Βέβαια όταν εμείς μέσα στην Εκκλησία πληροφορούμεθα για όλη τη ζωή του Κυρίου και για όλα εκείνα τα οποία και έκανε και είπε σ’ αυτόν τον κόσμο αλλά και έπαθε και πέρασε από την Μ. Εβδομάδα και απέθανε και ανέστη, ίσως, ίσως δεν τα μελετούμε καλά, ίσως δεν τα προσέχουμε όπως πρέπει, ίσως να είναι λίγο απ’ έξω, σαν να μην είναι για μας αυτά, σαν να είναι ξένα. Δεν μυούμεθα στο όλο μυστήριο. Και νομίζουμε ε, να, όλα αυτά έγιναν διότι είχε να κάνει ο Κύριος με κακούς ανθρώπους και τελικά τον οδήγησαν στον θάνατο, στον Σταυρό.
Και τα βλέπουμε έτσι πιο πολύ σαν ιστορία, που μας αρέσει να την ακούμε, μας αρέσει να τη διαβάζουμε, να τη θυμόμαστε, την όλη αυτή ιστορία, κάθε χρόνο, κάθε τόσο. Αλλά δεν εμβαθύνουμε στο όλο θέμα, όπως λέγαμε και σ’ άλλη περίπτωση τις προηγούμενες ημέρες, ότι ο Κύριος «έμαθεν αφ’ ων έπαθε την υπακοήν» (Εβρ
Όπως λοιπόν σ’ αυτό το θέμα της υπακοής έμαθε ο Κύριος απ’ αυτά που έπαθε την υπακοή, χωρίς να είναι ανάγκη να τα πάθει, έτσι και ειδικότερα χωρίς να έχει ανάγκη ο Κύριος να περάσει όλα όσα πέρασε, ούτε καν είχε ανάγκη να έρθει, να γίνει άνθρωπος στη γη και να ζήσει ως άνθρωπος, να ζήσει όλα τ’ ανθρώπινα –πολύ περισσότερο στην συνέχεια και προπαντός τις τελευταίες ημέρες που προηγήθηκαν της Αναστάσεως, δεν είχε καμία ανάγκη ο Κύριος να πάθει όλα αυτά– τα παθαίνει για μας. Και φυσικά όχι με την έννοια, έπαθε ο Κύριος, εντάξει, εμείς καρπούμεθα απλώς τον καρπό που βγαίνει από τα παθήματα του Κυρίου. Όχι.
Και θέλω έτσι ειδικότερα να τονίσω, όπως ακριβώς στην περίπτωση του Κυρίου που κάνει λόγο για την Ανάσταση –εκείνος ξέρει τι λέει, εκείνος ξέρει πού πηγαίνει, εκείνος ξέρει πού θα φτάσουν τα πράγματα– και ομιλεί για τον Σταυρό του, ομιλεί για τον θάνατό του, αλλά ομιλεί και για την Ανάσταση, και μοιάζει σαν να μην έρχεται η Ανάσταση. Και μοιάζει σαν να μην έρχεται η νίκη κατά του θανάτου. Γι’ αυτό και τόσο απογοητευμένοι οι μαθηταί του. Δεν τους μίλησε τόσες φορές; Δεν τους τα είπε τόσες φορές; Και τον αγαπούσαν και τον πίστευαν και τον ακολουθούσαν. Ε, δεν φτάνουν αυτά, δεν φτάνουν.
Αν δεν έρθει μέσ’ στην καρδιά του ανθρώπου η πίστη η αληθινή και η βεβαιότητα η αληθινή, δεν φτάνουν τα άλλα τα εξωτερικά. Την κρίσιμη ώρα οι μαθηταί σαν να μη θυμούνται καθόλου ότι τους έχει μιλήσει για την Ανάστασή του. Δεν θυμούνται τίποτε. Επηρεάζονται από αυτό που βλέπουν. Επηρεάζονται από το ότι κινδυνεύει ο διδάσκαλός τους, από το ότι συλλαμβάνεται ο διδάσκαλός τους, απ’ το ότι υφίσταται αυτά που υφίσταται· και τελευταία, όλοι πληροφορούνται, και εκείνοι ακόμη που δεν ήταν εκεί εκ των μαθητών του, πληροφορούνται ότι κατεδικάσθη εις θάνατον, κατεδικάσθη στον σταυρικό θάνατο και ότι ήδη εσταυρώθη και απέθανε πάνω στον Σταυρό. Πλήρως απογοητευμένοι, πλήρως απελπισμένοι, έχασαν τα πάντα. Ίσως δεν το μελετήσαμε αυτό το θέμα, ίσως δεν το προσέξαμε.
Την ώρα που, όπως έδειχναν τα πράγματα, πίστευαν ότι βρήκαν τον Μεσσία, είναι κοντά στον Μεσσία, είναι κοντά στον Υιό του Θεού –τι άλλο ήθελαν· ό,τι, ό,τι υψηλότερο μπορεί να έχει ο άνθρωπος, ό,τι αληθινότερο μπορεί να έχει ο άνθρωπος– είχαν τον Μεσσία, τον Χριστό, τον Υιό του Θεού, και κατά κάποιο τρόπο ανάλογη ήταν η ελπίδα τους, ανάλογη ήταν η εμπιστοσύνη τους. Και ξαφνικά έρχονται έτσι τα πράγματα που εντελώς-εντελώς χάνουν αυτή την ελπίδα και εντελώς-εντελώς χάνουν αυτή την εμπιστοσύνη, απογοητεύονται και απελπίζονται. «Ημείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός εστιν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ» (Λουκ. 24:21). Ελπίζαμε· πάει αυτό τώρα, ούτε το ελπίζουμε ούτε περιμένουμε τίποτε.
Νιώθουν όχι μόνο ότι παταγωδώς, τρόπον τινά, απέτυχε ο διδάσκαλός τους, αλλά και οι ίδιοι σωριάζονται μέσα τους. Συντρίβονται εντελώς μέσα τους. Διότι είχαν επενδύσει, αν επιτρέπεται να πούμε, την όλη ελπίδα τους εις Αυτόν, και τώρα δεν έχουν να περιμένουν τίποτε. Ακριβώς τότε είναι που ο Κύριος ανασταίνεται. Και ανασταίνεται όχι κρυφά από δω και κρυφά από κει, όχι. Εμφανίζεται στους μαθητάς του και ξαναεμφανίζεται και τους μιλάει, τρώει μαζί τους, περπατάει μαζί τους και ομιλεί μαζί τους, πλήρως να πεισθούν ότι ανέστη ο Κύριος. Αυτό λοιπόν που δεν περίμεναν να γίνει, καίτοι τους το έλεγε ο Κύριος, ότι θα αναστηθεί, και προπαντός τις τελευταίες ημέρες τελείως απογοητεύθηκαν, αυτό έγινε. Έγινε. Αναστήθηκε ο Κύριος.
Πόσο πρέπει να το μελετήσουμε αυτό το θέμα, διότι περίπου στον καθένα γίνεται το ίδιο. Αν αποφασίσεις ν’ ακολουθήσεις τον Χριστό, τα πράγματα δεν είναι όπως τα θέλεις εσύ και πώς τα σκέφτεσαι εσύ και πώς τα νομίζεις εσύ. Και τώρα δεν είναι, αν θέλετε, ούτε καν όπως ήταν με τους μαθητάς. Οι μαθηταί βαπτίστηκαν την ημέρα της Πεντηκοστής και από κει και πέρα έγιναν, αν επιτρέπεται να πούμε, αυτό που εμείς είμαστε ήδη. Διότι εμείς είμαστε βαπτισμένοι. Όμως δεν συνειδητοποιήσαμε καλά-καλά, δεν καταλάβαμε καλά-καλά ότι «ουκ εστέ εαυτών –λέει– ηγοράσθητε γαρ τιμής» (Α’ Κορ. 6:19-20). Μας αγόρασε ο Κύριος με το αίμα του και δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, ανήκουμε σ’ Εκείνον. Και να ζήσουμε όπως Εκείνος θέλει. Η ζωή μας να είναι όπως θέλει ο Χριστός.
Αυτό είναι εκείνο το οποίο ο Κύριος ήρθε να κάνει. Υπέστη τα πάντα, αλλά ό,τι κι αν συνέβη, δεν έμεινε σ’ αυτά. Ανέστη τελικά. Και τότε ακόμη που ο διάβολος νόμισε ότι τελείως τον εξόντωσε τον Κύριο, τότε Εκείνος ανέστη. Ο Κύριος έφτασε στο τέλος, το έργο του το έκανε. «Το έργο σου ετελείωσα» (Ιω. 17:4), είπε στον ουράνιο Πατέρα· και αυτό το έργο είναι όλο για μας. Και ούτε να διανοηθούμε ότι δεν μπορεί να γίνει. Ό,τι κι αν μας συμβεί στην πορεία μας, ό,τι χειρότερο κι αν συμβεί, να είμαστε βέβαιοι ότι ο Κύριος θα βρει τρόπο να μας πλησιάσει, αν εμείς είμαστε όπως οι μαθηταί, που συνέβαινε το ένα, συνέβαινε το άλλο, και δεν έφευγαν από κοντά του. Μόνο εκείνος έφυγε, ο υιός της απωλείας. Τους άλλους βρήκε ο Κύριος τρόπο και τους έβγαλε από την απελπισία, τους έβγαλε από την απογοήτευση, τους έβγαλε από τον φόβο και τους έκανε να χαρούν. «Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» (Ιω. 20:20).
Και σ’ εμάς τώρα συντελούνται αυτά όλα μαζί, καθώς είμαστε μέσα στην Εκκλησία, καθώς είμαστε βαπτισμένοι, βαδίζουμε αυτόν τον δρόμο, είμαστε με τον Κύριο δια της πίστεως, δια της μετανοίας, δια της ταπεινώσεως, δια της αγάπης μας. Βαδίζουμε λοιπόν τον δρόμο και περνούμε από τα παθήματα και μπαίνουμε στον τάφο μαζί με τον Κύριο, μπαίνουμε στον θάνατο μαζί με τον Κύριο, αλλά και ανιστάμεθα μαζί με τον Κύριο και συγχρόνως πληρούμεθα Πνεύματος Αγίου, όπως είπε ο Κύριος «σας συμφέρει να φύγω εγώ· άμα δεν φύγω, δεν θα έρθει ο Παράκλητος» (Ιω. 16:7). Και τα διαβάζει κανείς αυτά, και τι σημαίνουν;
Να, τι σημαίνουν: Ότι το όλο έργο αυτό, που ο Κύριος έκανε για μας, είναι έτοιμο. Όλο αυτό το έργο έρχεται το Αγιο Πνεύμα και το κάνει μια πραγματικότητα σε μας. Και όντως κανείς είναι πλήρης Πνεύματος Αγίου και όντως κανείς αποθνήσκει συνεχώς για την αμαρτία και όντως κανείς συνεχώς ανίσταται και όντως γεύεται την ανάσταση από τον κόσμο αυτόν και θα ζήσει αιώνια ο καθένας μας.
Θα ζήσουμε αιώνια με τον Κύριό μας και με όλους τους αγίους, αναστημένοι και ευλογημένοι και χαρούμενοι στον αιώνα τον άπαντα.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Σταυροαναστάσιμα», Β’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2003, σελ. 303 (αποσπάσματα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου