Η εκκοσμίκευση είναι γεγονός τυπικά «Δυτικό» και
έχει τύχει της προσοχής των θεολόγων εκείνων, που το αντιμετωπίζουν, ως φαινόμενο
του Χριστιανικού πολιτισμού. Και έρχονται να το εξηγήσουν, άλλοτε ως συνεπή
κατάληξη των περί κόσμου βιβλικών θεωρήσεων ( απομάγευση του κόσμου-
αποιεροποίηση ) , δηλαδή ως απολύτως νόμιμη διαδικασία, και άλλοτε αρνητικά, ως
οριστική μετάθεση του νοήματος και της ευδαιμονίας από το Θεό στον κόσμο και
τον άνθρωπο (σεκουλαρισμός). Από πλευράς της ορθοδόξου Θεολογίας έχουν γίνει
αξιόλογες απόπειρες ερμηνείας του γεγονότος , που συγκλίνουν στην άποψη πως οι
ρίζες της εκκοσμικεύσεως ανάγονται στον πρώιμο Μεσαίωνα, όπου αναπτύσσεται και
μία θεολογία-προστάδιο του Σχολαστικισμού.(βλ.έργο του Μάριου Μπέγζου :
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ; )
|
Για την ορθόδοξο εμπειρία η εκκοσμίκευση απορρέει από μια προιούσα "ελλιπή εκκλησιοποίηση" , με κύριο γνώρισμα
την υποταγή σε έναν «αφιλάνθρωπο» Θεό
και μακράν του κόσμου ευρισκόμενο, τον θεό μιας ορισμένης φιλοσοφικής θεώρησης -ουσιοκρατίας. Δεν είναι καθόλου περίεργο που ο νεότερος
άνθρωπος θέλησε να ολοκληρωθεί
μέσα από άλλο δρόμο ( και όχι αυτόν της
ενώσεώς του με το θεό ), εξ ου και όλες οι επαναστάσεις στο χώρο της Διανόησης,
που έλαβαν τη μορφή αντι – χριστιανισμού.
Η «ουσία του χριστιανισμού» λ.χ. του L. Feuerbach και η μετατροπή της
θεολογίας σε ανθρωπολογία, σηματοδοτεί την κατανόηση του Θεού υπό όρους
αυτοαλλοτρίωσης ετερωνυμίας και ανακοπής της πλήρους ανάπτυξης του ανθρώπου και
των δυνάμεών του, με την προβολή της δικής του «ουσίας» στο Θεό. Με αυτό το έργο και άλλα παρόμοια αποφασίστηκε
«απομάκρυνση του Θεού» από τα εγκόσμια πράγματα, που είχε αρχίσει ήδη με τη
φιλοσοφία και την επιστήμη στην αυγή της νεοτερικότητας.
Για τη νέα Ανθρωποκεντρική φιλοσοφία, η εκκλησία ταυτίζεται με την
ανελευθερία και ο Θεός νοείται ως ο Παντοδύναμος και Παντογνώστης Εκείνος, που
απολιθώνει τον άνθρωπο, έχοντάς τον διαρκώς «υπό επιτήρηση». Αυτός ο Θεός δεν θυμίζει το φιλάνθρωπο
Αρχιερέα της Καινής Διαθήκης, που έχυσε
το αίμα του για τις αμαρτίες του κόσμου, ως Ελευθερωτής του. Δικαίως η Διανόηση θέλησε
να τον καταργήσει, υποκαθιστώντας τον με κάποια « φυσική » λ.χ. θρησκεία ή με
κάποια αθειστική θεώρηση της ζωής. Οι απαιτήσεις αυτού του θεού φάνταζαν ως
περιορισμός του δυναμισμού και δεν είναι καθόλου επιθυμητός ένας τέτοιος
περιορισμός από το σύγχρονο άνθρωπο.
Aυτός ο περιορισμός επέβαλε την
«ανάγκη» της κοσμικότητας, η οποία ως
«μοντέρνα θρησκεία», αντικατέστησε εκείνη του ευαγγελίου για να μετατραπεί
σταδιακά σε παγκόσμιο ήθος, ισοπεδωτικό όλων των επιμέρους παραδόσεων. Έτσι ενώ
θα έπρεπε η εκκλησία να περικλείει τον κόσμο και την Ιστορία, όπως γράφει ο
Berdiaeff, τώρα συμβαίνει το αντίστροφο: Η εκκλησία γίνεται «τμήμα» του κόσμου τούτου, ο οποίος την
ανέχεται ως «κατάλοιπο» του παρελθόντος,
κατάλληλο για τις δημόσιες εκδηλώσεις, τους πανηγυρικούς, τις φιλανθρωπίες
και άλλα παρόμοια – και « ανώδυνα ».
Πάντως,η Εκκλησία σήμερα δεν είναι
η ζύμη που διαμορφώνει τη ζωή και τον
πολιτισμό. Αυτό σημαίνει φυσικά όχι ένα τέλος για την ιστορική εκκλησία του
Χριστού (αφού «πύλαι Αδου ου κατισχύσουσιν αυτής»), αλλά συνέχιση ζωής μέσα
σε διαφορετικές συνθήκες και άσκηση ποιμαντικής, προσαρμοσμένης σε νέα δεδομένα..
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η ευθύνη της ορθοδόξου θεολογίας, που χρειάζεται να
ανασύρει τους μαργαρίτες από το βάθος της πατερικής σκέψεως, η οποία καλύπτει
όλα τα προβλήματα της ζωής, αφού αργά η γρήγορα η κίνηση έξω από το θεό
φτάνει στο όριό της και οι άνθρωποι ζητούν εκ νέου απαντήσεις στα «ουσιώδη»,
χωρίς περιστροφές και σοφιστείες.
Υπάρχουν, βέβαια, πλευρές της εκκοσμίκευσης, που οφείλουμε να τις
αντιμετωπίσουμε θετικά (αφού η Πίστη δεν απορρίπτει ποτέ τις γνήσιες
Πολιτισμικές δημιουργίες ), όπως λ.χ. την
αξίωση υπεύθυνης διαχείρησης του κόσμου και των προβλημάτων του,την
προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την αγάπη για το περιβάλλον, την
αξιοποίηση των εφευρέσεων που διευκολύνουν τη διαβίωση κ.α. Δεν θα είμαστε
έξω από την πραγματικότητα αν ισχυριστούμε πως μέσα στην εκκοσμίκευση «επιβιώνουν»
πάρα πολλά στοιχεία της Χριστ. πίστεως και Ζωής, αφού οι ρίζες της ανάγονται
στην βιβλική αποκάλυψη.
Αυτό το βλέπουμε σε ποικίλες περιοχές της κοινωνίας, όπως Δίκαιο, Τέχνη, Αρχές του
Διαφωτισμού κλπ. Ακόμη και η ανάδειξη του υποκειμένου ως αξίας, μπορεί να
θεωρηθεί ως απαύγασμα της πίστεως στην μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου και στην θέση του στον κόσμο ως
«παιδιού του θεού», πράγματα που βρίσκονται σε συμφωνία με το ευαγγελικό
ιδεώδες.
Αλλά εάν η εκκοσμίκευση έχει τις θετικές της πλευρές, ωστόσο δεν μπορεί
να υπερβεί ορισμένα «αιώνια σύνορα», τα οποία έχουν να κάνουν με την ειδικά ανθρώπινη
κατάσταση και τα « όριά » της. Στην πορεία του σύγχρονου ανθρώπου αυτά τα όρια
τίθενται αδιάκοπα ενώπιόν του, προτιμά όμως να τα προσπεράσει με το «θετικό»
του πνεύμα, συνεχίζοντας να είναι τυφλός μπροστά στο Υπερβατικό: Γνωρίζει όμως
αρκετά καλά, πως κανείς δεν νίκησε ποτέ το χρόνο, το θάνατο, την ενδεχόμενη
«βλάβη» (έκφραση του Durrenmant) σε προσωπικό ή κοινωνικό επίπεδο, τις
εκδηλώσεις του κακού (ηθικού ή φυσικού) ή την «έκλειψη» του νοήματος.
Το ακατανίκητο αυτών των καταστάσεων, υποδηλώνει τουλάχιστον την
αμείωτη σημασία των πρώτων και έσχατων ερωτημάτων και παραπέμπει στο Δημιουργό,
ως πηγή της ζωής. Παραμένει, έτσι, στο βάθος των συγχρόνων μας, σκεπασμένη κάτω
από τη σκόνη της κοσμικότητας, η «θεία εικόνα», για να υπενθυμίζει διαρκώς την
ευγενική καταγωγή του ανθρώπου και να «δείχνει» προς τον «οίκο του Πατρός», (
ιδιαίτερα όταν εξαντληθούν οι ¨δοκιμές¨ των επίγειων παραδείσων).
Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικό
να διεισδύσουμε στο πνεύμα των Πατέρων ( αφού το γράμμα πάντοτε αποκτείνει),
και στη λογική με την οποία έβλεπαν τη ζωή του ανθρώπου, sub specie aeternitatis. Με τη συνδρομή αυτή
του Πατερικού Πνεύματος μπορεί κανείς να
προχωρήσει «πέραν» των προφητών της νεοτερικότητος (που ερμήνευσαν το
Χριστιανισμό ως Ηθικολογία και Νομικισμό) και να εστιάσει την προσοχή του
στην Οικουμενική Διδαχή των Αγίων και
στον τρόπο με τον οποίο αυτοί κατενόησαν την ανθρώπινη ύπαρξη, με όλες τις αμαρτίες
της.
Χρειάζεται ακόμη με κριτήριο τη σοφία των Πατέρων να γίνει ένα είδος
«καθάρσεως» στις νοθεύσεις του Καινού Ήθους του Ευαγγελίου, οι οποίες νοθεύσεις
προκάλεσαν την ανταρσία της σύγχρονης εποχής με τις αδιέξοδες «ηθικές
φιλοσοφίες» της. Διότι εάν στην εποχή
της αρχαϊκής εκκλησίας, οι άνθρωποι απαρνούνταν τα είδωλα για να προσέλθουν
στην Νέα Πίστη, σήμερα θα πρέπει να υποδειχθεί, πως η Απολυτοποίηση του
Σχετικού είναι εξ ίσου μορφή αποστασίας από το θεό και αυτή η αποστασία αφορά
πια τους ίδιους τους «πιστούς», των οποίων το Βάπτισμα μένει ανενέργητο.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Η ορθ. θεoλογία θα χρειαστεί εδώ
να διευκρινίσει πως ο κόσμος της πατερικής περιόδου δεν είναι ίδιος με τον
σύγχρονο και δυναμικά εξελισσόμενο κόσμο, αλλά είναι ο στατικός, ιεραρχικός και
βυθισμένος στο μυθικό στοιχείο κόσμος, που θα πρέπει να ανανήψει από την
ειδωλολατρία και να αποιεροποιήσει το Σύμπαν. Και ο αγώνας των Αγίων κατά των
ειδωλικών πλανών είναι τεράστιος, κάτι που δεν αφορά στο σήμερα, ως υπόθεση την
οποία η εκκλησία οφείλει να αντιμετωπίσει.
Ο χώρος και ο χρόνος των αρχαίων
κοινωνιών «κλειστός» και περιορισμένος καθώς ήταν υπέβαλλε στα άτομα άλλη φιλοσοφία
ζωής : ο π.
Al. Schmemann έχει χαρακτηρίσει τους πολιτισμούς αυτούς ως «θανατοκεντρικούς»
( σε αντίθεση με τον σύγχρονο «Ζωοκεντρικό» πολιτισμό), όπου οι θρησκευτικές
πεποιθήσεις εύκολα ρίζωναν και καρποφορούσαν.
Με τέτοιες προϋποθέσεις μπορούσε να
μιλήσει κανείς στους ανθρώπους για τη συντομία λ.χ.της ζωής και το επικείμενο
του θανάτου, που οδηγεί στη μετάνοια.
Κάτι τέτοιο είναι φοβερά δύσκολο στον «εξωστρεφή» σύγχρονο πολιτισμό (
που συν τοις άλλοις έχει φέρει πλήρη ανατροπή στον χωροχρόνο των αρχαίων), με
την θέληση για ζωή και δράση και τον κοσμικό του προσανατολισμό. Στην εποχή των
πατέρων επίσης τα βιβλικά πρόσωπα
μπορούσαν να λειτουργήσουν ως υποδείγματα για τους ανθρώπους : έζησαν και αυτά σε ένα παρόμοιο περιβάλλον
συμβολικό / πατριαρχικό και με τρόπους ζωής λίγο – πολύ οικείους. Οι εικόνες
της βίβλου είχαν αμεσότητα και δραστικότητα. Και αυτό συνέβαινε ακόμα και όταν
οι πατέρες θα χρειαζόταν να μεταγράψουν τη βίβλο σε φιλοσοφικούς όρους-
έννοιες, για να μιλήσουν ακόμη πιο ζωντανά στους κατόχους ελληνικής παιδείας.
Στο
ηθικό πεδίο, επίσης, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως είχε προηγηθεί η προπαιδεία φιλοσόφων όπως οι
στωικοί, νεοπλατωνικοί κ.λ. οπότε οι Αγιοι Πατέρες μπορούσαν να μιλήσουν με
όρους όπως αρετή, αγαθόν ( και άλλη παρόμοια) διδάσκοντας τους ανθρώπους να
προχωρούν στην «εν Χριστώ Ζωή», με αφετηρία της Ηθικοπνευματικές αντιλήψεις και
έννοιες της εποχής.
Σήμερα μήπως θα πρέπει να επανεκτιμήσουμε τις ποιμαντικές μεθόδους των Αγίων Πατέρων, εν σχέσει με την
σύγχρονη ηθική Φιλοσοφία, και εκκινώντας από αυτήν να χτίσουμε γέφυρες μετάβασης
σε έναν τρόπο ζωής «σύστοιχο» με το ευαγγέλιο, εν μέσω του νέου κοινωνικοπολιτισμικού
περιβάλλοντος; Η ορθ. Θεολογία σε κάθε περίπτωση οφείλει να
βρίσκεται σε εγρήγορση για να επισημαίνει τις νέες μορφές κακού στις σύγχρονες
κοινωνίες και να κάνει «διάκριση των πνευμάτων.Τίποτα όμως δεν μπορεί να
κατορθωθεί σε αφηρημένο επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι πρώτιστα οι σημερινοί πιστοί θα πρέπει να διασώζουν έμπρακτα την αξία
της αγάπης (ως ευαγγελικής οδού σωτηρίας) γιατί μόνη αυτή δείχνει φορείς
ευαγγελικού ήθους και λειτουργεί ως «ζύμη», μέσα στο φύραμα της κοσμικότητας.
Μόνο με αυτή την προυπόθεση ( και
αφού η πράξις αποτελεί « θεωρίας επίβασιν » ) θα μπορούν « να
επιδείξουν » το κριτικό τους πνεύμα απέναντι στις ανομίες της σύγχρονης
εποχής, εάν δηλαδή η συμπεριφορά τους
στο κοινωνικό πεδίο αποδεικνύει την αληθινότητα των λόγων τους. . Για
μία ακόμη
φορά η θεολογία πρέπει να επιμένει στο θεμελιακό γεγονός, πως όσο
περισσότερο
πλησιάζει κανείς το Θεό, τόσο περισσότερο έρχεται κοντά στους άλλους
ανθρώπους,
αποδέχεται τις ιδιαίτερότητές τους και σέβεται
την ελευθερία τους.
Στη συνάφεια αυτή πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άγχος της συγχρόνου
εποχής, οπωσδήποτε έχει να κάνει και με την ηθική κατάσταση της κοινωνίας,
εντός της οποίας εκλείπουν σταδιακά η παραδοσιακοί δεσμοί ( η Αγάπη τουτέστιν )
μεταξύ των ανθρώπων, ως πηγή θάρρους και αισιοδοξίας. Η Νεοτερικότητα αφού «έβγαλε» το άτομο από το
χώρο του Θεού (στον οποίο «παραδίδονται όλες οι υποθέσεις της ζωής») αύξησε την
ανασφάλεια και γέμισε τον κόσμο με την μεγάλη εκείνη μάστιγα της σύγχρονης
εποχής, που λέγεται «ψυχική νόσος» θερίζοντας έτσι τους καρπούς των ιδανικών
της. Διότι ο άκρως εξωστεφής πολιτισμός μας εθίζει τα άτομα στον υλισμό (η
οικονομία θα γίνει σήμερα μονο-διάστατη, η κατϳ εξοχήν μέριμνα της πολιτικής) και
σε ρυθμούς ζωής που καταστρέφουν την αρμονία με το περιβάλλον ,και προκαλούν
εντάσεις με τους πλησίον.
Έτσι θα χρειαστεί, πέρα από κάθε
φιλολογία για «πνευματική άνοδο», να
ξαναμάθουμε την αυτό-συγκέντρωση και τη" νήψη " (με την ασκητική της
έννοια) και την ισορροπημένη χρήση του χρόνου. Ίσως αυτό να είναι και μία αρχή
για να επιδοθούμε στην προσευχή, ως πηγή δύναμης και ανάτασης. Όταν κανείς ζει σε περιβάλλον ανοιχτής ή καλυμένης
βίας, ψυχοναρκωτικών, εικονικής πραγματικότητας (Homo Videns) και γενικότερα
ζωής «στην επιφάνεια», χάνει τις ζωτικές πηγές της ύπαρξής του και χρειάζεται
συχνά να τις ανανεώνει.
Η Ηθική Διδαχή των πατέρων, ο ασκητισμός τους
και η θερμή αφοσίωση προς το Θεό, μας φαίνονται «ασυνήθιστα» πράγματα γατί
είμαστε ίσως σε διαφορετικά ιστορικοκοινωνικά πλαίσια. Τα πλαίσια αυτά
υποδηλώνουν (πέρα από το γεγονός της εκκοσμικεύσεως) και την απώλεια της παραδόσεως ως «συνεκτικής»
δύναμης, οπότε βιώνεται εντονώτερα η
μοναξιά και η αποξένωση. Γι’ αυτό και η θεολογία μας τελικά μπορεί να επαναλαμβάνει τα
ίδια λόγια των Πατέρων (όπως και η Λειτουργία μας) , αυτό το κάνει όμως σε
αναντιστοιχία τρόπου ζωής με εκείνους : προφέρει λόγια για πράγματα, που δεν βιώνουμε, αλλά ούτε και
έχουμε την διάθεση να προσεγγίσουμε αληθινά.
Ωστόσο κάθε θεολογία οφείλει να επιτελεί το έργο της όχι μόνο με την
παρουσίαση της «Αντικειμενικής Διδασκαλίας» της εκκλησίας, αλλά και με την «
ανάλυση » της πραγματικότητος του ανθρώπου, προς τον οποίο απευθύνεται ο
σωτηριώδης λόγος του ευαγγελίου. Τούτο σημαίνει πως ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος
άνθρωπος, όποιος και αν είναι, δεν παύει να εμπίπτει στην «μέριμνα του Θεού»,
αφού είναι παιδί του, όσο και αν βρίσκεται μακρυά από την Πίστη. Ετσι η Ηθική
Διδαχή των Πατέρων ως «εισήγουσα» εις την «Καινήν Κτίσιν», απευθύνεται το ίδιο και
προς τον σημερινό άνθρωπο, όπως ακριβώς και στον άνθρωπο του παρελθόντος.
Απόδειξη της μέριμνας του ίδιου του Θεού για
τον άνθρωπο αποτελεί και η συνεχής Του «δράση» στον Κοσμικό και Ιστορικό χώρο,
όταν αφυπνίζει λ.χ. τις συνειδήσεις με «επώδυνους τρόπους» (που εμείς αποκαλούμε «κακίες»,
χωρίς να είναι και στην πραγματικότητα), που φέρουν την σφραγίδα της
φιλανθρωπίας. Πρόκειται για γεγονότα, που αγγίζουν το προσωπικό πεπρωμένο
ατόμων, τα οποία δεν θα στρέφονταν και δεν θα τον αναζητούσαν, παρά μόνο κάτω
από το βάρος κάποιας ασθένειας, θανάτου συγγενούς προσώπου, οικονομικής
δυσπραγίας ή κάποιας άλλης ατυχίας. Για να επιβεβαιωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο,
όπως λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, το μέγεθος της Αγάπης του , ακόμα και όταν ο άνθρωπος τον αγνοεί και κινείται
μακριά από το θέλημά του. Ο Ιερός Πατήρ δεν παύει να υπενθυμίζει τη
μικρή αξία των παρόντων μπροστά στο μέγεθος της αξίας της ψυχής: . «τι
γαρ ωφελήσει άνθρωπον, εάν κερδίσει τον κόσμον όλον, ζημιωθεί δε την ψυχήν
αυτού»;
Ο εκκοσμικευμένος άνθρωπος δεν
κατανοεί αυτό το λόγο. Θα χρειαστεί «παιδεία Κυρίου» για να τον καταλάβει και
να φιλοσοφήσει διαφορετικά. Τότε θα μάθει, «ως εκ την πείρας», να ιεραρχεί σωστά τα
αγαθά της ζωής, που κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, μας έχουν δοθεί ως «εφόδιον» στην
πορεία προς τα έσχατα, όπου βρίσκεται το πλήρωμα της Βασιλείας. Κάτι τέτοιο όμως μόνο «εν μετανοία» μπορεί να
επιτευχθεί. Γι’ αυτό και η αλλαγή
νου/σκέψης του ευαγγελικού παραδείγματος είναι που ανοίγει το δρόμο προς την
«Καινήν Κτίσιν» και Ζωήν.
Χρειάζεται κατά ταύτα να συνειδητοποιηθεί πως «ο άνθρωπος στη
Δύση» ( θα προσθέσουμε εδώ και στην Ανατολή πλέον) «είναι ανέστιος. Οικοδόμησε
έναν πολιτισμό, που όμως δεν είναι το πατρικό του σπίτι. Με τη φιλοσοφία, την
Τεχνολογία, την Πολιτική και την Οικονομία προσπάθησε να αυτοπροσδιοριστεί, να
αυτοθεωθεί» «αλλά μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να επιστρέψει στην εκκλησία, στην
πατρική του εστία» (π. Γεωργ. Καψάνη, πρόλογος στο βιβλίο «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ
ΜΟΝΟΣ», του Frank Schaeffer). Η Ορθοδοξία
μπορεί να του ξαναδώσει μέσω των πατέρων της «ρήματα Ζωής», αλλά αυτό θα το
κάνει ως ορθοπραξία, ως ενσάρκωση ήθους και όχι ως απλή φιλολογία. Άρα θα το
κάνει μέσω των ανθρώπων εκείνων που θα εισαγάγουν ένα τέτοιο ήθος στην
καθημερινότητά τους και στην καρδιά τους. ΚΑΙ ΑΥΤΌ ΤΟ ΉΘΟΣ αρχικά σημαίνει
τήρηση εντολών, « εν ελευθερία ».
Η υπακοή τουτέστιν στις εντολές του Θεού πρέπει να γίνεται μέσα στο
πλαίσιο της αγάπης προς Αυτόν (« ο αγαπών με, τας εμάς εντολάς τηρήσει») και
όχι με μέτρο την Φαρισαϊκή συμπεριφορά, που επιζητεί «το έξωθεν του ποτηρίου»,
ενώ εσωτερικά γέμει πάσης αρπαγής και αδικίας . Η αληθής μετάνοια
θεραπεύει ριζικά τον άνθρωπο και τον αποκαθιστά (ως μυστήριο) στην ένθεο
κοινωνία και προοπτική. Η εκπλήρωση των εντολών και των αρετών έχουν στόχο
την "αναχώρηση" από την κακία (όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες) και γίνεται για να
μεταβληθεί ο άνθρωπος σε τόπον θεού,
δεκτικός της χάριτος.
Εάν για την πλειοψηφία των συγχρόνων μας ο Χριστός δεν είναι τίποτα
περισσότερο από κάποια Ηθική (αν δεν είναι αντίπαλος τους), τούτο οφείλεται σε
εσφαλμένη εκτίμηση της ασκητικής οδού. Αρκετοί μάλιστα υποκαθιστούν την εν
Χριστώ «καινήν κτίσιν» με μια δική τους «οδό σωτηρίας» καταφεύγοντας κάποτε
–κάποτε για «θεραπεία» σε θρησκευτικά κινήματα της Ανατολής (αυτό γινόταν ιδιαίτερα
στις δεκαετίες 60 και 70) Βουδισμό, Ινδουϊσμό κ.α. ή καλλιεργώντας έναν ατομικό
θρησκευτικό συγκρητισμό.
Η ορθή ασκητική οδός θα οδηγήσει
και σε γνήσιες σχέσεις με τους ανθρώπους και τη φύση. Θα μάθει στους ανθρώπους να γίνονται ευχαριστιακοί/ Λειτουργικοί,
κάνοντας χρήση των πραγμάτων (αφού όλα είναι «καλά λίαν ) και όχι παρά – χρήση
τους, συνειδοτοποιώντας πως όλα μας έχουν δοθεί ως «δώρον κοινωνίας» με
το θεό. «Εάν παντί ευχαριστείτε» (Απ. Παύλος).
Ακόμη θα τους μάθει να σχετικοποιούν τα σύγχρονα είδωλα (είτε πολιτική
λέγονται αυτά, είτε τεχνική, είτε τέχνη, είτε επιστήμη, είτε Διανόηση κ.ο.κ.)
και να προσεγγίζουνι τον κόσμο ως ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ, μέσα στη διάθεση εκείνη της ψυχής όπου ανακτάται
η παιδική ηλικία μπροστά στο Θεό («εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη
εινέλθητε εις την Βασιλείαν των ουρανών»).
Με την ίδια διάθεση θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και οι άλλοι άνθρωποι
(γιατί όλοι είναι πλησίον μου κατά το ευαγγέλιο), παρά τα σφάλματα και τις
αδυναμίες τους. Η ταπείνωση ως «υψοποιός δύναμη» καταστρέφει κάθε μνησικακία.
(λέει ο Παύλος Evdokimov), και επανατοποθετεί το άτομο στην υγιή κοινωνικότητα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η εκκοσμικευμένη πραγματικότητα δύναται να
"εν-θεωθεί", όχι δια της λατρείας της παραδόσεως ( παραδοσιαρχία )
και της εμμονής σε τύπους, αλλά δια της ενεργοποιήσεως του πνεύματος αυτής της
παράδοσης, στα όρια των σημερινών συνθηκών ζωής. Το ζητούμενο είναι η
συνάντηση με τον ζώντα Θεό των Πατέρων, η οποία θα νοηματοδοτήσει τη δράση του
σύγχρονου ανθρώπου, στα όρια του πολιτισμού του.
Και αυτή η απόπειρα δεν θα είναι σχήμα λόγου, όταν αναλαμβάνεται από ανθρώπους ικανούς να δώσουν μαρτυρία
ανακαινισμένης ζωής, στην οποία θα αντανακλάται το θέλημα του Θεού και θα
αγιάζεται το όνομά Του. Η διάθεση για
«υπέρβαση » αποτελεί ερώτημα για τον άνθρωπο που βιώνει τα δεινά της
εκκοσμίκευσης, αλλά δεν γνωρίζει τι έχει να του προσφέρει η γνήσια Πατερική
παράδοση, ως ορίζοντας νέας ζωής «εν πορεία» προς την μέλλουσα ολοκλήρωση , στη
σφαίρα του Θείας Βασιλείας.
Είναι δυνατή μια τέτοια απόπειρα εντός του σύγχρονου κόσμου και ποια μορφή θα
πάρει μέσα στην κοσμικοποιημένη πραγματικότητα;
Σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορούμε να απαντήσουμε άμεσα. Ωστόσο «το πνεύμα όπου θέλει πνει» και ο
Κύριος είναι όχι μόνο «ο Ων» αλλά και «ο ερχόμενος», είναι αυτός που αφορά
όχι μόνο την πατερική εποχή αλλά και τη σύγχρονη και μπορεί να οδηγήσει τους
ανθρώπους προς το μέλλον, με τρόπους που μόνο Εκείνος γνωρίζει.
Σ’ αυτό μπορεί να «συνεργήσει» η
παράδοση, όχι ως φολκλορικό κατάλοιπο αλλά ως τρόπος ζωής και εμείς οι
σύγχρονοι οφείλουμε να επανακτήσουμε την ειλικρίνεια ενός ήθους, που θα
αναγνωρίζεται ως αυθεντικά Χριστιανικό από τη συμφωνία του με το ευαγγέλιο και
όχι από τη συμμαχία με «ανθρώπινες κατασκευές».
Η αλλαγή θα προέλθει ως καρπός
ωριμότητας και ευσυνειδησίας στην ανάκτηση του Αγιοπατερικού Πνεύματος, δηλαδή
δια μετανοίας (με την ευαγγελική σημασία του όρου), που θα οδηγήσει στον φωτισμό
του παρόντος και την αποκάθαρσή του από τα στοιχεία εκείνα της Απολυτοποιήσεως
του Σχετικού (διότι και έτσι πρέπει να νοηθεί η κοσμική πραγματικότης), που
«αδυνατίζουν την όραση» του Δημιουργού.
Η εκκλησία στην εποχή μας μπορεί να λειτουργήσει ως «κόσμος του
κόσμου», υπόγεια και προφητική (κατά την έκφραση του Clement Olivier) και όχι
ως «θεσμική εκκλησία», αλλοτριωμένη του πνευματικού της σκοπού και
συμβιβασμένη με καταστάσεις, που πρόθυμα αποκρούει ο άνθρωπος της
εκκοσμικεύσεως. Αυτή θα είναι και η εκκλησία, που μπορεί να ξεδιψάσει και να
αναπαύσει τον σύγχρονο «κοπιώντα και πεφορτισμένο άνθρωπο» (χωρίς να εξασκεί
"Ιεραποστολικό Ιμπεριαλισμό"), απελευθερώνοντας έτσι την εσωτερική (και βαθειά
κρυμμένη σε όλους) δύναμη αυθεντικής ζωής, την δύναμη της πίστεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου