Ἡ αἰωνία λύτρωσις
«…Αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος…» (Ἑβρ. 9,12)
Λίγες
μέρες ὑπολείπονται, ἀγαπητοί μου, καὶ ἔφθασε ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὰ
σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴ Σταύρωσι καὶ τὴν
Ἀνάστασι. Ἀλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Πρὸς τί οἱ ἑορτὲς αὐτές; ποιό
σκοπὸ ἔχουν; Εἶνε ἁπλῶς γιὰ μιὰ ποικιλία στὴ ζωή;
Ὄχι. Ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε ὑψηλός. Εἶνε, νὰ ὑψωθοῦμε πάνω ἀπὸ τὰ ὑλικά, νὰ λησμονήσουμε τὰ γήινα καὶ φθαρτά, νὰ ἔρθουμε σὲ στενώτερη σχέσι καὶ γνωριμία μ᾽ Ἐκεῖνον ποὺ εἶνε καὶ πρέπει νὰ εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τῆς ζωῆς μας, Ἐκεῖνον ποὺ εἶνε ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας· ὁ σκοπὸς εἶνε ν᾽ ἀνάψῃ στὴν καρδιὰ ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό. Σ᾽ αὐτὸ συντελοῦν τὰ ὑπέροχα τροπάρια ποὺ θ᾽ ἀκούσουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὰ ἀναγνώσματα, οἱ ἀπόστολοι καὶ τὰ εὐαγγέλια.
Λόγου χάριν, ὁ ἀπόστολος ποὺ ἀκούσαμε σήμερα μᾶς καλεῖ νὰ σκεφτοῦμε, τί προσέφερε καὶ τί ἐξακολουθεῖ νὰ προσφέρῃ ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Διότι ἀνάλογη μὲ τὴν προσφορὰ εἶνε καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη. Ἐὰν κάποιος σὲ κεράσῃ ἕνα ποτήρι νερό, θέλεις νὰ τοῦ πῇς εὐχαριστῶ. Ἐὰν σοῦ δείξῃ τὸ δρόμο ποὺ ψάχνεις, τὸν εὐχαριστεῖς. Ἐὰν ἔρθῃ βοηθὸς σὲ κάποια οἰκογενειακή σου ἀνάγκη, νιώθεις χρέος νὰ τὸν εὐχαριστήσῃς. Κι ἂν ἀπειλῆσαι ἀπὸ κάποιο κίνδυνο μεγάλο κι αὐτὸς σὲ σώσῃ, τότε ἡ εὐγνωμοσύνη σου εἶνε ἀκόμα μεγαλύτερη.
Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν «Τί μᾶς προσέφερε ὁ Χριστός;» ἀπαντᾷ σήμερα ὁ ἀπόστολος καὶ λέει· μᾶς προσέφερε τὴ μεγαλύτερη, τὴν ὑψίστη εὐεργεσία· καὶ ἡ εὐεργεσία αὐτὴ εἶνε ὅτι μᾶς χάρισε τὴ λύτρωσι. Ὄχι ἁπλῶς τὴ λύτρωσι, ἀλλὰ τὴν «αἰωνίαν λύτρωσιν» (Ἑβρ. 9,12).
Τὸ θέμα δὲν εἶνε τόσο εὔκολο καὶ ζητῶ τὴν προσοχή σας. Διότι ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ «κλειδί». Ἂν καταλάβουμε τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά, σωθήκαμε. Ἐμεῖς, ὅταν λέμε «λυτρώθηκα», συνήθως ἐννοοῦμε ὅτι ἀπαλλαχθήκαμε ἀπὸ κάποιον κακοποιὸ ἢ γλυτώσαμε ἀπὸ κάποιο κίνδυνο· ὅταν ὁ ἀπόστολος λέῃ ὅτι ὁ Χριστὸς προσέφερε στὸν καθένα καὶ σὲ ὅλους μαζὶ «αἰωνίαν λύτρωσιν», τί ἐννοεῖ;
Ὄχι. Ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε ὑψηλός. Εἶνε, νὰ ὑψωθοῦμε πάνω ἀπὸ τὰ ὑλικά, νὰ λησμονήσουμε τὰ γήινα καὶ φθαρτά, νὰ ἔρθουμε σὲ στενώτερη σχέσι καὶ γνωριμία μ᾽ Ἐκεῖνον ποὺ εἶνε καὶ πρέπει νὰ εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τῆς ζωῆς μας, Ἐκεῖνον ποὺ εἶνε ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας· ὁ σκοπὸς εἶνε ν᾽ ἀνάψῃ στὴν καρδιὰ ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό. Σ᾽ αὐτὸ συντελοῦν τὰ ὑπέροχα τροπάρια ποὺ θ᾽ ἀκούσουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὰ ἀναγνώσματα, οἱ ἀπόστολοι καὶ τὰ εὐαγγέλια.
Λόγου χάριν, ὁ ἀπόστολος ποὺ ἀκούσαμε σήμερα μᾶς καλεῖ νὰ σκεφτοῦμε, τί προσέφερε καὶ τί ἐξακολουθεῖ νὰ προσφέρῃ ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Διότι ἀνάλογη μὲ τὴν προσφορὰ εἶνε καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη. Ἐὰν κάποιος σὲ κεράσῃ ἕνα ποτήρι νερό, θέλεις νὰ τοῦ πῇς εὐχαριστῶ. Ἐὰν σοῦ δείξῃ τὸ δρόμο ποὺ ψάχνεις, τὸν εὐχαριστεῖς. Ἐὰν ἔρθῃ βοηθὸς σὲ κάποια οἰκογενειακή σου ἀνάγκη, νιώθεις χρέος νὰ τὸν εὐχαριστήσῃς. Κι ἂν ἀπειλῆσαι ἀπὸ κάποιο κίνδυνο μεγάλο κι αὐτὸς σὲ σώσῃ, τότε ἡ εὐγνωμοσύνη σου εἶνε ἀκόμα μεγαλύτερη.
Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν «Τί μᾶς προσέφερε ὁ Χριστός;» ἀπαντᾷ σήμερα ὁ ἀπόστολος καὶ λέει· μᾶς προσέφερε τὴ μεγαλύτερη, τὴν ὑψίστη εὐεργεσία· καὶ ἡ εὐεργεσία αὐτὴ εἶνε ὅτι μᾶς χάρισε τὴ λύτρωσι. Ὄχι ἁπλῶς τὴ λύτρωσι, ἀλλὰ τὴν «αἰωνίαν λύτρωσιν» (Ἑβρ. 9,12).
Τὸ θέμα δὲν εἶνε τόσο εὔκολο καὶ ζητῶ τὴν προσοχή σας. Διότι ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ «κλειδί». Ἂν καταλάβουμε τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά, σωθήκαμε. Ἐμεῖς, ὅταν λέμε «λυτρώθηκα», συνήθως ἐννοοῦμε ὅτι ἀπαλλαχθήκαμε ἀπὸ κάποιον κακοποιὸ ἢ γλυτώσαμε ἀπὸ κάποιο κίνδυνο· ὅταν ὁ ἀπόστολος λέῃ ὅτι ὁ Χριστὸς προσέφερε στὸν καθένα καὶ σὲ ὅλους μαζὶ «αἰωνίαν λύτρωσιν», τί ἐννοεῖ;
* * *
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, δὲν
βρίσκεται σὲ εὐχάριστη κατάστασι. Φαίνεται εὐχαριστημένος, ἐν τούτοις
ὑποφέρει κι ἀναστενάζει τόσο ὑλικῶς – σωματικῶς ὅσο καὶ πνευματικῶς –
ἠθικῶς. Ἐὰν βάλῃς τὸ αὐτί σου προσεκτικά, θ᾽ ἀκούσῃς ὅτι ἡ ἀνθρωπότης
ἀναστενάζει.
Καὶ πρῶτα ὑλικῶς – σωματικῶς. Μιὰ ἔρευνα ποὺ ἔγινε ἔδειξε, ὅτι ἡ πλειονότης τοῦ κόσμου, καὶ στὰ δύο ἡμισφαίρια, ὑποφέρει ἀπὸ ἔλλειψι τῶν ἀναγκαίων. Πεινοῦν καὶ ὑποσιτίζονται τὰ τρία τέταρτα τῆς ἀνθρωπότητος· στοὺς 100 ἀνθρώπους οἱ 70 δὲν ἔχουν νὰ φᾶνε. Γιατί; Ἡ γῆ αὐτή, ὅπως δημιουργήθηκε, φτάνει νὰ θρέψῃ διπλάσιο πληθυσμό· γιατί λοιπὸν ὑποφέρουν; Ὑποφέρουν ἀπ᾽ τὴν κακία καὶ τὴν πλεονεξία, ποὺ δὲν ἀφήνουν νὰ μοιραστοῦν τὰ ἀγαθὰ κατ᾽ ἀναλογία σὲ ὅλους· ἀπ᾽ τὴν πλουτοκρατία, ποὺ συγκεντρώνει τὰ ἀγαθὰ στὰ χέρια τῶν ὀλίγων. Δὲν ὑποφέρουν ὅμως μόνο οἱ φτωχοί· ὑποφέρουν καὶ οἱ πλούσιοι. Κι αὐτοὶ ἀναστενάζουν. Μπορεῖ ἕνας νά ᾽χῃ τοῦ κόσμου τ᾽ ἀγαθά, ἀλλ᾽ ὅταν πέσῃ στὸ κρεβάτι ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, τί νὰ τοῦ κάνουν τὰ λεφτά; Μποροῦν νὰ τὸν βάλουν σὲ σύγχρονη κλινικὴ ἢ νὰ τὸν μεταφέρουν μὲ εἰδικὸ ἀεροπλάνο σὲ διασήμους γιατροὺς ἢ νὰ τοῦ προμηθεύσουν αἷμα καὶ φάρμακα· αὐτὸς ὅμως θὰ προτιμοῦσε νά ᾽νε ζητιάνος σὲ μιὰ γωνιὰ νὰ ζητάῃ ἐλεημοσύνη, παρὰ καρκινοπαθὴς στὴν καλύτερη κλινική. Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν ἔχει μέσα του «σκουλήκι». Γιατὶ κι αὐτὸς ποὺ εἶνε ὑγιέστατος ἔχει ἀγωνία μήπως χτυπήσῃ τὴν πόρτα του ὁ κακὸς ἐπισκέπτης ποὺ λέγεται χάρος κι ἀκούσῃ «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ…» (Λουκ. 12,20).
Ἀλλὰ καὶ πνευματικῶς – ἠθικῶς, ἀδελφοί μου, καὶ μάλιστα πιὸ βαθειά, ἀγωνιᾷ κι ἀναστενάζει ὁ ἄνθρωπος. Εἶνε π.χ. χρόνια τώρα ποὺ ἔκανες κάποιο κακό, δίχως νὰ σὲ δῇ ἀνθρώπου μάτι. Κι ὅμως αὐτὸ ποὺ ἔκανες εἶνε κάρβουνο μέσα σου. Περνᾶνε τὰ χρόνια, ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, μὰ αὐτὸ μένει μπροστά σου ζωντανό. Ἀκοῦς μιὰ φωνὴ νὰ σοῦ λέῃ «Ἔκλεψες, ἀτίμασες, ἔβαψες τὰ χέρια σου μὲ αἷμα, εἶσαι ἔνοχος!…» καὶ δὲ σ᾿ ἀφήνει νὰ ἡσυχάσῃς. Εἶνε ἡ συνείδησις. Καὶ προτιμότερο νὰ σὲ δαγκάσῃ ὀχιὰ ἢ σκορπιός, παρὰ οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως. Κάθε ἄνθρωπος στὸν κόσμο αὐτόν, μικρὸς – μεγάλος, γραμματισμένος – ἀγράμματος, γυναίκα – ἄντρας, σὲ ὅποιο τόπο καὶ ἐποχὴ κι ἂν ζῇ, ἔχει κάποιον ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως ἀλλὰ καὶ φόβο τῶν εὐθυνῶν του. Κάποτε ἕνας αὐλοκόλακας εἶπε σ᾽ ἕνα βασιλιᾶ· ―Δὲν εἶδα ἄλλον εὐτυχέστερο στὸν κόσμο ἀπὸ σένα. —Ἔτσι λές; Ἔλα λοιπὸν αὔριο στὸ τραπέζι μου νὰ δῇς… Τὴν ἄλλη μέρα ὁ βασιλιᾶς τοῦ παρέθεσε τὰ καλύτερα φαγητὰ σὲ σερβίτσια πολυτελείας, ἀλλὰ εἶπε σ᾽ ἕναν ὑπηρέτη καὶ κρέμασε στὴν ὀροφὴ ἀπὸ μιὰ τρίχα ἀλόγου ἕνα σπαθὶ ζυγισμένο πάνω του, ἕτοιμο νὰ πέσῃ στὸ κεφάλι του. Μόλις τὸ εἶδε αὐτός, τοῦ κόπηκε ἡ ὄρεξι, τὰ χέρια του ἔτρεμαν, ἤθελε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴ θέσι ἐκείνη. —Νά, τοῦ λέει ὁ βασιλιᾶς, ἡ εὐτυχία μου· ἂν μπορῇς φάε…
Ἀδελφοί μου, μὴ ἀπατώμεθα· εἴτε βασιλιᾶς εἶσαι εἴτε ζητιάνος, ὅ,τι καὶ νά ᾿σαι στὸν κόσμο αὐτόν, πάνω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι σου κρέμεται ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιουργεῖ αἴσθημα ἀνασφαλείας, προσωρινότητος, ματαιότητος, ἐνοχῆς γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ καὶ τὴ στενοχώρια ὑπάρχει τρόπος σωτηρίας; ποιά δύναμις μπορεῖ νὰ μᾶς γλυτώσῃ;
Ὁ ἄνθρωπος μόνος του δὲν μπορεῖ. Πολλὲς προσπάθειες ἔκανε καὶ πολλὰ μέσα δοκίμασε γιὰ νὰ λυτρωθῇ καὶ νὰ διώξῃ μακριά του τὴ στενοχώρια· καὶ μελέτη καὶ φιλοσοφία καὶ ἐπιστήμη καὶ γνώσεις καὶ τέχνη καὶ μουσικὴ καὶ τόσα ἄλλα. Ὅλ᾽ αὐτὰ ξέρετε πῶς μοιάζουν; Εἶνε σὰν κάποιος νά ᾽νε ἄρρωστος βαρειά, κι ὁ γιατρὸς νὰ τοῦ δίνῃ ἀσπιρίνη, ποὺ φέρνει προσωρινὴ ἀνακούφισι καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ πόνος ἐπανέρχεται. Γιατρέ, τὴν ἀσπιρίνη τὴν ξέρω κ᾽ ἐγώ· μπορεῖς νὰ μὲ θεραπεύσῃς;
Καὶ πρῶτα ὑλικῶς – σωματικῶς. Μιὰ ἔρευνα ποὺ ἔγινε ἔδειξε, ὅτι ἡ πλειονότης τοῦ κόσμου, καὶ στὰ δύο ἡμισφαίρια, ὑποφέρει ἀπὸ ἔλλειψι τῶν ἀναγκαίων. Πεινοῦν καὶ ὑποσιτίζονται τὰ τρία τέταρτα τῆς ἀνθρωπότητος· στοὺς 100 ἀνθρώπους οἱ 70 δὲν ἔχουν νὰ φᾶνε. Γιατί; Ἡ γῆ αὐτή, ὅπως δημιουργήθηκε, φτάνει νὰ θρέψῃ διπλάσιο πληθυσμό· γιατί λοιπὸν ὑποφέρουν; Ὑποφέρουν ἀπ᾽ τὴν κακία καὶ τὴν πλεονεξία, ποὺ δὲν ἀφήνουν νὰ μοιραστοῦν τὰ ἀγαθὰ κατ᾽ ἀναλογία σὲ ὅλους· ἀπ᾽ τὴν πλουτοκρατία, ποὺ συγκεντρώνει τὰ ἀγαθὰ στὰ χέρια τῶν ὀλίγων. Δὲν ὑποφέρουν ὅμως μόνο οἱ φτωχοί· ὑποφέρουν καὶ οἱ πλούσιοι. Κι αὐτοὶ ἀναστενάζουν. Μπορεῖ ἕνας νά ᾽χῃ τοῦ κόσμου τ᾽ ἀγαθά, ἀλλ᾽ ὅταν πέσῃ στὸ κρεβάτι ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, τί νὰ τοῦ κάνουν τὰ λεφτά; Μποροῦν νὰ τὸν βάλουν σὲ σύγχρονη κλινικὴ ἢ νὰ τὸν μεταφέρουν μὲ εἰδικὸ ἀεροπλάνο σὲ διασήμους γιατροὺς ἢ νὰ τοῦ προμηθεύσουν αἷμα καὶ φάρμακα· αὐτὸς ὅμως θὰ προτιμοῦσε νά ᾽νε ζητιάνος σὲ μιὰ γωνιὰ νὰ ζητάῃ ἐλεημοσύνη, παρὰ καρκινοπαθὴς στὴν καλύτερη κλινική. Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν ἔχει μέσα του «σκουλήκι». Γιατὶ κι αὐτὸς ποὺ εἶνε ὑγιέστατος ἔχει ἀγωνία μήπως χτυπήσῃ τὴν πόρτα του ὁ κακὸς ἐπισκέπτης ποὺ λέγεται χάρος κι ἀκούσῃ «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ…» (Λουκ. 12,20).
Ἀλλὰ καὶ πνευματικῶς – ἠθικῶς, ἀδελφοί μου, καὶ μάλιστα πιὸ βαθειά, ἀγωνιᾷ κι ἀναστενάζει ὁ ἄνθρωπος. Εἶνε π.χ. χρόνια τώρα ποὺ ἔκανες κάποιο κακό, δίχως νὰ σὲ δῇ ἀνθρώπου μάτι. Κι ὅμως αὐτὸ ποὺ ἔκανες εἶνε κάρβουνο μέσα σου. Περνᾶνε τὰ χρόνια, ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, μὰ αὐτὸ μένει μπροστά σου ζωντανό. Ἀκοῦς μιὰ φωνὴ νὰ σοῦ λέῃ «Ἔκλεψες, ἀτίμασες, ἔβαψες τὰ χέρια σου μὲ αἷμα, εἶσαι ἔνοχος!…» καὶ δὲ σ᾿ ἀφήνει νὰ ἡσυχάσῃς. Εἶνε ἡ συνείδησις. Καὶ προτιμότερο νὰ σὲ δαγκάσῃ ὀχιὰ ἢ σκορπιός, παρὰ οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως. Κάθε ἄνθρωπος στὸν κόσμο αὐτόν, μικρὸς – μεγάλος, γραμματισμένος – ἀγράμματος, γυναίκα – ἄντρας, σὲ ὅποιο τόπο καὶ ἐποχὴ κι ἂν ζῇ, ἔχει κάποιον ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως ἀλλὰ καὶ φόβο τῶν εὐθυνῶν του. Κάποτε ἕνας αὐλοκόλακας εἶπε σ᾽ ἕνα βασιλιᾶ· ―Δὲν εἶδα ἄλλον εὐτυχέστερο στὸν κόσμο ἀπὸ σένα. —Ἔτσι λές; Ἔλα λοιπὸν αὔριο στὸ τραπέζι μου νὰ δῇς… Τὴν ἄλλη μέρα ὁ βασιλιᾶς τοῦ παρέθεσε τὰ καλύτερα φαγητὰ σὲ σερβίτσια πολυτελείας, ἀλλὰ εἶπε σ᾽ ἕναν ὑπηρέτη καὶ κρέμασε στὴν ὀροφὴ ἀπὸ μιὰ τρίχα ἀλόγου ἕνα σπαθὶ ζυγισμένο πάνω του, ἕτοιμο νὰ πέσῃ στὸ κεφάλι του. Μόλις τὸ εἶδε αὐτός, τοῦ κόπηκε ἡ ὄρεξι, τὰ χέρια του ἔτρεμαν, ἤθελε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴ θέσι ἐκείνη. —Νά, τοῦ λέει ὁ βασιλιᾶς, ἡ εὐτυχία μου· ἂν μπορῇς φάε…
Ἀδελφοί μου, μὴ ἀπατώμεθα· εἴτε βασιλιᾶς εἶσαι εἴτε ζητιάνος, ὅ,τι καὶ νά ᾿σαι στὸν κόσμο αὐτόν, πάνω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι σου κρέμεται ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιουργεῖ αἴσθημα ἀνασφαλείας, προσωρινότητος, ματαιότητος, ἐνοχῆς γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ καὶ τὴ στενοχώρια ὑπάρχει τρόπος σωτηρίας; ποιά δύναμις μπορεῖ νὰ μᾶς γλυτώσῃ;
Ὁ ἄνθρωπος μόνος του δὲν μπορεῖ. Πολλὲς προσπάθειες ἔκανε καὶ πολλὰ μέσα δοκίμασε γιὰ νὰ λυτρωθῇ καὶ νὰ διώξῃ μακριά του τὴ στενοχώρια· καὶ μελέτη καὶ φιλοσοφία καὶ ἐπιστήμη καὶ γνώσεις καὶ τέχνη καὶ μουσικὴ καὶ τόσα ἄλλα. Ὅλ᾽ αὐτὰ ξέρετε πῶς μοιάζουν; Εἶνε σὰν κάποιος νά ᾽νε ἄρρωστος βαρειά, κι ὁ γιατρὸς νὰ τοῦ δίνῃ ἀσπιρίνη, ποὺ φέρνει προσωρινὴ ἀνακούφισι καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ πόνος ἐπανέρχεται. Γιατρέ, τὴν ἀσπιρίνη τὴν ξέρω κ᾽ ἐγώ· μπορεῖς νὰ μὲ θεραπεύσῃς;
* * *
Τὰ μέσα, ἀδέρφια μου, ποὺ
χρησιμοποιοῦν ὅλοι, δεξιοὶ – ἀριστεροὶ – ὅλες οἱ ἰδεολογίες, αὐτὰ τὰ
μέσα ―γράψατέ το― εἶνε ἀσπιρίνες. Καὶ ἡ ἀνθρωπότης δὲν θεραπεύεται μὲ
ἀσπιρίνες. Αὐτὸ ποὺ προσφέρουν οἱ ἀσπιρίνες εἶνε μία προσωρινὴ
λύτρωσις· αὐτὸ ποὺ χαρίζει ὁ Χριστὸς ―τώρα ἔφθασα στὴν ἑρμηνεία τοῦ
χωρίου― εἶνε ἡ «αἰωνία λύτρωσις»· ἔτσι τὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Πάρε
ζυγαριὰ καὶ ζύγισε αὐτὴ τὴ λέξι, «αἰωνίαν λύτρωσιν». Ὦ Χριστέ, ἂν
μπορούσαμε νὰ τὸ καταλάβουμε! Δὲν εἴμαστε Χριστιανοί. Ἂν δὲν τὸ
πιστέψουμε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, εἰς μάτην οἱ μετάνοιες μας, εἰς μάτην ὅλα.
«Αἰωνίαν λύτρωσιν» ἔδωσε, ὄχι προσωρινὴ λύτρωσι, ὄχι ἀσπιρίνη ἀλλὰ
ῥιζικὴ καὶ ὁριστικὴ καὶ μόνιμη πλέον θεραπεία.
Δὲν θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος μὲ καταπλάσματα. Ἡ ἀρρώστια του εἶνε πολὺ σοβαρή, τὸ κακὸ εἶνε πολὺ μεγάλο· εἶνε ἕνα εἶδος καρκίνου, ἕνα μικρόβιο ποὺ δὲν μπορεῖ ἡ ἐπιστήμη νὰ νικήσῃ. Θὰ ἔρθῃ μέρα ―τὸ πιστεύω― ποὺ ἡ ἐπιστήμη θὰ νικήσῃ τὸ μικρόβιο καὶ τοῦ καρκίνου ἀκόμα· ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ νικήσῃ τὸ φοβερώτερο μικρόβιο ποὺ εἶνε μέσ᾿ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ λέγεται ἁμαρτία· τὸ φθόνο, τὴν κακία, τὸ μῖσος, τὴν ἀσέλγεια, τὴ φιλοδοξία…, ποὺ ἀναστατώνουν πρόσωπα, οἰκογένειες, ἔθνη καὶ κοινωνίες.
Τὰ μικρόβια αὐτὰ ποιός τὰ φονεύει; Ἕνα μόνο. Μιὰ σταγόνα. Ποιά σταγόνα; Μιὰ σταγόνα – τί λέω; ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Μόλις πέσῃ ἐπάνω στὸν ἁμαρτωλό, λυτρώνεται – σῴζεται. Αὐτὸ τονίζει σήμερα ὁ ἀπόστολος· ὅτι ὁ Χριστὸς διὰ τῆς θυσίας του ἐπέτυχε γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ ἀκατόρθωτο· μὲ μία εἴσοδό του στὸν οὐρανὸ μᾶς προξένησε μία παντοτικὴ εὐεργεσία, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Δὲν θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος μὲ καταπλάσματα. Ἡ ἀρρώστια του εἶνε πολὺ σοβαρή, τὸ κακὸ εἶνε πολὺ μεγάλο· εἶνε ἕνα εἶδος καρκίνου, ἕνα μικρόβιο ποὺ δὲν μπορεῖ ἡ ἐπιστήμη νὰ νικήσῃ. Θὰ ἔρθῃ μέρα ―τὸ πιστεύω― ποὺ ἡ ἐπιστήμη θὰ νικήσῃ τὸ μικρόβιο καὶ τοῦ καρκίνου ἀκόμα· ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ νικήσῃ τὸ φοβερώτερο μικρόβιο ποὺ εἶνε μέσ᾿ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ λέγεται ἁμαρτία· τὸ φθόνο, τὴν κακία, τὸ μῖσος, τὴν ἀσέλγεια, τὴ φιλοδοξία…, ποὺ ἀναστατώνουν πρόσωπα, οἰκογένειες, ἔθνη καὶ κοινωνίες.
Τὰ μικρόβια αὐτὰ ποιός τὰ φονεύει; Ἕνα μόνο. Μιὰ σταγόνα. Ποιά σταγόνα; Μιὰ σταγόνα – τί λέω; ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Μόλις πέσῃ ἐπάνω στὸν ἁμαρτωλό, λυτρώνεται – σῴζεται. Αὐτὸ τονίζει σήμερα ὁ ἀπόστολος· ὅτι ὁ Χριστὸς διὰ τῆς θυσίας του ἐπέτυχε γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ ἀκατόρθωτο· μὲ μία εἴσοδό του στὸν οὐρανὸ μᾶς προξένησε μία παντοτικὴ εὐεργεσία, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
* * *
Πιστεύεις, Χριστιανέ, σὲ ρωτῶ,
πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ σένα; ὅτι σταυρώθηκε γιὰ σένα; ὅτι τὸ
αἷμα του εἶνε λύτρο «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ.
Μ. Βασ., καθαγ.); Ἂν τὸ πιστεύῃς, τότε εἶσαι Χριστιανὸς καὶ θ᾽ ἀλλάξῃ ἡ
ζωή σου. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὸ Μέγα Σάββατο, ἀκούγοντας
στὸν κανόνα τὸν ὕμνο «Ἄφραστον θαῦμα!…» (καν. Μ. Σαβ. ᾠδ. ζ΄), θὰ
ὑμνήσῃς κ᾽ ἐσὺ τὸ Χριστὸ γιὰ τὸ ἀνέκφραστο θαῦμα τῆς σωτηρίας σου καὶ
μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς σεσωσμένους (τὸν τελώνη, τὴν πόρνη, τὸ λῃστή, τὸν
Πέτρο…) θὰ τοῦ πῇς· «Λυτρωτά, ὁ Θεός, εὐλογητὸς εἶ»! Λυτρωτής μας εἶνε
Αὐτός· δὲν εἶνε ὁ πλοῦτος, δὲν εἶνε οἱ ἡδονές, δὲν εἶνε τὰ κόμματα, δὲν
εἶνε οἱ ἰδεολογίες…
Ἂς τὸν ὑμνοῦμε καὶ ἂς τὸν δοξάζουμε· αὐτὸς εἶνε ἡ «αἰωνία λύτρωσίς» μας· Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Ἂς τὸν ὑμνοῦμε καὶ ἂς τὸν δοξάζουμε· αὐτὸς εἶνε ἡ «αἰωνία λύτρωσίς» μας· Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου