Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Στο πάθος του Κυρίου και στο θρήνο της Θεοτόκου



epitafios03Προοίμιο
Ἐκεῖνον πού σταυρώθηκε γιά μᾶς ὅλοι ἐλᾶτε ἄς δοξολογήσουμε.
Αὐτόν λοιπόν ἀντίκρυσε πάνω στό ξύλο ἡ Μαρία καί ἔλεγε:
Στό σταυρό ἄν καί κρέμεσαι γιά μένα εἶσαι ὁ Υἱός καί Θεός μου

Οἶκοι
α΄
Τό παιδί της ἡ μητέρα, καθώς ἔβλεπε νά τό πηγαίνουν στό θάνατο,\
κατάκοπη ἀκολουθοῦσε ἡ Μαρία μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες, καί τοῦτα ἔλεγε.
Ποῦ πορεύεσαι παιδί μου; γιά ποιό λόγο βιαστικό τό δρομο τρέχεις;
μήπως καί ἄλλος γάμος εἶναι στήν Κανά καί γιά ἐκεῖ τραβᾶς ἐτώρα
κρασί ἀπ’ τό νερό γιά νά τούς φτιάξεις
Νά ‘ρθω μαζί σου παιδί μου, ἤ νά σέ περιμένω
ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, ἐμένα ἀμίλητος μήν προσπεράσεις,
ἐσύ πού ἁγνή μέ φύλαξες ὁ Υἱός καί Θεός μου.

β΄
Δέν τό περίμενα, παιδί μου, σέ τέτοια νά σέ δῶ
καί ποτέ δέν ἐπίστευα πώς θά ‘φταναν οἱ ἄνομοι σέ τέτοια μανία
Καί χέρια θ΄ ἅπλωναν ἄδικα ἐπάνω σου
ἀφοῦ ἀκόμα τ’ ἀθῶα τους βρέφη σοῦ κράζουν τό «εὐλογημένος»
κι ἀπ’ τά βάγια ἀκόμη γεμᾶτος ὁ δρόμος
καί διαλαλεῖ στόν καθένα τά παινέματα πού σοῦ ‘πλεξαν οἱ ἄνομοι
καί τώρα γιά ποιό λόγο ἔγινε τό κακό θέλω νά μάθω,
ἀλλοίμονο πῶς χάνεται τό φῶς μου;
πῶς στό σταυρό καρφώνεται ὁ Υἱός καί Θεός μου;

γ΄
Πηγαίνεις παιδί μου σέ ἄδικο φόνο καί κανείς δέν σέ πονεῖ.
ὁ Πέτρος δέν ἔρχεται μαζί σου πού σοῦ εἶπε
«ποτέ δέν σ’ ἀρνοῦμαι κι ἄν χρειασθεῖ νά πεθάνω»
σ’ ἄφησε ὁ Θωμᾶς πού ἐδήλωσε ἄς πεθάνουμε ὅλοι μαζί του
καί οἱ ἄλλοι ἀκόμα οἱ φίλοι καί γνωστοί
καί πού πρόκειται νά κρίνουν τίς φυλές τοῦ Ἰσραήλ τώρα ποῦ βρίσκονται;
Κανένας ἀπ’ ὅλους κι ἕνας γιά ὅλους
Πεθαίνεις παιδί μου μόνος μιᾶς καί ὅλους τούς ἔσωσες
μιᾶς καί φέρθηκες ὄμορφα σ’ ὅλους σύ ὁ Υἱός καί Θεός μου.

δ΄
Ἐνῶ τέτοια ἡ Μαρία μέ λύπη μεγάλη καί θλίψη πολλή ἔλεγε κι ἔκλαιγε
τήν κύτταξε ὁ γιός της κι ἔτσι τῆς μίλησε:
Γιατί σέ πῆραν, μητέρα, τά κλάματα γιατί σέ παρασύρουν οἱ ἄλλες γυναῖκες;
Μήν πάθω φοβᾶσαι; Μήν ἀποθάνω; Μά πῶς θά σώσω τόν Ἀδάμ;
Μήν κατέβω στόν τάφο; Πῶς θά φέρω στή ζωή τούς πεθαμένους;
Κι ὅπως πράγματι βλέπεις σταυρώνομαι ἄδικα.
Γιατί κλαῖς λοιπόν μητέρα, μᾶλλον φώναξε καί λέγε
πώς θέλοντας ἔπαθε ὁ Υἱός καί Θεός μου.

ε΄
Μή λυπᾶσαι μητέρα, μή λυπᾶσαι.
Μιᾶς καί ὁ θρῆνος δέν σοῦ πρέπει ἀφοῦ Σέ εἶπαν κεχαριτωμένη
Μήν ἐπισκιάσεις λοιπόν τό ὄνομα αὐτό μέ τό θρῆνο
μήν κατατάξεις πρόσεξε τόν ἑαυτό σου μέ τίς ἄμυαλες, πάνσοφη κόρη,
βρίσκεσαι μέσα στόν νυμφῶνα τό δικό μου
μή λοιπόν καταμαράνεις τήν ψυχή σάν νά βρίσκεσαι ἀπέξω,
Ὅσους εἶναι μέσα στό νυμφῶνα, δικούς σου νά τούς ὀνομάζεις.
Μιᾶς καί καθένας π’ ἀγωνίζεται περίφοβος θά σέ ἀκούσει Ἁγιασμένη
ὅταν εἰπεῖς «ποῦ βρίσκεται ὁ Υἱός καί Θεός μου;».

στ΄
Πικρή τοῦ πάθους τήν ἡμέρα μήν τήν κάνεις
μιᾶς καί ὁ Γλυκός ἐγώ γι’ αὐτήν τώρα ἀπ’ τόν οὐρανό
κατέβηκα σάν τό μάννα ὄχι στό ὄρος τό Σινᾶ ἀλλά μέσ’ στή κοιλιά σου
Μέσα της δηλαδή σαρκώθηκα ὅπως τό πρόβλεψ’ ὁ Δαβίδ
θυμήσου Κόρη τό βουνό τό δυνατό καί πλούσιο
εἶμαι ἐγώ ἀληθινά γιατί Λόγος ὑπάρχων μέσα σου ἄνθρωπος ἔγινα
πάσχω λοιπόν ὡς ἄνθρωπος καί μέ ἐτοῦτο σώζω
Μητέρα πιά ἐσύ μήν κλαῖς φώναξε μᾶλλον μέ χαρά
δέχεται θεληματικά τό πάθος ὁ Υἱός καί Θεός μου.

ζ΄
Ναί παιδί μου, ἀπαντάει, ἀπό τά μάτια μου,
τό κλᾶμα σταματῶ καί σφίγγω τήν καρδιά μου ἀκόμα πιό πολύ,
ὁ λογισμός μου ὅμως νά σωπάσει δέν μπορεῖ
σπλάγχνο τί μοῦ λές, ἄν δέν πεθάνω ὁ Ἀδάμ δέν γιατρεύεται;
Κι ὅμως δίχως πάθος θεράπευσες πολλούς
τό λεπρό γιά παράδειγμα καθάρισες καί καθόλου δέν πόνεσες
τόν παράλυτο στέριωσες καί κούραση δέν ἔνιωσες
καί στόν ἀνάπηρο ἔδωσες μάτια, Καλέ μου, μέ λόγο
καί δέν ἔπαθες τίποτε σύ ὁ Υἱός καί Θεός μου.

η΄
Πεθαμένους ἀνάστησες, μά νεκρός δέν θά γίνεις
καί ταφή δέν θά λάβεις παιδί μου καί ζωή μου
καί πῶς λές ἄν δέν πεθάνω ὁ Ἀδάμ γιατρειά δέν βρίσκει
Σωτῆρα μου διάταξε κι ἀμέσως σηκώνεται τό κρεββάτι βαστῶντας
ἄν καί μέσα στον τάφο ὁ Ἀδάμ καταχώθηκε
ὅπως τό Λάζαρο ἀπ’ τό μνῆμα μέ φωνή ἔβγαλες ἔξω
ἔτσι καί τοῦτον ἀνάστησε
ὅλα σέ ὑπηρετοῦνε ὡς δημιουργό τόν πάντων
τί λοιπόν παιδί μου τρέχεις;
Νά σφαγεῖς μήν ἐπείγεσαι, τό θάνατο μήν ἀγαπᾶς
Σύ ὁ Υἱός καί Θεός μου.

θ΄
Δέν κατάλαβες μητέρα, δέν καταλαβες τί λέω
Ἄνοιξε λοιπόν τόν νοῦ καί τά λόγια βάλε μέσα τά ὁποῖα σύ ἀκούεις
καί ἡ ἴδια ὅσα λέγω κάμε τρόπο νά νοήσεις
αὐτός πού προανέφερα ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ πού ἔπεσεν ἄρρωστος
ὄχι στό σῶμα μοναχά ἀλλά καί στήν ψυχή
ἀρρώστησε μέ τήν θέλησή του μιᾶς καί δέν ἄκουσε ἐμένα
καί βρίσκεται σέ κίνδυνο.
Καταλαβαίνεις αὐτό πού λέω. Μήν κλάψεις λοιπόν μητέρα
καλύτερα ἔτσι φώναξε «σπλαγχνίσου τόν Ἀδάμ
καί λυπήσου τήν Εὕα σύ ὁ Υἱός καί Θεός μου».

ι΄
Ἀπό ἀσωτία, ἀπό λαιμαργία
ὁ Ἀδάμ ἀρρώστησε καί γκρεμίστηκε ὡς τοῦ Ἅδη τά κατάβαθα
καί ἐκεῖ τόν πόνο τῆς ψυχῆς του κλαίει
καί ἡ Εὔα πού τόν δίδαξε τότε τήν ἁμαρτία
μαζί του στενάζει καί μαζί του εἶναι ἄρρωστη
γιά νά μάθουνε κι οἱ δυό τοῦ γιατροῦ τήν ὁδηγία νά κρατᾶνε
τώρα τουλάχιστον κατάλαβες, ἐγνώρισες πραγματικά αὐτά πού εἶπα:
Πάλι μητέρα φώναξε «τόν Ἀδάμ ἄν συγχωρᾶς
καί τήν Εὔα συγχώρεσε, σύ ὁ Υἱός καί Θεός μου.

ια’
Τοῦτα τά λόγια καθώς ἄκουσεν τότε
ἡ ἀψεγάδιαστη μητέρα στό παιδί της ἀπάντησε:
«Κύριέ μου ἄν ἀκόμα μιά φορά σοῦ μιλήσω μή μοῦ θυμώσεις
αὐτό πού νιώθω θά σοῦ πῶ γιά νά μάθω στά σίγουρα αὐτό πού θέλω ἀπό σένα
Ἄν σταυρωθεῖς ἄν πεθάνεις θά ξανάρθεις σέ μένα;
ἄν πᾶς γιά νά γιατρέψεις τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα θά σέ ξαναδῶ;
ἕνα φοβᾶμαι στ’ἀλήθεια μήπως παιδί μου ἀπό τόν τάφο
γιά τόν οὐρανό τραβήξεις κι ἐγώ πού θέλω νά σέ δῶ
θά κλάψω καί θά κράξω πού εἶναι ὁ Υἱός καί Θεός μου.

ιβ΄
Μόλις ἄκουσε ἐτοῦτα ἐκεῖνος πού γνωρίζει τά πάντα
πρίν νά γίνουν, ἀπεκρίθη στή Μαρία «ἔχε θᾶρρος μητέρα
γιατί πρώτη θά μέ δεῖς μετά τήν Ἀνάσταση»
θά ‘ρθω νά σοῦ δείξω μέ τί ἄμετρους πόνους τόν Ἀδάμ ἐλευθέρωσα
καί πόσους ἱδρῶτες γιά χάρη του ἔχυσα
θά φανερώσω στούς φίλους τά τεκμήρια στά χέρια μου
καί θ’ἀντικρύσεις τήν Εὔα ἐτότες μητέρα
ζωντανή σάν καί πρῶτα καί γεμάτη χαρά θά φωνάξεις
τούς γονεῖς μου ἔσωσεν ὁ Υἱός καί Θεός μου.

ιγ’
Λιγάκι γιά περίμενε μητέρα καί θά δεῖς
πώς σάν γιατρός τρέχω καί φτάνω στόν τόπο πού εὑρίσκονται
καί τίς πληγές τους θεραπεύω
καί μέ τήν λόγχη κόβω τήν ἀναισθησία τους καί τή σκληροκαρδία,
παίρνω καί ξύδι καί ἀπολυμαίνω τήν πληγή,
καί μέ ἰατρικό μαχαίρι τά καρφιά θά πλατύνω τήν τομή
βάζοντας γάζα τόν χιτῶνα
κι ἔχοντας τόν σταυρό μου μάλιστα σάν ἄλλη θήκη γιά τά φάρμακα
αὐτόν μεταχειρίζομαι μητέρα γιά νά μπορεῖς νά ψέλνεις ταπεινά
«πάσχοντας γιάτρεψε τά πάθη ὁ Υἱός καί Θεός μου».

ιδ΄
Ἀπόθεσε πλέον τήν λύπη μητέρα
καί πορέψου μέ χαρά μιᾶς κι ἐγώ γι’αὐτό πού κατέβηκα τώρα βιάζομαι
νά ἐκτελέσω τοῦ Πατέρα τήν ἀπόφαση
ἀφοῦ αὐτό ἀπ’τήν ἀρχή εἴχαμε ἀποφασίσει ἐγώ κι ὁ Πατέρας μου
καί ποτέ δέν ἀπαρνήθηκε τό πνεῦμα μου
ἄνθρωπος νά γίνω καί νά πάθω γιά τόν ἀποπλανημένο
λοιπόν τρέξε μητέρα καί μήνυσε σ’ὅλους
πώς μέ τό πάθος χτυπάει τόν Ἄδη τοῦ Ἁδάμ τόν ἐχθρό
καί σάν νικήσει ἔρχεται ὁ Υἱός καί Θεός μου.

ιε΄
Νικιέμαι παιδί μου ἀπ’ τήν ἀγάπη νικιέμαι
καί στ’ ἀλήθεια δέν ἀντέχω
ἐγώ νά βρίσκομαι στό σπίτι καί σύ ἀπάνω στό σταυρό
ἐγώ μέσα στό οἴκημα καί ἐσύ μέσα στό μνῆμα.
Ἄσε με τό λοιπόν κοντά σου.
Μοῦ κάνει πράγματι καλό τό νά Σέ βλέπω
νά δῶ τό τόλμημα αὐτῶν πού τιμοῦν τόν Μωϋσῆ
μιᾶς καί μέ πρόσχημα πώς αὐτόν ὑποστηρίζουν
ἔρχονται οἱ τυφλοί ἐσένα νά φονεύσουν
κι αὐτό ὁ Μωϋσῆς γιά τούς Ἑβραίους τό προφήτευσε
πώς «κάποτε θά δεῖτε τή ζωή πάνω στό ξύλο»
καί ποιός εἶναι ἡ Ζωή; Ὁ Υἱός καί Θεός μου.

ιστ΄
Λοιπόν, ἄν μείνεις μαζί μου μήν κλάψεις μητέρα
οὔτε καί νά φοβηθεῖς ἄν ἰδεῖς νά σαλεύουν τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου
γιατί τοῦτο τό τόλμημα συγκλονίζει τήν πλάσι
χάνει τό φῶς ὁ οὐρανός καί δέν ἀνοίγει μάτι μέχρι νά τοῦ πῶ
ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα τότε θά τρέξουν νά φύγουν
τότε ὁ Ναός τό καταπέτασμα θά σχίσει γιά ἐκείνους πού αὐτά τολμοῦν.
Τά ὄρη τραντάζονται οἱ τάφοι ἀδειάζουν
ὅταν ἐτοῦτα ἀντικρύσεις, ἄν σάν γυναῖκα φοβηθεῖς
κράξε σέ μένα γλύτωσέ με σύ ὁ Υἱός καί Θεός μου.

ιζ΄
Υἱέ τῆς παρθένου, Θεέ τῆς παρθένου
καί δημιουργέ τοῦ κόσμου δικό σου τό πάθος καί τό βάθος τῆς σοφίας
ἐσύ ξέρεις αὐτό πού ἤσουν καί αὐτό πού ἔγινες
ἐσύ τό θέλησες νά πάθεις καί καταδέχθηκες
νά ‘ρθεις νά σώσεις τούς ἀνθρώπους
σύ τά δικά μας κρίματα ὡς ἀρνί ἐσήκωσες
ἐσύ αὐτά θανάτωσες μέ τή σφαγή σου λυτρωτή
καί ὅλους ἐλευθέρωσες
εἶσαι ὁ ἴδιος καί ὅταν πάσχεις καί ὅταν δέν πάσχεις
ἐσύ εἶσαι πού πεθαίνεις καί σώζεις ἐσύ ἔδωκες τήν Σεμνή
τό θᾶρρος νά σοῦ φωνάζει ὦ Υἱέ καί Θεέ μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου