει αὐτό πού τό λέμε Consensus Patrum, ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων. Ἄν κάποιος δέν συμφωνεῖ μέ τούς Πατέρες, ὁπωσδήποτε τίθεται θέμα ἀμφισβήτησης, γιά νά μήν ποῦμε βεβαιότητας, ἄν ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του. Αὐτοί ἦταν οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι διαφωνοῦσαν μέ τήν Consensus Patrum, τήν συμφωνία τῶν Πατέρων, ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἤ ἀκόμα καί ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, γιατί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο εἶναι αὐτό πού ἑρμηνεύει σωστά καί αὐθεντικά τήν Ἁγία Γραφή ἀλλά καί τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἄν κανείς δέν ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν μπορεῖ νά καταλάβει τήν Ἁγία Γραφή καί γίνεται αἱρετικός καί δημιουργεῖ πρόβλημα στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό πρέπει νά εἶναι πολύ προσεκτικοί ἡ Ἐκκλησία καί οἱ Ἐπίσκοποι στό ποιούς χειροτονοῦν. Γιατί ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει ὑποστεῖ τήν κάθαρση, δέν ἔχει κάνει τήν κάθαρση μέσα του μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί δέν ἔχει φτάσει στόν φωτισμό, μετά δέν θά μπορέσει νά διδάξει τό ποίμνιο σωστά πράγματα. Θά δημιουργήσει πρόβλημα στό ποίμνιο. Ὅλα τά σκάνδαλα δημιουργοῦνται ἀπό τέτοιους ἀνάξιους κληρικούς. Ἐφόσον λοιπόν δέν ἐκλέγονται καί δέν χειροτονοῦνται σωστοί κληρικοί, ἔχουμε προβλήματα στήν Ἐκκλησία. Ἤ καί αὐτοί πού χειροτονοῦνται μπορεῖ νά ἔχουν μιά ἀξιωσύνη τότε πού χειροτονοῦνται καί νά ξεπέσουν ἐκ τῶν ὑστέρων. Συμβαίνει κι αὐτό, ἄν κανείς ἀμελήσει τόν ἑαυτό του.
Ἄν λοιπόν κανείς ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει αὐθεντικά τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες καί θά εἶναι πάντοτε σύμφωνος μέ τούς ἄλλους Ἁγίους Πατέρες.
«Ἀπό τά παραπάνω τί συνάγεται; Ὅσοι βρίσκονται σέ κατάσταση φωτισμοῦ ἤ θεώσεως, αὐτοί εἶναι θεόπνευστοι». Αὐτοί εἶναι πού ἐμπνέονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι θεόπνευστος στήν τύχη. Ἄν δέν ἔχεις κάνει αὐτή τήν διαδικασία τήν θεραπευτική, πού λέγεται κάθαρση-φωτισμός-θέωσις, δέν εἶσαι θεόπνευστος. Ἐδῶ φαίνεται τό λάθος τῶν Προτεσταντῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν κἄν βάφτισμα, δέν ἔχουν μπεῖ κἄν στήν Ἐκκλησία καί λένε μέ πολύ θράσος καί ἐγωισμό ‘μέ φωτίζει κι ἐμένα ὁ Θεός καί ἐγώ εἶμαι θεόπνευστος’… Γι’ αὐτό ἔχουν γίνει κάπου 23000 «ἐκκλησίες» προτεσταντικές. Καθένας διεκδικεῖ τήν ἀλήθεια, ἐνῶ λένε διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους καί ἀκόμα καί ὁ ἴδιος μπορεῖ σήμερα νά πεῖ Α καί αὔριο –Α. Καί εἶναι νόμιμο αὐτό! Δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα διαψεύδει τόν Ἑαυτό Του… ἀλλά αὐτό εἶναι βλασφημία. Δέν εἶναι ὁ Θεός ναί καί οὐ. Ὁ Θεός εἶναι πάντοτε ναί καί ὅ,τι λέει, αὐτό εἶναι. Δέν μπορεῖ μετά ἀπό διακόσια χρόνια νά πεῖ τό ἀντίθετο. Γι’ αὐτό καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, πού ἔχουν τό ἀλάθητο, δέν μποροῦν νά ἀκυρωθοῦν. Γιατί, λένε κάποιοι στίς μέρες μας ὅτι «ἄς εἶπαν οἱ Σύνοδοι, ἐμεῖς θά κάνουμε μιά ἄλλη Οἰκουμενική ἡ ὁποία θά ἀλλάξει τίς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων». Δέν γίνεται, γιατί δέν γίνεται νά διαψευστεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε αὐτά πού εἶπε στίς ἑφτά Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἡ μέλλουσα νά συνέλθει -ὅποτε καί ἄν- θά πρέπει νά ἐπικυρώσει τίς ἑφτά πού ἔχουν προηγηθεῖ καί νά πεῖ μετά «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» αὐτά πού θά πεῖ.
Ἄν κάποιος τώρα δέν εἶναι θεόπνευστος, τί εἶναι; Αὐτονόητο εἶναι ὅτι θά εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπό τόν πονηρό ἤ ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἀλλά καί ἀπό τόν ἑαυτό του πάλι δέν μπορεῖ νά πεῖ σωστά πράγματα, γιατί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δέν ἔχει καθαρθεῖ, εἶναι ἐμπαθής, ἔχει τήν κληρονομιά τοῦ Ἀδάμ, χρειάζεται νά βαφτιστεῖ καί νά καθαριστεῖ. Ὁπότε πάλι θά πεῖ λανθασμένα πράγματα. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης αὐτός «θά εἶναι διαβολόπνευστος καί δαιμονόπνευστος». Ἄλλωστε καί ὁ Χριστός μας τό εἶπε ὅτι δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει τό φῶς καί τό σκοτάδι. Ἤ θά εἶσαι φῶς ἤ θά εἶσαι σκότος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος χωριστεῖ ἀπό τό φῶς αὐτόματα πέφτει στό σκοτάδι. Λέει καί ἕνας Πατέρας πολύ ὡραῖα: ἄν φύγει ἡ ἀγάπη ἀπό τόν ἄνθρωπο, πού εἶναι ἡ κορυφαῖα ἀρετή, ἀντεισέρχεται τό μῖσος. Δέν μένει κάπως μετέωρος ὁ ἄνθρωπος, νά μήν ἔχει οὔτε ἀγάπη, οὔτε μῖσος. Δέν γίνεται. Ἄν φύγεις ἀπό τό φῶς, γεμίζεις μέ σκοτάδι. Ξέρουμε ὅτι σκοτάδι δέν ὑπάρχει οὐσιαστικά ὡς ὀντότητα, εἶναι ἡ ἀπουσία φωτός. Ὅταν κανείς φύγει ἀπό τόν Θεό πού εἶναι τό φῶς, αὐτόματα μπαίνει στήν περιοχή τοῦ σκότους.
            «Ἡ ὑψηλοτέρα μορφή τῆς Ἀποκαλύψεως ὅσον ἀφορᾶ στήν θεοπνευστία, ἦταν ἐκείνη πού συνέβη στούς Ἀποστόλους κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς», ἡ ἡμέρα τῆς θεώσεως. Καί γιά μᾶς ἡ προσωπική Πεντηκοστή, τό θυμίζω, εἶναι τό Βάφτισμα καί τό Χρῖσμα. «Τό κλειδί λοιπόν τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας σχετικά μέ τήν θεοπνευστία εἶναι ἡ Πεντηκοστή», γιατί θεόπνευστος εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει ζήσει τήν Πεντηκοστή. «Ἐάν κανείς μπορέσει νά κατανοήσει τήν σημασία τῆς Πεντηκοστῆς γιά τήν Πατερική παράδοση, τότε καί θεολόγος νά μήν εἶναι, τουλάχιστον θά ξέρει τί εἶναι Θεολογία καί τί θεολόγος. Ὅπως δέν χρειάζεται νά εἶναι κανείς γιατρός, γιά νά ξέρει τί εἶναι ἡ Ἰατρική ἐπιστήμη καί τί εἶναι γιατρός, κατά τόν ἴδιο τρόπο κάποιος μπορεῖ νά ξέρει τί εἶναι Θεολογία, ποιός εἶναι ὁ θεολόγος καί ποιός εἶναι ὁ θεολογῶν, χωρίς νά εἶναι ὁ ἴδιος θεολόγος ἤ θεολογῶν». Ὅταν ἔχει ὑποστεῖ τήν Πεντηκοστή καί ἀγράμματος νά εἶναι καταλαβαίνει τόν ἄνθρωπο τόν ἀναγεννημένο, πού ἔχει κι ἐκεῖνος ὑποστεῖ τήν Πεντηκοστή καί ἔχει κι ἐκεῖνος ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του. Γι’ αὐτό βλέπουμε ἀγραμμάτους Γεροντάδες, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶναι σοφοί, δίνουν σοφότατες ἀπαντήσεις καί κατευθύνσεις. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος, πού δέν εἶχε τελειώσει οὔτε τήν πρώτη δημοτικοῦ, δεχόταν ἐπισκέψεις ἐπισκόπων καί Πατριαρχῶν, πού πήγαιναν νά τόν συμβουλευτοῦν γιατί εἶχε ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του.
«Τό θέμα τώρα εἶναι ἄν ἡ Θεολογία εἶναι ἐπιστήμη ἤ δέν εἶναι ἐπιστήμη. Καί, ἄν εἶναι, τί εἴδους ἐπιστήμη εἶναι;». Εἶναι κι αὐτό ἕνα θέμα πού ἐξετάζεται στίς θεολογικές σχολές. Τήν Θεολογία τήν κατατάσσουν στίς θεωρητικές ἐπιστῆμες. Ἀλλά ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης ξεκαθαρίζει ὅτι εἶναι θετική ἐπιστήμη, ὅπως εἶναι ἡ ἰατρική, γιατί ἀσχολεῖται μέ πράγματα καί ὄχι μέ ἰδέες καί φιλοσοφίες, ἀφηρημένες ἔννοιες, ἀλλά μέ τήν ψυχή καί μέ συγκεκριμένες θεραπευτικές διαδικασίες καί στάδια θεραπευτικά, τά ὁποῖα ἔχουν καί κριτήρια καί μπορεῖ κανείς νά ξέρει σέ ποιό στάδιο βρίσκεται μέ ἀντικειμενικά -θά λέγαμε- ἐπιστημονικά δεδομένα. Ἐπιστήμη κάνει κάποιος πού κάνει ἕνα πείραμα, καί τό ὁποῖο μπορεῖ νά τό κάνει καί κάποιος ἄλλος στίς ἴδιες συνθῆκες καί νά ἔχει τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Αὐτό ἰσχύει γιά τήν Θεολογία, γιά τήν ἐπιστήμη αὐτή πού λέγεται κάθαρση-φωτισμός-θέωση. Δηλαδή ἕνας πού εἶναι ἐδῶ κι ἕνας πού εἶναι στήν Ἀμερική, ἐάν τηρήσουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, θά ἔχουν τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Καί αὐτός πού εἶναι ἐδῶ θά καθαρθεῖ, θά φωτιστεῖ καί θά θεωθεῖ καί ἐκεῖνος πού εἶναι στήν Ἀμερική. Ὑπάρχουν, δηλαδή, δεδομένα ἐμπειρικά, τά ὁποῖα εἶναι ἐπαληθεύσιμα. Γι’ αὐτό τίς λέμε θετικές ἐπιστῆμες. Αὐτό εἶναι τό χαρακτηριστικό τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, μπορεῖ καί κάποιος ἄλλος ἐπιστήμονας νά ἐξετάσει καί νά ἐπαληθεύσει τίς γνώσεις πού δίνει κάποιος ἐρευνητής.
            «Σήμερα ἡ Θεολογία συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν θεωρητικῶν ἐπιστημῶν μέ τήν σημερινή ὅμως ἔννοια τῆς λέξεως θεωρητικός καί ὄχι μέ τήν Πατερική ἔννοια τῆς λέξεως θεωρητικός». Προσέξτε, ἔχει διαφορά. Θεωρητικός γιά τούς Πατέρες εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει φτάσει στόν φωτισμό καί μάλιστα ἀκόμα πιό ψηλά, στή θέωση, ἔχει θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ἔχει θέα τοῦ Θεοῦ δηλαδή, ἔχει θεοπτία ὁ θεωρητικός γιά τούς Πατέρες. Ἐνῶ γιά σύγχρονους ἐπιστήμονες θεωρητικός, εἴπαμε, εἶναι αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ ἰδέες, μέ θεωρίες, μέ φιλοσοφίες κ.λ.π.
            «Ἀπό Πατερικῆς ἀπόψεως ἡ Θεολογία εἶναι βέβαια θεωρητική ἐπιστήμη, διότι ἔχει νά κάνει μέ τήν θεωρία, πού αὐτή κάνει τον θεολόγο. Στήν Πατερική παράδοση ἡ λέξις θεωρία σημαίνει ὅρασις. Θεωρία δηλαδή ἔχει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βλέπει». Πῶς κανείς βλέπει τόν Θεό; «Καί θεολογικά βλέπει κανείς μέ δύο τρόπους: Πρῶτον βλέπει μέσω τῆς ἐνδιαθέτου πίστεως», ἡ πίστη δηλαδή ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τά ἔργα μέσα στήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου καί μάλιστα μέ τήν νοερά προσευχή, «διότι ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἕνα εἶδος θεοπτίας, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεόν μέ τήν ἔννοια ὅτι αἰσθάνεται τόν Θεόν μέσα του» καί ἔχει μία θεοπτία. Ἡ ἐμπειρία τῆς προσευχῆς πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στήν καρδιά του, γιατί αὐτή εἴπαμε εἶναι ἡ καθαυτή νοερά προσευχή, ὄχι νά κάνουμε ἐμεῖς μέ τόν νοῦ μας προσευχή, ἀλλά νά ἀκοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται μέσα μας. Αὐτό εἶναι ἕνα εἶδος θεοπτίας καί μιά ἐπιβεβαίωση ἐπιστημονική -θά λέγαμε- ὅτι ὁ Θεός εἶναι μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει γίνει κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ. Βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό μέ τήν ἔννοια ὅτι Τόν αἰσθάνεται νά προσεύχεται μέσα του. «Αὐτή ἡ αἴσθησις λέγεται νοερά αἴσθησις καί εἶναι μία καθαρή ἐμπειρία», εἶναι ἕνα ἀντικειμενικό δεδομένο, γεγονός. Δέν εἶναι, ἄς ποῦμε, μιά φαντασιοπληξία ἤ κάτι ὑποκειμενικό. «Αὐτή ἡ νοερά αἴσθησις εἶναι ἡ πρώτη βαθμίς τῆς θεωρίας».
            «Ἡ δεύτερη βαθμίς αὐτῆς τῆς θεωρίας εἶναι ἡ θέωσις, πού εἶναι ἡ ἴδια ἡ θεοπτία, δηλαδή ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, κατά τήν ὁποία καταργεῖται ἡ εὐχή», πού εἶναι ἀνώτερο στάδιο θεωρίας, ὅταν κανείς, ὄχι ἁπλῶς ἀκούει τό Ἅγιο Πνεῦμα νά προσεύχεται μέσα του, ἀλλά βλέπει τόν Θεό ὡς Φῶς. Αὐτό εἶναι ἡ ὅρασις τοῦ ἀκτίστου Φωτός, εἶναι ἡ θέωση. «Κατά τήν θεωρία θεραπεύεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐμπαθής, εἶναι ἄρρωστος, λειτουργεῖ λανθασμένα. Ὑπάρχει, ὅπως λέει ὁ π. Ἰωάννης, ἕνα βραχυκύκλωμα. Ἰδέες καί σκέψεις, πού θά ἔπρεπε νά εἶναι μόνο στόν ἐγκέφαλο, κατεβαίνουν στήν καρδιά καί μολύνουν τήν καρδιά καί ὁ ἄνθρωπος μπερδεύει τόν Θεό μέ τόν κόσμο καί γίνεται εἰδωλολάτρης.
            «Ἐφ’ ὅσον λοιπόν πρόκειται περί τῆς θεραπείας ἑνός ἀρρώστου, τοῦ ὁποίου δέν δουλεύει ὁ νοῦς του, αὐτό σημαίνει ὅτι αὐτή ἡ Παράδοσις δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς θεωρητική ἐπιστήμη μέ τήν σημερινή ἔννοια τῆς λέξεως θεωρητική, ἀλλά ἀντιθέτως εἶναι μία καθαρά θετική ἐπιστήμη, τουλάχιστον ὅσο θετική ἐπιστήμη εἶναι ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη», ἡ ὁποία ἐπαγγέλεται ὅτι θεραπεύει τήν ψυχή, ἀλλά οὐσιαστικά θεραπεύει τό νευρικό σύστημα. Γι’ αὐτό καί πολύ σωστά κάποιοι ἔχουν ἀρχίσει νά ἀλλάζουν τό ὄνομα καί νά τήν λένε ἐπιστήμη πού ἀσχολεῖται μέ τήν θεραπεία τοῦ νευρικοῦ συστήματος.
«Τό ἀξιοσημείωτο ἐδῶ εἶναι ὅτι, ἐνῶ ὁ ψυχίατρος δέν γνωρίζει ἀκριβῶς πάντοτε ἀπό τί πάσχει ὁ ἄρρωστος», ἀφήνω πού πολλοί δέν πιστεύουν κἄν στήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς, «δέν γνωρίζει ἀκριβῶς πάντοτε τί χρειάζεται ὁ ἄρρωστος γιά νά θεραπευθεῖ, ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία καί θεραπευτική πάντα γνωρίζει ἀπό τί ἀκριβῶς πάσχει ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, καί σέ τί ἀκριβῶς συνίσταται ἡ θεραπεία». Ὑπάρχει ἕνα ὁλόκληρο θεραπευτικό σύστημα θά λέγαμε στήν Ὀρθοδοξία. Ὑπάρχουν οἱ νόσοι, τά πάθη, ὑπάρχουν τά φάρμακα τά θεραπευτικά, ὑπάρχει ὁ γιατρός, ὑπάρχει ἡ μέθοδος, ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός, ἡ θέωση.
            «Ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία δέν ἔχει καμία σχέση μέ τόν στοχασμό». Δέν εἶναι φιλοσοφία, νά καθίσουμε σ’ ἕνα γραφεῖο νά στοχαστοῦμε γιά τόν Θεό καί νά γράψουμε Θεολογία. Δέν εἶναι αὐτό. «Οὔτε», ἔχει σχέση, «μέ τήν ὁποιασδήποτε μορφῆς ἔκσταση, οὔτε μέ τόν διαλογισμό». Εἶναι τελείως διαφορετικά πράγματα αὐτά, δαιμονικά πράγματα γιά νά τά ποῦμε μέ τό ὄνομά τους, τά ὁποῖα μᾶς ἦρθαν ἀπό τήν ἀνατολή, ἀπό τά βδελυρά ἔθνη, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή.
            «Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς εἶναι μία συγκεκριμένη διαδικασία, πού δέν ἔχει σχέση μέ τά προηγούμενα», μέ τόν στοχασμό, μέ τήν ἔκσταση ἤ μέ τόν διαλογισμό. «Πρόκειται γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά βρεῖ τήν ψυχική του ὑγεία καί εἶναι ἡ διαδικασία αὐτή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἡ ἴδια. Κατά τήν κάθαρση διώχνονται ἀπό τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνο οἱ κακές σκέψεις, ἀλλά καί οἱ καλές σκέψεις». Ἔχει τεράστια σημασία αὐτό. Θά πρέπει νά ἀδειάσει τελείως ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅλα. Γιατί κάθε σκέψη εἶναι καί ἕνα εἴδωλο καί ὁ Χριστός μέσα στήν καρδιά μας δέν θέλει κανέναν ἄλλον, εἶναι Θεός ζηλωτής, ζηλότυπος δηλαδή. Θέλει μόνο Αὐτόν νά ἀγαποῦμε, γιατί μᾶς ἀγαπάει ἄπειρα. Βέβαια δέν τό θέλει αὐτό γιά τόν ἑαυτό Του ἀλλά γιά μᾶς, γιατί ἔτσι εἴμαστε πλασμένοι νά λειτουργοῦμε. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει κι ἄλλες ἀγάπες μέσα στήν καρδιά του, τότε ζεῖ μιά σχιζοειδή ζωή, μιά διασπασμένη ζωή. Εἶναι μιά διασπασμένη προσωπικότητα, ὅπως λένε οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι, οἱ ψυχολόγοι κ.λ.π. Εἶναι, ὅταν ἔχει ὁ ἄνθρωπος κι ἄλλες ἀγάπες, οἱ ὁποῖες κλέβουν ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό.
Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ κάθαρση, νά διωχθοῦν ἀπό τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνο οἱ κακές σκέψεις, ἀλλά καί οἱ καλές σκέψεις, γιατί καί οἱ καλές σκέψεις ἐμποδίζουν τήν ἀγάπη στόν Θεό. «Ὅταν ὁ νοῦς καθαρισθεῖ ἀπό ὅλες τίς σκέψεις, ὅλους τούς λογισμούς καθώς καί ἀπό τά πάθη, τότε μόνο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὁ νοῦς του δηλαδή ὁ κεκαθαρμένος, νά δεχθεῖ τήν ἐνοίκηση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά του». Τότε μπορεῖ νά γίνει οἶκος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά κατοικήσει δηλαδή μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Τότε δηλαδή ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα καί προσεύχεται ἀδιαλείπτως στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου». Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει κι ἄλλες ἀγάπες, δέν ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν ἐνεργοποιεῖται δηλαδή.
            «Ἡ παραβολή τοῦ σπορέως εἶναι στήν οὐσία της διδασκαλία περί τοῦ τρόπου τῆς ἀποκτήσεως τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁ σπόρος φυτρώνει καί ἀνθεῖ». Ὁ σπόρος εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνρθωπος καλλιεργήσει μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ αὐτόν τόν σπόρο, τότε ἀρχίζει ἡ κάθαρση καί ἀρχίζει ἡ ἄνθηση τοῦ σπόρου. «Ἡ ἄνθησις εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, κατά τήν ὁποία ἡ νοερά προσευχή ἐνεργεῖται γιά λογαριασμό τοῦ ἀνθρώπου ἀδιαλείπτως ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ πιό μεγάλη ἄνθησις μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ θέωση».
            «Ἡ Ὀρθοδοξία τώρα εἶναι θρησκεία ἤ δέν εἶναι θρησκεία; Ὑπάρχουν πολλοί, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἐγώ, πού ὑποστηρίζουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία». Γιατί; «Διότι θρησκεία ἴσον δεισιδαιμονία». Εἶναι πολύ σημαντικό νά κάνουμε αὐτή τήν διάκριση, γιατί σήμερα ὑπάρχει ὁ λεγόμενος Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά συγκρητισμός. Τί θά πεῖ συγκρητισμός; Ὅτι ὅλες οἱ πίστεις εἶναι τό ἴδιο, ὅλες εἶναι θρησκεῖες, καί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία ἀπό ὅλες. Ὅπως εἶναι ὅλα τά ἄλλα εἶναι καί ἡ Ὀρθοδοξία. Τεράστιο λάθος. Ἡ Ὀρθοδοξία διαφέρει ἀπό ὅλα τά ἄλλα. Δέν εἶναι θρησκεία μέ τήν ἔννοια πού εἶναι οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Γιατί οἱ ἄλλες οὐσιαστικά εἶναι δεισιδαιμονίες. Τί σημαίνει δεισιδαιμονία; Φόβος καί τρόμος μπροστά στόν Θεό. Φοβᾶμαι καί τρέμω ὅτι ὁ Θεός ἔχει ὀργιστεῖ, ἔχει θυμώσει μαζί μου καί θά πρέπει κάτι νά κάνω γιά νά τόν ἐξιλεώσω, νά τόν ἠρεμήσω, κάποιες θυσίες, κάποιες προσφορές, τά φροῦτα μου, τά χρήματά μου, τά κεριά μου στό βωμό γιά νά μοῦ πάει καλά τά πράγματα ὁ Θεός καί νά ἔχω φέτος μιά καλή ἐπιτυχία στήν ἐπιχείρησή μου, στή σοδειά μου, στήν οἰκογένειά μου κ.λ.π. νά πάψει ἡ γλωσσοφαγιά…. ἔχουμε πολλά τέτοια, γιατί κι ἐμεῖς, δυστυχῶς, ἔχουμε κάνει τήν Ὀρθοδοξία θρησκεία, δηλαδή δεισιδαιμονία. Καί λέει κανείς, γιά νά κάνεις αὐτό, πρέπει νά κάνεις ἑφτά εὐχέλαια, ὁπότε μετά ὁ Θεός θά κάνει ὅ,τι Τοῦ πεῖς… ἀλλά θά κάνεις αὐτή τήν συγκεκριμένη προσευχή, π.χ. αὐτή τήν προσευχή δέκα μέρες ἐπί δέκα φορές κ.λ.π. καί ὅ,τι θέλεις θά τό πετύχεις, δηλαδή μαγεία. Αὐτό εἶναι δεισιδαιμονία. Αὐτό εἶναι θρησκεία. Ἔτσι λειτουργοῦν ὅλες οἱ θρησκεῖες, ἐκτός ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό λέει ὁ π. Ἰωάννης ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία.
            «Ὁ θρησκευόμενος εἶναι ἕνας δεισιδαίμων, ὁ ὁποῖος ἔχει ὁρισμένες φαντασιοπληξίες περί Θεοῦ», δηλαδή δέν ἔχει τήν ἀληθινή γνώση γιά τόν Θεό, ἀλλά ἔχει ἕναν Θεό, ὅπως τόν φαντάστηκε ὁ ἴδιος. Δυστυχῶς αὐτό ὑπάρχει καί σέ μᾶς. Φαντάζονται πολλοί ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας ἀστυνομικός, ἕνας πού σέ περιμένει στή γωνία νά σέ κατακεραυνώσει, ἐπειδή ἔκανες λάθος. Εἶναι μιά φαντασιοπληξία γιά τόν Θεό, εἶναι μία πλάνη, γιατί δέν εἶναι ἔτσι ὁ Θεός. Καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ λεγόμενοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ θρησκευόμενοι, εἶναι οἱ χειρότεροι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ χειρότεροι ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί πού Τόν σταύρωσαν κιόλας. Οἱ Ρωμαῖοι ἦταν οἱ ἐκτελεστές. Ἐκεῖνοι πού Τόν πῆγαν στούς Ρωμαίους ἦταν οἱ θρησκευόμενοι τῆς ἐποχῆς, οἱ γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι.
            «Ὁ θρησκευόμενος, λοιπόν, ὁ ὁποῖος δεισιδαιμονικά καταφεύγει στήν θρησκεία εἴτε γιά βοήθεια, γιά νά μπορέσει δηλαδή νά ἀνταπεξέλθει στίς δυσκολίες του στόν κόσμον αὐτόν, εἴτε ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου, εἴτε ἀπό φτώχεια, εἴτε ἀπό ψυχολογική ἀνασφάλεια». Βλέπετε καί οἱ ἄθεοι τί λένε; ‘’Καί σεῖς οἱ θρησκευόμενοι ἐπειδή φοβᾶστε τόν κεραυνό, τούς σεισμούς κ.λ.π. ἔχετε ἀνάγκη ἀπό ἕναν Θεό… ἐμεῖς εἴμαστε ἀνώτεροι ἄνθρωποι, ἐπιστήμονες, δέν ἀσχολούμαστε μέ αὐτές τίς φοβίες…’’. Καί ὄντως ἔτσι λειτουργοῦν οἱ ἄλλες θρησκεῖες ἀλλά δέν εἶναι αὐτό πού ὑπάρχει στήν Ὀρθοδοξία. Στήν ἀληθινή, δηλαδή, πίστη δέν φοβόμαστε τά στοιχεῖα τῆς φύσης και γι’ αὐτό πιστεύουμε στο Χριστό.
            «Γι’ αὐτό βλέπει κανείς καί πλουσίους νά θρησκεύουν. Δέν εἶναι μονοπώλιο τῶν φτωχῶν ἡ θρησκεία. Αὐτό οἱ Μαρξιστές βέβαια δέν μποροῦν νά τό καταλάβουν, ἀφοῦ νομίζουν ὅτι, ἅμα ἐξαλειφθεῖ ἡ φτώχεια καί ἐλευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν φόβο τοῦ νά πεθάνει ἀπό τήν πείνα, μετά δέν θά χρειάζεται νά θρησκεύει· θά τοῦ εἶναι ἄχρηστη ἡ θρησκεία». Ἔτσι νομίζουν οἱ Μαρξιστές ἀλλά ὑπάρχουν καί πλούσιοι οἱ ὁποῖοι θρησκεύουν. Προσέξτε, δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι, θρησκεύουν, θρησκευόμενοι ἄνθρωποι. Τί θά πεῖ θρησκευόμενος ἄνθρωπος; Δηλαδή ἔχουν μιά δεισιδαιμονία σχετικά μέ τόν Θεό. Κάποιος π.χ. πλούσιος μπορεῖ νά κάνει ἄνω κάτω μιά ἐνορία, γιατί ἔκανε μιά δωρεά καί πρέπει νά βάλει καί τό ὄνομά του νά φαίνεται -ἀλλοίμονο ἄν δέν βάλουν τό ὄνομα του- καί θέλει νά κάνει κουμάντο σ’ ὅλη τήν ἐνορία. Δέν εἶναι ἄνθρωπος ὀρθόδοξος, εἶναι ἁπλῶς θρησκευόμενος. Ἔχει δηλαδή κάποιες φοβίες γιά τόν Θεό καί προσπαθεῖ νά ἱκανοποιήσει τίς ἀνασφάλειές του, νά ἀποσοβήσει τόν ἐπερχόμενο κίνδυνο πού ὑπάρχει ἀπό τόν Θεό. Ἐνῶ ὁ κίνδυνος δέν ὑπάρχει ἀπό τόν Θεό, ὑπάρχει ἀπό μᾶς. Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του μέ τά πάθη του.
            «Ὁ Κομμουνισμός τώρα», μιλᾶμε γιά τό 1983, τότε γινόντουσαν αὐτές οἱ ὁμιλίες, «ὑπόσχεται ‘λαγούς μέ πετραχήλια’, ἀρκεῖ νά ἐπικρατήσει ὡς πολιτικό καθεστώς. Ὡς ἰδέα βέβαια εἶναι ὡραῖος ὁ Κομμουνισμός, ὡς κοινωνία ἰσότητος. Στήν πράξη ὅμως δέν μπορεῖ νά συμβεῖ ἔτσι». Κάποιοι κάνουν μιά παρερμηνεία καί λένε ὅτι καί ὁ Χριστιανισμός εἶναι Κομμουνισμός. Δέν εἶναι, ἔχει τεράστια διαφορά. Βεβαίως οἱ πρῶτοι χριστιανοί εἶχαν τήν κοινοκτημοσύνη, ἀλλά ἦταν αὐτοπροαίρετη, δέν ἦταν ἀναγκαστική. Ἐδῶ εἶναι ἡ τεράστια διαφορά. Δηλαδή μέ τή θέλησή τους εἶχαν κοινοκτημοσύνη καί ἔδιναν ὁ καθένας τήν περιουσία του στήν Κοινότητα. Ἐνῶ στόν Κομμουνισμό, ὅπως ξέρετε, εἶναι ὑποχρεωτικό αὐτό.
            «Γιά νά ὑπάρξει πραγματική ἰσότητα» καί κοινωνία ἰσότητος, δέν πρέπει νά ἀλλάξει τό κοινωνικό σύστημα ἤ τό πολιτικό σύστημα, ἀλλά τί πρέπει νά ἀλλάξει; Ὁ κάθε ἄνθρωπος. Γιατί, ἄν δέν ἀλλάξει ὁ ἄνθρωπος, καί τό πιό τέλειο σύστημα νά ἔχουμε, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος θά εἶναι συμφεροντολόγος καί δέν ἔχει ἀληθινή ἀγάπη μέσα του γιά τούς ἄλλους, θά βρεῖ τρόπο νά διαβρώσει τό σύστημα καί νά ἐκμεταλλευτεῖ τούς ἄλλους. Αὐτό γινόταν καί στή Ρωσία ἐπί Κομμουνισμοῦ, πού ἡ κυρίαρχη τάξη, ἡ ‘ἐλίτ’ ἄς ποῦμε, εἶχε πάρα πολύ μεγάλες περιουσίες, ἐνῶ ὁ λαός μέ τήν κοινοκτημοσύνη ἦταν ὅλοι σ’ ἕνα κατώτερο ἐπίπεδο. Ἄν καί ἔπρεπε νά δώσει τό παράδειγμα ἡ ἄρχουσα τάξη, ἦταν πάλι οἱ ἐκμεταλλευτές τοῦ λαοῦ.
Ἄν λοιπόν δέν θεραπευτεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος, τό σύστημα δέν ἀλλάζει τούς ἀνθρώπους. Ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία ἀλλάζει τόν κάθε ἄνθρωπο. Καί ὁ κάθε ἄνθρωπος ὅταν ἀλλαξει καί γίνει πραγματικά ὀρθόδοξος, τότε ἀποκτάει τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη, ἀγάπη δηλαδή πού δέν ζητάει τό ἴδιον συμφέρον καί ὁ κάθε ἕνας σκέφτεται γιά τό συμφέρον τῆς κοινότητας, γιά τό συμφέρον τοῦ πλησίον. Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «μηδείς ζητείτω τό ἑαυτοῦ, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄Κορ. 10,24). Τότε βέβαια λειτουργεῖ τέλεια ἡ κονωνία, ὅταν δέν σκέφτεται κανείς τόν ἑαυτό του ἀλλά πῶς θά κάνει εὐτυχισμένο τόν ἄλλον, ὁπότε δέν θά ἔχουμε οὔτε κλοπές, οὔτε οἰκονομικές ἀνισότητες, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη δυσλειτουργία μέσα στήν κοινωνία.
Ἄς περάσουμε στό ἑπόμενο κεφάλαιο: Περί τῆς διαφορᾶς μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως. Ὑπάρχει τεράστια διαφορά, τήν ὁποία θά δοῦμε στή συνέχεια. «Στόν Μεσαίωνα ἦταν πάρα πολύ γνωστό, στούς κυβερνῶντες, ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως. Ποιά εἶναι ἡ διαφορά; Ἡ διαφορά εἶναι ἁπλούστατη, ὅτι στήν αἵρεση δέν ὑπάρχει θεραπεία τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Νά πόσο μεγάλη σημασία ἔχει τό δόγμα. Ξέρουμε ὅτι αἵρεση εἶναι ἡ παρέκκλιση ἀπό τό ὀρθό δόγμα. Λόγου χάρη, οἱ Παπικοί, οἱ λεγόμενοι Ρωμαιοκαθολικοί, πού κάποιοι κακῶς τούς ὀνομάζουν καί ‘ἐκκλησία’, δέν εἶναι ἐκκλησία, εἶναι αἵρεση, εἶναι αἱρετικοί, γιατί ἔχουν ἀλλοιώσει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού εἶναι τό θεμελιῶδες κείμενο πού ἐκφράζει καί συνοψίζει τήν πίστη μας. Γι’ αὐτό εἶναι αἱρετικοί. Αὐτό ἔχει καμιά ἐπίπτωση; Τεράστια ἐπίπτωση. Δέν θεραπεύονται αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ, γιατί δέν ἔχουν τήν ὀρθή δόξα γιά τόν Θεό, ὁπότε δέν ἔχουν τή συνταγή γιά τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοός. Καί τό βλέπουμε στήν πράξη πόσο ἀθεράπευτοι εἶναι.
            «Στήν αἵρεση δέν ὑπάρχει θεραπεία τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Στήν Ὀρθοδοξία, ὅμως, θεραπεύεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος καί ἀπόδειξις εἶναι οἱ ἅγιοι». Οἱ ἅγιοι εἶναι ἡ ἀπόδειξη. Γι’ αὐτό, εἴπαμε, μιλᾶμε γιά πράγματα καί ὄχι θεωρητικά. Μποροῦν οἱ Παπικοί νά μᾶς δείξουν ἕναν Ἅγιο; Δέν ἔχουν. Νά μᾶς δείξουν ἕναν ἄνθρωπο πού νά ἔχει τό προορατικό ἤ τό διορατικό χάρισμα, ὅπως ἔχουμε ἐμεῖς; Ἔχουν κάποιον στόν ὁποῖο θά πᾶς καί θά πεῖ τό ὄνομά σου; Δέν θά σέ ἔχει ξαναδεῖ βέβαια ποτέ… οὔτε νά τοῦ τό ἔχει πεῖ κάποιος ἄλλος προηγουμένως… Ἐμεῖς ἔχουμε. Ἔχουν κάποιον ἄνθρωπο πού νά βγάζει δαιμόνια; Δέν ἔχουν. Ξέρετε τί γίνεται στήν Ἀφρική; Τούς δαιμονισμένους οἱ Παπικοί παπάδες τούς στέλνουν στούς Ὀρθόδοξους. Γιατί κάποτε ἐπιχείρησαν καί τίς ἔφαγαν ἀπό τούς δαιμονισμένους. Τά δαιμόνια ξέρουν πολύ καλά ποιός ἔχει ἐξουσία νά τούς βγάλει καί ποιός δέν ἔχει! Ὁπότε τούς δαιμονισμένους τούς λένε νά πᾶνε στούς Ὀρθόδοξους… Αὐτό δέν εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας; Ὅτι ἡ άλήθεια καί ἡ θεραπεία εἶναι στήν Ὀρθοδοξία; Ἄν μή τί ἄλλο, αὐτό εἶναι ἀπόδειξη.
Οἱ αἱρέσεις λοιπόν καί οἱ αἱρετικοί δέν θεραπεύουν τόν ἄνθρωπο, εἶναι «κάτι ἀντίστοιχο μέ τούς κομπογιαννίτες». Ξέρετε τί θά πεῖ κομπογιαννίτης… ψευτογιατρός. Αὐτοί λοιπόν οἱ αἱρετικοί ἔχουν τό ἑξῆς χαρακτηριστικό «ὑπόσχονται κάποια ζωή μετά θάνατον». Ὅπως γιά παράδειγμα οἱ Ἰεχωβάδες. Γιά μετά θάνατον εὐτυχία μιλοῦν, ὄχι γιά αὐτή τήν ζωή. Ἐδῶ δίνουν μόνο λεφτά καί ἐξαγοράζουν συνειδήσεις καί ἀνθρώπους. Ἀλλά ἀληθινή θεραπεία δέν δίνουν. Δέν ἀπαλλάσσουν τόν ἄνθρωπο δηλαδή ἀπό αὐτή τήν δυσλειτουργία τοῦ νοός, γιατί δέν μποροῦν, δέν ἔχουν τήν μέθοδο, δέν ἔχουν τήν ὀρθή δόξα γιά τόν Θεό.
            «Σ’ αὐτήν ὅμως ἐδῶ τή ζωή δέν ἔδιναν θεραπεία στούς πιστούς τους οὔτε προσέφεραν τίποτε παραπάνω ἀπό μία ἐπί πλέον δεισιδαιμονία. Οἱ αἱρέσεις ἦταν καί εἶναι θρησκεῖες γιά μετά τόν θάνατο». Ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία σοῦ δίνει τήν γεύση τοῦ Θεοῦ καί τήν μακαριότητα ἀπό αὐτή τήν ζωή. Ὁ Χριστός δέν ἦρθε γιά μιά εὐτυχία μετά τόν θάνατο, ἀλλά γιά νά μᾶς θεραπεύσει ἐδῶ καί τώρα σ’ αὐτή τή ζωή. Γι’ αὐτό καί λέω πολλές φορές, δέν δικαιολογεῖται χριστιανός πού νά ἔχει ἄγχος, πού νά ἔχει ψυχολογικά προβλήματα, ἀνασφάλειες, φοβίες, ὅταν φυσικά δέν ὑπάρχει κάποια ἐγκεφαλική αἰτία. Γιατί συμβαίνει νά μήν λειτουργεῖ κάτι σωστά στόν ἐγκέφαλο καί ὁ ἄνθρωπος νά παθαίνει κατάθλιψη, ἀλλά αὐτό φεύγει μέ τά φάρμακα. Ἕνας ἄνθρωπος ὅμως τοῦ ὁποίου τό σῶμα λειτουργεῖ σωστά, δέν μπορεῖ νά ἔχει ἄγχος, ἄν εἶναι πραγματικά ὀρθόδοξος, οὔτε φοβίες καί τέτοια πράγματα. Γιατί ἡ Ὀρθοδοξία θεραπεύει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἄνθρωπος ἐμπιστεύεται τόν Θεό κατά τό «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» καί ἔρχεται εἰρήνη μέσα στήν καρδιά του καί στήν ψυχή του.
            «Αἱρετικός ἦταν ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τά δόγματα δέν ἦταν Ὀρθόδοξα· ἔτσι δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά φθάσει στήν κάθαρση καί στόν φωτισμό». Ἡ χάρις δηλαδή δέν λειτουργεῖ, ὅταν κάποιος δέν ἔχει ὀρθή δογματική συνείδηση. Δέν μπορεῖ νά ἔχει ἐσφαλμένη δόξα γιά τόν Θεό καί νά θέλει ὁ Θεός νά ἔρθει νά κατοικήσει μέσα του. Δέν γίνεται. «Ἡ Ὀρθοδοξία προσφέρει αὐτήν τήν θεραπεία καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν κάθαρση καί στόν φωτισμό. Ἡ ἰατρική ἐπιστήμη ἐνδιαφέρεται μεταξύ ἄλλων καί γιά τό γενικότερο κοινωνικό καί φυσικό περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι κατάλληλο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι καί νά παραμένει καί ψυχικά ὑγιής. Διότι ἕνα ὑγιές περιβάλλον βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ἔχει καί ψυχοσωματική ὑγεία. Ὅπως καί ἡ προληπτική ἰατρική. Δηλαδή ὁ γιατρός πρέπει νά ἐνδιαφερθεῖ γιά ἕνα συγκεκριμένο ὑγιές κοινωνικό πλαίσιο ζωῆς. Ὅμως ἡ κύρια μέριμνά του εἶναι ἡ σωματική ὑγεία, δηλαδή τό νά κάνει καλά τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς συγκεκριμένες παθήσεις τους. Τό ἴδιο λοιπόν συμβαίνει κατ’ ἀντιστοιχίαν καί μέ τόν παπά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού ἔχει Πατερικό φρόνημα καί βίωμα. Ἡ κύρια μέριμνά του εἶναι ἡ ψυχική ὑγεία τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τήν καθορίσαμε στά προηγούμενα καί ὄχι ὅπως τήν ἐννοεῖ ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη. Ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Τό νά βροῦν οἱ ἄνθρωποι τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι κρυμμένη μέσα τους, κατά τό ‘’ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ’’». Αὐτό εἶναι τό κύριο ἔργο τοῦ παπᾶ, τοῦ ἐπισκόπου καί τῆς κάθε ἐνορίας. Ὄχι νά κάνουμε παιχνίδια τένις καί ποδόσφαιρο γιά τά παιδιά. Δέν λέω κι αὐτά νά μήν τά κάνουμε ὡς μία ἀρχική ἕλξη καί μιά μέθοδο γιά προσέλκυση τῶν παιδιῶν, ἀλλά ἐκεῖνο πού θά πρέπει νά εἶναι τό κύριο μέλημα τοῦ ἱερέα καί τοῦ ἐπισκόπου εἶναι νά ὁδηγηθοῦν οἱ ἄνθρωποι στήν κάθαρση καί στόν φωτισμό, νά διορθωθεῖ ὁ νοῦς τους καί ὄχι νά ἐξασφαλίσουμε ἕνα ὑγιές, θά λέγαμε, ἐξωτερικό περιβάλλον. Αὐτό εἶναι ἔργο τῶν γιατρῶν, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, τοῦ δήμου ἐνδεχομένως, νά κάνει πάρκα κ.λ.π., τό ὁποῖο βοηθάει λίγο, πολύ λίγο. Δέν βοηθάει στήν ψυχική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου, ἐξασφαλίζει μόνο κάποιες εὐνοϊκές συνθῆκες.
Ἡ πλήρης ψυχική ὑγεία θά ἔρθει μόνο μέ τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, γιατί ἡ κύρια αἰτία τῆς νόσου βρίσκεται μέσα στόν ἄνθρωπο, ὄχι στό περιβάλλον. Διορθώνοντας τό περιβάλλον δέν διορθώνεται ὁ ἄνθρωπος. Πρέπει ὁ ἴδιος νά μετανοήσει καί νά καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη. Κατ’ ἀρχάς νά παραδεχτεῖ ὅτι εἶναι ἄρρωστος, ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός καί μετά νά προχωρήσει στή διαδικασία τῆς μετάνοιας, τῆς κάθαρσης. Κι αὐτό εἶναι τό κύριο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα, δυστυχῶς, διαφημίζουμε -καί αὐτό εἶναι λάθος, εἶναι ἀντίθετο μέ τό Εὐαγγέλιο- πόσες μερίδες φαγητό δίνουμε. Ἡ Ἐκκλησία δίνει 200.000 μερίδες… Ἐντάξει, ὀ Χριστός τί εἶπε ὅμως; Εἶπε νά τό λές; Δέν εἶπε νά τό λές. Ἀλλά καί πάλι πού τό κάνεις, αὐτό εἶναι τό κύριο ἔργο; Ἔτσι θέλουν οἱ πολιτικοί νά κάνουν τήν Ἐκκλησία, νά τήν καταντήσουν ἕνα ἵδρυμα κοινωνικῆς πρόνοιας. Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία νά προσφέρει κοινωνική πρόνοια; Ὄχι! Τό κύριο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά προσφέρει θεραπεία ψυχῆς στόν λαό. Γιατί, ὅσο καί νά τοῦ δώσεις τοῦ ἄλλου ἕνα πιάτο φαΐ, πάλι θά πεινάσει. Ἀλλά ὅταν τοῦ δώσεις τή θεραπεία τοῦ νοῦ του, αὐτό εἶναι μία εὐλογία πού τοῦ δίνεις στήν αἰωνιότητα. Αὐτό πρέπει νά καταλάβουμε ὅλοι εἶναι τό κύριο ἔργο τῆς ἐνορίας καί τῶν ἱερέων καί τῶν ἐπισκόπων, τό νά βροῦν οἱ ἄνθρωποι τήν κρυμμένη βασιλεία πού ὑπάρχει μέσα τους.
            «Ἀλλά αὐτό πῶς γίνεται; Γίνεται μέ τήν ἐνεργοποίηση τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου». Πρέπει νά λειτουργήσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. «Αὐτή ἡ ἐνεργοποίηση, εἶναι ὁ πυρήνας τῆς προσπαθείας τοῦ Ὀρθοδόξου ἱερέως μέ Πατερικό φρόνημα. Κατ’ ἐπέκτασιν ὁ κύκλος τῆς προσπαθείας καί τοῦ ἐνδιαφέροντός του ἀγγίζει ὅλα τά κοινωνικά θέματα. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι αὐτός καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἀντικαταστήσει τό κύριο ἔργο Της, πού εἶναι τό θεραπευτικό, με ὅλα τά ἄλλα τά περιφερειακά», νά κάνουμε συσσίτια, κοινωνικά παντοπωλεῖα, κοινωνικά ἰατρεῖα… Δέν λέω ὅτι δέν εἶναι καλά. Καλά πράγματα εἶναι κι αὐτά, ἀλλά εἶναι τά περιφερειακά, δέν εἶναι τό κύριο ἔργο. Πολλές φορές οἱ ἱερεῖς ἀναλώνονται σ’ αὐτά καί μένει πίσω ἡ κατήχηση. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔλεγε: τό πρῶτο καί σπουδαιότερο ὅπλο πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ λόγος, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό κήρυγμα, τό ὁποῖο εἶναι τό θεραπευτικό φάρμακο τῶν ψυχῶν. Γιατί, πῶς θά μπεῖ κάποιος στή διαδικασία τῆς κάθαρσης καί τῆς μετάνοιας, ἄν δέν ἀκούσει;
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀγαποῦσε πάρα πολύ τό κήρυγμα. Ἔκανε κάθε μέρα κήρυγμα καί πολλές φορές τήν ἡμέρα, γιατί ἤξερε πόση σημασία ἔχει νά ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας βλέπετε, ἄν κανείς διαβάζει τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου βρισκόταν μιλοῦσε, ἀλλά εἴπαμε πρέπει νά ἔχεις ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά τό καταλάβεις αὐτό, τό Ὁποῖο εἶχαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί μᾶς τό λένε. Μά μέσα στό σπίτι ἦταν; Μιλοῦσε, καί ἡ Μάρθα διαμαρτυρόταν, γιατί τήν ἄφησε μόνη της ἡ Μαρία νά διακονεῖ (πρβλ. Λουκ. 10,40). Ὁ Κύριος ἔκανε κήρυγμα ἐκείνη τήν ὥρα μέσα στό σπίτι πού πῆγε νά Τόν φιλοξενήσουν καί νά Τοῦ κάνουν τραπέζι. Δέν ἔχανε χρόνο, παντοῦ μιλοῦσε. Τό ἴδιο καί οἱ Ἀπόστολοι. Συνεχῶς ἐκήρυτταν. Ὁ Χριστός μας κάθισε λίγο νά ξεκουραστεῖ καί μίλησε στήν Σαμαρείτιδα, κέρδισε αὐτή τήν ψυχή, ἄν καί ἦταν κατάκοπος. Αὐτό εἶναι τό κύριο ἔργο τοῦ ἱερέως, νά ἱερουργεῖ, νά κάνει τήν Θεία Λειτουργία καί τίς Ἀκολουθίες καί νά κηρύττει.
            «Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἦταν καθ’ ὅλον τόν Μεσαίωνα ὁ κατ’ ἐξοχήν Θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ὅλοι οἱ Πατέρες αὐτόν ἐπικαλοῦνται, μετά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, σάν τήν πιό μεγάλη αὐθεντία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σήμερα βέβαια συνηθίζουμε, μετά ἰδίως τήν καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, νά θεωροῦμε τούς Τρεῖς Ἱεράρχες ὡς τούς κορυφαίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας».
            «Παρά ταῦτα ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἔπαιξε καθοριστικό ρόλο στήν διαμόρφωση τῆς Πατερικῆς παραδόσεως. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀκολουθεῖ κατά πόδας τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη», ὁ ὁποῖος μιλάει γιά αὐτές τίς διαδικασίες, τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση. «Ὁπότε, ἄν θέλει κανείς νά δεῖ πῶς ἐσκέπτοντο οἱ πρόγονοί μας κατά τόν Μεσαίωνα, εἶναι ὑποχρεωμένος νά λάβει πολύ σοβαρά ὑπ’ ὄψιν τόν Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ἄσχετα μέ τό θέμα τοῦ ποιός ἀκριβῶς εἶναι ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης», γιατί ὑπάρχει μιά ἀμφισβήτηση ἄν εἶναι ὁ ἀληθινός ἤ εἶναι κάποιος πού ἔβαλε τό ὄνομά του. Σημασία ἔχει ὅτι τό περιεχόμενο τῶν συγγραμάτων τοῦ φερομένου ὡς ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου εἶναι ὀρθοδοξότατο. Ὅπως λέει ἐδῶ καί ὁ π. Ἰωάννης εἶναι ἡ βάση καί γιά τούς ἄλλους Πατέρες.
Ἄς σταματήσουμε ἐδῶ. Βέβαια ἀνοίγουμε ἀρκετά θέματα, πού σέ κάποιους ἴσως φαίνονται δυσνόητα, γιατί γιά πρώτη φορά τά ἀκοῦνε, ἀλλά εἶναι πολύ σημαντικά, γιατί μᾶς βάζουν στήν καρδιά τῆς Ὀρθοδοξίας, πού εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ.: Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς εἶναι πολύ μεγάλο πράγμα. Μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς τή δώσει. Οἱ ψυχίατροι γιά ποιό λόγο ὑπάρχουν ἀφοῦ δέν γνωρίζουν τήν ψυχή μας; Πῶς μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν, ἄν εἴμαστε ψυχικά ἀσθενεῖς;
Ἀπ.: Ἔκανα ἕναν ὑπαινιγμό προηγουμένως. Εἶπα ὅτι οὐσιαστικά πρέπει νά ἀλλάξουν ὄνομα. Εἶναι παραπλανητικό τό ὄνομά τους, δέν εἶναι ψυχίατροι. Ὅπως καί τά λεγόμενα ψυχοφάρμακα δέν εἶναι ψυχοφάρμακα, εἶναι φάρμακα πού ἐπηρεάζουν τό νευρικό σύστημα. Ἡ ψυχή εἶναι ἕνα πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν ἔχει νά κάνει μέ τήν ὕλη. Δέν εἶναι τελείως ἄυλη, ἀλλά ὁπωσδήποτε εἶναι πνεῦμα, δέν εἶναι ὅπως τό σῶμα πού ξέρουμε. Τά φάρμακα ἐπιδροῦν στό σῶμα. Ἐπιδροῦν στό νευρικό σύστημα, ἐπιδροῦν στούς νευρῶνες, στά νευρικά κύτταρα, στούς νευροδιαβιβαστές, στίς οὐσίες δηλαδή οἱ ὁποῖες ἐκλύονται ἀνάμεσα στά νευρικά κύτταρα καί ἀλλάζουν τίς λειτουργίες τοῦ νευρικοῦ συστήματος. Αὐτό τώρα θεραπεύει τήν ψυχή; Ὄχι, τό νευρικό σύστημα θεραπεύει. Γι’ αὐτό σᾶς εἶπα μᾶς βοηθᾶνε σ’ αὐτό τό σημεῖο οἱ ψυχίατροι. Ἕνας ἄνθρωπος λ.χ. πού λόγω τῆς ἁμαρτωλῆς του ζωῆς καί τοῦ πολύ μεγάλου του ἄγχους ἔχει φτάσει νά προκαλέσει καί σωματικές ἐπιπτώσεις καί βλάβες, ἔχει ἀνάγκη ἀπό ψυχίατρο. Δέν εἶναι ἀρκετό νά ἐξομολογηθεῖ δηλαδή. Θά ἐξομολογηθεῖ, θά πάρει τήν ὁδηγία πού πρέπει γιά νά θεραπευτεῖ, γιά νά καθαρθεῖ, ἀλλά γιά νά θεραπευτεῖ καί τό σῶμα του, θά πρέπει νά πάρει καί κάποια ἰατρική βοήθεια. Οἱ ψυχίατροι, δηλαδή, μᾶς βοηθοῦν, ὅταν ἡ ἁμαρτία ἔχει τόσο προχωρήσει στόν ἄνθρωπο πού ἔχει ἐπιδράσει καί στό σῶμα. Πάντως ὁ ψυχίατρος σέ καμιά περίπτωση δέν θεραπεύει τήν ψυχή, θεραπεύει μόνο τό νευρικό σύστημα.
Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι πού παθαίνουν κατάθλιψη, ὅταν πάρουν κάποια χάπια καί ἠρεμήσουν καί φύγουν κάποιες ἐνδεχομένως ἐκρήξεις ἤ κρίσεις πού παθαίνουν, ἔχουν κάνει μερική θεραπεία. Ἡ πλήρης θεραπεία εἶναι νά πᾶνε νά ἐξομολογηθοῦν καί νά μποῦν στήν θεραπευτική τῆς ὀρθοδοξίας, τήν κάθαρση, τόν φωτισμό, νά πολεμήσουν τά πάθη τους. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι κατεξοχήν αἰτία τῆς κατάθλιψης εἶναι ὁ ἐγωισμός, εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, δέν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ὅπως λένε οἱ ψυχίατροι. Μπορεῖ ὄντως κάτι νά μήν πηγαίνει καλά στόν ἐγκέφαλο καί νά συμβάλλει στήν κατάθλιψη, ὁπότε σέ ἐκεῖνο τό κομμάτι βοηθᾶνε οἱ ψυχίατροι.
Ἡ πλήρης ὅμως θεραπεία θά γίνει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πολεμήσει τόν ἐγωισμό του, ὅταν ταπεινωθεῖ, ὅταν συγχωρήσει καί πιστέψει στόν Θεό. Ἄν πραγματικά πιστέψει στόν Θεό, τότε φεύγει τό ἄγχος. Ἀλλιῶς, πῶς θά φύγει τό ἄγχος; Μέ τά ἀγχολυτικά; Μέ τά ἀγχολυτικά ἁπλῶς λίγο θά κατασταλλεῖ τό νευρικό σύστημα καί θά γίνεις λίγο πιό ἤρεμος, ἕως κοιμισμένος. Ἀλλά ἡ θεραπεία θά ἔρθει, ὅταν ἀφήσεις τή ζωή τή δική σου καί τῶν ἄλλων στόν Θεό. Ὄχι π.χ. νά εἶσαι μέ τό κινητό στό χέρι καί νά παίρνεις κάθε πέντε λεπτά τηλέφωνο τό παιδί σου νά δεῖς ἄν εἶναι καλά. Καί τί ἔγινε πού τό ἔμαθες; Τό βοηθᾶς ἔτσι; Ὄχι, οὔτε ἐσύ βοηθιέσαι, οὔτε ἐκεῖνο. Ἡ ἀληθινή βοήθεια θά εἶναι νά τό ἀφήσεις κι αὐτό στόν Θεό καί νά ἀφεθεῖς κι ἐσύ στόν Θεό. Αὐτό πού λέει συνέχεια ἡ Ἐκκλησία «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
Μέ τά χαπάκια παίρνεις μιά ἀρχική βοήθεια. Ἄν βέβαια ὁ ἄλλος δέν θέλει νά ἐξομολογηθεῖ καί νά μπεῖ σ’ αὐτή τή διαδικασία καί θέλει νά πηδήσει ἀπό τό μπαλκόνι, ἐντάξει θά πάει στόν ψυχίατρο. Ἀφοῦ δέν θέλει νά θεραπευτεῖ, τουλάχιστον νά μήν πηδήσει ἀπό τό μπαλκόνι… μέχρι νά τοῦ ἔρθει τό μυαλό νά πάει νά πάρει τήν πλήρη θεραπεία μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία.
Ἐρ.: Μιά διευκρίνηση θά ἤθελα. Εἴπατε πώς, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει κι ἄλλες ἀγάπες, δέν ἐνεργοποιεῖται τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν λέμε ἀγάπες ἐννοοῦμε πάθη ἤ συνανθρώπους μας;
Ἀπ.: Μπορεῖ νά εἶναι πάθη, μπορεῖ νά εἶναι προσκολλήσεις, μπορεῖ νά εἶναι καί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀγαπῶνται ἐμπαθῶς. Εἴδωλα. Ἄλλος κάνει εἴδωλο τόν ἑαυτό του, τό σπουδαιότερο εἴδωλο.
Τό κυριότερο εἴδωλο εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁ ἑαυτός μας εἶναι τό εἴδωλο, τό στήνουμε μέσα μας καί τό προσκυνᾶμε. Ἡ φιλαυτία, ὅπως μᾶς λένε οἱ Πατέρες, εἶναι τό πρῶτο νόσημα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ βρώμικου ἀνθρώπου, τοῦ ἀκάθαρτου ἀνθρώπου. Ἀγαπάει ἄρρωστα τόν ἑαυτό του καί μάλιστα τό σῶμα του. «Μήν κουραστῶ, μήν πονέσω, μήν ἀρρωστήσω, μήν ἱδρώσω κ.λ.π.». Ὁπότε, αὐτό τόν ἐμποδίζει νά ἀγαπήσει ἀληθινά τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Σκέφτεται, γιά νά ἀγαπήσω τόν Θεό, πρέπει νά κάνω θυσία, νά ξυπνήσω στίς ἕξι τό πρωί… καί ἡ φιλαυτία μέσα σου λέει ‘καλά ἀπό τίς ἕξι θά πᾶς, κάτσε νά χτυπήσει ἡ τρίτη καμπάνα…’. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γνωρίσει ἀληθινά τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά καθαρθεῖ, τόν ἐμποδίζει αὐτό τό εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του πού ἔχει μέσα του. Ἄλλος ἔχει εἴδωλο τό χρῆμα καί λέει ‘Θά χάσω ἐγώ γιά αὐτά πού λέει ὁ Χριστός; Θά πῶ ἕνα ψέμα νά πάρω καί τήν ἐπιδότηση κι ἄς λέει ὁ Χριστός’. Ὁπότε ἡ ἀγάπη πού ἔχει στό χρῆμα τόν χωρίζει ἀπό τόν Χριστό. Ἐνῶ ὁ ἄλλος θά πεῖ ‘ἐντάξει ἄς τά χάσω, ἀφοῦ ὁ Χριστός λέει νά μήν λέμε ψέματα’. Ὁπότε, αὐτό πού ἀγαπάει ὁ ἄνθρωπος, τόν ἐμποδίζει νά τηρήσει τήν πρώτη ἐντολή πού λέει «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου» (Δευτ. 6,5). Δέν λέει κατά ἕνα ποσοστό, κατά 50% τόν Θεό καί κατά 50% κάτι ἄλλο, οὔτε 99% στόν Θεό καί 1% κάπου ἀλλοῦ. Ὁ Θεός θέλει τό 100%, ὄχι γιατί εἶναι ἐγωιστής -αὐτό εἶναι βλασφημία νά τό ποῦμε- ἀλλά γιά ἐμᾶς, γιατί δέν θέλει νά εἴμαστε διχασμένοι. Γιατί, ὅταν ἔχεις κι ἄλλες ἀγάπες, εἶσαι διχασμένος, μοιράζεσαι δηλαδή. Κι ἕνας διχασμένος εἶναι διασπασμένος. Κι ἕνας διασπασμένος εἶναι νεκρωμένος. Δέν μπορεῖ νά εἶσαι διασπασμένος σέ δυό, τρία, πέντε κομμάτια καί νά λές ὅτι εἶσαι ζωντανός, ἀφοῦ εἶσαι κομματιασμένος. Θά πρέπει νά ἑνοποιηθεῖς, νά γίνεις ἕνα, νά μαζέψεις τά κομμάτια σου. Αὐτό ἀκριβῶς θέλει ὁ Χριστός. Κι αὐτό δέν γίνεται παρά μόνο ἄν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, γιατί γινόμαστε ἕνα μέσα μας.
Ἡ ἁμαρτία δέν μᾶς χώρισε μόνο ἀπό τόν Θεό. Οἱ Πρωτόπλαστοι ἔκαναν ἁμαρτία, παρακοή στόν Θεό, ὁπότε χωρίστηκαν ἀπό τόν Θεό, ἀλλά χωρίστηκαν καί μεταξύ τους. Ὁ Ἀδάμ ἔριχνε τήν εὐθύνη στήν Εὔα, ἡ Εὔα στό φίδι, διασπάστηκε ἡ ἀγάπη μεταξύ τους. Χωρίστηκαν καί μέ τόν ἑαυτό τους καί μέσα τους ἔγιναν κομμάτια. Ἡ ἁμαρτία αὐτό κάνει, χωρίζει καί ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν πλησίον καί τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, γιατί χάνει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του. Τό λένε κιόλας ‘δέν ξέρω ποῦ βρίσκομαι… εἶμαι χίλια κομμάτια μέσα μου..’. Ἔτσι εἶναι, ἡ γλῶσσα ὁμολογεῖ τήν ἀλήθεια ἀκόμα κι ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν τό θέλει. Ἡ ἑνοποίηση γίνεται μέ τήν διαδικασία αὐτή τήν θεραπευτική, τήν κάθαρση, καί κατεξοχήν μέ τήν νοερά προσευχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιμένει καί ἐπικαλεῖται συνεχῶς τόν Κύριο, ἡ ψυχή του πού εἶναι κομμάτια, σιγά-σιγά γίνεται ἕνα. Μαζεύονται ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, συγκεντρώνονται, ἑνοποιοῦνται καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ πλέον νά βρεῖ τόν ἑαυτό του καί μετά νά βρεῖ τόν Θεό. Γιατί, ἄν δέν βρεῖς τόν ἑαυτό σου, πῶς θά βρεῖς τόν Θεό; Πρέπει πρῶτα νά βρεῖς τόν ἑαυτό σου καί μετά νά βρεῖς τόν Θεό, νά μιλήσεις στόν Θεό. Αὐτό κάνει ἡ νοερά προσευχή.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει κι ἄλλες ἀγάπες, εἶναι μακριά ἀπό τήν καρδιά, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι ἔξω, εἶναι χυμένος στά κτίσματα. Ἀγαπάει εἴδωλα, τόν ἑαυτό του, τά χρήματα, τήν δόξα τοῦ κόσμου, τίς ἡδονές τίς σαρκικές κλπ. Ὁ νοῦς εἶναι σ’ αὐτά. Ὅπου ἀγαπᾶς ἐκεῖ εἶναι καί ὁ νοῦς σου. Δέν εἶναι λοιπόν ὁ νοῦς στή θέση του. Ἔχει φύγει. Ἡ θέση τοῦ νοῦ εἶναι ἡ καρδιά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάσει, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος καί πλέον δέν διασκορπίζεται ὁ νοῦς του πρός τά ἔξω, πρός τίς ἄλλες αὐτές ἀγάπες, καί ἔρθει στόν ἑαυτό του, στήν καρδιά, τότε ἀνεβαίνει στόν Θεό, τότε βρίσκει τόν Θεό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν ἀποβάλλει αὐτές τίς ἄρρωστες ἀγάπες, τίς ἄλλες ἀγάπες, δέν μπορεῖ νά βρεῖ κατ’ ἀρχάς τόν ἑαυτό του καί μετά τόν Θεό.
Εἶχε ἔρθει ἕνας ἄνθρωπος στό Ἅγιο Ὄρος καί λέει «πάτερ, νά κάνω κάτι στόν κῆπο», ἦταν καί καλοκαίρι, εἶχε καί πολύ ζέστη… Τέλος πάντων, λέω, ἄντε πήγαινε, ἀφοῦ θέλεις νά κάνεις κάτι… Πῆγε, ὅλη τήν ἡμέρα χάθηκε, ἦταν στόν κῆπο. Ἔρχεται τό βράδυ, τοῦ λέω, τί γίνεται; Λέει «εἶμαι πολύ χαρούμενος, πάτερ». Τί χαρούμενος, λέω, ὅλη μέρα μέσα στόν ἥλιο, κουράστηκες… «Ναί», λέει, «γιατί βρῆκα ὥρα νά σκεφτῶ. Ἐκεῖ πού δουλεύω στήν πόλη, δουλεύουμε σάν μηχανές καί δέν ξέρουμε καί γιατί δουλεύουμε. Ἁπλῶς σάν γρανάζια μιᾶς μηχανῆς. Καί δέν βρίσκουμε χρόνο οὔτε κἄν νά σκεφτοῦμε, ὄχι νά προσευχηθοῦμε… ἁπλῶς δουλεύουμε». Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Γι’ αὐτό εἶναι φτιαγμένος; Νά εἶναι σάν ἐξάρτημα μιᾶς μηχανῆς; Αὐτός χάρηκε, ὄχι γιατί βρῆκε τόν Θεό, γιατί βγῆκε τόν ἑαυτό του. Βρῆκε λίγο χρόνο ἐκεῖ στήν ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Ὄρους νά σκεφτεῖ, νά συμμαζέψει λίγο τόν ἑαυτό του, νά ἡσυχάσει. Γι’ αὐτό λέει ὁ Μέγας Βασίλειος «ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ ἀρχή τῆς καθάρσεως».  Ἀρχή δηλαδή τῆς θεραπευτικῆς διαδικασίας εἶναι νά ἡσυχάσεις, νά κόψεις τά περιττά. Τό πρῶτο δηλαδή πού πρέπει νά κάνουμε ὅλοι μας εἶναι νά κόψουμε τά περιττά πού μᾶς διασποῦν, μᾶς παίρνουν τόν νοῦ. Αὐτές τίς ἀγάπες πού εἴπατε, νά τίς κόψουμε. Γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε προσευχή; Γιατί, ἐνῶ πᾶμε νά μιλήσουμε στόν Θεό, φεύγει ὁ νοῦς μας; Γιατί εἶναι φευγάτος ὅλη μέρα καί ἔχει μάθει νά γυρνάει, ἔχει μάθει ὅπως λέμε, τήν ἀλητεία καί θά πρέπει τώρα νά τόν μάθεις τό ἀντίθετο, νά ἔρθει στό σπίτι του, στήν καρδιά καί μετά στόν Θεό. Δέν εἶναι εὔκολο, καθόλου εὔκολο, γιατί ὁ ἀλήτης δέν μαζεύεται… Ἅμα τό ζητήσουμε ἀπό τόν Θεό, θά μᾶς βοηθήσει καί ὁ Θεός. Βοηθάει πολύ νά κάνετε κάθε μέρα δέκα λεπτά, ἕνα τέταρτο, μισή ὥρα, μιά ὥρα, ἕναν κανόνα, ὅπως λέμε, μέ τήν βοήθεια τοῦ Πνευματικοῦ σας καί ἐκείνη τήν ὥρα νά συμμαζεύετε τόν νοῦ σας, νά τόν ἀδειάζετε ἀπό ὅλα τά ἄλλα. Κι αὐτό σιγά-σιγά νά γίνεται πιό πολύ.
Ἐρ.: Εὐλογεῖτε πατέρα. Ἡ ἀπορία μου εἶναι ἡ ἀγάπη μας πρός τόν συνάνθρωπο, νά νοιαστοῦμε γιά τούς γύρω μας, κατά πόσο μπορεῖ νά μᾶς ἐπηρεάσει καί νά μήν εἴμαστε στόν Θεό; Ἐν μέρει τό καταλαβαίνω, ἀλλά γυρνᾶς τό κεφάλι σου βλέπεις ἕναν ἄπορο καί θέλεις νά βοηθήσεις, εἶναι σωστό; Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον ἰσχύει ἤ φεύγεις ἀπό τόν Θεό;
Ἀπ.: Ἰσχύει, γιατί εἶναι στήν κατεύθυνση τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη στόν πλησίον εἶναι πάλι ἀγάπη στόν Θεό, γιατί στό πρόσωπο τοῦ πλησίον εἶναι ὁ Χριστός, ὁπότε ὅταν δίνεις στόν πλησίον πάλι στόν Χριστό δίνεις, δείχνεις ἀγάπη. Εἶναι τό ἴδιο. Εἴτε δίνεις στόν Χριστό μέ τήν προσευχή, εἴτε δίνεις ἐλεημοσύνη στόν πλησίον, πάλι στόν Χριστό δίνεις. Ὑπάρχει ἕνα ὡραῖο περιστατικό, ἕνας ἅγιος, ἦταν στρατιώτης, περπατοῦσε καί βρῆκε στό δρόμο ἕναν κεκοιμημένο, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἦταν καί γυμνός. Δέν εἶχε πῶς νά τόν σκεπάσει καί ἔβγαλε τήν χλαίνη του. Τήν ἔκοψε στή μέση μέ τό σπαθί του καί τόν σκέπασε μ’ αὐτό καί τήν νύχτα εἶδε τόν Χριστό νά φοράει τήν χλαῖνα του καί ἔλεγε στούς ἄλλους: βλέπετε μέ τί Μέ ἔντυσε; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός φοροῦσε τήν χλαῖνα τοῦ στρατιώτη! ἐνῶ ὁ στρατιώτης ἔντυσε τόν πεθαμένο. Στό πρόσωπο τοῦ πεθαμένου ἦταν ὁ Χριστός.
Ἐρ.: Ξέραμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ θρησκεία τῶν θρησκειῶν, ἔτσι τό ἔλεγαν καί ἤθελα νά μᾶς πεῖτε ἕναν ὁρισμό.
Ἀπ.: Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία, εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι δεισιδαιμονίες καί εἶναι, ἄς τό ποῦμε, μία ἀποτυχημένη προσπάθεια -καί δέν μποροῦσε νά εἶναι καί διαφορετικά- τοῦ ἀνθρώπου νά ἀνεβεῖ στόν Θεό. Ἀλλά δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι κτιστός νά φτάσει στό ἄκτιστο. Πρέπει τό ἄκτιστο νά ἔρθει στό κτιστό καί αὐτό ἔγινε στήν Ὀρθοδοξία διά τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση τήν ἕνωσε στό Πρόσωπό του καί γίνεται ἡ γέφυρα τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό δέν μποροῦμε νά πᾶμε στόν Θεό παρά μόνο διά τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ γέφυρα πού ἑνώνει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, γιατί στόν Χριστό ὑπάρχει καί τό κτιστό, ἡ ἀνθρώπινη φύση καί τό ἄκτιστο, ἡ Θεότητα. Ὅποιος ἑνώνεται λοιπόν μέ τόν Χριστό, ἑνώνεται μέ τόν Θεό. Τί εἶναι ὅταν παίρνουμε τήν Θεία Κοινωνία; Παίρνουμε τήν Θεότητα καί ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό. Ἀλλιῶς δέν μπορεῖς νά ἐνωθεῖς μέ τόν Θεό. Πῶς θά πάει ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι κτιστός στόν ἄκτιστο Θεό; Δέν ὑπάρχει τρόπος. Γι’ αὐτό, ὅσοι ἀρνοῦνται τόν Χριστό, δέν ἔχουν πρόσβαση στόν Θεό. Μουσουλμάνοι, Ἑβραῖοι, Ἰεχωβάδες… ὅλοι. Ὅλες οἱ αἱρέσεις καί οἱ θρησκεῖες ἀρνοῦνται τόν Χριστό ἤ ἔχουν ἐσφαλμένη δόξα γιά τόν Χριστό καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ Παπικοί ἔχουν ἐσφαλμένη δόξα, θεώρηση δηλαδή, γιά τόν Χριστό καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι’ αὐτό ἔχουν χάσει τήν πρόσβαση στόν Θεό.
Εἴπαμε ἀκόμα ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι θεραπεία, εἶναι ἰατρική ἐπιστήμη, ἡ ἰατρική τῆς ψυχῆς, ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς. Προσέξτε, καμιά ἄλλη μέθοδος δέν θεραπεύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καμιά φιλοσοφική μέθοδος, καμιά ψυχιατρική μέθοδος, καμιά πολιτική μέθοδος, καμιά θρησκευτική μέθοδος, καμιά δέν θεραπεύει τόν ἄνθρωπο. Μόνο ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτό εἶναι καίριο νά τό καταλάβουμε, πουθενά ἀλλοῦ ἡ ψυχή δέν θεραπεύεται.
Ἐρ.: Τήν εὐχή σας πάτερ. Ὑπάρχει περίπτωση αὐτοί οἱ ψυχικά ἄρρωστοι νά εἶναι ὑπό δαιμονική ἐπήρεια;
Ἀπ.: Ὁπωσδήποτε ὑπάρχει καί αὐτό.
Ἐρ.: Ἔ, τότε τσάμπα πᾶνε στόν ψυχίατρο…
Ἀπ.: Σᾶς εἶπα ὁ ψυχίατρος, πού κακῶς τόν λέμε ψυχίατρο, ὁ νευρολόγος, κάνει μία καταστολή στό νευρικό σύστημα, μιά διόρθωση σωματική, τό ὁποῖο φυσικά δέν ἐπιδρᾶ οὔτε στήν ψυχή, οὔτε στούς δαίμονες, ἄν ὑπάρχει δαιμονική ἐπήρεια καί ἐνέργεια, πού σίγουρα ὑπάρχει, γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι κεκαθαρμένος, ἐπηρεάζεται ἀπό τούς δαίμονες. Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ δαιμονοκαταληψία, τό ὁποῖο εἶναι μιά βαρύτερη μορφή, ὅπου ὁ ἄνθρωπος πλέον εἶναι κατοικητήριο τοῦ δαίμονα. Ὁ δαίμονας δηλαδή ὑποστατικά κάθεται μέσα του, δηλαδή κατοικεῖ ὡς πνεῦμα, ὡς ὀντότητα μέσα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι οἱ λεγόμενοι δαιμονισμένοι, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι εἶναι ψυχασθενεῖς, ψυχοπαθεῖς, ἀλλά δέν εἶναι. Ἔχουν πονηρό πνεῦμα, τούς ἀλλάζει τήν φωνή, τούς κάνει νά χτυπιοῦνται, νά σκίζουν τά ροῦχα τους, διάφορα… Ἄλλο αὐτό καί ἄλλο ἕνας πού ἔχει δαιμονική ἐπήρεια. Ἕνας πού ἔχει πάθη, πού εἶναι φιλάργυρος ἄς ποῦμε, δέν σημαίνει ὅτι εἶναι καί δαιμονισμένος, ὅτι κατοικεῖ μέσα του ὁ δαίμονας, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἔχει τήν ἐπήρεια τοῦ δαίμονα τῆς φιλαργυρίας. Ὑπάρχει εἰδικός δαίμονας πού σπρώχνει τόν ἄνθρωπο νά ἀγαπάει τά χρήματα καί ἔχει διάφορες ἐκδηλώσεις, πού φαίνονται στόν Πνευματικό. Ἄν πάει νά ἐξομολογηθεῖ, θά τοῦ τό πεῖ, ὅτι αὐτό ὀφείλεται στήν φιλαργυρία σου. Ὅλοι αὐτοί φυσικά, καί οἱ δαιμονισμένοι καί αὐτοί πού ἔχουν δαιμονική ἐπήρεια, θεραπεύονται μόνο στήν Ὀρθοδοξία. Καί ἡ μεγάλη ταλαιπωρία εἶναι πού πηγαίνουν στούς ψυχιάτρους, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά τούς θεραπεύσουν μέ φάρμακα, ἐνῶ δέν ὑπάρχει αἰτία σωματική πού νά βοηθοῦν τά φάρμακα.
Ἐρ.: Εὐλογεῖτε. Διάβασα πρόσφατα στόν 39ο ψαλμό, στόν ἕβδομο στίχο, ὅπου λέει: «θυσίαν καί προσφοράν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δέ κατηρτίσω μοι· ὁλοκαυτώματα καί περί ἁμαρτίας οὐκ ἐζήτησας». Καί στή μετάφραση ὁ Τρεμπέλας λέει: «ἐξ εὐγνωμοσύνης ἠθέλησα νά σοῦ προσφέρω θυσίας», σ’ αὐτό πού εἴχατε πεῖ πιό μπροστά, ἀλλά οὔτε αἱματηράν θυσίαν, οὔτε ἀναίμακτον προσφοράν καρπῶν ἤ ἄλλων δώρων ἠθέλησας», δέν θέλησες δηλαδή. «Μοῦ ἔδωκες τέλειον σῶμα, προικισμένον μέ νοῦν ὅπως καθαγιάζω τοῦτο διά τῆς πρό Σέ ὑπακοῆς. Θυσίας κατακαιομένας ὁλοκλήρους ἐπί τοῦ θυσιαστηρίου καί θυσίας ἐξιλαστικάς προσφερομένας περί ἁμαρτίας δέν ἐζήτησας». Ὁ λογισμός μοῦ λέει ὅτι ὁ στίχος αὐτός περικλείει ὅλα ὅσα μᾶς ἔχετε πεῖ καί γιά τόν νοῦ, ὅτι πρέπει νά καθαρίζουμε τόν νοῦ, τήν ψυχή μας, ὅτι δέν χρειάζεται ὁ Θεός ἄλλες θυσίες ἀπό μᾶς, παρά μόνο ὑπακοή στό θέλημά του. Δηλαδή ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη μᾶς λέει ὁ Θεός τί ἀκριβῶς θέλει ἀπό μᾶς.
Ἀπ.: Ἡ κατεξοχήν θυσία στήν ὁποία εὐαρεστεῖται ὁ Θεός εἶναι τοῦ θελήματός μας. Γι’ αὐτό καί ἡ προϋπόθεση νά γίνουμε χριστιανοί εἶναι ν’ ἀρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί αὐταπάρνηση σημαίνει ἄρνηση τοῦ θελήματός μας. Ὁ Κύριος εἶπε ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει: «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8,34). Ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἠ ἀπάρνηση τοῦ θελήματός μας, γιατί κατεξοχήν αὐτό πού μᾶς χαρακτηρίζει εἶναι τό θέλημα. Τό χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ βούληση, τό αὐτεξούσιο καί ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά καταθέσει τήν ἐλευθερία του στόν Θεό. Νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ἐλευθερία του θά λέγαμε, νά ἀρνηθεῖ τήν ἐλευθερία του, μέ τήν ἔννοια νά ὑποταχτεῖ καί νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἐλευθερώνεται πραγματικά μετά ἀπό τά πάθη του καί τότε βγαίνει στήν περιοχή τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας.            Μπαίνουμε στήν ἀληθινή ἐλευθερία διά τῆς ὑποταγῆς, διά τῆς ὑπακοῆς. Ὁ Θεός δέν θέλει ἐξωτερικές θυσίες, ὅπως ἔκαναν οἱ Φαρισαῖοι καί ὅπως κάνουν οἱ σύγχρονοι εἰδωλολάτρες καί οἱ ὀρθόδοξοι πού ἔχουν κάνει τήν Ὀρθοδοξία θρησκεία. Καί λένε θά πάω μιά λαμπάδα, θά κάνω τόσα εὐχέλαια κλπ, γιά νά πετύχω αὐτό πού θέλω. Λές κι ὁ Θεός ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐτά καί μετά ὑποχρεώνεται ἐπειδή ἐσύ ἔδωσες ἐκεῖνο ἤ τό ἄλλο. Τήν ζωή σου ὅμως δέν τήν δίνεις. Ὁ Θεός δέν θέλει αὐτά, θέλει νά ἀλλάξουμε τή ζωή μας, νά ὑποταχτοῦμε στό θέλημά Του, νά δείξουμε τήν ἀγάπη μας. Γιατί λέει «Μέ ἀγαπάει αὐτός πού ἔχει τίς ἐντολές Μου καί τίς τηρεῖ» (Ἰω. 14,21), ὄχι αὐτός πού κάνει προσφορές καί θυσίες ἐξωτερικές.
Ἐρ.: Εἴπατε, ὅπως λένε καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἔργο θεόπνευστο. Ἐπίσης μᾶς λένε νά μελετᾶμε τίς Γραφές. Πῶς μποροῦμε νά μελετᾶμε τίς Γραφές χωρίς τόν φόβο πλάνης;
Ἀπ.: Τό ἔχουμε πεῖ αὐτό ἀλλά ἄς τό ξαναποῦμε. Τίς μελετᾶμε, ἐφόσον δέν ἔχουμε ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ βάση τούς Πατέρες, μέ βάση αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τούς ἑρμήνευσαν. Γι’ αὐτό δέν κάνουμε ἕναν κύκλο καί λέμε ὁ καθένας τήν σκέψη του. Τί σκέψη θά ἀκούσουμε ἀπό ἕναν ἀφώτιστο; Πρέπει νά ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά πεῖ σωστά πράγματα. Γι’ αὐτό εἶναι ἀποτυχία οἱ Προτεστάντες καί ὅλοι οἱ προτεστατίζοντες, ἐπειδή δέν στηρίζονται στούς ἁγίους Πατέρες καί τούς ἀπορρίπτουν, καθώς καί τήν Ἱερά Παράδοση, καί καταλήγουν φυσικά μετά σέ αἱρέσεις καί σέ πλάνες. Τό μυστικό λοιπόν εἶναι νά εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι», νά ἀκολουθοῦμε τούς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἑρμήνευσαν αὐθεντικά. Παίρνεις, γιά παράδειγμα, τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί βλέπεις τί λέει γιά τόν ψαλμό πού μᾶς εἶπε προηγουμένως. Ἔχει ἑρμηνεία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στούς Ψαλμούς, ὅπως καί ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἔχει ἑρμηνεύσει ἀκόμα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο φράση-φράση, ὡραιότατα, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
http://hristospanagia3.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου