Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Άγιο Πνεύμα: Αποκάλυψη Θεού και ανθρώπου (Anthony Bloom)





Aν   αναρωτηθούμε ποιός είναι το Πνεύμα, νομίζω πως μπορούμε να ξεκινήσουμε την αναζήτηση της απάντησης από μία παρατήρηση που έχει κάνει εδώ καί χρόνια ό Vladimir Lossky: Ο Πατέρας αποκαλύπτεται εν τω Υιώ και εκ του Υιού· ο Υιός αποκαλύπτεται από το Πνεύμα, αλλά το Πνεύμα παραμένει δυσδιάκρι­το. Δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί τόσο όσο έχει αποκαλυφθεί ο Πατέρας στο πρόσωπο του Υιού. Η αποκάλυψη του Πνεύματος, της νίκης του Θεού, της καταλάμπουσας θείας ζωής. είναι η ανθρωπότητα. Ο Ειρηναίος Λυών σε ένα από τα γραπτά του λέει: «Το μεγαλείο του Θεού είναι ο άνθρωπος που πραγματικά αληθεύει». Είμαστε εμείς -ατομικά και συλλογικά, ατομικά και εν σώματι (ως μέλη του σώματος που συγκρο­τούμε) -που πρέπει να είμαστε η λαμπρότητα του Πνεύματος. Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο προνόμιο. Και αυτό μας θέτει σε μία πολύ ιδιαίτερη σχέση με το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, με τον Θεό Άγιο Πνεύμα. Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο προνόμιο. Και αυτό μας θέτει σε μία πολύ ιδιαίτερη σχέση με το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, με τον Θεό Άγιο Πνεύμα. Δεν νομίζω πως μπορεί κανείς να δώσει μία ακριβή περιγραφή

του ποιός είναι το Άγιο Πνεύμα, και νομίζω πως ο καλύτερος τρόπος είναι ίσως να Το προσεγγίζουμε με εικόνες, ή να προσπαθούμε να συλλάβουμε ό,τι μπορούμε να ανακαλύψουμε σχετικά με Αυτό μέσα από τους καρπούς Του, μέσα από τις ενέργειές Του.
Ας δώσουμε μία εικόνα. Είναι μία επαναδιαπραγμάτευση μιας παλαιότερης αναλογίας, μιας παλαιότερης παραβολής. Αν θα θέλαμε να δούμε, να εκφράσουμε ή να φανταστούμε τόσο τη σχέση των Προσώπων της Αγίας Τριάδος μεταξύ τους όσο και το ιδιαίτερο στοιχείο του καθενός Τους, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε μία παλιά αγιογραφική εικόνα, αυτή της καιομένης βάτου -το όραμα του Μωυσή στην έρημο· το όραμα μιας βάτου που φλεγόταν χωρίς να κατακαίγεται. Το μυστήριο, η ανεξιχνίαστη ουσία αυτής της άκαυτης καύσης, είναι κάτι που μπορούμε να παρακολουθήσουμε έμμεσα. Όταν ο Μωυσής βρέθηκε κατά πρόσωπο με την καιόμενη βάτο, δεν αντιλήφθηκε την καύση. Αυτό που αντιλήφθηκε ήταν φλόγες και θερμότητα: φλόγες που είναι ορατές και θερμότητα που μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο στο μέτρο που μας αγγίζει, φτάνει μέχρις εμάς. Η ίδια η καύση είναι κάτι πάνω από τον πνευματικό μας ορίζοντα, κάτι πέρα από την αντιληπτική μας δυνατότητα. Μέσα από αυτή την εικονολογική αναλογία μπορούμε να μιλήσουμε για το μυστήριο του Θεού με τους όρους αυτής της καιομένης βάτου, της βάτου που καίγεται και δεν καταναλώνεται ποτέ, της βάτου που δεν μπορούμε να προσμετρήσουμε και να κατανοήσουμε. Και ωστόσο αυτή η καύση μάς αποκαλύπτεται ορατά μέσα από τις φλόγες που χορεύουν και τη θερμότητα που γίνεται κομμάτι μας, ή καλύτερα κομμάτι αυτού που γινόμαστε.
Ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτή τη θερμότητα και αυτές τις φλόγες; Οι φλόγες είναι αντικειμενικές – είναι μέρος μιας οπτικής εμπειρίας. Βεβαιώνουν κάτι τη στιγμή που παραμένουν έξω από μας. Η θερμότητα έρχεται και αγγίζοντάς μας συμπληρώνει την εικόνα που έχουμε για τη φωτιά και την καύση, την εικόνα που χωρίς τη θερμότητα θα ήταν ατελής. Το ίδιο γίνεται και με την Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή μάς προσφέρει μία εξωτερική γνώση του Χριστού. Όμως μόνο όταν μας πλησιάζει το Άγιο Πνεύμα μάς αποκαλύπτεται ποιός πραγματικά είναι ο Χριστός. Μόνο όταν έχουμε αντιληφθεί τη θερμότητα μπορούμε να συνδέσουμε τις φλόγες με την καύση. Χωρίς αυτή την αίσθηση της θερμότητας -δηλαδή χωρίς το Άγιο Πνεύμα- μπορεί να γνωρίζουμε τα πάντα για τις φλόγες και ωστόσο να κάνουμε παρεκκλίνουσες και βλάσφημες κρίσεις. Γι’ αυτό και η Αγία Γραφή, μέσα από τα λόγια του ίδιου του Χριστού λέει πως κάθε βλασφημία ενώπιον του Χριστού μπορεί να συγχωρηθεί -διότι Εκείνος είναι «Ναι» και «Αμήν»· Εκείνος είναι μία κατάφαση έξω από εμάς, είναι ένας ισχυρισμός του Θεού μέσα στην ιστορία -όμως η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος δεν μπορεί να συγχωρηθεί.
Διότι το Άγιο Πνεύμα είναι η θερμότητα και η θερμότητα μπορεί να γνωριστεί μόνο όταν γίνει αντιληπτή πάνω μας, μέσα μας εξ εμπειρίας. Απ’ τη στιγμή που θα γίνει αντιληπτή, δεν μπορούμε να την αρνηθούμε. Σε δύο περιπτώσεις μπορεί κανείς να την αρνηθεί: είτε επειδή είναι τρελός και ισχυρίζεται ότι κρυώνει τη στιγμή που είναι τριγυρισμένος από θερμότητα, είτε επειδή είναι πρόθυμος για λόγους δικούς του (και αυτοί οι λόγοι μπορεί να ποικίλλουν) να αρνηθεί την ίδια του την εμπειρία. να αρνηθεί ό,τι ο ίδιος γνωρίζει θετικά ως αληθινό. Και απέναντι σ’ αυτή τη δεύτερη στάση δεν υπάρχει θεραπεία άλλη πέρα από αυτό που αποκαλούμε μετάνοια, μια αλλαγή του νοός, μια ετοιμότητα να μιλήσουμε για την αλήθεια, για εκείνο που γνωρίζουμε ότι είναι αλήθεια, μια ετοιμότητα να απορρίψουμε την απόρριψη της αλήθειας εντός μας.
Αυτά τα εικονολογικά στοιχεία που δώσαμε ίσως να μπορούν να σας βοηθήσουν να αποκτήσετε , αν όχι μια εποπτική θέαση. πάντως μια ιδέα έστω αυτού του περίπλοκου θέματος που ονομάζεται εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.
Επιτρέψτε μου να θέσω το ζήτημα με τρόπο λίγο απλό -έξαλλου καθετί το έθεσα απλά. Η θερμότητα δεν εκπορεύεται από τις φλόγες, αλλά από το κούτσουρο που καίγεται.

Η προέλευση της θερμότητας είναι ίδια με την προέλευση της φλόγας. Υπάρχουν φλόγες και υπάρχει θερμότητα, επειδή υπάρχει μία βάτος που καίγεται: έχουν και τα δύο την ίδια προέλευση, την ίδια πηγή, τη μία και μοναδική.
Αν αυτή η εικόνα μπορεί να σταθεί, με τον δικό της τρόπο βέβαια, τότε θα καταλάβουμε ότι μόνο μέσα από την πρόσληψη της θερμότητας κατανοούμε τη φύση της φλόγας. Είναι μόνο το Άγιο Πνεύμα που μπορεί να μας αποκαλύψει ποιός είναι αυτός που είναι «Ναι» και «Αμήν», που είναι η ορατή. εξωστρεφής στην ιστορία διακήρυξη του Θεού. Και αυτή είναι η πρώτη λειτουργία και ποιότητα του Αγίου Πνεύματος. Είναι το Πνεύμα της αληθείας. Μας αποκαλύπτει τί είναι αλήθεια για τον Θεό και τί είναι αλήθεια για τον άνθρωπο. Μας αποκαλύπτει στο πρόσωπο του προφήτη της Γαλιλαίας, τον ένσαρκο Υιό του Θεού. Μας φανερώνει το νόημα των λόγων Του ως όλον ή το νόημα του Λόγου. Είναι το πνεύμα της αληθείας. Μας οδηγεί προς την όλη αλήθεια. Και όταν λέμε «μας οδηγεί» δεν το λέμε τυχαία, διότι η αλήθεια δεν είναι κάτι που δίδε­ται μια για πάντα. Δεν είναι μια δήλωση, δεν είναι ένα σύστημα πεποιθήσεων, μια κοσμοθεωρία. Είναι μία ζωντανή και δυναμική πραγματικότητα. Η αλήθεια δεν είναι κάτι· είναι Κάποιος: «Εγώ ειμί η Αλήθεια» (Ιωάν. 14,6). Και επομένως αποκαλύπτοντας σε μας τον Χριστό και ό,τι Εκείνος είναι -ο,τι Εκείνος σημαίνει, ό,τι αποκαλύπτει ότι είναι ο Εαυτός Του: δηλαδή ο Λόγος που αποκαλύπτει το θείο βάθος, ο Υιός που αποκαλύπτει το μυστήριο της πατρότητας· το Πνεύμα μάς οδηγεί βήμα-βήμα όχι σε νέα αλήθεια, αλλά σε μία ολοένα βαθύτερη, ολοένα ευρύτερη θέαση Εκείνου που είναι Αλήθεια.
Το Άγιο Πνεύμα μάς αποκαλύπτει επίσης το βάθος του Ανθρώπου. Και μας αποκαλύπτει επίσης τη συνάφεια που υπάρχει μεταξύ ημών και του Θεού. Ερευνά τα βάθη του ανθρώπου. Μας αποκαλύπτει εκείνα τα βάθη που είναι πέρα από τα ψυχολογικά βάθη. εκείνα που αποτελούν το ρίζωμά μας στον δημιουργικό Λόγο του Θεού, το ρίζωμά μας στον ζωογόνο Λόγο του Θεού. Και μας διδάσκει μία καινούργια σχέση με τον Θεό. Έξω από τη σχέση μας με το Άγιο Πνεύμα, έξω από ό,τι γνωρίζουμε, μέσω Αυτού, για τον Μονο­γενή Υιό. μπορούμε να μιλήσουμε για τον Θεό μόνο με όρους Δημιουργού, Παντοκράτορα. Κυρίου, Κριτού, Προνοητή και ίσως Σωτήρα. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να Τον αποκαλέσουμε «Πατέρα μας», παρά μονάχα με έναν καθαρά μεταφορικό τρόπο, που δεν εγκαθιδρύει καμία οντολογική σχέση μεταξύ ημών και Εκείνου, καμία ουσιώδη σχέση. Θα ήταν μία εικόνα. όχι μια σχέση μέσα στο πλήρωμα της αλήθειας.
Όμως επειδή σχετιζόμαστε με τον Χριστό ως μέλη ενός σώματος και σχετιζόμαστε και μεταξύ μας, ο Χριστός γίνεται αδελφός μας. Είμαστε ομοούσιοι με Εκείνον.
Μέσα στην αδελφότητα με τον Χριστό, και όχι μέσα στην εμπειρική ζωή του ραγισμένου και κατακερματισμένου μας κόσμου, είναι που ανακαλύπτουμε -πολύ αρχικά και πολύ αμυδρά είναι αλήθεια- αυτό που μπορεί να είναι η υιότητα και η πατρότητα. Σ’ Εκείνον ανακαλύπτουμε τί σημαίνει να είσαι υιός, και μέσα από Εκείνον μπορεί να ξεκινήσουμε να φανταζόμαστε και να εικάζουμε τί σημαίνει να έχεις έναν πατέρα και ποιόν – τί μπορεί να είναι αυτός ο πατέρας. Τη στιγμή που δεν χρησιμοποιούμε πια τις λέξεις «Θεός Παντοδύναμος. Θεός Κύριος. Θεός Κριτής», αλλά γινόμαστε ικανοί. έστω και σε πρώιμο στάδιο, να λέμε «Πατέρα μας», εκείνη τη στιγμή μπορούμε να πούμε ότι η προσευχή μας έχει ήδη ένα άγγιγμα του Αγίου Πνεύματος. Χωρίς τη δύναμη και την ενέργεια, την αποκαλυπτική δύναμη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη «Πατέρας» για Εκείνον που είναι ο Άγιος του Ισραήλ.
Και τέλος, όπως ανέφερα και παραπάνω, το Πνεύμα, η έλευσή Του, η αποκάλυψή Του, ανήκει κατά πρώτο λόγο σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, αλλά μας οδηγεί στο πλήρωμα του ερχόμενου κόσμου, στη Βασιλεία του Θεού, στην αιώνια ζωή. Υπάρχει στο Άγιο Πνεύμα ένα στοιχείο που είναι καθαρά και ιδιαίτερα εσχατολογικό: το ότι ανήκει στα ύστερα του κόσμου, στην απώτατη πληρότητα. Μόνο όταν όλα τα πράγματα βρουν το πλήρωμά τους, θα μπορεί η ανθρωπότητα, μέσα από το μεγαλείο της να είναι μία αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος που την ενοικεί, που την κάνει θεία εκ μετοχής του Αγίου Πνεύματος, που καθιστά όλο τον κόσμο τόπο της θείας παρουσίας.
Όμως στις μέρες μας το Άγιο Πνεύμα εργάζεται ακόμα μέσα στην Εκκλησία με δύο τρόπους, τους οποίους θα ήθελα να αναφέρω συνοπτικά: με την εσχατολογική διάσταση και με τη διάσταση της απώτατης πληρότητας.
Η πρώτη είναι λειτουργικής φύσεως. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όποτε τελεί ένα μυστήριο, και ιδιαίτερα κατά τη Θεία Ευχαριστία, προσκαλεί το Άγιο Πνεύμα να έρθει και να επισκιάσει τόσο το εκκλησίασμα όσο και τα δώρα που προσφέρονται. Αυτό δεν είναι μια εκκεντρικότητα, μια ιδιόρρυθμη μέθοδος εκπλήρωσης μιας μυστηριακής πράξης. Δεν είναι ένας καλύτερος ή χειρότερος τρόπος, προκειμένου να έχουμε τα δώρα εξαγιασμένα. Αυτό που σημαίνει η  επίκλησις η πρόσκληση στο Άγιο Πνεύμα να κατέλθει «εφ’ ημάς και επί τα δώρα» που προσφέρονται, σχετίζεται με το ότι όσα είναι να γίνουν (η πλήρωση δηλαδή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού, σε θεία στοιχεία κατά μετοχή) είναι μέρος του κόσμου που έρχεται.
Το απώτατο πλήρωμα των πάντων είναι εφικτό, μόνο επειδή η διάσταση και η ποιότητα αυτού ακριβώς του πληρώματος εγκαινιάζεται μέσα στην ιστορία, μέσα στον χρόνο, από το Πνεύμα του Θεού, που έχει δοθεί στην Εκκλησία, που ενοικεί και ενεργεί μέσα της με όλο το μεγαλείο και την υπέρτατη δύναμη του Θεού. Μέσα στον ιστορικό μας χρόνο, μέσα στη διαδικασία του γίγνεσθαι που ζούμε, δεν είναι κάτι άλλο εφικτό πέρα από αυτό τον εγκαινιασμό. Είναι μια εισβολή της αιωνιότητας, μια διεύρυνση της κατάστασης εκείνης που ο κόσμος μας θα ζει όταν όλα τα πράγματα θα έχουν βρει το πλήρωμά τους -αυτή είναι η μόνη και απόλυτη συνθήκη ενός μυστηρίου. Και αυτό εξάγεται ξεκάθαρα -αν και με τρόπο παράξενο από γραμματικής απόψεως- από μία ευχή της Λειτουργίας, με την οποία ζητάμε από τον Θεό να μας δώσει την ερχόμενη Βασιλεία Του σήμερα, να ενσωματώσει το μέλλον στο παρόν.
Τέλος, το Άγιο Πνεύμα με την εσχατολογική διάστασή Του ορίζει επίσης και αυτό που πρέπει να είναι η χριστιανική πράξη. Χριστιανική πράξη είναι η πράξη του Θεού – η ενέργεια του Θεού που διαμεσολαβείται μέσα από τους ανθρώπους ατομικά ή συλλογικά. Μια χριστιανική πράξη είναι μία πράξη του Θεού, ολοκληρωμένη και κατορθωμένη από τον ανθρώπινο παράγοντα. Και διαθέτει, όπως όλες οι ενέργειες που είναι ειδικά του Θεού, αυτή την εσχατολογική διάσταση. Η ανθρώπινη σοφία, η ανθρώπινη σύνεση, συγκεντρώνει από το παρελθόν της ανθρώπινης εμπειρίας όλες τις πιθανές απαντήσεις, τις ενσωματώνει στο παρόν για να λύσει σύγχρονα προβλήματα, και τις προβάλλει στο μέλλον για να σχεδιάσει μελλοντικά επιτεύγματα. Η θεία σοφία λειτουργεί διαφορετικά πιστεύω: γι’ αυτήν, η αιτιώδης αρχή, ο λόγος κάθε παροντικής πράξης δεν βρίσκεται ούτε μόνο στο παρελθόν ούτε στο παρόν, αλλά είναι πάντοτε μπροστά από το γεγονός. Το κριτήριο της δράσης του Θεού βρίσκεται στο «ενόψει» όχι στο «εξαιτίας». Στη θεία ενέργεια υπάρχει πάντοτε κάτι πρωτοφανές, αναπάντεχο, κάτι που φέρνει ολοκληρωτική ανανέωση σε μία κατάσταση.
Ένα παράδειγμα που ανήκει τόσο στον χώρο της ανθρώπινης ιστορίας όσο και στον χώρο της δράσης του Αγίου Πνεύματος είναι η Ενσάρκωση. Η Ενσάρκωση δεν είναι μόνο μια απόκριση στο παρελθόν της ανθρωπότητας και στις συνθήκες της εποχής που τη δέχτηκε, όπου όλα ήταν ώριμα γι’ αυτήν. Η Ενσάρκωση είναι μία πράξη του Θεού που φέρνει στην ιστορική κατάσταση κάτι που πριν δεν υπήρχε. Ο ζωντανός Θεός γίνεται αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας και του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Και την ίδια ώρα η ανθρωπότητα, η ανθρώπινη φύση, συνδέεται τόσο πολύ με τον Θεό. ενοποιείται τόσο πολύ με το μυστήριο του Θεού, ώστε με την Ανάληψη, η ανθρωπότητα εισάγεται στην ίδια την καρδιά του Τριαδικού μυστηρίου. Βλέπετε εδώ πόσο αποφασιστικό ρόλο έχει το Άγιο Πνεύμα (το Άγιο Πνεύμα που επεσκίασε τη Μητέρα του Θεού) σε μια ενέργεια του Θεού, στην οποία η Παρθένος Μαρία συμμετείχε πλήρως λέγοντας: «Ιδού η δούλη Κυρίου. Γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», αλλά και η οποία εισήγαγε στην ιστορία κάτι πού πριν δεν υπήρχε, ένα νέο τρόπο της θείας παρουσίας.

(Anthony Bloom, «Η εν Θεώ ζωή μας», εκδ. Εν πλω, σ. 81-94)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου