Μαθητές και οπαδοί
Ο Χριστός, όταν άρχισε επισήμως το έργο Του, προσεκάλεσε τους πρώτους
μαθητές και σχημάτισε την αποστολική Του ομάδα, γιατί πρώτα έπρεπε να
μάθουν στην πράξη την νέα ζωή που έφερε στον κόσμο και έπειτα να την
διδάξουν στους ανθρώπους, σε όλα τα έθνη. Τούς ονόμασε δε μαθητές και
έτσι τιτλοφορούνται από τον Χριστό και τους Ευαγγελιστές.
Ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Ουκ έστι μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον» (Ματθ. ι’ 24). Είναι γεμάτο το Ευαγγέλιο με αυτήν την προσηγορία, όπως: «προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού» (Ματθ. ε’ 1) «ηκολούθησαν αυτώ οι μαθηταί αυτού» (Ματθ. η’ 23) «τότε λέγει τοίς μαθηταίς αυτού» (Ματθ. θ’ 37) «καί εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού έφη ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου» (Ματθ. ιβ’ 49) κλπ.
Μετά την Πεντηκοστή και την συγκρότηση της πρώτης Εκκλησίας με το Βάπτισμα, το Χρίσμα και την θεία Ευχαριστία, όλα τα μέλη της Εκκλησίας ονομάσθηκαν μαθητές του Χριστού. Στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων συναντά κανείς πολλές τέτοιες εκφράσεις, όπως: «πληθυνόντων των μαθητών» (Πράξ. ς’ 1) «τό πλήθος των μαθητών» (Πράξ. ς’ 2) «εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου» (Πράξ. θ’ 1) «επειράτο κολλάσθαι τοίς μαθηταίς και πάντες εφοβούντο αυτόν, μη πιστεύοντες ότι εστί μαθητής» (Πράξ. θ’ 26) «χρηματίσαι τε πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς» (Πράξ. ια’ 26) «οι δε μαθηταί επληρούντο χαράς και Πνεύματος Αγίου» (Πράξ. ιγ’ 52) «κυκλωσάντων δε αυτόν των μαθητών» (Πράξ. ιδ’ 20) «επιστηρίζοντες τάς ψυχάς των μαθητών» (Πράξ. ιδ’ 22) κλπ.
Η λέξη μαθητής προέρχεται από το ρήμα «μαθητεύω» και δείχνει κάποιον που επιλέγει έναν δάσκαλο, θέτει τον εαυτό του στην υπακοή του για να εκπαιδευθή στην γνώση που εκείνος διαθέτει, ώστε να μεταδοθή και σε αυτόν η εμπειρία του και οι γνώσεις του.
Η μαθητεία συνδέεται με την αγάπη προς το πρόσωπο του διδασκάλου, κυρίως σε ό,τι εκείνος εκφράζει, την επιλογή που γίνεται με την ελευθερία και φυσικά την συστηματική εκπαίδευση για την μύηση των αληθειών.
Στην Αγία Γραφή γίνεται λόγος για το τί είναι μαθητεία. Σε κάποια στιγμή της διδασκαλίας Του ο Χριστός είπε: «διά τούτο πάς γραμματεύς μαθητευθείς εις την βασιλείαν των ουρανών όμοιός εστιν ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εκβάλλει εκ του θησαυρού αυτού καινά και παλαιά» (Ματθ. ιγ’ 52).
Το μαθητεύειν στην Βασιλεία του Θεού σημαίνει μαθητεύειν «εις την του Χριστού γνώσιν». Ο Χριστός είναι ο οικοδεσπότης «ως πλούσιος» και σε αυτόν υπάρχουν «οι της σοφίας θησαυροί» (ιερός Θεοφύλακτος). Οπότε, εκείνος που μαθητεύει στον Χριστό, μετέχει στην βασιλεία, δηλαδή στην θεία σοφία, την δόξα του Θεού.
Για τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας που ζήτησε από τον Πιλάτο το Σώμα του Χριστού, μετά τον θάνατό Του στον Σταυρό, γράφεται: «ός και αυτός εμαθήτευσε τώ Ιησού» (Ματθ. κζ’ 57). Αυτό σημαίνει ότι άκουσε την διδασκαλία Του, είδε τα θαύματά Του και μυήθηκε στην γνώση του Χριστού. Και ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του είπε στους μαθητές Του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. κη’ 19-20).
Η μαθητεία στην Βασιλεία του Θεού γίνεται με τα Μυστήρια (τό Βάπτισμα και τα άλλα Μυστήρια) και την εφαρμογή των εντολών του Χριστού, που προσφέρουν την πραγματική γνώση και την κοινωνία με τον Χριστό.
Ο σημαντικότερος χαρακτηρισμός των Αποστόλων ήταν «μαθητές του Χριστού» και αυτό το έζησαν σε όλη τους την ζωή. Και ο καλύτερος τίτλος των Χριστιανών είναι να κληθούν μαθητές του Χριστού. Και επειδή ο Χριστός δεν βρίσκεται έξω από την Εκκλησία, γι’ αυτό η μαθητεία γίνεται στην Εκκλησία, στον θησαυρό της θεολογίας και της εμπειρίας που διαθέτει.
Δεν μπορεί κανείς να είναι μαθητής του Χριστού και να μήν είναι μαθητής της Εκκλησίας με όλο τον ευλογημένο θησαυρό της και την αγία ζωή της.
Όμως, σε αντίθετη κατεύθυνση κινείται ο οπαδός. Έτσι ονομάζεται εκείνος που υποστηρίζει με έντονο τρόπο πρόσωπα, ιδέες, συστήματα, ποδοσφαιρικές ομάδες, κομματικές παραστάσεις, κλπ.
Συνήθως οι οπαδοί επιλέγουν μερικές ιδεολογίες με αδιευκρίνιστες διαδικασίες, γιατί πρέπει κάπου να ενταχθούν, ώστε να κατοχυρώσουν κάπου την ανασφάλειά τους και να συμπεριφέρωνται πάντοτε κάτω από τις αρχές της ομάδος, χωρίς κρίση και ελευθερία.
Οι οπαδοί παρασύρονται από το πλήθος και προβαίνουν σε ενέργειες καταστροφικές.
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οπαδών είναι ότι βρίσκονται κάτω από την επίδραση ενός εμπαθούς μεσσία, που συνήθως είναι «αυτοδέσποτος», δεν έχουν δική τους βούληση, αλλά παρασύρονται από την νοοτροπία της μάζας, δρούν μέσα στην ατμόσφαιρα του μυστικισμού («ξέρει ο αρχηγός», «έχει δίκαιο ο αρχηγός»), συμπεριφέρονται με συνθήματα, χωρίς να τα εξετάζουν κριτικά, βρίσκονται κάτω από την επιρροή των καθοδηγητών τους, παίρνουν στα χέρια τους μια σημαία που εκφράζει την ιδεολογία, ενεργούν βίαια και καταστροφικά, αφού πάντοτε εκδηλώνονται συγκρουσιακά με το περιβάλλον.
Όταν τους ρωτήση κανείς γιατί ενεργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούν να έχουν συγκροτημένο λόγο, αλλά επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα των εμπαθών καθοδηγητών τους και φυσικά εκφράζονται συνθηματολογικά, αποσπασματικά και επιθετικά.
Συνήθως οι οπαδοί έχουν ιδιότυπο και αρρωστημένο ψυχικό κόσμο, διαταραγμένη σκέψη και διακεκομμένο λόγο, αλλά και συναισθηματική ανωριμότητα.
Το ερώτημα για το αν οι άρρωστοι αρχηγοί αρρωσταίνουν τους ανθρώπους, ή οι άρρωστοι άνθρωποι επιλέγουν αρρώστους αρχηγούς έχει διπλή και αμφίδρομη ανάγνωση και απάντηση. Άλλες φορές γίνεται το πρώτο, δηλαδή ο άρρωστος αρχηγός αρρωσταίνει τους οπαδούς του, και τις περισσότερες φορές οι άρρωστοι άνθρωποι οδηγούνται στον άρρωστο αρχηγό.
Η βάση είναι ότι τόσο οι αρχηγοί όσο και οι οπαδοί τελούν κάτω από την μέγγενη της αλληλεξάρτησης και των ανόμων συμφερόντων.
Έχουν ιδιαίτερη σημασία οι τρόποι με τους οποίους κινούνται οι οπαδοί για την επιβολή της ιδεολογίας και την επικράτησή της.
Συνήθως χρησιμοποιείται το ψέμα, η αποσπασματοποίηση ενός γεγονότος, η απόρριψη της αντίθετης άποψης, χωρίς ιδιαίτερη κριτική σκέψη, η υποκρισία και η αναλγησία, η αντιφατικότητα των ενεργειών, αφού οι οπαδοί κάνουν μια πράξη και μετά την καταδικάζουν ή την χαρακτηρίζουν ως προβοκάτσια, η βιαιότητα των ενεργειών και τελικά ο μη σεβασμός των κανόνων με τους οποίους συγκροτείται μια κοινωνία σε όλες τις εκφράσεις της.
Οι οπαδοί, στην σύγχρονη εποχή, κρατούν στα χέρια τους ένα κινητό τηλέφωνο για να επικοινωνούν άμεσα με τον αρχηγό τους και εφαρμόζουν ως «στρατιωτάκια» τις διατεταγμένες εντολές του.
Εκεί που εκφράζεται περισσότερο η οπαδοποίηση είναι ο χώρος της θρησκείας. Και αυτό γιατί η θρησκεία, όταν λειτουργή ως ιδεολογία, έχει πολλές ψυχοπαθολογικές αρχές και συνέπειες, όπως την μεσσιανικότητα, τον μυστικισμό, την επικράτηση και επιβολή στους άλλους με βίαιους τρόπους.
Οι ψυχοθεραπευτές από την κλινική τους πείρα γνωρίζουν καλά ότι η χειρότερη μορφή σχιζοφρένειας καλύπτεται κάτω από θρησκευτικές ή παραθρησκευτικές πεποιθήσεις.
Έχουν εντοπισθή από τους θρησκειολόγους τέτοια φαινόμενα και τέτοιες «θρησκευτικές κρίσεις». Είναι γνωστοί από την ιστορία οι λεγόμενοι «ιεροί πόλεμοι» για την επικράτηση μιας ιδεολογίας που γίνεται με βιαιότητες και φόνους.
Ο θρησκειολόγος Ρ. Όττο γράφει ότι το θρησκευτικό βίωμα όταν δεν συνδέεται με το «αγαθό» και το «έλλογο», εκφράζεται με «δαιμονικά» και «ανορθολογικά στοιχεία».
Η ψυχοπάθεια συμπλέκεται με τον δαιμονισμό. Ιδιαιτέρως αυτήν την βιαιότητα του θρησκευτικού συναισθήματος την συναντάμαι στις «σέκτες», που αποτελούν «εναλλακτικές θρησκευτικές οργανώσεις», οι οποίες αποσπώνται από τις βασικές θρησκείες, για να διατηρήσουν δήθεν τις παραδοσιακές αξίες της θρησκείας, η οποία δήθεν εκκοσμικεύθηκε.
Εννοείται ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των μαθητών και των οπαδών, όπως την βλέπουμε μέσα στην Εκκλησία.
Δυστυχώς, και στην Εκκλησία υπάρχουν και μαθητές του Χριστού και οπαδοί. Ας εντοπισθούν μερικές διαφορές μεταξύ των δύο.
1) Ο μαθητής αναγνωρίζει την Εκκλησία ως χώρο μαθητείας και γνώσης με την αυθεντική υπακοή, ενώ ο οπαδός ως χώρο συγκρούσεων και αμφισβητήσεως με την ενέργεια των εσωτερικών παθών. Ο μαθητής υπακούει στον Χριστό, όπως βιώνεται μέσα την Εκκλησία, ενώ ο οπαδός προσπαθεί να επιβάλη τις δικές του απόψεις στην διδασκαλία του Χριστού και στην ζωή της Εκκλησίας.
2) Ο μαθητής ζή με αγάπη και ελευθερία, ενώ ο οπαδός συμπεριφέρεται με μίσος και κάτω από την επιρροή των εσωτερικών αλόγων ορμών.
3) Ο μαθητής μετέχει στην καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, ενώ ο οπαδός αφήνει ακατέργαστο και αθεράπευτο τον εσωτερικό, ψυχικό του κόσμο.
4) Ο μαθητής μαθητεύει καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, με ταπείνωση και αυτομεμψία, ενώ ο οπαδός ενεργεί ως ετερόβουλο θύμα αρρωστημένων αρχηγών, ψευδωνύμων διδασκάλων, μέσα στο κλίμα της αυτοδικαίωσης, και προβαίνει σε βίαιες ενέργειες ως κριτής της οικουμένης και ως εισαγγελέας του Θεού.
5) Ο μαθητής δέχεται την πείρα της Εκκλησίας, όπως εκφράζεται από τους Προφήτες, Αποστόλους και Πατέρες, και μεταμορφώνεται από αυτή, ενώ ο οπαδός σχηματίζει την δική του «σέκτα» μέσα στην Εκκλησία και καταγγέλλει την δήθεν αλλοίωση της εκκλησιαστικής ζωής.
6) Τελικά, ο μαθητής είναι ταπεινό μέλος της Εκκλησίας που παραμένει μέσα σε αυτήν για να σωθή, ενώ ο οπαδός ενεργεί ως σωτήρας της Εκκλησίας. Όμως ο πραγματικός και μοναδικός Σωτήρας της Εκκλησίας είναι ο Χριστός και η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη άλλων σωτήρων.
Η Εκκλησία είναι ένα πνευματικό θεραπευτήριο, που θεραπεύει τον άνθρωπο, αλλά μερικές φορές οι άρρωστοι, που ενεργούν με τις αρχές της οπαδοποίησης, εξεγείρονται εναντίον των ιατρών προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως ιατρούς για να σώσουν την Εκκλησία.
Όμως, τέτοιες αναρχικές ενέργειες πολλές φορές είναι ευεργετικές, γιατί αποκαλύπτουν όλο το δυσώδες περιεχόμενο που κρυβόταν πολύ καιρό κάτω από τις ωραίες εκδηλώσεις, τα συνέδρια, τα υποκριτικά κατασκευάσματα, την κοινωνική προσφορά, τις συναισθηματικές λατρείες, τις κτηριακές ανοικοδομήσεις κλπ.
Πρέπει σε όλη μας την ζωή να μαθητεύουμε στην εκκλησιαστική ζωή και την ορθόδοξη παράδοση και να μη συγκαταλεγόμαστε στα «ζαλισμένα κοπάδια», στην καταστροφική μανία μιας «σέκτας», έστω και αν αυτή ονομάζεται χριστιανική.
Οι οπαδοί υπονομεύουν την εκκλησιαστική ζωή, «ασελγούν» στο ευλογημένο σώμα της Εκκλησίας και όπως είναι φυσικό πεθαίνουν από πνευματική ηλεκτροπληξία, αποβάλλονται αργά ή γρήγορα από το Σώμα της Εκκλησίας. Ένας έμπειρος Κληρικός μου είπε: «Άν ο Κληρικός δεν σέβεται το θυσιαστήριο, τότε το ίδιο το θυσιαστήριο κάποια μέρα δεν θα τον ανεχθή και θα τον πετάξη μακριά».
Ο εκκλησιαστικός χώρος είναι άγιος και ευλογημένος, ευαίσθητος και πλημμυρισμένος από το Άγιον Πνεύμα, γι’ αυτό και δεν προσφέρεται για οπαδοποιήσεις, αρρωστημένες ανθρώπινες επιδιώξεις και εωσφορικές νοοτροπίες.
Στην Εκκλησία πρέπει να σπουδάζουμε σε όλη μας την ζωή εν μαθητεία την εν Χριστώ ζωή και δεν έχουν οργανική σχέση οι οργισμένοι και αλλόφρονες οπαδοί.
Ο Χριστός θέλει μαθητές και όχι οπαδούς.
Ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Ουκ έστι μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον» (Ματθ. ι’ 24). Είναι γεμάτο το Ευαγγέλιο με αυτήν την προσηγορία, όπως: «προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού» (Ματθ. ε’ 1) «ηκολούθησαν αυτώ οι μαθηταί αυτού» (Ματθ. η’ 23) «τότε λέγει τοίς μαθηταίς αυτού» (Ματθ. θ’ 37) «καί εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού έφη ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου» (Ματθ. ιβ’ 49) κλπ.
Μετά την Πεντηκοστή και την συγκρότηση της πρώτης Εκκλησίας με το Βάπτισμα, το Χρίσμα και την θεία Ευχαριστία, όλα τα μέλη της Εκκλησίας ονομάσθηκαν μαθητές του Χριστού. Στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων συναντά κανείς πολλές τέτοιες εκφράσεις, όπως: «πληθυνόντων των μαθητών» (Πράξ. ς’ 1) «τό πλήθος των μαθητών» (Πράξ. ς’ 2) «εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου» (Πράξ. θ’ 1) «επειράτο κολλάσθαι τοίς μαθηταίς και πάντες εφοβούντο αυτόν, μη πιστεύοντες ότι εστί μαθητής» (Πράξ. θ’ 26) «χρηματίσαι τε πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς» (Πράξ. ια’ 26) «οι δε μαθηταί επληρούντο χαράς και Πνεύματος Αγίου» (Πράξ. ιγ’ 52) «κυκλωσάντων δε αυτόν των μαθητών» (Πράξ. ιδ’ 20) «επιστηρίζοντες τάς ψυχάς των μαθητών» (Πράξ. ιδ’ 22) κλπ.
Η λέξη μαθητής προέρχεται από το ρήμα «μαθητεύω» και δείχνει κάποιον που επιλέγει έναν δάσκαλο, θέτει τον εαυτό του στην υπακοή του για να εκπαιδευθή στην γνώση που εκείνος διαθέτει, ώστε να μεταδοθή και σε αυτόν η εμπειρία του και οι γνώσεις του.
Η μαθητεία συνδέεται με την αγάπη προς το πρόσωπο του διδασκάλου, κυρίως σε ό,τι εκείνος εκφράζει, την επιλογή που γίνεται με την ελευθερία και φυσικά την συστηματική εκπαίδευση για την μύηση των αληθειών.
Στην Αγία Γραφή γίνεται λόγος για το τί είναι μαθητεία. Σε κάποια στιγμή της διδασκαλίας Του ο Χριστός είπε: «διά τούτο πάς γραμματεύς μαθητευθείς εις την βασιλείαν των ουρανών όμοιός εστιν ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εκβάλλει εκ του θησαυρού αυτού καινά και παλαιά» (Ματθ. ιγ’ 52).
Το μαθητεύειν στην Βασιλεία του Θεού σημαίνει μαθητεύειν «εις την του Χριστού γνώσιν». Ο Χριστός είναι ο οικοδεσπότης «ως πλούσιος» και σε αυτόν υπάρχουν «οι της σοφίας θησαυροί» (ιερός Θεοφύλακτος). Οπότε, εκείνος που μαθητεύει στον Χριστό, μετέχει στην βασιλεία, δηλαδή στην θεία σοφία, την δόξα του Θεού.
Για τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας που ζήτησε από τον Πιλάτο το Σώμα του Χριστού, μετά τον θάνατό Του στον Σταυρό, γράφεται: «ός και αυτός εμαθήτευσε τώ Ιησού» (Ματθ. κζ’ 57). Αυτό σημαίνει ότι άκουσε την διδασκαλία Του, είδε τα θαύματά Του και μυήθηκε στην γνώση του Χριστού. Και ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του είπε στους μαθητές Του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. κη’ 19-20).
Η μαθητεία στην Βασιλεία του Θεού γίνεται με τα Μυστήρια (τό Βάπτισμα και τα άλλα Μυστήρια) και την εφαρμογή των εντολών του Χριστού, που προσφέρουν την πραγματική γνώση και την κοινωνία με τον Χριστό.
Ο σημαντικότερος χαρακτηρισμός των Αποστόλων ήταν «μαθητές του Χριστού» και αυτό το έζησαν σε όλη τους την ζωή. Και ο καλύτερος τίτλος των Χριστιανών είναι να κληθούν μαθητές του Χριστού. Και επειδή ο Χριστός δεν βρίσκεται έξω από την Εκκλησία, γι’ αυτό η μαθητεία γίνεται στην Εκκλησία, στον θησαυρό της θεολογίας και της εμπειρίας που διαθέτει.
Δεν μπορεί κανείς να είναι μαθητής του Χριστού και να μήν είναι μαθητής της Εκκλησίας με όλο τον ευλογημένο θησαυρό της και την αγία ζωή της.
Όμως, σε αντίθετη κατεύθυνση κινείται ο οπαδός. Έτσι ονομάζεται εκείνος που υποστηρίζει με έντονο τρόπο πρόσωπα, ιδέες, συστήματα, ποδοσφαιρικές ομάδες, κομματικές παραστάσεις, κλπ.
Συνήθως οι οπαδοί επιλέγουν μερικές ιδεολογίες με αδιευκρίνιστες διαδικασίες, γιατί πρέπει κάπου να ενταχθούν, ώστε να κατοχυρώσουν κάπου την ανασφάλειά τους και να συμπεριφέρωνται πάντοτε κάτω από τις αρχές της ομάδος, χωρίς κρίση και ελευθερία.
Οι οπαδοί παρασύρονται από το πλήθος και προβαίνουν σε ενέργειες καταστροφικές.
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οπαδών είναι ότι βρίσκονται κάτω από την επίδραση ενός εμπαθούς μεσσία, που συνήθως είναι «αυτοδέσποτος», δεν έχουν δική τους βούληση, αλλά παρασύρονται από την νοοτροπία της μάζας, δρούν μέσα στην ατμόσφαιρα του μυστικισμού («ξέρει ο αρχηγός», «έχει δίκαιο ο αρχηγός»), συμπεριφέρονται με συνθήματα, χωρίς να τα εξετάζουν κριτικά, βρίσκονται κάτω από την επιρροή των καθοδηγητών τους, παίρνουν στα χέρια τους μια σημαία που εκφράζει την ιδεολογία, ενεργούν βίαια και καταστροφικά, αφού πάντοτε εκδηλώνονται συγκρουσιακά με το περιβάλλον.
Όταν τους ρωτήση κανείς γιατί ενεργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούν να έχουν συγκροτημένο λόγο, αλλά επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα των εμπαθών καθοδηγητών τους και φυσικά εκφράζονται συνθηματολογικά, αποσπασματικά και επιθετικά.
Συνήθως οι οπαδοί έχουν ιδιότυπο και αρρωστημένο ψυχικό κόσμο, διαταραγμένη σκέψη και διακεκομμένο λόγο, αλλά και συναισθηματική ανωριμότητα.
Το ερώτημα για το αν οι άρρωστοι αρχηγοί αρρωσταίνουν τους ανθρώπους, ή οι άρρωστοι άνθρωποι επιλέγουν αρρώστους αρχηγούς έχει διπλή και αμφίδρομη ανάγνωση και απάντηση. Άλλες φορές γίνεται το πρώτο, δηλαδή ο άρρωστος αρχηγός αρρωσταίνει τους οπαδούς του, και τις περισσότερες φορές οι άρρωστοι άνθρωποι οδηγούνται στον άρρωστο αρχηγό.
Η βάση είναι ότι τόσο οι αρχηγοί όσο και οι οπαδοί τελούν κάτω από την μέγγενη της αλληλεξάρτησης και των ανόμων συμφερόντων.
Έχουν ιδιαίτερη σημασία οι τρόποι με τους οποίους κινούνται οι οπαδοί για την επιβολή της ιδεολογίας και την επικράτησή της.
Συνήθως χρησιμοποιείται το ψέμα, η αποσπασματοποίηση ενός γεγονότος, η απόρριψη της αντίθετης άποψης, χωρίς ιδιαίτερη κριτική σκέψη, η υποκρισία και η αναλγησία, η αντιφατικότητα των ενεργειών, αφού οι οπαδοί κάνουν μια πράξη και μετά την καταδικάζουν ή την χαρακτηρίζουν ως προβοκάτσια, η βιαιότητα των ενεργειών και τελικά ο μη σεβασμός των κανόνων με τους οποίους συγκροτείται μια κοινωνία σε όλες τις εκφράσεις της.
Οι οπαδοί, στην σύγχρονη εποχή, κρατούν στα χέρια τους ένα κινητό τηλέφωνο για να επικοινωνούν άμεσα με τον αρχηγό τους και εφαρμόζουν ως «στρατιωτάκια» τις διατεταγμένες εντολές του.
Εκεί που εκφράζεται περισσότερο η οπαδοποίηση είναι ο χώρος της θρησκείας. Και αυτό γιατί η θρησκεία, όταν λειτουργή ως ιδεολογία, έχει πολλές ψυχοπαθολογικές αρχές και συνέπειες, όπως την μεσσιανικότητα, τον μυστικισμό, την επικράτηση και επιβολή στους άλλους με βίαιους τρόπους.
Οι ψυχοθεραπευτές από την κλινική τους πείρα γνωρίζουν καλά ότι η χειρότερη μορφή σχιζοφρένειας καλύπτεται κάτω από θρησκευτικές ή παραθρησκευτικές πεποιθήσεις.
Έχουν εντοπισθή από τους θρησκειολόγους τέτοια φαινόμενα και τέτοιες «θρησκευτικές κρίσεις». Είναι γνωστοί από την ιστορία οι λεγόμενοι «ιεροί πόλεμοι» για την επικράτηση μιας ιδεολογίας που γίνεται με βιαιότητες και φόνους.
Ο θρησκειολόγος Ρ. Όττο γράφει ότι το θρησκευτικό βίωμα όταν δεν συνδέεται με το «αγαθό» και το «έλλογο», εκφράζεται με «δαιμονικά» και «ανορθολογικά στοιχεία».
Η ψυχοπάθεια συμπλέκεται με τον δαιμονισμό. Ιδιαιτέρως αυτήν την βιαιότητα του θρησκευτικού συναισθήματος την συναντάμαι στις «σέκτες», που αποτελούν «εναλλακτικές θρησκευτικές οργανώσεις», οι οποίες αποσπώνται από τις βασικές θρησκείες, για να διατηρήσουν δήθεν τις παραδοσιακές αξίες της θρησκείας, η οποία δήθεν εκκοσμικεύθηκε.
Εννοείται ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των μαθητών και των οπαδών, όπως την βλέπουμε μέσα στην Εκκλησία.
Δυστυχώς, και στην Εκκλησία υπάρχουν και μαθητές του Χριστού και οπαδοί. Ας εντοπισθούν μερικές διαφορές μεταξύ των δύο.
1) Ο μαθητής αναγνωρίζει την Εκκλησία ως χώρο μαθητείας και γνώσης με την αυθεντική υπακοή, ενώ ο οπαδός ως χώρο συγκρούσεων και αμφισβητήσεως με την ενέργεια των εσωτερικών παθών. Ο μαθητής υπακούει στον Χριστό, όπως βιώνεται μέσα την Εκκλησία, ενώ ο οπαδός προσπαθεί να επιβάλη τις δικές του απόψεις στην διδασκαλία του Χριστού και στην ζωή της Εκκλησίας.
2) Ο μαθητής ζή με αγάπη και ελευθερία, ενώ ο οπαδός συμπεριφέρεται με μίσος και κάτω από την επιρροή των εσωτερικών αλόγων ορμών.
3) Ο μαθητής μετέχει στην καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, ενώ ο οπαδός αφήνει ακατέργαστο και αθεράπευτο τον εσωτερικό, ψυχικό του κόσμο.
4) Ο μαθητής μαθητεύει καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, με ταπείνωση και αυτομεμψία, ενώ ο οπαδός ενεργεί ως ετερόβουλο θύμα αρρωστημένων αρχηγών, ψευδωνύμων διδασκάλων, μέσα στο κλίμα της αυτοδικαίωσης, και προβαίνει σε βίαιες ενέργειες ως κριτής της οικουμένης και ως εισαγγελέας του Θεού.
5) Ο μαθητής δέχεται την πείρα της Εκκλησίας, όπως εκφράζεται από τους Προφήτες, Αποστόλους και Πατέρες, και μεταμορφώνεται από αυτή, ενώ ο οπαδός σχηματίζει την δική του «σέκτα» μέσα στην Εκκλησία και καταγγέλλει την δήθεν αλλοίωση της εκκλησιαστικής ζωής.
6) Τελικά, ο μαθητής είναι ταπεινό μέλος της Εκκλησίας που παραμένει μέσα σε αυτήν για να σωθή, ενώ ο οπαδός ενεργεί ως σωτήρας της Εκκλησίας. Όμως ο πραγματικός και μοναδικός Σωτήρας της Εκκλησίας είναι ο Χριστός και η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη άλλων σωτήρων.
Η Εκκλησία είναι ένα πνευματικό θεραπευτήριο, που θεραπεύει τον άνθρωπο, αλλά μερικές φορές οι άρρωστοι, που ενεργούν με τις αρχές της οπαδοποίησης, εξεγείρονται εναντίον των ιατρών προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως ιατρούς για να σώσουν την Εκκλησία.
Όμως, τέτοιες αναρχικές ενέργειες πολλές φορές είναι ευεργετικές, γιατί αποκαλύπτουν όλο το δυσώδες περιεχόμενο που κρυβόταν πολύ καιρό κάτω από τις ωραίες εκδηλώσεις, τα συνέδρια, τα υποκριτικά κατασκευάσματα, την κοινωνική προσφορά, τις συναισθηματικές λατρείες, τις κτηριακές ανοικοδομήσεις κλπ.
Πρέπει σε όλη μας την ζωή να μαθητεύουμε στην εκκλησιαστική ζωή και την ορθόδοξη παράδοση και να μη συγκαταλεγόμαστε στα «ζαλισμένα κοπάδια», στην καταστροφική μανία μιας «σέκτας», έστω και αν αυτή ονομάζεται χριστιανική.
Οι οπαδοί υπονομεύουν την εκκλησιαστική ζωή, «ασελγούν» στο ευλογημένο σώμα της Εκκλησίας και όπως είναι φυσικό πεθαίνουν από πνευματική ηλεκτροπληξία, αποβάλλονται αργά ή γρήγορα από το Σώμα της Εκκλησίας. Ένας έμπειρος Κληρικός μου είπε: «Άν ο Κληρικός δεν σέβεται το θυσιαστήριο, τότε το ίδιο το θυσιαστήριο κάποια μέρα δεν θα τον ανεχθή και θα τον πετάξη μακριά».
Ο εκκλησιαστικός χώρος είναι άγιος και ευλογημένος, ευαίσθητος και πλημμυρισμένος από το Άγιον Πνεύμα, γι’ αυτό και δεν προσφέρεται για οπαδοποιήσεις, αρρωστημένες ανθρώπινες επιδιώξεις και εωσφορικές νοοτροπίες.
Στην Εκκλησία πρέπει να σπουδάζουμε σε όλη μας την ζωή εν μαθητεία την εν Χριστώ ζωή και δεν έχουν οργανική σχέση οι οργισμένοι και αλλόφρονες οπαδοί.
Ο Χριστός θέλει μαθητές και όχι οπαδούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου