Ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν ὄψει τοῦ σταυρικοῦ θανάτου του ἐλέγχει τὴν κακότητα
τῆς ἄρχουσας θρησκευτικῆς τάξεως τῶν Ἰουδαίων (ἀρχιερέων καὶ γραμματέων)
μὲ τὴν καυστικὴ παραβολὴ τῶν κακῶν γεωργῶν.
Ἕνας
νοικοκύρης (= ὁ Θεός), λέει στὴν παραβολή, φύτεψε ἀμπέλι (= τὸν Ἰσραὴλ)
καὶ ἔβαλε γύρω περίφραξη (= τὸ Νόμο) καὶ ἄνοιξε στὸ βράχο πατητῆρι (=
θυσιαστήριο) καὶ ἔκτισε πύργο (= τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος) καὶ τὸ
ἐμπιστεύθηκε σὲ γεωργοὺς (στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς ἄρχοντας, γιὰ νὰ
κυβερνοῦν τὸ λαό του καὶ νὰ τὸν καθοδηγοῦν κατὰ τὸ θέλημά του) καὶ ἔφυγε
(= τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους). Ὅταν πλησίασε ὁ καιρὸς τῆς καρποφορίας, ὁ
Θεὸς ἔστειλε τοὺς δούλους του (= τοὺς προφῆτες) πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ
πάρει τοὺς καρπούς του (= τὰ καλὰ ἔργα τους). Ἀλλ’ ἐκεῖνοι τοὺς ἔπιασαν
καὶ ἄλλον μὲν ἔδειραν, ἄλλον σκότωσαν, ἄλλον λιθοβόλησαν.
Οἱ
ἄξιοι τιμωρίας τιμωροῦν τοὺς ἀθῴους. Οἱ ἄξιοι καταδίκης γίνονται
δικασταί. Ἀνατροπὴ τῆς τάξεως. Ἐπανάσταση. Ἀνταρσία. Τὸν προφήτη
᾿Ιερεμία τὸν ἔρριξαν σὲ λάκκο γεμάτο ἀκαθαρσία. Τὸν Μιχαΐα τὸν χτύπησε
στὴ σιαγόνα ὁ Σεδεκίας. Τὸν Ζαχαρία, γιὸ τοῦ Βαραχίου, τὸν φόνευσαν μὲ
λιθοβολισμὸ ἀνάμεσα στὸ ναὸ καὶ στὸ θυσιαστήριο. Τὸν Ἰωάννη τὸν βαπτιστὴ
τὸν ἀποκεφάλισαν μὲ μαχαῖρι. Καὶ ὁ μὲν Θεὸς μακροθυμοῦσε καὶ ἔστελνε
καὶ ἄλλους προφῆτες περισσότερους ἀπὸ πρίν, οἱ δὲ ἀρχιερεῖς
ἀποθρασύνθηκαν καὶ τοὺς ἔκαναν κι ἐκείνους τὰ ἴδια. Ἔτσι φάνηκε ἡ
μεγαλοψυχία του, φάνηκε καὶ ἡ κακουργία τους.
Τελευταῖον
στέλνει ὁ Θεὸς τὸ Γιό του, σκεπτόμενος ὅτι ἴσως θὰ τὸν ντραποῦν. Ὄχι
ὅτι δὲν ἤξερε τί θὰ τὸν κάνουν, ἀλλὰ λέει «ἴσως», γιὰ νὰ φανεῖ τί θὰ
κάνουν. Ὁ Θεὸς ὡς παντογνώστης πρόβλεψε τὴ διαγωγὴ τῶν κακῶν γεωργῶν,
ἀλλὰ δὲν δέσμευσε τὴν ἐλευθερία τους νὰ ἐνεργήσουν ὅπως ἐνήργησαν, ἀφοῦ
αὐτοὶ δὲν ἤξεραν τὶς βουλές του. Λέγεται ὅτι, ὅταν ὁ λύκος δοκιμάσει
αἷμα ζώου, γίνεται ἀσυγκράτητος. Καὶ αὐτοὶ λοιπὸν ἔγιναν λύκοι βαρεῖς
ποὺ διψοῦσαν αἷμα ἀνθρώπινο, αἷμα δικαίων, καὶ ἔφτασαν νὰ ὁρμήσουν καὶ
ἐναντίον τοῦ Γιοῦ τοῦ Θεοῦ. «Ἐμπρός, εἶπαν, ἂς τὸν σκοτώσουμε, καὶ ἂς
τοῦ πάρουμε τὴν κληρονομία».
Ὁ
Ἰησοῦς ἐδῶ ζωγραφίζει τὸ μέγεθος τῆς κακότητος καὶ τῆς ζηλοτυπίας τῶν
ἀρχιερέων τῶν ἡμερῶν του. Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς δὲν τὸν ἄντεξαν
ἄλλο· ἔβλεπαν κάθε μέρα νὰ κερδίζει ἔδαφος, νὰ τὸν ὑποδέχεται ὁ λαὸς μὲ
ἐνθουσιασμό, νὰ παίρνει μαστίγιο καὶ νὰ διώχνει τοὺς ἐμπόρους ἀπὸ τὸ
ναό, πλήττοντας τὰ οἰκονομικά τους συμφέροντα. Ἕως πότε, εἶπαν, θὰ τὸν
ἀνεχόμαστε;
Τὸν
ἔπιασαν λοιπόν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὸν σκότωσαν, τὸν
σταύρωσαν. Ὁ Ἰωάννης χρυσόστομος τοὺς ἐρωτᾶ· Μὰ γιατί; τί μικρὸ ἢ μεγάλο
ἔχετε νὰ τὸν κατηγορήσετε; Ἐπειδὴ σᾶς τίμησε, καὶ ἐνῷ ἦταν Θεός, ἔγινε
ἄνθρωπος καὶ ἔκανε γιὰ σᾶς τὰ μύρια ἐκεῖνα θαύματα; Μήπως ἐπειδὴ
συγχωροῦσε τ’ ἁμαρτήματα ἢ ἐπειδὴ προσκαλοῦσε στὴ βασιλεία του;
Ὁ
῾Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Τίτος μπῆκε μὲ τὶς λεγεῶνες του στὰ ᾿Ιεροσόλυμα
σὰν θεία δίκη καὶ ἔκανε μία καταστροφή, ποὺ ἄλλη τέτοια δὲν μαρτυρεῖται
στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰώσηπος ἀναφέρει ὅτι ὁ ναὸς κάηκε καὶ
καταστράφηκε ἐκ θεμελίων. Ἡ πόλη ὀργώθηκε ὅπως τὸ χωράφι, μὲ τὸ ἀλέτρι.
Πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο Ἰουδαῖοι φονεύτηκαν ἢ πουλήθηκαν σὰν δοῦλοι στὴ
῾Ρώμη καὶ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Καὶ ὅσοι γλίτωσαν τὸ μαχαῖρι, ἔφυγαν στὰ
πέρατα τοῦ κόσμου, μακριὰ ἀπὸ τὸ ναό τους, τὴν πατρίδα τους, τοὺς τάφους
τῶν συγγενῶν τους.
Εἶχαν
πεῖ· «Τὸ αἷμα αὐτοῦ νὰ πέσει πάνω μας καὶ στὰ παιδιά μας». Καὶ ἔπεσε.
Καὶ δὲν ἔμεινε τίποτε ὄρθιο. Οὔτε λίθος ἐπὶ λίθου. Καὶ αὐτὰ στὴν ἐδῶ
ζωή. Στὴ μετὰ θάνατον ἀναμένονται τὰ χειρότερα.
«Καὶ τὸν ἀμπελῶνα, λέει στὴν παραβολὴ ὁ Κύριος, ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς».
Καὶ αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια τῆς παραβολῆς ἐπαληθεύτηκε. Ὁ ἀμπελῶνας τοῦ Θεοῦ
δὲν χάθηκε μὲ τὴν ἔκπτωση τοῦ ἰσραηλιτικοῦ ἱερατείου· δόθηκε στὴν
Ἐκκλησία. Καὶ πρέπει ἡ ἡγεσία της καὶ τὰ μέλη της ν’ ἀποδώσουν καρποὺς
ἀγαθούς. Ἂν δὲν ἀποδώσουν, θὰ δώσουν λόγο κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία, καὶ ἡ
τιμωρία θὰ εἶναι σκληρότερη ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τῶν ᾿Ιεροσολύμων.
Πάντως
ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὴν κατὰ περιόδους τόπους καὶ πρόσωπα ἀκαρπία τῆς
ἐκκλησίας, τοὺς καρποὺς τῆς πίστεως, τῶν ἀγαθῶν ἔργων της καὶ τοῦ
μαρτυρικοῦ αἵματός της ἡ Ἐκκλησία ἀντιπρόσφερε καὶ ἀντιπροσφέρει στὸν
πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Θεὸν μὲ τοὺς ἐκλεκτούς της, ἀναμένοντας τὸ
στεφάνι τῆς δόξης.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου