Ιλιγγιά ο νους μας εμπρός στην απροσμέτρητη φιλανθρωπία του Εσταυρωμένου Ιησού. Είναι η ώρα της πιο αφόρητης οδύνης Του, η κορύφωση του Πάθους Του. Πριν όμως συγκλονιστεί συθέμελα η γη, κάτι συγκλονιστικότερο τελεσιουργείται. Ανοίγει η κλεισμένη από αιώνες πύλη του Παραδείσου, και – το παραδοξότερο – εισέρχεται πρώτος εκεί ένας ληστής. Δεν υπήρξε τραγικότερη ώρα στην ιστορία του ανθρώπινου γένους από το δειλινό εκείνο, που έκλεισε στους Πρωτοπλάστους η θύρα του Παραδείσου, και ο εξόριστος Αδάμ απόμεινε γυμνός και απελπισμένος να θρηνεί απαρηγόρητος.
Και οι αιώνες διαδέχθηκαν αλλήλους, χιλιετίες πέρασαν, και ιδού έρχεται καιρός που ο άνθρωπος, σε έσχατο βυθό ξεπεσμού, καταλήγει στο φρικτό έγκλημα του Γολγοθά, καταδικάζει στον πιο ατιμωτικό θάνατο τον χορηγό της ζωής, σταυρώνει εν μέσω δύο ληστών τον Αναμάρτητο, ως κακούργο τον Ευεργέτη, ως παράνομο τον Νομοθέτη, ως κατάκριτο τον Βασιλέα του σύμπαντος. Εκείνος, όμως, απαντά στην ανθρώπινη κακία και αχαριστία με απέραντη μακροθυμία. Την ώρα που «βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων», για να επικυρωθεί η θανατική Του καταδίκη, ο Ιησούς χρησιμοποιεί «αντί καλάμου τον Σταυρόν» και ως μελάνι το Αίμα Του, για να υπογράψει βασιλικά τη συγχώρηση του ανθρωπίνου γένους. Κι ένα απρόσμενο θαύμα συντελείται – ίσως μεγαλύτερο κι απ’ το σεισμό και απ’ το σχίσιμο των βράχων: η μεταστροφή της ψυχής του ληστή. Η ανεξικακία του Εσταυρωμένου Ιησού ραγίζει την σκληρότερη και από πέτρα καρδιά του και του ανοίγει τον Παράδεισο. Μικρό αίτημα απευθύνει ο ληστής, μεγάλο δώρο λαμβάνει. Ανάξιος για ζωή, σύμφωνα με τη δικαιοσύνη του κόσμου, αξιώνεται της αιώνιας μακαριότητας. Τελευταίος και περιφρονημένος στην κοινωνία των ανθρώπων, εισέρχεται πρώτος στον Παράδεισο. Απερίγραπτη η αρχοντιά και η μεγαλοσύνη του Θεού. Δεν του παραχωρεί απλά μια θέση στη βασιλεία Του, αλλά του υπόσχεται τη διαρκή κοινωνία μαζί Του. «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω». «Μνήσθητι ημών Κύριε εν τη βασιλεία Σου», όπως τον ευγνώμονα ληστή, που αυθημερόν αξίωσες του Παραδείσου. Δεν διαφέρουμε άλλωστε και πολύ από εκείνον. Είμαστε υπόλογοι για τα αναρίθμητα σφάλματά μας, αδικαιολόγητοι για τη σκληροκαρδία μας, ελεγχόμενοι αμείλικτα για τις παραλείψεις μας. Οι ενοχές μας, μας καθηλώνουν στον απαράκλητο σταυρό της συνειδήσεώς μας. Έχουμε επίγνωση της ενοχής μας, αλλά και της απέραντης μακροθυμίας Σου. Αναγνωρίζουμε την αμαρτωλότητά μας, αλλά και την άβυσσο της αγάπης Σου, γι’ αυτό και εκζητούμε το έλεός Σου. Άνοιξε τα σπλάγχνα της φιλανθρωπίας Σου, Κύριε, όπως άνοιξες στον ληστή τον Παράδεισο. Ζυγομέτρησε τις αμαρτίες μας με τους οικτιρμούς Σου, διάγραψε τις αστοχίες μας, συγχώρησε τις πτώσεις μας, εξάλειψε το πλήθος των πλημμελημάτων μας με τον ωκεανό της ευσπλαχνίας Σου. Αυτόν τον μοναδικό ύμνο του Όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής, αποδίδει σε ήχο Γ΄ ο Βυζαντινός χορός «ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΦΩΚΑΕΥΣ», συμφώνως προς το Πατριαρχικό ύφος, με άριστη αρμονία μέλους – ισοκρατήματος, στην συναυλία παρουσίασης του ψηφιακού του δίσκου «Τα Πάθη τα Σεπτά», τον Μάρτιο του 2012, στον Ι. Ν. Αγ. Σοφίας Πατρών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου