«Εις ην δ’ αν πόλιν εισέλθητε, λέγετε ειρήνη τη πόλει ταύτη», λέγει ο Κύριος.
Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος αυθέντης και δεσπότης, ο ποιητής των αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, παρακινούμενος ο Κύριος από την πολλήν Του αγαθότητα, οπού έχει εις το γένος μας, σιμά εις άπειρα χαρίσματα οπού μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν και στιγμήν, εκατεδέχθη και έγινε τέλειος άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου και από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, δια να μας κάμη υιούς και κληρονόμους της βασιλείας Του, να χαίρωμεν πάντοτε εις τον παράδεισο μαζί με τους Αγγέλους και να μη καιώμεθα εις την κόλασιν με τους ασεβείς και τους διαβόλους.
Καθώς ένας άρχοντας έχει αμπέλια και χωράφια και βάνει εργάτας, ούτω και ο Κύριος ωσάν αμπέλι έχειν όλον τον κόσμο. Και επήρε δώδεκα Αποστόλους , και τους έδωκε την χάριν Του και την ευλογία Του, και τους έστειλεν εις όλον τον κόσμο να διδάξουν τους ανθρώπους πώς να ζήσουν και εδώ καλά, ειρηνικά, ηγαπημένα, και μετά ταύτα να πηγαίνουν εις τον παράδεισον, να χαίρωνται πάντοτε. Να μετανοούν, να πιστεύουν και να βαπτίζωνται εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να έχουν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τον αδελφόν των. Και εις όποιαν χώρα πηγαίνουν οι Απόστολοι και τους δέχονται, τους παρήγγειλεν ο Κύριος να ευλογούν την χώραν εκείνην. Εις όποιαν χώραν πάλιν πηγαίνουν οι Απόστολοι και δεν τους δέχονται, τους παρήγγειλεν ο Κύριος να τινάζουν και τα τσαρούχια των και να φεύγουν. Έτσι οι άγιοι Απόστολοι λαμβάνοντες την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ως φρόνιμοι και πιστοί δούλοι του Χριστού μας, έτρεξαν ωσάν αστραπή εις όλον τον κόσμον. Με εκείνην την χάριν ιάτρευον τυφλούς και κωφούς και λεπρούς και δαιμονισμένους, και, το μεγαλύτερον, με το όνομα του Χριστού μας επρόσταζον τους νεκρούς και ανεσταίνονται. Και εις όποιαν χώραν επήγαινον οι άγιοι Απόστολοι και τους εδέχοντο οι άνθρωποι, τους έκαμνον χριστιανούς, εχειροτόνουν αρχιερείς και ιερείς, συνέστηναν εκκλησίας, και ευλογούσαν την χώραν εκείνην, και εγίνετο ένας επίγειος παράδεισος, χαρά και ευφροσύνη, κατοικία των αγγέλων, κατοικία του Χριστού μας. Εις όποιαν χώραν επήγαινον και δεν τους εδέχοντο οι άνθρωποι, τους παρήγγειλε να τινάζουν και τα υποδήματά των, και έμενεν εις εκείνην την χώραν κατάρα και όχι ευλογία, κατοικία του διαβόλου και όχι του Χριστού μας.
Πρέπον και εύλογον είναι ένας διδάσκαλος, όταν θέλει να διδάξει, να εξετάζει πρώτον τι ακροατάς έχει, ομοίως και οι ακροαταί να εξετάζουν τι διδάσκαλος είναι.
Και γω, αδελφοί μου, που ηξιώθην και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον τον αποστολικόν δια την ευσπλαχνίαν του Χριστού μας, εξέτασα πρώτον δια λόγους σας και έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού δεν είστε Έλληνες, δεν είστε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είστε βαπτισμένοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και είσθε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας. Και όχι μόνο δεν είμαι άξιος να σας διδάξω, αλλά μήτε τα ποδάρια σας να φιλήσω. Διότι ο καθένας από λόγους σας είναι τιμιώτερος απ’ όλον τον κόσμον. Πρέπει δε να ηξεύρετε και η ευγένειά σας διά λόγου μου, το ηξεύρω πώς άλλοι σας λέγουν άλλα, όμως αν ίσως και θέλετε να μάθετε την πάσαν αλήθειαν, εγώ σας την λέγω.
Η πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήϊνος και ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Απόκουρο. Ο πατήρ μου, η μήτηρ μου, το γένος μου, ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί. Είμαι λοιπόν και εγώ, αδελφοί μου, άνθρωπος αμαρτωλός, χειρότερος από όλους. Είμαι όμως δούλος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού του Εσταυρωμένου και Θεού. Όχι πως εγώ είμαι άξιος να είμαι δούλος του Χριστού, αλλ’ ο Χριστός μου με καταδέχεται δια την ευσπλαχνίαν Του. Τον Χριστόν μας λοιπόν, αδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω και προσκυνώ. Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με καθαρίσει από κάθε αμαρτίαν ψυχικήν και σωματικήν. Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με δυναμώσει να νικήσω τους τρεις εχθρούς : τον κόσμον, την σάρκα και τον διάβολον. Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με αξιώσει να χύσω και εγώ το αίμα μου δια την αγάπην Του, καθώς το έχυσε και Εκείνος δια την αγάπην μου. Ανίσως, αδελφοί μου, και ήτο δυνατόν να ανεβώ εις τον ουρανόν να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην, να κυρήξω εις όλον τον κόσμον, πως μόνος ο Χριστός μας είναι Υιός και Λόγος του Θεού, και Θεός αληθινός, και ζωή των πάντων, ήθελα να το κάμω. Μα επειδή και δεν δύναμαι να πράξω εκείνο το μέγα, κάμνω τούτο το μικρόν, και περιπατώ και τόπον εις τόπον, και διδάσκω τους αδελφούς μου το κατά δύναμιν, όχι ως διδάσκαλος, άλλ’ ως αδελφός. Διδάσκαλος μόνος ο Χριστός μας είναι.
Πόθεν παρακινήθην, αδελφοί μου, θέλω να σας φανερώσω την αιτίαν.
Αναχωρών από την πατρίδα μου προ πενήντα ετών, επεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρα, χώρας και χωρία, και μάλιστα εις την Κωνσταντινούπολιν, και περισσότερον εκάθισα εις το Άγιον Όρος, δεκαεπτά χρόνους, και έκλαιον διά τας αμαρτίας μου. Σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα οπού μου εχάρισε ο Κύριός μου, με ηξίωσε και έμαθα ολίγα γράμματα Ελληνικά, έγινα και καλόγηρος.
Μελετώντας το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον εύρον μέσα πολλά και διάφορα νοήματα, τα οποία είναι όλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θυσαυρός, πλούτος, χαρά, ευφροσύνη, ζωή αιώνος. Σιμά εις τα άλλα εύρον και τούτον τον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, πως δεν πρέπει κανένας χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, να φροντίζει διά τον εαυτόν του μόνον πώς να σωθεί, αλλά να φροντίζει και για τους αδελφούς του να μη κολασθούν. Ακούοντας και γω, αδελφοί μου, τούτον τον γλυκύτατον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζομεν και διά τους αδελφούς μας, μ’ έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν τόσους χρόνους, ωσάν το σκουλήκι οπού τρώγει το ξύλον, τι να κάμω και εγώ στοχαζόμενος εις την αμάθειαν μου. Εσυμβουλεύτηκα τους πνευματικούς μου πατέρας, αρχιερείς, πατριάρχας τους εφανέρωσα τον λογισμόν μου, ανίσως και είναι θεάρεστον τέτοιον έργον να το μεταχειρισθώ, και όσοι με παρεκίνησαν να το κάμω, και μου είπον πως τέτοιον έργον, καλόν και άγιον είναι. Μάλιστα παρκινούμενος από τον Παναγιώτατον κύριον Σωφρόνιον, Πατριάρχην – να έχωμεν την ευχήν του - και λαμβάνοντας τας αγίας του ευχάς, άφησα την ιδικήν μου προκοπήν, το ιδικόν μου καλόν, και εβγήκα να περιπατώ από τόπον εις τόπον και διδάσκω τους αδελφούς μου.
Κάμνοντας αρχήν να διδάσκω μου ήλθεν ένας λογισμός εδώ οπού περιπατώ . Να ζητώ άσπρα, διότι ήμην φιλάργυρος και αγαπούσα τα γρόσια, ναι, μα και τα φλωρία περισσότερον όχι ωσάν την ευγενείαν σας που τα περιφρονείτε . ή δεν τα καταφρονείτε ;
Μελετώντας πάλιν το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, εύρον και άλλον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας. Πως χάρισμα σου έδωσα και εγώ την χάριν μου, χάρισμα να την δώσης και συ εις τους αδελφούς σου, χάρισμα να διδάσκεις, χάρισμα να συμβουλεύεις, χάρισμα να εξομολογείς, και ανίσως και ζητήσεις να πάρεις τίποτε πληρωμήν διά την διδαχήν, ή πολλά ή ολίγα ή ένα άσπρο, εγώ σε θανατώνω και σε βάνω εις την κόλασιν.
Ακούοντας και εγώ, αδελφοί μου, αυτόν τον γλυκύτατον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας χάρισμα να δουλεύομεν και τους αδελφούς μας, εις την αρχήν μου εφάνη βαρύς ο λόγος, ύστερον όμως μου εφάνη γλυκύτερος ώσπερ μέλι και κηρίον, και εδόξασα και δοξάζω χιλιάδες φορές τον Χριστόν μου οπού μ’ εφύλαξε από τούτο το πάθος της φιλαργυρίας, και με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού του εσταυρωμένου και Θεού δεν έχω μήτε σακκούλα, μήτε σπίτι, μήτε κασέλλα, μήτε άλλο ράσο από αυτό που φορώ, αλλά ακόμη παρακαλώ τον Κύριον μου μέχρι τέλους της ζωής μου να με αξιώσει να μην αποκτήσω σακκούλα, διότι ωσάν κάμω αρχήν να παίρνω άσπρα, ευθύς έχασα τους αδελφούς μου και δεν ημπορώ και τα δύο, ή τον Θεόν ή τον διάβολον.
Πρέπον και εύλογον είναι, χριστιανοί μου, καθώς μανθάμενομεν από το άγιο Ευαγγέλιον και από τας Θείας Γραφάς, να αρχίζομεν την διδασκαλίαν μας από τον Θεόν και όταν τελειώσωμεν, να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν. Όχι πως είμαι άξιος ν’ αναφέρω το όνομα του Θεού μου, αλλά ο Θεός καταδέχεται διά την ευσπλαχνίαν Του.
Αφήνομεν λοιπόν, αδελφοί μου, τας φλυαρίας των ασεβών, των αιρετικών, των αθέων, και λέγομεν μόνον όσα το Πνεύμα το Άγιον εφώτισε τους αγίους προφήτας Αποστόλους και Πατέρας της Εκκλησίας μας, και μας έγραψαν, και πάλιν όχι όλα να τα ειπούμεν, διότι δεν είναι δυνατόν. Θέλομεν χρόνους και καιρούς. Αλλά μερικά οπού φαίνονται αναγκαιότερα. Και όστις είναι φιλομαθής ας ζητήσει να μάθει και τα επίλειπα. Ο Πανάγαθος λοιπόν, αδελφοί μου, και πολυέλαιος Θεός είναι ένας, και όποιος λέγει ότι είναι πολλοί Θεοί, είναι διάβολος. Είναι δε και Τριάς, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα . Μια φύσις, μια δόξα, μια βασιλεία, ένας Θεός. Είναι δε ακατάλυπτος Κύριος ανερμήνευτος, παντοδύναμος, όλος φως, όλος χαρά, όλος ευσπλαχνία, όλος αγάπη. Δεν έχομεν κανένα παράδειγμα να παρομοιάσωμεν την Αγίαν Τρίαδα, επειδή και δεν εβρίσκεται άλλο εις τον κόσμον. Μα δια να λάβει παραμικρήν βοήθειαν ο νους μας, φέρουν μερικά παραδείγματα οι θεολόγοι της Εκκλησίας. Σιμά εις τα άλλα μας φέρνουν και τον ήλιον. Ο ήλιος ηξεύρομεν όλοι πως είναι ένας, ένας είναι και ο Θεός. Και καθώς ο ήλιος φωτίζει τούτον τον κόσμον τον αισθητόν, ούτω και η Αγία Τριάς, ο Θεός, φωτίζει τον νοητόν. Είπομεν, αδελφοί μου, πως ο ήλιος είναι ένας, μα είναι και τρία μαζί. Έχει ακτίνας, όπου έρχονται εις τα όμματά μας ωσάν γραμμαί, ωσάν κλωσταί. Έχει και φως, οπού εξαπλώνεται εις όλον τον κόσμον. Με τον ήλιον ομοιάζομεν τον άναρχον Πατέρα, με τας ακτίνας τον συνάναρχον Υιόν, και με το φως το ομοούσιον Πνεύμα. Είναι και άλλος τρόπος να καταλάβετε την Παναγίαν Τριάδα. Πώς; να εξομολογηθήτε καθαρά, να μεταλάβετε τα Άχραντα Μυστήρια με φόβον και με ευλάβειαν και τότε θα σας φωτίσει η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να καταλάβετε καλύτερα.
Αυτήν την Παναγίαν Τριάδα εμείς οι ευσεβείς και ορθόδοξοι χριστιανοί δοξάζομεν και προσκυνούμεν. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, και έξω από την Αγία Τριάδα όσοι λέγονται Θεοί είναι δαίμονες. Και όχι μόνον ημείς πιστεύομεν, δοξάζομεν, προσκυνούμεν την Αγίαν Τριάδα, αλλά ωσάν τα άστρα του ουρανού, και ωσάν την άμμον της θαλάσσης, προφήται, απόστολοι, μάρτυρες, ασκηταί έχυσαν το αίμα των διά την αγάπην της Αγίας Τριάδος και ηγόρασαν τον παράδεισον και χαίρονται πάντοτε. Ομοίως άνδρες και γυναίκες ηρνήθησαν τον κόσμων, επήγαν εις φας έρημους και ασκητειών εις πλην των την ζουν, και επείγον εις τον παράδεισων. Επίσης άνδρες και γυναίκες έζησαν μέσα εις τον κόσμων με σωφροσύνη και παρθένια, με νηστείας, προσευχές, ελεημοσύνες, με έργα καλά, και πέρασαν και εδώ καλά και επήγαν εις τον παράδεισων να χαίρονται πάντοτε.
Δεν ευρίσκεται τόπος οπή να λείπει ο Θεός. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί, όταν θέλομεν να κάμομεν καμίαν αμαρτίαν, να στοχαζόμεθα ότι ο Θεός είναι μέσα εις την καρδίαν μας, είναι πανταχού παρών και μας βλέπει. Να εντρεπόμεθα τους αγγέλους, τους αγίους, και μάλιστα τον άγγελον τον φύλακα της ψυχής μας, οπού μας βλέπει. Από ένα μικρόν παιδίον εντρεπόμεθα, όταν θα κάμομεν την αμαρτίαν, και πώς να μην εντρεπόμεθα από τόσους αγίους και αγγέλους;
Ο Πανάγαθος και πολυέλεος Θεός, αδελφοί μου, έχει πολλά και διάφορα ονόματα. Λέγεται και φως, και ζωή, και ανάστασις. Όμως το κύριον όνομα του Θεού μας είναι και λέγεται αγάπη. Πρέπει ημείς, ανίσως και θέλωμεν να περάσωμεν και εδώ καλά, να πηγαίνωμεν και εις τον παράδεισον, και να λέγωμεν τον Θεόν μας αγάπην και πατέρα, πρέπει να έχομεν δύο αγάπας. Αγάπην εις τον Θεόν μας, και εις τους αδελφούς μας. Φυσικόν μας είναι να έχωμεν αυτάς τας δύο αγάπας. Παρά φύσιν είναι να μη τας έχωμεν. Και καθώς ένα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγας διά να πετά εις τον αέρα, ούτω και ημείς χρειαζόμεθα αυτάς τας δύο αγάπας, διότι χωρίς αυτών είναι αδύνατον να σωθώμεν. Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπώμεν τον Θεόν μας, διότι μας εχάρισε τόσην γην μεγάλην εδώ να κατοικώμεν πρόσκαιρα, τόσες χιλιάδες φυτά, βρύσες, ποταμούς, θαλάσσας, αέρα, ημέραν, νύχτα, ουρανόν, ήλιον κ.λ.π. Όλα αυτά διά ποιόν τα έκαμεν, ειμή δι’ ημάς; Τι μας εχρεώστει; Τίποτε. Όλα χάρισμα. Μας έκαμεν ανθρώπους, δεν μας έκαμεν ζώα . Μας έκαμεν ευσεβείς ορθόδοξους χριστιανούς, και όχι ασεβείς αιρετικούς. Αν και αμαρτάνομεν χιλιάδες φορές την ώραν, μας ευσπλαχνίζεται ωσάν πατέρας και δεν μας θανατώνει να μας βάλη εις την κόλασιν, αλλά περιμένει την μετάνοιάν μας με τας αγκάλας ανοικτάς, πότε να μετανοήσωμεν να παύσωμεν από τα κακά, και να κάμομεν τα καλά, να εξομολογηθώμεν, να διορθωθώμεν, να μας εναγκαλισθεί, να μας βάλη εις τον παράδεισο να χαιρόμεθα πάντοτε.
Τώρα λοιπόν τοιούτον γλυκύτατον Θεόν και Δεσπότην δεν πρέπει και ημείς να τον αγαπώμεν, και αν τύχει ανάγκη, να χύσομεν και το αίμα μας χιλιάδες φορές διά την αγάπην του καθώς το έχυσε και Εκείνος διά την αγάπην μας; Ένας άνθρωπος σε κράζει εις τον οίκον του και θέλει να σε φιλεύση ένα ποτήρι κρασί, και πάντοτε εις όλην σου την ζωήν θε να τον εντρέπεσαι και τον τιμάς. Και τον Θεόν δεν πρέπει να τιμάς και να εντρέπεσαι, οπού σου εχάρισε τόσα καλά και εσταυρώθηκε διά την αγάπην σου; Ποιος πατέρας εσταυρώθηκε διά τα παιδιά του καμίαν φορά; Και ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός έχυσε το αίμα του και μας ηξηγόρασεν από τας χείρας του διαβόλου. Τώρα δεν πρέπει και ημείς να αγαπώμεν τον Χριστόν μας; Ημείς όχι μόνον δεν τον αγαπώμεν, αλλά τον υβρίζομεν καθ’ ημέραν με τας αμαρτίας μας οπού κάμνομεν. Αμή ποίον θέλετε να αγαπώμεν, αδελφοί μου; Να αγαπώμεν τον διάβολον, οπού μας από τον παράδεισον και μας έφερεν εις τον κατηραμένον τούτον κόσμο και παθαίνομεν τόσα κακά; Και έχει προαίρεσιν ο διάβολος, αν ηδύνατο αυτήν την ώραν να μας θανατώση όλους και να μας βάλη εις την κόλασιν, το έκαμνε.
Τώρα σας ερωτώ, αδελφοί μου, να μου ειπήτε, ποιόν πρέπει να μισούμε τον διάβολον, τον εχθρό μας, ή ν’ αγαπώμεν τον Θεόν μας, τον ποιητήν μας, τον πλάστην μας;
- Ναι, άγιε του Θεού.
- Πολύ καλά το λέγετε, να έχω την ευχήν σας, και εγώ το λέγω, μα και ο Θεός χρειάζεται στρώμα διά να καθήση . Ποίον δε είναι; Η αγάπη. Ας έχωμεν λοιπόν και ημείς την αγάπη εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας και τότε έρχεται ο Θεός μας και μας χαροποιεί, και μας φυτεύει εις την καρδίαν μας την ζωήν την αιώνιον, και περνούμεν και εδώ καλά και πηγαίνουμεν και εις τον παράδεισον να ευφραινώμεθα πάντοτε.
Ημείς όχι μόνον δεν έχωμεν την αγάπην, αλλά έχωμεν το μίσος και την έχθραν εις την καρδίαν μας και μισούμεν τους αδελφούς μας. Έρχεται ο πονηρός διάβολος και μας πικραίνει και βάνει τον θάνατο εις την ψυχήν μας και περνούμεν και εδώ κακά, και πηγαίνομεν εις την κόλασιν και καιόμεθα πάντοτε.
Φυσικόν μας είναι να αγαπώμεν τους αδελφούς μας . Διότι είμεθα μιας φύσεως, έχωμεν ένα βάπτισμα, μίαν πίστην, τα Άχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ένα παράδεισον ελπίζομεν ν’ απολαύσομεν. Καλότυχος εκείνος ο άνθρωπος που αξιώθηκε και έλαβεν εις την καρδίαν του αυτά τας δύο αγάπας εις τον Θεόν, και εις τους αδελφούς του. Διότι όποιος έχει τον Θεόν εις την καρδίαν του, έχει πάντα τα αγαθά, και αμαρτίαν δεν υποφέρει και κάμει . Και όστις δεν έχει τον Θεόν εις την καρδίαν έχει τον διάβολον, και κάμνει πάντα τα κακά και όλας τας αμαρτίας. Χίλιας χιλιάδας καλά να κάμνωμεν, αδελφοί μου, νηστείας προσευχάς, ελεημοσύνας, και το αίμα μας να χύσωμεν διά τον Χριστόν μας, και δεν έχωμεν αυτάς τας δύο αγάπας, αλλά έχωμεν το μίσος και την έχθραν εις τους αδελφούς μας, όλα εκείνα τα καλά οπού εκάμαμεν είναι του διαβόλου και εις την κόλασιν πηγαίνομεν. Μα καλά, λέγετε, εκεί με εκείνην την ολίγην έχθραν οπού έχωμεν εις τους αδελφούς μας, έχοντες τόσα καλά καμωμένα εις την κόλασιν πηγαίνομεν; Ναι, αδελφοί μου, διότι εκείνη η έχθρα είναι φαρμάκι του διαβόλου. Και καθώς βάνομεν μέσα εις εκατόν οκάδας αλεύρι ολίγον προζύμι, και έχει τόσιν δύναμιν και ανακουφίζει όσον ζυμάρι και αν είναι, έτσι είναι και η έχθρα. Όλα έμειναν τα καλά οπού εκάμαμεν τα γυρίζει και τα κάμνει φαρμάκι του διαβόλου.
Εδώ, χριστιανοί μου, πώς πηγαίνετε, έχετε την αγάπην ανάμεσόν σας; Ανίσως και θέλετε να σωθήτε, κανένα άλλο πράγμα να μη ζητήσετε εδώ εις τον κόσμον από την αγάπην. Είναι εδώ κανένας από την ευγενείαν σας οπού να έχει αυτήν την αγάπην εις τους αδελφούς του; Ας σηκωθεί επάνω να μου το ειπεί, να τον ευχηθώ και εγώ, να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσι, να λάβη μίαν συγχώρησιν, οπού να έδινεν χιλιάδες φλωρία δεν την εύρισκεν.
- Εγώ, άγιε του Θεού, αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου.
- Καλά, παιδί μου, έχε την ευχή μου. Πως σε λέγουν το όνομά σου;
- Κώστα.
- Τι τέχνη κάμνεις;
- Πρόβατα φυλάγω.
- Το τυρί όταν το πωλείς το ζυγιάζεις;
- Το ζυγιάζω.
- Εσύ, παιδί μου, έμαθες να ζυγιάζεις το τυρί και εγώ να ζυγιάζω την αγάπην. Το ζύγι εντρέπεται τον αυθέντην του;
- Όχι.
- Τώρα να ζυγιάσω και εγώ την αγάπην σου, και αν είναι σωστή και δεν είναι ξύγικη, τότε να σε ευχηθώ και γω, να βάλω και όλους τους χριστιανούς να σε συγχωρήσωσι. Πώς να σε καταλάβω, παιδί μου, πως αγαπάς τους αδελφούς σου; Εγώ τώρα που περιπατώ και διδάσκω εις τον κόσμον, λέγω πως τον κυρ Κώστα τον αγαπώ ωσάν τα μάτια μου. Μα εσύ δεν το πιστεύεις. Θέλεις να με δοκιμάσεις πρώτον, και τότε να με πιστεύσεις. Εγώ έχω ψωμί να φάγω, εσύ δεν έχεις . Ανίσως και σου δώσω κομμάτι και σε, οπού δεν έχεις τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Άμμοι εγώ να φάγω όλο το ψωμί και εσύ να πεινάς τι φανερώνω; Πως η αγάπη οπού έχω εις σε είναι ψεύτικη. Έχω δύο ποτήρια κρασί να πιώ, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και δώσω και σε απ’ αυτό να πιείς, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Αμή ανίσως και δε σου δώσω, είναι κάλπικη η αγάπη. Είσαι λυπημένος. Απέθανεν η μήτηρ σου, ο πατήρ σου. Ανίσως και έλθω να σε παρηγορήσω, τότε είναι αληθινή η αγάπη μου. Αμή ανίσως συ κλαίεις και θρηνείς και γω τρώγω, πίνω και χορεύω, ψεύτικη είναι η αγάπη μου. Το αγαπάς εκείνο το φτωχό παιδί;
- Το αγαπώ.
- Αν το ηγάπας, του έπαιρνες ένα υποκάμισο οπού είναι γυμνό, να παρακαλεί και εκείνο διά την ψυχήν σου. Τότε είναι αληθινή η αγάπη, αμή τώρα είναι ψεύτικη. Δεν είναι έτσι, χριστιανοί μου; Με ψεύτικην αγάπην δεν πηγαίνομεν εις τον παράδεισον. Τώρα σαν θέλεις να κάμεις την αγάπην μάλαμα, πάρε και ένδυσε τα φτωχά παιδιά, και τότε να βάλω να σε συγχωρήσωσι. Το κάμνεις τούτο;
- Το κάμνω.
- Χριστιανοί μου, ο Κώστας εκατάλαβε πως η αγάπη που είχε ως τώρα ήτο ψεύτικη, και θέλει να την κάμει μάλαμα, να ενδύσει τα πτωχά παιδιά. Επειδή και τον επαιδεύσαμεν, σας παρακαλώ να ειπείτε δια τον κυρ Κώστα τρεις φοράς: ο Θεός συγχωρήσησει και ελεήσει αυτόν.
Ο Πανάγαθος και ο Πολυέλεος Θεός είναι και λέγεται αγάπη . Είναι και λέγεται Τριάς. Παρακινούμενος ο Κύριος από την ευσπλαχνίαν του έκαμε πρώτον δέκα τάγματα αγγέλους. Οι άγγελοι είναι πνεύματα πύρινα, άυλα, καθώς είναι η ψυχή μας. Το κάθε τάγμα είναι ως τα άστρα του ουρανού. Ποιός επαρακίνησε τον Θεόν και τους έκαμεν; Η ευσπλαχνίαν του. Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, ανίσως και θέλομεν να λέγομεν τον Θεόν μας πατέρα, να είμεθα εύσπλαχνοι, να κάμνωμεν τους αδελφούς μας να ευφραίνωνται και τότε να λέγωμεν τον Θεόν πατέρα. «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς…». Ει δε και είμεθα άσπλαχνοι, σκληρόκαρδοι και κάμνομεν τους αδελφούς μας και φαρμακεύονται και βάνομεν τον θάνατον εις την καρδίαν των, δεν πρέπει να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, αλλά τον διάβολον, διότι ο διάβολος θέλει να κάμνωμεν τους αδελφούς μας να φαρμακεύονται, και όχι ο Θεός.
Και έτσι αδελφοί μου, το πρώτον τάγμα από τους αγγέλους οπού προείπομεν, έπεσε εις την υπερηφάνειαν και εζήτησε να δοξασθή ίσα με τον Θεόν. Από εκεί οπού ήτο άγγελος φωτεινός και λαμπρότατος, έγινε διάβολος σκοτεινόνατος, και πολέμιος των ανθρώπων . Και έχει να καίεται πάντοτε εις την κόλασιν. Και όταν ακούωμεν διάβολον, αυτός είναι οπού ήτο πρώτος άγγελος . Αυτός είναι οπού παρακινεί τους ανθρώπους να υπερηφανεύωνται, να φονεύουν, να κλέπτουν. Αυτός είναι οπού εμβαίνει μέσα είς αποθαμένων ανθρώπων και φαίνεται ως ζωντανός και τον λέγομεν βρυκόλακα. Αυτός είναι οπού εμβαίνει και μέσα είς ζωντανών ανθρώπων και παίρνει την εικόνα του Χριστού, της Παναγίας ή τίνος Αγίου, τρέχων άνω και κάτω ωσάν δαιμονισμένος και λέγει ότι κάμνει θαύματα. Αυτός είναι ο διάβολος οπού εμβαίνει εις τον άνθρωπον και σεληνιάζεται, και δαιμονίζεται. Και ας είναι δεδοξασμένος ο Θεός οπού μας εχάρισε τρία άρματα με τα οποία να τον πολεμώμεν. Ανίσως και είναι εδώ τινάς από σας και δαιμονίζεται, και θέλει να μάθει τα ιατρικά, εύκολον είναι . Εξομολόγησης, νηστεία και προσευχή. Όσον εξομολογήται ο άνθρωπος, νηστεύει και προσεύχεται, τόσον κατακαίεται και φεύγει ο διάβολος.
Ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα από την αγγελικήν δόξαν και έγιναν δαίμονες, τα άλλα εννέα τάγματα εταποινώθησαν και έπεσον και προσεκύνησαν την Παναγίαν Τριάδα και εστάθησαν εις τον τόπον των να χαίρονται πάντοτε. Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να στοχαζόμεθα τι κακόν πράγμα είναι η υπερηφάνεια. Εκρήμνισε τον διάβολον από την αγγελικήν δόξαν και έχει να καίεται εις την κόλασην πάντοτε. Και πως η ταπείνωσης εβάσταξε τους αγγέλους εις τον ουρανόν να χαίρονται πάντοτε εις εκείνην την δόξαν της Αγίας Τριάδος. Πρέπει ακόμη να στοχασθώμεν πως ο πανάγαθος Θεός μισεί τον υπερήφανον και αγαπά τον ταπεινόν. Και όχι μόνον ο Θεός, αλλά και ημείς, όταν ιδούμε τινά ταπεινόν, τον βλέπομεν ως άγγελον, μας φαίνεται ν’ ανοίξωμεν την καρδίαν μας να τον βάλομεν μέσα. Και όταν ιδούμεν τινά υπερήφανον, τον βλέπομεν ως τον διάβολον, γυρίζομεν το προσωπόν μας εις άλλο μέρος να μην τον βλέπομεν. Ας φύγωμεν λοιπόν, αδελφοί μου, την υπερηφάνειαν, διότι είναι αγγελική, είναι δρόμος οπού μας πηγαίνει εις τον παράδεισον. Εδώ πως πηγαίνετε; Την ταπείνωσην αγαπάτε ή την υπερηφάνειαν; Όσoις αγαπά την ταπείνωσην ας σηκωθεί επάνω να μου το ειπεί, να τον ευχηθώ.
- Εγώ, άγιε του Θεού, αγαπώ την ταπείνωσιν.
- Έκβαλε τα φορέματά σου, ενδύσου πενιχρά φορέματα και γύρισε εις την αγοράν. Δεν το κάμνεις; Εντρέπεσαι; Κάμε άλλο. Κόψε το μισό σου μουστάκι και έβγα εις το παζάρι. Μήτε και αυτό το κάμνεις; Δεν το λέγω δι’ εσέ μόνον, αλλά διά να το ακούσουν και οι άλλοι. Να μη λέγετε ότι είσθε ταπεινοί. Με βέπετε και εμέ με αυτά τα γένεια; Είναι γεμάτα υπερηφάνειαν και ο Θεός να την ξερριζώση από την καρδίαν μας. Ο χριστιανός χρειάζεται δύο πτέρυγας διά να πετάξη να υπάγη εις τον παράδεισον, την ταπείνωσιν και την αγάπην.
Ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα και έγιναν δαίμονες, τότε επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός και έγινεν ο κόσμος ούτος. Και από τον καιρόν οπού έκαμε τον κόσμον είναι 7288 χρόνοι . Είναι δε ο κόσμος ούτος ως αυγό, και καθώς είναι ο κρόκος εις την μέσην του αυγού, έτσι είναι και γη ποιημένη από τον Θεόν να στέκη χωρίς να εγγίζη εις κανέν άλλο μέρος. Και καθώς είναι το ασπράδι ολόγυρα εις τον κρόκον, έτσι είναι και ο αέρας εις την γην, και καθώς είναι ο φλοιός ολόγυρα, έτσι είναι και ο ουρανόςολόγυρα από την γην. Ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα είναι κολλημένα εις τον ουρανόν. Η γη είναι στρογγυλή, και όπου πηγαίνει ο ήλιος, εκεί γίνεται ημέρα, η νύχτα δε είναι ο ίσκιος της γης. Τώρα εδώ έχομεν βράδυ, εις άλλο μέρος είναι αυγή, και καθώς είναι άνθρωποι εδώ εις την γην, έτσι είναι και υποκάτω της γης. Διά αυτό ενομοθέτησαν οι άγιοι πατέρες να βάφομεν τα αυγά κόκκινα την Λαμπρήν. Διότι το αυγό σημαίνει τον κόσμον, το δε κόκκινον το αίμα του Χριστού μας, οπού έχυσεν εις τον Σταυρόν και αγίασεν όλον τον κόσμον. Πρέπει και ημείς να χαιρώμεθα και να ευφραινώμεθα χιλιάδες φορές, πως έχυσεν ο Χριστός το αίμα του και μας εξηγόρασεν από τας χείρας του διαβόλου. Μα πάλιν να κλαίωμεν και να θρηνώμεν, πως αι αμαρτίαι μας εσταύρωσαν τον Υιόν του Θεού, τον Χριστόν μας.
Επρόσταξεν ο Θεός και έγιναν επτά ημέραι . Και πρώτην έκαμε την Κυριακήν και την εκράτησε διά λόγου του . Και τας άλλας εξ τας εχάρισεν εις ημάς να εργαζώμεθα διά τα ψεύτικα ταύτα, γήινα, και την Κυριακήν να σχολάζωμεν και να πηγαίνωμεν εις τας εκκλησίας μας να δοξάζωμεν τον Θεόν μας, να ιστάμεθα με ευλάβειαν, ν’ ακούωμεν το άγιον Ευαγγέλιον και τα λοιπά βιβλία της Εκκλησίας μας. Τι μας παραγγέλει ο Χριστός μας να κάμνωμεν; Να στοχαζώμεθα τας αμαρτίας μας, τον θάνατον, την κόλασιν, τον παράδεισον, την ψυχήν μας οπού είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον, να τρώγωμεν και να πίνωμεν το αρκετόν μας, ομοίως και τα ρούχα μας τα αρκετά, τον δε επίλοιπον καιρόν να τον εξοδεύωμεν διά την ψυχήν μας, να την κάμνωμεν νύμφην του Χριστού μας, και τότε πρέπει να λεγώμεθα άνθρωποι και επίγειοι άγγελοι . Ει δε και ζητούμεν πώς να τρώγωμεν, πώς να πίνωμεν, πώς να αμαρτάνωμεν, πώς να στολίζωμεν τούτο το βρώμικο σώμα, οπού αύριον θα το φάνε τα σκουλήκια, και όχι διά την ψυχήν οπού είναι αθάνατος, τότε δεν πρέπει να λεγώμεθα άνθρωποι, αλλά ζώα. Λοιπόν κάμετε το σώμα δούλον της ψυχής και τότε να λέγεσθε άνθρωποι.
Την πρώτη ημέραν επρόσταξεν ο Θεός και έγινε το φως. Την δευτέραν έγινεν ο ουρανός, η γη, τα νερά, ο αέρας κ.λπ. Την τρίτην έγιναν τα χόρτα και τα φυτά. Την τετάρτην ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα. Την πέμπτην η θάλασσα, τα οψάρια και τα πετεινά. Την Παρασκευή πρόσταξε την και έβγαλαν όλα τα ζώα.
Ο άνδρας και η γυναίκα εις τον κόσμον δεν ήσαν. Επήρεν ο Θεός από την γην χώμα και έπλασεν ένα άνδρα ωσάν ημάς, και ενεφύσησε και του εχάρισε ψυχήν αθάνατον . Και καθώς ημείς οι άνθρωποι βάνομεν αλεύρι και νερό και τα ζυμώνομεν και κάμνομεν ένα ψωμί, ούτω και ο Θεός. Πρέπει και ημείς να στοχασώμεν τι είναι το σώμα και τι είναι η ψυχή. Το σώμα είναι χώμα και αύριον θα το φάγουν τα σκουλήκια, και ανάγκη είναι η ψυχή να χαίρεται πάντοτε εις τον παράδεισον, ανίσως και κάμη καλά, ή να κατακαίεται εις την κόλασιν, αν κάμη κακά.
Τούτο το σώμα οπού βλέπετε, αδελφοί μου, είναι το φόρεμα της ψυχής. Η ψυχή είναι άνθρωπος. Η ψυχή είναι οπού βλέπει, ακούει, ομιλεί, περιπατεί, μανθάνει επιστήμας, δίδει ζωήν εις το σώμα, και δεν το αφήνει να βρωμήση. Και άμα έβγη η ψυχή, τότε βρωμά, σκουληκίαζει το σώμα. Το κορμί έχει τα όμματα, μα δεν βλέπει. Έχει τα ώτα, μα δεν ακούει. Ομοίως και αι λοιπαί αισθήσεις του σώματος, αλλά όλα ενεργούνται δια της ψυχής.
- Τον κλάιετε τον αποθαμένον;
- Τον κλαίομεν.
- Ως φαίνεται, σας πονεί δι’αυτόν. Και πόσας ημέρας τον φυλάγετε;
- Δύο, τρεις ώρας.
- Τόσην αγάπην έχετε εις τον ταλαίπωρον; Από την σήμερον να μη τον θάπτετε, αλλά μα τον φυλάττετε είκοσι-τέσσερες ώρες, και να μαζεύεσθε όλοι, μικροί και μεγάλοι, και να τον στοχάζεσθε καλά, διότι καλλίτερος διδάσκαλος δεν είναι άλλος από τον θάνατον. Και να μη τους κλαίετε τους αποθαμένους, διότι βλάπτετε και τον εαυτόν σας και εκείνους. Και αι γυναίκες όσες έχετε λερωμένες μπόλιες να τις ρίψετε.
Όταν έκαμεν ο Θεός τον άνδρα, έλαβεν ο πανάγαθος μίαν πλευράν απ’ αυτόν και έκαμε την γυναίκα, και του την έδωκε διά σύντροφον. Ίσια την έκαμε ο Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέρα.
- Εδώ πώς τας έχετε τας γυναίκας;
- Διά κατωτέρας.
- Ανίσως, αδελφοί μου, και θέλετε να είσθε καλλίτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάμνετε και έργα καλλίτερα από αυτάς. Ει δε και αι γυναίκες κάμνουν καλλίτερα και πηγαίνουν εις τον παράδεισον και ημείς εις την κόλασιν, τι μας ωφελεί; Είμεθα άνδρες και κάμνομεν χειρότερα. Εγώ βλέπω εδώ οπού περιπατώ και διδάσκω. Είπα ένα λόγον διά τας γυναίκας και σκέπτονται να ρίψουν τα περιττά σκουλαρίκια, δακτυλίδια και με ήκουσαν ευθύς. Βλέπω οπού τρέχουν να εξομολογηθούνε. Είπα και ένα λόγον διά τους άνδρας . φυσικόν είναι του ανδρός όταν πηγαίνη πενήντα χρονών να βγάνη τα γένεια. Και εγώ βλέπω εδώ και είναι εξήντα και ογδοήντα χρονών γέροντες και ακόμη ξυρίζονται. Δεν το εντρέπεστε να ξυρίζεστε; Δεν ήξευρεν ο Θεός οπού έδωκε τα γένεια; Και καθώς είναι άπρεπον μία γυναίκα γερόντισσα να στολίζεται και να βάνη φτιασίδια, ομοίως και ένας γέρων, όταν ξυρίζεται. Το σιτάρι, όταν παίρνη και ασπρίζη, τι θέλει; Θερισμόν. Ομοίως και ο άνθρωπος, τον παίρνη και ασπρίζη, τι φανερώνει; Τον θάνατον.
- Είναι κανένας εδώ και θέλει να αφήση τα γένεια του; Ας σηκωθή να μου το ειπή, να γίνωμεν αδελφοί, να τον ευχηθώ και εγώ και να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσι.
- Εγώ είμαι, διδάσκαλε.
- Καλά, έχε την ευχήν μου. Παρακαλείτε τον Θεόν δι’ εμένα τον αμαρτωλόν, να παρακαλώ και εγώ διά λόγου σας, όσον καιρόν και αν ζήσω. Το κάμνετε;
- Το κάμνομεν, άγιε του Θεού.
- Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε δι’ όσους αφήσουν τα γένεια, τρεις φορές, «ο Θεός συγχωρήσαι και ελεήσαι αυτούς». Ζητήσατε και η ευγένιά σας συγχώρησιν και άμποτε να σας φωτίση ο Θεός, καθώς αφήκατε τα γένεια, να αφήσετε και τας αμαρτίας. Και σεις οι νέοι να τους τιμάτε. Και αν τύχη ένας άνθρωπος και είναι τριάντα χρονών οπού άφησε τα γένεια του, έτυχε και ένας 50 ή 60 ή 100 και ξυρίζεται, να βάλης εκείνον οπού άφησε τα γένεια παραπάνω να καθήση από εκείνον οπού ξυρίζεται, τόσον εις την Εκκλησίαν, όσον και εις το τραπέζι. Δεν σας λέγω πάλιν ότι τα γένεια σε πάνε εις τον παράδεισον, αλλά τα καλά έργα. Και τα φορέματά σου να είναι ταπεινά, και το φαγί σου και το πιοτό σου, και όλη σας η συμπεριφορά να είναι χριστιανική, διά να δίδετε το καλόν παράδειγμα και εις τους άλλους. Ο άνδρας, αδελφοί μου, εγέννησε την γυναίκα από την πλευρά του χωρίς γυναίκα, και πάλιν έγινε γερός. Εδανείσθη εκείνην την πλευράν από τον άνδρα και την εχρωστούσε. Εγεννήθησαν ωσάν τα άστρα του ουρανού γυναίκες εις τον κόσμον, αλλά δεν εφάνη καμμία αξία να γεννήση άνδρα, να πληρώση την πλευράν οπού εχρεωστούσε, παρά η Δέσποινα Θεοτόκος, οπού ηξιώθη διά την καθαρότητά της και εγέννησε τον γλυκύτατον Χριστόν εκ Πνεύματος Αγίου, χωρίς άνδρα, παρθένος, και πάλιν έμεινε παρθένος, και επλήρωσεν εκείνην την πλευράν.
Ακούετε, αδελφοί μου, τι χαρμόσυνα μυστήρια έχει η αγία μας Εκκλησία; Μα τα έχει κρυμμένα και θέλουν ξεσκέπασμα. Διά τούτο πρέπει να μάθετε όλοι σας γράμματα, διά να καταλαμβάνετε πως περιπατείτε. Πρέπει και συ, ω άνδρα, να μη μεταχειρίζεσαι την γυναίκα σου ωσάν σκλάβα, διότι πλάσμα του Θεού είναι και εκείνη καθώς και συ. Τόσον εσταυρώθηκεν ο Θεός δι’ εσέ, όσον και δι’ εκείνην. Πατέρα λέγεις εσύ τον Θεόν, πατέρα τον λέγει και εκείνη. Έχετε μίαν πίστιν, ένα βάπτισμα. Δεν την έχει ο Θεός κατωτέραν. Διά τούτο την έκαμεν από την μέσην του ανδρός, διά να είναι ο άνδρας ωσάν την κεφαλήν και η γυναίκα το σώμα. Διά τούτο δεν την έκαμεν από το κεφάλι, διά να μη καταφρονή τον άνδρα. Ομοίως πάλιν δεν την έκαμε από τα ποδάρια, διά να μη καταφρονή ο άνδρας την γυναίκα.
Ωνόμασεν ο Θεός τον άνδρα Αδάμ, την γυναίκα Εύαν. Έκαμε και έναν παράδεισον εις το μέρος της ανατολής όλον χαρά και ευφροσύνη . Μήτε κανένα λυπηρόν. Τους εστόλισε με τα επτά χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος. Τους έβαλε μέσα εις τον παράδεισον να χαίρωνται ως άγγελοι. Λέγει ο Θεός του Αδάμ και της Εύας: Εγώ να οπού σας έκαμα ανθρώπους λαμπροτέρους από τον ήλιον. Σας έβαλα μέσα εις τον παράδεισον, να χαίρεσθε από όλα τα αγαθά του παραδείσου. Μα διά να γνωρίζετε πως έχετε Θεόν ποιητήν και πλάστην σας, σας δίδω μίαν παραγγελία. Μόνον από μίαν συκήν να μη φάγητε σύκα, μα να ηξεύρητε και αυτό, πως ανίσως παραβήτε την προσταγήν μου και φάγετε, θα αποθάνετε. Και έτσι τους άφησεν ο Θεός μέσα εις τον παράδεισον και εχαίροντο ως άγγελοι. Διά τούτο τους εστόλισεν ο Πανάγαθος Θεός με την εντροπήν, και η εντροπή να τους φυλάγει από κάθε αμαρτίαν, μα περισσότερον την γυναίκα. Διά τούτο, χριστιανοί μου και θυγατέρες του Χριστού μου, όσον ημπορείτε, να είσθε σκεπασμένες με την εντροπήν, και φαίνεσθε ωσάν μάλαμα.
Και έτσι, αδελφοί μου, βλέπων ο μισόκαλος διάβολος την μεγάλην δόξαν οπού έλαβον ο Αδάμ και η Εύα από τον Θεόν, τους εφθόνησε και τι κάμνει; Ηξεύροντας, ως πνεύμα πονηρόν οπού είναι ο διάβολος, πως ευκολώτερα απατάται η γυναίκα από τον άνδρα, εστοχάσθη ότι άμα απατήση την γυναίκα, έπειτα με το μέσον της γυναικός εύκολα απατά και τον άνδρα. Και εμβαίνει εις ένα όφιν και πηγαίνει εις την Εύαν και της λέγει:
- Τι σας είπεν ο Θεός να κάμνετε εδώ εις τον παράδεισον;
Λέγει του η Εύα:
- Μας είπεν ο Θεός να τρώγωμεν από όλα τα καλά του παραδείσου, μόνον από μίαν συκήν να μη τρώγωμεν σύκα, διότι όποιαν ημέραν παραβούμεν την προσταγήν του, θα αποθάνωμεν.
Απεκρίθη ο διάβολος και της λέγει:
- Δεν αποθνήσκετε, αλλά ανίσως και φάγητε θα γενήτε όμοιοι με τον Θεόν, και διά τούτο σας εμπόδισε. Πάρε λοιπόν, φάγε συ πρώτον και παρακίνει και τον άνδρα σου να φάγητε, να γενήτε Θεοί.
Επήρεν η γυναίκα και έφαγεν. Επαρακίνησε τον άνδρα της και έφαγε και εκείνος. Και καθώς έφαγον και οι δύο, παρευθύς εγυμνώθησαν από τα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και απέκτησαν μωρίαν και δειλίαν. Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, οπού φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται σοφός και δεν φοβείται όλον τον κόσμον . άλλος πάλιν οπού δεν φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβείται και από τον ίσκιο του, ας είναι και βασιλεύς να ορίζει όλον τον κόσμον. Να προσέχετε, χριστιανές μου γυναίκες, όσον είναι δυνατόν να φυλάγετε τας εντολάς του Θεού και να μη κάμνετε το θέλημα του διαβόλου . Και αν τύχη και σφάλλετε ως άνθρωποι εις το κακόν, να μη παρακινήτε και τους άνδρας σας καθώς η Εύα. Ομοίως και οι άνδρες να μη ακούετε τας συμβουλάς των γυναικών καθώς και ο Αδάμ.
Θέλων ο Θεός να τους συγχωρήση και να τους αφήση εις τον παράδεισον, εκαμώθη πως δεν ηξεύρει και λέγει ο Θεός του Αδάμ:
- Πώς δεν φαίνεσαι, ή που είναι η δόξα οπού είχες πρωτύτερα, οπού ήσο άγγελος και τώρα εκατάντησες και έγινες ωσάν το μωρόν παιδίον;
Απεκρίθη ο Αδάμ και λέγει:
- Εδώ είμαι, Κύριε. Μα ήκουσα οπού ήρχεσο και εφοβήθην και εκρύφτηκα.
Λέγει του ο Θεός:
- Διατί εφοβήθης και εκρύβης; Μήπως είμαι εγώ φόβος; Μήπως έφαγες από τα σύκα οπού σου είπα να μη φάγης;
Απεκρίθη ο Αδάμ υπερήφανα:
- Ναι, Κύριε, έφαγον, αλλά δεν πταίω εγώ. Η γυναίκα οπού μου έδωσες, εκείνη με εγέλασε και έφαγον.
Λέγει ο Θεός του Αδάμ:
- Εγώ σου την έδωσα διά σύντροφον, και όχι να σε γελάση. Εγώ σου είπα να μη φάγης, διότι θ’ αποθάνης . Έπρεπε να φυλάξης τον ιδικόν μου λόγον και όχι της γυναικός. Μα καλά, έφαγες, ηπατήθης . τι το δύσκολων είναι να ειπείς: ΄Έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, ποθητά μου. Να σε συγχωρήσω, να σε αφήσω πάλιν εις τον παράδεισων, άμμοι εσύ κατηγορών την γυναίκα, εμένα κατηγορείς, διότι εγώ έκαμα την γυναίκα.
Ακούεται, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα να κατηγορώμεν τον άλλον; Λοιπόν, αν θέλωμεν να σωθώμεν, του λόγου μας πάντοτε να κατηγορώμεν, και όχι να ρίχνωμεν τα σφάλματά μας επάνω εις τον άλλον.
Έπειτα λέγει ο πανάγαθος Θεός εις την Εύαν:
- Διατί έφαγες από τα σύκα, οπού σου είπα να φάγης;
Απεκρίθη και αυτή υπερήφανα και λέγει:
- Ναι, Κύριε, έφαγον, μα δεν πταίω εγώ. Ο όφις με εγέλασε.
Βλέπων ο Θεός την υπερηφάνειαν αυτών, τους έδιωξεν από τον παράδεισον, και κατηράσθη τον Αδάμ να εργάζεται εις την γην, και με τον ιδρώτα του προσώπου του να τρώγη τον άρτον, και να κλαίη απαρηγόρητα διά να τον ευσπλαγχνισθή ο Θεός, να τον βάλη πάλιν εις τον παράδεισον.
Διά τούτο, αδελφοί μου, να χαίρεσθε, όσοι βγάνετε το ψωμί σας με τον κόπον σας, διότι εκείνο το ψωμί είναι ευλογημένο . Και αν θέλης, δώσε ολίγον, από εκείνο το ψωμί, του πτωχού. Με εκείνο αγοράζεις τον παράδεισον. Ομοίως πάλιν να κλαίετε και να θρηνήτε με μαύρα δάκρυα, όσοι ζήτε με αρπαγάς και αδικίας. Θέλει σας θανατώσει ο Θεός και σας βάλει εις την κόλασιν. Εδώ πώς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Όλοι με τον κόπον σας ζήτε, ή με αδικίας; Αν είστε χριστιανοί, με τον κόπον σας να ζήτε, εκείνο το ευλογεί ο Θεός, το δε άδικον το καταράται.
Εκατηράσθη και την γυναίκα να είναι υποτεταγμένη εις τον άνδρα της, και να γεννά τα τέκνα της με κόπους και στεναγμούς και δάκρυα, να κλαίη απαρηγόρητα διά να την ευσπλαγχνισθή ο Θεός, να την επαναφέρη εις τον παράδεισον. Και βλέπετε φανερά, όταν γεννώσι τα ζώα, δεν έχουν τους πόνους οπού έχει η γυναίκα όταν γεννά. Διότι δεν έχουν την κατάρα οπού έχει η γυνή. Εκατηράσθη τον Αδάμ και την Εύαν και τους εξώρισεν από τον παράδεισον και έζησαν εννιακοσίους τριάντα χρόνους σε μαύρα και πικρά δάκρυα και εγέννησαν τέκνα και τα τέκνα τους τέκνα και εγέμισεν όλος ο κόσμος. Και όλοι οι άνθρωποι είναι από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και διά τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί. Μόνον η πίστης μας χωρίζει.
Απέθανον ο Αδάμ και η Εύα, επήγαν εις την κόλασιν και εκαίοντο πέντε και ήμισυ χιλιάδες χρόνους διά μίαν αμαρτίαν . Αμή ημείς οπού κάμνομεν πολλάς, και μάλιστα εγώ, τι έχομεν να πάθωμεν; Ο Θεός είναι εύσπλαχνος, αλλά και δίκαιος. Έχει και ράβδον σιδηράν . Και καθώς επαίδευσε τον Αδάμ και την Εύαν, έτσι παιδεύει και ημάς, αν δεν κάμνωμεν καλά. Παρέβησαν ο Αδάμ και η Εύα την προσταγήν του Θεού, και εξωρίσθησαν από τον παράδεισον. Τώρα τι κάμνομεν, χριστιανοί μου, ημείς; Ζαητήσατε να μάθετε ότι εις τους πέντε και ήμισυ χιλιάδες χρόνους όλοι όσοι απέθνησκον επήγαινον εις την κόλασιν. Ευσπλαγχνίσθη ο Κύριος το γένος των ανθρώπων και ήλθε και έγινεν άνθρωπος τέλειος εκ Πνεύματος Αγίου, από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, και μας έβγαλεν από τας χείρας του διαβόλου. Ζητήσατε να μάθετε ότι Κυριακήν ημέραν έγινεν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου . Κυριακήν ημέραν εγεννήθη ο Χριστός και μας έδειξε την αγίαν Πίστιν, το άγιον Βάπτισμα, τα Άχραντα Μυστήρια. Υβρίσθη, εδάρθη, εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον. Ανέστη την τρίτην ημέραν, επήγεν εις την κόλασιν, έβγαλε τον Αδάμ και την Εύαν και το γένος του. Έγινε χαρά εις τον ουρανόν, εις τον άδην και εις όλον τον κόσμον. Φαρμάκι και σπαθί δίστομον εις τους Εβραίους και εις τον διάβολον. Ανελήφθη εις τους ουρανούς και εκάθησεν εκ δεξιών του Πατρός, να συμβασιλεύη αιωνίως, να προσκυνήται και από τους αγγέλους. Ζητήσατε να μάθετε πως σήμερον, αύριον περιμένομεν το τέλος του κόσμου. Είσθε φρόνιμοι και γνωστικοί, καταλάβετε και μόνοι σας το καλόν και κάμνετέ το.
Τώρα τι σας φαίνεται εύλογον να κάμωμεν; Έχω δύο λογισμούς. Ο ένας λογισμός μου λέγει: φθάνουν αυτά οπού είπες εις τους χριστιανούς, και σήκω πρωί, πήγαινε και εις άλλο μέρος να διδάξης. Ο άλλος μου λέγει: Μη πηγαίνεις . Κάθησε και να τους ειπής και τα επίλοιπα και αύριον φεύγεις.
- Σεις τι λέγετε . Να φύγω ή να καθήσω;
- Να καθήσης, άγιε του Θεού.
- Καλά, παιδιά μου, να καθήσω . Αμή είναι καλά να δουλεύη ένας άνθρωπος ένα αμπέλι, ή να βόσκη πρόβατα και να μη φάγη εκ του καρπού των; Τώρα και εγώ εδώ οπού ήλθα και κοπιάζω είναι καλόν να μη μου δώσητε ολίγην παρηγορίαν, πληρωμήν; Και τι πληρωμήν θέλω εγώ; Χρήματα; Και τι να τα κάμω; Εγώ, με την χάριν του Θεού, μήτε σακκούλα έχω, μήτε σπίτι, μήτε άλλο ράσο . Και το σκαμνί οπού έχω ιδικόν σας είναι, το οποίον εικονίζει τον τάφον μου. Ετούτος ο τάφος έχει την εξουσίαν να διδάξη βασιλείς, πατριάρχας, αρχιερείς, ιερείς, άνδρας και γυναίκας, νέους και γέροντας και όλον τον κόσμον. Ανίσως και επεριπατούσα διά άσπρα, θα ήμουν τρελλός και ανόητος . Αμή τι είναι η πληρωμή μου; Να καθήσετε από πέντε, δέκα, να συνομιλήτε αυτά τα θεία νοήματα, να τα βάλετε μέσα εις την καρδίαν σας, διά να σας προξενήσουν την αιώνιον ζωήν. Δεν είναι, αδελφοί μου, λόγοι ιδικοί μου όσα σας είπον, αλλά του Αγίου Πνεύματος, από την Αγίαν Γραφήν. Αυτά οπού σας είπα το ίδιον είναι ωσάν να κατέβη ο ίδιος ο Θεός να σας τα ειπή. Τώρα ανίσως και τα κάμνετε και τα βάλλετε εις τον νουν σας, δεν με φαίνεται και εμέ τίποτε ο κόπος. Ει δε και δεν τα κάμνετε, φεύγω λυπημένος, με τα δάκρυα στα μάτια.
- Έχετε σχολείον εδώ εις την χώραν σας να διαβάζουν τα παιδιά;
- Δεν έχομεν, άγιε του Θεού.
- Να μαζευθήτε όλοι να κάμετε ένα σχολείον καλόν, να βάλετε και επιτρόπους να το κυβερνούν, να βάνουν διδάσκαλον να μανθάνουν όλα τα παιδιά γράμματα, πλούσια και πτωχά. Διότι από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάς, τι είναι Άγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, αρετή, κακία . τι είναι ψυχή, σώμα κ.λ.π. Διότι χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος . Από το σχολείον ανοίγει το μοναστήριον.
Αν δεν ήτο σχολείον, πού ήθελα μάθει εγώ να σας διδάσκω;
Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός, αδελφοί μου, ο γλυκύτατος αυθέντης και δεσπότης, ο ποιητής των αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, παρακινούμενος ο Κύριος από την πολλήν Του αγαθότητα, οπού έχει εις το γένος μας, σιμά εις άπειρα χαρίσματα οπού μας εχάρισε και μας χαρίζει καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν και στιγμήν, εκατεδέχθη και έγινε τέλειος άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου και από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, δια να μας κάμη υιούς και κληρονόμους της βασιλείας Του, να χαίρωμεν πάντοτε εις τον παράδεισο μαζί με τους Αγγέλους και να μη καιώμεθα εις την κόλασιν με τους ασεβείς και τους διαβόλους.
Καθώς ένας άρχοντας έχει αμπέλια και χωράφια και βάνει εργάτας, ούτω και ο Κύριος ωσάν αμπέλι έχειν όλον τον κόσμο. Και επήρε δώδεκα Αποστόλους , και τους έδωκε την χάριν Του και την ευλογία Του, και τους έστειλεν εις όλον τον κόσμο να διδάξουν τους ανθρώπους πώς να ζήσουν και εδώ καλά, ειρηνικά, ηγαπημένα, και μετά ταύτα να πηγαίνουν εις τον παράδεισον, να χαίρωνται πάντοτε. Να μετανοούν, να πιστεύουν και να βαπτίζωνται εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να έχουν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τον αδελφόν των. Και εις όποιαν χώρα πηγαίνουν οι Απόστολοι και τους δέχονται, τους παρήγγειλεν ο Κύριος να ευλογούν την χώραν εκείνην. Εις όποιαν χώραν πάλιν πηγαίνουν οι Απόστολοι και δεν τους δέχονται, τους παρήγγειλεν ο Κύριος να τινάζουν και τα τσαρούχια των και να φεύγουν. Έτσι οι άγιοι Απόστολοι λαμβάνοντες την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ως φρόνιμοι και πιστοί δούλοι του Χριστού μας, έτρεξαν ωσάν αστραπή εις όλον τον κόσμον. Με εκείνην την χάριν ιάτρευον τυφλούς και κωφούς και λεπρούς και δαιμονισμένους, και, το μεγαλύτερον, με το όνομα του Χριστού μας επρόσταζον τους νεκρούς και ανεσταίνονται. Και εις όποιαν χώραν επήγαινον οι άγιοι Απόστολοι και τους εδέχοντο οι άνθρωποι, τους έκαμνον χριστιανούς, εχειροτόνουν αρχιερείς και ιερείς, συνέστηναν εκκλησίας, και ευλογούσαν την χώραν εκείνην, και εγίνετο ένας επίγειος παράδεισος, χαρά και ευφροσύνη, κατοικία των αγγέλων, κατοικία του Χριστού μας. Εις όποιαν χώραν επήγαινον και δεν τους εδέχοντο οι άνθρωποι, τους παρήγγειλε να τινάζουν και τα υποδήματά των, και έμενεν εις εκείνην την χώραν κατάρα και όχι ευλογία, κατοικία του διαβόλου και όχι του Χριστού μας.
Πρέπον και εύλογον είναι ένας διδάσκαλος, όταν θέλει να διδάξει, να εξετάζει πρώτον τι ακροατάς έχει, ομοίως και οι ακροαταί να εξετάζουν τι διδάσκαλος είναι.
Και γω, αδελφοί μου, που ηξιώθην και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον τον αποστολικόν δια την ευσπλαχνίαν του Χριστού μας, εξέτασα πρώτον δια λόγους σας και έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού δεν είστε Έλληνες, δεν είστε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είστε βαπτισμένοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και είσθε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας. Και όχι μόνο δεν είμαι άξιος να σας διδάξω, αλλά μήτε τα ποδάρια σας να φιλήσω. Διότι ο καθένας από λόγους σας είναι τιμιώτερος απ’ όλον τον κόσμον. Πρέπει δε να ηξεύρετε και η ευγένειά σας διά λόγου μου, το ηξεύρω πώς άλλοι σας λέγουν άλλα, όμως αν ίσως και θέλετε να μάθετε την πάσαν αλήθειαν, εγώ σας την λέγω.
Η πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήϊνος και ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Απόκουρο. Ο πατήρ μου, η μήτηρ μου, το γένος μου, ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί. Είμαι λοιπόν και εγώ, αδελφοί μου, άνθρωπος αμαρτωλός, χειρότερος από όλους. Είμαι όμως δούλος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού του Εσταυρωμένου και Θεού. Όχι πως εγώ είμαι άξιος να είμαι δούλος του Χριστού, αλλ’ ο Χριστός μου με καταδέχεται δια την ευσπλαχνίαν Του. Τον Χριστόν μας λοιπόν, αδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω και προσκυνώ. Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με καθαρίσει από κάθε αμαρτίαν ψυχικήν και σωματικήν. Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με δυναμώσει να νικήσω τους τρεις εχθρούς : τον κόσμον, την σάρκα και τον διάβολον. Τον Χριστόν μας παρακαλώ να με αξιώσει να χύσω και εγώ το αίμα μου δια την αγάπην Του, καθώς το έχυσε και Εκείνος δια την αγάπην μου. Ανίσως, αδελφοί μου, και ήτο δυνατόν να ανεβώ εις τον ουρανόν να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην, να κυρήξω εις όλον τον κόσμον, πως μόνος ο Χριστός μας είναι Υιός και Λόγος του Θεού, και Θεός αληθινός, και ζωή των πάντων, ήθελα να το κάμω. Μα επειδή και δεν δύναμαι να πράξω εκείνο το μέγα, κάμνω τούτο το μικρόν, και περιπατώ και τόπον εις τόπον, και διδάσκω τους αδελφούς μου το κατά δύναμιν, όχι ως διδάσκαλος, άλλ’ ως αδελφός. Διδάσκαλος μόνος ο Χριστός μας είναι.
Πόθεν παρακινήθην, αδελφοί μου, θέλω να σας φανερώσω την αιτίαν.
Αναχωρών από την πατρίδα μου προ πενήντα ετών, επεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρα, χώρας και χωρία, και μάλιστα εις την Κωνσταντινούπολιν, και περισσότερον εκάθισα εις το Άγιον Όρος, δεκαεπτά χρόνους, και έκλαιον διά τας αμαρτίας μου. Σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα οπού μου εχάρισε ο Κύριός μου, με ηξίωσε και έμαθα ολίγα γράμματα Ελληνικά, έγινα και καλόγηρος.
Μελετώντας το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον εύρον μέσα πολλά και διάφορα νοήματα, τα οποία είναι όλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θυσαυρός, πλούτος, χαρά, ευφροσύνη, ζωή αιώνος. Σιμά εις τα άλλα εύρον και τούτον τον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, πως δεν πρέπει κανένας χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, να φροντίζει διά τον εαυτόν του μόνον πώς να σωθεί, αλλά να φροντίζει και για τους αδελφούς του να μη κολασθούν. Ακούοντας και γω, αδελφοί μου, τούτον τον γλυκύτατον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζομεν και διά τους αδελφούς μας, μ’ έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν τόσους χρόνους, ωσάν το σκουλήκι οπού τρώγει το ξύλον, τι να κάμω και εγώ στοχαζόμενος εις την αμάθειαν μου. Εσυμβουλεύτηκα τους πνευματικούς μου πατέρας, αρχιερείς, πατριάρχας τους εφανέρωσα τον λογισμόν μου, ανίσως και είναι θεάρεστον τέτοιον έργον να το μεταχειρισθώ, και όσοι με παρεκίνησαν να το κάμω, και μου είπον πως τέτοιον έργον, καλόν και άγιον είναι. Μάλιστα παρκινούμενος από τον Παναγιώτατον κύριον Σωφρόνιον, Πατριάρχην – να έχωμεν την ευχήν του - και λαμβάνοντας τας αγίας του ευχάς, άφησα την ιδικήν μου προκοπήν, το ιδικόν μου καλόν, και εβγήκα να περιπατώ από τόπον εις τόπον και διδάσκω τους αδελφούς μου.
Κάμνοντας αρχήν να διδάσκω μου ήλθεν ένας λογισμός εδώ οπού περιπατώ . Να ζητώ άσπρα, διότι ήμην φιλάργυρος και αγαπούσα τα γρόσια, ναι, μα και τα φλωρία περισσότερον όχι ωσάν την ευγενείαν σας που τα περιφρονείτε . ή δεν τα καταφρονείτε ;
Μελετώντας πάλιν το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, εύρον και άλλον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας. Πως χάρισμα σου έδωσα και εγώ την χάριν μου, χάρισμα να την δώσης και συ εις τους αδελφούς σου, χάρισμα να διδάσκεις, χάρισμα να συμβουλεύεις, χάρισμα να εξομολογείς, και ανίσως και ζητήσεις να πάρεις τίποτε πληρωμήν διά την διδαχήν, ή πολλά ή ολίγα ή ένα άσπρο, εγώ σε θανατώνω και σε βάνω εις την κόλασιν.
Ακούοντας και εγώ, αδελφοί μου, αυτόν τον γλυκύτατον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας χάρισμα να δουλεύομεν και τους αδελφούς μας, εις την αρχήν μου εφάνη βαρύς ο λόγος, ύστερον όμως μου εφάνη γλυκύτερος ώσπερ μέλι και κηρίον, και εδόξασα και δοξάζω χιλιάδες φορές τον Χριστόν μου οπού μ’ εφύλαξε από τούτο το πάθος της φιλαργυρίας, και με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού του εσταυρωμένου και Θεού δεν έχω μήτε σακκούλα, μήτε σπίτι, μήτε κασέλλα, μήτε άλλο ράσο από αυτό που φορώ, αλλά ακόμη παρακαλώ τον Κύριον μου μέχρι τέλους της ζωής μου να με αξιώσει να μην αποκτήσω σακκούλα, διότι ωσάν κάμω αρχήν να παίρνω άσπρα, ευθύς έχασα τους αδελφούς μου και δεν ημπορώ και τα δύο, ή τον Θεόν ή τον διάβολον.
Πρέπον και εύλογον είναι, χριστιανοί μου, καθώς μανθάμενομεν από το άγιο Ευαγγέλιον και από τας Θείας Γραφάς, να αρχίζομεν την διδασκαλίαν μας από τον Θεόν και όταν τελειώσωμεν, να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν. Όχι πως είμαι άξιος ν’ αναφέρω το όνομα του Θεού μου, αλλά ο Θεός καταδέχεται διά την ευσπλαχνίαν Του.
Αφήνομεν λοιπόν, αδελφοί μου, τας φλυαρίας των ασεβών, των αιρετικών, των αθέων, και λέγομεν μόνον όσα το Πνεύμα το Άγιον εφώτισε τους αγίους προφήτας Αποστόλους και Πατέρας της Εκκλησίας μας, και μας έγραψαν, και πάλιν όχι όλα να τα ειπούμεν, διότι δεν είναι δυνατόν. Θέλομεν χρόνους και καιρούς. Αλλά μερικά οπού φαίνονται αναγκαιότερα. Και όστις είναι φιλομαθής ας ζητήσει να μάθει και τα επίλειπα. Ο Πανάγαθος λοιπόν, αδελφοί μου, και πολυέλαιος Θεός είναι ένας, και όποιος λέγει ότι είναι πολλοί Θεοί, είναι διάβολος. Είναι δε και Τριάς, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα . Μια φύσις, μια δόξα, μια βασιλεία, ένας Θεός. Είναι δε ακατάλυπτος Κύριος ανερμήνευτος, παντοδύναμος, όλος φως, όλος χαρά, όλος ευσπλαχνία, όλος αγάπη. Δεν έχομεν κανένα παράδειγμα να παρομοιάσωμεν την Αγίαν Τρίαδα, επειδή και δεν εβρίσκεται άλλο εις τον κόσμον. Μα δια να λάβει παραμικρήν βοήθειαν ο νους μας, φέρουν μερικά παραδείγματα οι θεολόγοι της Εκκλησίας. Σιμά εις τα άλλα μας φέρνουν και τον ήλιον. Ο ήλιος ηξεύρομεν όλοι πως είναι ένας, ένας είναι και ο Θεός. Και καθώς ο ήλιος φωτίζει τούτον τον κόσμον τον αισθητόν, ούτω και η Αγία Τριάς, ο Θεός, φωτίζει τον νοητόν. Είπομεν, αδελφοί μου, πως ο ήλιος είναι ένας, μα είναι και τρία μαζί. Έχει ακτίνας, όπου έρχονται εις τα όμματά μας ωσάν γραμμαί, ωσάν κλωσταί. Έχει και φως, οπού εξαπλώνεται εις όλον τον κόσμον. Με τον ήλιον ομοιάζομεν τον άναρχον Πατέρα, με τας ακτίνας τον συνάναρχον Υιόν, και με το φως το ομοούσιον Πνεύμα. Είναι και άλλος τρόπος να καταλάβετε την Παναγίαν Τριάδα. Πώς; να εξομολογηθήτε καθαρά, να μεταλάβετε τα Άχραντα Μυστήρια με φόβον και με ευλάβειαν και τότε θα σας φωτίσει η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να καταλάβετε καλύτερα.
Αυτήν την Παναγίαν Τριάδα εμείς οι ευσεβείς και ορθόδοξοι χριστιανοί δοξάζομεν και προσκυνούμεν. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, και έξω από την Αγία Τριάδα όσοι λέγονται Θεοί είναι δαίμονες. Και όχι μόνον ημείς πιστεύομεν, δοξάζομεν, προσκυνούμεν την Αγίαν Τριάδα, αλλά ωσάν τα άστρα του ουρανού, και ωσάν την άμμον της θαλάσσης, προφήται, απόστολοι, μάρτυρες, ασκηταί έχυσαν το αίμα των διά την αγάπην της Αγίας Τριάδος και ηγόρασαν τον παράδεισον και χαίρονται πάντοτε. Ομοίως άνδρες και γυναίκες ηρνήθησαν τον κόσμων, επήγαν εις φας έρημους και ασκητειών εις πλην των την ζουν, και επείγον εις τον παράδεισων. Επίσης άνδρες και γυναίκες έζησαν μέσα εις τον κόσμων με σωφροσύνη και παρθένια, με νηστείας, προσευχές, ελεημοσύνες, με έργα καλά, και πέρασαν και εδώ καλά και επήγαν εις τον παράδεισων να χαίρονται πάντοτε.
Δεν ευρίσκεται τόπος οπή να λείπει ο Θεός. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί, όταν θέλομεν να κάμομεν καμίαν αμαρτίαν, να στοχαζόμεθα ότι ο Θεός είναι μέσα εις την καρδίαν μας, είναι πανταχού παρών και μας βλέπει. Να εντρεπόμεθα τους αγγέλους, τους αγίους, και μάλιστα τον άγγελον τον φύλακα της ψυχής μας, οπού μας βλέπει. Από ένα μικρόν παιδίον εντρεπόμεθα, όταν θα κάμομεν την αμαρτίαν, και πώς να μην εντρεπόμεθα από τόσους αγίους και αγγέλους;
Ο Πανάγαθος και πολυέλεος Θεός, αδελφοί μου, έχει πολλά και διάφορα ονόματα. Λέγεται και φως, και ζωή, και ανάστασις. Όμως το κύριον όνομα του Θεού μας είναι και λέγεται αγάπη. Πρέπει ημείς, ανίσως και θέλωμεν να περάσωμεν και εδώ καλά, να πηγαίνωμεν και εις τον παράδεισον, και να λέγωμεν τον Θεόν μας αγάπην και πατέρα, πρέπει να έχομεν δύο αγάπας. Αγάπην εις τον Θεόν μας, και εις τους αδελφούς μας. Φυσικόν μας είναι να έχωμεν αυτάς τας δύο αγάπας. Παρά φύσιν είναι να μη τας έχωμεν. Και καθώς ένα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγας διά να πετά εις τον αέρα, ούτω και ημείς χρειαζόμεθα αυτάς τας δύο αγάπας, διότι χωρίς αυτών είναι αδύνατον να σωθώμεν. Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπώμεν τον Θεόν μας, διότι μας εχάρισε τόσην γην μεγάλην εδώ να κατοικώμεν πρόσκαιρα, τόσες χιλιάδες φυτά, βρύσες, ποταμούς, θαλάσσας, αέρα, ημέραν, νύχτα, ουρανόν, ήλιον κ.λ.π. Όλα αυτά διά ποιόν τα έκαμεν, ειμή δι’ ημάς; Τι μας εχρεώστει; Τίποτε. Όλα χάρισμα. Μας έκαμεν ανθρώπους, δεν μας έκαμεν ζώα . Μας έκαμεν ευσεβείς ορθόδοξους χριστιανούς, και όχι ασεβείς αιρετικούς. Αν και αμαρτάνομεν χιλιάδες φορές την ώραν, μας ευσπλαχνίζεται ωσάν πατέρας και δεν μας θανατώνει να μας βάλη εις την κόλασιν, αλλά περιμένει την μετάνοιάν μας με τας αγκάλας ανοικτάς, πότε να μετανοήσωμεν να παύσωμεν από τα κακά, και να κάμομεν τα καλά, να εξομολογηθώμεν, να διορθωθώμεν, να μας εναγκαλισθεί, να μας βάλη εις τον παράδεισο να χαιρόμεθα πάντοτε.
Τώρα λοιπόν τοιούτον γλυκύτατον Θεόν και Δεσπότην δεν πρέπει και ημείς να τον αγαπώμεν, και αν τύχει ανάγκη, να χύσομεν και το αίμα μας χιλιάδες φορές διά την αγάπην του καθώς το έχυσε και Εκείνος διά την αγάπην μας; Ένας άνθρωπος σε κράζει εις τον οίκον του και θέλει να σε φιλεύση ένα ποτήρι κρασί, και πάντοτε εις όλην σου την ζωήν θε να τον εντρέπεσαι και τον τιμάς. Και τον Θεόν δεν πρέπει να τιμάς και να εντρέπεσαι, οπού σου εχάρισε τόσα καλά και εσταυρώθηκε διά την αγάπην σου; Ποιος πατέρας εσταυρώθηκε διά τα παιδιά του καμίαν φορά; Και ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός έχυσε το αίμα του και μας ηξηγόρασεν από τας χείρας του διαβόλου. Τώρα δεν πρέπει και ημείς να αγαπώμεν τον Χριστόν μας; Ημείς όχι μόνον δεν τον αγαπώμεν, αλλά τον υβρίζομεν καθ’ ημέραν με τας αμαρτίας μας οπού κάμνομεν. Αμή ποίον θέλετε να αγαπώμεν, αδελφοί μου; Να αγαπώμεν τον διάβολον, οπού μας από τον παράδεισον και μας έφερεν εις τον κατηραμένον τούτον κόσμο και παθαίνομεν τόσα κακά; Και έχει προαίρεσιν ο διάβολος, αν ηδύνατο αυτήν την ώραν να μας θανατώση όλους και να μας βάλη εις την κόλασιν, το έκαμνε.
Τώρα σας ερωτώ, αδελφοί μου, να μου ειπήτε, ποιόν πρέπει να μισούμε τον διάβολον, τον εχθρό μας, ή ν’ αγαπώμεν τον Θεόν μας, τον ποιητήν μας, τον πλάστην μας;
- Ναι, άγιε του Θεού.
- Πολύ καλά το λέγετε, να έχω την ευχήν σας, και εγώ το λέγω, μα και ο Θεός χρειάζεται στρώμα διά να καθήση . Ποίον δε είναι; Η αγάπη. Ας έχωμεν λοιπόν και ημείς την αγάπη εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας και τότε έρχεται ο Θεός μας και μας χαροποιεί, και μας φυτεύει εις την καρδίαν μας την ζωήν την αιώνιον, και περνούμεν και εδώ καλά και πηγαίνουμεν και εις τον παράδεισον να ευφραινώμεθα πάντοτε.
Ημείς όχι μόνον δεν έχωμεν την αγάπην, αλλά έχωμεν το μίσος και την έχθραν εις την καρδίαν μας και μισούμεν τους αδελφούς μας. Έρχεται ο πονηρός διάβολος και μας πικραίνει και βάνει τον θάνατο εις την ψυχήν μας και περνούμεν και εδώ κακά, και πηγαίνομεν εις την κόλασιν και καιόμεθα πάντοτε.
Φυσικόν μας είναι να αγαπώμεν τους αδελφούς μας . Διότι είμεθα μιας φύσεως, έχωμεν ένα βάπτισμα, μίαν πίστην, τα Άχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ένα παράδεισον ελπίζομεν ν’ απολαύσομεν. Καλότυχος εκείνος ο άνθρωπος που αξιώθηκε και έλαβεν εις την καρδίαν του αυτά τας δύο αγάπας εις τον Θεόν, και εις τους αδελφούς του. Διότι όποιος έχει τον Θεόν εις την καρδίαν του, έχει πάντα τα αγαθά, και αμαρτίαν δεν υποφέρει και κάμει . Και όστις δεν έχει τον Θεόν εις την καρδίαν έχει τον διάβολον, και κάμνει πάντα τα κακά και όλας τας αμαρτίας. Χίλιας χιλιάδας καλά να κάμνωμεν, αδελφοί μου, νηστείας προσευχάς, ελεημοσύνας, και το αίμα μας να χύσωμεν διά τον Χριστόν μας, και δεν έχωμεν αυτάς τας δύο αγάπας, αλλά έχωμεν το μίσος και την έχθραν εις τους αδελφούς μας, όλα εκείνα τα καλά οπού εκάμαμεν είναι του διαβόλου και εις την κόλασιν πηγαίνομεν. Μα καλά, λέγετε, εκεί με εκείνην την ολίγην έχθραν οπού έχωμεν εις τους αδελφούς μας, έχοντες τόσα καλά καμωμένα εις την κόλασιν πηγαίνομεν; Ναι, αδελφοί μου, διότι εκείνη η έχθρα είναι φαρμάκι του διαβόλου. Και καθώς βάνομεν μέσα εις εκατόν οκάδας αλεύρι ολίγον προζύμι, και έχει τόσιν δύναμιν και ανακουφίζει όσον ζυμάρι και αν είναι, έτσι είναι και η έχθρα. Όλα έμειναν τα καλά οπού εκάμαμεν τα γυρίζει και τα κάμνει φαρμάκι του διαβόλου.
Εδώ, χριστιανοί μου, πώς πηγαίνετε, έχετε την αγάπην ανάμεσόν σας; Ανίσως και θέλετε να σωθήτε, κανένα άλλο πράγμα να μη ζητήσετε εδώ εις τον κόσμον από την αγάπην. Είναι εδώ κανένας από την ευγενείαν σας οπού να έχει αυτήν την αγάπην εις τους αδελφούς του; Ας σηκωθεί επάνω να μου το ειπεί, να τον ευχηθώ και εγώ, να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσι, να λάβη μίαν συγχώρησιν, οπού να έδινεν χιλιάδες φλωρία δεν την εύρισκεν.
- Εγώ, άγιε του Θεού, αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου.
- Καλά, παιδί μου, έχε την ευχή μου. Πως σε λέγουν το όνομά σου;
- Κώστα.
- Τι τέχνη κάμνεις;
- Πρόβατα φυλάγω.
- Το τυρί όταν το πωλείς το ζυγιάζεις;
- Το ζυγιάζω.
- Εσύ, παιδί μου, έμαθες να ζυγιάζεις το τυρί και εγώ να ζυγιάζω την αγάπην. Το ζύγι εντρέπεται τον αυθέντην του;
- Όχι.
- Τώρα να ζυγιάσω και εγώ την αγάπην σου, και αν είναι σωστή και δεν είναι ξύγικη, τότε να σε ευχηθώ και γω, να βάλω και όλους τους χριστιανούς να σε συγχωρήσωσι. Πώς να σε καταλάβω, παιδί μου, πως αγαπάς τους αδελφούς σου; Εγώ τώρα που περιπατώ και διδάσκω εις τον κόσμον, λέγω πως τον κυρ Κώστα τον αγαπώ ωσάν τα μάτια μου. Μα εσύ δεν το πιστεύεις. Θέλεις να με δοκιμάσεις πρώτον, και τότε να με πιστεύσεις. Εγώ έχω ψωμί να φάγω, εσύ δεν έχεις . Ανίσως και σου δώσω κομμάτι και σε, οπού δεν έχεις τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Άμμοι εγώ να φάγω όλο το ψωμί και εσύ να πεινάς τι φανερώνω; Πως η αγάπη οπού έχω εις σε είναι ψεύτικη. Έχω δύο ποτήρια κρασί να πιώ, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και δώσω και σε απ’ αυτό να πιείς, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Αμή ανίσως και δε σου δώσω, είναι κάλπικη η αγάπη. Είσαι λυπημένος. Απέθανεν η μήτηρ σου, ο πατήρ σου. Ανίσως και έλθω να σε παρηγορήσω, τότε είναι αληθινή η αγάπη μου. Αμή ανίσως συ κλαίεις και θρηνείς και γω τρώγω, πίνω και χορεύω, ψεύτικη είναι η αγάπη μου. Το αγαπάς εκείνο το φτωχό παιδί;
- Το αγαπώ.
- Αν το ηγάπας, του έπαιρνες ένα υποκάμισο οπού είναι γυμνό, να παρακαλεί και εκείνο διά την ψυχήν σου. Τότε είναι αληθινή η αγάπη, αμή τώρα είναι ψεύτικη. Δεν είναι έτσι, χριστιανοί μου; Με ψεύτικην αγάπην δεν πηγαίνομεν εις τον παράδεισον. Τώρα σαν θέλεις να κάμεις την αγάπην μάλαμα, πάρε και ένδυσε τα φτωχά παιδιά, και τότε να βάλω να σε συγχωρήσωσι. Το κάμνεις τούτο;
- Το κάμνω.
- Χριστιανοί μου, ο Κώστας εκατάλαβε πως η αγάπη που είχε ως τώρα ήτο ψεύτικη, και θέλει να την κάμει μάλαμα, να ενδύσει τα πτωχά παιδιά. Επειδή και τον επαιδεύσαμεν, σας παρακαλώ να ειπείτε δια τον κυρ Κώστα τρεις φοράς: ο Θεός συγχωρήσησει και ελεήσει αυτόν.
Ο Πανάγαθος και ο Πολυέλεος Θεός είναι και λέγεται αγάπη . Είναι και λέγεται Τριάς. Παρακινούμενος ο Κύριος από την ευσπλαχνίαν του έκαμε πρώτον δέκα τάγματα αγγέλους. Οι άγγελοι είναι πνεύματα πύρινα, άυλα, καθώς είναι η ψυχή μας. Το κάθε τάγμα είναι ως τα άστρα του ουρανού. Ποιός επαρακίνησε τον Θεόν και τους έκαμεν; Η ευσπλαχνίαν του. Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, ανίσως και θέλομεν να λέγομεν τον Θεόν μας πατέρα, να είμεθα εύσπλαχνοι, να κάμνωμεν τους αδελφούς μας να ευφραίνωνται και τότε να λέγωμεν τον Θεόν πατέρα. «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς…». Ει δε και είμεθα άσπλαχνοι, σκληρόκαρδοι και κάμνομεν τους αδελφούς μας και φαρμακεύονται και βάνομεν τον θάνατον εις την καρδίαν των, δεν πρέπει να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, αλλά τον διάβολον, διότι ο διάβολος θέλει να κάμνωμεν τους αδελφούς μας να φαρμακεύονται, και όχι ο Θεός.
Και έτσι αδελφοί μου, το πρώτον τάγμα από τους αγγέλους οπού προείπομεν, έπεσε εις την υπερηφάνειαν και εζήτησε να δοξασθή ίσα με τον Θεόν. Από εκεί οπού ήτο άγγελος φωτεινός και λαμπρότατος, έγινε διάβολος σκοτεινόνατος, και πολέμιος των ανθρώπων . Και έχει να καίεται πάντοτε εις την κόλασιν. Και όταν ακούωμεν διάβολον, αυτός είναι οπού ήτο πρώτος άγγελος . Αυτός είναι οπού παρακινεί τους ανθρώπους να υπερηφανεύωνται, να φονεύουν, να κλέπτουν. Αυτός είναι οπού εμβαίνει μέσα είς αποθαμένων ανθρώπων και φαίνεται ως ζωντανός και τον λέγομεν βρυκόλακα. Αυτός είναι οπού εμβαίνει και μέσα είς ζωντανών ανθρώπων και παίρνει την εικόνα του Χριστού, της Παναγίας ή τίνος Αγίου, τρέχων άνω και κάτω ωσάν δαιμονισμένος και λέγει ότι κάμνει θαύματα. Αυτός είναι ο διάβολος οπού εμβαίνει εις τον άνθρωπον και σεληνιάζεται, και δαιμονίζεται. Και ας είναι δεδοξασμένος ο Θεός οπού μας εχάρισε τρία άρματα με τα οποία να τον πολεμώμεν. Ανίσως και είναι εδώ τινάς από σας και δαιμονίζεται, και θέλει να μάθει τα ιατρικά, εύκολον είναι . Εξομολόγησης, νηστεία και προσευχή. Όσον εξομολογήται ο άνθρωπος, νηστεύει και προσεύχεται, τόσον κατακαίεται και φεύγει ο διάβολος.
Ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα από την αγγελικήν δόξαν και έγιναν δαίμονες, τα άλλα εννέα τάγματα εταποινώθησαν και έπεσον και προσεκύνησαν την Παναγίαν Τριάδα και εστάθησαν εις τον τόπον των να χαίρονται πάντοτε. Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να στοχαζόμεθα τι κακόν πράγμα είναι η υπερηφάνεια. Εκρήμνισε τον διάβολον από την αγγελικήν δόξαν και έχει να καίεται εις την κόλασην πάντοτε. Και πως η ταπείνωσης εβάσταξε τους αγγέλους εις τον ουρανόν να χαίρονται πάντοτε εις εκείνην την δόξαν της Αγίας Τριάδος. Πρέπει ακόμη να στοχασθώμεν πως ο πανάγαθος Θεός μισεί τον υπερήφανον και αγαπά τον ταπεινόν. Και όχι μόνον ο Θεός, αλλά και ημείς, όταν ιδούμε τινά ταπεινόν, τον βλέπομεν ως άγγελον, μας φαίνεται ν’ ανοίξωμεν την καρδίαν μας να τον βάλομεν μέσα. Και όταν ιδούμεν τινά υπερήφανον, τον βλέπομεν ως τον διάβολον, γυρίζομεν το προσωπόν μας εις άλλο μέρος να μην τον βλέπομεν. Ας φύγωμεν λοιπόν, αδελφοί μου, την υπερηφάνειαν, διότι είναι αγγελική, είναι δρόμος οπού μας πηγαίνει εις τον παράδεισον. Εδώ πως πηγαίνετε; Την ταπείνωσην αγαπάτε ή την υπερηφάνειαν; Όσoις αγαπά την ταπείνωσην ας σηκωθεί επάνω να μου το ειπεί, να τον ευχηθώ.
- Εγώ, άγιε του Θεού, αγαπώ την ταπείνωσιν.
- Έκβαλε τα φορέματά σου, ενδύσου πενιχρά φορέματα και γύρισε εις την αγοράν. Δεν το κάμνεις; Εντρέπεσαι; Κάμε άλλο. Κόψε το μισό σου μουστάκι και έβγα εις το παζάρι. Μήτε και αυτό το κάμνεις; Δεν το λέγω δι’ εσέ μόνον, αλλά διά να το ακούσουν και οι άλλοι. Να μη λέγετε ότι είσθε ταπεινοί. Με βέπετε και εμέ με αυτά τα γένεια; Είναι γεμάτα υπερηφάνειαν και ο Θεός να την ξερριζώση από την καρδίαν μας. Ο χριστιανός χρειάζεται δύο πτέρυγας διά να πετάξη να υπάγη εις τον παράδεισον, την ταπείνωσιν και την αγάπην.
Ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα και έγιναν δαίμονες, τότε επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός και έγινεν ο κόσμος ούτος. Και από τον καιρόν οπού έκαμε τον κόσμον είναι 7288 χρόνοι . Είναι δε ο κόσμος ούτος ως αυγό, και καθώς είναι ο κρόκος εις την μέσην του αυγού, έτσι είναι και γη ποιημένη από τον Θεόν να στέκη χωρίς να εγγίζη εις κανέν άλλο μέρος. Και καθώς είναι το ασπράδι ολόγυρα εις τον κρόκον, έτσι είναι και ο αέρας εις την γην, και καθώς είναι ο φλοιός ολόγυρα, έτσι είναι και ο ουρανόςολόγυρα από την γην. Ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα είναι κολλημένα εις τον ουρανόν. Η γη είναι στρογγυλή, και όπου πηγαίνει ο ήλιος, εκεί γίνεται ημέρα, η νύχτα δε είναι ο ίσκιος της γης. Τώρα εδώ έχομεν βράδυ, εις άλλο μέρος είναι αυγή, και καθώς είναι άνθρωποι εδώ εις την γην, έτσι είναι και υποκάτω της γης. Διά αυτό ενομοθέτησαν οι άγιοι πατέρες να βάφομεν τα αυγά κόκκινα την Λαμπρήν. Διότι το αυγό σημαίνει τον κόσμον, το δε κόκκινον το αίμα του Χριστού μας, οπού έχυσεν εις τον Σταυρόν και αγίασεν όλον τον κόσμον. Πρέπει και ημείς να χαιρώμεθα και να ευφραινώμεθα χιλιάδες φορές, πως έχυσεν ο Χριστός το αίμα του και μας εξηγόρασεν από τας χείρας του διαβόλου. Μα πάλιν να κλαίωμεν και να θρηνώμεν, πως αι αμαρτίαι μας εσταύρωσαν τον Υιόν του Θεού, τον Χριστόν μας.
Επρόσταξεν ο Θεός και έγιναν επτά ημέραι . Και πρώτην έκαμε την Κυριακήν και την εκράτησε διά λόγου του . Και τας άλλας εξ τας εχάρισεν εις ημάς να εργαζώμεθα διά τα ψεύτικα ταύτα, γήινα, και την Κυριακήν να σχολάζωμεν και να πηγαίνωμεν εις τας εκκλησίας μας να δοξάζωμεν τον Θεόν μας, να ιστάμεθα με ευλάβειαν, ν’ ακούωμεν το άγιον Ευαγγέλιον και τα λοιπά βιβλία της Εκκλησίας μας. Τι μας παραγγέλει ο Χριστός μας να κάμνωμεν; Να στοχαζώμεθα τας αμαρτίας μας, τον θάνατον, την κόλασιν, τον παράδεισον, την ψυχήν μας οπού είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον, να τρώγωμεν και να πίνωμεν το αρκετόν μας, ομοίως και τα ρούχα μας τα αρκετά, τον δε επίλοιπον καιρόν να τον εξοδεύωμεν διά την ψυχήν μας, να την κάμνωμεν νύμφην του Χριστού μας, και τότε πρέπει να λεγώμεθα άνθρωποι και επίγειοι άγγελοι . Ει δε και ζητούμεν πώς να τρώγωμεν, πώς να πίνωμεν, πώς να αμαρτάνωμεν, πώς να στολίζωμεν τούτο το βρώμικο σώμα, οπού αύριον θα το φάνε τα σκουλήκια, και όχι διά την ψυχήν οπού είναι αθάνατος, τότε δεν πρέπει να λεγώμεθα άνθρωποι, αλλά ζώα. Λοιπόν κάμετε το σώμα δούλον της ψυχής και τότε να λέγεσθε άνθρωποι.
Την πρώτη ημέραν επρόσταξεν ο Θεός και έγινε το φως. Την δευτέραν έγινεν ο ουρανός, η γη, τα νερά, ο αέρας κ.λπ. Την τρίτην έγιναν τα χόρτα και τα φυτά. Την τετάρτην ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα. Την πέμπτην η θάλασσα, τα οψάρια και τα πετεινά. Την Παρασκευή πρόσταξε την και έβγαλαν όλα τα ζώα.
Ο άνδρας και η γυναίκα εις τον κόσμον δεν ήσαν. Επήρεν ο Θεός από την γην χώμα και έπλασεν ένα άνδρα ωσάν ημάς, και ενεφύσησε και του εχάρισε ψυχήν αθάνατον . Και καθώς ημείς οι άνθρωποι βάνομεν αλεύρι και νερό και τα ζυμώνομεν και κάμνομεν ένα ψωμί, ούτω και ο Θεός. Πρέπει και ημείς να στοχασώμεν τι είναι το σώμα και τι είναι η ψυχή. Το σώμα είναι χώμα και αύριον θα το φάγουν τα σκουλήκια, και ανάγκη είναι η ψυχή να χαίρεται πάντοτε εις τον παράδεισον, ανίσως και κάμη καλά, ή να κατακαίεται εις την κόλασιν, αν κάμη κακά.
Τούτο το σώμα οπού βλέπετε, αδελφοί μου, είναι το φόρεμα της ψυχής. Η ψυχή είναι άνθρωπος. Η ψυχή είναι οπού βλέπει, ακούει, ομιλεί, περιπατεί, μανθάνει επιστήμας, δίδει ζωήν εις το σώμα, και δεν το αφήνει να βρωμήση. Και άμα έβγη η ψυχή, τότε βρωμά, σκουληκίαζει το σώμα. Το κορμί έχει τα όμματα, μα δεν βλέπει. Έχει τα ώτα, μα δεν ακούει. Ομοίως και αι λοιπαί αισθήσεις του σώματος, αλλά όλα ενεργούνται δια της ψυχής.
- Τον κλάιετε τον αποθαμένον;
- Τον κλαίομεν.
- Ως φαίνεται, σας πονεί δι’αυτόν. Και πόσας ημέρας τον φυλάγετε;
- Δύο, τρεις ώρας.
- Τόσην αγάπην έχετε εις τον ταλαίπωρον; Από την σήμερον να μη τον θάπτετε, αλλά μα τον φυλάττετε είκοσι-τέσσερες ώρες, και να μαζεύεσθε όλοι, μικροί και μεγάλοι, και να τον στοχάζεσθε καλά, διότι καλλίτερος διδάσκαλος δεν είναι άλλος από τον θάνατον. Και να μη τους κλαίετε τους αποθαμένους, διότι βλάπτετε και τον εαυτόν σας και εκείνους. Και αι γυναίκες όσες έχετε λερωμένες μπόλιες να τις ρίψετε.
Όταν έκαμεν ο Θεός τον άνδρα, έλαβεν ο πανάγαθος μίαν πλευράν απ’ αυτόν και έκαμε την γυναίκα, και του την έδωκε διά σύντροφον. Ίσια την έκαμε ο Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέρα.
- Εδώ πώς τας έχετε τας γυναίκας;
- Διά κατωτέρας.
- Ανίσως, αδελφοί μου, και θέλετε να είσθε καλλίτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάμνετε και έργα καλλίτερα από αυτάς. Ει δε και αι γυναίκες κάμνουν καλλίτερα και πηγαίνουν εις τον παράδεισον και ημείς εις την κόλασιν, τι μας ωφελεί; Είμεθα άνδρες και κάμνομεν χειρότερα. Εγώ βλέπω εδώ οπού περιπατώ και διδάσκω. Είπα ένα λόγον διά τας γυναίκας και σκέπτονται να ρίψουν τα περιττά σκουλαρίκια, δακτυλίδια και με ήκουσαν ευθύς. Βλέπω οπού τρέχουν να εξομολογηθούνε. Είπα και ένα λόγον διά τους άνδρας . φυσικόν είναι του ανδρός όταν πηγαίνη πενήντα χρονών να βγάνη τα γένεια. Και εγώ βλέπω εδώ και είναι εξήντα και ογδοήντα χρονών γέροντες και ακόμη ξυρίζονται. Δεν το εντρέπεστε να ξυρίζεστε; Δεν ήξευρεν ο Θεός οπού έδωκε τα γένεια; Και καθώς είναι άπρεπον μία γυναίκα γερόντισσα να στολίζεται και να βάνη φτιασίδια, ομοίως και ένας γέρων, όταν ξυρίζεται. Το σιτάρι, όταν παίρνη και ασπρίζη, τι θέλει; Θερισμόν. Ομοίως και ο άνθρωπος, τον παίρνη και ασπρίζη, τι φανερώνει; Τον θάνατον.
- Είναι κανένας εδώ και θέλει να αφήση τα γένεια του; Ας σηκωθή να μου το ειπή, να γίνωμεν αδελφοί, να τον ευχηθώ και εγώ και να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρήσωσι.
- Εγώ είμαι, διδάσκαλε.
- Καλά, έχε την ευχήν μου. Παρακαλείτε τον Θεόν δι’ εμένα τον αμαρτωλόν, να παρακαλώ και εγώ διά λόγου σας, όσον καιρόν και αν ζήσω. Το κάμνετε;
- Το κάμνομεν, άγιε του Θεού.
- Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε δι’ όσους αφήσουν τα γένεια, τρεις φορές, «ο Θεός συγχωρήσαι και ελεήσαι αυτούς». Ζητήσατε και η ευγένιά σας συγχώρησιν και άμποτε να σας φωτίση ο Θεός, καθώς αφήκατε τα γένεια, να αφήσετε και τας αμαρτίας. Και σεις οι νέοι να τους τιμάτε. Και αν τύχη ένας άνθρωπος και είναι τριάντα χρονών οπού άφησε τα γένεια του, έτυχε και ένας 50 ή 60 ή 100 και ξυρίζεται, να βάλης εκείνον οπού άφησε τα γένεια παραπάνω να καθήση από εκείνον οπού ξυρίζεται, τόσον εις την Εκκλησίαν, όσον και εις το τραπέζι. Δεν σας λέγω πάλιν ότι τα γένεια σε πάνε εις τον παράδεισον, αλλά τα καλά έργα. Και τα φορέματά σου να είναι ταπεινά, και το φαγί σου και το πιοτό σου, και όλη σας η συμπεριφορά να είναι χριστιανική, διά να δίδετε το καλόν παράδειγμα και εις τους άλλους. Ο άνδρας, αδελφοί μου, εγέννησε την γυναίκα από την πλευρά του χωρίς γυναίκα, και πάλιν έγινε γερός. Εδανείσθη εκείνην την πλευράν από τον άνδρα και την εχρωστούσε. Εγεννήθησαν ωσάν τα άστρα του ουρανού γυναίκες εις τον κόσμον, αλλά δεν εφάνη καμμία αξία να γεννήση άνδρα, να πληρώση την πλευράν οπού εχρεωστούσε, παρά η Δέσποινα Θεοτόκος, οπού ηξιώθη διά την καθαρότητά της και εγέννησε τον γλυκύτατον Χριστόν εκ Πνεύματος Αγίου, χωρίς άνδρα, παρθένος, και πάλιν έμεινε παρθένος, και επλήρωσεν εκείνην την πλευράν.
Ακούετε, αδελφοί μου, τι χαρμόσυνα μυστήρια έχει η αγία μας Εκκλησία; Μα τα έχει κρυμμένα και θέλουν ξεσκέπασμα. Διά τούτο πρέπει να μάθετε όλοι σας γράμματα, διά να καταλαμβάνετε πως περιπατείτε. Πρέπει και συ, ω άνδρα, να μη μεταχειρίζεσαι την γυναίκα σου ωσάν σκλάβα, διότι πλάσμα του Θεού είναι και εκείνη καθώς και συ. Τόσον εσταυρώθηκεν ο Θεός δι’ εσέ, όσον και δι’ εκείνην. Πατέρα λέγεις εσύ τον Θεόν, πατέρα τον λέγει και εκείνη. Έχετε μίαν πίστιν, ένα βάπτισμα. Δεν την έχει ο Θεός κατωτέραν. Διά τούτο την έκαμεν από την μέσην του ανδρός, διά να είναι ο άνδρας ωσάν την κεφαλήν και η γυναίκα το σώμα. Διά τούτο δεν την έκαμεν από το κεφάλι, διά να μη καταφρονή τον άνδρα. Ομοίως πάλιν δεν την έκαμε από τα ποδάρια, διά να μη καταφρονή ο άνδρας την γυναίκα.
Ωνόμασεν ο Θεός τον άνδρα Αδάμ, την γυναίκα Εύαν. Έκαμε και έναν παράδεισον εις το μέρος της ανατολής όλον χαρά και ευφροσύνη . Μήτε κανένα λυπηρόν. Τους εστόλισε με τα επτά χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος. Τους έβαλε μέσα εις τον παράδεισον να χαίρωνται ως άγγελοι. Λέγει ο Θεός του Αδάμ και της Εύας: Εγώ να οπού σας έκαμα ανθρώπους λαμπροτέρους από τον ήλιον. Σας έβαλα μέσα εις τον παράδεισον, να χαίρεσθε από όλα τα αγαθά του παραδείσου. Μα διά να γνωρίζετε πως έχετε Θεόν ποιητήν και πλάστην σας, σας δίδω μίαν παραγγελία. Μόνον από μίαν συκήν να μη φάγητε σύκα, μα να ηξεύρητε και αυτό, πως ανίσως παραβήτε την προσταγήν μου και φάγετε, θα αποθάνετε. Και έτσι τους άφησεν ο Θεός μέσα εις τον παράδεισον και εχαίροντο ως άγγελοι. Διά τούτο τους εστόλισεν ο Πανάγαθος Θεός με την εντροπήν, και η εντροπή να τους φυλάγει από κάθε αμαρτίαν, μα περισσότερον την γυναίκα. Διά τούτο, χριστιανοί μου και θυγατέρες του Χριστού μου, όσον ημπορείτε, να είσθε σκεπασμένες με την εντροπήν, και φαίνεσθε ωσάν μάλαμα.
Και έτσι, αδελφοί μου, βλέπων ο μισόκαλος διάβολος την μεγάλην δόξαν οπού έλαβον ο Αδάμ και η Εύα από τον Θεόν, τους εφθόνησε και τι κάμνει; Ηξεύροντας, ως πνεύμα πονηρόν οπού είναι ο διάβολος, πως ευκολώτερα απατάται η γυναίκα από τον άνδρα, εστοχάσθη ότι άμα απατήση την γυναίκα, έπειτα με το μέσον της γυναικός εύκολα απατά και τον άνδρα. Και εμβαίνει εις ένα όφιν και πηγαίνει εις την Εύαν και της λέγει:
- Τι σας είπεν ο Θεός να κάμνετε εδώ εις τον παράδεισον;
Λέγει του η Εύα:
- Μας είπεν ο Θεός να τρώγωμεν από όλα τα καλά του παραδείσου, μόνον από μίαν συκήν να μη τρώγωμεν σύκα, διότι όποιαν ημέραν παραβούμεν την προσταγήν του, θα αποθάνωμεν.
Απεκρίθη ο διάβολος και της λέγει:
- Δεν αποθνήσκετε, αλλά ανίσως και φάγητε θα γενήτε όμοιοι με τον Θεόν, και διά τούτο σας εμπόδισε. Πάρε λοιπόν, φάγε συ πρώτον και παρακίνει και τον άνδρα σου να φάγητε, να γενήτε Θεοί.
Επήρεν η γυναίκα και έφαγεν. Επαρακίνησε τον άνδρα της και έφαγε και εκείνος. Και καθώς έφαγον και οι δύο, παρευθύς εγυμνώθησαν από τα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και απέκτησαν μωρίαν και δειλίαν. Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, οπού φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται σοφός και δεν φοβείται όλον τον κόσμον . άλλος πάλιν οπού δεν φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβείται και από τον ίσκιο του, ας είναι και βασιλεύς να ορίζει όλον τον κόσμον. Να προσέχετε, χριστιανές μου γυναίκες, όσον είναι δυνατόν να φυλάγετε τας εντολάς του Θεού και να μη κάμνετε το θέλημα του διαβόλου . Και αν τύχη και σφάλλετε ως άνθρωποι εις το κακόν, να μη παρακινήτε και τους άνδρας σας καθώς η Εύα. Ομοίως και οι άνδρες να μη ακούετε τας συμβουλάς των γυναικών καθώς και ο Αδάμ.
Θέλων ο Θεός να τους συγχωρήση και να τους αφήση εις τον παράδεισον, εκαμώθη πως δεν ηξεύρει και λέγει ο Θεός του Αδάμ:
- Πώς δεν φαίνεσαι, ή που είναι η δόξα οπού είχες πρωτύτερα, οπού ήσο άγγελος και τώρα εκατάντησες και έγινες ωσάν το μωρόν παιδίον;
Απεκρίθη ο Αδάμ και λέγει:
- Εδώ είμαι, Κύριε. Μα ήκουσα οπού ήρχεσο και εφοβήθην και εκρύφτηκα.
Λέγει του ο Θεός:
- Διατί εφοβήθης και εκρύβης; Μήπως είμαι εγώ φόβος; Μήπως έφαγες από τα σύκα οπού σου είπα να μη φάγης;
Απεκρίθη ο Αδάμ υπερήφανα:
- Ναι, Κύριε, έφαγον, αλλά δεν πταίω εγώ. Η γυναίκα οπού μου έδωσες, εκείνη με εγέλασε και έφαγον.
Λέγει ο Θεός του Αδάμ:
- Εγώ σου την έδωσα διά σύντροφον, και όχι να σε γελάση. Εγώ σου είπα να μη φάγης, διότι θ’ αποθάνης . Έπρεπε να φυλάξης τον ιδικόν μου λόγον και όχι της γυναικός. Μα καλά, έφαγες, ηπατήθης . τι το δύσκολων είναι να ειπείς: ΄Έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, ποθητά μου. Να σε συγχωρήσω, να σε αφήσω πάλιν εις τον παράδεισων, άμμοι εσύ κατηγορών την γυναίκα, εμένα κατηγορείς, διότι εγώ έκαμα την γυναίκα.
Ακούεται, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα να κατηγορώμεν τον άλλον; Λοιπόν, αν θέλωμεν να σωθώμεν, του λόγου μας πάντοτε να κατηγορώμεν, και όχι να ρίχνωμεν τα σφάλματά μας επάνω εις τον άλλον.
Έπειτα λέγει ο πανάγαθος Θεός εις την Εύαν:
- Διατί έφαγες από τα σύκα, οπού σου είπα να φάγης;
Απεκρίθη και αυτή υπερήφανα και λέγει:
- Ναι, Κύριε, έφαγον, μα δεν πταίω εγώ. Ο όφις με εγέλασε.
Βλέπων ο Θεός την υπερηφάνειαν αυτών, τους έδιωξεν από τον παράδεισον, και κατηράσθη τον Αδάμ να εργάζεται εις την γην, και με τον ιδρώτα του προσώπου του να τρώγη τον άρτον, και να κλαίη απαρηγόρητα διά να τον ευσπλαγχνισθή ο Θεός, να τον βάλη πάλιν εις τον παράδεισον.
Διά τούτο, αδελφοί μου, να χαίρεσθε, όσοι βγάνετε το ψωμί σας με τον κόπον σας, διότι εκείνο το ψωμί είναι ευλογημένο . Και αν θέλης, δώσε ολίγον, από εκείνο το ψωμί, του πτωχού. Με εκείνο αγοράζεις τον παράδεισον. Ομοίως πάλιν να κλαίετε και να θρηνήτε με μαύρα δάκρυα, όσοι ζήτε με αρπαγάς και αδικίας. Θέλει σας θανατώσει ο Θεός και σας βάλει εις την κόλασιν. Εδώ πώς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Όλοι με τον κόπον σας ζήτε, ή με αδικίας; Αν είστε χριστιανοί, με τον κόπον σας να ζήτε, εκείνο το ευλογεί ο Θεός, το δε άδικον το καταράται.
Εκατηράσθη και την γυναίκα να είναι υποτεταγμένη εις τον άνδρα της, και να γεννά τα τέκνα της με κόπους και στεναγμούς και δάκρυα, να κλαίη απαρηγόρητα διά να την ευσπλαγχνισθή ο Θεός, να την επαναφέρη εις τον παράδεισον. Και βλέπετε φανερά, όταν γεννώσι τα ζώα, δεν έχουν τους πόνους οπού έχει η γυναίκα όταν γεννά. Διότι δεν έχουν την κατάρα οπού έχει η γυνή. Εκατηράσθη τον Αδάμ και την Εύαν και τους εξώρισεν από τον παράδεισον και έζησαν εννιακοσίους τριάντα χρόνους σε μαύρα και πικρά δάκρυα και εγέννησαν τέκνα και τα τέκνα τους τέκνα και εγέμισεν όλος ο κόσμος. Και όλοι οι άνθρωποι είναι από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και διά τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί. Μόνον η πίστης μας χωρίζει.
Απέθανον ο Αδάμ και η Εύα, επήγαν εις την κόλασιν και εκαίοντο πέντε και ήμισυ χιλιάδες χρόνους διά μίαν αμαρτίαν . Αμή ημείς οπού κάμνομεν πολλάς, και μάλιστα εγώ, τι έχομεν να πάθωμεν; Ο Θεός είναι εύσπλαχνος, αλλά και δίκαιος. Έχει και ράβδον σιδηράν . Και καθώς επαίδευσε τον Αδάμ και την Εύαν, έτσι παιδεύει και ημάς, αν δεν κάμνωμεν καλά. Παρέβησαν ο Αδάμ και η Εύα την προσταγήν του Θεού, και εξωρίσθησαν από τον παράδεισον. Τώρα τι κάμνομεν, χριστιανοί μου, ημείς; Ζαητήσατε να μάθετε ότι εις τους πέντε και ήμισυ χιλιάδες χρόνους όλοι όσοι απέθνησκον επήγαινον εις την κόλασιν. Ευσπλαγχνίσθη ο Κύριος το γένος των ανθρώπων και ήλθε και έγινεν άνθρωπος τέλειος εκ Πνεύματος Αγίου, από τα καθαρώτατα αίματα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, και μας έβγαλεν από τας χείρας του διαβόλου. Ζητήσατε να μάθετε ότι Κυριακήν ημέραν έγινεν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου . Κυριακήν ημέραν εγεννήθη ο Χριστός και μας έδειξε την αγίαν Πίστιν, το άγιον Βάπτισμα, τα Άχραντα Μυστήρια. Υβρίσθη, εδάρθη, εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον. Ανέστη την τρίτην ημέραν, επήγεν εις την κόλασιν, έβγαλε τον Αδάμ και την Εύαν και το γένος του. Έγινε χαρά εις τον ουρανόν, εις τον άδην και εις όλον τον κόσμον. Φαρμάκι και σπαθί δίστομον εις τους Εβραίους και εις τον διάβολον. Ανελήφθη εις τους ουρανούς και εκάθησεν εκ δεξιών του Πατρός, να συμβασιλεύη αιωνίως, να προσκυνήται και από τους αγγέλους. Ζητήσατε να μάθετε πως σήμερον, αύριον περιμένομεν το τέλος του κόσμου. Είσθε φρόνιμοι και γνωστικοί, καταλάβετε και μόνοι σας το καλόν και κάμνετέ το.
Τώρα τι σας φαίνεται εύλογον να κάμωμεν; Έχω δύο λογισμούς. Ο ένας λογισμός μου λέγει: φθάνουν αυτά οπού είπες εις τους χριστιανούς, και σήκω πρωί, πήγαινε και εις άλλο μέρος να διδάξης. Ο άλλος μου λέγει: Μη πηγαίνεις . Κάθησε και να τους ειπής και τα επίλοιπα και αύριον φεύγεις.
- Σεις τι λέγετε . Να φύγω ή να καθήσω;
- Να καθήσης, άγιε του Θεού.
- Καλά, παιδιά μου, να καθήσω . Αμή είναι καλά να δουλεύη ένας άνθρωπος ένα αμπέλι, ή να βόσκη πρόβατα και να μη φάγη εκ του καρπού των; Τώρα και εγώ εδώ οπού ήλθα και κοπιάζω είναι καλόν να μη μου δώσητε ολίγην παρηγορίαν, πληρωμήν; Και τι πληρωμήν θέλω εγώ; Χρήματα; Και τι να τα κάμω; Εγώ, με την χάριν του Θεού, μήτε σακκούλα έχω, μήτε σπίτι, μήτε άλλο ράσο . Και το σκαμνί οπού έχω ιδικόν σας είναι, το οποίον εικονίζει τον τάφον μου. Ετούτος ο τάφος έχει την εξουσίαν να διδάξη βασιλείς, πατριάρχας, αρχιερείς, ιερείς, άνδρας και γυναίκας, νέους και γέροντας και όλον τον κόσμον. Ανίσως και επεριπατούσα διά άσπρα, θα ήμουν τρελλός και ανόητος . Αμή τι είναι η πληρωμή μου; Να καθήσετε από πέντε, δέκα, να συνομιλήτε αυτά τα θεία νοήματα, να τα βάλετε μέσα εις την καρδίαν σας, διά να σας προξενήσουν την αιώνιον ζωήν. Δεν είναι, αδελφοί μου, λόγοι ιδικοί μου όσα σας είπον, αλλά του Αγίου Πνεύματος, από την Αγίαν Γραφήν. Αυτά οπού σας είπα το ίδιον είναι ωσάν να κατέβη ο ίδιος ο Θεός να σας τα ειπή. Τώρα ανίσως και τα κάμνετε και τα βάλλετε εις τον νουν σας, δεν με φαίνεται και εμέ τίποτε ο κόπος. Ει δε και δεν τα κάμνετε, φεύγω λυπημένος, με τα δάκρυα στα μάτια.
- Έχετε σχολείον εδώ εις την χώραν σας να διαβάζουν τα παιδιά;
- Δεν έχομεν, άγιε του Θεού.
- Να μαζευθήτε όλοι να κάμετε ένα σχολείον καλόν, να βάλετε και επιτρόπους να το κυβερνούν, να βάνουν διδάσκαλον να μανθάνουν όλα τα παιδιά γράμματα, πλούσια και πτωχά. Διότι από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάς, τι είναι Άγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, αρετή, κακία . τι είναι ψυχή, σώμα κ.λ.π. Διότι χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος . Από το σχολείον ανοίγει το μοναστήριον.
Αν δεν ήτο σχολείον, πού ήθελα μάθει εγώ να σας διδάσκω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου