Όταν πήρε εξιτήριο από το ψυχιατρείο, ο π. Γαβριήλ πήγε κατευθείαν στο ναό Σιόνι. Όλοι ξαφνιάστηκαν που τον είδαν ζωντανό. Τον κοιτούσαν έκπληκτοι κι δοξολογούσαν τον Θεό. Πήγε και στο ναό της Αγίας Βαρβάρας, που την αγαπούσε από παιδί. Αναζητούσε ηρεμία. Σκούπιζε την εκκλησία και φρόντιζε τις εικόνες της, προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο του από τις δοκιμασίες και την κακοπάθεια. Εξαντλημένος καθώς ήταν, κάθισε στο πεζούλι, σε μια γωνίτσα, για να ξαποστάσει κι έκλεισε τα μάτια του. Διηγείται ο άγιος:
«Ξαφνικά, άκουσα μια φωνή: ¨Κοιμάσαι Γαβριήλ; Κουράστηκες; Εγώ κλαίω για σένα¨. Αμέσως άνοιξα τα μάτια μου. Δεν είδα κανέναν. Με πήρε πάλι μετά από λίγο ο ύπνος και ξανακούστηκε η ίδια φωνή: «Κοιμάσαι, Γαβριήλ; Κουράστηκες; Εγώ κλαίω για σένα¨. Τρόμαξα. Αντίκρυ μου βρισκόταν ο Εσταυρωμένος! Κατάλαβα ότι από εκεί προερχόταν η συμπονετική φωνή. Τον πλησίασα. Οι παλάμες μου υγράνθηκαν από τα δάκρυά Του».
Ύστερα από ένα μικρό διάστημα, ο π. Γαβριήλ άρχισε πάλι να ιερουργεί στο ναό Σιόνι. Με τη χάρη του Θεού τελούσε πολλά θαύματα και ο χαρισματικός του λόγος άγγιζε βαθειά την καρδιά όσων τον άκουγαν. Μια φορά ένας γείτονας του ζήτησε να κηδέψουν κάποιον. Έπεφτε όμως τέτοια βροχή, που ήταν αδύνατο να γίνει η κηδεία και ο ενταφιασμός. Όλα γύρω είχαν πλημμυρίσει. Τότε ο π. Γαβριήλ βγήκε έξω, γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται. Ο καιρός σιγά – σιγά καλοσύνεψε και τα σύννεφα υποχώρησαν. Ο ορίζοντας στολίστηκε με τις φωτεινές ακτίνες του ουράνιου τόξου, και ύστερα από λίγο είχαν εξαφανιστεί μέχρι κι οι νερόλακκοι. Οι παριστάμενοι στέκονταν έκπληκτοι, θαυμάζοντας και δοξολογώντας τον Θεό.
Κανείς δεν ξέρει πως ο άγιος πληροφορούνταν κάθε φορά που υπήρχαν αδύναμοι και κατατρεγμένοι συνάνθρωποί του. Βρισκόταν πάντοτε και ανά πάσα στιγμή δίπλα τους, προσπαθώντας να απαλύνει το φορτίο τους. η μοναχή Μαριάμη θυμάται τη μέρα που πήγαν στο σπίτι ενός ηλικιωμένου, ο οποίος ήταν κατάκοιτος και ολομόναχος. Ζούσε σε άθλια κατάσταση, μέσα στη βρομιά και τη δυσωδία, ενώ δεν είχε κανέναν να του δώσει ένα ποτήρι νερό. Ο π. Γαβριήλ, μαζί με την μητέρα Μαριάμη, που τότε ήταν ακόμη λαϊκή, έλουσαν τον γέροντα, καθάρισαν το σπίτι και πέταξαν τα σκουπίδια. Τη δυσωδία διαδέχθηκε η ευωδία, η οποία πάντα ακολουθούσε τον π. Γαβριήλ. Ντροπιασμένοι οι γείτονες, έσπευσαν να βοηθήσουν κι αυτοί. Λίγες μέρες προτού πεθάνει ο γέροντας, ο π. Γαβριήλ είχε φροντίσει να τον κοινωνήσει.
Ο π. Γαβριήλ, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, πληροφορούνταν μυστικά τα πάντα για τους ανθρώπους που τον πλησίαζαν. Κι ενώ ήταν ένας άνθρωπος με πολλές γνώσεις και εκπληκτικό νου, όταν κήρυττε τον Χριστό πολλές φορές άφηνε κατά μέρος τη σοφία και τη σύνεση και… υποκρινόταν τον σαλό, θυμίζοντας το Γραφικό: «Ει τις δοκεί σοφός είναι υμίν εν τω αιώνι τούτω, μωρός γενέσθω, ίνα γένηται σοφός. Η γαρ σοφία του κόσμου τούτου μωρία παρά τω Θεώ εστί».1
Έβαζε στην πλάτη του μια στάμνα χωρίς πάτο και, ξυπόλυτος και ρακένδυτος, τριγυρνούσε στους δρόμους προσευχόμενος. Και αφού έλεγε ότι περπατάει με την ευλογία του Αγίου Πνεύματος, στη συνέχεια αποκάλυπτε τα φοβερά μυστήρια της θείας χάριτος και έναν ξεχωριστό τρόπο, που κέντριζε την καρδιά όσων τον έβλεπαν και τον άκουγαν. «Ο άνθρωπος χωρίς αγάπη μοιάζει μ’ αυτήν εδώ τη στάμνα. Και να θυμάστε, παιδιά μου, ότι όλες οι καλές σκέψεις προέρχονται από τον Κύριο. Εσύ, ο άνθρωπος τίποτα καλό δεν μπορείς να κάνεις μόνος σου», διαβεβαίωνε όσους τον άκουγαν. Και σε όσους συμπεριφέρονταν ζηλόφθονα ή περιπαικτικά, ή με αναιδή και άσχημο τρόπο, υπογράμμιζε: «Η αγάπη θα σώσει τη Γεωργία. Οι αμαρτίες είναι αμαρτίες. Τί κοινό μπορεί να έχουν με την αγάπη; Πιστέψτε με, λέω την αλήθεια, κακοί άνθρωποι δεν υπάρχουν. Εγώ δεν συνάντησα ποτέ μέχρι τώρα κακό άνθρωπο».
Ο π. Γαβριήλ ποτέ δεν σταμάτησε να εργάζεται. Δούλευε για κάποιο διάστημα ως αγρότης στα κολχόζ, όπου και διέμενε. Εκεί στερήθηκε για λίγο την ησυχία, καθώς δεν ήταν εύκολο να μένει μόνος του. Βρήκε όμως πολύ γρήγορα μια σπηλιά, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι βοσκοί, την καθάρισε κι εγκαταστάθηκε εκεί. Πολύ πιθανό είναι την άγνωστη σε μας περίοδο της ζωής του να την πέρασε εκεί, στη σπηλιά. Ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε για τους ασκητές και τους σπηλαιώτες φανέρωνε μια εξοικείωση με τη ζωή αυτή, ενώ το πρόσωπό του φωτιζόταν και μια ανεπιτήδευτη τρυφερότητα διαγραφόταν στην έκφρασή του.
Οι πιστοί συχνά του ζητούσαν να κάνουν παρακλήσεις για να πληθαίνει και να αναπτύσσεται η Γεωργία. Κάποια φορά, κατά τη διάρκεια της παράκλησης στο ναό Σιόνι, ο άγιος είδε ένα τρομακτικό όραμα. Διηγείται ο ίδιος:
«Ήταν δύο στρατιωτικοί, με αρχαίες στρατιωτικές στολές, που έδειχναν εμένα: ¨Να! Αυτός είναι!¨. Ήρθαν πλάι μου και με πήραν μαζί τους. με δυσκολία καταλάβαινα. Διέκρινα ένα άσπρο σπίτι χωρίς σταυρό. Με έβαλαν μέσα. Ήταν τελείως σκοτεινά. Έκλεισαν τις πόρτες και μ’ άφησαν εκεί. Όταν τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι, είδα πεταμένα στο πέτρινα πάτωμα παιδάκια, που είχαν το μέγεθος ενός μικρού δαχτύλου και κείτονταν μέσα στα αίματα. Από μια τρύπα στο ταβάνι έπεφταν κι άλλα νεκρά παιδάκια, τόσα πολλά που δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά. Όλα γύρω ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Στεκόμουν στις μύτες των ποδιών μου. Και ξαφνικά άνοιξε η πόρτα κι άκουσα μια φωνή: ¨Έρχεται! Έρχεται! Παραξενεύτηκα. ¨Ποιός έρχεται; Φαίνεται θα ‘ναι εδώ το αφεντικό. Θα παρακαλέσω να με αφήσουν να φύγω από εδώ¨, σκέφτηκα. Πάλι ήρθαν εκείνοι οι δύο στρατιωτικοί. Στάθηκαν στην είσοδο και στην έξοδο και δεν μου επέτρεπαν να φύγω. Κόλλησα στον τοίχο. Τότε είδα την Παναγία να έρχεται με τη συνοδεία αγγέλων και αγίων. Ήταν ντυμένη στα λευκά. Την αναγνώρισα αμέσως. Με κοίταξε αυστηρά, μου έδειξε τα ματωμένα παιδιά και μου είπε: ¨Γι’ αυτό με παρακαλάς; Έτσι θα πληθαίνει η Γεωργία; Εγώ θα ευλογώ κι αυτοί θα σκοτώνουν; ¨ Γύρισε κι έφυγε. Έπειτα με πήραν οι δυο στρατιωτικοί και με έφεραν στο κελί μου».
Την επομένη ο π. Γαβριήλ αποκάλυψε αυτό το όραμα σ’ όσους ήταν παρόντες στην ικεσία και παρακάλεσε όλες τις γυναίκες να προσεύχονται προειδοποιώντας τες: «Μητέρες, μην κάνετε εκτρώσεις! Βοηθήστε να σωθεί η Γεωργία! Φοβήθηκα τόσο πολύ όταν είδα οργισμένη την Παναγία, που δεν ήξερα που να πάω. Δεν επιθυμώ κανείς να δει έτσι τη Βασίλισσα του Ουρανού και της Γης».
Ο π. Γαβριήλ με τη ζωή του και τον χαρισματικό του λόγο αφύπνιζε τις συνειδήσεις και επανέφερε στην οδό της αληθείας πολλούς. Οι κρατικές αρχές όμως, διαπιστώνοντας τη δύναμη του έργου του, προσπαθούσαν να του προβάλλουν με όποιον τρόπο μπορούσαν εμπόδια. Έπρεπε να υπομένει τους χλευασμούς, τις συκοφαντίες και τη διαρκή παρακολούθηση από την αστυνομία του καθεστώτος.
Στο μεταξύ νέος Καθολικός Πατριάρχης Γεωργίας, μετά την κοίμηση του Μελχισεδέκ το 1960, είχε εκλεγεί ο Εφραίμ Β’, ο οποίος αγάπησε πολύ τον π. Γαβριήλ, και ήταν φανερή η προσπάθειά του να τον προωθήσει στην ιεραρχία. Ωστόσο, αρκετοί ήταν εκείνοι που προσπάθησαν να τον διαβάλουν στον πατριάρχη, με την κατηγορία ότι ζούσε στο κελί του με γυναίκες. Ο μακαριότατος τότε πήγε μόνος του με τα πόδια στο σπίτι του π. Γαβριήλ, όπου γνώρισε τη μητέρα και την αδελφή του. Στο τέλος ο πατριάρχης του είπε στοργικά: «Γαβριήλ, δεν πειράζει που μας κατηγορούν. Αυτή είναι η μοίρα η δική μας». Κι έφυγε.
Οι κρατικές αρχές, βλέποντας πως με τίποτα δεν μπορούσαν να αναχαιτίσουν το έργο του ένθεου μοναχού, εξαγριώθηκαν κι άλλο. Έτσι κάλεσαν μια μέρα τον πατριάρχη Εφραίμ μαζί με μερικούς δεσπότες και τους κατηγόρησαν ότι με δική τους εντολή έκαψε ο π. Γαβριήλ το πορτρέτο του Λένιν. Για άγνωστο λόγο και υπό το βάρος ποιών απειλών, ο πατριάρχης ζήτησε από τον π. Γαβριήλ να γκρεμίσει την εκκλησία, με τη δικαιολογία πως οι καιροί δεν ήταν κατάλληλοι και πως όταν αυτοί αλλάξουν θα την έχτιζε και πάλι με τη βοήθεια του Θεού. Ο π. Γαβριήλ τότε γκρέμισε μόνο τον μπροστινό τοίχο της εκκλησίας και στην συνέχεια τον έχτισε πιο… μέσα. Και διαμήνυσε στον πατριάρχη: «Έκανα υπακοή! Άλλαξαν όμως οι καιροί και γι’ αυτό χτίζω πάλι». Τότε ο πατριάρχης μέσω επιστολής του παρήγγειλε να σταματήσει ξανά αμέσως το χτίσιμο. Αλλά ο άγιος συνέχισε, και στη δεύτερη παράκληση του πατριάρχη απάντησε: «Γκρεμίστε πρώτα το δικό σας δωμάτιο, που το έχετε γεμάτο εικόνες, δίνοντάς μου παράδειγμα, και ύστερα γκρεμίζω κι εγώ το ναό μου».
Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο πατριάρχης λειτούργησε στο ναό Σιόνι δεν επέτρεψε στον π. Γαβριήλ να κοινωνήσει. «Μακαριότατε, γιατί δεν με κοινωνάτε; Τί έγκλημα έκανα; Πέστε μου!». «Μετά τη λειτουργία έλα να μιλήσουμε», απάντησε ο πατριάρχης.
Τότε του ανακοίνωσε πως του στερεί το δικαίωμα να κοινωνά αλλά και να ιερουργεί σε οποιονδήποτε ναό. Έτσι ο άγιος, αφού προσκυνούσε στους ναούς, επέστρεφε στο εκκλησάκι που είχε χτίσει με τα άγια χέρια του. Υπέμεινε τον κανόνα αυτόν αγόγγυστα, όσο επώδυνος και αν ήταν για τον ίδιο – ο Θεός μόνο το ξέρει. Τότε ο π. Γαβριήλ άρχισε πάλι να προσποιείται το σαλό. Έγινε ζητιάνος και τα χρήματα που μάζευε τα έδινε στους φτωχούς.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ.
1. Α’ Κορ. 2, 18-19.
Από το βιβλίο του «ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ, «Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής (1929 – 1995).
Μετάφραση ΝΑΝΑ ΜΕΡΚΒΙΛΑΤΖΕ
Γλωσσική επιμέλεια ΦΑΝΗ ΡΟΠΟΚΗ
ΑΘΗΝΑ 2013.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου